Home Page

On Line Library of the Church of Greece


΄Αγιος Αμβρόσιος Μεδιολάνων

Περί του Μυστηρίου της Ενσαρκώσεως του Κυρίου

ΚΕΦ. Ζ.62 - Η.88

ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΠΟΛΥΤΟΝΙΚΑ - TO READ POLYTONIC GREEK 

     Ζ.62.   ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑ νὰ συνεχίσω διεξοδικώτερα, ἀλλὰ φοβᾶμαι μήπως αὐτὰ {869d:καὶ μόνο φανοῦν σὲ κάποιους ὑπερβολικὰ ἢ ἐκτενῆ. Γιατὶ ἴσως τύχει νὰ πεῖ κάποιος: δὲν εἶχες ὑποσχεθεῖ πὼς θὰ τελειώσεις [τὴν ἀναφορὰ] στὴ θεότητα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ μὲ τὰ πέντε ἐκεῖνα βιβλία ποὺ ἔγραψες;  Ἀλλὰ τί νὰ κάνω ποὺ κάθε μέρα γεννοῦν νέες ἐρωτήσεις. Δὲν ἀναιρεῖται ἡ ὑπόσχεση, ἀλλὰ [μὲ] πιέζει [νὰ μιλῶ] ἡ ἀντίρρηση. Γιατὶ πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ ἔχει τέλος ἡ ἀπάντηση, ἂν δὲν ὑπάρχει κανένα μέτρο στὴν ἀντίρρηση;

 

     63. Καὶ βέβαια εἶχα ὑποσχεθεῖ νὰ ὁλοκληρώσω τὴν ἀπάντηση περὶ θεότητος Πατρὸς καὶ Υἱοῦ στὰ προηγούμενα [βιβλία μου] , ἀλλὰ αὐτὸ τὸ βιβλίο, γιὰ τὸ μυστήριο τῆς ἐνσάρκωσης τοῦ Κυρίου, ἀποτελεῖ, ὡς ὤφειλε, πληρέστερη διαπραγμάτευση. {870a:}Διότι, ἐκεῖνο ποὺ λέγει ὁ Κύριος: «εἶναι περίλυπη ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου»,[1] καὶ πιὸ κάτω: «Πάτερ μου, ἂν εἶναι δυνατὸν πᾶρε ἀπὸ ΄μένα τὸ ποτήριο αὐτό· ἀλλ΄ ὅμως ὄχι ὅπως ἐγὼ θέλω, ἀλλ΄ ὅπως ἐσὺ θέλεις»·[2] δὲν ἀναφέρεται σὲ ἀντίστοιχο πάθος τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἀλλὰ στὴν πρόσληψη λογικῆς ψυχῆς καὶ στὸ πάθος τῆς ἀνθρώπινης φύσης· ἑπόμενο εἶναι, ὅτι [αὐτὸ εἰπώθηκε] ἔτσι ὥστε μὲ τὴν ἐπιβεβαίωση τοῦ μυστηρίου τοῦ Κυρίου νὰ καταλάβουμε, πὼς ὑπῆρχε στὸν Χριστὸ ἡ πληρότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης, καὶ νὰ διαχωρίσουμε τὸ ἅγιο Πνεῦμα ἀπὸ τὴν ἰδιότητα τῆς ἀσθένειας. Γιατὶ δὲν εἶναι ὑποχείριος τῆς ἀσθένειας, αὐτὸς ποὺ δὲν εἶναι ὑποχείριος τοῦ πάθους.

 

     64. Ἐρωτῶ λοιπόν, μὲ ποιά δικαιολογία ἰσχυρίζονται κάποιοι, ὅτι ὁ Κύριος  Ἰησοῦς δὲν προσέλαβε [ἀνθρώπινη] ψυχή· ἢ ἐπειδὴ ὑπάρχει φόβος μήπως ὀλίσθαινε ὁ Χριστὸς σὲ ἀνθρώπινη αἴσθηση; {870b:Λέγουν, βέβαια, ὅτι ἡ ἐπιθυμία τῆς σάρκας ἀντιμάχεται τὸν νόμο τοῦ νοῦ.[3]  Ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ τὸ λέει αὐτό, τόσο ἀπέχει ἀπὸ τὸ νὰ ἔχει νομίσει, πὼς ὁ Χριστὸς μποροῦσε νὰ ὁδηγεῖται ἀπὸ τὸν νόμο τῆς σάρκας στὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας, ὥστε ὁ ἴδιος [εὑρισκόμενος] ὑπὸ τὸ κράτος [aestu] τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας ἔχει πιστέψει πὼς μπορεῖ νὰ βοηθεῖται ἀπὸ τὸν Χριστό, λέγοντας: «ἄτυχος ἄνθρωπος ἐγώ· ποιός θὰ μ΄ ἐλευθερώσει ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ θανάτου αὐτοῦ; Χάρις στὸν Θεὸ διὰ τοῦ  Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας».[4] Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ ἐλευθέρωνε ἄλλους ἀπὸ τὸν κίνδυνο τῆς σάρκας [δηλ. ὁ Χριστός], ἦταν δυνατὸν νὰ φοβᾶται μήπως καὶ τὸν ἴδιο τὸν νικοῦσε κάποια ἐξουσία ἐκείνης τῆς σάρκας;

 

     65. Ἀλλὰ φοβόταν, καθὼς θέλουν, τὰ θέλγητρα τῆς σάρκας αὐτῆς. Γι΄ αὐτὸ καὶ ἔπρεπε νὰ ἀποφύγει τὴν πρόσληψη σάρκας· γιὰ νὰ μὴν τὸν παρέσυρε στὸν κίνδυνο τοῦ λάθους.  Ἀλλὰ {870c:πῶς μποροῦσε νὰ φοβᾶται τὸν κίνδυνο τῆς ἁμαρτίας, αὐτὸς ποὺ εἶχε ἔλθει γιὰ νὰ συγχωρήσει τὴν ἁμαρτία; Καὶ γι΄ αὐτὸ ὅταν προσέλαβε σάρκα ἀνθρώπου, ἕπεται πὼς προσέλαβε τελειότητα καὶ πληρότητα ἐνσαρκώσεως· γιατὶ στὸν Χριστὸ τίποτα δὲν εἶναι ἀτελές.  Ἀνέλαβε λοιπὸν σάρκα γιὰ νὰ τὴν ἐξυψώσει καὶ πάλι, προσέλαβε ψυχή - ἀλλὰ ψυχὴ τέλεια, λογική, ἀνθρώπινη, προσέλαβε καὶ ἀνέλαβε.

 

     66. Γιατὶ ποιός μπορεῖ νὰ ἀρνεῖται πὼς προσέλαβε ψυχή, ἐνῶ ὁ ἴδιος τὸ λέει: «τὴν ψυχή μου θέτω ὑπὲρ τῶν προβάτων μου»;[5] Καὶ πάλι: «Γι΄ αὐτὸ μὲ ἀγαπάει ὁ Πατέρας, γιατὶ ἐγὼ θέτω τὴν ψυχή μου γιὰ νὰ τὴν πάρω πάλι πίσω».[6] Αὐτὸ δὲν λέγεται ὡς παραβολὴ οὔτε μὲ παραβολικὴ σημασία [perfunctioria significatione] κατὰ τὴν ὁποία {870d:ἄλλο λέγεται καὶ ἄλλο ἐννοεῖται, ὅπως ἐκεῖνο: «τὶς νουμηνίες καὶ τὰ σάββατά σας ἀπεχθάνεται ἡ ψυχή μου»·[7] μολονότι κι᾽ ἐκεῖνο, ἐπίσης, μπορεῖ νὰ ἀναφέρεται στὴν ψυχὴ τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία γι΄ αὐτὸ ἐτέθη, γιὰ νὰ ἐξαφάνιζε τὸ σφάλμα τῆς ἰουδαϊκῆς δεισιδαιμονίας καὶ νὰ ἵδρυε τὴν ἀλήθεια τῆς μιᾶς θυσίας.

 

     67. Ἀλλὰ ἂς ἀμφιβάλλουν γιὰ ἐκεῖνο τὸ προφητικό, [ὅμως] τὸ εὐαγγελικὸ αὐτὸ ρητὸ γιὰ τὴν ἰδιότητα τῆς ψυχῆς δὲν μποροῦν νὰ τὸ ἀμφισβητοῦν, διότι ἔχει εἰπωθεῖ γιὰ τὸν θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου· ἔπειτα προσθέτει: «κανεὶς δὲν τὴν παίρνει ἀπὸ ΄μένα, ἀλλὰ ἐγὼ τὴν θέτω ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μου.  Ἔχω δύναμη νὰ θέτω τὴν ψυχή μου, καὶ ἔχω δύναμη πάλι νὰ  {871a:τὴν παίρνω».[8] Θέτει λοιπὸν τὴν ἴδια αὐτὴ ποὺ προσέλαβε. Προσέλαβε λέγω· ἐπειδὴ δὲν ζωοποιήθηκε ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ στὴ σάρκα του ἀντικαθιστώντας τὴ δική μας ψυχή, ἀλλὰ [τὴν ἀνέλαβε] μὲ τὴν πρόσληψη ἀνθρώπινης φύσεως, ὅπως ἀνέλαβε τέλεια τὴ σάρκα μας. Προσέλαβε, λέγω, ψυχή, γιὰ νὰ τὴν εὐλογήσει μὲ τὸ μυστήριο τῆς ἐνσαρκώσεώς του, ἀνέλαβε τὸ δικό μου πάθος, ἔτσι ὥστε νὰ τὸ διόρθωνε.

 

     68. Τί χρειαζόταν, ὅμως, νὰ ἀναλάβει σάρκα χωρὶς ψυχή, ἀφοῦ βέβαια ἡ ἀναίσθητη σάρκα καὶ ἡ ἄλογη ψυχὴ οὔτε γιὰ τὴν ἁμαρτία εἶναι ὑπεύθυνη οὔτε γιὰ βραβεῖο ἄξια;  Ἀνέλαβε λοιπὸν γιὰ μᾶς ἐκεῖνο ποὺ περισσότερο ἀπ΄ ὅσα εἶναι μέσα μας κινδύνευε. Τί λοιπὸν μὲ ὠφελεῖ ἂν δὲν μὲ λυτρώσει ὁλόκληρο;  Ἀλλὰ ὁλόκληρο μὲ λύτρωσε, αὐτὸς ποὺ εἶπε: «Μὲ κατηγορεῖτε ποὺ τὸ Σάββατο ἔκανα ὑγιῆ τὸν ἄνθρωπο ὁλόκληρο».[9] Μὲ ἔχει λυτρώσει ὁλόκληρο, γιατὶ {871b:ὁ πιστὸς ἀνορθώνεται σὲ τέλειο ἄνδρα ὁλόκληρος καὶ ὄχι μ΄ ἕνα μέρος του.

 

     69. Ἂς σταματήσουν λοιπὸν αὐτοὶ οἱ ἀξιολύπητοι νὰ φοβοῦνται μήπως ὁ Χριστὸς δὲν μποροῦσε νὰ κυβερνήσει τὴ σάρκα του ἢ τὴν τέλεια ψυχὴ καὶ αἴσθηση τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἀκόμη κι ἐκεῖνο τὸ πουλάρι, ὅπου κανεὶς προηγουμένως δὲν εἶχε καθήσει, τὸ κυβέρνησε.[10]» Ἐκεῖνος ποὺ φύτεψε τὸ αὐτί, δὲν θ΄ ἀκούσει;»[11]  Ἐκεῖνος ποὺ ἄλλους κατηύθυνε, δὲν μποροῦσε νὰ κατευθύνει τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του; Αὐτὸς ποὺ συγχώρησε τὶς ἁμαρτίες, ἔκανε ὁ ἴδιος ἁμαρτία;  Ἂς σταματήσουν αὐτοὶ οἱ ὑπερβολικὰ ἀνήσυχοι, σὰν παιδαγωγοὶ τοῦ Χριστοῦ νὰ φοβοῦνται, μήπως ἀκόμη καὶ σ΄ ἐκεῖνον ἡ ἐπιθυμία τῆς σάρκας κυριάρχησε στὸν νόμο τοῦ νοῦ, αὐτὴ ποὺ δὲν κυριάρχησε στὸν Παῦλο παρὰ μόνο τοῦ ἀντιτάχθηκε.[12]  Ὁ ἀθλητὴς τοῦ Χριστοῦ ἀριθμεῖ τὶς νίκες τοῦ νοῦ του. Αὐτοὶ τρέμουν μήπως κλονίστηκε ἡ σάρκα {871c:στὸν Κύριο, ἡ σάρκα ποὺ νίκησε στὸν δοῦλο;

 

     70.Δὲν θέλει νὰ φοβόμαστε γι΄ αὐτὸν ὁ Χριστός, δὲν {872a:θέλει νὰ δακρύζουμε γι΄ αὐτὸν ὁ Κύριος.  Ἔπειτα λέγει: «Θυγατέρες τῆς  Ἱερουσαλὴμ μὴ μὲ θρηνῆτε, ἐσᾶς τὶς ἴδιες νὰ θρηνεῖτε».[13] Καὶ τοὺς λέει: Μὴ φοβᾶστε γιὰ ΄μένα, γιὰ σᾶς νὰ φοβᾶστε.  Ἢ δὲν ἀκούσατε τὸν Δαβίδ ποὺ λέει: «ὁ Κύριος ἡ φώτισή μου καὶ ἡ σωτηρία μου, ποιόν θὰ φοβηθῶ;  Ὁ Κύριος ὑπερασπιστὴς τῆς ζωῆς μου, ἀπὸ ποιὸν θὰ τρομάξω;»·[14] καὶ ἀλλοῦ: «δὲν θὰ φοβηθῶ ὅ,τι μπορεῖ νὰ μοῦ κάνει ὁ ἄνθρωπος»,[15] καὶ ἀλλοῦ: «δὲν θὰ φοβηθῶ, τί μπορεῖ νὰ μοῦ κάνει ἡ σάρκα».[16]

 

     71. Λέει λοιπόν: ἐγὼ μπόρεσα νὰ φοβᾶμαι τὸ λάθος τῆς ἀνθρώπινης φύσης, αὐτὸ ποὺ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος δὲν φοβήθηκε· ἐγὼ λοιπὸν ὁ Θεὸς πρὶν ἀπὸ τὴ σάρκα, ὁ Θεὸς μέσα στὴ σάρκα, προσέλαβα τὴν τελειότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ἀνέλαβα τὴν αἴσθηση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ δὲν βάρυνα ἀπὸ τὴν αἴσθηση τῆς σάρκας. Μὲ τὴν αἴσθηση τοῦ ἀνθρώπου εἶπα πὼς ἀναστατώθηκε ἡ ψυχή μου, μὲ τὴν αἴσθηση τοῦ ἀνθρώπου πείνασα, μὲ τὴν αἴσθηση τοῦ ἀνθρώπου παρακάλεσα, αὐτὸς ποὺ {872b:}ἔχει συνηθίσει νὰ εἰσακούει τοὺς παρακαλοῦντες, μὲ τὴν αἴσθηση τοῦ ἀνθρώπου μεγάλωσα, ὅπως εἶναι γραμμένο: «καὶ ὁ  Ἰησοῦς μεγάλωνε στὴν ἠλικία καὶ στὴ σοφία καὶ στὴ χάρι μπροστὰ σὲ Θεὸ καὶ ἀνθρώπους».[17]

 

     72. Πῶς μεγάλωνε ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ;  Ἂς σὲ διδάσκει ἡ τάξη τῶν λόγων. Μεγάλωσε στὴν ἠλικία καὶ μεγάλωσε στὴ σοφία, ἀλλὰ στὴν ἀνθρώπινη. Γι΄ αὐτὸ προέταξε τὴν ἠλικία, ὥστε νὰ πίστευες πὼς αὐτὸ εἰπώθηκε κατ΄ ἄνθρωπον, γιατὶ ἡ ἠλικία δὲν εἶναι τῆς θεότητος ἀλλὰ τοῦ σώματος.  Ἑπομένως, ἂν μεγάλωνε στὴν ἠλικία τοῦ ἀνθρώπου, μεγάλωνε στὴ σοφία τοῦ ἀνθρώπου· ὅμως ἡ σοφία μεγαλώνει μὲ τὴν αἴσθηση, γιατὶ ἀπὸ τὴν αἴσθηση [προέρχεται] ἡ σοφία.  Ὁ  Ἰησοῦς, ὅμως, μεγάλωνε στὴν ἠλικία καὶ τὴ γνώση. Ποιά αἴσθηση μεγάλωνε;  Ἂν ἡ ἀνθρώπινη, τότε εἶναι αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ αἴσθηση, τὴν ὁποία ἀνέλαβε· ἂν ἡ θεία, τότε ἀπὸ τὸ μεγάλωμά της [καταλαβαίνουμε πὼς] εἶναι μεταβλητή.  Ἐπειδὴ ὅ,τι μεγαλώνει, ἀσφαλῶς, μεταβάλλεται πρὸς τὸ καλύτερο, ἀλλὰ ὅ,τι εἶναι θεῖο δὲν μεταβάλλεται, ἐπειδὴ ὅ,τι μεταβάλλεται, ἀσφαλῶς, δὲν εἶναι θεῖο. {873a:Μεγάλωνε λοιπὸν ἡ ἀνθρώπινη αἴσθηση· συνεπῶς, ἀνέλαβε ἀνθρώπινη αἴσθηση.

 

     73. Καὶ γιὰ νὰ μαθαίνουμε πὼς μιλοῦσε [ὁ εὐαγγελιστὴς] σύμφωνα μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, ἄρχισε λέγοντας: «τὸ παιδὶ πάλι μεγάλωνε καὶ δυνάμωνε καὶ γέμιζε μὲ σοφία· καὶ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἦταν μαζί του».[18] Καὶ παιδί, εἶναι ὄνομα τῆς δικῆς μας ἠλικίας· δὲν μποροῦσε νὰ αὐξάνει ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ, οὔτε νὰ μεγαλώνει ὁ Θεός, οὔτε τὸ ὕψος τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ, οὔτε [μποροῦσε νὰ] γεμίζει ἡ πληρότητα τῆς θεότητας. Αὐτὴ λοιπὸν ποὺ πληρωνόταν δὲν ἦταν ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἡ δική μας. Γιατί πῶς πληρωνόταν, αὐτὸς ποὺ κατῆλθε γιὰ νὰ τὰ πληρώσει ὅλα;[19]

 

     74. Γιὰ ποιά αἴσθηση πάλι εἶπε ὁ Ἡσαΐας, [ὅτι] τὸ παιδὶ δὲν γνώριζε πατέρα ἢ μητέρα; Γιατὶ εἶναι γραμμένο: «πρὶν ἀκόμη γνωρίσει τὸ παιδὶ πατέρα ἢ μητέρα, θὰ πάρει τὴ δύναμη τῆς Δαμασκοῦ καὶ τὰ λάφυρα τῆς Σαμάρειας».[20] Γιατὶ τὰ μέλλοντα καὶ τὰ κρυφὰ δὲν ξεφεύγουν ἀπὸ τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ.  Ὅμως, ἡ βρεφικὴ ἠλικία, γιὰ τὴν ἀνθρώπινη, βέβαια, ἀφροσύνη, εἶναι ἄμοιρη γνώσεως, ἀγνοεῖ αὐτὸ ποὺ ὣς τώρα δὲν ἔμαθε.

 

     75. Ἀλλὰ πρέπει νὰ φοβόμαστε, λές, μήπως ἐὰν ἀποδίδουμε στὸν Χριστὸ δύο κύριες αἰσθήσεις ἢ δίδυμη σοφία, διαιροῦμε τὸν Χριστό.  Ἀλλὰ μήπως διαιροῦμε τὸν Χριστὸ ἐνῶ λατρεύουμε καὶ τὴ θεότητά του καὶ τὴ σάρκα του; Μήπως τὸν διαιροῦμε, ὅταν τιμοῦμε σ΄ αὐτὸν τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν σταυρό; Σίγουρα ὁ ἀπόστολος ποὺ εἶπε γι΄ αὐτόν: «ἐπειδὴ ἂν καὶ σταυρώθηκε ἀπὸ τὴν ἀδυναμία μας, ζεῖ ὅμως ἀπὸ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ»,[21] ὁ ἴδιος εἶπε, ὅτι δὲν διαιρέθηκε ὁ Χριστός. Καὶ μήπως ἀκόμη {873c:τὸν διαιροῦμε καθὼς λέγουμε πὼς ἀνέλαβε τὴ λογικὴ ψυχὴ καὶ τὴν ἱκανότητα τῆς διανοίας μας;[22]

 

     76. Διότι δὲν ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς Λόγος στὴ σάρκα του ἀντικαθιστώντας τὴ λογικὴ ψυχὴ καὶ τὴν ἱκανότητα τῆς διανοίας, ἀλλὰ ἀναλαμβάνοντας ὁ Θεὸς Λόγος τὴ λογικὴ ψυχὴ καὶ τὴν ἱκανότητα τῆς διανοίας καὶ αὐτὴν ἀνθρώπινη καὶ τῆς ἰδίας ὑποστάσεως, τῆς ὁποίας εἶναι οἱ δικές μας ψυχές, καὶ σάρκα ὅμοια μὲ τὴ δική μας, τῆς ἰδίας ὑποστάσεως, τῆς ὁποίας εἶναι ἡ δική μας σάρκα, καὶ τέλειος ἄνθρωπος ὑπῆρξε, ἀλλὰ καὶ χωρὶς κανένα στίγμα ἁμαρτίας, γιατὶ ὁ ἴδιος δὲν ἔκανε ἁμαρτία, ἀλλὰ γιὰ μᾶς ἔγινε ἁμαρτία, ἔτσι ὥστε νὰ γινόμασταν μέσα σ΄ αὐτὸν τὸν ἴδιο ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ.[23] ῾Η σάρκα του λοιπὸν τοῦ ἴδιου καὶ ἡ ψυχὴ ἀνήκουν στὴν ἴδια ὑπόσταση, στὴν ὁποία ἀνήκει ἡ ψυχὴ καὶ ἡ σάρκα μας.

 

     77.Οὔτε φοβᾶμαι μήπως φαίνεται νὰ εἰσάγεται τετράδα,[24] {873d:}γιατὶ ἐμεῖς ποὺ ὑποστηρίζουμε αὐτὸ [δηλαδὴ τὴ διάκριση τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ], τιμοῦμε πραγματικὰ μόνη τὴν Τριάδα.  Ἐπειδὴ δὲν διαιρῶ τὸν Χριστό, ὅταν διακρίνω τὴν ὑπόσταση τῆς θεότητας καὶ τῆς σάρκας του· ἀλλὰ κηρύττω, πὼς ὁ Χριστὸς εἶναι ἕνας μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, καὶ θὰ δείξω πὼς ἐκεῖνοι μᾶλλον εἰσάγουν τετράδα, οἱ ὁποῖοι λέγουν ὅτι ἀνήκει στὴν ἴδια ὑπόσταση ἡ σάρκα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ θεότητά του.  Ἐπειδὴ αὐτὸ ποὺ ἀνήκει στὴν ἴδια ὑπόσταση δὲν εἶναι ἕνας ἀλλὰ ἕνα, γιατὶ ἀσφαλῶς {874a:ὁμολογώντας στὴ διδασκαλία τῆς συνόδου τῆς Νικαίας, πὼς ὁ Υἱὸς ἀνήκει στὴν ἴδια ὑπόσταση μὲ τὸν Πατέρα, πίστεψαν μία θεότητα στὸν Πατέρα καὶ τὸν Θεό, ὄχι ἕνα πρόσωπο [personam].

 

     78. Ἑπομένως, ὅταν λένε πὼς ἡ σάρκα ἀνῆκε στὴν ἴδια ὑπόσταση, στὴν ὁποία ἀνῆκε καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, οἱ ἴδιοι μὲ τοὺς μάταιους καὶ παράλογους ἰσχυρισμούς τους καταλήγουν σ΄ αὐτὸ ποὺ μᾶς ἀποδίδουν, ὥστε νὰ διαιροῦν τὸν Χριστό.  Εἰσάγουν, λοιπόν, τέταρτο ἄκτιστο, τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ λατρεύουμε, ἐνῶ μόνη ἄκτιστη εἶναι ἡ θεότητα τῆς Τριάδος.[25]

 

 

Η.

 

{874b:79.  ΕΙΧΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΕΙ τὸ βιβλίο, ἀλλὰ ἡ εὐλάβεια ἐπέβαλε νὰ μὴ φαινόμαστε πὼς παρακάμψαμε αὐτὸ ποὺ δὲν μπορούσαμε νὰ ἐπιλύσουμε. Γιατὶ - ὅταν μόλις πρὶν λίγο μᾶς ἄκουσαν κάποιοι ποὺ λέγαμε ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔχει γεννηθεῖ, δὲν μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι ἴσος μὲ τὸν Πατέρα ποὺ τὸν γέννησε, μολονότι ἐκεῖνος γεννήθηκε καὶ αὐτὸς γέννησε, ἐπειδὴ ἡ γέννηση δὲν ἀνήκει στὴ δύναμη ἀλλὰ στὴ φύση, - νόμισαν κάποιοι πὼς ἡ φωνή μας σιώπησε μπροστὰ σ΄ ἐκεῖνο τὸ ἐρώτημα· ἀλλὰ μὲ μιὰ ἀπαράδεκτη ἀντιστροφὴ ἀλλοιώνουν τὴν πορεία [τοῦ λόγου], γιὰ νὰ ἰσχυρισθοῦν, πὼς μὲ τὸ τέλος τοῦ κηρύγματος ἀποσιωπήθηκε τὸ ἐρώτημα, λέγοντας: πῶς μποροῦν ὁ ἀγέννητος καὶ ὁ γεννημένος νὰ ἀνήκουν στὴν ἴδια φύση καὶ {874c:}ὑπόσταση;

 

     80.Λοιπόν, γιὰ ν΄ ἀπαντήσω, εὐγενέστατε αὐτοκράτορα, στὸ ἐρώτημα ποὺ μοῦ μετέφερες,[26] κατ΄ ἀρχὴν πουθενὰ στὶς θεῖες Γραφὲς δὲν συνάντησα τὸ 'ἀγέννητος'· δὲν τὸ διάβασα, δὲν τὸ ἄκουσα. Πόσο εὐμετάβλητοι εἶναι, ἆρα, οἱ ἄνθρωποι τοῦ εἴδους αὐτοῦ, ὥστε νὰ λένε ὅτι ἐκμεταλλευόμαστε αὐτὰ ποὺ δὲν ἔχουν γραφεῖ, ἐνῶ [ἐμεῖς] λέμε αὐτὰ ποὺ ἔχουν γραφεῖ· κι΄ αὐτοὶ νὰ μᾶς φέρνουν αὐτὸ ποὺ δὲν ἔχει γραφεῖ; Δὲν ἀντιφάσκουν οἱ ἴδιοι μὲ τὸν ἑαυτό τους, καὶ δὲν ἀναιροῦν τὸ κῦρος τῆς κατηγορίας τους;

 

     81.Λένε ἀκόμη πὼς δὲν ἔχει γραφεῖ ὅτι ὑπάρχει ἡ ὑπόσταση καὶ φύση τοῦ Θεοῦ· ἐνῶ, βέβαια, ἡ Γραφὴ μαρτυρεῖ, πὼς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ Πατρὸς εἶναι τὸ ἀπαύγασμα τῆς δόξης καὶ ὁ χαρακτήρας τῆς ὑπόστασής του,[27]  - καὶ πολλὰ ἄλλα {874d:εἶπε γιὰ τὴν θεία ὑπόσταση, [ὅπως] σὲ ἄλλο βιβλίο ἔχουμε μὲ πληρότητα διευκρινίσει.[28]

 

     82. Καὶ τὴ θεία φύση ποιός θὰ τὴν ἀρνηθεῖ, ὅταν ὁ ἀπόστολος Πέτρος στὴν ἐπιστολή του ἔχει γράψει, ὅτι τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ πάθους τοῦ σταυροῦ ἐνήργησε ἔτσι, ὥστε, λέγει,[29] νὰ μᾶς ἔκανε μέτοχους τῆς θείας φύσης; Καὶ ἀκόμη ἀλλοῦ ὁ Παῦλος ἔγραψε: «ἀλλὰ τότε βέβαια ἐπειδὴ ἀγνοούσατε τὸν Θεό, {875a:ὑπηρετήσατε αὐτοὺς ποὺ δὲν εἶναι φύσει Θεοί».[30] Γιατὶ ἔτσι τὸ βρίσκουμε καὶ στοὺς  Ἑλληνικοὺς κώδικες, τῶν ὁποίων ἡ αὐθεντία εἶναι ἰσχυρότερη.

 

     83. Τί κάνουν λοιπὸν αὐτοὶ ποὺ ἀρνοῦνται πὼς ὑπάρχει θεϊκὴ φύση, ἂν ὄχι νὰ συκοφαντοῦν ὄχι μόνο πιὰ τὸν Υἱὸ ἀλλὰ ἐπίσης καὶ τὸν Πατέρα; Γιατὶ ἂν ἀρνούμαστε πὼς ὁ Θεὸς ὑπάρχει φύσει, ἂρα ὑπάρχει κατὰ χάριν, ὅπως οἱ ἄνθρωποι, ἤ, βέβαια, [κάνουμε] λάθος [νὰ] τὸν πιστεύουμε - ὅπως συμβαίνει μὲ τοὺς δαίμονες, στῶν ὁποίων τὰ ὁμοιώματα δίνεται ἡ ὀνομασία τοῦ Θεοῦ.  Ἀλλὰ ἀκολουθοῦμε τὴν  Ἀποστολικὴ αὐθεντία γιὰ νὰ ποῦμε, πὼς δὲν ὑπάρχει σὲ ὁμοιώματα θεϊκὴ φύση.  Ἂν, λοιπόν, δὲν ὑπάρχει σὲ ὁμοιώματα,[31] δὲν ὑπάρχει σὲ δαιμόνια· ἀπομένει μόνο νὰ ὑπάρχει στὸν Θεὸ ἡ θεϊκὴ φύση καὶ ὑπόσταση.

 

     84. Διδάξαμε, λοιπόν, μὲ ἀποστολικὴ αὐθεντία, πὼς σωστὰ λέγεται γιὰ τὸν Θεὸ Πατέρα ὅτι ὑπάρχει φύσει ὁ Θεός.  Ἂς δεχθοῦν τώρα, πὼς εἶναι ἡ ἴδια μὲ τὴ φύση τοῦ Θεοῦ Πατρὸς ἡ φύση τοῦ Υἱοῦ, {875b:καὶ ἴδια ἡ φύση τοῦ ἁγίου Πνεύματος· μὴ τύχει καὶ ποῦν κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, πὼς διαβάζουμε, βέβαια, ὅτι ὑπάρχει ἡ θεία φύση, δὲν διαβάζουμε ὅμως [ὅτι ὑπάρχει] ἡ ἑνότητα τῆς θείας φύσης.  Ἀλλ᾽ ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Υἱὸς εἶπε: «ἐγὼ καὶ ὁ Πατέρας εἴμαστε ἕνα»,[32] ἔδειξε τὴν ἑνότητα τῆς θεότητας.  Ὅταν εἶπε: «ὅλα ὅσα ἔχει ὁ Πατέρας εἶναι δικά μου»,[33] καὶ πιὸ κάτω: «Πατέρα, ὅλα τὰ δικά μου εἶναι δικά σου καὶ ὅλα τὰ δικά σου εἶναι δικά μου»,[34] ἐπιβεβαίωσε τὴν ἑνότητα.  Ὅταν εἶπε: «ὁ Πατέρας ποὺ μένει σὲ μένα, ὁ ἴδιος κάνει καὶ τὰ ἔργα ποὺ ἐγὼ κάνω»,[35] δήλωσε καθαρότατα τὴν ἑνότητα.

 

     85. Ἔπειτα, ὁ Πέτρος φανέρωσε πὼς εἶναι μία ἡ θεία φύση: «ὥστε», λέγει, «νὰ μᾶς ἔκανε μέτοχους τῆς θείας φύσης».[36] Γιατὶ μποροῦσε νὰ μιλάει ἔτσι ἂν εἶχε διαφορετικὴ γνώμη, μποροῦσε, λέω, νὰ μιλάει ἔτσι: ὥστε νὰ μᾶς ἔκανε μέτοχους τῶν θείων φύσεων, {875c:καὶ μάλιστα ἐφόσον διὰ τοῦ Υἱοῦ προχωροῦμε στὴ μετοχὴ [consortium] τῆς θείας φύσης. Μήπως εἶναι δυνατὸν νὰ δωρίζει αὐτὸ ποὺ δὲν ἔχει; Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν ἀμφιβολία, ὅτι δωρίζει ἀπὸ αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἔχει, κι ἔτσι ἔχει θεία φύση, αὐτὸς ποὺ δωρίζει μετοχὲς στὴν θεία φύση.

 

     86. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐπίσης λέγοντας: «αὐτοὶ ποὺ δὲν εἶναι φύσει Θεοί»,[37] φανέρωσε πὼς εἶναι μία ἡ φύση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.  Ἄλλωστε καὶ αὐτὸς μποροῦσε νὰ λέει, αὐτοὶ ποὺ δὲν εἶναι φύσεσιν Θεοί, ἂν ἤξερε πὼς εἶναι πολλαπλὴ ἡ θεία φύση, ἔτσι ὥστε νὰ εἶναι ἄλλη στὸν Πατέρα, ἄλλη στὸν Υἱό, ἄλλη στὸ ἅγιο Πνεῦμα. Λέγοντας λοιπόν: «δὲν εἶναι φύσει Θεοί», διατύπωσε τὴν ἑνότητα τῆς θείας φύσης.

 

     87. Τί σημαίνει, ὅμως, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι φύσει, ἂν ὄχι ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀληθινός; Καὶ στοὺς Θεσσαλονικεῖς ἔτσι μίλησε: «πῶς μεταστραφήκατε στὸν Θεό, [πῶς φθάσατε] ἀπὸ τὰ ὁμοιώματα νὰ ὑπηρετεῖτε τὸν ζωντανὸ καὶ ἀληθινὸ Θεό;»[38] Γιατὶ ἐκεῖνοι {875d:παρομοιάζονται σὰν Θεοί, ὅμως ὁ Θεὸς εἶναι φύσει ζωντανὸς καὶ ἀληθινός. Διότι ἀκόμα καὶ γιὰ τὴ δική μας ἐμπειρία ὑπάρχει Υἱὸς υἱοθεσίας καὶ ἀληθινὸς Υἱός. Γιὰ τὸν Υἱὸ τῆς υἱοθεσίας {876a:δὲν λέμε πὼς εἶναι φύσει Υἱός, ἀλλὰ λέμε πὼς εἶναι φύσει [Υἱός, γιὰ] ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀληθινὸς Υἱός.

 

     88. Ἀποδείξαμε, λοιπόν, μὲ τὴν ἔρευνά μας, πὼς ὑπάρχει θεία φύση καὶ ὑπόσταση· ὅτι ἡ θεία φύση εἶναι ἑνιαία καὶ ὄχι πολλαπλὴ τὸ ἔδειξε ἐπίσης ἡ ἀποστολικὴ αὐθεντία.

 



[1] Ματθ. 26.38.

[2] Ματθ. 26.39.

[3] Ρωμ. 7.23.

[4] Ρωμ. 7.24,25.

[5]  Ἰω. 10.15.

[6]  Ἔνθ. ἀν. 10.17.

[7]Ἠσ. 1.13,14.

[8] Ἰω. 10.18.

[9] Ἰω. 7.23.

[10] Λουκ. 19.30.

[11] Ψαλ. 93.9.

[12] Ρωμ. 7.23.

[13] Λουκ. 23.28.

[14] Ψαλ. 26.1.

[15] Ψαλ. 55.12.

[16] Ψαλ. 55.5.

[17] Λουκ. 2.52.

[18] Λουκ. 2.40.

[19] Βλ.  Ἐφ. 4.10.

[20]Ἠσ. 8.4.

[21] Β΄ Κορ. 13.4.

[22] Α΄ Κορ. 1.13.

[23] Βλ. Β΄ Κορ. 5.21.

[24] Τὸ ἐπιχείρημα τῶν αἱρετικῶν συνοψίζει ὁ Μ.  Ἀθανάσιος, βλ. Πρὸς  Ἐπίκτητον, 8.

[25] «sola increata sit divinitas Trinitatis».

[26] «per te mihi propositae questioni». Βλ. είσαγωγή, σημ. 12.

[27] Ἑβρ. 1.3.

[28] Βλ. De fide, 3.4.

[29] Β΄ Πέτρ. 1.4.

[30] Γαλ. 4.8.

[31] Α΄ Κορ. 10.19.

[32] Ἰω. 10.30.

[33] Ἰω. 16.15.

[34] Ἰω. 17.10.

[35] Ἰω. 14.10.

[36] Β΄ Πέτρ. 1.4.

[37] Γαλ. 4.8.

[38] Α΄ Θεσ. 1.9.

 

Επόμενο κεφάλαιοΠεριεχόμενα

 

MYRIOBIBLOS HOME  |  TOP OF PAGE