On Line Library of the Church of Greece
΄Αγιος Αμβρόσιος Μεδιολάνων
Περί του Μυστηρίου της Ενσαρκώσεως του Κυρίου
ΚΕΦ. Γ.14 - Δ.33
ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΠΟΛΥΤΟΝΙΚΑ - TO READ POLYTONIC GREEK
{857a:} Γ.14. ΔEΝ ΘΕΛΩ ἐμᾶς νὰ ἐμπιστεύεσθε, ἂς διαβάζουμε τὴν Γραφή. Δὲν λέω ἐγὼ ἀπὸ μόνος μου, ὅτι «στὴν ἀρχὴ ἦταν ὁ Λόγος»,[1] ἀλλὰ ἀκούω· δὲν προσθέτω ἐγώ, ἀλλὰ διαβάζω· αὐτὸ ποὺ ὅλοι διαβάζουμε, ἀλλὰ δὲν καταλαβαίνουμε ὅλοι. Καὶ καθὼς διαβάζεται, ἀκούομε ὅλοι, καὶ δὲν ἀκοῦν ὅλοι: “Γιατὶ σκλήρυνε ἡ καρδιὰ μερικῶν, καὶ τὰ αὐτιά τους βαρειὰ ἔχουν ἀκούσει”·[2] τὰ αὐτιὰ δηλαδὴ τῆς ἐσωτερικῆς αἴσθησης [affectus]. Γιατὶ δὲν ἁμαρτάνει ἡ σάρκα, ἡ ὁποία ἐκτελεῖ τὸ δικό της ὑπούργημα, καὶ δέχεται αὐτὸ ποὺ ἄκουσε, {857b:} ἀλλὰ ἡ ψυχὴ ἡ ὁποία ἄκουσε τὸ καθαρό, εἶναι ὅμως κακὸς ἑρμηνευτὴς καὶ ἀρνεῖται νὰ ἀκούει [πραγματικὰ] ὅσα λέγονται καὶ νὰ σκέπτεται ὅσα διαβάζονται.[3] Γιατί κλείνετε τὰ αὐτιά σας σὰν μὲ κερὶ καὶ μολύβι - ἂν καὶ τὶς εὐεργεσίες τοῦ Κυρίου καὶ τὰ ὑπουργήματα τῆς φύσης δὲν ἔχετε τὴ δύναμη νὰ τὰ ἀποκλείετε; Ἀκοῦτε χωρὶς τὴ θέλησή σας, ἀκοῦτε μὲ ἀπέχθεια: ἀκοῦτε, καὶ δὲν μπορεῖτε νὰ δίνετε ἐξηγήσεις γιὰ ὅ,τι [στὴν πραγματικότητα] δὲν ἀκούσατε. 15. Ἀκοῦτε λοιπὸν τὸ ἀγάγνωσμα: «στὴν ἀρχὴ ἦταν ὁ Λόγος».[4] Ποιός τὸ λέει αὐτό; Ὁ Ἰωάννης βέβαια, ἐκεῖνος ὁ ψαράς: ἀλλὰ δὲν τὸ λέει αὐτὸ σὰν ψαράς, ἀλλὰ σὰν ψαρὰς τῆς ἀνθρώπινης αἴσθησης [affectus]· ὁ ὁποῖος πιὰ δὲν ἔπιανε ψάρια, ἀλλὰ ἔδινε ζωὴ σὲ ἀνθρώπους.[5] Δὲν εἶναι δικό του αὐτὸ ποὺ λέει, ἀλλὰ ἐκείνου, ὁ ὁποῖος τοῦ χάρισε τὴ δύναμη νὰ ζωοποιεῖ. Γιατὶ ὁ ψαρὰς ἦταν πιὸ σιωπηλὸς καὶ ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ ψάρια ποὺ προηγουμένως ἔπιανε· καὶ ἦταν ἀκόμη σιωπηλότερος γιὰ τὰ θεῖα μυστήρια, καὶ δὲν γνώριζε τὸν κύριο τῆς φωνῆς του· ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ ἔχει πάρει ζωὴ ἀπὸ τὸν Χριστό, ἔχει ἀκούσει τὴ φωνὴ στὸν Ἰωάννη καὶ ἔχει ἀναγνωρίσει τὸν Λόγο στὸν Χριστό. 16. Καὶ γι΄ αὐτὸ πλήρης ἁγίου Πνεύματος, αὐτὸς ποὺ γνώριζε καλὰ πὼς δὲν ἀνήκει στὸν χρόνο ἡ ἀρχή, ἀλλὰ βρίσκεται ὑπεράνω τοῦ χρόνου, ἄφησε τὸν κόσμο, καὶ ὑψωνόμενος ἐν πνεύματι πάνω ἀπὸ κάθε ἀρχή, λέει: «Στὴν ἀρχὴ ἦταν ὁ Λόγος»,[6] αὐτὸ σημαίνει, ἂς μένει ὁ οὐρανός· γιατὶ δὲν ὑπῆρχε ἀκόμη, ἀφοῦ «στὴν ἀρχὴ ἦταν ὁ Λόγος». Διότι, ἂν καὶ ὁ οὐρανὸς ἔχει ἀρχή, ὁ Θεὸς δὲν ἔχει. Καὶ τέλος, «στὴν ἀρχὴ ἔφτιαξε ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γῆ».[7] Ἄλλο εἶναι, «ἔφτιαξε», ἄλλο εἶναι, «ὑπῆρχε». Ὅ,τι φτιάχνεται, ἀρχίζει: ὅ,τι ὑπῆρχε, δὲν ἐπιδέχεται ἀρχή, ἀλλὰ προηγεῖται. Ἂς μένει ἀκόμη ὁ χρόνος, γιατὶ {857d:} ὁ χρόνος εἶναι μετὰ τὸν οὐρανό. Ἂς μένουν ἀκόμη οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ἀρχάγγελοι. Κι ἂν δὲν βρίσκω τὴν ἀρχή τους, ὑπῆρχε ὅμως ἕνας χρόνος, ὁπότε δὲν ὑπῆρχαν.[8] Γιατὶ δὲν ὑπῆρχαν ἐκεῖνοι ποὺ κάποτε ἄρχισαν [νὰ ὑπάρχουν]. Ἂν λοιπὸν δὲν μπορῶ νὰ ἀνακαλύπτω τὴν ἀρχὴ ἐκείνων ποὺ εἶναι βέβαιο πὼς ἔχουν ἀρχή, πῶς μπορῶ νὰ ἀνακαλύπτω τὴν ἀρχὴ τοῦ Λόγου, {858a:} ἀπὸ τὸν ὁποῖο προέρχεται κάθε ἀρχή, ὄχι μόνο τῶν πλασμάτων, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν σκέψεών μας; 17.Ἔκφρασε, λοιπόν, καθαρὰ τὴν αἰώνια θεότητά του: ἀλλ΄ ὅμως γιὰ νὰ μὴν ἀφήσει νὰ διαιρεῖ κανεὶς τὴν αἰωνιότητα τοῦ Λόγου ἀπὸ τὸν Πατέρα, καὶ γιὰ νὰ μᾶς κάνει [ἱκανοὺς] νὰ πιστεύουμε, πὼς εἶναι ἡ ἴδια μὲ τοῦ Πατέρα, ὁ καλὸς ἐκεῖνος ψαρὰς πρόσθεσε: «Καὶ ὁ Λόγος ἦταν πλάι στὸν Θεό».[9] Αὐτὸ ποὺ εἶπε, ἔτσι πρέπει νὰ ἑρμηνευθεῖ: «Ἦταν ὁ Λόγος» μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ἦταν ὁ Πατέρας· ἐπειδὴ ἦταν μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα, καὶ ἦταν μέσα στὸν Πατέρα, καὶ ἦταν πάντοτε πλάι στὸν Πατέρα. Δηλαδή, ὅπως διαβάζουμε γιὰ τὸν Πατέρα «ἦταν» ἔτσι διαβάζουμε καὶ γιὰ τὸν Λόγο, «ἦταν». 18. Γιατί διαχωρίζεις στὸ νόημα, ἐνῶ δὲν διαχωρίζεις στὴ λέξη; Στὸν Λόγο ἀνήκει νὰ εἶναι πλάι στὸν Πατέρα· στὸν Πατέρα {858b:} ἀνήκει νὰ εἶναι μαζὶ μὲ τὸν Λόγο· γιατὶ διαβάζουμε, ὅτι «ὁ Λόγος ἦταν πλάι στὸν Θεό».[10] Ὥστε ἂν κατὰ τὴ γνώμη σου κάποτε δὲν ἦταν, κατὰ τὴν γνώμη σου λοιπὸν στὴν ἀρχὴ δὲν ἦταν καὶ αὐτός, πλάι στὸν ὁποῖο ἦταν ὁ Λόγος. Γιατὶ διὰ τοῦ Λόγου ἀκούω, διὰ τοῦ Λόγου καταλαβαίνω, πὼς ἦταν ὁ Θεός. Διότι, ἂν ἔχω πιστέψει πὼς ὁ Λόγος εἶναι αἰώνιος, τὸ ὁποῖο πιστεύω, δὲν μπορῶ νὰ ἀμφισβητήσω τὴν αἰωνιότητα τοῦ Πατέρα, τοῦ ὁποίου ὁ Υἱὸς εἶναι αἰώνιος. Ἂν θεωρήσω τὴ γέννησή του χρονική, ἀρχίζει νὰ μοιάζει μ΄ ἐμᾶς, ὥστε νὰ φαίνεται πὼς ὁ Πατέρας ἄρχισε νὰ εἶναι: ἀλλὰ ἂν δὲν ἀμφιβάλλεις γιὰ τὸν Πατέρα, γιατὶ δὲν ἀνήκει στὸν Θεὸ νὰ ἀρχίζει νὰ εἶναι, [ἂν] γιὰ τὸν Πατέρα δὲν ἀμφιβάλλεις, ἐπειδὴ ἀνήκει στὸν Θεὸ νὰ ἔχει αἰώνια τελειότητα, γιὰ νὰ μὴν τύχει καὶ χρησιμοποιήσεις κατὰ λάθος τὴν ἀνθρώπινη γλώσσα, ἐνῶ μιλᾶς γιὰ Λόγο καὶ Υἱό, γι΄ αὐτὸ προσέθεσε: «Καὶ Θεὸς ἦταν ὁ Λόγος».[11]{858c:} 19. Ἔχει, ἀσφαλῶς, ὅ,τι ἔχει καὶ ὁ Πατέρας, ἐπειδὴ ἦταν Θεός. Πῶς ἀρνεῖσαι τὴν αἰωνιότητά του, ἐκείνου ποὺ ἔχει μὲ τὸν Πατέρα τὸ ἴδιο ὄνομα τοῦ Θεοῦ; Μὴ σταθεῖς στὸν ἤχο καὶ τὴν ὁμοιότητα τῶν ἐκφράσεων. Ἄλλος εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἔχει χρόνο, ποὺ συλλέγεται μὲ συλλαβές, καὶ συνίσταται ἀπὸ γράμματα: δὲν εἶναι τέτοιος ὁ Υἱὸς Λόγος, γιατὶ δὲν εἶναι τέτοιος ὁ Πατέρας τοῦ Λόγου. 20. Νὰ προσέχουμε λοιπὸν μήπως καὶ ἐδῶ φαίνεται πὼς εἰσάγουμε τὸ ζήτημα τοῦ σωματικοῦ ἤχου. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀσώματος· ὁ ἀσώματος βέβαια δὲν ἔχει σωματικὴ φωνή. Ἂν ὁ Πατέρας δὲν ἔχει σωματικὴ φωνή, οὔτε ὁ Υἱὸς εἶναι λόγος σωματικός. Ἂν ὁ Πατέρας δὲν ἔχει σῶμα, δὲν ἔχει οὔτε χρόνο. Ἂν ὁ Πατέρας δὲν ἔχει χρόνο, ἀσφαλῶς δὲν ἔχει οὔτε ὁ Λόγος. Ἂν λοιπὸν ὁ Λόγος δὲν ἔχει κανένα χρόνο στὸν ὁποῖο ἄρχισε, δὲν ἔχει ἀσφαλῶς οὔτε ἀριθμὸ {858d:} οὔτε βαθμό. Γιατὶ ἂν ὁ Λόγος ἔχει ἀριθμό, ἄρα [εἶναι] πολλοὶ λόγοι. Ἂν [εἶναι] πολλοὶ οἱ λόγοι, [τότε εἶναι] πολλοὶ καὶ οἱ Υἱοί. Ὅμως ὑπάρχει ἕνας Λόγος, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν βαθμὸ ἀποκλείει καὶ τὸν ἀριθμό: ἕνας κατὰ τὴ φύση. 21. Μὴ ρωτᾶτε ποιός εἶναι ὁ τρόπος [modus] τῆς φύσης. Τὸ ἀγνοῶ αὐτὸ πολὺ καλύτερα ἀπ΄ ὅσο τὸ γνωρίζω. Αὐτὸ μόνο γνωρίζω καλά, {859a:} ὅτι ἀγνοῶ αὐτὰ ποὺ δὲν μπορῶ νὰ γνωρίζω. «Αὐτὸ ποὺ ἔχουμε δεῖ», λέει, «καὶ αὐτὸ ποὺ ἔχουμε ἀκούσει»[12] - ὁ Ἰωάννης λέγει· αὐτὸ μόνο εἶπε, ὅτι τὸ γνωρίζει καλά, αὐτὸ ποὺ ἔχει ἀκούσει καὶ αὐτὸ ποὺ ἔχει δεῖ, ἐκεῖνος ποὺ ἔγερνε στὸ στῆθος τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ ἐκεῖνον λοιπὸν εἶναι ἀρκετὸ αὐτὸ ποὺ ἄκουσε - γιὰ ΄μένα δὲν εἶναι ἀρκετό; 22. Ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ ἐκεῖνος ἔχει ἀκούσει, αὐτὸ εἶπε σ΄ ἐμένα: καὶ αὐτὸ ποὺ ἔχει ἀκούσει ἀπὸ τὸν Χριστό, αὐτὸ δὲν μπορῶ ἐγὼ νὰ ἀρνηθῶ πὼς εἶναι ἀληθινὸ γιὰ τὸν Χριστό. Αὐτὸ λοιπὸν ποὺ ἔχει ἀκούσει, τὸ ἔχω ἀκούσει: καὶ αὐτὸ ποὺ ἔχει δεῖ, τὸ ἔχω δεῖ· [13]γιατὶ ἐκεῖνος ἔχει δεῖ, αὐτὸ ποὺ ἔχει [πράγματι] δεῖ· ὄχι βέβαια τὴ θεότητα, ἡ ὁποία δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ βλέπεται στὴ φύση της. Ἀλλὰ ἐπειδὴ στὴ φύση της δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ βλέπεται, ὑποδέχτηκε αὐτὸ ποὺ ἦταν ἔξω ἀπὸ τὴ φύση τῆς θεότητας· ἔτσι ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ βλέπεται κατὰ τὴ φύση τοῦ σώματος. Καὶ τέλος τὸ ἅγιο Πνεῦμα ἐπίσης ἐθεάθη μὲ μορφή, ὡς περιστερά·[14] ἐπειδὴ {859b:} ἡ θεότητα δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ βλέπεται στὴν ἀλήθεια τῆς λάμψης της. Δ. 23. ΜΗ ΛΟΙΠΟΝ καὶ σὺ [σκέπτεσαι, ὅτι] ἑρμηνεύεται κατὰ τὴ φύση αὐτὸ ποὺ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὴ φύση τῆς θεότητας. Ἐπειδή, κι ἂν πιστεύεις ὅτι ὁ Χριστὸς προσέλαβε ἀληθινὴ σάρκα, {859c:} καὶ προσφέρεις στὸ βωμὸ τὸ σῶμα γιὰ νὰ μετασχηματισθεῖ [transfigurandum], δὲν διακρίνεις, ὅμως, τὴ φύση τῆς θεότητας καὶ [τὴ φύση] τοῦ σώματος, καὶ σὲ σένα λέγεται: «ἐὰν ὀρθῶς προσφέρεις, ἀλλὰ δὲν διαχωρίζεις ὀρθῶς, ἁμάρτησες».[15] Διαχώριζε αὐτὸ ποὺ εἶναι {860a:} δικό μου, διαχώριζε αὐτὸ ποὺ εἶναι δικό Του, τοῦ Λόγου. Ἐγὼ αὐτὸ ποὺ ἦταν ἐκείνου, δὲν τὸ εἶχα: καὶ ἐκεῖνος αὐτὸ ποὺ εἶναι δικό μου, δὲν τὸ εἶχε. Προσέλαβε αὐτὸ ποὺ εἶναι δικό μου, ὥστε νὰ μπορέσει νὰ μοιράσει αὐτὸ ποὺ εἶναι δικό Του· δὲν προσέλαβε γιὰ νὰ συγχήσει, ἀλλὰ γιὰ ν΄ ἀναπληρώσει. Ἂν πιστεύεις στὴν πρόσληψη, [καὶ] προσθέτεις τὴ σύγχυση, ἔπαψες νὰ εἶσαι Μανιχαῖος, ἀλλ΄ ὅμως δὲν ἄρχισες νὰ εἶσαι τέκνο τῆς Ἐκκλησίας. 24. Ἂν πιστεύεις στὴν πρόσληψη σώματος, [καὶ] προσάπτεις συμπάθεια [compassionem] στὴ θεότητα, ἀπέφυγες βέβαια ἕνα μέρος τῆς ἀπιστίας, ἀλλὰ ὄχι [ὁλόκληρη] τὴν ἀπιστία· γιατὶ πιστεύεις αὐτὸ ποὺ ὑποθέτεις ὅτι σὲ ὠφελεῖ: δὲν πιστεύεις αὐτὸ ποὺ εἶναι ἄξιο γιὰ τὸν Θεό. 25.Πάλι, ἂν πιστεύεις πὼς εἶναι ὁ ἴδιος Θεὸς καὶ τῆς Καινῆς καὶ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅμως προσθέτεις πρὶν ἀπὸ τὸν Λόγο του χρόνους καὶ στιγμές: εἶναι πιὸ ἀνεκτὸς ὁ Βαλεντῖνος, {860b:} ποὺ δὲν νομίζει πὼς οἱ αἰῶνες εἶναι πρὶν ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀλλὰ πὼς εἶναι θεοί, ἐπειδὴ οἱ αἰῶνες ὑπάρχουν [sunt]· γιατὶ εἶναι λιγώτερο ἱερόσυλο νὰ συνδέονται οἱ αἰῶνες μὲ τὴν θεότητα, παρὰ νὰ προτιμοῦνται. 26. Ἂν ἔπειτα πιστεύεις, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἔλαβε ἀρχὴ ἀπὸ τὴν Παρθένο, ἀλλ΄ ὅμως νομίζεις πὼς ὑπάρχει κάποια ἄλλη ἀρχὴ πρὶν ἀπὸ τὸν Χριστὸ στὴν ἀπόσταση τοῦ χρόνου, ἐντείνεται ἡ ἀσέβεια. Γιατὶ ἀρνήθηκες πὼς εἶναι ὅμοιος [supparem] μὲ τὴν Παρθένο, [ἀλλὰ] ὄχι μὲ τὸν χρόνο. Ἐγὼ ὅμως οὔτε θ΄ ἀρνηθῶ πὼς ὅμοιος εἶναι μὲ τὴν Παρθένο κατὰ τὴν πρόσληψη τοῦ σώματος, καὶ θὰ ὁμολογήσω πὼς εἶναι δημιουργὸς τοῦ χρόνου. Γιατὶ σὲ τί ὠφελεῖσαι, ἂν λέγεις πὼς ὁ Χριστὸς εἶναι αὐτὴ ἢ ἐκείνη ἡ κτίση; ῾Η κτίση μεταβάλλεται, [ὅμως] ἡ θεότητα δὲν λατρεύεται [στὴ μεταβολή]. 27. Δὲν ἤθελε ὁ Χριστὸς ἔτσι νὰ τὸν γνωρίζουμε, οὔτε νὰ τὸν κρίνουμε ἀπὸ αὐτὲς μόνο τὶς ἀξίες, οἱ ὁποῖες ἀνήκουν στὸν ἄνθρωπο. {860c:} Τέλος, ὅταν ρώτησε: «Ποιός λέγουν οἱ ἄνθρωποι ὅτι εἶμαι;»[16] ἐνῶ ἄλλοι ἔλεγαν τὸν Ἠλία, ἄλλοι τὸν Ἱερεμία, εἴτε ἕνα τῶν προφητῶν· κανενὸς τὴ γνώμη δὲν ἐπαίνεσε: ὅταν ὁ Πέτρος εἶπε: «Σὺ {861a:} εἶσαι ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ»[17] μόνο αὐτόν, ὄχι ἄδικα, ἐπαίνεσε. 28. Μιλάει λοιπὸν ὁ Ἰωάννης, μιλάει ὁ Πέτρος, ὁ Χριστὸς ἐπιδοκίμασε, καὶ σὺ δὲν συμφωνεῖς Ἀρειανέ; Δὲν θεωρεῖς πὼς πρέπει νὰ πιστεύουμε τὸν Ἰωάννη καὶ τὸν Πέτρο, γιὰ τοὺς ὁποίους ἀκόμη καὶ μόνους ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς πίστεψε πὼς ὑπεραρκοῦν, γιὰ νὰ μαρτυρήσουν τὴ δόξα Του καὶ νὰ πιστέψουμε ὅλοι; Τέλος, σὰν γιὰ μαρτυρία [τῆς ἀξίας καὶ] τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὁ Μωυσῆς ἐπιλέγεται μαζὶ μὲ τὸν Ἠλία, [καὶ] μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη χρησιμοποιεῖται συχνὰ ὁ Πέτρος. 29. Ὁ Πέτρος λέει, Σὺ εἶσαι· δὲν λέει: Σὺ ἄρχισες νὰ εἶσαι. Ὁ Πέτρος λέει: «Σὺ εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ», δὲν λέει: Σὺ εἶσαι πλάσμα. Ἔτσι μίλησε καὶ ὁ Ἰωάννης. Ἂν μέχρι τώρα δὲν πίστεψες, ἐπειδὴ δὲν κατάλαβες τὸ μυστήριο ἐκείνου ποὺ ἔγερνε ἐπάνω στὴ σοφία,[18] τὸ ἐπανέλαβε ὁ Πέτρος. {861b:} Ὁ Χριστὸς ἐπιδοκίμασε καὶ τοὺς δύο, τὸν ἕνα γιὰ τὴν κρίση του, τὸν ἄλλο γιὰ τὸ μυστήριο· διότι αὐτὸ τὸ προσέθεσε [ὁ Ἰωάννης], ἔτσι ὥστε νὰ διάβαζες πὼς ἔγερνε στὸ στῆθος τοῦ Χριστοῦ, καὶ νὰ καταλάβαινες ὅτι τὸ κεφάλι του, στὸ ὁποῖο βρίσκεται ἡ κυριώτερη ὅλων τῶν αἰσθήσεων, γέμιζε μὲ κάποια μυστικὴ σοφία. Ἀλλὰ ἂν δὲν νομίζεις πὼς ἐξηγεῖται τὸ μυστήριο αὐτό, οὔτε καὶ τὴν κρίση νὰ μὴν προσβάλλεις. ῾Υμνεῖται ὁ Πέτρος ἐπειδὴ πίστεψε στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖο ἔβλεπε· ἐπειδὴ χώρισε τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὶς ἀμάθειες καὶ τὶς γνῶμες τοῦ ἀνόητου πλήθους. Τέλος, ὅταν ρώτησε ὁ Κύριος, τί νόμιζαν οἱ ἄνθρωποι γιὰ τὸν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου, καθὼς λεγόταν ἡ γνώμη τοῦ λαοῦ, ὁ Πέτρος σιωποῦσε. 30. Σιωπᾶς λοιπὸν Σίμωνα, καὶ καθὼς ἄλλοι ἀποκρίνονται, πρὸς τὸ παρὸν σιωπᾶς, ἐνῶ ὁ ἴδιος εἶσαι ὁ πρῶτος ποὺ ἀκόμη καὶ ἂν δὲν σὲ ρώτησαν μιλεῖς· {861c:} δὲν φοβᾶσαι μήπως θὰ ἐπιπλήττεσαι ἀπὸ τὸν Κύριο ποὺ δὲν ἀπαντᾶς σ΄ αὐτὸν ποὺ ρωτᾶ; Γι΄ αὐτό, λέει, δὲν ἀπαντῶ, γιατὶ δὲν μὲ ρωτοῦν τὴ δική μου, ἀλλὰ ξένη γνώμη· γιατὶ ἔχω διαβάσει: «γιὰ νὰ μὴ μιλάει τὸ στόμα μου τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων»,[19] ἔργο ὅμως τῶν ἀπίστων εἶναι νὰ κηρύττουν ἀπιστίες. Σιωπῶ, λοιπόν, πρὸς τὸ παρόν, γιατὶ δὲν μὲ ρωτοῦν ἀκόμη αὐτὸ ποὺ σκέπτομαι: δὲν θὰ προφέρω μὲ τὰ χείλη αὐτὸ ποὺ ἡ ψυχὴ δὲν ἐπιδοκίμασε. Θὰ ἔρθει καιρὸς ποὺ θὰ ἀπαντῶ. Θὰ ἐρωτηθῶ καὶ ὁ ἴδιος τί σκέπτομαι, τότε τέλος θὰ ἀπαντήσω αὐτὸ ποὺ εἶναι δικό μου· γιατὶ δικό μου εἶναι νὰ λέω τὴν πίστη, νὰ βεβαιώνω τὴν εὐσέβεια, νὰ κηρύττω τὴ χάρι. 31. Ὥστε δὲν σιωπᾶ σὰν νὰ ἦταν πιὸ νωθρὸς στὴ σκέψη, πιὸ βραδὺς στὸ λόγο, οὔτε σὰν νὰ ἀηδίαζε ἐμποδίζει τὸ ὑπούργημα τοῦ λόγου: ἀλλ΄ ὡς προσεκτικὸς ἀποφεύγει τὸν κίνδυνο τῆς χυδαίας γνώμης, αὐτὸς ποὺ δὲν ἀπέφευγε τὸν κίνδυνο τῆς σωτηρίας. Ἐν τέλει, {861d:} ἀργότερα τὸ ἔχεις [ἀπὸ τὴ Γραφή] πὼς πήδησε ἀπὸ τὸ καράβι γιὰ νὰ συναντήσει τὸν Κύριο,[20] ὄχι θέλοντας δόξα, ἀλλὰ ἀνυπόμονος γιὰ ὑπακοή. 32. Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ προηγουμένως σιωποῦσε γιὰ νὰ μπορέσει νὰ μᾶς διδάξει πὼς δὲν πρέπει νὰ ἐπαναλαμβάνουμε τὸν λόγο τῶν ἀσεβῶν, αὐτός, λέω, ὅταν ἄκουσε: «σεῖς λοιπὸν ποιός λέτε πὼς εἶμαι;»[21] ἀμέσως, χωρὶς νὰ ἔχει ξεχάσει τὴ θέση του, ἄσκησε τὰ πρωτεῖα: τὰ πρωτεῖα τῆς ὁμολογίας ἀσφαλῶς, ὄχι τῆς τιμῆς· τὰ πρωτεῖα τῆς πίστεως, ὄχι τῆς τάξεως.[22] Δηλαδὴ {862a:} λέγει: Τώρα κανεὶς νὰ μὴ μὲ νικᾶ, τώρα εἶναι ἡ δική μου σειρά· πρέπει νὰ ἀναπληρώσω τὴ σιωπή μου, πρέπει νὰ ὠφελήσει ποὺ σιώπησα. ῾Η γλώσσα μου δὲν ἔχει ἀγκάθια: χωρὶς ἐμπόδιο πρέπει νὰ προβάλει ἡ πίστη. Ἐνῶ ἄλλοι ἀδειάζουν τὸν βόρβορο τῆς ἀσέβειας, ποὺ ἂν καὶ ξένη ὅμως προβλήθηκε, οἱ ὁποῖοι ἔχουν πεῖ πὼς ὁ Χριστὸς εἶναι ἢ ὁ Ἠλίας ἢ ὁ Ἱερεμίας ἢ ἕνας ἀπὸ τοὺς προφῆτες, - γιατὶ αὐτὴ ἡ φωνὴ εἶχε ρῦπο, αὐτὴ ἡ φωνὴ εἶχε ἀγκάθια, - ἐνῶ ἄλλοι, λέω, πλένουν τὸν βόρβορο αὐτόν, ἐνῶ ἀπὸ ἄλλους ἀφαιροῦνται τὰ ἀγκάθια αὐτά, ἂς ἀντηχεῖ ἡ δική μας φωνὴ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ τὸν Ἰησοῦ. Ὁ δικός μου λόγος εἶναι καθαρός, στὸν ὁποῖο ἡ ἀσέβεια ποὺ ἐκφράσθηκε δὲν ἄφησε κανένα ἀγκάθι. 33. Αὐτὸς εἶναι λοιπὸν ὁ Πέτρος ποὺ ἀπάντησε ἀντὶ τῶν ἄλλων ἀποστόλων, ἢ μᾶλλον πρὶν ἀπὸ αὐτούς· καὶ γι΄ αὐτὸ λέγεται θεμέλιο, ἐπειδὴ ἤξερε νὰ ὑπηρετεῖ ὄχι μόνο τὸ δικό του ἀλλὰ καὶ τὸ κοινό. Μ΄ αὐτὸν {862b:} συναινεῖ ὁ Χριστός, τοῦ ἀποκάλυψε ὁ Πατέρας. Γιατὶ αὐτὸς ποὺ μιλάει γιὰ τὸ ἀληθινὸ γέννημα τοῦ Πατέρα, τὸ πῆρε ἀπὸ τὸν Πατέρα, δὲν τὸ πῆρε ἀπὸ τὴ σάρκα.[23] [1] Ἰω. 1.1. [2] Πράξ. 28.27. [3] Πρβλ. Ματ. 13.13. [4] Ἰω. 1.1. [5] Βλ. Λουκ. 5.10: «μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν». [6] Ἰω. 1.1. [7] Γεν. 1.1. [8] «Erat tamen quando non erant»· πρβλ. τὴν γνωστὴ φράση τῶν ἀρειανῶν γιὰ τὸν Χριστό: «ἦν ὅτε οὐκ ἦν». [9] Ἰω. 1.1. [10] Ἰω. 1.1. [11] Ἰω. 1.1. [12] Α΄ Ἰω. 1.1. [13] Σύμφωνα μὲ ἄλλη, ἰδιαιτέρου ἐνδιαφέροντος, ἐκδοχὴ ἑνὸς χειρογράφου, τὸ κείμενο ἔχει: «quod audivit, audio: et quod vidit, video»· βλ. PL 16, 859c. [14] Βλ. Λουκ. 3.22. [15] Γεν. 4.3,4. [16] Ματθ. 16.13. [17] Ματθ. 16.16. [18] Βλ. Ἰω. 13.23: «ἦν δὲ ἀνακείμενος εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ ἐν τῷ κόλπῳ τοῦ Ἰησοῦ, ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς». [19] Ψαλ. 16.4. [20] Ματθ. 14.29. [21] Ματθ. 16.15. [22] «statim loci non immemor sui, primatum egit: primatum confessionis utique, non honoris; primatum fidei, non ordinis». [23] Βλ. Ματθ. 16.17. Επόμενο κεφάλαιο / Περιεχόμενα
{857a:} Γ.14. ΔEΝ ΘΕΛΩ ἐμᾶς νὰ ἐμπιστεύεσθε, ἂς διαβάζουμε τὴν Γραφή. Δὲν λέω ἐγὼ ἀπὸ μόνος μου, ὅτι «στὴν ἀρχὴ ἦταν ὁ Λόγος»,[1] ἀλλὰ ἀκούω· δὲν προσθέτω ἐγώ, ἀλλὰ διαβάζω· αὐτὸ ποὺ ὅλοι διαβάζουμε, ἀλλὰ δὲν καταλαβαίνουμε ὅλοι. Καὶ καθὼς διαβάζεται, ἀκούομε ὅλοι, καὶ δὲν ἀκοῦν ὅλοι: “Γιατὶ σκλήρυνε ἡ καρδιὰ μερικῶν, καὶ τὰ αὐτιά τους βαρειὰ ἔχουν ἀκούσει”·[2] τὰ αὐτιὰ δηλαδὴ τῆς ἐσωτερικῆς αἴσθησης [affectus]. Γιατὶ δὲν ἁμαρτάνει ἡ σάρκα, ἡ ὁποία ἐκτελεῖ τὸ δικό της ὑπούργημα, καὶ δέχεται αὐτὸ ποὺ ἄκουσε, {857b:} ἀλλὰ ἡ ψυχὴ ἡ ὁποία ἄκουσε τὸ καθαρό, εἶναι ὅμως κακὸς ἑρμηνευτὴς καὶ ἀρνεῖται νὰ ἀκούει [πραγματικὰ] ὅσα λέγονται καὶ νὰ σκέπτεται ὅσα διαβάζονται.[3] Γιατί κλείνετε τὰ αὐτιά σας σὰν μὲ κερὶ καὶ μολύβι - ἂν καὶ τὶς εὐεργεσίες τοῦ Κυρίου καὶ τὰ ὑπουργήματα τῆς φύσης δὲν ἔχετε τὴ δύναμη νὰ τὰ ἀποκλείετε; Ἀκοῦτε χωρὶς τὴ θέλησή σας, ἀκοῦτε μὲ ἀπέχθεια: ἀκοῦτε, καὶ δὲν μπορεῖτε νὰ δίνετε ἐξηγήσεις γιὰ ὅ,τι [στὴν πραγματικότητα] δὲν ἀκούσατε.
15. Ἀκοῦτε λοιπὸν τὸ ἀγάγνωσμα: «στὴν ἀρχὴ ἦταν ὁ Λόγος».[4] Ποιός τὸ λέει αὐτό; Ὁ Ἰωάννης βέβαια, ἐκεῖνος ὁ ψαράς: ἀλλὰ δὲν τὸ λέει αὐτὸ σὰν ψαράς, ἀλλὰ σὰν ψαρὰς τῆς ἀνθρώπινης αἴσθησης [affectus]· ὁ ὁποῖος πιὰ δὲν ἔπιανε ψάρια, ἀλλὰ ἔδινε ζωὴ σὲ ἀνθρώπους.[5] Δὲν εἶναι δικό του αὐτὸ ποὺ λέει, ἀλλὰ ἐκείνου, ὁ ὁποῖος τοῦ χάρισε τὴ δύναμη νὰ ζωοποιεῖ. Γιατὶ ὁ ψαρὰς ἦταν πιὸ σιωπηλὸς καὶ ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ ψάρια ποὺ προηγουμένως ἔπιανε· καὶ ἦταν ἀκόμη σιωπηλότερος γιὰ τὰ θεῖα μυστήρια, καὶ δὲν γνώριζε τὸν κύριο τῆς φωνῆς του· ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ ἔχει πάρει ζωὴ ἀπὸ τὸν Χριστό, ἔχει ἀκούσει τὴ φωνὴ στὸν Ἰωάννη καὶ ἔχει ἀναγνωρίσει τὸν Λόγο στὸν Χριστό.
16. Καὶ γι΄ αὐτὸ πλήρης ἁγίου Πνεύματος, αὐτὸς ποὺ γνώριζε καλὰ πὼς δὲν ἀνήκει στὸν χρόνο ἡ ἀρχή, ἀλλὰ βρίσκεται ὑπεράνω τοῦ χρόνου, ἄφησε τὸν κόσμο, καὶ ὑψωνόμενος ἐν πνεύματι πάνω ἀπὸ κάθε ἀρχή, λέει: «Στὴν ἀρχὴ ἦταν ὁ Λόγος»,[6] αὐτὸ σημαίνει, ἂς μένει ὁ οὐρανός· γιατὶ δὲν ὑπῆρχε ἀκόμη, ἀφοῦ «στὴν ἀρχὴ ἦταν ὁ Λόγος». Διότι, ἂν καὶ ὁ οὐρανὸς ἔχει ἀρχή, ὁ Θεὸς δὲν ἔχει. Καὶ τέλος, «στὴν ἀρχὴ ἔφτιαξε ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γῆ».[7] Ἄλλο εἶναι, «ἔφτιαξε», ἄλλο εἶναι, «ὑπῆρχε». Ὅ,τι φτιάχνεται, ἀρχίζει: ὅ,τι ὑπῆρχε, δὲν ἐπιδέχεται ἀρχή, ἀλλὰ προηγεῖται. Ἂς μένει ἀκόμη ὁ χρόνος, γιατὶ {857d:} ὁ χρόνος εἶναι μετὰ τὸν οὐρανό. Ἂς μένουν ἀκόμη οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ἀρχάγγελοι. Κι ἂν δὲν βρίσκω τὴν ἀρχή τους, ὑπῆρχε ὅμως ἕνας χρόνος, ὁπότε δὲν ὑπῆρχαν.[8] Γιατὶ δὲν ὑπῆρχαν ἐκεῖνοι ποὺ κάποτε ἄρχισαν [νὰ ὑπάρχουν]. Ἂν λοιπὸν δὲν μπορῶ νὰ ἀνακαλύπτω τὴν ἀρχὴ ἐκείνων ποὺ εἶναι βέβαιο πὼς ἔχουν ἀρχή, πῶς μπορῶ νὰ ἀνακαλύπτω τὴν ἀρχὴ τοῦ Λόγου, {858a:} ἀπὸ τὸν ὁποῖο προέρχεται κάθε ἀρχή, ὄχι μόνο τῶν πλασμάτων, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν σκέψεών μας;
17.Ἔκφρασε, λοιπόν, καθαρὰ τὴν αἰώνια θεότητά του: ἀλλ΄ ὅμως γιὰ νὰ μὴν ἀφήσει νὰ διαιρεῖ κανεὶς τὴν αἰωνιότητα τοῦ Λόγου ἀπὸ τὸν Πατέρα, καὶ γιὰ νὰ μᾶς κάνει [ἱκανοὺς] νὰ πιστεύουμε, πὼς εἶναι ἡ ἴδια μὲ τοῦ Πατέρα, ὁ καλὸς ἐκεῖνος ψαρὰς πρόσθεσε: «Καὶ ὁ Λόγος ἦταν πλάι στὸν Θεό».[9] Αὐτὸ ποὺ εἶπε, ἔτσι πρέπει νὰ ἑρμηνευθεῖ: «Ἦταν ὁ Λόγος» μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ἦταν ὁ Πατέρας· ἐπειδὴ ἦταν μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα, καὶ ἦταν μέσα στὸν Πατέρα, καὶ ἦταν πάντοτε πλάι στὸν Πατέρα. Δηλαδή, ὅπως διαβάζουμε γιὰ τὸν Πατέρα «ἦταν» ἔτσι διαβάζουμε καὶ γιὰ τὸν Λόγο, «ἦταν».
18. Γιατί διαχωρίζεις στὸ νόημα, ἐνῶ δὲν διαχωρίζεις στὴ λέξη; Στὸν Λόγο ἀνήκει νὰ εἶναι πλάι στὸν Πατέρα· στὸν Πατέρα {858b:} ἀνήκει νὰ εἶναι μαζὶ μὲ τὸν Λόγο· γιατὶ διαβάζουμε, ὅτι «ὁ Λόγος ἦταν πλάι στὸν Θεό».[10] Ὥστε ἂν κατὰ τὴ γνώμη σου κάποτε δὲν ἦταν, κατὰ τὴν γνώμη σου λοιπὸν στὴν ἀρχὴ δὲν ἦταν καὶ αὐτός, πλάι στὸν ὁποῖο ἦταν ὁ Λόγος. Γιατὶ διὰ τοῦ Λόγου ἀκούω, διὰ τοῦ Λόγου καταλαβαίνω, πὼς ἦταν ὁ Θεός. Διότι, ἂν ἔχω πιστέψει πὼς ὁ Λόγος εἶναι αἰώνιος, τὸ ὁποῖο πιστεύω, δὲν μπορῶ νὰ ἀμφισβητήσω τὴν αἰωνιότητα τοῦ Πατέρα, τοῦ ὁποίου ὁ Υἱὸς εἶναι αἰώνιος. Ἂν θεωρήσω τὴ γέννησή του χρονική, ἀρχίζει νὰ μοιάζει μ΄ ἐμᾶς, ὥστε νὰ φαίνεται πὼς ὁ Πατέρας ἄρχισε νὰ εἶναι: ἀλλὰ ἂν δὲν ἀμφιβάλλεις γιὰ τὸν Πατέρα, γιατὶ δὲν ἀνήκει στὸν Θεὸ νὰ ἀρχίζει νὰ εἶναι, [ἂν] γιὰ τὸν Πατέρα δὲν ἀμφιβάλλεις, ἐπειδὴ ἀνήκει στὸν Θεὸ νὰ ἔχει αἰώνια τελειότητα, γιὰ νὰ μὴν τύχει καὶ χρησιμοποιήσεις κατὰ λάθος τὴν ἀνθρώπινη γλώσσα, ἐνῶ μιλᾶς γιὰ Λόγο καὶ Υἱό, γι΄ αὐτὸ προσέθεσε: «Καὶ Θεὸς ἦταν ὁ Λόγος».[11]{858c:}
19. Ἔχει, ἀσφαλῶς, ὅ,τι ἔχει καὶ ὁ Πατέρας, ἐπειδὴ ἦταν Θεός. Πῶς ἀρνεῖσαι τὴν αἰωνιότητά του, ἐκείνου ποὺ ἔχει μὲ τὸν Πατέρα τὸ ἴδιο ὄνομα τοῦ Θεοῦ; Μὴ σταθεῖς στὸν ἤχο καὶ τὴν ὁμοιότητα τῶν ἐκφράσεων. Ἄλλος εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἔχει χρόνο, ποὺ συλλέγεται μὲ συλλαβές, καὶ συνίσταται ἀπὸ γράμματα: δὲν εἶναι τέτοιος ὁ Υἱὸς Λόγος, γιατὶ δὲν εἶναι τέτοιος ὁ Πατέρας τοῦ Λόγου.
20. Νὰ προσέχουμε λοιπὸν μήπως καὶ ἐδῶ φαίνεται πὼς εἰσάγουμε τὸ ζήτημα τοῦ σωματικοῦ ἤχου. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀσώματος· ὁ ἀσώματος βέβαια δὲν ἔχει σωματικὴ φωνή. Ἂν ὁ Πατέρας δὲν ἔχει σωματικὴ φωνή, οὔτε ὁ Υἱὸς εἶναι λόγος σωματικός. Ἂν ὁ Πατέρας δὲν ἔχει σῶμα, δὲν ἔχει οὔτε χρόνο. Ἂν ὁ Πατέρας δὲν ἔχει χρόνο, ἀσφαλῶς δὲν ἔχει οὔτε ὁ Λόγος. Ἂν λοιπὸν ὁ Λόγος δὲν ἔχει κανένα χρόνο στὸν ὁποῖο ἄρχισε, δὲν ἔχει ἀσφαλῶς οὔτε ἀριθμὸ {858d:} οὔτε βαθμό. Γιατὶ ἂν ὁ Λόγος ἔχει ἀριθμό, ἄρα [εἶναι] πολλοὶ λόγοι. Ἂν [εἶναι] πολλοὶ οἱ λόγοι, [τότε εἶναι] πολλοὶ καὶ οἱ Υἱοί. Ὅμως ὑπάρχει ἕνας Λόγος, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν βαθμὸ ἀποκλείει καὶ τὸν ἀριθμό: ἕνας κατὰ τὴ φύση.
21. Μὴ ρωτᾶτε ποιός εἶναι ὁ τρόπος [modus] τῆς φύσης. Τὸ ἀγνοῶ αὐτὸ πολὺ καλύτερα ἀπ΄ ὅσο τὸ γνωρίζω. Αὐτὸ μόνο γνωρίζω καλά, {859a:} ὅτι ἀγνοῶ αὐτὰ ποὺ δὲν μπορῶ νὰ γνωρίζω. «Αὐτὸ ποὺ ἔχουμε δεῖ», λέει, «καὶ αὐτὸ ποὺ ἔχουμε ἀκούσει»[12] - ὁ Ἰωάννης λέγει· αὐτὸ μόνο εἶπε, ὅτι τὸ γνωρίζει καλά, αὐτὸ ποὺ ἔχει ἀκούσει καὶ αὐτὸ ποὺ ἔχει δεῖ, ἐκεῖνος ποὺ ἔγερνε στὸ στῆθος τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ ἐκεῖνον λοιπὸν εἶναι ἀρκετὸ αὐτὸ ποὺ ἄκουσε - γιὰ ΄μένα δὲν εἶναι ἀρκετό;
22. Ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ ἐκεῖνος ἔχει ἀκούσει, αὐτὸ εἶπε σ΄ ἐμένα: καὶ αὐτὸ ποὺ ἔχει ἀκούσει ἀπὸ τὸν Χριστό, αὐτὸ δὲν μπορῶ ἐγὼ νὰ ἀρνηθῶ πὼς εἶναι ἀληθινὸ γιὰ τὸν Χριστό. Αὐτὸ λοιπὸν ποὺ ἔχει ἀκούσει, τὸ ἔχω ἀκούσει: καὶ αὐτὸ ποὺ ἔχει δεῖ, τὸ ἔχω δεῖ· [13]γιατὶ ἐκεῖνος ἔχει δεῖ, αὐτὸ ποὺ ἔχει [πράγματι] δεῖ· ὄχι βέβαια τὴ θεότητα, ἡ ὁποία δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ βλέπεται στὴ φύση της. Ἀλλὰ ἐπειδὴ στὴ φύση της δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ βλέπεται, ὑποδέχτηκε αὐτὸ ποὺ ἦταν ἔξω ἀπὸ τὴ φύση τῆς θεότητας· ἔτσι ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ βλέπεται κατὰ τὴ φύση τοῦ σώματος. Καὶ τέλος τὸ ἅγιο Πνεῦμα ἐπίσης ἐθεάθη μὲ μορφή, ὡς περιστερά·[14] ἐπειδὴ {859b:} ἡ θεότητα δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ βλέπεται στὴν ἀλήθεια τῆς λάμψης της.
Δ.
23. ΜΗ ΛΟΙΠΟΝ καὶ σὺ [σκέπτεσαι, ὅτι] ἑρμηνεύεται κατὰ τὴ φύση αὐτὸ ποὺ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὴ φύση τῆς θεότητας. Ἐπειδή, κι ἂν πιστεύεις ὅτι ὁ Χριστὸς προσέλαβε ἀληθινὴ σάρκα, {859c:} καὶ προσφέρεις στὸ βωμὸ τὸ σῶμα γιὰ νὰ μετασχηματισθεῖ [transfigurandum], δὲν διακρίνεις, ὅμως, τὴ φύση τῆς θεότητας καὶ [τὴ φύση] τοῦ σώματος, καὶ σὲ σένα λέγεται: «ἐὰν ὀρθῶς προσφέρεις, ἀλλὰ δὲν διαχωρίζεις ὀρθῶς, ἁμάρτησες».[15] Διαχώριζε αὐτὸ ποὺ εἶναι {860a:} δικό μου, διαχώριζε αὐτὸ ποὺ εἶναι δικό Του, τοῦ Λόγου. Ἐγὼ αὐτὸ ποὺ ἦταν ἐκείνου, δὲν τὸ εἶχα: καὶ ἐκεῖνος αὐτὸ ποὺ εἶναι δικό μου, δὲν τὸ εἶχε. Προσέλαβε αὐτὸ ποὺ εἶναι δικό μου, ὥστε νὰ μπορέσει νὰ μοιράσει αὐτὸ ποὺ εἶναι δικό Του· δὲν προσέλαβε γιὰ νὰ συγχήσει, ἀλλὰ γιὰ ν΄ ἀναπληρώσει. Ἂν πιστεύεις στὴν πρόσληψη, [καὶ] προσθέτεις τὴ σύγχυση, ἔπαψες νὰ εἶσαι Μανιχαῖος, ἀλλ΄ ὅμως δὲν ἄρχισες νὰ εἶσαι τέκνο τῆς Ἐκκλησίας.
24. Ἂν πιστεύεις στὴν πρόσληψη σώματος, [καὶ] προσάπτεις συμπάθεια [compassionem] στὴ θεότητα, ἀπέφυγες βέβαια ἕνα μέρος τῆς ἀπιστίας, ἀλλὰ ὄχι [ὁλόκληρη] τὴν ἀπιστία· γιατὶ πιστεύεις αὐτὸ ποὺ ὑποθέτεις ὅτι σὲ ὠφελεῖ: δὲν πιστεύεις αὐτὸ ποὺ εἶναι ἄξιο γιὰ τὸν Θεό.
25.Πάλι, ἂν πιστεύεις πὼς εἶναι ὁ ἴδιος Θεὸς καὶ τῆς Καινῆς καὶ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅμως προσθέτεις πρὶν ἀπὸ τὸν Λόγο του χρόνους καὶ στιγμές: εἶναι πιὸ ἀνεκτὸς ὁ Βαλεντῖνος, {860b:} ποὺ δὲν νομίζει πὼς οἱ αἰῶνες εἶναι πρὶν ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀλλὰ πὼς εἶναι θεοί, ἐπειδὴ οἱ αἰῶνες ὑπάρχουν [sunt]· γιατὶ εἶναι λιγώτερο ἱερόσυλο νὰ συνδέονται οἱ αἰῶνες μὲ τὴν θεότητα, παρὰ νὰ προτιμοῦνται.
26. Ἂν ἔπειτα πιστεύεις, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἔλαβε ἀρχὴ ἀπὸ τὴν Παρθένο, ἀλλ΄ ὅμως νομίζεις πὼς ὑπάρχει κάποια ἄλλη ἀρχὴ πρὶν ἀπὸ τὸν Χριστὸ στὴν ἀπόσταση τοῦ χρόνου, ἐντείνεται ἡ ἀσέβεια. Γιατὶ ἀρνήθηκες πὼς εἶναι ὅμοιος [supparem] μὲ τὴν Παρθένο, [ἀλλὰ] ὄχι μὲ τὸν χρόνο. Ἐγὼ ὅμως οὔτε θ΄ ἀρνηθῶ πὼς ὅμοιος εἶναι μὲ τὴν Παρθένο κατὰ τὴν πρόσληψη τοῦ σώματος, καὶ θὰ ὁμολογήσω πὼς εἶναι δημιουργὸς τοῦ χρόνου. Γιατὶ σὲ τί ὠφελεῖσαι, ἂν λέγεις πὼς ὁ Χριστὸς εἶναι αὐτὴ ἢ ἐκείνη ἡ κτίση; ῾Η κτίση μεταβάλλεται, [ὅμως] ἡ θεότητα δὲν λατρεύεται [στὴ μεταβολή].
27. Δὲν ἤθελε ὁ Χριστὸς ἔτσι νὰ τὸν γνωρίζουμε, οὔτε νὰ τὸν κρίνουμε ἀπὸ αὐτὲς μόνο τὶς ἀξίες, οἱ ὁποῖες ἀνήκουν στὸν ἄνθρωπο. {860c:} Τέλος, ὅταν ρώτησε: «Ποιός λέγουν οἱ ἄνθρωποι ὅτι εἶμαι;»[16] ἐνῶ ἄλλοι ἔλεγαν τὸν Ἠλία, ἄλλοι τὸν Ἱερεμία, εἴτε ἕνα τῶν προφητῶν· κανενὸς τὴ γνώμη δὲν ἐπαίνεσε: ὅταν ὁ Πέτρος εἶπε: «Σὺ {861a:} εἶσαι ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ»[17] μόνο αὐτόν, ὄχι ἄδικα, ἐπαίνεσε.
28. Μιλάει λοιπὸν ὁ Ἰωάννης, μιλάει ὁ Πέτρος, ὁ Χριστὸς ἐπιδοκίμασε, καὶ σὺ δὲν συμφωνεῖς Ἀρειανέ; Δὲν θεωρεῖς πὼς πρέπει νὰ πιστεύουμε τὸν Ἰωάννη καὶ τὸν Πέτρο, γιὰ τοὺς ὁποίους ἀκόμη καὶ μόνους ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς πίστεψε πὼς ὑπεραρκοῦν, γιὰ νὰ μαρτυρήσουν τὴ δόξα Του καὶ νὰ πιστέψουμε ὅλοι; Τέλος, σὰν γιὰ μαρτυρία [τῆς ἀξίας καὶ] τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὁ Μωυσῆς ἐπιλέγεται μαζὶ μὲ τὸν Ἠλία, [καὶ] μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη χρησιμοποιεῖται συχνὰ ὁ Πέτρος.
29. Ὁ Πέτρος λέει, Σὺ εἶσαι· δὲν λέει: Σὺ ἄρχισες νὰ εἶσαι. Ὁ Πέτρος λέει: «Σὺ εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ», δὲν λέει: Σὺ εἶσαι πλάσμα. Ἔτσι μίλησε καὶ ὁ Ἰωάννης. Ἂν μέχρι τώρα δὲν πίστεψες, ἐπειδὴ δὲν κατάλαβες τὸ μυστήριο ἐκείνου ποὺ ἔγερνε ἐπάνω στὴ σοφία,[18] τὸ ἐπανέλαβε ὁ Πέτρος. {861b:} Ὁ Χριστὸς ἐπιδοκίμασε καὶ τοὺς δύο, τὸν ἕνα γιὰ τὴν κρίση του, τὸν ἄλλο γιὰ τὸ μυστήριο· διότι αὐτὸ τὸ προσέθεσε [ὁ Ἰωάννης], ἔτσι ὥστε νὰ διάβαζες πὼς ἔγερνε στὸ στῆθος τοῦ Χριστοῦ, καὶ νὰ καταλάβαινες ὅτι τὸ κεφάλι του, στὸ ὁποῖο βρίσκεται ἡ κυριώτερη ὅλων τῶν αἰσθήσεων, γέμιζε μὲ κάποια μυστικὴ σοφία. Ἀλλὰ ἂν δὲν νομίζεις πὼς ἐξηγεῖται τὸ μυστήριο αὐτό, οὔτε καὶ τὴν κρίση νὰ μὴν προσβάλλεις. ῾Υμνεῖται ὁ Πέτρος ἐπειδὴ πίστεψε στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖο ἔβλεπε· ἐπειδὴ χώρισε τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὶς ἀμάθειες καὶ τὶς γνῶμες τοῦ ἀνόητου πλήθους. Τέλος, ὅταν ρώτησε ὁ Κύριος, τί νόμιζαν οἱ ἄνθρωποι γιὰ τὸν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου, καθὼς λεγόταν ἡ γνώμη τοῦ λαοῦ, ὁ Πέτρος σιωποῦσε.
30. Σιωπᾶς λοιπὸν Σίμωνα, καὶ καθὼς ἄλλοι ἀποκρίνονται, πρὸς τὸ παρὸν σιωπᾶς, ἐνῶ ὁ ἴδιος εἶσαι ὁ πρῶτος ποὺ ἀκόμη καὶ ἂν δὲν σὲ ρώτησαν μιλεῖς· {861c:} δὲν φοβᾶσαι μήπως θὰ ἐπιπλήττεσαι ἀπὸ τὸν Κύριο ποὺ δὲν ἀπαντᾶς σ΄ αὐτὸν ποὺ ρωτᾶ; Γι΄ αὐτό, λέει, δὲν ἀπαντῶ, γιατὶ δὲν μὲ ρωτοῦν τὴ δική μου, ἀλλὰ ξένη γνώμη· γιατὶ ἔχω διαβάσει: «γιὰ νὰ μὴ μιλάει τὸ στόμα μου τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων»,[19] ἔργο ὅμως τῶν ἀπίστων εἶναι νὰ κηρύττουν ἀπιστίες. Σιωπῶ, λοιπόν, πρὸς τὸ παρόν, γιατὶ δὲν μὲ ρωτοῦν ἀκόμη αὐτὸ ποὺ σκέπτομαι: δὲν θὰ προφέρω μὲ τὰ χείλη αὐτὸ ποὺ ἡ ψυχὴ δὲν ἐπιδοκίμασε. Θὰ ἔρθει καιρὸς ποὺ θὰ ἀπαντῶ. Θὰ ἐρωτηθῶ καὶ ὁ ἴδιος τί σκέπτομαι, τότε τέλος θὰ ἀπαντήσω αὐτὸ ποὺ εἶναι δικό μου· γιατὶ δικό μου εἶναι νὰ λέω τὴν πίστη, νὰ βεβαιώνω τὴν εὐσέβεια, νὰ κηρύττω τὴ χάρι.
31. Ὥστε δὲν σιωπᾶ σὰν νὰ ἦταν πιὸ νωθρὸς στὴ σκέψη, πιὸ βραδὺς στὸ λόγο, οὔτε σὰν νὰ ἀηδίαζε ἐμποδίζει τὸ ὑπούργημα τοῦ λόγου: ἀλλ΄ ὡς προσεκτικὸς ἀποφεύγει τὸν κίνδυνο τῆς χυδαίας γνώμης, αὐτὸς ποὺ δὲν ἀπέφευγε τὸν κίνδυνο τῆς σωτηρίας. Ἐν τέλει, {861d:} ἀργότερα τὸ ἔχεις [ἀπὸ τὴ Γραφή] πὼς πήδησε ἀπὸ τὸ καράβι γιὰ νὰ συναντήσει τὸν Κύριο,[20] ὄχι θέλοντας δόξα, ἀλλὰ ἀνυπόμονος γιὰ ὑπακοή.
32. Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ προηγουμένως σιωποῦσε γιὰ νὰ μπορέσει νὰ μᾶς διδάξει πὼς δὲν πρέπει νὰ ἐπαναλαμβάνουμε τὸν λόγο τῶν ἀσεβῶν, αὐτός, λέω, ὅταν ἄκουσε: «σεῖς λοιπὸν ποιός λέτε πὼς εἶμαι;»[21] ἀμέσως, χωρὶς νὰ ἔχει ξεχάσει τὴ θέση του, ἄσκησε τὰ πρωτεῖα: τὰ πρωτεῖα τῆς ὁμολογίας ἀσφαλῶς, ὄχι τῆς τιμῆς· τὰ πρωτεῖα τῆς πίστεως, ὄχι τῆς τάξεως.[22] Δηλαδὴ {862a:} λέγει: Τώρα κανεὶς νὰ μὴ μὲ νικᾶ, τώρα εἶναι ἡ δική μου σειρά· πρέπει νὰ ἀναπληρώσω τὴ σιωπή μου, πρέπει νὰ ὠφελήσει ποὺ σιώπησα. ῾Η γλώσσα μου δὲν ἔχει ἀγκάθια: χωρὶς ἐμπόδιο πρέπει νὰ προβάλει ἡ πίστη. Ἐνῶ ἄλλοι ἀδειάζουν τὸν βόρβορο τῆς ἀσέβειας, ποὺ ἂν καὶ ξένη ὅμως προβλήθηκε, οἱ ὁποῖοι ἔχουν πεῖ πὼς ὁ Χριστὸς εἶναι ἢ ὁ Ἠλίας ἢ ὁ Ἱερεμίας ἢ ἕνας ἀπὸ τοὺς προφῆτες, - γιατὶ αὐτὴ ἡ φωνὴ εἶχε ρῦπο, αὐτὴ ἡ φωνὴ εἶχε ἀγκάθια, - ἐνῶ ἄλλοι, λέω, πλένουν τὸν βόρβορο αὐτόν, ἐνῶ ἀπὸ ἄλλους ἀφαιροῦνται τὰ ἀγκάθια αὐτά, ἂς ἀντηχεῖ ἡ δική μας φωνὴ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ τὸν Ἰησοῦ. Ὁ δικός μου λόγος εἶναι καθαρός, στὸν ὁποῖο ἡ ἀσέβεια ποὺ ἐκφράσθηκε δὲν ἄφησε κανένα ἀγκάθι.
33. Αὐτὸς εἶναι λοιπὸν ὁ Πέτρος ποὺ ἀπάντησε ἀντὶ τῶν ἄλλων ἀποστόλων, ἢ μᾶλλον πρὶν ἀπὸ αὐτούς· καὶ γι΄ αὐτὸ λέγεται θεμέλιο, ἐπειδὴ ἤξερε νὰ ὑπηρετεῖ ὄχι μόνο τὸ δικό του ἀλλὰ καὶ τὸ κοινό. Μ΄ αὐτὸν {862b:} συναινεῖ ὁ Χριστός, τοῦ ἀποκάλυψε ὁ Πατέρας. Γιατὶ αὐτὸς ποὺ μιλάει γιὰ τὸ ἀληθινὸ γέννημα τοῦ Πατέρα, τὸ πῆρε ἀπὸ τὸν Πατέρα, δὲν τὸ πῆρε ἀπὸ τὴ σάρκα.[23]
[1] Ἰω. 1.1.
[2] Πράξ. 28.27.
[3] Πρβλ. Ματ. 13.13.
[4] Ἰω. 1.1.
[5] Βλ. Λουκ. 5.10: «μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν».
[6] Ἰω. 1.1.
[7] Γεν. 1.1.
[8] «Erat tamen quando non erant»· πρβλ. τὴν γνωστὴ φράση τῶν ἀρειανῶν γιὰ τὸν Χριστό: «ἦν ὅτε οὐκ ἦν».
[9] Ἰω. 1.1.
[10] Ἰω. 1.1.
[11] Ἰω. 1.1.
[12] Α΄ Ἰω. 1.1.
[13] Σύμφωνα μὲ ἄλλη, ἰδιαιτέρου ἐνδιαφέροντος, ἐκδοχὴ ἑνὸς χειρογράφου, τὸ κείμενο ἔχει: «quod audivit, audio: et quod vidit, video»· βλ. PL 16, 859c.
[14] Βλ. Λουκ. 3.22.
[15] Γεν. 4.3,4.
[16] Ματθ. 16.13.
[17] Ματθ. 16.16.
[18] Βλ. Ἰω. 13.23: «ἦν δὲ ἀνακείμενος εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ ἐν τῷ κόλπῳ τοῦ Ἰησοῦ, ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς».
[19] Ψαλ. 16.4.
[20] Ματθ. 14.29.
[21] Ματθ. 16.15.
[22] «statim loci non immemor sui, primatum egit: primatum confessionis utique, non honoris; primatum fidei, non ordinis».
[23] Βλ. Ματθ. 16.17.
Επόμενο κεφάλαιο / Περιεχόμενα