Ο
ΑΓΙΟΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ γεννήθηκε τὸ 337 ἢ
339 στὰ Τρέβηρα, ἀπὸ ἀριστοκρατικὴ
χριστιανικὴ
οἰκογένεια. Σπούδασε ρητορικὴ (ὅπως
ἦταν ἡ συνήθεια τῆς ἐποχῆς)
καὶ ἄσκησε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ
δικηγόρου στὴν ἐπαρχία τοῦ Σιρμίου.
Ἀνήκει στὶς τελευταῖες μορφὲς τῆς
δυτικῆς Ἐκκλησίας ποὺ γνώριζαν
ἑλληνικά. Μάλιστα ἐπεσήμαινε, ὅτι ἡ
αὐθεντία τῶν ἑλληνικῶν χειρογράφων
τῆς Βίβλου εἶναι ἡ ἰσχυρότερη.
Περίπου τὸ 370 ὀνομάστηκε consularis Liguriae
et Aemiliae καὶ ἐγκαταστάθηκε στὸ
Μιλάνο, ἀσκώντας τὶς ἁρμοδιότητές
του μὲ θαυμαστὴ δικαιοσύνη.῾Η ἀρετή
του αὐτὴ τὸν ἔφερε στὸ ἐπισκοπικὸ
ἀξίωμα μετὰ ἀπὸ κοινὴ ἐπιθυμία καὶ
πίεση χριστιανῶν ὀρθοδόξων καὶ
αἱρετικῶν. ῏ Ηταν τότε κατηχούμενος,
βαπτίσθηκε καὶ μετὰ μία ἑβδομάδα
ἀνέλαβε τὴν ποίμανση τῶν Μεδιολάνων
(περ. 373). Τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀμβρόσιου
καὶ ὣς τὸ 404 στὸ Μιλάνο ἦταν ἡ ἔδρα
τῆς δυτικῆς αὐτοκρατορικῆς
κυβέρνησης. Ἐκκλησιαστικά, ὁ
ἐπίσκοπος Μεδιολάνων ἔλεγχε
οὐσιαστικὰ ὁλόκληρη τὴ Β. Ἰταλία.
Ὡς ἐπίσκοπος
ἔζησε ὁ ἴδιος μὲ ἀσκητικὴ λιτότητα,
ἀλλὰ καὶ προώθησε τὸν ὀργανωμένο
μοναστικὸ βίο.
Γιὰ νὰ ἀνταποκριθεῖ στὰ ποιμαντικά
του καθήκοντα ἐπιδόθηκε στὴ μελέτη
τῆς χριστιανικῆς ἀλλὰ καὶ τῆς
φιλοσοφικῆς γραμματείας. Κυρίως
χρησιμοποίησε τὸν Φίλωνα, τὸν
Ὠριγένη καὶ τὸν Μ. Βασίλειο. Διάβαζε
σιωπηλά, πράγμα ἀσυνήθιστο γιὰ τὴν
ἐποχή, καὶ προτιμοῦσε νὰ γράφει ὁ
ἴδιος τὰ ἔργα του, παρὰ νὰ
χρησιμοποιεῖ γραμματέα.
Ἀλληλογραφοῦσε μὲ ἕλληνες
ἐπισκόπους, ὅπως μὲ τὸν Μέγα
Βασίλειο, ἀπὸ τοῦ ὁποίου τὴ σκέψη
ἐπηρεάστηκε ἰδιαίτερα.῾Η πολιτική
του, ὅμως, σὲ σχέση μὲ τὴν
Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς δὲν μπορεῖ νὰ
θεωρηθεῖ ἰδιαίτερα ἐπιτυχής, γιατὶ
ἔπασχε ἀπὸ ἔλλειψη κατανόησης
προσώπων καὶ νοοτροπιῶν.
Ἀντιστάθηκε μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις του
στὴν ἀρειανικὴ αἵρεση, καὶ μάλιστα
διαμορφώνοντας τὴν ἀντιαρειανικὴ
πολιτικὴ τοῦ αὐτοκράτορα τῆς Δύσης
Γρατιανοῦ. Κοιμήθηκε στὸ Μιλάνο στὶς 4
Ἀπριλίου τοῦ 397, ἔχοντας
πραγματοποιήσει σημαντικὸ ποιμαντικὸ
καὶ συγγραφικὸ ἔργο.
Ἀπὸ τὸ πρῶτο
μεγάλο πλῆγμα κατὰ τοῦ
Ἀρειανισμοῦ μὲ τὴ σύνοδο τοῦ Σιρμίου,
ὁπότε καταδικάσθηκαν οἱ Ἰλλυροὶ
ἀρειανοὶ ἐπίσκοποι, ὣς τὸ τέλος τῆς
ζωῆς του, ὁ ΄Αμβρόσιος ἔδωσε
νικηφόρους πολέμους γιὰ τὴν ὁριστικὴ
καταρράκωση τοῦ ἤδη φθίνοντος
ἀρειανισμοῦ
καὶ τὴν ἐδραίωση ὀρθόδοξου
φρονήματος στὴν Ἐκκλησία: «...μέσα
σὲ μιὰ δεκαετία ἀπὸ τὴν ἄνοδό του
στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο, ὁ
Ἀμβρόσιος εἶχε τὴν ἱκανοποίηση νὰ
γίνει μάρτυρας τῆς ἀποκατάστασης τῆς
Νικαιακῆς ὀρθοδοξίας στὴν πράξη σὲ
ὅλα τὰ μέρη τῆς δυτικῆς
αὐτοκρατορίας».
Ἀπὸ τὴ δράση του αὐτὴ προέκυψαν μία
σειρὰ ἐξηγητικῶν, ἠθικοασκητικῶν καὶ
θεολογικῶν ἔργων, τὰ ὁποῖα, ἂν καὶ
ὄχι ἰδιαιτέρως πρωτότυπα,
διαμόρφωσαν σὲ μεγάλο βαθμό, καὶ
μάλιστα σὲ συμφωνία μὲ τὴν ἑλληνικὴ
θεολογία, τὶς βάσεις τῆς δυτικῆς
θεολογίας.
Μεγάλη εἶναι, ἀκόμη, ἡ προσφορά του
στὴ λειτουργικὴ ζωή, ἀφοῦ εἰσηγήθηκε
ἔμπρακτα καὶ μὲ ἐπιτυχία τοὺς
ἀντιφωνικοὺς λειτουργικοὺς ὕμνους
στὴ Δύση,
συνθέτοντας ὁ ἴδιος καὶ ἐμπνέοντας
ἄλλους νὰ συνθέσουν. Ὅπως γράφει ὁ
Παπαδόπουλος, «ὁ Ἀμβρόσιος ἔγινε
σημεῖο προσανατολισμοῦ, φρονήματος
καὶ δράσεως ἐκκλησιαστικῆς, ὅπως
ἦταν στὴν Ἀνατολὴ ὁ Βασίλειος καὶ
παλαιότερα ὁ Ἀθανάσιος. Ἐδῶ
ἀκριβῶς βρίσκεται τὸ μεγαλεῖο καὶ ἡ
προσφορὰ τοῦ Ἀμβρόσιου καὶ γι᾽
αὐτὸ τιμήθηκε καὶ τιμᾶται ὡς μέγας
διδάσκαλος στὴν Δύση, ἀλλὰ καὶ στὴν
Ἀνατολή».῾
Η μνήμη του ἑορτάζεται στὶς 7
Δεκεμβρίου.
Η
ΟΝΟΜΑΣΙΑ Περὶ τοῦ
Μυστηρίου τῆς Ἐνσαρκώσεως τοῦ Κυρίου
ἀπαντᾶ στὶς παρ. 11 καὶ 63 τοῦ ἴδιου τοῦ
ἔργου, καὶ ἐλαφρῶς παρηλλαγμένη («Περὶ
τῆς Ἐνσαρκώσεως τοῦ Κυρίου» ἢ «Περὶ
τῆς Ἐνσαρκώσεως τοῦ Κυρίου κατὰ
Ἀπολλιναριστῶν») ἀναφέρεται ἀπὸ
μεταγενέστερους συγγραφεῖς. Τὸ Περὶ
ἐνσαρκώσεως θὰ πρέπει νὰ ἐγράφη
μετὰ τὸ 381, δηλαδὴ μετὰ ἀπὸ τὰ Περὶ
Πίστεως καὶ Περὶ ἁγίου Πνεύματος ἔργα
τοῦ Ἀμβρόσιου. Σύμφωνα μὲ τὸν
Παυλῖνο τῆς Νόλα, ἡ ἐκφώνηση τῆς
ὁμιλίας αὐτῆς ὀφείλεται σὲ πρόκληση
δύο ἀρχιθαλαμηπόλων τοῦ αὐτοκράτορα,
οἱ ὁποῖοι ἔκλιναν πρὸς τὸν
ἀρειανισμό. Ὁ Ἀμβρόσιος
ἐκφώνησε τὴν ὁμιλία του μετὰ τὴ
λειτουργία στὴ Βασιλικὴ τῶν τειχῶν
(Basilica portiana).῾Η ἀρχικὴ ἀναφορὰ στὸν
Κάιν καὶ τὸν Ἄβελ (Κεφ. 1-2), χωρὶς νὰ
εἶναι ἄσχετη μὲ τὸ θέμα τῆς ὁμιλίας,
ὀφείλεται στὴν ἀναμονὴ τῶν
ἀρχιθαλαμηπόλων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν
ὑποσχεθεῖ ὅτι θὰ παρίστανται, ἀλλὰ
ἐν τῷ μεταξὺ σκοτώθηκαν σὲ ἀτύχημα.
Ἀφοῦ οἱ δύο αὐλικοὶ δὲν
ἐμφανίζονταν, ὁ Ἀμβρόσιος
προχώρησε στὸ κύριο μέρος τῆς
ὁμιλίας του (κεφ. 3-7). Τὰ τρία τελευταῖα
κεφάλαια (8-10) δὲν ἀνήκουν στὴν ὁμιλία
ποὺ ἐκφώνησε τότε ὁ Ἀμβρόσιος,
ἀλλὰ προσετέθησαν μετὰ τὴ σύνοδο τῆς
Ἀκυληίας καὶ ἀποτελοῦν ἀπάντησή του
σὲ ἐρώτημα τοῦ Παλλάδιου τῆς Ρατιάρα,
τὸ ὁποῖο τοῦ μετέφερε ὁ
αὐτοκράτορας Γρατιανός.
Τὸ Περὶ
ἐνσαρκώσεως ἔργο τοῦ Ἀμβρόσιου
ἔχει ὡς πηγές του «τὴν Πρὸς
Ἐπίκτητον ἐπιστολὴ τοῦ
Ἀθανασίου καὶ τὸ Κατὰ Εὐνομίου Α΄
- Β΄ τοῦ
Βασιλείου».
Τὸ περιβάλλον, στὸ ὁποῖο ἐγράφη τὸ Περὶ
Ἐνσαρκώσεως, φαίνεται καὶ μέσα ἀπὸ
τὸ ἴδιο τὸ ἔργο, ὅπου ὁ Ἀμβρόσιος
γράφει: «Πιὸ γρήγορα θὰ μὲ ἀφήσει ἡ
ἡμέρα παρὰ τὰ ὀνόματα τῶν αἱρετικῶν
καὶ τῶν διάφορων παρατάξεων».
Τὰ θεολογικὰ ζητήματα βρίσκονταν
τότε στὸ ἐπίκεντρο τοῦ κοινωνικοῦ
ἐνδιαφέροντος.
Οἱ Εὐνομιανοί, πάντως, τοὺς ὁποίους
ἐπίσης πολεμάει τὸ Περὶ
ἐνσαρκώσεως, δὲν ἦταν πολυάριθμοι
στὴ Δύση. Τὸν Ἀμβρόσιο
ἀπασχόλησαν περισσότερο οἱ
Ὁμοιανοί, οἱ ὁποῖοι μιλοῦσαν
ἀόριστα γιὰ ὁμοιότητα Πατέρα καὶ
Υἱοῦ, χωρὶς νὰ διευκρινίζουν σὲ τί
ἀκριβῶς συνίσταται ἡ ὁμοιότητα αὐτή.
Ὁ Ἀμβρόσιος δείχνει ὅτι, σύμφωνα
μὲ τὶς βιβλικὲς μαρτυρίες, ὁ Χριστὸς
ἦταν τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος
ἄνθρωπος, χωρὶς νὰ ἀλλοιωθεῖ καμμία
ἀπὸ τὶς δύο φύσεις μὲ τὴν ἕνωση στὸ
πρόσωπό Του. Σημαντικώτερο εἶναι τὸ
τελευταῖο μέρος τοῦ ἔργου, ὅπου
σχολιάζεται ὁ ὅρος «ἀγέννητος», μὲ
τὸν ὁποῖο οἱ Εὐνομιανοὶ ὅριζαν τὴν
οὐσία τοῦ Πατρὸς καὶ ἰσχυρίζονταν
ὅτι ὁ Υἱὸς εἶναι δημιούργημα. Πίσω
ἀπὸ τὴν «τεχνικὴ» αὐτὴ διατύπωση
πρέπει νὰ διακρίνει κανεὶς ἕνα
πλῆθος θεολογικῶν προβλημάτων, ποὺ
ταλαιπώρησαν τὴν Ἐκκλησία γιὰ
πολλοὺς αἰῶνες. Κύριο ζήτημα εἶναι ἡ
σημασία τῶν ἐννοιῶν τῆς ταυτότητας,
τῆς ἑνότητας, καὶ τῆς διαφορᾶς σὲ
σχέση μὲ τὶς ἔννοιες τῆς σύνθεσης
καὶ τῆς ἁπλότητας. Ἐφόσον
δεχόμαστε, πὼς ὁ Θεὸς εἶναι ἁπλός, μὲ
τὸ ὁποῖο δὲν διαφωνοῦσαν οὔτε οἱ
ὀπαδοὶ τοῦ Ἀρείου, πῶς πρέπει νὰ
ἐξηγηθεῖ ὁ λόγος γιὰ πρόσωπα τοῦ
Θεοῦ - πῶς συμβιβάζεται ἡ τριαδικὴ
ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἁπλότητά Του;
Ὅλες οἱ αἱρέσεις ἔχουν ἐδῶ τὴ ρίζα
τους, ἀνεξάρτητα ἀπὸ ἐπὶ μέρους
διαφορές: πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ νοηθεῖ
ὁποιαδήποτε διαφορά, ὁποιαδήποτε
διαφοροποίηση, στὸν Θεό, χωρὶς νὰ
καταργεῖται ἡ θεία ἁπλότητα; Ὁ
Ἀμβρόσιος χρησιμοποιεῖ τὴν ἑλληνικὴ
πατερικὴ σκέψη τῆς ἐποχῆς του γιὰ νὰ
ἀπαντήσει σ᾽ αὐτὲς ἀκριβῶς τὶς
ἀπορίες.
Περὶ τοῦ
Μυστηρίου τῆς Ἐνσαρκώσεως τοῦ Κυρίου
Πρώτο
κεφάλαιο /Περιεχόμενα