image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


Κατεβάστε πολυτονικό αν δεν έχετε ήδη




εἰκόνα: Henry Matisse, Femme à l'amphore - 1953
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ




ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ



Δημήτρης Κοσμόπουλος

"Μανάκω"
Ἀπὸ «τοῦ νεκροῦ ἀδελφοῦ», ἐκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ Α.Ε. Άθήνα 2003, σελ. 85.


Σὰν ἔχασε καἰ τὸ τρίτο της παιδἰ στὰ τριανταπέντε του, γέμισε τὸ χάλκινο τάσι ὥς τἀ χείλη ξύδι καὶ τὸ ἤπιε. Ἀπνευστί. Ἔκτοτε, πήγαινε συχνὰ-πυκνὰ στὸ βαρέλι τοῦ κρασιοῦ -ὑπάρχει ἀκόμα, δρύινο- καὶ σιωπηλὴ ξεχείλιζε. Τὴν ἔλουζε, τὴ σκέπαζε ἡ λησμονιά, περισσότερο κι ἀπὸ τὸ μαῦρο της μαντήλι. Μάζεψε γύρω της ἐγγόνια ἀπό τρεῖς ὀρφάνιες. «Ὀρφάνιες μου», ἔλεγε ποῦ καὶ ποῦ.

Μὰ πιὸ πολὺ νοιαζότανε τ’ὀρφανὀ τοῦ πρὠτου γυιοῦ της, ποὺ ‘φυγε τελευταῖος. Ἔμεινε ἕξι μηνῶν, στῆς Μάνας τὸ βυζἰ. Τἠν ἡμέρα τῆς κηδείας, ἡ νύφη της, μαύρη λαμπάδα, ἦρθε νὰ τὸν θηλάσει. Ὁ μικρός ἐσπάραξε στὸ κλάμα, τῆς ἔρριξαν στοὺς ὤμους λευκό σεντόνι, καταλάγιασε τὸ παιδί.

Μανάκω τοῦτο, Μανάκω κεῖνο, ὁ μικρὸς ὅλο καὶ μεγάλωνε. Εἶχε εἰπεῖ: «Ὅταν ψηλώσει ὁ ‘γγόνας μου, νὰ φτάσει νὰ κλειδώνει τὴ θύρα καὶ νὰ ξεκλειδώνει, τότε θὰ πάω κι ἐγὼ στὰ παιδιά μου». Τό σκαμνάκι της ἐκείνη, στὸ βαρέλι δίπλα. Τῆς Μεταμορφώσεως, 6η τοῦ μηνός, Αὔγουστος τοῦ ’40, ἔφυγε ἡ νύφη στὴ σταφίδα, τρυγούσανε. Φεύγοντας ὁ πεντάχρονος μικρὸς γιὰ τὴν Ἐκκλησία, τὀν εἶδε νἀ κλειδώνει τὴν πάνω θύρα καὶ νὰ παίρνει τὸ κλειδὶ. «Ξανακάνε το», εἶπε. Ὁ μικρός ξεκλείδωσε καὶ κλείδωσε, ἔφυγε. Ἐκείνη ἀπάγκιασε στὸ βαρέλι τοῦ κατωγιοῦ.

Ἐγύρισε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησιὰ ὁ μικρὀς, μὲ παντελόνι ντρίλινο καλὸ καὶ πάνινα παπούτσια. «Τράβα στ’ ἁλώνι, φώναξε τὴ μάνα σου» ἔκανε ἡ γρηά. «Πές της, τὸ γιόμα θὰ πεθάνω, νά ‘ρθει νωρίς». «Τί λὲς, Μανάκω;» «Τράβα!» Ἐκείνη στὸ σκαμνί.

Βγῆκε ὁ μικρὸς στ' ἁλώνι, φώναζε, «Μάνα ἔλα, ἡ γιαγιὰ θὰ πεθάνει• ἔλα, τώρα...». Τσακίστηκε ἡ χήρα, εἰκοσιτριῶ χρονῶ, νὰ γυρίσει. «Γρηά, τί λές, τί ἔπαθες»;

Μετὰ τὸ μεσημέρι, ζήτησε τὸ καλό της ροῦχο, μαντήλα καθαρή, ἔπεσε στὴν κλίνη. Τοὺς μάζεψε, ἔδωκε τὴν εὐχή της. Ὁ μικρὸς ἔκλαιγε μόνον, γοερά. Σταυροκοπήθηκε. «Νύφη σ' ἀφήνω τὸ παιδὶ προστάτη». Χαιρέτισε πέρα τὶς ἐληές• ἀμπέλια καὶ βουνά. Τὴν ὥρα ποὺ ἔπεφταν τ' ἀπόσκια, ἀναστέναξε καὶ συγχωρέθηκε.

Τὸ τάσι της, τὸ βρῆκε μέσα στὸ δέντρινο κασόνι ὁ δισέγγονός της, ἀρχὲς τοῦ '80, ὅταν ξανάφτιαχναν τὸ σπίτι. Τώρα λάμπει μὲς στοῦ γυαλιοῦ τὰ κύματα ἡ φωτογραφία της, τὶς νύχτες ποὺ λαλεῖ ὁ Γκιώνης.


Δείτε συνέντευξη των Δημ. Κοσμόπουλου και Δημ. Αγγελή.
Επίσης, δείτε κριτικές για τα έργα του από τους:
Κ. Παπαγεωργίου, Μ. Τσάτσου, Ν. Κεσμέτη, Σ. Γουνελά, Κ. Μπλάθρα.