image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


Κατεβάστε πολυτονικό αν δεν έχετε ήδη


Εἰκόνα : έργο του
Κώστα Τσόκλη

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ




ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ - Κριτικές


Προηγούμενη Σελίδα


Κώστας Παπαγεωργίου

Με ελεγχομένη αγωνία

«H Kυριακάτικη ΑΥΓΗ», 9 Οκτωβρίου 2005.


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ, Πουλιά της νύχτας, ποιήματα, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2005, σελ. 80.

Ο Δημήτρης Κοσμοπουλος είναι από τους ελάχιστους νέους ποιητές (πρωτοεμφανίστηκε το 2002) που διατηρούν στενότατη σχέση με την ποιητική και την ευρύτερα νοούμενη πνευματική παράδοση του τόπου». Μάλιστα, θα τολμούσα να πω ότι ε ίναι ο μόνος από τους ομηλίκους ομοτέχνους του, που βρίσκεται, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο φανερά, αμέσως ή εμμέσως, σε συνεχή ανταπόκριση με παλαιότερα, δηλωτικά των ιστορικών συνθηκών που τα εξέθρεψαν, κείμενα, καθώς και με παλαιότερες αλλά και με λιγότερο παλιές, σχεδόν χθεσινές, φωνές. Τις ακούει κανείς και τις αναγνωρίζει, διαβάζοντας τα ποιήματα του• τις αισθάνεται, μάλλον, στην εκφορά του λόγου του, στις μετρικές εναλλαγές των στίχων του και στα παιγνιώδη, παρά τη σοβαρότητα τους, αναβρύσματα της ρίμας, στην οποία συχνότατα προστρέχει.

Γι αυτό και η ποίηση του Δημήτρη Κοσμόπουλου, παρά τον αναμφισβήτητο μοντερνισμό της, μοιάζει να είναι τιθασευμένη από τις υποδόρια και πάντα διδακτικά -και παραμυθιτηκά- δρώσες δυνάμεις της ζωντανής παράδοσης. Ο λόγος του, ακόμα και στις περιπτώσεις εκείνες που δείχνει ότι έχει «επεκτατικές», κάποτε και υψιπετείς, διαθέσεις, αυτοσυστέλλεται και εσωστρέφεται προς τον βιωματικό ή θεματικό πυρήνα που τον προκάλεσε• σαν ο ίδιος να θέτει μετρικό περιοριστικό πλαίσιο στον εαυτό του, υπαγορευμένο από τις εκάστοτε ιδιαίτερες θεματικές, κυρίως, προϋποθέσεις του ποιήματος, καθώς και από την ιδιάζουσα, κάθε φορά, πνευματική και συναισθηματική κατάσταση στην οποία βρίσκεται το ποιητικό υποκείμενο.

Από τα πρώτα κιόλας ποιήματα της παρούσας συλλογής, είναι φανερή η πρόθεση του ποιητή να προσδιορίσει, να οριοθετήσει, μάλλον, το πνευματικό, φυσικό αλλά και μεταφυσικοό πεδίo, στο οποίο προτίθεται, υποκινούμενος άλλοτε από συγκεκριμένες και άλλοτε από απροσδιόριστες και ασαφείς δυνάμεις, να κινηθεί. Άλλο αν τα όρια αυτού του πεδίου -που είναι όμως αναγνωρίσιμο- κάθε άλλο παρά σταθερά και αμετακίνητα αποδεικνύονται εντέλει, έτσι έτσι καθώς μετακινούνται ακατάπαυστα κατά τη μεριά του εδώ και του «εκεί»- δυσκολεύομαι να πω του «επέκεινα»- του τώρα, του τότε και του κάποτε. Γιατί πρόκειται για ένα πεδίο, για έναν τόπο θα έλεγα, στο έδαφος και στο υπέδαφος του οποίου διασταυρώνονται ασταμάτητα μνήμες, κοντινές και μακρινές, ατομικές και συλλογικές, ενώ στην επιφάνειά του κυκλοφορούν και συνυπάρχουν με απόλυτη φυσικότητα αγαπημένοι απόντες και, προσώρας, παρόντες.

Η αίσθηση που αποκομίζει κανείς, διαβάζοντας τα ποιήματα της συλλογής Μαύρα πουλιά, είναι ότι ο ποιητής έχει αποφασίσει να «εκτίσει» τον βίο του με σύνεση και νηφαλιότητα, ενισχυμένος από μιαν ακλόνητη πίστη στην αδιάλειπτη συνέχεια της ζωής, διδαγμένος από τα φανερά και τα κρυφά, τα αισθητά και τα νοητά σημεία της φύσης και τους αέναους κύκλους των εποχών της. Αισθάνεται κανείς ότι επιζητεί διαρκώς να βρίσκεται στο επίκεντρο ενός ευφρόσυνα οδυνηρού και ατελεύτητου παιχνιδιού• του παιχνιδιού της εναλλαγής της απουσίας με την παρουσία και τανάπαλιν, ως τη στιγμή που θα πάρει σχήμα «το άκοπο νόμισμα», με «την χαραγμένη λάμψη του θανάτου».

Ό,τι περισσότερο απ' όλα, με ελεγχόμενη αγωνία αλλά πάντως διακαώς, επιθυμεί ο Δημήτρης Κοσμόπουλος, μετακινούμενος από ποίημα σε ποίημα, είναι να γνωρίσει και να ψηλαφήσει το «εγώ» του σε όλες τις πιθανές ή, τελοσπάντων προσιτές, εκδοχέςτου «άλλου». Να αποκτήσει, ως πνευματική οντότητα, μια διάσταση ιδιοτύπως συμπαντική• θέλω να πω να εκταθεί όχι σε ένα σύμπαν αχανές, σκοτεινό και ξένο, αλλά σε ένα σύμπαν διαφορετικό, οικείο, διάσπαρτο με μνήμες προσωπικές και άλλες, ίσως συλλογικές, καθοριστικές ωστόσο της προσωπικότητας του, των χαρακτηριστικών του προσώπου του. Σε ένα σύμπαν οριοθετημένο από συγκεκριμένες ημερολογιακές και άλλε ς, χαμένες στον χρόνο και την ιστορία επετείους, που στις φιλόξενες εκτάσεις του χωρούν «οι περασμένες ευρύχωρες ημέρες», ενώ από τις θερμαντικές της ψυχής εστίες του αναθρώσκουν οσμές και «ασίγαστες φωνές και χειρονομίες»• όπου όλα μπορεί να μεταφραστούν στη γλώσσα της αγάπης, το θαλπικό αυτό κατοικητήριο των προσφιλών απόντων.

Αν όμως το ευρύτερα νοούμενο σύμπαν συστέλλεται, ο τόπος της καταγωγής του διαστέλλεται και γίνεται τόπος καταγωγής του ανθρώπου που βάλθηκε να κρατήσει το πρόσωπό του καθαρό, αρνούμενος να ενδώσει, να υποταγεί στα σαθρά και ψευδεπίγραφα δεδομένα της απρόσωπης, μέσα στην πολυπροσωπία της, πόλης. Την οποία, σημειωτέον, ο ποιητής διόλου δεν απορρίπτει• απεναντίας, ανακαλύπτει σ' αυτήν πτυχές εκκολαπτικές σκέψεων, αισθημάτων και καταστάσεων που προσιδιάζουν στο πνεύμα του και στον ψυχισμό του• αναζήτα και βρίσκει, σ' αυτήν, έμψυχο και άψυχο υλικό με το οποίο άλλοτε δοκιμάζει και άλλοτε επιβεβαιώνει την αυθεντικότητάα του, αφού όλα, ακόμα και η κυρίαρχη ψηφιακή»τεχνολογία μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να λειτουργήσει ως όργανο μέτρησης της ανθρωπιάς του, ως «δοκιμαστήριο» της γνησιότητας του.

Η κάποτε έντονη τάση για πνευματικές και οντολογικού περιεχομένου υπερβάσεις, που χαρακτήριζε την προηγούμενη ποίηση του Δημήτρη Κοσμόπουλου, τώρα δείχνει να μετριάζεται και να ηνιοχείται από την πρόθεσή του να ασκηθεί, να περιοριστεί, σε συγκεκριμένα, κάθε φορά, ρυθμικά μέτρα, που όσο κι αν υπαγορεύτηχαν από τον εκάστοτε αφετηριακό θεματικό ή συναισθηματικό πυρήνα, φαντάζομαι ότι θα πρέπει να υπήρξαν και αποτέλεσμα μιας ενστικτωδώς συνειδητής προεπιλογής. Κι αυτό γιατί πολλά ποιήματά του, αν όχι τα περισσότερα, γραμμένα σε στροφές παραδοσιακού τύπου, με μετρική ποικιλότατη, καθώς είναι, και με κυρίαρχο στοιχείο τη ρίμα, δημιουργούν την εντύπωση δημιουργικών στιχουργικών ασκήσεων• παράλληλα, δίνουν την αίσθηση ότι ο ποιητής προετοίμαζε ι τον ζωτικό και ποιητικά δραστικότερο χώρο, προκειμένου να εναπόθεσει σ’αυτόν προποιητικό βιωματικό υλικό του. Ακόμα και στα πεζόμορφα ποιήματα του βιβλίου, συχνά πυκνά αισθάνεται κανείς να ενεδρεύουν ακέραιοι ή κατακερματισμένοι δεκαπεντασύλλαβοι, ενδεικτικοί της στερεής σχέσης του Κοσμόπουλου με την παράδοση και με στοιχεία που παντοιοτρόπως την υποδηλώνουν.

Προηγούμενη Σελίδα