Ε.34. Η ΠΙΣΤΗ λοιπὸν εἶναι τὸ
θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας, διότι
δὲν εἰπώθηκε γιὰ τὴ σάρκα τοῦ
Πέτρου ἀλλὰ γιὰ τὴν πίστη του,
ὅτι οἱ πῦλες τοῦ θανάτου δὲν θὰ
τὴν καταβάλουν:
ἀλλὰ {862c:} ἡ
ὁμολογία νίκησε τὸν ἅδη [infernum].
Καὶ αὐτὴ ἡ ὁμολογία δὲν
παρέλειψε καμία αἵρεση· διότι
καθὼς ἡ Ἐκκλησία ὡς καλὸ
πλοῖο κτυπιέται συχνὰ ἀπὸ πολλὰ
κύματα, τὸ θεμέλιο τῆς
Ἐκκλησίας πρέπει νὰ καταβάλλει
ὅλες τὶς αἱρέσεις.
35. Πιὸ γρήγορα θὰ μὲ ἀφήσει ἡ
ἡμέρα παρὰ τὰ ὀνόματα τῶν
αἱρετικῶν καὶ τῶν διάφορων
παρατάξεων. Ὅμως ἐναντίον
ὅλων εἶναι ἡ γενικὴ αὐτὴ πίστη,
ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ
Θεοῦ καὶ προαιώνιος ἀπὸ τὸν
Πατέρα καὶ γεννημένος ἀπὸ τὴν
Παρθένο Μαρία. Ὁ ἅγιος Δαβὶδ ὁ
προφήτης τὸν περιγράφει σὰν
γίγαντα, γιὰ τοῦτο, ἐπειδὴ εἶναι
ἕνας [ἀλλὰ] μὲ δίμορφη καὶ
δίδυμη φύση, μέτοχος τῆς θεότητας
καὶ τοῦ σώματος, ὁ ὁποῖος, «ὡς
νυμφίος προβαίνοντας ἀπὸ τὸν
θάλαμό του, χάρηκε σὰν γίγαντας
γιὰ τὴν ὁδὸ ποὺ θὰ ἔτρεχε».
Νυμφίος τῆς ψυχῆς κατὰ τὸν Λόγο -
{862d:} γίγαντας
τῆς γῆς, γιατὶ διατρέχοντας τὰ
ὑπουργήματα τῆς δικῆς μας χρείας,
ἐνῶ ἦταν πάντοτε θεὸς αἰώνιος,
προσέλαβε τὰ μυστήρια τῆς
ἐνσαρκώσεως, χωρὶς νὰ διαιρεθεῖ,
ἀλλὰ ἕνας, γιατὶ εἶναι καὶ τὰ
δύο ὁ ἕνας, καὶ εἶναι ἕνας καὶ
στὰ δύο, δηλαδὴ καὶ στὴ θεότητα
καὶ στὸ σῶμα· γιατὶ δὲν εἶναι
ἄλλος [ποὺ προέρχεται] ἀπὸ τὸν
Πατέρα, ἄλλος ἀπὸ τὴν Παρθένο,
ἀλλὰ εἶναι ὁ ἴδιος ποὺ
προέρχεται μὲ διαφορετικὸ τρόπο
ἀπὸ τὸν Πατέρα, καὶ μὲ
διαφορετικὸ τρόπο ἀπὸ τὴν
παρθένο.
36.῾Η [μία] γέννηση δὲν καθορίζει
τὴν [ἄλλη] γέννηση,
οὔτε ἡ σάρκα τὴ θεότητα. Γιατὶ
δὲν [καθορίζει] τὸ ἐνέχυρο τὸν
Πατέρα, οὔτε ἡ θέληση τὸ πάθος,
οὔτε τὸ πάθος τὴ θέληση. Γιατὶ ὁ
ἴδιος ἔπασχε, {863a:} καὶ
δὲν ἔπασχε· ἔθνησκε, καὶ δὲν
ἔθνησκε· ἐνταφιαζόταν, καὶ δὲν
ἐνταφιαζόταν· ἀνίστατο, καὶ δὲν
ἀνίστατο· γιατὶ τὸ σῶμα του
ἐγειρόταν, διότι αὐτὸ ποὺ ἔχει
πέσει, αὐτὸ ἀνίσταται, αὐτὸ ποὺ
δὲν ἔχει πέσει, δὲν ἀνίσταται.
Ἀνίστατο λοιπὸν κατὰ τὴ σάρκα, ἡ
ὁποία νεκρώθηκε καὶ ἀνέστη· δὲν
ἀνίστατο κατὰ τὸν Λόγο, ὁ ὁποῖος
δὲν διαλύθηκε στὴ γῆ, ἀλλὰ ἔμενε
πάντοτε στὸν Θεό.
37. Ὥστε καὶ ἔθνησκε κατὰ τὴν
πρόσληψη τῆς φύσης μας, καὶ δὲν
ἔθνησκε κατὰ τὴν ὑπόσταση [substantiam] τῆς
αἰώνιας ζωῆς· καὶ ἔπασχε κατὰ
τὴν πρόσληψη τοῦ σώματος, ὥστε νὰ
γινόταν πιστευτὴ ἡ ἀλήθεια τοῦ
προσληφθέντος σώματος, καὶ δὲν
ἔπασχε κατὰ τὴν ἀπαθῆ θεότητα
τοῦ Λόγου, ὁ ὁποῖος εἶναι
ὁλόκληρος ἀμέτοχος τοῦ πόνου.
Τελικὰ ὁ ἴδιος ἔλεγε: «ὁ Θεός, ὁ
Θεός μου, πρόσεχέ με, γιατί μὲ
ἐγκατέλειψες;»
[863b:} διότι
ἐγκαταλείφθηκε κατὰ τὴ σάρκα,
αὐτὸς ποὺ κατὰ τὴ θεότητα δὲν
ἦταν δυνατὸ νὰ ἐρημώνεται οὔτε
νὰ ἐγκαταλείπεται.
38. Ὁ ἴδιος ἀκόμη λέγει: «μακριὰ
ἀπὸ τὴ σωτηρία μου οἱ λόγοι τῶν
ἁμαρτιῶν μου»,
δηλαδὴ νὰ μὴ παρασύρεται αὐτὸς
ποὺ ἄκουσε: «γιατί μὲ
ἐγκατέλειψες;», ἀλλὰ νὰ
καταλαβαίνει, ὅτι αὐτὰ λέγονται
κατὰ τὴ σάρκα, ἡ ὁποία ἀπέχει
πολὺ ἀπὸ τὴν πληρότητα τῆς
θεότητας. Διότι εἶναι ξένοι γιὰ
τὸν Θεὸ οἱ λόγοι τῶν ἁμαρτιῶν,
γιατὶ εἶναι, ἀκόμη, ξένες καὶ οἱ
ἁμαρτίες τῶν λόγων: ἀλλὰ ἐπειδὴ
ἀνέλαβα τὰ ξένα ἁμαρτήματα,
ἀνέλαβα καὶ τοὺς λόγους τῶν
ξένων ἁμαρτημάτων, ὥστε νὰ λέγω
πὼς εἶμαι ἐγκαταλειμένος ἀπὸ
τὸν Πατέρα Θεό, ἐγὼ ποὺ εἶμαι
πάντοτε μαζὶ μὲ τὸν Θεό.
39. Ἦταν λοιπὸν ἀθάνατος στὸν
θάνατο, ἀπαθὴς στὸ πάθος. Καὶ
βέβαια ὡς Θεὸ δὲν τὸν κατέλαβε ὁ
κόπος τοῦ θανάτου, καὶ τὸν ἴδιο
ὡς ἄνθρωπο τὸν εἶδαν τὰ χθόνια.
Στὸ τέλος «ἄφησε τὸ πνεῦμα»,{863c:} καὶ
ὅμως ὡς κύριος τῆς ἀπεκδύσεως
καὶ τῆς προσλήψεως τοῦ σώματος, -
ἄφησε τὸ πνεῦμα, δὲν τὸ ἔχασε.
Κρέμονταν στὸν σταυρὸ καὶ τὰ
πάντα συνταράσσονταν. Ἔτρεμε
ἐπάνω στὸ ξύλο ἐκεῖνος, τὸν
ὁποῖο ὅλος αὐτὸς ὁ κόσμος τὸν
τρέμει. Βρισκόταν μέσα σὲ
βασανισμούς, δεχόταν πληγές,
καὶ δώριζε τὴν οὐράνια βασιλεία.
Ἔγινε ἡ ἁμαρτία ὅλων καὶ
καθάριζε τὶς ἁμαρτίες τοῦ
ἀνθρώπινου γένους. Στὸ τέλος
πέθανε - καὶ δεύτερη καὶ τρίτη
φορὰ τὸ λέω μὲ ἀγαλλίαση καὶ
χαρά, - πέθανε· ἔτσι ὥστε ἐκείνου
ὁ θάνατος νὰ γίνει ἡ ζωὴ τῶν
νεκρῶν.
40. Ἀλλὰ καὶ τὸ μνῆμα του ἀκόμη
δὲν ἐστερεῖτο θαύματος. Διότι
ἀφοῦ ἐχρίσθη ἀπὸ τὸν Ἰωσὴφ
καὶ ἐτάφη στὸ μνῆμα του,
μὲ κάποιο νέο ἔργο, ὁ ἴδιος ποὺ
νεκρώθηκε ἄνοιγε τὰ μνημεῖα τῶν
νεκρῶν· καὶ τὸ σῶμα του κείτονταν
πράγματι στὸν τάφο, ὁ ἴδιος ὅμως
ἐλεύθερος ἀνάμεσα στοὺς νεκρούς,
{863d:} κατάλυσε
τὸν νόμο τοῦ θανάτου καὶ δώριζε
ἀνακούφιση σ΄ αὐτοὺς ποὺ εἶχαν
τοποθετηθεῖ στὸν ἅδη. Ἡ σάρκα Του,
λοιπόν, βρισκόταν στὸ μνημεῖο,
ἀλλὰ ἡ δύναμή Του ἐνεργοῦσε ἀπὸ
τὸν οὐρανό. Φανερωνόταν σὲ ὅλους
διὰ τῆς ἀλήθειας τοῦ σώματος,
ὅτι δὲν ἦταν σάρκα ὁ Λόγος, ἀλλὰ
ἡ σάρκα ἦταν τοῦ Λόγου. ῾Η σάρκα
πράγματι δοκίμασε τὸν θάνατο,
ἀλλὰ [ὄχι] ἡ ἀπαθὴς δύναμη τοῦ
Θεοῦ - ἂν καὶ ἀπέβαλε τὸ σῶμα,
ὅμως δὲν ἔπαθε τίποτα ὁ Θεὸς
ἀνάλογο μὲ [αὐτὸ ποὺ ἔπαθε] τὸ
σῶμα.{864a:}
41. Γιατί ἀποδίδεις στὴ θεότητα
τοὺς κόπους τοῦ σώματος, καὶ
συγχέεις τὴν ἀδυναμία τοῦ
ἀνθρώπινου πόνου μὲ τὴ θεία φύση;
«Τώρα ἡ ψυχή μου», λέει, «ἀναστατώθηκε».
῾Η ψυχὴ ἀναστατώθηκε, ὄχι ἡ
σοφία· γιατὶ ἡ σοφία ἔμενε
ἀπαθής, μολονότι περιεβάλλετο
ἀπὸ τὸ ἔνδυμα τῆς σάρκας. Γιατὶ
μέσα σ΄ ἐκείνη τὴ μορφὴ δούλου
ὑπῆρχε ἡ πληρότητα ἀληθινοῦ
φωτός· καὶ ἀφοῦ κένωσε τὸν
ἑαυτό Του, τὸ φῶς ὑπῆρχε.
Ἔπειτα ἔλεγε: «περιπατεῖτε ὅσο
ἔχετε τὸ φῶς».
Κι΄ ἐνῶ ἦταν στὸν θάνατο, δὲν
ἦταν στὸ σκοτάδι. Κι ἔπειτα
ἐξέχεε τὸ φῶς τῆς αἰώνιας ζωῆς
καὶ σ΄ ἐκείνους ποὺ εἶχαν τεθεῖ
στὸν ἅδη. Ἀκτινοβολοῦσε ἀκόμη
κι ἐκεῖ τὸ ἀληθινὸ φῶς τῆς
σοφίας, φώτιζε τὸν ἅδη, ἀλλὰ δὲν
ἐγκλωβιζόταν ἀπὸ τὸν ἅδη. Γιατὶ
ποιός εἶναι ὁ τόπος τῆς σοφίας;
Λέει πάλι ὁ δίκαιος: « Ὅμως ἡ
σοφία ἀπὸ ποῦ ἔχει βρεθεῖ; Καὶ
ποιός εἶναι ὁ τόπος τῆς γνώσης;
Ἀγνοεῖ ὁ ἄνθρωπος τὴν ὁδό της,
οὔτε ἔχει βρεθεῖ ἀνάμεσα στοὺς
ἀνθρώπους».{864b:}
42. Ὥστε ἡ Σοφία δὲν εἶναι οὔτε
στὸν χρόνο οὔτε στὸν χῶρο, γι᾽
αὐτὸ καὶ ὁ χρόνος ὑποδηλώνει τὴν
ὕπαρξη τῆς σοφίας.
Ἀλλὰ πῶς [θὰ ἦταν] στὸν χρόνο,
αὐτὴ ποὺ ἦταν στὴν ἀρχή; Πῶς
στὸν χῶρο αὐτὴ ποὺ ἦταν στὸν Θεό;
Ὁ μονογενὴς Υἱὸς ἐὰν ζητεῖται,
εὑρίσκεται κατὰ τὸ εὐαγγελικὸ
πνεῦμα στὸν κόλπο τοῦ Θεοῦ. Τί
λοιπόν, τὸν κόλπο τοῦ Πατέρα τὸν
θεωρεῖτε τόπο; Καὶ ψάχνετε μὲ
ποιό τρόπο γεννήθηκε [ἡ Σοφία] ἐνῶ
ὁ προφητικὸς ἄνδρας λέγει: «Ἀγνοεῖ
ὁ ἄνθρωπος τὴν ὁδό της»; Καὶ
ὑπολογίζετε τὴν ἀρχή της σύμφωνα
μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ἐνῶ ὁ Ἰὼβ
λέγει, πὼς δὲν ἔχει βρεθεῖ
ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους; Καὶ
ἀποδίδετε στὴ Σοφία θάνατο, γιὰ
τὴν ὁποία «ἡ ἄβυσσος λέει: δὲν
εἶναι σὲ μένα· καὶ ἡ θάλασσα
λέει: δὲν εἶναι μαζί μου»;
Δὲν λέει ὁ οὐρανός, δὲν εἶναι σὲ
΄μένα, ἀλλὰ «ἡ ἄβυσσος λέει: δὲν
εἶναι σὲ μένα». Γιατὶ δὲν εἶπε
στὴν ἄβυσσο, ἀλλὰ στὸν Πατέρα «Στὰ
χέρια σου {864c:}παραδίδω
τὸ πνεῦμα μου».῾Η
ἴδια ἡ ψυχή, ἂν καὶ ἦταν στὴν
ἄβυσσο, δὲν εἶναι πιά, γιατὶ
εἶναι γραμμένο: «Γιατὶ δὲν θὰ
ἐγκαταλείψεις τὴν ψυχή μου στὸν
ἅδη, οὔτε θὰ δώσεις τὸν ἅγιό σου
νὰ βλέπει διαφθορά».
43. ῾Η θάλασσα λοιπὸν λέει: «δὲν
εἶναι μαζί μου», δηλαδή, ἡ ζωή μας
λέει, ἀνήσυχη ἀπὸ τὰ κύματα τοῦ
αἰῶνος. Γιατὶ δὲν εἶναι ἀνάμεσα
στοὺς ἀνθρώπους ἡ σάρκα του,
γιατὶ δὲν γνωρίσαμε πιὰ τὸν
Χριστὸ στὴ σάρκα.῾Η
γῆ λέει: «δὲν εἶναι μαζί μου»,
ἐπειδὴ ἀναστήθηκε. Ὕστερα ὁ
ἄγγελος λέει «Τί ζητεῖτε τὸν
ζῶντα μὲ τοὺς νεκρούς;»
Καὶ καλῶς εἶπε ἡ θάλασσα, «δὲν
εἶναι μαζί μου»· γιατὶ ἦταν
ἐπάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα. Ἔπειτα
περπατοῦσε στὴ θάλασσα καὶ μὲ
σωματικὰ βήματα, ὁπότε ὑπέταξε
τὴν θάλασσα καὶ ὅρισε στὸν Πέτρο
νὰ περπατάει ἐπάνω στὴ θάλασσα·{864d:} ὁ
ὁποῖος, ἂν καὶ κλονίστηκε, ὅμως
δὲν κλονίστηκε ἀπὸ τὴν ἀσθένεια
τοῦ διατάσσοντος, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν
ἀσθένεια τοῦ ὑπακούοντος.
44. Συνεπῶς, μὴ συγχέεις τὸ
μαῦρο τῆς φύσης μας μὲ τὴ λάμψη
τῆς δόξας, μὴ σκεπάζεις τὸ φῶς μὲ
τὸ σύννεφο τῆς ἀνθρώπινης σάρκας.
Πάλι, ὅταν κηρύττεις τὸ πάθος, ἂν
καθόλου δὲν ἀναγνωρίζεις αὐτὸ
ποὺ εἶναι παθητό, ἀνέτρεψες τὴν
ὁσιότητα τοῦ Κυρίου, ἀρνήθηκες
τὴ σωτηρία σου. Ὥστε {865a:} πρέπει
νὰ θεωροῦμε παράφρονες αὐτοὺς
ποὺ ἀκούγοντας τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ
νὰ λέει: «γιατί μὲ κτυπᾶς;»
νόμισαν πὼς ἦταν ὑποχείριος τῶν
πληγῶν κατὰ τὴ φύση τῆς θεότητας.
Διότι εἶπε: «ἔχω δώσει τὰ νῶτα
μου στὰ μαστίγια καὶ τὶς σιαγόνες
μου στὶς παλάμες, ὅμως τὸ πρόσωπό
μου δὲν τὸ ἀπέστρεψα ἀπὸ τὴ
σύγχυση τῶν ἐμπτυσμῶν».
Νῶτα εἶπε καὶ σιαγόνες καὶ
πρόσωπο, δηλαδὴ μέρη τοῦ
ἀνθρωπίνου σώματος. Γιατὶ αὐτὸ
ποὺ ἔπασχε ἡ σάρκα τοῦ Λόγου καὶ
ἐνῶ ἔμενε [ὁ Λόγος] μέσα στὴν
σάρκα, ἔπασχε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ
στὴ σάρκα, ὅπως ἔχει γραφεῖ: «ὁ
Χριστὸς ἔπαθε στὴ σάρκα»·
στὸν ἑαυτό του, βέβαια,
ἀναφερόταν, σύμφωνα μὲ τὴν
πρόσληψη σώματος, ἔτσι ὥστε νὰ
προσλάμβανε σ΄ αὐτὸν τὸν ἴδιο
ὅσα εἶναι δικά μας, καὶ νὰ
ἐπένδυε τὰ ἀνθρώπινα μὲ τὰ δικά
Του. {865b:}
45. Σωστά, λοιπόν, ἔπαθε κατὰ τὴ
φύση της ἡ σάρκα, καὶ ἡ φύση τοῦ
Λόγου δὲν ἀλλοιώθηκε ἀπὸ τὸ
πάθος αὐτὸ τοῦ σώματος· γιατὶ
εἶναι ἀληθινὴ ἡ ἀνάστασή μας,
καὶ γι΄ αὐτὸ εἶναι ἀληθινὸ τὸ
κήρυγμα γιὰ τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ.
ΣΤ.
{865c:} 46.
ΩΣΤΕ ΛΟΙΠΟΝ δὲν ἔπαθε σὰν φάντασμα,
ὅπως λέγουν κάποιοι, γιατὶ οὔτε
πάνω στὴ θάλασσα περπάτησε ὡς
φάντασμα, κάτι ποὺ φαίνεται νὰ
σκέφθηκαν οἱ μαθητὲς στὸ
Εὐαγγέλιο.
Ἀλλὰ δικαιολογοῦνται, γιατὶ «δὲν
εἶχε δοθεῖ ἀκόμη τὸ Πνεῦμα, γιατὶ
ἀκόμη δὲν εἶχε τιμηθεῖ ὁ
Ἰησοῦς».
Σ΄ ἐμᾶς ἔχει πιὰ δοθεῖ τὸ Πνεῦμα,
ποὺ εἶναι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς
ἀλήθειας. Καὶ οἱ μαθητές, βέβαια,
κάποτε ἔσφαλλαν, ἔτσι ὥστε νὰ μὴ
μπορέσουμε νὰ σφάλουμε ἐμεῖς
ἀργότερα. Ἄρα τὸ λάθος ἐκείνων
μᾶς ὠφελεῖ. Ὡς ἄνθρωποι
ἔσφαλαν, ὡς μαθητὲς πίστεψαν.
47. Καὶ αὐτοὺς λοιπὸν ποὺ κηρύττουν,
ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦλθε ὡς
φάντασμα {865d:} πρέπει
νὰ ἀναθεματίζουμε, κι ἐκείνους
ποὺ κάνουν τὸ ἴδιο λάθος
ἀντιστρόφως
καὶ λέγουν πὼς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ
δὲν εἶναι ἕνας καὶ ὁ ἴδιος, ἀλλὰ
εἶναι ἄλλος ἐκεῖνος ποὺ γεννήθηκε
ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα καὶ ἄλλος
ἐκεῖνος ποὺ γενήθηκε ἀπὸ τὴν
Παρθένο, ἐνῶ ὁ εὐαγγελιστὴς λέει,
πὼς «ὁ Λόγος ἔγινε σάρκα«,
ἔτσι ὥστε νὰ σὲ κάνει νὰ πιστεύεις
σὲ ἕνα Κύριο Ἰησοῦ καὶ ὄχι σὲ
δύο. {866a:}
48. Ἀρκετοί, ἐπίσης, ἔχουν πιστέψει,
ὅτι εἶναι ἄλλος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ
καὶ ἄλλος ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ὁ
εὐαγγελιστὴς μαρτυρεῖ, πὼς ὁ
ἴδιος ποὺ ἐν ἀρχῇ ἦταν ὁ Λόγος
πρὸς τὸν Θεὸ Πατέρα ἦλθε στὰ ἴδια
τὰ δικά του.
῾Υπάρχουν πάλι ἐκεῖνοι ποὺ
νόμισαν, ὅτι ὅπως ὁ Λόγος ἔγινε
ἕνας ἐκ τῶν προφητῶν, ἔτσι ἔγινε
καὶ ὁ Χριστός, ὅτι δὲν εἶναι ὁ
ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ
γιὰ κανένα προφήτη δὲν ἔχει
εἰπωθεῖ, ὅτι «ὁ Λόγος ἔγινε σάρκα».
Κανεὶς προφήτης δὲν ἀπομάκρυνε
τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου. Γιὰ
κανέναν ἄλλο δὲν ἔχει εἰπωθεῖ: «αὐτὸς
εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητὸς μὲ
τὸν ὁποῖο χάρηκα».
Γιὰ κανένα προφήτη δὲν διαβάζουμε,
πὼς εἶναι Κύριος τῆς
μεγαλειότητος - τὸ ὁποῖο εἶπε ὁ
Ἀπόστολος γιὰ τὸν Χριστό, ὅτι οἱ
Ἰουδαῖοι σταύρωσαν τὸν Κύριο τῆς
μεγαλειότητος.
49. Ἀλλὰ ἐνῶ αὐτοὺς πολεμᾶμε,
ἀναδύονται ἄλλοι, ποὺ {866b:} λέγουν,
πὼς ἡ σάρκα τοῦ Κυρίου καὶ ἡ
θεότητα εἶναι ἀπὸ τὴν ἴδια φύση.
Ποιός ἅδης ἐξέμεσε τέτοια
ἱεροσυλία; Εἶναι τώρα πιὸ ἀνεκτοὶ
οἱ Ἀρειανοί - τῶν ὁποίων ἡ
δύναμη αὐξάνει μὲ τὴν ἀπιστία
αὐτή, ἔτσι ὥστε μὲ μεγαλύτερη
ἔνταση νὰ ἰσχυρίζονται, πὼς ὁ
Πατέρας, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ ἅγιο
Πνεῦμα δὲν εἶναι ἀπὸ τὴν ἴδια
ὑπόσταση [οὐσία]·
γιατὶ αὐτοὶ τόλμησαν νὰ λέγουν,
πὼς ἡ θεότητα τοῦ Κυρίου καὶ ἡ
σάρκα εἶναι ἀπὸ τὴν ἴδια
ὑπόσταση. Ἔπειτα, καθὼς αὐτοὶ
λέγουν πὼς ὁ Λόγος μετατράπηκε σὲ
σάρκα, τρίχες, αἷμα καὶ ὀστά, καὶ
ὅτι μεταβλήθηκε ἀπὸ τὴν οἰκεία
φύση Του, δίνεται σ΄ ἐκείνους
τόπος νὰ διαστρέφουν τὴν ἀσθένεια
τῆς σάρκας σὲ ἀσθένεια τῆς
θεότητας μὲ κάποια ἀλλοίωση ποὺ [δῆθεν]
ἔγινε στὴ θεία φύση.
50. ῾Υπάρχουν ἀκόμη
ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν φθάσει σὲ τόσο
μεγάλη ἀσέβεια, ὥστε νὰ νομίζουν
πὼς ἡ θεότητα τοῦ Κυρίου
περιετμήθη, καὶ ἀπὸ τέλεια ἔγινε
ἀτελής· καὶ [ὅτι] στὸ ξύλο δὲν
κρέμονταν ἡ σάρκα, ἀλλὰ ἐκείνη
ποὺ ἐνεργεῖ τὰ πάντα θεία
ὑπόσταση συμπεπυγμένη ἐν εἴδει
σαρκός. Ποιός ὅμως δὲν φρίττει;
Ποιός ἀκούει πὼς ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ
ἔφτιαξε γιὰ τὸν ἑαυτό του παθητὴ
σάρκα, ὄχι ἀπὸ τὴν Παρθένο Μαρία
ἀλλὰ ἀπὸ τὴ θεία ὑπόσταση; Μὲ
τὸν ἰσχυρισμὸ αὐτὸ σφάλλουν τόσο
πολύ, ὥστε νὰ διατείνονται, πὼς τὸ
σῶμα τοῦ Κυρίου δὲν ἔχει
προσληφθεῖ ἐν χρόνῳ, ἀλλὰ ἦταν
πάντοτε συναΐδιο μὲ τὸν Λόγο τοῦ
Θεοῦ.
51. Γιὰ ὅλ᾽ αὐτὰ ὑπεύθυνοι εἶναι
ὅσοι ἔχουν πεῖ, ὅτι ἡ θεότητα καὶ
ἡ σάρκα τοῦ Κυρίου ἔχουν τὴν ἴδια
φύση. Γιατὶ τὸ ἔχω διαβάσει αὐτὸ
ποὺ δὲν θὰ πίστευα ἂν δὲν τὸ εἶχα
διαβάσει ὁ ἴδιος· ἔχω διαβάσει,
λέω, ἔτσι διατυπωμένο [positum] στὰ
βιβλία κάποιου,
πὼς καὶ τὸ ὄργανο καὶ αὐτὸς ἀπὸ
τὸν ὁποῖο τὸ ὄργανο κινεῖται,
στὸν Χριστὸ εἶχαν τὴν ἴδια φύση.
Τὸ κατέθεσα λοιπὸν αὐτό, ἔτσι
ὥστε ἀπὸ τὰ γραπτὰ νὰ γίνεται
ἀντιληπτὸ τὸ ὄνομα τοῦ συγγραφέα·
καὶ νὰ προσέχουν, ὅτι ἡ δύναμη τῆς
ἀλήθειας δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ
συνάγεται ἀπὸ ἐπιχειρήματα καὶ
λόγια, ὁσοδήποτε ἐξαιρετικὰ καὶ
κομψὰ κι ἂν εἶναι.
{866d:} 52. Καὶ
αὐτὸς μοῦ ὑπενθυμίζει συχνά, πὼς
τηρεῖ τὴν ἀπόφαση [tractatum] τῆς
συνόδου τῆς Νικαίας. Ἀλλὰ σ΄
ἐκείνη τὴ σύνοδο οἱ πατέρες μας
δὲν ἔχουν πεῖ, πὼς ἡ σάρκα ἔχει
τὴν ἴδια φύση μὲ τὸν Πατέρα, ἀλλὰ
ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. {867a:} Καὶ
πράγματι ὁμολόγησαν, ὅτι ὁ Λόγος
προῆλθε ἀπὸ τὴν πατρικὴ ὑπόσταση,
ἐνῶ ἡ σάρκα εἶναι ἀπὸ τὴν
Παρθένο. Πῶς λοιπὸν γίνεται
ἐπίκληση στὸ ὄνομα τῆς συνόδου
τῆς Νικαίας καὶ νέα [δόγματα] εἰσάγονται,
τὰ ὁποῖα οἱ πρόγονοί μας ποτὲ δὲν
σκέφθηκαν· ἀφοῦ βέβαια οἱ Γραφὲς
λέγουν, πὼς ὁ Χριστὸς ἔπαθε κατὰ
τὴ σάρκα,
ὄχι κατὰ τὴ θεότητα· οἱ Γραφὲς
λέγουν, πὼς ἡ Παρθένος θὰ συλλάβει
ἐν κοιλίᾳ καὶ θὰ γεννήσει Υἱό;
Γιατὶ συνέλαβε τὴ δύναμη καὶ
γέννησε τὸν Υἱό, τὸν ὁποῖο
προσέλαβε ἡ ἴδια ἀπὸ τὸν ἑαυτό
της.
53. Ἔπειτα αὐτὸ τὸ φανερώνει μὲ
κατάλληλες λέξεις καὶ ὁ Γαβριὴλ
λέγοντας: «καὶ τὸ ἅγιο ποὺ θὰ
γεννηθεῖ ἀπὸ σένα θὰ κληθεῖ Υἱὸς
τοῦ Θεοῦ«.
Ἀπὸ σένα, λέει, ἔτσι ὥστε νὰ
μπορέσεις νὰ καταλάβεις, πὼς σὰν
ἄνθρωπο ἡ ἴδια τὸν γέννησε· γιατὶ
ἀπὸ τὸν ἑαυτό της γέννησε ἡ Μαρία,
ἔτσι ὥστε σ' αὐτὸ ποὺ ἐγεννᾶτο
ἀπὸ τὴν ἴδια, νὰ σωζόταν {867b:} τὸ
προνόμιο τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου
καὶ νὰ ἦταν ἀληθινὴ φύση σώματος.
Ἀλλὰ καὶ ὁ Παῦλος λέει γιὰ τὸν
ἑαυτό του, πὼς ἦταν προορισμένος
γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Θεοῦ: «τὸ
ὁποῖο, λέει, προηγουμένως εἶχε
ὑποσχεθεῖ διὰ τῶν προφητῶν γιὰ
τὸν Υἱό του, ὁ ὁποῖος ἔγινε γι΄
αὐτὸν ἀπὸ τὸ σπέρμα τοῦ Δαβὶδ
κατὰ σάρκα».
Καὶ πρὸς τοὺς Γαλάτες: « Ὅταν
λοιπὸν ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου
ἔστειλε ὁ Θεὸς τὸν Υἱό του ποὺ
ἔγινε ἀπὸ γυναίκα».
Καὶ στὸν Τιμόθεο εἶπε: «Νὰ θυμᾶσαι
πὼς ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀνέστη
ἐκ νεκρῶν [καὶ κατάγεται] ἀπὸ
τὸ σπέρμα τοῦ Δαβίδ».
54. Ἀπὸ μᾶς λοιπὸν πῆρε αὐτὸ ποὺ
γιὰ μᾶς ἔπρεπε νὰ προσφέρει, ἔτσι
ὥστε νὰ μᾶς λύτρωνε ἀπὸ τὸ δικό
μας, καὶ μὲ τὴ δική του θεϊκὴ
μεγαλοδωρία νὰ συνεισέφερε ἀπὸ τὸ
δικό του αὐτὸ ποὺ δὲν ἦταν δικό
μας. Κατὰ τὴ φύση μας λοιπὸν
πρόσφερε τὸν ἑαυτό του, ἔτσι ὥστε
νὰ ἐνεργοῦσε πέρα ἀπὸ τὴ φύση μας.
{867c:}
Ἀπὸ τὸ δικό μας εἶναι ἡ θυσία,
ἀπὸ τὸ δικό του τὸ βραβεῖο· καὶ
πολλὰ θὰ βρεῖς σ΄ αὐτὸν καὶ κατὰ
τὴ φύση καὶ πέρα ἀπὸ τὴ φύση.
Διότι σύμφωνα μὲ τὴν κατάσταση τοῦ
σώματος ὑπῆρξε στὴν κοιλία,
γεννήθηκε, γαλουχήθηκε,
τοποθετήθηκε στὴ φάτνη, ἀλλὰ πέρα
ἀπὸ αὐτὴ τὴν κατάσταση συνέλαβε
ἡ Παρθένος, γέννησε ἡ Παρθένος,
γιὰ νὰ πίστευες πὼς ἦταν Θεὸς
αὐτὸς ποὺ ἀνακαίνιζε τὴ φύση, καὶ
ἦταν ἄνθρωπος αὐτὸς ποὺ σύμφωνα
μὲ τὴ φύση γεννιόταν ἀπὸ τὸν
ἄνθρωπο.
55. Γιατὶ ἡ ἴδια ἡ φύση τοῦ Λόγου
δὲν ἀλλοιώθηκε, ὅπως ἑρμήνευσαν
κάποιοι - ἡ ὁποία εἶναι πάντοτε
ἄτρεπτη, καθὼς εἶπε ὁ ἴδιος: «βλέπετε,
βλέπετέ με, ὅτι ἐγὼ εἶμαι καὶ δὲν
ἔχω ἀλλάξει».
Ἀλλὰ ὁ Παῦλος εἶπε ἀκόμη: «ὅτι ὁ
Ἰησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερα,
εἶναι ὁ ἴδιος στὸν αἰῶνα»,
δηλαδή, αὐτὸς ποὺ δὲν ἀλλοιώθηκε
κατὰ τὴ φύση τῆς σάρκας, {867d:} ἀλλὰ παρέμεινε
ἀναλλοίωτος ἀκόμη καὶ [εὑρισκόμενος
μέσα] στὴν ἴδια τὴν τρεπτὴ
ποιότητα τῆς ἀνθρώπινης
κατάστασης. {868a:}
56. Διδαχθήκατε, λοιπόν, ὅτι
προσέφερε τὴ θυσία ἀπὸ τὸ δικό
μας. Γιατὶ ποιά ἦταν ἡ αἰτία τῆς
ἐνσαρκώσεως, ἂν ὄχι νὰ λυτρωνόταν
διὰ τοῦ Χριστοῦ ἡ σάρκα ποὺ εἶχε
ἁμαρτήσει; Αὐτό, λοιπόν, ποὺ εἶχε
ἁμαρτήσει, αὐτὸ λυτρώθηκε. Ἄρα
δὲν θυσιάστηκε ἡ θεότητα τοῦ
Λόγου, γιατὶ δὲν εἶχε ἁμαρτήσει ἡ
θεότητα τοῦ Λόγου· καὶ γι΄ αὐτὸ
δὲν μετατράπηκε ἡ φύση τοῦ Λόγου
σὲ φύση τῆς σάρκας, γιατὶ ἡ
ἀναμάρτητη θεότητα δὲν ὄφειλε νὰ
προσφέρει τὸν ἑαυτό της γιὰ
ἁμάρτημα ποὺ δὲν εἶχε κάνει.
Γιατὶ ὁ Χριστὸς προσέφερε μὲ τὸν
ἑαυτό του αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἐνδύθηκε,
καὶ ἐνδύθηκε αὐτὸ τὸ ὁποῖο
προηγουμένως δὲν εἶχε. Δὲν
ἐνέδυσε λοιπὸν τὴν θεότητά του μὲ
θεότητα, αὐτὸς στὸν ὁποῖο ἦταν τὸ
πλήρωμα τῆς αἰώνιας θεότητος,
ἀλλὰ προσέλαβε σάρκα, ἔτσι ὥστε
νὰ ἀφαιροῦσε τὴ λεία τῆς σάρκας,
ἔτσι ὥστε σ΄ αὐτὸν τὸν ἴδιο νὰ
σταύρωνε τὰ λάφυρα τοῦ διαβόλου
καὶ νὰ ὕψωνε τὰ τρόπαια τῆς
ἀρετῆς. {868b:}
57. Ἂν λοιπὸν ἡ σάρκα ὅλων καὶ στὸν
Χριστὸ ὑπέκειτο σὲ πληγή, πῶς
λέτε πὼς ἐκείνη καὶ ἡ θεότητα
ἔχουν τὴν ἴδια φύση; Γιατὶ ἂν ὁ
Λόγος ἔχει τὴν ἴδια ὑπόσταση μὲ
τὴ σάρκα, ἡ ὁποία ἔχει τὴ φύση [της] ἀπὸ
τὴ γῆ, γιατί ἰσχυρίζονται πὼς
ἔχουν τὴν ἴδια ὑπόσταση ὁ Λόγος
καὶ ἡ ψυχή, τὴν ὁποία προσέλαβε
τέλεια γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση [του];
Ἔχουν, λοιπόν, τὴν ἴδια ὑπόσταση ὁ
Λόγος καὶ ὁ Θεός, σύμφωνα μὲ τὴν
πατερικὴ διδασκαλία καὶ σύμφωνα μὲ
τὴ δήλωση τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου ὁ
ὁποῖος εἶπε: «ἐγὼ καὶ ὁ Πατέρας
εἴμαστε ἕνα».
Ἄρα ὁ Πατέρας κηρύσσεται, πὼς ἔχει
τὴν ἴδια φύση μὲ τὸ γήινο σῶμα.
Καὶ ἀκόμη κατηγορεῖτε τοὺς
Ἀρειανούς, ποὺ λέγουν ὅτι ὁ Υἱὸς
τοῦ Θεοῦ εἶναι κτίσμα, ἐνῶ οἱ
ἴδιοι λέτε πὼς ὁ Πατέρας ἔχει τὴν
ἴδια ὑπόσταση μὲ τὰ κτίσματα;
58.Ὅμως τί ἄλλο κάνετε μὲ τὸ νὰ
λέτε αὐτά, ἂν ὄχι {868c:} ἢ
νὰ συγκρίνετε τὴ θεία ὑπόσταση μὲ
τὸν βοῦρκο τοῦ Ἀδὰμ καὶ τὴ
δική μας γῆ, ἢ ὁπωσδήποτε νὰ
μεταφέρετε τὴ θεότητα στὴν πληγὴ
τῆς γήινης διαφθορᾶς; Γιατὶ
λέγοντας πὼς ὁ Λόγος ἔγινε σάρκα
καὶ ὀστά, λέτε ἀσφαλῶς, ὅτι
μετατράπηκε σὲ γῆ, διότι ἡ σάρκα
καὶ τὰ ὀστὰ ἀνήκουν στὰ γήινα.
59. Εἶναι ἔτσι γραμμένο, λένε, ὅτι «ὁ
Λόγος ἔγινε σάρκα«.
Εἶναι γραμμένο, δὲν τὸ ἀρνοῦμαι.
Ἀλλὰ σκέψου τί ἀκολουθεῖ· διότι
ἀκολουθεῖ: «καὶ κατοίκησε μέσα μας»
- δηλαδή, ἐκεῖνος ὁ Λόγος, ὁ
ὁποῖος προσέλαβε σάρκα, αὐτὸς
κατοίκησε μέσα μας, δηλαδὴ
κατοίκησε στὴν ἀνθρώπινη σάρκα,
καὶ ἀπ΄ αὐτὸ ὀνομάστηκε
Ἐμμανουήλ, δηλαδὴ ὁ Θεὸς μ΄ ἐμᾶς.
Αὐτό, λοιπόν, ὅτι «ὁ Λόγος ἔγινε
σάρκα» ἔχει τὴ θέση τοῦ 'ἔγινε
ἄνθρωπος'. Ὅπως {868d:} ἐπίσης
εἶπε στὸν Ἰωήλ: «θὰ ἐκχύσω
ἀπὸ τὸ Πνεῦμα μου ἐπάνω σὲ κάθε
σάρκα»·
διότι {869a:} τὴ
μελλοντικὴ ἔκχυσι τῆς πνευματικῆς
χάριτος δὲν τὴν ὑπόσχεται στὴν
ἄλογη σάρκα, ἀλλὰ στοὺς ἀνθρώπους.
60. Ἂν λοιπὸν μένετε στὸ γράμμα,
ἔτσι ὥστε ἀπ΄ αὐτὸ ποὺ ἐγράφη,
ὅτι «ὁ Λόγος ἔγινε σάρκα», νὰ
νομίζετε ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ
μετατράπηκε σὲ σάρκα, ἄρα μήπως
ἀρνεῖσθε ὅτι ἔχει γραφεῖ γιὰ τὸν
Κύριο πὼς δὲν ἔκανε ἁμαρτία, ἀλλὰ
ἔγινε ἁμαρτία;
Μετατράπηκε λοιπὸν ὁ Κύριος σὲ
ἁμαρτία. Ὄχι ἔτσι· ἀλλὰ
ἐπειδὴ προσέλαβε τὶς ἁμαρτίες μας
καλεῖται ἁμαρτία. Γιατὶ καὶ
κατάρα λέγεται ὁ Κύριος,
ὄχι ἐπειδὴ ὁ Κύριος μετετράπη
σὲ κατάρα, ἀλλὰ ἐπειδὴ προσέλαβε
ὁ ἴδιος τὴ δική μας κατάρα: «γιατὶ
εἶναι καταραμένος», λέγει, «ἐκεῖνος
ποὺ κρέμεται στὸ ξύλο».
Ἀπορεῖτε λοιπὸν ποὺ ἔχει γραφεῖ: «ὁ
Λόγος ἔγινε σάρκα», {869b:} ἀφοῦ
ἡ σάρκα προσελήφθη ἀπὸ τὸν Λόγο
τοῦ Θεοῦ, ὅταν γιὰ τὴν ἁμαρτία
ποὺ δὲν εἶχε, ἐγράφη ὅτι ἔγινε
ἁμαρτία· αὐτὸ σημαίνει, ὅτι δὲν
ἔγινε ἁμαρτία στὴ φύση καὶ τὴν
ἐνέργεια τῆς ἁμαρτίας, δηλαδὴ
στὴν ὁμοιότητα τῆς ἁμαρτίας τῆς
σάρκας, ἀλλὰ γιὰ νὰ σταύρωνε τὴ
δική μας ἁμαρτία στὴ σάρκα του,
προσέλαβε γιὰ χάρι μας τὸ βάρος
τῶν ἀσθενειῶν τοῦ ἤδη ἔνοχου γιὰ
τὴ σαρκικὴ ἁμαρτία σώματος.
61. Ἂς πάψουν λοιπὸν νὰ λένε, πὼς ἡ
φύση τοῦ Λόγου μεταβλήθηκε σὲ
φύση σώματος, γιὰ νὰ μὴ φαίνεται
μὲ τὴν ἀντίστοιχη ἑρμηνεία ἡ
φύση τοῦ Λόγου νὰ ἔχει μεταβληθεῖ
σὲ μίασμα ἁμαρτίας. Γιατὶ εἶναι
ἄλλο τὸ ὅτι προσέλαβε καὶ ἄλλο
αὐτὸ ποὺ προσέλαβε. Δύναμις ἦλθε
στὴν Παρθένο, καθὼς καὶ ὁ ἄγγελος
εἶπε πρὸς αὐτήν, ὅτι «δύναμις
ὑψίστου θὰ σὲ ἐπισκιάσει».
Ἀλλὰ τὸ σῶμα γεννήθηκε ἀπὸ {869c:} τὴν
Παρθένο, καὶ γι΄ αὐτὸ εἶναι μὲν
οὐράνια ἡ κάθοδος, ἀλλὰ
ἀνθρώπινη ἡ σύλληψη. Δὲν θὰ
μποροῦσε λοιπὸν νὰ εἶναι ἴδια ἡ
φύση τοῦ σώματος καὶ [ἡ φύση] τῆς
θεότητας.
Επόμενο
κεφάλαιο / Περιεχόμενα