Ἀρχὲς τοῦ δυτικοῦ μοναχισμοῦ (σχεδιάγραμμα)
Ἀποσπάσματα ἀπό: Γ. Βαλσάμης, Ἀσκητική, Ἀθήνα 2020, σ. 19-34. Ἀποσιωπητικὰ σὲ ἀγγύλες [...] δηλώνουν κείμενο ποὺ ὑπάρχει μόνο στὴν ἔντυπη ἔκδοση. Πίνακας Περιεχομένων
Τὸ ζήτημα τῆς γένεσης τοῦ μοναχισμοῦ ἔχει
προκαλέσει πολλὴ συζήτηση. Ἡ εἰσήγηση τοῦ Κασσιανοῦ μοιάζει ἀρκετὰ μὲ ὁρισμένες
σύγχρονες εἰκασίες, σύμφωνα μὲ τὶς ὁποῖες ὁ μοναχισμὸς ὀφείλεται στὴν
ἐκκοσμίκευση τῆς Ἐκκλησίας μετὰ τὸ τέλος τῶν διωγμῶν. Ὅμως ἂν ὁ μοναχισμὸς
εἶναι ὁ κατ᾽ ἐξοχὴν χριστιανικὸς βίος, ὅπως ἰσχυρίζεται ὁ Κασσιανός, θὰ ἦταν
ἀδύνατο νὰ προκύψει ὡς ἀρνητικὸ φαινόμενο. Συνεπέστερα καὶ ὁ ἴδιος ἀναγνωρίζει
ἄλλοτε πὼς ἡ ἀσκητικὴ ἀναχώρηση, ἀκόμη κι ἂν δευτερογενῶς περιέχει μιὰ ἀρνητικὴ
πλευρά, πρωταρχικὰ συνδέεται μὲ τὴν ζωὴ τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας μὲ θετικὸ τρόπο.
Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ Εὐσέβιου Καισαρείας στὸν ὁποῖο δὲν
φαινόταν παράδοξο νὰ ὑπάρχει χριστιανικὸ κοινόβιο τὸν πρῶτο αἰῶνα μ.Χ., ὅταν ὡς
τέτοιο περιέγραφε τὴν κοινότητα τῶν Θεραπευτῶν. Ὁ Εὐσέβιος δὲν προσπαθοῦσε νὰ
βρεῖ ἱστορικὰ ἐρείσματα γιὰ τὸν μοναχισμὸ τῆς ἐποχῆς του, διότι ὅταν σχολίαζε
τὴν μαρτυρία τοῦ Φίλωνος τὸ κοινοβιακὸ συγκρότημα τοῦ Παχωμίου δὲν ὑπῆρχε.
Ἡ ἐπιστολὴ τοῦ Ἰγνάτιου πρὸς τὸν Πολύκαρπο
περιέχει ἴχνη τῆς διαμόρφωσης ἰδιαίτερης ἀσκητεύουσας τάξης. Μάλιστα ὅσοι
ἐπέλεγαν τὴν ὁδὸ αὐτὴ φαίνεται ὅτι συχνὰ θεωροῦσαν τὸν ἑαυτό τους ἀνώτερο τοῦ
ἐπισκόπου.[13] Ὁ Εἰρηναῖος συνδέει τὴν ἱερατικὴ μὲ
τὴν ἀποστολικὴ καὶ τὴν ἀσκητική ἰδιότητα ὅταν περιγράφει τοὺς Ἀπόστολους ὡς
ἀσκητὲς ἐπειδὴ ἐγκατέλειψαν τὶς κοσμικὲς συγγένειες γιὰ τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ.[14]
Δὲν εἶναι μικρὴ ὅμως οὔτε ἡ σημασία τῶν
Μαρτύρων. Στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολὴ τοῦ Ἰγνάτιου ὁ θάνατος θεωρεῖται ὁδὸς
ἐλευθερίας ποὺ ὁδηγεῖ στὸν Χριστό.[15] Στὸν Εἰρηναῖο
ἀναδεικνύεται οὐσιῶδες χριστιανικὸ γνώρισμα τὸ μελετᾶν ἀποθνήσκειν.[16] Ἤδη τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰγνάτιου, σύμφωνα μὲ τὸ
ὑπόδειγμα τοῦ διαλόγου ἀνάμεσα στὸν Χριστὸ καὶ τὸν νεανίσκο ποὺ νόμιζε ὅτι
ἀναζητοῦσε τὴν τελειότητα, ὁ μοναχισμὸς ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νὰ εἶναι ἑκούσιος.[17] Ὅταν ἀκόμα οἱ χριστιανοὶ συλλαμβάνονταν,
βασανίζονταν, θανατώνονταν, δὲν θὰ περίμενε κανεὶς θεσμοθετημένη ἀφοσίωση στὸν
πόλεμο νοερῶν δαιμόνων. Καὶ πάλι, ἤδη μὲ τὸν Ὠριγένη, προκύπτει ἡ διάκριση
μεταξὺ ἐν φανερῷ καὶ ἐν κρυπτῷ Μαρτυρίου.[18]
Ὁ Ἱερώνυμος, στὴν περίφημη ἀσκητικὴ ἐπιστολὴ
22 πρὸς τὴν Εὐστόχιο, τονίζει τὴν σημασία τοῦ Τερτυλλιανοῦ, τοῦ Κυπριανοῦ, τοῦ
Δάμασου καὶ τοῦ Ἀμβρόσιου γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ μοναχισμοῦ, ἐπιμένοντας γιὰ
εὐνόητους λόγους στὴν δυτικὴ παράδοση. Στὴν ἐπιστολὴ 127, ἡ ἀναφορὰ τοῦ
Ἱερώνυμου στὴν σπουδαιότητα ποὺ εἶχαν γιὰ τὴν διαμόρφωση τοῦ δυτικοῦ μοναχισμοῦ
οἱ μεταβάσεις ἀνατολικῶν στὴν Δύση καὶ δυτικῶν στὴν Ἀνατολὴ μὲ ἀφορμὴ τὶς
ἀρειανικὲς ἔριδες, προϋποθέτει ἤδη ζωντανὴ δυτικὴ ἀσκητικὴ παράδοση.
*
Τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες ἡ ἄσκηση σὲ
Ἀνατολὴ καὶ Δύση ἐκφραζόταν ἰδιωτικά, μὲ τὴν παρθενία, τὴν προσευχή, τὴν
φιλανθρωπία καὶ τὴν νηστεία, χωρὶς νὰ ἐγκαταλείπεται ἡ πόλη, οὔτε κἂν ἡ οἰκογένεια.[19] Περὶ τὰ μέσα τοῦ
τρίτου αἰῶνος συνηθιζόταν ἡ ἀπομάκρυνση λίγο πιὸ ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς πόλης ἢ
τοῦ χωριοῦ. Ὁ Μ. Ἀντώνιος πέρασε καὶ ἀπὸ τὰ δύο στάδια.[20]
Στὴν Δύση φαίνεται πὼς ἡ ἄσκηση ἐξακολούθησε λίγο περισσότερο μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο
ὁ ὁποῖος οὔτε στὴν Ἀνατολὴ δὲν ἐγκαταλείφθηκε τελείως. Ὁ ἴδιος ὁ Βασίλειος δὲν
ἐντάχθηκε σὲ κοινόβιο, ἀσκήτευε ἰδιωτικὰ σὲ ἰδιόκτητο χῶρο, ἐπιζητοῦσε τὴν
συντροφιὰ τοῦ φίλου του Γρηγόριου Θεολόγου, ἀποφάσισε μόνος του τὸ ἀσκητικό του
πρόγραμμα...
Στὴν Ρώμη τῶν ἀρχῶν τοῦ τετάρτου αἰῶνος, γιὰ
ἕνα νέο ἀριστοκρατικῆς καταγωγῆς ἦταν ἰδιαιτέρως ὑποτιμητικὸ νὰ ἀδιαφορήσει γιὰ
τὰ κοσμικὰ πράγματα, ὁπότε ἡ ἀναχώρηση συνέβαινε κατὰ τὸ δυνατὸν ἀθόρυβα.[21] Ὅμως μετὰ τὶς ἐπαινετικὲς πληροφορίες τοῦ Μ.
Ἀθανασίου γιὰ τὸν Ἀντώνιο καὶ τὸν Παχώμιο, οἱ ὣς τότε περιφρονούμενοι ἀπὸ τὴν
ἀριστοκρατία ἀσκητὲς πῆραν μεγαλύτερη δύναμη. Τὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ Ἀθανάσιος ἔγραφε
τὸν Βίο τοῦ Μ. Ἀντωνίου, τριάντα περίπου χρόνια μετὰ τὴν ἵδρυση τοῦ
πρώτου κοινοβίου ἀπὸ τὸν Παχώμιο, εἶχαν ἤδη ἀρχίσει νὰ ἐμφανίζονται στὴν Ρώμη
τὰ πρῶτα μοναστήρια[22] καὶ ἁπλώθηκαν σὲ ὅλη τὴν
Ἰταλία.[23] Ὁ πάπας Σῖξτος ὁ 3ος ἵδρυσε ἀνδρῶο
μοναστήρι στὸν ἅγ. Σεβαστιανὸ ad catacumbas. Τὸ μοναστήρι τῆς ἁγίας Ἁγνῆς στὴν
Ρώμη ἱδρύθηκε περὶ τὰ μέσα τοῦ 4ου αἰῶνος.[24]
Γνωρίζουμε, ἐπίσης, δύο γυναικεῖα μοναστήρια, ἕνα στὴν Μπολόνια καὶ ἕνα στὴν
Βερόνα.[25]
Σημαντικὴ ὑπῆρξε ἡ συμβολὴ τοῦ Εὐσέβιου,
ἐπισκόπου Vercelli, ὁ ὁποῖος ἔκανε
πράξη τὴν ἑνότητα μεταξὺ ἱερωσύνης καὶ ἄσκησης ποὺ προέβαλε ὁ Εἰρηναῖος,
συγκεντρώνοντας κοντά του κληρικοὺς οἱ ὁποῖοι διαβίωναν ἀσκητικά, ut esset in
ipsis viris contemptus rerum et accuratio levitarum.[26]
Ὁ Εὐσέβιος ἔζησε ἐξόριστος στὴν Σκυθόπολη τῆς Παλαιστίνης καὶ τὴν Θηβαΐδα τῆς
Αἰγύπτου ἀπὸ τὸ 355 ὣς τὸ 362, ὅπου γνώρισε τὶς ἀσκητικὲς συνήθειες τῆς
Ἀνατολῆς. Ὅμοια ἔδρασε ὁ Ἀμβρόσιος.[27] Μοίρασε τὴν
περιουσία του στοὺς φτωχούς, νήστευε, ἀγρυπνοῦσε προσευχόμενος. Ὁ Ἀμβρόσιος
ὑποστήριζε ἕνα ἀνδρῶο μοναστήρι στὴν εἴσοδο τῶν Μεδιολάνων καὶ ἔδειξε ἰδιαίτερο
ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ἐνίσχυση τοῦ γυναικείου μοναχισμοῦ. Ἡ ἐπίδρασή του ἦταν τόσο
μεγάλη ὥστε τὸν κατηγόρησαν πὼς θὰ μείωνε τὸν πληθυσμὸ τῆς Αὐτοκρατορίας.[28] Ὁ Ἱερώνυμος πίστευε ὅτι κανένας ἐκκλησιαστικὸς
συγγραφέας ὣς τότε δὲν εἶχε μιλήσει καλύτερα ἀπὸ τὸν Ἀμβρόσιο γιὰ τὴν παρθενία.[29]
Τὸν βίο τοῦ ἀσκητῆ καὶ τοῦ κληρικοῦ συνδύαζε
ἐπίσης ὁ Παυλῖνος. Καταγόταν ἀπὸ εὐγενῆ οἰκογένεια τῆς Ἀκουϊτανίας καὶ ὑπῆρξε
κυβερνήτης στὴν Καμπανία. Περὶ τὸ 409 ἐξελέγη ἐπίσκοπος στὴν Νόλα.[30] Ὁ ἴδιος ὀνόμαζε τὸν ἑαυτό του monachum, καὶ τὴν κατοικία του monasterium.[31]
Τόνιζε ἰδιαιτέρως τὴν ἀρετὴ τῆς πτωχείας.
Μαρτῖνος τῆς Τούρ
Ὁ Ἱλάριος, ἐπίσκοπος Poitiers, παρέμεινε στὴν Ἀνατολὴ ἀπὸ τὸ 356 ὣς τὸ 360. Γιὰ ὅ,τι ἐνδιαφέρει ἐδῶ,
ἐκτιμήθηκε πολὺ καὶ εἶναι γνωστὸς ὡς δάσκαλος καὶ προστάτης τοῦ Μαρτίνου,
πρώτου μεγάλου ἀσκητῆ στὴ Δύση καὶ ἐπισκόπου τῆς Τούρ. Ὁ Μαρτῖνος γεννήθηκε
στὴν Παννονία ἀλλὰ ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ἔζησε στὴν Ἰταλία. Σύμφωνα μὲ τὸν ἀρχαῖο
βιογράφο του Σουλπίκιο Σεβῆρο, σὲ ἡλικία δέκα ἐτῶν ἐντάχθηκε στὴν τάξη τῶν
κατηχουμένων καὶ περὶ τὸ 327, δώδεκα ἐτῶν, θέλησε νὰ ἀκολουθήσει τὸν ἐρημιτικὸ
τρόπο. Ἕνα αὐτοκρατορικὸ διάταγμα τὸν ἀνάγκασε νὰ ὑπηρετήσει στὸν ρωμαϊκὸ
στρατό. Βαπτίστηκε περὶ τὸ 337, καὶ μετὰ ἀπὸ δύο περίπου ἔτη ἀναζήτησε τὴν
βοήθεια τοῦ Ἱλάριου στὸ Πουατιέ. Ὁ Ἱλάριος προσπάθησε νὰ τὸν χειροτονήσει
διάκονο καὶ τελικὰ ὁ Μαρτῖνος δέχθηκε τὸ ἀξίωμα τοῦ ἐξορκιστῆ. Μετὰ ἀπὸ λίγο
ἔφυγε γιὰ τὴν Ἰλλυρία σὲ ἱεραποστολικὸ ἔργο. Ἡ μητέρα του βαπτίστηκε χριστιανὴ
ἀλλὰ οἱ συμπατριῶτες του τὸν ἔδιωξαν. Ἀποσύρθηκε σὲ κελλὶ κοντὰ στὸ Μιλάνο ὅπου
ἀντιμετώπισε τὴν ἐχθρότητα τοῦ ἀρειανοῦ ἐπισκόπου Αὐξεντίου καὶ ἀποσύρθηκε ὡς
ἐρημίτης στὴν νῆσο Γαλλιναρία. Περὶ τὸ 360, ὅταν ὁ Ἱλάριος ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν
ἐξορία, ὁ Μαρτῖνος πῆγε πάλι στὴ Γαλατία καὶ ἀσκήτευσε στὰ περίχωρα τοῦ
Πουατιέ, στὸ Ligugé, συγκεντρώνοντας γύρω του πολλοὺς
μαθητές. Τὸ 371 χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος τῆς Τούρ, ἀλλὰ συνέχισε νὰ ζεῖ
ἀσκητικά, ἀκόμη καὶ νὰ φοράει τὰ ἴδια ταπεινὰ ἐνδύματα.[32]
Συχνὰ ἀσκήτευε σὲ κελλὶ κοντὰ στὴν ἐκκλησία του, ὅμως τὸν ἐπισκέπτονταν πολλοὶ
μαθητές, γι’ αὐτὸ ἀναγκάστηκε νὰ ἱδρύσει νέο ἑρημητήριο, στὸ Marmoutier, περίπου δύο μίλια ἔξω ἀπὸ τὴν Τούρ. Καὶ πάλι συγκεντρώθηκαν κοντά του
πολλοὶ σὲ ἀτομικὰ κελλιά, ἀπ’ ὅπου δημιουργήθηκε ἕνα σύστημα σὰν τὴν ἀνατολικὴ
Λαύρα. Ὑπῆρχε κοινοκτημοσύνη καὶ ἀπαγορευόταν τὸ ἐμπόριο. Δὲν ἀσκεῖτο ἄλλη
τέχνη ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀντιγραφὴ χειρογράφων τὴν ὁποία ἀναλάμβαναν οἱ νεώτεροι ἐνῶ
οἱ μεγαλύτεροι ἀφοσιώνονταν στὴν προσευχή. Ὅπως συνέβαινε μὲ τοὺς αἰγυπτιῶτες,
κανεὶς δὲν ἐγκατέλειπε τὸ κελλί του παρὰ μόνο γιὰ τὴν κοινὴ προσευχή. Ἔτρωγαν
ὅμως μαζί, σύμφωνα μὲ τὸ κοινοβιακὸ πρότυπο. Ἀπὸ τὴν κοινότητα αὐτὴ προῆλθαν
ἀργότερα πολλοὶ ἐπίσκοποι. Ὁ Μαρτῖνος ἀνέπτυξε μεγάλη ἱεραποστολικὴ δράση,
κυρίως στὴν ὕπαιθρο ὅπου ἀκόμα ἦταν μεγάλη ἡ ἰσχὺς τοῦ παγανισμοῦ. Κατέστρεφε
ἐθνικὰ ἱερὰ καὶ στὴ θέση τους ἵδρυε ναοὺς καὶ μοναστήρια.[33]
Ἡ ἐπίδραση ποὺ ἄσκησε ὁ Βίος τοῦ Μαρτίνου μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ τὴν
ἐπίδραση ποὺ ἄσκησε ὁ Βίος τοῦ Ἀντωνίου, καὶ ἀποτέλεσε πρότυπο τῶν
μεσαιωνικῶν ἁγιολογικῶν κειμένων.[34] Δὲν ἔμεινε
ἄγνωστος οὔτε στὴν Ἀνατολή. Ἤδη ὁ Σωζομενὸς ἀναφέρεται στὸν Μαρτῖνο ἀντλῶντας
πληροφορίες ἀπὸ τὸν Βίο, ἐνῶ θεωρεῖται πιθανὸ ὅτι ἔχει ὑπάρξει μετάφραση
στὰ ἑλληνικά, ὅπου θὰ πρέπει νὰ στηρίχθηκε ὁ ἑλληνικὸς Βίος τοῦ
Μαρτίνου, κείμενο τοῦ ὀγδόου ἢ ἐνάτου αἰῶνος.[35]
Μετὰ τὸν Ἀντώνιο, τὸν Ἀθανάσιο καὶ τὸν Μαρτῖνο
οἱ ἀσκητὲς ἔγιναν δημοφιλεῖς καὶ στὶς εὐγενεῖς τάξεις τῆς Δύσης. Ἀρχίζουν
συστηματικὲς ἐπισκέψεις δυτικῶν στοὺς ἀσκητικοὺς τόπους τῆς Ἀνατολῆς καὶ στὰ
τέλη τοῦ τετάρτου αἰῶνος ἱδρύονται δύο δυτικὰ μοναστήρια στὴν Ἱερουσαλήμ, ἕνα
ἀνδρῶο καὶ ἕνα γυναικεῖο. Σύμφωνα μὲ τὴν μαρτυρία τοῦ Ἱερώνυμου, “τώρα ὑπάρχουν
σοφοί, ἰσχυροὶ καὶ εὐγενεῖς ὄχι μόνο μεταξὺ τῶν χριστιανῶν ἀλλὰ κυρίως μεταξὺ
τῶν μοναχῶν”.[36] Ἀπὸ τὴν περίφημη οἰκογένεια τῶν
Ἀνικίων, μὲ ρίζες στὶς ἡμέρες τῆς ἀρχαίας ρωμαϊκῆς δημοκρατίας, προερχόταν ὁ
Πετρώνιος, γυιὸς τοῦ Ἀνίκιου Πετρώνιου Πρόμπου, ἔπαρχου τοῦ πραιτωρίου, ὁ
ὁποῖος ὑπῆρξε ἀσκητὴς πρὶν ἐκλεγεῖ ἐπίσκοπος τῆς Μπολόνια. Ἀπὸ τὴν ἴδια
οἰκογένεια καταγόταν ὁ Βενέδικτος καὶ ὁ Μέγας Γρηγόριος.[37]
Εὐγενεῖς ὑπῆρχαν μεταξὺ τῶν μαθητῶν τοῦ Μαρτίνου, πρὸς εὐγενεῖς χῆρες καὶ
παρθένους ποὺ ἀκολούθησαν τὸν ἀσκητικὸ βίο ἀπευθύνει πολλὲς ἐπιστολὲς μὲ
πνευματικὲς ὁδηγίες ὁ Ἱερώνυμος. Στὸν κύκλο τοῦ Ἱερώνυμου ἀνῆκαν καὶ οἱ
συμπατριῶτες του Μπόνοσος, Ρουφῖνος καὶ Χρωμάτιος. Ὁ Χρωμάτιος προΐστατο σὲ
ἀνδρῶο μοναστήρι στὴν Ἀκυληΐα. Στὸν ἀσκητικὸ κύκλο τῆς Ἀκυληΐα ἀνῆκε ἐπίσης ὁ
Ρουφῖνος ἀπὸ τὸ 368 ὣς τὸ 373, ὁπότε ἀναχώρησε στὴν Ἀνατολή.[38]
Ἱερώνυμος
Τὸ 373 ὁ Ἱερώνυμος ἀκολούθησε τὸν Εὐάγριο
Ἀντιοχέα στὴν Ἀνατολή. Ἀσκήτευσε περίπου δύο ἔτη (375–377) στὴν ἔρημο τῆς
Χάλκης νοτιοδυτικὰ τῆς Ἀντιόχειας[39] καὶ μετὰ
χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.[40] Γύρω στὸ 382, στὴν
Ρώμη, ὁ Ἱερώνυμος ἔπεισε τὴν Μαρκέλλα νὰ μετατρέψει τὸ σπίτι της σὲ κοινόβιο. Ὁ
ἴδιος μαζὶ μὲ τὴν Πάουλα ἐπέστρεψε στὴν Ἀνατολὴ τὸ καλοκαίρι τοῦ 385. Πῆγε
στοὺς Ἁγίους Τόπους, κατόπιν στὴν Αἴγυπτο καὶ τέλος στὴν Βηθλεέμ. Μὲ τὴν
οἰκονομικὴ βοήθεια τῆς Πάουλα ἱδρύθηκαν δύο δυτικὰ μοναστήρια, ὅπου ἐκείνη καὶ
ὁ Ἱερώνυμος ἐπρόκειτο νὰ ἀσκητεύσουν ὣς τὸ τέλος τοῦ βίου τους.[41]
Γύρω στὸ 370 μεταφράστηκε γιὰ δεύτερη φορὰ στὰ
λατινικὰ ὁ Βίος τοῦ Μ. Ἀντωνίου, ἀπὸ τὸν Εὐάγριο Ἀντιοχέα. Ἤδη στὰ πρῶτα
ἀσκητικά του χρόνια (375–377) ὁ Ἱερώνυμος συνέγραψε τὸν Βίο τοῦ Παύλου.
Στὸ διάστημα μεταξὺ 386 καὶ 390 χρονολογεῖται ἡ συγγραφὴ τοῦ Βίου τοῦ
Ἱλαρίωνος, πνευματικοῦ πατέρα τοῦ Ἐπιφάνιου Σαλαμίνος.[42]
Γύρω στὸ 390 ὁ Ἱερώνυμος συνέγραψε τὸν βίο τοῦ Μάλχου.[43]
Καὶ οἱ τρεῖς Βίοι, ὅπως καὶ ἡ ἐπιστολὴ πρὸς τὴν Εὐστόχιο, μεταφράστηκαν
στὰ ἑλληνικὰ ἤδη ζῶντος τοῦ συγγραφέως.[44] Μετὰ τὸν
θάνατο τῆς Πάουλα τὸ 404 ὁ Ἱερώνυμος μετέφρασε στὰ λατινικὰ τὸν Κανόνα τοῦ
Παχώμιου, ἐπιστολές, καὶ ἄλλα ἔργα τοῦ παχωμιανοῦ κύκλου.[45]
Ἡ Εὐστόχιος, κόρη τῆς Πάουλα, κοιμήθηκε τὸ 419. Ὁ Ἱερώνυμος τὸ 420. Εἶχε
ζητήσει νὰ ταφεῖ κοντὰ στὶς δύο ἀσκήτριες.
Ρουφῖνος
Ὁ Ρουφῖνος ἔμεινε στὴν Αἴγυπτο ἀπὸ τὸ 373 ὣς
τὸ 380 καὶ μετὰ ἐγκαταστάθηκε στὸ Ὅρος τῶν Ἑλαιῶν, ὣς τὸ 397, κοντὰ στὴν
Μελανία τὴν πρεσβύτερη, εὐγενοῦς καταγωγῆς Ρωμαία ἡ ὁποία 22 ἐτῶν ἔχασε τὸν
σύζυγό της. Ἡ Μελανία εἶχε ἐπισκεφθεῖ καὶ τὴν Νιτρία, ὅπου συνάντησε γιὰ πρώτη
φορὰ τὸν Ρουφῖνο.[46] Ὁ Ρουφῖνος ἐπέστρεψε στὴν Ρώμη
τὸ 397 καὶ συνέχισε στὴν Ἀκυληΐα τὸ 399. Γύρω στὸ 403 μετέφρασε κεφάλαια τοῦ
Εὐάγριου Ποντικοῦ Πρὸς τοὺς μοναχοὺς καὶ Πρὸς παρθένον, καὶ ἀκόμη
τὴν Ἱστορία τῶν Μοναχῶν τῆς Αἰγύπτου. Πρὶν ἀπὸ αὐτὰ ὅμως, καὶ πρὶν
ἀφοσιωθεῖ σὲ μεταφράσεις τοῦ Ὠριγένη, προσέφερε στὸν δυτικὸ μοναχισμὸ τοὺς Ὅρους
τοῦ Μ. Βασιλείου (397). Τὸ λεγόμενο μικρὸ ἀσκητικὸ διασώζει πρώιμη
μορφὴ τοῦ ἔργου. Ὁ Βενέδικτος γνώρισε τὴν ἀσκητικὴ τοῦ Βασίλειου στὴν μετάφραση
αὐτή.
Μελανία
Ἡ Μελανία ἡ νεώτερη, ἐγγονὴ τῆς φίλης τοῦ
Ρουφίνου, καὶ ὁ σύζυγός της Πινιανός, ἵδρυσαν στὴν Ταγάστη, γενέτειρα τοῦ
Αὐγουστίνου, δύο μοναστήρια, τὸ ἕνα μὲ 80 ἀσκητὲς καὶ τὸ ἄλλο μὲ 130 ἀσκήτριες.
Ἡ Μελανία ἀντέγραφε χειρόγραφα καὶ μάλιστα μὲ ἰδιαίτερη δεξιοτεχνία καὶ
ταχύτητα, ὅπως σημειώνει ὁ Αὐγουστῖνος.[47] Ὁ
σύζυγός της ἔγινε κηπουρός. Ἔμειναν ἐκεῖ 7 ἔτη καὶ μετὰ ἔφυγαν γιὰ τὴν Αἴγυπτο.
Κατέληξαν στὴν Ἱερουσαλήμ, ὅπου χώρισαν. Ἡ Λαυσαϊκὴ ἱστορία πληροφορεῖ
πὼς ὁ Πινιανὸς ἐντάχθηκε σὲ κοινότητα τριάντα ἀσκητῶν καὶ συνέχισε ὡς κηπουρός.[48] Ἡ Μελανία, ποὺ ἀκόμη δὲν εἶχε φθάσει τὰ τριάντα,
ἔμεινε 14 ἔτη σὲ κελλὶ στὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Ἔπειτα ἵδρυσε ναὸ καὶ κοινόβιο μὲ
90 ἀσκήτριες.[49] Ὁ ἑλληνικὸς Βίος τῆς
Μελανίας θεωρεῖται ἀρχαιότερος τοῦ λατινικοῦ.[50]
Αὐγουστῖνος
Μετὰ τὴν βάπτισή του ἀπὸ τὸν Ἀμβρόσιο τὸ 387,
τὸ καλοκαίρι τοῦ 388 ὁ Αὐγουστῖνος μοίρασε τὴν περιουσία του στοὺς φτωχοὺς καὶ
ἀναχώρησε μὲ φίλους καὶ τὸν γυιό του στὸ πατρικό του κτῆμα ἀκολουθῶντας ἕνα
ἀσκητικὸ πρόγραμμα.[51] Ἡ ζωή του ἐκείνη τὴν περίοδο
θυμίζει τὴν συνάσκηση Βασιλείου καὶ Γρηγορίου στὸν Πόντο. Ἀπὸ ἐδῶ προέρχεται τὸ
ἔργο Περὶ τῆς ἀληθοῦς εὐσεβείας, ὅπου διατυπώνεται ἡ διάκριση μεταξὺ
νοερᾶς ἡσυχίας καὶ νωχέλειας, καὶ ἀκόμη τὸ ἔργο Περὶ τῶν ἠθῶν τῆς καθολικῆς
Ἐκκλησίας καὶ περὶ τῶν ἠθῶν τῶν Μανιχαϊστῶν. Τὸ πρῶτο ἔργο ἔχει μεταφρασθεῖ
στὰ ἑλληνικὰ ἀπὸ τὸν Πρόχωρο Κυδώνη.[52] Τὸ 391 ὁ
Αὐγουστῖνος χειροτονήθηκε πρεσβύτερος μὲ τὴν προτροπὴ τοῦ Βαλερίου Ἱππῶνος, μὲ
τὴν οἰκονομικὴ ἐνίσχυση τοῦ ὁποίου ἵδρυσε δεύτερο κοινόβιο.[53] Στὸ διάστημα ἀπὸ τὴν ἐπιστροφὴ στὴν Ταγάστη ὣς τὴν
ἄνοδο στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο συνετάχθη τὸ ἔργο Περὶ διαφόρων ἐρωτημάτων,
τὸ ὁποῖο περιέχει ἀπαντήσεις σὲ ζητήματα ποὺ ἔθεταν ἀσκητές. Τὸ 396
χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Ἱππῶνος, καὶ παρέμεινε στὸ ἀξίωμα αὐτὸ τὰ ἑπόμενα 34
χρόνια, ὣς τὴν κοίμησή του τὸ 430. Περὶ τὸ 397 ἔγραψε τὸν ἀσκητικό του Κανόνα,
ἂν καὶ ὁ ἴδιος δὲν χρησιμοποίησε τὸν ὅρο αὐτὸ γιὰ κανένα ἔργο του.[54] Ὁ λεγόμενος Κανόνας τοῦ Αὐγουστίνου εἶναι ὁ
ἀρχαιότερος τῆς Δύσης καὶ ὅπως σημειώνει ὁ Lawless, “ὄχι
μόνο δὲν ἀποτελεῖ ἕνα ἄψυχο κείμενο τῆς ὕστερης ἀρχαιότητας ἀλλὰ [...] ἐμπνέει
περισσότερα ἀπὸ 150 χριστιανικὰ κοινόβια σήμερα”.[55]
Ὡς ἐπίσκοπος ὁ Αὐγουστῖνος συνέχισε νὰ ζεῖ
ἀσκητικά, καὶ μάλιστα διέταξε τοὺς κληρικούς του νὰ πωλήσουν τὴν περιουσία τους
καὶ νὰ δώσουν τὰ χρήματα στοὺς φτωχοὺς ἢ τὴν Ἐκκλησία. Τὸ κοινόβιο τοῦ ὁποίου
προΐστατο ἀναδείχθηκε σχολὴ Ἐπισκόπων καὶ Ἡγουμένων. Ὅμοια δράση ἀνέπτυξε ὁ
Εὐσέβιος Vercelli καὶ ὁ Ἀμβρόσιος ἀλλὰ μὲ τὸν Αὐγουστῖνο
γίνεται ἀκόμη πιὸ συνειδητή, ὅπως δείχνει καὶ ἡ ἔκφραση monasterium clericorum.[56] Ἡ ὑποστήριξη τοῦ μοναχισμοῦ ἀπὸ Πατέρες ὅπως ὁ Ἀμβρόσιος καὶ ὁ
Αὐγουστῖνος ἔχει ἀκόμη μεγαλύτερη ἀξία ἂν σκεφτεῖ κανεὶς πόσο καχύποπτος ἢ καὶ
ἐχθρικὸς πρὸς τὸν μοναχισμὸ ἦταν ὁ κλῆρος, μὲ ἀφορμὴ καὶ τὶς ἐγκρατευτικὲς
τάσεις τῶν πρισκιλλιανιστῶν.[57] Ὡς ἐπίσκοπος ὁ
Αὐγουστῖνος ἵδρυσε ἐπίσης τὸ πρῶτο γυναικεῖο μοναστήρι στὴν βόρειο Ἀφρική, ὅπου
προΐστατο ἡ ἀδελφή του. Μετὰ τὴν κοίμησή της καὶ μὲ ἀφορμὴ διαμάχες μεταξὺ τῶν
ἀσκητριῶν, ἔγραψε τὴν ἀσκητικὴ ἐπιστολὴ 211. Ἐπὶ Αὐγουστίνου ἱδρύθηκαν ἄλλα δύο
μοναστήρια, ἀνδρῶα, ὑπὸ τοὺς πρεσβύτερους Λεπώριο καὶ Ἐλευσῖνο.[58]
Ὅπως ὁ Βασίλειος, ὁ Αὐγουστῖνος θέλησε νὰ
ἐμπνεύσει ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία μὲ τὶς ἀσκητικὲς ἀρετὲς ποὺ χαρακτήριζαν ἤδη
τὴν ἀποστολικὴ κοινότητα τῶν Ἱεροσολύμων.[59] Ἀλλὰ
ἐνῶ ὁ Βασίλειος καταδικάζει τὸν ἐρημιτισμό, ὁ Αὐγουστῖνος τὸν ὑπερασπίζεται.
Στὴν μομφὴ ὅτι ὁ ἐρημιτισμὸς εἶναι ἄκαρπος ὁ Αὐγουστῖνος ἀντιλέγει πὼς οἱ
ἐρημίτες βοηθοῦν μὲ τὶς προσευχὲς καὶ τὸν ὑποδειγματικὸ βίο τους.[60] Ἄραγε οἱ κοινοβιάτες δὲν προσεύχονται, καὶ ὁ βίος
τους δὲν εἶναι ὑποδειγματικός; Ἡ ἀπάντηση τοῦ Αὐγουστίνου δὲν θὰ ἱκανοποιοῦσε
τὸν Βασίλειο. Περαιτέρω, ἂν καὶ ὁ Αὐγουστῖνος ἀποδέχεται τὸ ἐρημιτικὸ πρότυπο,
ταυτόχρονα περιορίζει τὴν θέση του στὴν Ἐκκλησία ἐν συγκρίσει, γιὰ παράδειγμα,
μὲ τὸν Ἀθανάσιο. Ὁ Βίος τοῦ Ἀντωνίου παρουσιάζει τὸν ἐρημίτη ὡς ὑπέρμαχο
τῆς ὀρθοδοξίας, τοῦ ἀναγνωρίζει ρόλο προφητικὸ καὶ ἀποστολικό. Ὁ Ἀθανάσιος
ἐξιδανίκευσε τὴν πολιτεία τοῦ Ἀντώνιου, ἢ ὁ ἐρημιτισμὸς ἀπέβαλε τὶς ἰδιότητες
αὐτές; Πάντως εἶναι γεγονὸς ὅτι ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας διατυπώθηκε κυρίως ἀπὸ
ἐπισκόπους καὶ ἀπὸ κανένα ἐρημίτη. Καὶ εἶναι ἐπίσης γεγονὸς ὅτι ἡ στάση τοῦ
αἰγυπτιακοῦ ἐρημιτισμοῦ ἔτεινε νὰ ἀποκρυσταλλωθεῖ στὴν προτροπὴ ὅπως
ἀποφεύγεις τὶς γυναῖκες ἔτσι νὰ ἀποφεύγεις τὸν ἐπίσκοπο.[61] Μετὰ τὸν Βασίλειο ἀκόμα καὶ ἡ δαιμονολογία ποὺ
εἶναι ἔντονη στὸν Βίο τοῦ Ἀντωνίου, ὑποχωρεῖ. Ἡ ἔκφραση “διάκρισις τῶν
πνευμάτων”, ἤδη τὸν πέμπτο αἰῶνα ἀντικαθίσταται στὰ ἀσκητικὰ κείμενα ἀπὸ τὴν
ἁπλὴ διάκριση, ποὺ ἀναφέρεται σὲ ὅλες τὶς πλευρὲς τῆς εὐσέβειας καὶ ὄχι
μόνο στὴν ἀναγνώριση τῶν δαιμόνων.[62] Τὸν κυρίαρχο
χαρακτῆρα δυτικῆς καὶ ἀνατολικῆς εὐσέβειας φανερώνει ἡ σταδιακὴ ἐπικράτηση τοῦ
κοινοβιακοῦ προτύπου, ἡ σύνδεσή του μὲ τὴν συνολικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἡ
ἔμπρακτη ἀλλὰ καὶ συνοδικῶς κατοχυρωμένη ὑποτίμηση τοῦ ἐρημιτισμοῦ.
Ὁνοράτος
Ἡ νῆσος τοῦ Ληρίνου, βορείως τῆς Κορσικῆς,
κοντὰ στὸν κόλπο τῆς Προβηγγίας, στὶς ἀρχὲς τοῦ πέμπτου αἰῶνος ἦταν ἔρημη καὶ
ὅπως πληροφορεῖ ὁ Ἱλάριος τῆς Ἄρλ, ἀπρόσιτη γιὰ τὰ πολλὰ φίδια.[63] Ἀνάμεσα στὸ 400 καὶ τὸ 410, χρονιὰ τῆς ἅλωσης τῆς
Ρώμης, ὁ Ὁνοράτος μὲ λίγους μαθητές του ἔφθασε στὸ Ληρῖνο. Ἕνας ἀκόμη νέος
εὐγενοῦς καταγωγῆς ἐπέλεγε τὸν ἀσκητικὸ βίο, καὶ γρήγορα συγκεντρώθηκαν γύρω
του πολὺ περισσότεροι, κυρίως ἀπὸ τὴν Γαλατία ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν Βρετανία.[64] Τὸ κοινόβιό του ἔδινε ἔμφαση στὸ φιλανθρωπικὸ
ἔργο.[65] Δὲν εὐσταθεῖ ὅτι ἀκολουθοῦσε τὸν Κανόνα
τοῦ Βασίλειου, ὅμως διακρίνονται ὁρισμένες ὁμοιότητες.[66]
Κατὰ τὰ ἄλλα ἐφαρμοζόταν ἕνας συνδυασμὸς κοινοβιακῆς καὶ ἐρημιτικῆς ἄσκησης, μὲ
ἕνα κεντρικὸ κοινόβιο καὶ δορυφορικὰ κελλιά.[67] Ὁ
Βασίλειος δὲν θὰ προτιμοῦσε τὸν τρόπο αὐτό, ὑπὸ προϋποθέσεις ὅμως θὰ μποροῦσε
νὰ τὸν ἀνεχθεῖ. Ἡ ἔρευνα τείνει στὴν ἄποψη ὅτι ὁ λεγόμενος Κανόνας τῶν Τεσσάρων
Πατέρων συντάχθηκε στὸ κοινόβιο τοῦ Ὁνοράτου ὅπου καὶ ἐφαρμόστηκε, δίνοντας
ἀργότερα τὴν θέση του στὸν Δεύτερο Κανόνα τῶν Πατέρων.[68]
Τέλη τοῦ 426 ὁ Ὁνοράτος ἀνέλαβε τὴν ἐπισκοπὴ τῆς Ἄρλ καὶ ὑπηρέτησε στὴν θέση
αὐτὴ δύο χρόνια ὣς τὴν κοίμησή του τὸ 429. Τὸ κοινόβιο τοῦ Ληρίνου ἔδωσε στὴν
Ἐκκλησία πολλοὺς ἁγίους, ἱεράρχες καὶ συγγραφεῖς. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν
Ὁνοράτο, τὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου ἔχει σήμερα τὸ νησί, διακρίθηκε ὁ Ἱλάριος —
μαθητὴς καὶ βιογράφος τοῦ Ὁνοράτου, μετέπειτα ἐπίσκοπος τῆς Ἄρλ — ὁ Καισάριος
τῆς Ἄρλ, ὁ Εὐχέριος Λυών, συγγραφέας δύο ἀσκητικῶν ἔργων, ὁ Σαλβιανός, ὁ
Βικέντιος Ληρίνου, κ.ἄ. Ὁ Πατρίκιος, ἀπόστολος τῆς Ἰρλανδίας, καὶ ὁ Κασσιανὸς
ἀσκήτευσαν γιὰ λίγο στὸ κοινόβιο τοῦ Ληρίνου.[69]
Κασσιανός
Ὅταν γύρω στὸ 420 τοῦ ζητήθηκε νὰ βοηθήσει
στὴν ὀργάνωση ἑνὸς κοινοβίου, ὁ ἅγιος Ἰωάννης Κασσιανὸς προσπάθησε νὰ προσφέρει
στὴν Γαλατία μιὰ ἀσκητικὴ θεωρία[70] γράφοντας
δώδεκα βιβλία Περὶ τῶν
κοινοβιακῶν θεσμῶν καὶ περὶ τῆς θεραπείας τῶν ὀκτὼ κυρίων ἁμαρτημάτων. Τὰ βιβλία γιὰ τοὺς κοινοβιακοὺς θεσμοὺς
ἐπηρέασαν πολὺ τοὺς ἀρχαίους ἀσκητικοὺς κανόνες τῆς Δύσης καὶ ἀργότερα
διαμορφώθηκαν στὸν γνωστὸ ὡς Κανόνα τοῦ Κασσιανοῦ.[71]
Σημαντικὴ ἦταν ἡ ἐπιρροή τους καὶ στὴν Ἀνατολή. Τὰ βιβλία αὐτὰ ἀκολούθησαν οἱ Συζητήσεις,
μιὰ καταγραφὴ συνεντεύξεων μὲ ἀσκητὲς τῆς Αἰγύπτου. Ὁ Κασσιανὸς ἐξῆρε τὸν
ἐρημιτισμό, ὅμως τὸν θεωροῦσε ἐπικίνδυνο. Πρότυπό του γιὰ τὴν κοινοβιακὴ ἄσκηση
εἶχε τὸ κοινόβιο τοῦ Παχώμιου, ὄχι τοῦ Βασίλειου. Ὁ Κασσιανὸς διατηρεῖ πολλὰ
ἐρημιτικὰ στοιχεῖα καὶ ὅταν προωθεῖ τὸν κοινοβιακὸ τρόπο.
Πατρίκιος
Ὁ Πατρίκιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Βρετανία. 16
ἐτῶν ἀπήχθη καὶ πωλήθηκε δοῦλος στὴν Ἰρλανδία, ἀλλὰ δραπέτευσε μετὰ ἀπὸ ἕξι
χρόνια. Τὴν ἐκκλησιαστική του παιδεία ὀφείλει στὸν Μαρτῖνο τῆς Τούρ, τὸν
Ὁνοράτο καὶ ἰδίως τὸν Γερμανό, ἐπίσκοπο Auxerre, τὸν ὁποῖο
συνόδευσε σὲ ἱεραποστολὴ στὴν Βρετανία. Τὸν εὐαγγελισμὸ τῆς Ἰρλανδίας τοῦ
ἀνέθεσε κατόπιν ὑποδείξεως τοῦ Γερμανοῦ ὁ πάπας Κελεστῖνος Ι. Ὁ Πατρίκιος
ἔφθασε ἐκεῖ τὸ 433 καὶ παρέμεινε ὣς τὴν κοίμησή του τὸ 461. Δὲν φαίνεται νὰ
ἵδρυσε μοναστήρια, μᾶλλον ἐπικεντρώθηκε στὴν δημιουργία καὶ τὴν ὀργάνωση Κλήρου.
Σύμφωνα μὲ τὸν βιογράφο του, χειροτόνησε συνολικὰ 350 ἐπισκόπους. Ἂν ὁ ἀριθμὸς
εἶναι ὑπερβολικός, δείχνει πάντως τὸν σκοπὸ καὶ τὴν ἐπιτυχία τῆς δράσης του.[72] Ὁ ἴδιος ζοῦσε ἀσκητικά, καὶ παρόμοια ὀργάνωση
ἔδωσε στὴν ἐκεῖ Ἐκκλησία.[73] Στὴν Ἐξομολόγησή
του ἐκφράζεται μὲ δέος, “πῶς ἔγινε καὶ στὴν Ἰρλανδία ἐκεῖνοι ποὺ ποτὲ δὲν
γνώρισαν τὸν Θεὸ καὶ πάντα λάτρευαν τὰ εἴδωλα, ἔχουν γίνει τώρα ἕνας λαὸς τοῦ
Θεοῦ, καὶ ὀνομάζονται γυιοὶ τοῦ Θεοῦ; Πῶς ἔγινε καὶ οἱ γυιοὶ καὶ οἱ κόρες τῶν
βασιλιάδων τῶν Ἰρλανδῶν ἔχουν μεταμορφωθεῖ σὲ μοναχοὺς καὶ παρθένους τοῦ
Χριστοῦ;”[74] Ἂς σημειωθεῖ ἐπίσης ὅτι μέχρι σήμερα
τὸν Ἰρλανδικὸ μοναχισμὸ χαρακτηρίζει μεγάλη αὐστηρότητα.
*
Γιὰ τὸν δυτικὸ μοναχισμό, ὁ ἕκτος εἶναι ὁ
αἰώνας τοῦ Καισάριου τῆς Ἄρλ, τοῦ Αὐρήλιου, τοῦ Κασσιόδωρου, τοῦ Εὐγίππιου, τοῦ
Κολούμπα, τοῦ Κολουμπανοῦ, τοῦ Κανόνα τοῦ Μάγιστρου καὶ κυρίως τοῦ Κανόνα τοῦ
Βενέδικτου, μόνου δυτικοῦ Κανόνα, ἐξαιρῶντας φυσικὰ τοὺς Θεσμοὺς τοῦ
Κασσιανοῦ, ποὺ ἄσκησε ἐπιρροὴ καὶ στὴν Ἀνατολή, ἐφόσον τὸν χρησιμοποίησε ὁ
Ἀθανάσιος Ἀθωνίτης.[75] Τὸν πέμπτο καὶ τὸν ἕκτο
αἰῶνα, ἀπὸ Αὐγουστίνου μέχρι Παύλου καὶ Στεφάνου, ἐμφανίζονται 15 κοινοβιακοὶ
Κανόνες. Διακρίνοντας τὴν Ordo monasterii
ἀπὸ τὸ Praeceptum, τοῦ Αὐγουστίνου, τοὺς Θεσμοὺς
ἀπὸ τὶς Συζητήσεις, τοῦ Κασσιανοῦ, καὶ τοὺς Κανόνες πρὸς ἀσκητὲς ἀπὸ
τοὺς Κανόνες πρὸς ἀσκήτριες, τῶν Καισαρίου καὶ Αὐρηλίου, ἔχουμε 19 Κανόνες —
χωρὶς νὰ ὑπολογίζονται οἱ λατινικὲς ἐκδόσεις ἀσκητικῶν ἔργων τοῦ Βασιλείου καὶ
τοῦ Παχωμίου.[76] Παρὰ τὴν ἐπίδρασή της, ἀκόμα καὶ ἡ
Regula Benedicti οὐδέποτε ἐπέβαλε τὴν
ὁμοιομορφία ποὺ καὶ ὁ Κασσιανὸς καὶ ὁ Ρουφῖνος ὁραματίζονταν ὅταν προσπαθοῦσαν
νὰ εἰσαγάγουν στὴν Δύση τὶς ἀνατολικὲς ἀσκητικὲς παραδόσεις. Ἡ διαφοροποίηση
ἐντείνεται περαιτέρω μὲ τὴν ἵδρυση μοναστικῶν ταγμάτων. Ἡ μέχρι σήμερα τόσο
ἔντονη ποικιλομορφία τοῦ δυτικοῦ μοναχισμοῦ ἐξηγεῖ καλύτερα τὴν ὑπερβολικὴ
ἐκτίμηση ὁρισμένων ἐρευνητῶν ὅτι στὴν Ἀνατολὴ μετὰ τὸν Βασίλειο δὲν μπορεῖ νὰ
γίνει λόγος γιὰ πραγματικὴ ἱστορία τοῦ μοναχισμοῦ ἀλλὰ μόνο γιὰ
ἱστορικὲς συνθῆκες ὑπὸ τὶς ὁποῖες ἱδρύονται τὰ διάφορα μοναστήρια.
___________
Σημειώσεις
Πρβλ. Συντμήσεις / Βιβλιογραφία
13 Βλ. Ἰγνάτιος, Πρὸς Πολύκαρπον 5.
14 Βλ. Εἰρηναῖος, Κατὰ αἱρέσεων 4, 8, 3.
15 Βλ. Ἰγνάτιος, Πρὸς Ρωμαίους, 3, 4, 6, 8.
16 Βλ. Εἰρηναῖος, Ἀποσπάσματα
11. Ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ τόσο εὔστοχος καὶ σημαντικὸς αὐτὸς ὅρος
προέρχεται ἀπὸ τὸν Πλάτωνα.
17 Βλ. Ἰγνάτιος, Πρὸς Πολύκαρπον 5.
18 Βλ. Ὠριγένους, Εἰς μαρτύριον προτρεπτικὸς 21. [...]
19 Βλ. Butler, “St. Anthony”.
20 Βλ. Μ. Ἀθανάσιος, Βίος Μ. Ἀντωνίου, PG 26, 844.
21 Βλ. Ἱερώνυμος, Ἐπιστ.
22.
22 Βλ. Μ. Ἀθανάσιος, Βίος Μ. Ἀντωνίου, PG 26, 835.
23 Βλ. Montalembert, The
monks of the West..., σ. 289.
24 Ἀπὸ τὴν εὐρύτερη περιοχὴ τῆς Ρώμης προέρχεται ἐπίσης ὁ
Κανόνας τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Στεφάνου. Συντάχθηκε περὶ τὰ τέλη τοῦ 6ου αἰῶνος καὶ ἐπιστρέφει σὲ ἀρχαιότερες παραδόσεις. Βλ. Règles Monastiques..., σ. 25.
25 Βλ. Hamman, “Western Monasticism”, σ. 26.
26 Βλ. Breviar. Romanum, die 16 Decemb. εἰς Montalembert, The
monks of the West..., σ. 289.
27 Βλ. Lawless, Augustine of Hippo..., σ.
42.
28 Βλ. Loughlin, “St.
Ambrose”.
29 Βλ. Ἱερώνυμος, Ἐπιστ.
22.
30 Βλ. Löffler, “St. Paulinus....
31 Βλ. Lienhard, Paulinus of Nola..., σ.
152.
32 Βλ. Σουλπίκιος Σεβῆρος, Vita Martini
10.
33 Βλ. Σουλπίκιος Σεβῆρος, Vita Martini, καὶ ἄρθρο “Μαρτῖνος” εἰς, ΘΗΕ 8, Ἀθῆναι 1966, στ. 780–782. Βλ.
ἐπίσης Lawrence, Medieval Monasticism, σ. 13–14.
34 Βλ. Hamman, “Writers of Gaul”, σ. 540–1.
35 Βλ. Dekkers, “Les traductions grecques..., σ.
203–4.
36 Βλ. Ἱερώνυμος, Ἐπιστ.
24.
37 Βλ. Montalembert, The
monks of the West..., σ. 293.
38 Βλ. Gribomont, “The
translations..., σ. 247.
39 Βλ. Saltet, “St. Jerome”.
40 Βλ. Gribomont, “The
translations..., σ. 214.
41 Βλ. Lawrence, Medieval Monasticism, σ.
15.
42 Gribomont, “The translations..., σ. 237.
43 Ἀπὸ τὶς ἐπιστολές του σημαντικὲς γιὰ τὸν μοναχισμὸ εἶναι οἱ 22, 130, 46, 79, καὶ κυρίως οἱ
14, 58 καὶ 122.
44 Βλ. Dekkers, “Les traductions grecques..., σ.
205.
45 Βλ. Gribomont, “The
translations..., σ. 218.
46 Βλ. Lawrence, Medieval Monasticism, σ.
14.
47 Βλ. Αὐγουστῖνος, Ἐπιστ.
225 (Montalembert, The monks of the West..., σ.
316).
48 Βλ. Παλλάδιος, Λαυσαϊκὴ 121 (Montalembert,
ὅ.π., σ. 317).
49 Βλ. Montalembert, ὅ.π.,
σ. 317.
50 Βλ. Dekkers, “Les traductions grecques..., σ.
206.
51 Βλ. Portalié, “Life of St. Augustine....
52 Βλ. Dekkers, “Les traductions grecques..., σ.
207.
53 Βλ. Montalembert, The
monks of the West..., σ. 330.
54 Βλ. Lawless, Augustine of Hippo, σ.
60 καὶ 123.
55 Βλ. ὅ.π., σ.
xii.
56 Βλ. Αὐγουστῖνος, Sermo
355, 2.
57 Βλ. Kelly, “The Gallic Resistance..., σ.
506 κ.ἑ.
58 Βλ. Lawless, Augustine of Hippo..., σ.
62.
59 Βλ. ὅ.π., σ.
59.
60 Βλ. Αὐγουστῖνος, De
morib. 1338. [...]
61 Βλ. Inst. XI.18.
62 Βλ. Lienhard, “‘Discernment..., σ. 521.
63 Βλ. Montalembert, The
monks of the West..., σ. 347.
64 Βλ. Besse, “Abbey of Lérins”.
65 Βλ. Terrade, Hilarius of Arles’...
66 Ὅ.π.
67 Βλ. Lawrence, Medieval Monasticism, σ.
15.
68 Βλ. Règles Monastiques..., σ. 24.
69 Βλ. Besse, “Abbey of Lérins”.
70 Βλ. Chadwick, John Cassian, σ. 36 καὶ 29.
71 Βλ. Vogüé, Les Règles Monastiques...,
σ. 54–5.
72 Βλ. Moran, “St. Patrick”.
73 Βλ. Daly, Benedictine monasticism..., σ.
56.
74 Βλ. Patrick, Ἐξομολόγηση.
75 Βλ. Dekkers, “Les traductions grecques..., σ.
214.
76 Δώδεκα ἐπιπλέον Κανόνες ἐμφανίζονται τὸν ἕβδομο αἰώνα!
Βλ. Vogüé, Les Règles Monastiques..., σ. 13–4.