image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Προηγούμενη Σελίδα

Γιώργος Βαλσάμης

Η Λογική και Νοερά Ουσία

Αναφορά στον λόγο Περί Αγάπης αγίου Μαξίμου του Ομολογητού



πάντες ἄρα οἱ θησαυροὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως
ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν εἰσιν ἀπόκρυφοι


ΤΟΝ ΛΟΓΟ περὶ ἀγάπης (1) ἔγραψε ὁ Μάξιμος λίγο πρὶν ἢ λίγο μετὰ τὸ 626, ὁπότε ὁ κίνδυνος τῶν περσικῶν ἐπιδρομῶν τὸν ἀνάγκασε νὰ ἐγκαταλείψει τὴ μονὴ ἁγ. Γεωργίου τῆς Κυζίκου, καὶ νὰ κατευθυνθεῖ νοτιώτερα - στὴν Ἑλλάδα, τὴν Κρήτη, τὴν Κύπρο, καὶ τέλος στὴν Ἀφρική.(2) Ὁ λόγος του αὐτὸς διατυπώνεται μὲ τὴ μορφὴ κεφαλαίων κατὰ ἑκατοντάδες, σύστημα τὸ ὁποῖο εἰσήγαγε στὴ χριστιανικὴ γραμματεία ὁ Εὐάγριος Ποντικός.(3) Νεώτεροι ἐρευνητές, ὅπως ὁ Viller, ὁ Hausherr καὶ ὁ Balthasar, διακρίνουν ἰσχυρὴ τὴν ἐπίδραση τοῦ Εὐάγριου.(4) Κατὰ τὸν Χρήστου, «οἱ ὅροι ἀγάπη, ἀπάθεια, γνῶσις, πρᾶξις, θεωρία καὶ ἄλλοι παρόμοιοι χρησιμοποιοῦνται [ἀπὸ τὸν Μάξιμο] κατὰ τὴν ἔννοιαν τὴν ὁποίαν εἶχον λάβει ἀπὸ τοῦ Γρηγορίου Θεολόγου καὶ τοῦ Εὐαγρίου».(5) Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ γράφει πὼς «αἱ ἑκατοντάδες τῆς Ἀγάπης τοῦ Μαξίμου εἶναι συχνὰ μία παράφρασις τοῦ Εὐαγρίου».(6) Ὁ ἴδιος ὁ Viller ὅμως παραδέχεται πὼς «ὅποιες καὶ ἂν εἶναι οἱ ἰδέες καὶ οἱ ἐκφράσεις ποὺ πῆρε ἀπὸ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλον, δὲν φαίνεται νὰ τοὺς ὀφείλῃ ὁ Μάξιμος τὴν οὐσία τοῦ πνευματικοῦ του δόγματος».(7)

Ἡ συζήτηση αὐτή, ὅσο καὶ ἂν προκαλεῖ τὴν περιέργεια, δὲν θὰ εἶχε νόημα γιὰ τὸν ἴδιο τὸν Μάξιμο, ὁ ὁποῖος ἔσπευσε νὰ δηλώσει πὼς δὲν προσφέρει παρὰ μόνον ἀπάνθισμα, συμπύκνωση καὶ ἑρμηνεία τῶν λόγων τῶν ἁγίων Πατέρων.(8) Μποροῦμε ὅμως νὰ εἰκάσουμε, πὼς ὁ Μάξιμος ἀπέδιδε μεγάλη σημασία στὸν λόγο περὶ ἀγάπης ἐφόσον δὲν ἀπέφυγε νὰ τονίσει πὼς ὁ ἀριθμὸς τῶν ἑκατοντάδων, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἀποτελεῖται τὸ ἔργο του, ἀντιστοιχεῖ στὸν ἀριθμὸ τῶν ἁγίων Εὐαγγελίων.(9)


Ἡ δημιουργία τοῦ νοῦ ἀπὸ τὸν Θεό

Ο ΝΟΥΣ ΑΠΟΤΕΛΕΙ δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν κτίση. Μετέχει τοῦ Θεοῦ διὰ τεσσάρων ἰδιωμάτων, ἐκ τῶν ὁποίων τὰ δύο, τὸ εἶναι καὶ τὸ ἀεὶ εἶναι, συνιστοῦν τὸ κατ΄ εἰκόνα καὶ ἀποτελοῦν τὴν οὐσία τοῦ νοῦ, ἐνῶ τὰ ὑπόλοιπα δύο, ἡ ἀγαθότης καὶ ἡ σοφία, συνιστοῦν τὸ καθ΄ ὁμοίωσιν καὶ ἀποτελοῦν κατὰ προαίρεσιν κινήσεις τῆς νοερᾶς εἰκόνος.(10) Συνεπῶς, ἡ στάση τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στὸν Θεὸ καὶ τὴν κτίση δὲν ἔχει ἐπιβληθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ Θεὸς δημιούργησε τὴν καθ΄ ὕπαρξιν αὐτεξούσιο «λογικὴ καὶ νοερὰ οὐσία»(11) γιὰ νὰ παραχωρήσει στὴν κτίση τὰ τέσσερα αὐτὰ θεῖα ἰδιώματα ὡς δῶρα, τὰ ὁποία συνέχουν, φρουροῦν καὶ διασώζουν τὰ ὄντα.(12) Ὁ νοῦς εὐεργετεῖ τὰ ὄντα, μεταδίδει στὰ ὄντα τὸ εὖ εἶναι. Μιλώντας, πράττοντας καὶ θεωρούμενος βοηθάει τὰ ὄντα νὰ γίνονται καλύτερα.(13) Καθὼς ὁ ἄνθρωπος συνοψίζει ὁλόκληρη τὴν κτίση, μὲ αὐτὸ τὸ δῶρο τῶν τεσσάρων θεϊκῶν ἰδιωμάτων ὁλόκληρη ἡ κτίση θεοποιεῖται κατὰ μετουσίαν(14) καὶ ἐφόσον τὸ ἐπιθυμεῖ, δὲν παύει δηλαδὴ νὰ κινδυνεύει ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία, τὴν κακία καὶ τὴν ἄγνοια.(15) Ἡ ὕπαρξη εἴτε ἡ ἀνυπαρξία τῶν ὄντων ἀποφασίζεται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἑπομένως ἡ δημιουργία ὁλόκληρης τῆς κτίσεως εἶναι συνεχής,(16) ἀλλὰ ἡ μετοχὴ εἴτε ἡ ἄρνηση μετοχῆς τῶν λογικῶν ὄντων, ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων,(17) στὴ θεία ἀγαθότητα καὶ σοφία ἀποφασίζεται ἀπὸ τὴν δική τους βούληση.(18)


Ὁ κατ΄ ἐνέργειαν νοῦς

Ο ΝΟΥΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΝΕΤΑΙ μὲ αὐτὸ πρὸς τὸ ὁποῖο στρέφεται, ὥστε νοεῖ πολλαπλῶς: ὁ Θεὸς ἔχει προικίσει τὸν νοῦ μὲ δυνάμεις «ἀντιληπτικὰς τῶν ὄντων», τὶς νοήσεις,(19) ὅπως ἀκριβῶς προίκισε τὸ σῶμα μὲ τὰ αἰσθητήρια ὄργανα.(20) Ἀναλογιζόμενος τὸν ἑαυτό του ὁ νοῦς ἀποτελεῖ τὴ συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου,(21) καὶ ἐκπροσωπεῖ ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο στὴν ἐπαφή του μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὰ πράγματα.(22) Εἶναι ὁ ἔσω ἄνθρωπος, καὶ εἶναι αὐτὸς ποὺ καθιστάμενος μοναχὸς(23) ἐκδημεῖ πρὸς Θεόν.(24) Ὁ νοῦς ὡς συνείδηση οὐδέποτε σφάλλει,(25) ἀλλὰ ἀντιθέτως ἀποτελεῖ λόγο θεῖο καὶ ἀγγελικό. Βυθιζόμενος στὸν ἑαυτό του γνωρίζει τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς, ποὺ εἶναι τὰ δικά του βάθη, καὶ ἔτσι προετοιμάζεται γιὰ τὴ συνάντηση μὲ τὸν Θεό.(26) Εἶναι ὁ πνευματικὸς ὀφθαλμὸς τῆς ὕπαρξης,(27) ὄχι ὡς ἐπιμέρους ὄργανο, τὸ ὁποῖο θὰ ὄφειλε μὲ τὴν σειρά του νὰ ὑπάγεται σὲ κάποιο κέντρο, ἀλλὰ ὡς μυστικὸ καὶ ἑνοειδὲς θεμέλιο τοῦ ὅλου ἀνθρώπου, τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ εἶναι σκοτεινὸ ἢ λαμπερό, καὶ νὰ συνδέει ἀντιστοίχως μὲ τὸν κόσμο ἢ μὲ τὸν Θεό,(28) μὲ τὴν ψυχὴ ἢ τὸ σῶμα.(29) Ἡ σύνδεση αὐτὴ δίνει στὸν νοῦ τὴν ὑπόστασή του καὶ ἐνεργεῖται κατὰ χάριν καὶ προαίρεσιν. Ὅταν προσκολλᾶται στὰ πράγματα γίνεται πράγμα, ἐφόσον ὑποδέχεται τὸν Θεὸ θεοποιεῖται. Ὅταν ὁ νοῦς γίνεται πράγμα ὁ ἄνθρωπος καὶ ἡ κτίση βυθίζονται στὸ σκοτάδι· ἐφόσον ὁ νοῦς θεοποιεῖται, ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος καὶ ὁλόκληρη ἡ κτίση φωτίζονται.(30)

Ἂν καὶ αὐτεξούσιος,(31) ὁ νοῦς ἐπηρεάζεται ἔντονα ἀπὸ τὴ συνήθεια καὶ τὴν ἐξ αὐτῆς ἐμπειρία.(32) Τὰ πάθη ὑποδουλώνουν τὸν νοῦ(33) καὶ συνεπῶς ἡ ἐγκράτεια δὲν νοεῖται ὡς ἠθικὴ ἀναμόρφωση, δηλαδὴ ὡς ἄλλη ὑποδούλωση,(34) ἀλλὰ ὡς ἀδιάλειπτη(35) κατάκτηση ἐλευθερίας.(36) Ἐλευθερία δὲν εἶναι ἁπλῶς ἡ ἀποδέσμευση ἀπὸ τὰ πάθη. Ἐλευθερία εἶναι ἡ διαρκὴς δυνατότητα τοῦ νοῦ νὰ ἀγαπάει τὸν Θεὸ καὶ τὴν κτίση.(37) Κατὰ τὴν ἐνεργοποίηση αὐτῆς τῆς δυνατότητας(38) ὁ ἐλεύθερος νοῦς ἐπιβοηθεῖται πρὸς τὸ καλό:(39) πότε τὸν κυριεύει καὶ τὸν διδάσκει ὁ ἴδιος ὁ Θεός, πότε τὸν βοηθοῦν οἱ ἅγιες ἀγγελικὲς δυνάμεις, πότε ὠφελεῖται θεωρώντας τὶς φύσεις τῶν ὄντων.(40)

Μεταξὺ τῆς φύσεως τοῦ νοῦ καὶ τῆς προαιρέσεώς του δὲν ὑφίσταται κατ΄ ἀρχὴν σύγκρουση. Ἀκολουθώντας τὶς θεῖες ἐντολὲς καὶ μετέχοντας τοῦ Θεοῦ ὁ νοῦς δὲν ἀναιρεῖ αὐτὸ ποὺ εἶναι, ἐφόσον αἰτία, ἀρχὴ καὶ τέλος του εἶναι ἡ μία, ἁπλὴ καὶ ἀπειρόσοφος δύναμη τοῦ Θεοῦ.(41) Καθὼς λοιπὸν ὁ νοῦς διὰ τῆς προσευχῆς καὶ τῆς πνευματικῆς θεωρίας(42) στρέφεται καὶ ἀνάγεται πρὸς τὸν Θεό, δὲν κινεῖται μόνο κατὰ προαίρεσιν ἀλλὰ καὶ κατὰ φύσιν.(43) Ὁ νοῦς ἐνεργεῖ σύμφωνα μὲ τὴ φύση του ἐνεργούμενος ὑπὸ τοῦ θείου λόγου, ἀποβάλλοντας τὰ ἐνάντια αὐτῆς τῆς ἐνεργείας πάθη,(44) καὶ θεωρώντας τοὺς λόγους τῶν ὄντων,(45) ὥστε αἰτία πάσης ἁμαρτίας(46) εἶναι τὰ σφάλματα τῆς νοήσεως,(47) ἐνῶ ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖ ἄνοδο μυητικὴ εἰς αὔξησιν γνώσεως - γι' αὐτὸ καὶ οἱ ἄγγελοι ἐπεμβαίνουν στὴν ἀνθρώπινη ζωὴ συμβουλευτικῶς.(48) Πρέπει ὅμως νὰ τονισθεῖ ἰδιαίτερα, πὼς ἡ θεογνωσία δὲν ἀποτελεῖ κατόρθωμα τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ.(49) Ἀρκεῖ νὰ εἶναι ἀπαθὴς ὁ νοῦς καὶ τότε ἡ ἴδια ἡ θεία γνώση, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ,(50) τὸν ἕλκει πρὸς ἑαυτήν.(51) Ὁ ἀπαθὴς νοῦς οὔτε ἐπιθυμεῖ, οὔτε ἀπορρίπτει ὁτιδήποτε. Ἀπάθεια εἶναι ἡ παραίτηση ἀπὸ κάθε προσπάθεια ποὺ πηγάζει ἀπὸ ἀνθρώπινη πρωτοβουλία.(52) Γι΄ αὐτὸ τὴν ἀπάθεια κλονίζουν εὐκολώτερα οἱ λογισμοὶ παρὰ τὰ πράγματα.(53) Καθὼς ὁ νοῦς κατὰ φύσιν ἀποτελεῖ εἰκόνα καὶ ἔργο τῆς θείας ἐνεργείας, ὅσο πιὸ θεοπρεπὴς γίνεται τόσο πιὸ φυσικὸς καὶ ἀνθρώπινος εἶναι.(54) Προτιμώντας ὅμως τὴν κτίση ἀντὶ τοῦ Θεοῦ, ὁ νοῦς νεκρώνεται,(55) βυθίζεται στὸ σκοτάδι.(56) Ρίζα τῆς διαστροφῆς αὐτῆς εἶναι ἡ φιλαυτία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ταύτιση τοῦ ἑαυτοῦ μὲ τὴν ἐξωτερικότητα καὶ τὸ ἐφήμερο,(57) καὶ ἐκφράζεται ἐσωτερικῶς ὡς φόβος τοῦ θανάτου(58) καὶ ἐξωτερικῶς μὲ τρεῖς τρόπους: ἀκάθαρτος εἶναι ὁ νοῦς ὅταν ἔχει μιὰ ψευδῆ γνώμη, ἢ ἀγνοεῖ κάποια καθολικὴ γνώση, ὅταν ἔχει ἐμπαθεῖς λογισμοὺς καὶ ὅταν συγκατατίθεται στὴν ἁμαρτία.(59)

Ὁ νοῦς ποὺ κυριαρχεῖται ἀπὸ λογισμοὺς φιληδονίας καὶ μίσους,(60) ὁ νοῦς ποὺ τρέφεται μὲ ὕπουλους καὶ βρώμικους λογισμούς,(61) κυριεύεται ἐν τέλει ἀπὸ τὴν ἀσθένεια τῆς ἀκηδίας.(62) Ἡ ἀκηδία δὲν ἀποτελεῖ ἁπλῶς ἕνα συναίσθημα, ἀλλὰ καταλαμβάνει τὸ σύνολο τῶν νοερῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε ἀποκτᾶ ἰδιαίτερη σημασία ἡ ἀρετὴ τῆς ὑπομονῆς.(63)

Ἀκάθαρτος νοῦς καὶ νεκρὸς εἶναι κυρίως ὁ τυφλὸς νοῦς. Ἡ καθαρότητα δηλαδὴ τοῦ νοῦ δὲν προηγεῖται τοῦ φωτισμοῦ του, θεῖος φωτισμὸς καὶ καθαρότητα συμπίπτουν: «καθαρὸς εἶναι ὁ νοῦς ποὺ χωρίστηκε ἀπὸ τὴν ἄγνοια καὶ τὸν καταλάμπει τὸ θεῖο φῶς».(64) Χωρὶς τὴ γνώση ὁ νοῦς δὲν εἶναι ὑγιής.(65) Ἡ κάθαρση τοῦ νοῦ, ἡ ἀποβολὴ τῆς ἄγνοιας(66) καὶ τῆς λήθης,(67) εἶναι διηνεκὴς καὶ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν ἀγάπη,(68) ποὺ διώχνει τοὺς λογισμοὺς(69) τῆς φιληδονίας καὶ τοῦ μίσους.(70) Ἡ ἀποβολὴ τῆς ἄγνοιας κατορθώνεται μόνον διὰ τῆς ἀγάπης, ἐπειδὴ μόνον ἡ ἀγάπη συναισθάνεται διηνεκῶς ὑψηλότερο τὸ ἀγαπώμενο, διανοίγοντας ἀκατάπαυστα καὶ ἐπιτακτικὰ νέες δυνατότητες γνώσης.(71) Μαζὶ μὲ τὴν ἀγάπη, τὸν νοῦ καθαίρουν ἡ ἀνάγνωση καὶ ἡ θεωρία.(72) Δι΄ αὐτῶν ὁ νοῦς ὑπερβαίνει τὴν πολυμέρεια τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου καὶ μπορεῖ νὰ προσεύχεται ἀπερίσπαστα.(73)

Ἡ ἀποβολὴ τῆς ἄγνοιας ταυτίζεται μὲ τὴν ἀποβολὴ ὁποιασδήποτε γνώσης, ἂν δὲν εἶναι γνώση τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ γιὰ τὸν Θεό. Ἀκριβῶς ἐπειδὴ ὁ νοῦς ἀνάγει τὴν προέλευσή του στὸν Θεὸ καὶ ἀποτελεῖ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὁλόκληρη ἡ ἀρετὴ καὶ ὁλόκληρη ἡ γνώση, ἡ συνάντηση δηλαδὴ ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ, θεμελιώνεται στὴ στροφὴ τοῦ νοῦ στὸν ἑαυτό του.(74) Καθαρότητα τοῦ νοῦ εἶναι ἡ καθαρότητα ὅλων τῶν ψυχικῶν δυνάμεων, ὥστε καθαρὴ ψυχὴ δὲν εἶναι ἡ ἀπαθής, ἀλλὰ «ἡ ψυχὴ ποὺ ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὴν εὐφραίνει ἀκατάπαυστα ἡ θεία ἀγάπη».(75) Κατὰ φύσιν ἐνέργεια τῆς ψυχῆς εἶναι τὸ ἔλλογον πάθος, δηλαδὴ ἡ ἔλλογη ἀγάπη ἢ τὸ ἔλλογο μίσος.(76) Ὁ λόγος λοιπὸν δὲν ἀποτελεῖ ἁπλῶς τὴν εἰδοποιὸ δύναμη(77) τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς· ὁ λόγος ὁρίζει(78) τὴν ποιότητα ὅλων τῶν κινήσεων καὶ δυνάμεών της.(79) Ὁλόκληρη ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ εἶναι κατὰ φύσιν ψυχὴ λογική. Ὡς τέτοια ἐπιθυμεῖ τὸν Θεὸ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἀγνοήσει τὶς θεῖες ἐντολὲς καὶ μάλιστα τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης.(80) Ἐφόσον ἡ ποιότητα τοῦ λόγου μετουσιώνει ὅλες τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς, ἡ ὀρθὴ χρήση τοῦ λόγου δὲν νοεῖται παρὰ μόνον ὡς κίνηση ὅλων τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς ἀδιαιρέτως, δὲν μπορεῖ δηλαδὴ νὰ ὑπάρξει οὔτε νὰ νοηθεῖ ὀρθὴ χρήση τοῦ λόγου χωρὶς ἀγάπη(81) ἢ σωφροσύνη,(82) γιὰ νὰ περιορισθοῦμε στὶς κυριώτερες ἐνέργειες. Ἡ πράγματι ὀρθὴ χρήση τοῦ λόγου, συνεπῶς, δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει ἐπιστημονικὸ περιεχόμενο ἀλλὰ ἠθικὸ(83) καὶ θεολογικό,(84) συμπίπτει μὲ τὴν ὁλόψυχη μετοχὴ στὴν ἀγαθότητα Θεοῦ καὶ κτισμάτων: ἂν χρησιμοποιοῦμε σωστὰ τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς, τὶς χρησιμοποιοῦμε ὅλες σωστά, καὶ τότε καταλαβαίνουμε πὼς «τίποτε ἀπ΄ ὅσα δημιούργησε ἢ ἔκανε ὁ Θεὸς δὲν εἶναι κακό».(85) Ἐφόσον ἐνέργεια καὶ σοφία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ ὀρθὴ χρήση τοῦ λόγου δὲν ὑποδηλώνει συλλογιστικὴ δεξιοτεχνία ἀλλὰ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ θείου φωτός.(86)

Ὁ λόγος τῆς ἀγάπης ἢ τῆς ἀπουσίας τῆς ἀγάπης διαμορφώνεται κυρίως ἀπὸ τὴ σχέση μὲ τὸν πλησίον. Μέτρο τῆς ὑγείας τοῦ νοῦ ἀποτελεῖ αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ σχέση, καὶ κάθε σχέση ἀγάπης εἶναι ὁ λόγος: «λόγος εἶναι ἡ ἕνωση τῶν διεστώτων».(87) Ἂν ὁ νοῦς νοσεῖ τότε ἀπομακρύνεται ἢ προσεγγίζει τὸν πλησίον χωρὶς λόγο, χωρὶς νὰ ἐνεργεῖται ἕνωση.(88) Ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν πλησίον καὶ γιὰ τὸν Θεὸ εἶναι μία.(89) Ὁ ἄνθρωπος κινεῖται ἀπὸ τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν πλησίον(90) πρὸς τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό,(91) καὶ ἀντιστρόφως, ἀπὸ τὴ θεία ἀγάπη ἐπιστρέφει στὴν ἀγάπη ὅλων(92) τῶν ἀνθρώπων, καὶ πάλι ἀπὸ αὐτὴν στὸν Θεό.(93) Ἡ θεία ἀγάπη ἐπιτείνεται ὡς ἔρωτας, ὁ νοῦς λαμπρύνεται ἀπὸ τὸ θεῖο φῶς τοῦ Λόγου(94) καὶ χαίρεται τὴ θεία ὡραιότητα,(95) ἐνῶ ὅλα τὰ ὄντα χωροῦν στὴν παρουσία τοῦ θείου καὶ ἀπείρου φωτὸς, ὅπως τὰ ἀστέρια ὅταν ἀνατέλλει ὁ ἥλιος.(96)

Ἡ ἀπάθεια, ἡ καθαρότητα τοῦ νοῦ καὶ ἡ γνώση διαχέονται σὲ ὅλες τὶς σκέψεις καὶ πράξεις.(97) Ὁ καθαρὸς νοῦς ἐρευνᾶ τὰ ἀνθρώπινα, τὰ κοσμικά,(98) τὰ οὐράνια καὶ τὰ θεῖα. Ἐν θεῷ γινόμενος ποθεῖ νὰ καταλάβει τὴν οὐσία Του, ἀλλὰ καθὼς αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον, «πάσῃ γεννητῇ φύσει ἐξ ἴσου», ἐνοπτρίζεται τὶς θεῖες ἐνέργειες,(99) ἀπ΄ ὅπου προκύπτει τὸ χάρισμα τῆς θεολογίας, ἡ «θεολογικὴ χάρις».(100)

Ἡ γνώση ὡς ὅρος, ἄλλοτε χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τὸν Μάξιμο ἐναλλακτικὰ πρὸς τὴ θεωρία, ἄλλοτε ἀποτελεῖ μέρος τῆς θεωρίας καὶ μάλιστα κατώτερο,(101) τὸ ὁποῖο, ὅμως, «τὸν νοῦν πτεροῖ καὶ πρὸς Θεὸν ἐκδημεῖ«.(102) Στὴ δεύτερη περίπτωση, ὅταν ὁ Μάξιμος μιλάει γιὰ θεωρία ἐννοεῖ τὴ θεοπτία,(103) ἡ ὁποία, ὡς καρπὸς τῆς γνώσεως καὶ τῆς ἀγάπης,(104) ἐπιτρέπει στὸν νοῦ νὰ σκεφθεῖ ἐν πνεύματι τὶς θεῖες ἐνέργειες.

Τὸ πρῶτο ποὺ συμβαίνει στὸν νοῦ ἐρχόμενο σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν Θεὸ εἶναι ἡ ἀπορία καὶ ὁ θαυμασμὸς μπροστὰ στὴ θεία ἀπειρία, παντοδυναμία καὶ ἀγαθότητα.(105) Ἡ θέα τῆς ἀπειρίας τοῦ Θεοῦ δὲν γίνεται πιὰ ἀντιληπτὴ οὔτε ὡς ἀγάπη, οὔτε ὡς γνώση· ὁ Μάξιμος τότε μιλάει γιὰ ὅραση καὶ φῶς τοῦ Θεοῦ.(106) Ἡ γνώση, ἔτσι, ὁδηγεῖ στὴ νήψη.(107) Ὁ πρακτικὸς νοῦς μπορεῖ νὰ ἐπιτύχει(108) τὴν ἀπερίσπαστη προσευχὴ, ἀλλὰ ὁ θεωρητικός, φθάνοντας σὲ ἀκόμη μεγαλύτερη καθαρότητα, γνωρίζει περισσότερο τὸν Θεό,(109) ἁρπάζεται ἀπὸ τὸ θεῖο καὶ ἄπειρο φῶς.(110)

Ἡ κατὰ Χριστὸν φιλοσοφία διαμορφώνεται μὲ τὶς ἐντολές, τὰ δόγματα καὶ τὴν πίστη. Οἱ ἐντολὲς ὁδηγοῦν τὸν νοῦ στὴν ἐγκράτεια,(111) τὰ δόγματα στὴ γνώση τῶν ὄντων(112) καὶ ἡ πίστη τὸν εἰσάγει στὴν θεωρία τῆς Ἁγίας Τριάδος.(113) Ἡ τέλεια γνώση ἔχει μυστηριακὸ καὶ εὐχαριστιακὸ χαρακτήρα.(114) Γι᾽ αὐτὸ ἡ γνώση τῶν δογμάτων(115) δὲν νοεῖται ὡς δογματικὴ ἐπιστήμη ἀλλὰ ὡς μύηση στὸ μυστήριο τῶν ὄντων,(116) καὶ μόνον ἔτσι ἡ γνώση τῶν ὄντων(117) τίκτει τὸν ἔρωτα(118) γιὰ τὸν Θεό.(119) Ἄλλωστε τὸ δόγμα καθ΄ ἑαυτὸ δὲν ἔχει σωτηριολογικὴ ἀξία - «καὶ τὰ δαιμόνια πιστεύουσιν καὶ φρίσσουσιν».(120) Ἡ τέλεια ἀγάπη ὅμως ὑπερβαίνει κάθε γνώση, καὶ δι΄ αὐτῆς ὁ νοῦς καθίσταται ἄυλος καὶ ἄμορφος.(121) Ἡ τέλεια ἀγάπη εἶναι καθαρὸ πάθος. Χωρὶς τὸ «μακάριο πάθος τῆς ἁγίας ἀγάπης» ἡ ἀλήθεια ὑπάρχει «ἐν σκιαῖς καὶ εἰκασμοῖς».(122) Ὁλόκληρος ὁ νοῦς πρέπει λοιπὸν νὰ γίνει τελείως παθητὸς ἐν Θεῷ, ἀγαθὴ διάθεση ποὺ δὲν ἐνεργεῖται ἀπὸ τὴν ψυχὴ ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό.(123) Ἡ ἀγαθότητα δὲν εἶναι μιὰ ἄλλη ἔκφραση γιὰ τὴν εὐσεβῆ διαγωγὴ ἢ τὴν πίστη(124) - ἀγαθότητα εἶναι ἡ ἀγάπη καὶ ἡ θέωση, καὶ ἀποτελεῖ τὴ μόνη ὁδὸ σωτηρίας.(125) Ὅποιος ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη, ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Θεό.


Νοῦς, Ψυχή, Λόγος

ΣΕ ΕΡΓΑ τοῦ ἁγίου Μαξίμου ἀπαντοῦν ὁρισμοὶ ποὺ θὰ ἐπέτρεπαν νὰ θεωρήσουμε τὸν λόγο ταυτόσημο μὲ τὸν μορφοποιητικὸ λογισμό,(126) ἀλλὰ νομίζω πὼς εἶναι σωστὸ νὰ ἑρμηνεύουμε τοὺς ὁρισμοὺς αὐτοὺς ὑπὸ τὸ φῶς τῆς σκέψης του στὸ σύνολό της. Ὁ ἴδιος ἐν τέλει δὲν κινεῖται ἐπιστημολογικῶς, ἀλλὰ ἀπευθύνεται «σ΄ ὅποιον διαβάζει καλόπιστα καὶ μὲ φόβο Θεοῦ καὶ ἀγάπη».(127) Ἑρμηνεύοντας Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη δηλώνει καθαρὰ πὼς ἡ μορφοποιητικὴ κίνηση τοῦ νοῦ, ἔστω καὶ μόνον ἡ ἐπιθυμία γιὰ τὴν κίνηση αὐτή, ὑποβιβάζει τὸν νοῦ, δηλαδὴ τὸν ἐγκλωβίζει σὲ ἀπειράριθμες καὶ παροδικὲς αἰσθητὲς καὶ νοητὲς μορφές, καὶ αὐτὸ συνεπάγεται κατακερματισμὸ τῆς ἑνότητας τοῦ προσώπου του - ὁ νοῦς σχεδὸν γίνεται πολύμορφος καὶ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Θεό.(128) Μόνο ἂν ἀνοιχθεῖ στὸ ἀκατάληπτο καὶ ἐγκαταλείψει ἀκόμη καὶ τὴν οἰκεία κίνησή του, δηλαδὴ τὴν προαίρεση, θὰ δεχθεῖ τὴ θεία ἀκτίνα.(129) Πῶς λοιπὸν ὁ ἴδιος ἄνθρωπος γράφει, ὅτι χωρὶς καμμιὰ κίνηση τῆς ψυχῆς, «μόνος του ὁ λόγος ἄγει φυσικῶς τοὺς λογικοὺς πρὸς τὸν πρῶτο λόγο»; (130) Συνεπῶς, ὁ καὶ Ὁμολογητὴς ὀνομαζόμενος ἅγιος, ὄχι μόνο δὲν ταυτίζει τὸν λόγο μὲ τὴ ratio,(131) ἀλλά, ἀντιθέτως, προσεύχεται γιὰ τὴν ἕνωση τοῦ λόγου μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ τὴ λάμπρυνσή του ἀπὸ τὸ ἅγιο φῶς τῶν θείων προσώπων. Ἄλλωστε, ὁ λόγος, γιὰ τὴ χριστιανικὴ πνευματικότητα, εἶναι ὅρος ἀόριστος καὶ ἀκατάληπτος, ὡς ἀποδιδόμενος στὸ ἕνα ἀπὸ τὰ πρόσωπα τῆς ἁγίας, ἀδιαιρέτου καὶ ὁμοουσίου Τριάδος.

Ἑρμηνεύοντας τὴν Κυριακὴ προσευχή, ὁ Μάξιμος δὲν διστάζει νὰ χαρακτηρίσει τὸν Υἱὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός.(132) Ἡ ἑρμηνεία αὐτὴ σχετίζεται κατ΄ εὐθείαν μὲ τὴν περὶ τοῦ Υἱοῦ ὡς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ διδασκαλία. Ὁ Χριστὸς ἐνανθρωπήσας ἐνεργεῖ ἀποκαλυπτικά, ὄχι μέσος ὢν μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, καθὼς τὰ ἀγγελικὰ ὄντα κάποιων γνωστικῶν συστημάτων, ἀλλὰ ἀποκαλύπτοντας καὶ προσφέροντας τὸν ἑαυτό Του μέσα στὴν ἑνότητά Του μὲ τὸν Πατέρα. Θὰ διευκρινίσει ὁ Μάξιμος πῶς νοεῖται αὐτὸ θεολογικά. Ὁ Υἱὸς δὲν εἶναι ὄνομα ποὺ πρέπει νὰ γνωσθεῖ, παρὰ μόνον ἂν μιλώντας γιὰ γνώση ἐννοοῦμε τὸν ἁγιασμό: «ἁγιάζοντες αὐτοῦ ἐπὶ γῆς τὸ ὄνομα καὶ πατρῴζοντες, καὶ τέκνα διὰ τῶν πραγμάτων δεικνύμενοι, καὶ τὸν ταύτης αὐτουργὸν τῆς υἱοθεσίας φυσικὸν τοῦ Πατρὸς Υἱόν, δι΄ ὧν νοοῦμεν ἢ πράττομεν μεγαλύνοντες».(133) Γνώση λοιπὸν τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ δικός μας ἁγιασμός, ἡ δική μας προσφορά, μαρτυρία καὶ ἀνάσταση,(134) ὥστε ἡ μορφοποιητικὴ λογικὴ θεωρεῖται προσωρινῶς καὶ κατ΄ οἰκονομίαν χρήσιμη, ἐφόσον ὑπηρετεῖ τὸ ἄνοιγμα τοῦ λόγου στὸ φῶς τῶν προσώπων τῆς Τριάδος κατὰ τὴν χάρι τοῦ μαρτυρίου καὶ τῆς υἱοθεσίας. Κύρια ἀποστολὴ τοῦ ἀνθρώπινου λόγου δὲν εἶναι νὰ ἀναλύει τὰ ὄντα ἢ τὰ θεῖα δόγματα, ἀλλὰ νὰ μυεῖται στὸν θεῖο λόγο κατὰ τὸν ὁποῖο ὅλα τὰ ὄντα ἔχουν δημιουργηθεῖ, μυούμενος ἐν ταυτῷ στὴ θέληση τοῦ Θεοῦ(135) καὶ κατὰ χάριν γινόμενος λόγος μεθεκτικὸς τῆς θεοπρεποῦς ἑνότητος: «μιᾶς ὅλης κατ΄ ἐναργῆ τε καὶ ἐνεργὸν παρουσίαν ἀναλόγως ἑκάστῳ θείας ἐπιφαινομένης δυνάμεως καὶ δι΄ ἑαυτῆς τὸν τῆς ἑνώσεως ἄλυτον εἰς τοὺς ἀπείρους αἰῶνας συντηρούσης δεσμόν».(136) Ἔτσι, ὁ νοῦς καὶ ὁ λόγος πολλὲς φορὲς χρησιμοποιοῦνται ἐναλλακτικά,(137) καὶ συχνὰ γιὰ νὰ δηλώσουν ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο.(138) Παρ΄ ὅλ΄ αὐτὰ μιὰ διάκριση πιστεύω πὼς ἐν γένει δικαιολογεῖται ἀπὸ τὰ κείμενα. Γιατί ὁ Μάξιμος ὁμιλεῖ συνήθως γιὰ νοερὰ καὶ λογικὴ οὐσία, καὶ ὄχι ἁπλῶς γιὰ νοερὰ οὐσία εἴτε γιὰ λογικὴ οὐσία;

Περίφημο καὶ μεταξὺ τῶν βυζαντινῶν ὑπῆρξε τὸ Περὶ ψυχῆς ἔργο τοῦ Ἀριστοτέλη. Γεννάδιος ὁ Σχολάριος, τὸν 15ο αἰῶνα μ.Χ., ἀπευθυνόμενος στὸν μαθητή του Ἰωάννη γράφει: «μάθε λοιπὸν ὅτι ἀπ΄ ὅσους μελέτησαν τὴν ψυχὴ ἐκεῖνος ποὺ εἶπε τὰ περισσότερα καὶ τὰ ἀκριβέστερα γι΄ αὐτὴν εἶναι ὁ Ἀριστοτέλης».(139) Στὸ σύγγραμμα τοῦ Ἀριστοτέλη ἐκτίθενται ἀναλυτικὰ οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς ὡς δυνάμεις κοινὲς ἐν μέρει μεταξὺ ἀνθρώπων, ζώων καὶ φυτῶν. Τὸ ἴδιο ἐπαναλαμβάνει ὁ ἅγ. Γρηγόριος Νύσσης, ἐξηγώντας πὼς ἡ τάξη τῆς δημιουργίας κατὰ τὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως ἀποδεικνύει τὸν ἄνθρωπο μέτοχο καὶ ἄρχοντα τῆς πρὸ αὐτοῦ κτίσεως.(140) Σὲ ἄλλη παράγραφο τῆς ἐργασίας αὐτῆς εἴδαμε, πὼς ὁ Μάξιμος ἀναφέρεται σὲ ψυχὲς ἄλογες καὶ ψυχὲς ἀναίσθητες υἱοθετώντας, ὅπως καὶ ἄλλοι Πατέρες, τὴν ἀριστοτελικὴ διαίρεση, κατὰ τὴν ὁποία πᾶν ἔμψυχον ἔχει τουλάχιστον θρεπτικὴ δύναμη, ἔχει τουλάχιστον τὴ δύναμη τῆς ἁφῆς ἂν εἶναι ζῶο καὶ ὄχι φυτὸ, ἄλλα ζῶα ἔχουν καὶ ἄλλες δυνάμεις ἀκόμη καὶ μνήμη καὶ φαντασία, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος ἔχει, μόνος αὐτός, νοητικὴ δύναμη.(141) Ὁ Μάξιμος, ἑπομένως, μιλώντας γιὰ «νοερὰ καὶ λογικὴ» οὐσία, ἀποδίδει κατ΄ ἀρχὴν στὸν ἄνθρωπο ἐκείνη τὴ δύναμη τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς ποὺ δὲν τὴν ἔχει κανένα ἄλλο ψυχοσωματικὸ ὄν, καὶ μέχρι ἐδῶ δὲν ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν ἀριστοτελικὴ ἀνάλυση τῆς ψυχῆς. Γιὰ τὸν Μάξιμο ὅμως, ὄχι μόνο ἡ ὑπολογιστικὴ δύναμη τοῦ νοῦ ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἡ ἠθικὴ δὲν τὸν διακρίνουν ἐπαρκῶς ἀπὸ τὰ ζῶα. Ἀσφαλῶς ἕνα ἄλογο ζῶο δὲν ἔχει καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει ἠθική, ἀλλὰ ὁ Μάξιμος ἀλλάζει τὸ κύριο κριτήριο τῆς συζήτησης: ἀποφασιστικὸς ὁρισμὸς τῆς ἀνθρώπινης ὑπεροχῆς δὲν προκύπτει ἀπὸ τὶς ὅποιες ἐπιπλέον δυνάμεις τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ποιότητα τῶν ἐνεργειῶν τῶν δυνάμεων αὐτῶν. Ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὸν Μάξιμο καὶ γιὰ τὸ σύνολο τῆς πατερικῆς παραδόσεως δὲν εἶναι ἁπλῶς ζῶον λόγον ἔχον, ἀλλὰ ποίημα τοῦ Θεοῦ, κατὰ χάριν καὶ προαίρεσιν θεούμενον σώματι καὶ πνεύματι,(142) ὥστε δὲν εἶναι τόσο ὁ νοῦς καὶ ἡ γνώση ποὺ διακρίνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὰ ἄλογα ζῶα, ὅσο ἡ ἔνθεη γνώση. Σκοπὸς τοῦ Μαξίμου, πάντως, δὲν εἶναι νὰ ὁρίσει ὡς πρὸς τὴν ὑπόλοιπη κτίση τὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ, ἀλλὰ νὰ δείξει ποιός ἰδιαίτερος συνδυασμὸς τῶν ἀνθρώπινων ψυχοσωματικῶν δυνάμεων ἀνταποκρίνεται στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κόσμο. Ἔτσι, αὐτὸ ποὺ γιὰ τὸν Ἀριστοτέλη θὰ ἦταν σκάνδαλο, δηλαδὴ ἡ ὑποχώρηση τοῦ νοῦ ἀπὸ τὸ ἐνεργείᾳ στὸ δυνάμει, γιὰ τοὺς ἡσυχαστὲς καθίσταται ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη, διότι ὅσο περισσότερο ἀσχημάτιστος ἀπομένει ὁ νοῦς, τόσο περισσότερο ἐνεργεῖται ἀπὸ τὸν Θεό.(143) Νοῦς λοιπὸν κυρίως θεωρεῖται ἀπὸ τὸν Μάξιμο ὁ πρὸς τὸ θεῖο φῶς κατὰ χάριν ἐστραμμένος λόγος,(144) ἡ δὲ ἔκφρασις «νοερὰ καὶ λογικὴ οὐσία» δὲν ἀποτελεῖ πάγιο ἀναλυτικὸ ὁρισμό, ἀλλά, ὅταν δὲν ὑπαινίσσεται τὴν οὐσιαστικὴ ταυτότητα τῶν δύο ὅρων(145) ὑποδηλώνει τὴν ἐφάμαρτη διάσταση νοῦ καὶ ὕλης κατὰ τὸν παρόντα αἰῶνα καὶ τὴ μυητικὴ ἀνάβαση τοῦ ἀνθρώπινου λόγου εἰς ἁγιασμὸ τῆς ὕλης καὶ μετοχὴ τοῦ Θεοῦ.(146)

Στὸ κεφάλαιο Β Ϟζ΄ φαίνεται νὰ διακρίνεται ὁ νοῦς ὡς ἄμεση ὅραση τῶν πραγμάτων, ἀπὸ τοῦ λόγου ὡς νοητικῆς ἐνεργείας, ἡ ὁποία διερευνᾶ τὶς μνημονικὲς ἐντυπώσεις.(147) Ἂν πράγματι ἰσχύει ἡ ἑρμηνεία αὐτή, τότε ἐδῶ δὲν ἔχουμε παρὰ τὴν ἀριστοτελικὴ διάκριση παθητικοῦ καὶ ποιητικοῦ νοῦ.(148) Νομίζω, ὅμως, ὅτι ἐκεῖνο ποὺ θέλει ὁ Μάξιμος εἶναι νὰ διευκρινίσει παραστατικὰ τὴν ἐκστατικὴ κίνηση τῆς ἑνιαίας νοητικῆς ἐνέργειας, καὶ ὄχι νὰ ἀναλύσει τὸν νοῦ. Αὐτὸ διότι στὸ ἴδιο κεφάλαιο λέγεται πὼς ἡ γνώση εἰσχωρεῖ ἔτι περαιτέρω στὸν ἄνθρωπο διὰ τῆς ἀκοῆς. Ὅτι οἱ αἰσθήσεις ἀποτελοῦν ἐνέργειες τῆς ψυχῆς ἔχει ἤδη διατυπωθεῖ ὄχι μόνον ἀπὸ ἀρχαίους Ἕλληνες στοχαστὲς ἀλλὰ καὶ ἀπὸ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης,(149) ἐνῶ ὁ ἅγ. Διάδοχος Φωτικῆς δὲν ἀναγνωρίζει παρὰ μόνο μία αἴσθηση, τὴν αἴσθηση τῆς ψυχῆς, τῆς ὁποίας ἡ διαίρεση σὲ πέντε «γεώδεις» αἰσθήσεις καὶ στὸ λογικὸ δὲν εἶναι παρὰ ἀποτέλεσμα τῆς παρακοῆς καὶ τῆς πτώσεως. Κατὰ τὸν ἅγιο Πατέρα ἡ ψυχὴ διὰ τῆς μετοχῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γεύεται τοῦ ἀγαθου, «ἐν ἀδιαιρέτῳ τῇ αἰσθήσει, τουτέστιν ἐν ὁλοκλήρῳ τῇ διαθέσει».(150) Ὁ ἴδιος ὁ Μάξιμος θὰ ἐκφραστεῖ ἀκόμη ὀξύτερα λέγοντας, πὼς ὅ,τι ἀποτελεῖ τὸν Χριστό, δηλαδὴ ἡ θεότητα καὶ ἡ ἀνθρωπότητα, αὐτὸ εἶναι ὁ Χριστός,(151) καὶ συνεπῶς ὄχι μόνον οἱ αἰσθήσεις δὲν μερίζονται κατὰ τὴ θεία μετοχὴ ἀλλὰ οὔτε κἂν τὸ σῶμα - ὅπως δὲν δίστασε νὰ διδάξει καὶ Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος (βλ. π.χ., «κινῶ τὴν χεῖρα, καὶ Χριστὸς ὅλος ἡ χείρ μου ἔστιν»).(152) Θὰ μπορούσαμε λοιπὸν νὰ ποῦμε γιὰ τὸ συγκεκριμένο χωρίο τοῦ Μαξίμου, πὼς ὅσα κατανοοῦνται σωστὰ εἶναι σὰν νὰ ριζώνουν στὸν καθαρὸ νοῦ σὲ δεύτερη γέννηση πνευματικὴ ὡς ὄντα ἀγαθά,(153) ὥστε ὁ νοῦς δὲν κατέχει τὰ πράγματα ἀλλὰ τὰ ὑποδέχεται καὶ τὰ περιποιεῖται, τὰ ὑπ‑ακούει.(154) Ἡ ἔμφαση λοιπὸν ἀπὸ τὸν Μάξιμο στὴν ἀκοὴ ἴσως ὑποδεικνύει, ὅτι ἡ καθαρὴ ψυχὴ νοεῖ τὰ πράγματα, δὲν τὰ ἐπινοεῖ. Αὐτὸ δὲν διδάσκει μόνο πόση σημασία ἔχει ἡ ταπεινοφροσύνη γιὰ τὴ γνώση, ἀλλὰ ἐπίσης, ὅτι ἀκόμα καὶ ὁ ὑλικὸς κόσμος, ὡς δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ἔχει μυστικὴ ἐξάρτηση κατ΄ εὐθείαν ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ ἑπομένως μέσα ἀπὸ τὰ πράγματα ἀποκαλύπτεται ὁ ἴδιος ὁ Θεός.(155) Αὐτὸ κυρίως συμβαίνει μὲ τοὺς ἀνθρώπους: "μοῦ φαίνεται πὼς παντοτινὰ σᾶς βλέπω ἐδῶ μαζί μου, καὶ σᾶς αἰσθάνομαι νὰ μοῦ μιλᾶτε", γράφει ὁ Μάξιμος στὸν πρεσβύτερο Ἰωάννη, "καὶ εἶμαι τελείως σίγουρος πὼς ἡ δική σας ἅγια παρουσία ποὺ νοιώθει ἡ μνήμη μου δὲν εἶναι ἁπλὴ φαντασία, ἀλλὰ σᾶς αἰσθάνεται καλὰ ἐπειδὴ εἶστε ἀληθινὰ ἐδῶ. Γιατὶ αὐτὸ ποὺ συμβαίνει τὸ θεωρῶ ἀπόδειξη ὅτι εἶστε ἐδῶ". Καὶ συνεχίζει ἐξηγώντας τὴν ἀνικανότητα τοῦ νοῦ νὰ προσλάβει ἔτσι τὰ πράγματα ὡς δαιμονικὴ διαστροφή, ἀποδίδοντας τὴν κατάργηση τῆς διαστροφῆς αὐτῆς σὲ θεϊκὴ ἐπέμβαση: "γιατὶ ἡ ἐνέργεια ποὺ ἔχετε μέσα σας καὶ ποὺ σᾶς χάρισε ὁ Θεός, τὴν ἴδια στιγμὴ διώχνει ἀπὸ τὴν μνήμη μου τοὺς δαίμονες ποὺ τὴν ταλαιπωροῦν καὶ μοῦ φανερώνει καθαρὰ τὴν παρουσία σας. Καὶ δὲν εἶναι καθόλου παράξενο ποὺ κάνει τοὺς σωματικῶς ἀπόντες νὰ εἶναι μὲ τὸν νοῦ ἀληθινὰ μαζί, ὁ Θεὸς τῶν σημείων καὶ τῶν τεράτων. Καθὼς τὸ ξέρει ὁ ἴδιος καὶ αὐτοὶ στοὺς ὁποίους ἐνεργοῦνται τέτοια πράγματα κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ εἴμαστε ἀκόμα πιὸ κοντὰ ἀπ΄ ὅσο εἶναι τὰ σώματα μεταξύ τους στὸν χῶρο».(156)

Συνήθης μετὰ τὸν Πλάτωνα κατέστη ἡ τριμερὴς διάκριση τῆς ψυχῆς σὲ λογιστικό, ἐπιθυμητικὸ καὶ θυμικό.(157) Ὅτι ὁ Μάξιμος μιλώντας γιὰ μέρη τῆς ψυχῆς ἐννοεῖ δυνάμεις τῆς ψυχῆς φαίνεται καθαρὰ μεταξὺ ἄλλων στὸ Α ξζ΄: «πάντα τὰ ἄλλα πάθη, ἢ τοῦ θυμικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς ἢ τοῦ ἐπιθυμητικοῦ μόνον ἐφάπτεται ἢ καὶ τοῦ λογιστικοῦ (...) Ἡ δὲ ἀκηδία, πασῶν τῶν τῆς ψυχῆς δυνάμεων ἐπιδραττομένη» κλπ.(158) Στὸ κεφάλαιο Γ ε΄ τονίζεται ὁ συσχετισμὸς τῶν δυνάμεων τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς ὡς πρὸς τὸν λόγο: « . . .θυμὸν ἄλογον, ἄνουν ἐπιθυμίαν, φαντασίαν προπετῆ. Ἀλογία δὲ καὶ ἄνοια καὶ προπέτεια ἐπὶ τῶν λογικῶν, στερήσεις εἰσὶ λόγου καὶ νοῦ καὶ περισκέψεως».(159) Στὸ Δ α΄ ἀποδίδονται στὸν ἴδιο τὸν νοῦ θυμικὲς καὶ ἐπιθυμητικὲς ἐνέργειες: «πρῶτον λοιπὸν θαυμάζει ὁ νοῦς ἐννοώντας τὴν κατὰ πάντα θεία ἀπειρία (...) δεύτερον δὲ ἐκπλήσσεται, πῶς ἐκ τοῦ μηδενὸς παρήγαγε τὴν ὕπαρξη τῶν ὄντων στὸ εἶναι. Ἀλλ΄ ὅπως δὲν ὑπάρχει τέλος τῆς μεγαλωσύνης Του, ἔτσι δὲν ὑπάρχει οὔτε εὕρεση τῆς φρονήσεώς Του», ἐνῶ στὸ Δ ε΄ τονίζεται ἡ διερευνητικὴ λειτουργία τοῦ νοῦ καὶ τὰ ὅριά της: «γιὰ ποιά λοιπὸν αἰτία ὁ Θεὸς ἐδημιούργησε, ἐρεύνα· γιατὶ ὑπάρχει γνώση. Ὅμως πῶς δημιούργησε καὶ γιατί προσφάτως, μὴ τὸ ἐρευνᾶς. Γιατὶ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἀντιληπτὸ ἀπὸ τὸν δικό σου νοῦ. Διότι ἀπὸ τὰ θεία, ἄλλα εἶναι ληπτὰ καὶ ἄλλα ἄληπτα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Γιατὶ ἡ ἀχαλίνωτη θεωρία, μπορεῖ ἀκόμη καὶ στὸ γκρεμὸ νὰ σπρώξει, ὅπως εἶπε ἕνας ἅγιος».

Νοῦς λοιπὸν εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου,(160) καὶ συνεπῶς οἱ δυνάμεις τοῦ νοῦ εἶναι δυνάμεις τῆς ψυχῆς, καὶ ἀντιστρόφως. Ὅτι ὁ Μάξιμος, ὅπως καὶ ἄλλοι Πατέρες,(161) διατυπώνει συχνὰ τὴ σκέψη του μὲ τρόπο ποὺ ὑπαινίσσεται διάκριση ἀνάμεσα σὲ νοερὲς καὶ ψυχικὲς δυνάμεις, δὲν ἀποτελεῖ παράδοξο, ἀλλὰ μποροῦμε νὰ τὸ καταλάβουμε, ἂν προσέξουμε ὅτι κάθε φορὰ ποὺ αὐτὸ συμβαίνει ἀπαιτεῖται ἔμφαση σὲ συγκεκριμένες δυνάμεις ἢ κινήσεις, καὶ εἰδικῶς ὡς πρὸς τὴν ὑπέρβαση ψεκτῶν παθῶν ἢ ἀκόμη καὶ ἐπαινετῶν ἀλλὰ ἀτελῶν συγκινήσεων.(162) Κατ΄ αὐτὸ τὸν τρόπο θὰ μποροῦσε νὰ ἑρμηνευθεῖ καὶ ἡ διάκριση ψυχικῶν καὶ πνευματικῶν ἀνθρώπων,(163) ἡ ὁποία δὲν θὰ ἦταν δυνατὴ ἂν ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἐστερεῖτο τῆς καθ΄ ὁμοίωσιν διηνεκοῦς(164) κινήσεως. Ἐφόσον ἡ ψυχὴ ἑνώνεται μὲ τὸν Θεὸ ἀποπνευματώνεται, ἐφόσον προσκολλᾶται στὸν κόσμο ἢ στὸ ἀνθρώπινο σῶμα ἐπιμερίζεται, ὥστε τρεπόμενος ὁ νοῦς καθίσταται κατ΄ ἐνέργειαν καὶ προαίρεσιν σύνθετος.(165)

Κατὰ τὸν Ἰωάννη Δαμασκηνὸ(166) ὁ νοῦς δὲν ἀποτελεῖ παρὰ ἕνα διαφορετικὸ ὄνομα γιὰ τὴν καθαρότητα(167) τῆς ψυχῆς: «ψυχὴ τοίνυν ἐστὶν οὐσία ζῶσα ἁπλῆ, ἀσώματος, σωματικοῖς ὀφθαλμοῖς κατ΄ οἰκείαν φύσιν ἀόρατος, λογική τε καὶ νοερά, ἀσχημάτιστος, ὀργανικῷ κεχρημένη σώματι καὶ τούτῳ ζωῆς αὐξήσεώς τε καὶ αἰσθήσεως καὶ γεννήσεως παρεκτική, οὐχ ἕτερον ἔχουσα παρ΄ ἑαυτὴν τὸν νοῦν, ἀλλὰ μέρος αὐτῆς τὸ καθαρώτατον (ὥσπερ γὰρ ὀφθαλμὸς ἐν σώματι, οὕτως ἐν ψυχῇ νοῦς)» κλπ. Καὶ ὅταν θὰ μιλήσει γιὰ ἄλογο μέρος τῆς ψυχῆς δὲν ἐννοεῖ παρὰ τὴν θρεπτικὴ ἐνέργεια τῆς ψυχῆς καθὼς καὶ τὴ μόλυνσή της ἀπὸ τὰ πάθη. Βλέπουμε δηλαδὴ πὼς τὸ λεγόμενο ἄλογο μέρος τῆς ψυχῆς δὲν ἔχει ἰδιαίτερη ὑπόσταση ἀλλὰ ὑποδεικνύει ἀτελῆ καθαρότητα, ὅπως ἀκριβῶς (καὶ κατὰ κοινὴ πατερικὴ ὁμολογία) τὸ κακὸ δὲν ἀποτελεῖ παρὰ δείκτη τοῦ λιγώτερο καλοῦ. Δὲν ὑπάρχει ἄλογο μέρος τῆς ψυχῆς, ὑπάρχει ψυχὴ περισσότερο ἢ λιγώτερο καθαρή, ὑπάρχει νοῦς περισσότερο ἢ λιγώτερο φωτεινός. Καὶ ὅταν δὲν θίγει τὴν παθολογία τῆς ψυχῆς ὁ Δαμασκηνὸς παύει νὰ ἀναφέρεται σὲ δυνάμεις ἢ μέρη, καὶ ὁμιλεῖ γιὰ τὴν μία καὶ ἄτρεπτη φυσικὴ κίνηση τῆς ψυχῆς: «ἐνέργειά ἐστι φυσικὴ καὶ πρώτη ἡ ἀεικίνητος δύναμις τῆς νοερᾶς ψυχῆς, τουτέστιν ὁ ἀεικίνητος αὐτῆς λόγος φυσικῶς ἐξ αὐτῆς ἀεὶ πηγαζόμενος».(168) Ὅμως, ἡ κατὰ μετοχὴν τοῦ θεοῦ ἑνοποίηση τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς δὲν συνεπάγεται ἐλάττωσή τους, ἀντιθέτως μάλιστα θεούμενος ὁ νοῦς καθίσταται κατὰ χάριν ἀπειροδύναμος. Κατὰ τὸν ἅγ. Γρηγόριο Παλαμᾶ, «ἂν ὅμως οἱ δυνάμεις ἐπιφέρουν σύνθεση, τίποτα λοιπὸν δὲν εἶναι πιὸ σύνθετο ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀλλὰ καὶ κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ ὄντα τόσο λιγώτερο σύνθετο εἶναι γιὰ τὶς ἐντός του δυνάμεις, ὥστε καὶ τὰ ἁπλούστερα σώματα ἔχουν περισσότερες δυνάμεις ἀπὸ τὰ πιὸ σύνθετα».(169)

Ἡ ἁπλότητα τῆς ψυχῆς φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸν συσχετισμὸ ποὺ κάνει ὁ Μάξιμος μεταξὺ Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης, ὅπου νοῦς, ψυχὴ καὶ πνεῦμα ταυτίζονται: «τὴν μὲν Παλαιὰν Διαθήκην ἔχουσαν [ἐνν. ὁ ἄνθρωπος] σῶμα, ψυχὴν δὲ καὶ πνεῦμα καὶ νοῦν τὴν Καινήν».(170) Ἐπισημαίνει δηλαδὴ ὁ Μάξιμος ὅτι ἐνῶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἡ ἀγάπη ἀποτελεῖ αἴτημα,(171) ὁπότε ἔχουμε σύνθεση στερήσεως καὶ πληρώσεως, στὴν Καινὴ Διαθήκη τὸ αἴτημα αὐτὸ ἐκπληρώνεται ὡς βέβαιη καὶ ἁπλὴ ἐμπιστοσύνη στὸ πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἐψηλάφισαν. Ἡ διαφορὰ ὅμως νοῦ καὶ σώματος τὴν ὁποία ὁ Μάξιμος συμβολίζει μὲ τὴ διαφορὰ Καινῆς καὶ Παλαιᾶς Διαθήκης, δὲν εἶναι ἀπόλυτη, γιατὶ ἡ πίστη ἀκόμη δὲν ἔχει καταργηθεῖ, οὔτε ἡ ἐλπίδα. Ὁ νοῦς, ἡ ψυχή, τὸ πνεῦμα, ἡ καρδιὰ(172) σημαίνουν τὸν ἔσω ἄνθρωπο στὸν ὁποῖο, ὅταν εἶναι καθαρός, κατοικεῖ ὁ Χριστὸς(173) καὶ τελεῖται ὁ ἀρραβώνας τοῦ ἁγίου Πνεύματος,(174) παραμένει ὅμως ἡ ἀπόσταση ἀρραβῶνος καὶ γάμου.

Γιὰ τὴν χρήση τῶν ὅρων λόγος, νοῦς καὶ ψυχὴ ἀπὸ τὸν Μάξιμο, ὁ Τατάκης γράφει πὼς «ἀκολουθώντας [ἐνν. ὁ Μάξιμος] τὴ φιλοσοφικὴ παράδοση, χαρακτηρίζει τὴν ψυχὴ ὡς λογιστική, ἐπιθυμητικὴ καὶ θυμική, ἀλλὰ δὲν πρόκειται ἐδῶ παρὰ γιὰ λεκτικὰ δάνεια. Γιὰ τὸν Μάξιμο, λόγος, ἐπιθυμία, θυμὸς δὲν ἀποτελοῦν παρὰ ἰδιότητες ἢ διαφορετικὲς δραστηριότητες τῆς ἴδιας οὐσιαστικῆς ἀρχῆς, τῆς ἔλλογης ἀνθρώπινης ψυχῆς. Ὁ Μάξιμος συχνὰ ἀντιθέτει τὸ νοῦ πρὸς τὴν ψυχή· πρέπει τότε μὲ τὸ δεύτερο ὅρο νὰ ἐννοήσει κανεὶς τὸ λόγο [ἐννοεῖ τὴν λογικὴ] καὶ τὴν αἴσθηση, ἐνῶ ὁ πρῶτος ὑποδηλώνει τὸ ὑπέρτατο σημεῖο μὲ τὸ ὁποῖο ἡ ψυχὴ ἀγγίζει τὸ Θεὸ καὶ ἑνώνεται μαζί του μὲ τρόπο ἀπόλυτα μεταφυσικὸ καὶ ἑπομένως ἄρρητο».(175) Μιὰ πρώτη ἀπορία ποὺ δημιουργεῖ τὸ κείμενο αὐτό, εἶναι πῶς πρέπει νὰ νοηθεῖ ὁ λεκτικὸς δανεισμός. Μήπως ὁ Μάξιμος ἔγραφε σὲ ἄλλη γλῶσσα καὶ ὄχι στὰ ἑλληνικά; Μήπως μποροῦσε νὰ ἔχει τὶς ἔννοιες χωρὶς νὰ ἔχει τὶς λέξεις; Μήπως μιμήθηκε λεκτικὰ σχήματα ποὺ δὲν καταλάβαινε; Μήπως χρησιμοποίησε τὶς ἐκφράσεις αὐτὲς νομίζοντας πὼς ἀντιστοιχοῦν σὲ ἄλλες ἔννοιες; Σὲ κάθε περίπτωση ἡ περὶ λεκτικῶν δανείων ἔκφραση εἶναι ἀπαράδεκτη. Ἀπὸ τὴ συνέχεια τοῦ κειμένου, ἄλλωστε, γίνεται φανερὸ πὼς ὁ Μάξιμος ἁπλῶς ἑρμήνευσε τὴν συμβολικὴ πλατωνικὴ διάκριση. Πάντως, ἀπὸ τὶς παρατηρήσεις αὐτές, ἔστω καὶ τόσο πρόχειρες, διαφαίνεται ἡ ἑνιαία καὶ ἑνοποιὸς κίνηση τοῦ νοῦ κατὰ τὸν Μάξιμο. Ἀλλὰ στὴ συνέχεια τοῦ κειμένου του ὁ Τατάκης δὲν ἀποφεύγει νὰ μιλήσει γιὰ διαίρεση νοῦ καὶ λόγου, καὶ νὰ ἀποδώσει στὸ κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ δύο αὐτὰ λεγόμενα μέρη, διαφορετικὸ εἶδος ἀλήθειας, ρασιοναλιστικὸ γιὰ τὸν λόγο, καὶ μυστικὸ γιὰ τὸν νοῦ.(176) Δὲν ὑπάρχει, ὅμως, γιὰ τὸν νοῦ ἄλλη φυσικὴ κίνηση παρὰ μόνον ἡ κίνηση πρὸς τὸν Θεό, καὶ ὁ Μάξιμος δὲν συνελάμβανε καμμία ἀνθρώπινη σκέψη, πράξη ἢ ἰδιότητα ὡς ἀνεξάρτητη τῆς θείας θελήσεως - ἑπομένως δὲν μποροῦμε νὰ τοῦ ἀποδώσουμε ρασιοναλισμό.(177) Ἂν ὁ Μάξιμος ὑποστήριζε πὼς ὑπάρχουν δύο εἴδη ἀλήθειας, ἡ ἀλήθεια τῆς λογικῆς καὶ ἡ ἀλήθεια τοῦ νοῦ, τότε θὰ ἦταν σκανδαλῶδες νὰ ἀπαιτεῖ τὴν ἐξόντωση μιᾶς ἀλήθειας, ὅπως, κατὰ τὴ θεώρηση τοῦ Τατάκη, συμβαίνει: «ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ ἐν τούτοις μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ φτάσει στὸ Εἶναι, θὰ πρέπει ὅμως πρὸς τοῦτο νὰ σβήσει ἀπὸ τὴν ψυχή του κάθε συλλογισμό, κάθε ἀντίληψη, νὰ καθαρθεῖ». Ὁ Μάξιμος θέτει τὸ αἴτημα αὐτὸ ἀκριβῶς ἐπειδὴ δὲν γνωρίζει δύο εἴδη ἀλήθειας, παρὰ μόνον βαθμίδες στὴ μυητικὴ ἀπὸ ἑνότητος εἰς ἑνότητα ἀνάβαση τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεό, ἡ ὁποία συνεπάγεται καὶ μετουσίωση ὅλων τῶν ἀτελῶν. Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὡς ὁ Μ. Βασίλειος ἢ ὁ ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς μίλησαν γιὰ δύο ἀλήθειες, τὴν ἀλήθεια τοῦ κόσμου καὶ τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἡ διαίρεση αὐτὴ εἶναι εἰρωνικὴ καὶ ἀντιστοιχεῖ στὴν διαίρεση ἄρχοντος τοῦ αἰῶνος τούτου καὶ τοῦ μέλλοντος. Δεδομένης τῆς τιμῆς μὲ τὴν ὁποία περιέβαλλαν τὴν ὕλη δὲν πρέπει νὰ δοῦμε ἐδῶ δυαρχία, οὔτε κἂν ἀπόρριψη τῆς κλασικῆς παιδείας, τῆς ὁποίας ἄλλωστε καὶ οἱ ἴδιοι μετεῖχαν. ἐκεῖνο στὸ ὁποῖο ἀντιστάθηκαν ἦταν ἡ τάση νὰ ἀντικατασταθεῖ ἡ ἀποκάλυψη ἀπὸ τὴν ἐπινόηση, καὶ ἡ καθαρότητα τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὴ μόρφωση. Ἄλλωστε τοῦ Θεοῦ μετέχει ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος. Ἔτσι, ὅταν ὁ ἅγ. Γρηγόριος Νύσσης ἐπικρίνει τὸν Ἐπίκουρο γιὰ τὴν ἀνικανότητά του νὰ συλλάβει τὴν προέλευση τῶν κοσμικῶν στοιχείων, δὲν μιλάει γιὰ λογικὴ ἢ συναισθηματικὴ ἢ ἄλλη ἐπιμέρους ἀδυναμία, ἀλλὰ ἀποδίδει τὸ σφάλμα στὴν ὁλότητα τῆς ψυχῆς καὶ τὸν κατηγορεῖ ἁπλῶς γιὰ μικροψυχία.(178) Ἡ ψυχὴ διαιρεῖται κατ΄ ἐπίνοιαν, αὐτοδιαιρεῖται, δηλώνει ὁ Μάξιμος στὴ Μυσταγωγία, δὲν εἶναι πραγματικὴ ἡ διαίρεση,(179) καὶ αὐτὸ συμβαίνει μόνο ἐπειδὴ δὲν ἔχει τελείως στραφεῖ στὸν ἑαυτό της καὶ τὸν Θεό.(180) Ἐν Θεῷ ἀνακτᾶ τὸ δῶρο τῆς ἁπλότητας καὶ γνωρίζει τοὺς λόγους τῶν ὄντων «κατὰ ἁπλῆν προσβολήν». Ἡ παρατήρηση αὐτὴ τοῦ Μαξίμου εἶναι πολὺ σημαντικὴ γιὰ τὸ θέμα μας.

Στὸ ἴδιο κεφάλαιο τῆς Μυσταγωγίας ἀνέλυσε διεξοδικὰ πῶς διακρίνεται ἡ θεωρητικὴ καὶ πρακτικὴ λειτουργία τῆς ψυχῆς, πῶς κινεῖται ὁ νοῦς καὶ πῶς ὁ λόγος καὶ ἀκόμη διέκρινε μεταξὺ ἀλήθειας καὶ ἀγαθοῦ, γιὰ νὰ καταλήξει δηλώνοντας κατηγορηματικὰ πὼς ὅλες αὐτὲς οἱ διαιρέσεις καὶ διακρίσεις δὲν εἶναι παρὰ μόνο σωστικὲς καὶ προσωρινὲς μέθοδοι, μία νοητὴ κλίμακα στὴν προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἐπιστρέψει στὸν Θεό.(181) Μάλιστα ὁ Μάξιμος ἐπιμένει ὄχι μόνο στῆς ψυχῆς τὴν ἁπλότητα καὶ ἑνότητα(182) ἀλλὰ καὶ στοῦ σύμπαντος κόσμου κατὰ τὸν βαθμὸ τῆς διὰ τῆς ἀγάπης θεώσεώς του: ἑνοποίηση τῶν φύλων, ποὺ ὁδηγεῖ στὸν ἑνιαῖο ἄνθρωπο, - ἑνοποίηση παραδείσου καὶ οἰκουμένης, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἑνιαῖα γῆ, - ἑνοποίηση οὐρανοῦ καὶ γῆς, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἑνότητα τῶν αἰσθητῶν, - ἑνοποίηση νοητῶν καὶ αἰσθητῶν, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἑνιαία κτίση, - ἑνοποίηση κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου, ποὺ ὁδηγεῖ στὸ ἑνιαῖο Ὅλον, στὸ πλήρωμα τῆς θεώσεως: «ὅλος [ἐνν. ὁ ἄνθρωπος] ὅλῳ περιχωρήσας ὁλικῶς τῷ Θεῷ καὶ γενόμενος πᾶν ὅ τι περ ἔστιν ὁ Θεὸς χωρὶς τῆς κατ΄ οὐσίαν ταυτότητος καὶ ὅλον αὐτὸν ἀντιλαβὼν ἑαυτοῦ τὸν Θεὸν καὶ τῆς ἐπ΄ αὐτὸν τὸν Θεὸν ἀναβάσεως οἷον ἔπαθλον αὐτὸν μονώτατον κτησάμενος τὸν Θεόν, ὡς τέλος τῆς τῶν κινουμένων κινήσεως καὶ στάσιν βάσιμόν τε καὶ ἀκίνητον τῶν ἐπ΄ αὐτὸν φερομένων καὶ παντὸς ὅρου καὶ θεσμοῦ καὶ νόμου, λόγου τε καὶ νοῦ καὶ φύσεως ὅρον καὶ πέρας ἀόριστόν τε καὶ ἄπειρον ὄντα».(183)

Κατ΄ ἐπίγνωσιν τῆς θείας προελεύσεως ἀμφοτέρων τῶν συστατικῶν τοῦ ἀνθρώπου οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας θέλησαν νὰ δείξουν πῶς συνάπτεται ὁ νοῦς μὲ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα. Θεώρησαν ἕδρα τοῦ νοῦ ἄλλοτε τὴν καρδιά, ὅπως ὁ ἅγ. Μακάριος,(184) καὶ ἄλλοτε τὸν ἐγκέφαλο, ὅπως ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ἀπόψεις μὲ τὶς ὁποῖες διεφώνησε ὁ ἅγ. Γρηγόριος Νύσσης θεωρώντας ὅτι ὁ νοῦς διαπερνᾶ ὁλόκληρο τὸ σῶμα ἀλλά, ὡς ἄυλος, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ βρίσκεται ἐντὸς τοῦ σώματος. Τὴ στάση τοῦ ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης συμβίβασε μὲ τὶς δύο ἐπικρατέστερες πατερικὲς κατευθύνσεις ὁ ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς(185) ἐνῶ ὁ ἴδιος ἀσπάσθηκε τὴν ἄποψη τοῦ ἁγ. Μακαρίου.(186) Ὁ ἅγ. Ἀμβρόσιος Μεδιολάνων συνδέει τὸν νοῦ μὲ ὁλόκληρο τὸ κεφάλι καὶ μὲ τὴν καρδιὰ κατὰ τὸ ὑπόδειγμα τῆς κλίσεως τοῦ ἠγαπημένου μαθητῆ στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Χριστοῦ, καὶ σ΄ αὐτὴ τὴν περιγραφὴ μποροῦμε θαυμάσια νὰ δοῦμε πῶς συλλειτουργοῦν ἐγκέφαλος καὶ καρδιὰ καὶ τὸ σῶμα ὁλόκληρο κατὰ τὸ ἀπόρρητο μυστήριο τῆς ψυχῆς.(187)

Ἡ ἀναφορὰ τῶν Πατέρων στὴν συλλειτουργία νοῦ καὶ σώματος δὲν πρέπει νὰ νοηθεῖ οὔτε μηχανιστικά, ἐφόσον καὶ τὰ δύο στοιχεῖα ὀφείλουν τὴν αἰτία τῆς ὕπαρξής τους κατ΄ εὐθείαν ἕκαστο στὸν Θεό,(188) ἀλλὰ οὔτε καὶ οὐσιολογικά, ἐφόσον ὅλα τὰ ὄντα δημιουργοῦνται ὡς κατὰ χάριν μετοχὲς τοῦ ἐνεργοῦντος Θεοῦ. Δὲν ξέρουμε καὶ δὲν μποροῦμε νὰ ξέρουμε ποιά εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, μᾶς ἔχει ὅμως ἀποκαλυφθεῖ ἡ μεταξὺ τῶν θείων προσώπων καὶ τῆς οὐσίας τους σχέση, καὶ ἡ σχέση αὐτὴ ἀπετέλεσε κατὰ χάριν ἀρχέτυπο τῆς κτίσεως. Ὅπως ὑπενθύμισε ὁ ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς, «καὶ στὸν Μωϋσῆ ὁ Θεὸς δὲν εἶπε 'ἐγὼ εἶμαι ἡ οὐσία', ἀλλὰ 'ἐγὼ εἶμαι ὁ ὤν'· ἄρα δὲν προέρχεται ἀπὸ τὴν οὐσία ὁ ὤν, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ὄντα ἡ οὐσία· γιατὶ ὁ ἴδιος ὁ ὢν ἔχει συγκεντρώσει στὸν ἑαυτό του ὁλόκληρο τὸ εἶναι».(189)





ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ

Α = Ἁγ. Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Περὶ ἀγάπης κεφαλαίων ἑκατοντὰς πρώτη

Β = Ἁγ. Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Περὶ ἀγάπης κεφαλαίων ἑκατοντὰς δευτέρα

Γ = Ἁγ. Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Περὶ ἀγάπης κεφαλαίων ἑκατοντὰς τρίτη

Δ = Ἁγ. Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Περὶ ἀγάπης κεφαλαίων ἑκατοντὰς τετάρτη

Α α' = Ἁγ. Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Περὶ ἀγάπης κεφαλαίων ἑκατοντὰς πρώτη, κεφάλαιο πρῶτο , κ.ο.κ.





ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Μάξιμος ὀνομάζει τὸ ἔργο του: «ἰδοὺ πρὸς τῷ περὶ ἀσκητικοῦ βίου λόγῳ καὶ τὸν περὶ ἀγάπης πέπομφα λόγον τῇ σῇ ὁσιότητι, Πάτερ Ἐλπίδιε»· εἰς: Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν νηπτικῶν, τόμ. Β΄, ἔκδ. Ἀστέρος, Ἀθῆναι 1984, σ. 3.

[2] 628-630 μ.Χ. Βλ. Γεωργίου Δράγα, St. Maximus the Confessor: introduction and bibliography for the Athens reprinted edition of Migne᾽s Patrologia Graeca, vols. 90-91, PG 91, Ἀθῆναι 1989, σ. κα΄.

[3] Βλ. Π. Κ. Χρήστου, Ἑλληνικὴ Πατρολογία, τόμος Γ΄, Θεσ/νίκη, 1987, σ. 205.

[4] Ὁ Viller, μάλιστα, ἔφθασε νὰ ἰσχυρισθεῖ, «ὅτι ὁ Μάξιμος εἶχε τὴν κλίσιν νὰ οἰκειοποιεῖται τὸν κόπον ἄλλων» [εἰς: Χαράλαμπου Γ. Σωτηρόπουλου, Θέματα ἀσκητικῆς ζωῆς εἰς τὰ «κεφάλαια ἀγάπης» τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Ἀθῆναι 1993, σ. 26].

[5] Π. Κ. Χρήστου, Ἑλληνικὴ Πατρολογία, τόμος Ε΄, Θεσ/νίκη, 1992, σ. 276.

[6] Βλ. λῆμμα Εὐάγριος, ΘΗΕ, τ. 5, Ἀθῆναι 1964, στ. 994.

[7] Εἰς: Χ. Γ. Σωτηρόπουλου, ἔνθ. ἀν., σ. 26. Ἤδη στὴν ἐποχή του ὁ Μάξιμος εἶχε κατηγορηθεῖ γιὰ ὑπερβολικὴ ἐπίδραση ἀπὸ τὸν Ὠριγένη καὶ τὸν Εὐάγριο· βλ. Π. Κ. Χρήστου, Ἑλληνικὴ Πατρολογία, τόμος Ε΄, Θεσ/νίκη, 1992, σ. 278: « Ἐν τούτοις πρέπει νὰ ὁμολογηθῆ ὅτι εἶχεν ὁ ἴδιος τοιαύτην πρωτοτυπίαν σκέψεως, ὥστε νὰ δύναται νὰ διορθώση πολλὰς ἀπὸ τὰς πλάνας ἐκείνας. Πράγματι ἐν πολλοῖς τὸ ἔργον του ἦτο ἑρμηνευτικὸν καὶ διορθωτικὸν τῶν πρὸ αὐτοῦ διαπρεπῶν θεολόγων».

[8] «Πλὴν γινωσκέτω ἡ σὴ ἁγιωσύνη, ὅτι οὐδὲ ταῦτα τῆς ἐμῆς εἰσι γεώργια διανοίας· ἀλλὰ τοὺς τῶν Ἁγίων Πατέρων διελθὼν λόγους, κἀκεῖθεν τὸν εἰς τὴν ὑπόθεσιν συντείνοντα νοῦν ἀναλεξάμενος καὶ ἐν ὀλίγοις πολλὰ κεφαλαιωδέστερον συναγαγών, ἵνα εὐσύνοπτα γένωνται διὰ τὸ εὐμνημόνευτον, ἀπέστειλα τῇ σῇ ὁσιότητι»· βλ. Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν νηπτικῶν, τόμ. Β΄, ἔκδ. Ἀστέρος, Ἀθῆναι 1984, σ. 3.

[9] «ἐν ἰσαρίθμοις κεφαλαίων τῶν τεσσάρων Ἁγίων Εὐαγγελίων ἑκατοντάσιν»· βλ. Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν νηπτικῶν, τόμ. Β΄, ἔκδ. Ἀστέρος, Ἀθῆναι 1984, σ. 3.

[10] Γ κε΄. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Παν. Χρήστου (Τὸ μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου, Θεσ/νίκη 1983, σ. 23:) «εἰκὼν καὶ ὁμοίωσις Θεοῦ συνδέονται μεταξύ τους στενά, σὰν δύο ὄψεις τῆς ἰδίας λειτουργίας, σὲ τέτοιο σημεῖο μάλιστα, ὥστε ἡ εἰκὼν νὰ εἶναι δυνατὸ νὰ χαρακτηρισθῆ ὡς δυνάμει ὁμοίωσις καὶ ἡ ὁμοίωσις ὡς ἐνεργείᾳ εἰκών».

[11] Ἢ «ἀσώματη οὐσία», βλ. Δ ια΄,ιβ΄.

[12] Μάλιστα, ὁ νοῦς συγκροτεῖ διὰ τῶν νοημάτων δεύτερο κόσμο, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ εἰκόνα τοῦ αἰσθητοῦ: «ὥσπερ τὸ σῶμα ἔχει κόσμον τὰ πράγματα, οὕτω καὶ ὁ νοῦς ἔχει κόσμον τὰ νοήματα ( . . . ) ἅπερ γὰρ πράττει τὸ σῶμα κατ΄ ἐνέργειαν εἰς τὸν κόσμον τῶν πραγμάτων, ταῦτα πράττει καὶ ὁ νοῦς εἰς τὸν κόσμον τῶν νοημάτων». Ἐσωτερικεύοντας τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, ὁ νοῦς γίνεται ὁ «ἔσω ἄνθρωπος» (Δ ν΄). Ἀλλοῦ πάλι διαβάζουμε πὼς τὰ νοήματα εἶναι παιδιὰ τοῦ νοῦ. Ὁ ἄφρων νοῦς τὰ ἀγαπάει ἀκόμη κι ἂν εἶναι καταγέλαστα, ἐνῶ ὁ σοφὸς ἀπὸ τὴν πολλή του ἀγάπη γιὰ τὰ πράγματα ξέρει πάντοτε πὼς εἶναι κατώτερός τους καὶ πὼς ἡ γνώση του τὰ ἀδικεῖ (Γ νη΄). Ὁ νοῦς ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ ἀποβάλει τὴν ἐφάμαρτη στάση πρὸς τὸν κόσμο, ἂν δὲν πλησιάσει κάτι σπουδαιότερο, καὶ σπουδαιότερος ἀσυγκρίτως εἶναι ὁ Θεός (Γ ξγ΄). Ἕπεται πὼς ἡ θεολογία εἶναι προϋπόθεση καὶ ὄχι συνέπεια τῆς ἠθικῆς, καὶ εἶναι ἀληθινὴ καὶ ἀποτελεσματικὴ μόνο ἂν γίνεται μὲ πάθος: «ἡ ἄνευ πάθους τῶν θείων γνῶσις οὐ πείθει τὸν νοῦν εἰς τέλος καταφρονεῖν τῶν προσύλων, ἀλλ΄ ἔοικε λογισμῷ ψιλῷ πράγματος αἰσθητοῦ« (Γ ξε΄). Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, συνηθίζοντας ὁ νοῦς στὴν ἐγκράτεια καὶ τὴ μελέτη τῶν θείων πραγμάτων δὲν διαπλάθει ἀλλὰ ἀνακαλύπτει τὴν ἀληθινή του φύση καὶ τὸν Θεό: «πλατύνεταί τε ἐν τοῖς θείοις κατ΄ ὀλίγον προκόπτων καὶ τὸ οἰκεῖον γνωρίζει ἀξίωμα· καὶ τέλος, ὅλον τὸν πόθον ἐπὶ τὸ θεῖον μεταφέρει» (Γ οα΄). Θὰ μπορούσαμε, συνεπῶς, νὰ εἰκάσουμε πὼς τὰ εὐσεβιστικὰ παιδαγωγικὰ συστήματα αὐτοαναιροῦνται διότι προϋποθέτουν, ὄχι μόνο πὼς μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἀρετὴ χωρὶς ἐλευθερία ἀλλὰ καὶ πὼς ὁ ἄνθρωπος δὲν θέλει νὰ γνωρίσει τὸν ἑαυτό του ἢ πὼς ὁ ἑαυτός του δὲν εἶναι κάτι ποὺ ἀξίζει νὰ τὸ γνωρίσει. Γιὰ τὴν ἄρρηκτη σχέση ἐλευθερίας καὶ ἀρετῆς κατηγορηματικὸς εἶναι καὶ ὁ ἅγ. Γρηγόριος Νύσσης (Διάλογος περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως 64:) «πᾶν τὸ ἐλεύθερον τῷ ὁμοίῳ συναρμοσθήσεται· ἀρετὴ δὲ ἀδέσποτον. Οὐκοῦν ἐν ταύτῃ γενήσεται πᾶν τὸ ἐλεύθερον· ἀδέσποτον γὰρ τὸ ἐλεύθερον»· (ἔκδ. Ἀθηναγόρου Κοκκινάκη, ΕΠΕ 1, Θεσ/νίκη 1979, σ. 316). Πρβλ. Περὶ κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου 16,11: «ἀδέσποτον γάρ τι χρῆμα ἡ ἀρετὴ καὶ ἑκούσιον, τὸ δὲ κατηναγκασμένον καὶ βεβιασμένον ἀρετὴ εἶναι οὐ δύναται» (ἔκδ. Ἀρχιμ. Παγκρατίου Μπρούσαλη, Κατερίνη 1992, σ. 146).

[13] Ἐνῶ τὰ σώματα μεταδίδουν τὸ εὖ εἶναι μόνον θεωρούμενα (Δ ιβ΄).

[14] « . . .ἵνα ἅπερ ἐστὶν αὐτὸν κατ΄ οὐσίαν, γένηται ἡ κτίσις κατὰ μετουσίαν» (Γ κε΄).

[15] Γ κζ΄.

[16] Καὶ ἀποφασίζεται διηνεκῶς: « Ἀμεταμέλητα δὲ εἶναι τὰ χαρίσματα αὐτοῦ [ἐνν. τοῦ Θεοῦ]. Καὶ διὰ τοῦτο καί ἐστιν ἀεὶ καὶ ἔσται, τῇ παντοκρατορικῇ δυνάμει διακρατούμενα, εἰ καὶ ἔχει τὸ ὄν ἐναντίον, ὡς εἴρηται, ὡς ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι παραχθεῖσα [ἐνν. ἡ οὐσία τῶν ὄντων] καὶ ἐν τῇ βουλῇ αὐτοῦ ἔχουσα τὸ εἶναι αὐτὴν ἢ μὴ εἶναι» (Γ κη΄). Ἑπομένως ἡ κατὰ τὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως ἑβδομάδα τῆς δημιουργίας πρέπει νὰ νοηθεῖ ὡς ὑπαρκτικὴ ἱεράρχηση καὶ ὄχι ὡς χρονολογικὴ καταγραφὴ τετελεσμένων γεγονότων.

[17] Στὴν λογικὴ καὶ νοερὰ οὐσία μετέχουν οἱ ἄγγελοι (ἅγιες δυνάμεις καὶ δαίμονες) καὶ οἱ ἄνθρωποι (εὐσεβεῖς καὶ ἀσεβεῖς)· Γ κε΄.

[18] «Τὸ δὲ μετέχειν τῆς ἀγαθότητος αὐτοῦ καὶ τῆς σοφίας ἢ μὴ μετέχειν, ἐν τῇ βουλήσει τῶν λογικῶν ὑπάρχει» (Γ κζ΄).

[19] Πρβλ. Πρὸς Μαρῖνον, PG 91, 21a-b: «τὴν μὴν πρώτην τοῦ νοῦ κίνησιν, νόησιν καλοῦσι· τὴν δὲ περί τινος νόησιν, ἔννοιαν λέγουσι· ἥτις ἐπιμείνασα καὶ τυπώσασα τὴν ψυχὴν πρὸς τὸ νοούμενον, ἐνθύμησις προσαγορεύεται· ἡ δὲ ἐνθύμησις ἐν ταυτῷ μείνασα, καὶ ἑαυτὴν βασανίσασα, φρόνησις ὀνομάζεται· ἡ δὲ φρόνησις πλατυνθεῖσα, ποιεῖ τὸν διαλογισμόν· ἐνδιάθετον λόγον παρὰ τοῖς ταῦτα δεινοῖς ὀνομαζόμενον· ὃν ὑπογράφοντές φασι, κίνημα τῆς ψυχῆς εἶναι πληρέστατον ἐν τῷ διαλογιστικῷ γινόμενον, ἄνευ τινὸς ἐκφωνήσεως· ἐξ οὗ τὸν προφορικὸν λόγον φασὶ προϊέναι. Φρόνημα δὲ πάλιν εἶναι λέγουσι, τὴν ἐκ τῆς φρονήσεως ἐπιγινομένην τῷ φρονητικῷ γνῶσιν τοῦ φρονηθέντος».

[20] Δ ι΄.

[21] Α ιβ΄: « . . .ὑπὸ ἐκπλήξεως εἰς συναίσθησιν ἐλθὼν τῆς ἑαυτοῦ ταπεινώσεως». Πρβλ. Β πα΄.

[22] Πρβλ. τοὺς τρεῖς μακαρισμοὺς στὰ Α ιζ΄ (ἴση ἀγάπη πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους), ιη΄ (ἀποταγὴ παντὸς φθαρτοῦ καὶ προσκαίρου), ιθ΄ (ἀδιάλειπτη μετοχὴ στὴν θεία ὡραιότητα), ὅπου ὁ νοῦς ταυτίζεται σχεδὸν μὲ τὸν ἄνθρωπο, ἀντιπροσωπεύοντας ὅμως τὴν ὑψηλότερη διάστασή του, τὸ στοιχεῖο ποὺ δέχεται ἀφθονώτερη τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ.

[23] Δ ν΄: «τὸν ἔσω ἄνθρωπον, ὅς ἐστιν ὁ νοῦς ( . . . ) οὐκ ὀλίγος δὲ ἀγών, τὸν ἔσω ἄνθρωπον ποιῆσαι Μοναχόν».

[24] Α ι΄.

[25] Πρβλ. ὁσίου Μάρκου τοῦ Ἀσκητοῦ, Περὶ νόμου πνευματικοῦ, 69: «Ἂν θέλεις νὰ γιατρευτεῖς φρόντισε τὴ συνείδησή σου, ὅ,τι σοῦ λέει κάνε το, καὶ θὰ βρεῖς τὸ φάρμακο», καὶ 70: «Τὰ κρυφὰ κάθε ἀνθρώπου τὰ γνωρίζει ὁ Θεὸς καὶ ἡ συνείδηση· ἀπὸ αὐτὰ τὰ δύο καθένας ἂς διορθώνεται».

[26] «Μὴ ἀτιμάσῃς τὴν συνείδησιν, ἄριστά σοι ἀεὶ συμβουλεύουσαν. Γνώμην γὰρ θείαν καὶ ἀγγελικήν σοι ὑποτίθεται καὶ τῶν κρυπτῶν τῆς καρδίας μολυσμάτων ἐλευθεροῖ καὶ παρρησίαν πρὸς τὸν Θεὸν ἐν τῇ ἐξόδῳ σοι χαρίζεται» (Γ οθ΄). Ἡ συνείδηση εἶναι κυρίως συνείδηση ἀγνοίας καὶ ὡς τέτοια ἀποτελεῖ προϋπόθεση γιὰ τὴν ἀδιάλειπτη προκοπὴ στὴν γνώση: «σεαυτὸν ἐπιγνούς, συνήσεις πολλὰ καὶ μεγάλα καὶ θαυμαστὰ πράγματα· ἐπεὶ τὸ νομίζειν εἰδέναι, οὐκ ἐᾷ προκόπτειν εἰς τὸ εἰδέναι» (Γ π΄). Σὲ ἄλλο κεφάλαιο ἡ ἄγνοια θεωρεῖται ὡς πρὸς τὶς ἀνθρώπινες σχέσεις, ὁπότε ἡ συνείδηση εἶναι συνείδηση τῆς προσωπικῆς εὐθύνης πρὸς τὸν συνάνθρωπο, ἐντοπίζει τὴν κακία μέσα στὸν ἑαυτὸ καὶ προτρέπει στὴν τήρηση τῆς ἐντολῆς τῆς ἀγάπης: «πρόσεχε σεαυτῷ μήποτε ἡ χωρίζουσα ἐκ τοῦ ἀδελφοῦ κακία, οὐκ ἐν τῷ ἀδελφῷ, ἀλλ΄ ἐν σοὶ εὑρίσκηται, καὶ σπεῦσον αὐτῷ διαλλαγῆναι, ἵνα μὴ τῆς ἐντολῆς τῆς ἀγάπης ἐκπέσῃς» (Δ ιθ΄). Ἡ ἀδιαφορία γιὰ τὸν λόγο τῆς συνειδήσεως ἀποτελεῖ παραλογισμὸ («ἐρεύνησον τὴν συνείδησιν μετὰ πάσης ἀκριβείας . . . καὶ μὴ παραλογίζου ταύτην») διότι ἡ συνείδηση οὕτως ἢ ἄλλως γνωρίζει τὰ κρυπτά μας καὶ μᾶς κατηγορεῖ («τὰ κρυπτά σου γινώσκουσαν καὶ κατηγοροῦσάν σου») ὅποτε πλησιάζουμε πρὸς τὸν Θεό («ἐν τῷ καιρῷ τῆς ἐξόδου καὶ ἐν καιρῷ δὲ προσευχῆς πρόσκομμά σοι γενομένην») Δ λγ΄.

[27] Βλ. Α Ϛ΄: «Ὁ τῇ εἰς Θεὸν ἀγάπῃ τὸν νοῦν ἔχων προσηλωμένον. . .».

[28] Α η΄: «Ὁ τὸν νοῦν τῆς εἰς Θεὸν ἀγάπης καὶ προσεδρίας ἀποχωρίσας καί τινι τῶν αἰσθητῶν προσδεδεμένον ἔχων. . .».

[29] Ὅτι ὁ νοῦς μᾶς συνδέει εἴτε μὲ τὴν ψυχὴ εἴτε μὲ τὸ σῶμα σημαίνει πὼς ἔχει τὴν δυνατότητα εἴτε νὰ στραφεῖ στὸν ἑαυτό του καὶ τὸν Θεό, εἴτε νὰ διασπασθεῖ στὴν ποικιλόσχημη ἐξωτερικότητα. Γιὰ τὴν κατ΄ οὐσίαν ταύτιση νοῦ καὶ ψυχῆς λέγονται περισσότερα στὸ κεφ. Νοῦς, Ψυχή, Λόγος κατωτέρω.

[30] Πρβλ. Ματθ. 6,22-24: « Ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός· ἐὰν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινὸν ἔσται· ἐὰν δὲ ὁ ὁφθαλμός σου πονηρὸς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου σκοτεινὸν ἔσται. εἰ οὖν τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστί, τὸ σκότος πόσον; Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει».

[31] « Ἐξουσίαν δὲ ἔχει ὁ νοῦς καὶ δύναμιν, ᾧ θέλει, εἴτε ἕπεσθαι, εἴτε ἀντιστῆναι» (Γ Ϟα΄).

[32] « . . .τούτοις μὲν [ἐνν. τοῖς τῆς σαρκὸς πάθεσιν] ἐκ γενετῆς συναναστραφεὶς καὶ συνειθίσας, τοῦ δὲ πάντων κρείττονος καὶ ὑπὲρ τὰ πάντα οὔπω τελείαν εἴληφε πεῖραν» (Γ οα΄). Ἐπηρεάζεται, ἀλλὰ λιγώτερο, καὶ ἀπὸ τὰ «φυσικὰ σπέρματα», δηλαδὴ ἀπὸ μιὰ φυσικὴ κλίση πρὸς τὸ καλό· βλ. Β λβ΄: «καὶ τὰ μὲν φυσικὰ σπέρματα, ὡς ὅταν ὃ θέλωμεν ἵνα ποιῶσιν ἡμῖν οἱ ἄνθρωποι καὶ ἡμεῖς ὁμοίως ποιῶμεν αὐτοῖς, ἢ ὡς ὅταν ἴδωμέν τινα ἐν στενώσει ἢ ἐν ἀνάγκῃ καὶ φυσικῶς ἐλεῶμεν». Τὰ «φυσικὰ σπέρματα» ἀναφέρει ὁ Μάξιμος ὡς ἀντίθετα πρὸς τὰ πάθη· βλ. τὸ Γ Ϟβ΄. Τὸν νοῦ ἀκόμη ἐπηρεάζουν διὰ τοῦ σώματος ἡ δίαιτα καὶ οἱ κλιματολογικὲς συνθῆκες (Β Ϟβ΄).

[33] Δ νϚ΄.

[34] Τὰ ἠθικὰ κατορθώματα καθ΄ ἑαυτὰ ἐπέχουν κτηνῶν λόγον: «κτηνοτρόφος μέν ἐστι νοητός, ὁ πρακτικός. Κτηνῶν γὰρ λόγον ἐπέχουσι τὰ ἠθικὰ κατορθώματα» (Β νε΄).

[35] Δ νδ΄: «ἀρετὴ μὲν χρονίζουσα, νεκροῖ τὰ πάθη· ἀμελουμένη δέ, πάλιν ἐγείρει αὐτά». Πρβλ. Δ νζ΄: «Μερικῆς γνώσεως παρὰ τοῦ Θεοῦ καταξιωθείς, μὴ ἀμέλει ἀγάπης καὶ ἐγκρατείας. Αὗται γὰρ τὸ παθητικὸν μέρος τῆς ψυχῆς ἐκκαθαίρουσαι, τὴν ἐπὶ τὴν γνῶσιν ὁδὸν ἀεί σοι εὐτρεπίζουσιν».

[36] Δ οη΄: «ἐπιμελεῖσθαί σε τοῦ βίου, ἵνα ὁ ἔσω ἄνθρωπος τῶν παθῶν ἐλευθερωθείς, ἄρξηται ἀπ΄ ἐντεῦθεν τῆς τῶν μελλόντων ἀγαθῶν ἀπολαύσεως».

[37] Δ νϚ΄.

[38] Διὰ τῆς ἔμφυτης πρὸς τὸ ἀγαθὸ διαθέσεως (τῶν φυσικῶν σπερμάτων) καὶ τῆς ἐνσυνείδητης ἐπιλογῆς τοῦ ἀγαθοῦ (τῆς ἀγαθῆς προαιρέσεως)· βλ. Β λβ΄ καὶ Γ Ϟβ΄.

[39] Ἂν καὶ δὲν παύει νὰ κινδυνεύει· βλ. Γ Ϟε΄: «οὐ δύναται δὲ ταῦτα [δηλ τὴν ἀπάθεια, τὴ γνώση καὶ τὴν προσευχή] τηρεῖν ἀεὶ ἐκ τῶν τῆς σαρκὸς ἀναδόσεων διὰ τῆς τῶν δαιμόνων ἐπιβουλῆς καπνιζόμενος».

[40] Γ Ϟγ΄: «τὸν καθαρὸν νοῦν, ποτὲ μὲν αὐτὸς ὁ Θεὸς αὐτῷ ἐπιβαίνων διδάσκει· ποτὲ δὲ αἱ ἅγιαι δυνάμεις τὰ καλὰ ὑποτίθενται· ποτὲ δὲ ἡ φύσις τῶν πραγμάτων θεωρουμένη»· πρβλ. τὰ Β λβ΄ καὶ Γ Ϟβ΄.

[41] Βλ. Μυσταγωγία 1, κριτικὴ ἔκδοσις ὑπὸ Χ. Γ. Σωτηρόπουλου, Ἀθῆναι 19932, σ. 154 (PG 91, 668a).

[42] Δ ιε΄.

[43] Βλ. Δ με΄.

[44] Β πγ΄.

[45] Δ με΄: «Κατὰ φύσιν ὁ νοῦς ἐνεργεῖ, ὅταν τὰ πάθη ἔχῃ ὑποτεταγμένα καὶ τοὺς λόγους τῶν ὄντων θεωρῇ καὶ πρὸς τὸν Θεὸν διάγῃ». Περὶ τῶν λόγων τῶν ὄντων βλ. Πρὸς Θαλάσσιον 13, PG 90, 296a: «πάντα γὰρ τὰ ποιήματα τοῦ Θεοῦ κατὰ φύσιν μετὰ τῆς δεούσης ἐπιστήμης γνωστικῶς ὑφ᾽ ἡμῶν θεωρούμενα, τοὺς καθ΄ οὓς γεγένηνται λόγους κρυφίως ἡμῖν ἀπαγγέλουσι, καὶ τὸν ἐφ΄ ἑκάστῳ ποιήματι θεῖον σκοπὸν ἑαυτοῖς συνεκφαίνουσι». Πρβλ. ἁγ. Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, Περὶ θείων ὀνομάτων 5,8: «παραδείγματα δέ φαμεν εἶναι τοὺς ἐν τῷ Θεῷ τῶν ὄντων οὐσιοποιοὺς καὶ ἑνιαίως προϋφεστῶτας λόγους, οὓς ἡ θεολογία προορισμοὺς καλεῖ καὶ θεῖα καὶ ἀγαθὰ θελήματα, τῶν ὄντων ἀφοριστικὰ καὶ ποιητικά, καθ΄ οὓς ὁ ὑπερούσιος τὰ ὄντα πάντα καὶ προώρισε καὶ παρήγαγεν». Πρβλ. τὸ Δ οζ΄: «τίς δέ σε ἐδίδαξε τοὺς περὶ ἀσωμάτων λόγους; Ἢ τοὺς περὶ γενέσεως καὶ συντελείας τοῦ κόσμου; Ἢ περὶ τῆς ἐκ νεκρῶν ἀναστάσεως καὶ αἰωνίου ζωῆς;» κλπ., ὅπου φαίνεται καθαρὰ ὅτι οἱ λόγοι τῶν ὄντων δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ταυτισθοῦν μὲ τά, ἔστω ὀρθά, συμπεράσματα τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν. Καὶ πῶς θὰ μποροῦσαν νὰ γίνουν ἀντικείμενο ἐπιστημονικῆς ἀναλύσεως, θελήματα τοῦ Θεοῦ ὄντες καὶ ἄπειροι καὶ ἄκτιστοι; «Ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς», γράφει ὁ Παν. Χρήστου, «υἱοθετώντας αὐτὴν τὴν ἄποψι σὲ γενικὲς γραμμές, ταυτίζει τοὺς λόγους μὲ τὶς ἀΐδιες ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ποὺ οὔτε στὴν οὐσία ἀνήκουν οὔτε αὐτοτελῆ πράγματα εἶναι, ἀλλὰ ἀρύονται τὴν ὕπαρξί τους ἀπὸ τὴν προσωπότητα τοῦ Θεοῦ ὡς ἐνυπόστατα» (Τὸ μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου, Θεσ/νίκη 1983, σ. 20). Γιὰ τὴν ἀδυναμία τῆς λογικῆς καὶ τῆς ἐπιστήμης νὰ νοήσει τοὺς θείους λόγους τῶν ὄντων μιλάει ὁ ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς στοὺς῾Υπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων λόγους.

[46] Ἡ ἁμαρτία ὁδηγεῖ στὸν θάνατο νοούμενο ὡς χωρισμὸ ἀπὸ τὸν Θεό. Ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν θεὸ ἐπιφέρει κατ΄ ἀνάγκην καὶ τὸν σωματικὸ θάνατο: «Θάνατος μέν ἐστι κυρίως ὁ τοῦ Θεοῦ χωρισμός, κέντρον δὲ θανάτου ἡ ἀμαρτία. Ὃ δεξάμενος ὁ Ἀδὰμ ( . . . ) τοῦ Θεοῦ ἐξόριστος γίνεται· ᾧ ἐπηκολούθησεν ἐξ ἀνάγκης καὶ ὁ τοῦ σώματος θάνατος» (Β Ϟγ΄). Ἀντιστοίχως, ζωὴ εἶναι ὁ Χριστός: «Ζωὴ δὲ κυρίως ἐστὶν ὁ εἰπών· ἐγώ εἰμι ἡ ζωή» (ἔνθ. ἀν.). Μετὰ τὴν πτώση ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ καθίσταται «σκιὰ θανάτου» καὶ προκαλεῖ τρόμο, χωρὶς ὅμως νὰ ἀναιρεῖται ἡ δυνατότητα κοινωνίας μὲ τὸν Θεό (Β ϞϚ΄).

[47] «Μὴ παραχρῶ τοῖς νοήμασιν, ἵνα μὴ ἐξ ἀνάγκης καὶ τοῖς πράγμασι παραχρήσῃ· ἐὰν γὰρ μή τις πρῶτον κατὰ διάνοιαν ἁμάρτῃ, οὐκ ἂν ἁμάρτῃ ποτὲ κατ΄ ἐνέργειαν» (Β οη΄). Πρβλ. Β πβ΄: «τὴν κακίαν, ἥτις ἐστὶν ἡ ἐσφαλμένη χρῆσις τῶν νοημάτων, ᾗ ἐπακολουθεῖ ἡ παράχρησις τῶν πραγμάτων», καὶ Δ ιδ΄: «οὐ περὶ τὴν οὐσίαν τῶν γεγονότων τὸ κακὸν θεωρεῖται, ἀλλὰ περὶ τὴν ἐσφαλμένην καὶ ἀλόγιστον κίνησιν».

[48] Ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς δαίμονες οἱ ὁποῖοι κυριεύουν καὶ τυραννοῦν: «Καὶ τοὺς μὲν ἀγγέλους, λόγῳ, φασίν, ἀλλοιοῦν [ἐνν. τὴν κρᾶσιν τοῦ σώματος], τοὺς δὲ δαίμονας δι΄ ἐπαφῆς» (Β Ϟβ΄).

[49] Α λβ΄.

[50] Ἡ ἀγάπη εἶναι πάθος, καὶ σ΄ αὐτὸ τὸ πάθος θεμελιώνεται ἡ ἕνωση μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἡ ἀληθινὴ θεολογία: «δεῖται τοῦ μακαρίου πάθους τῆς ἁγίας ἀγάπης, τῆς συνδεσμούσης τὸν νοῦν τοῖς πνευματικοῖς θεωρήμασι καὶ πειθούσης προτιμᾶν τῶν ὑλικῶν τὰ ἄυλα καὶ τῶν αἰσθητῶν τὰ νοητὰ καὶ θεῖα» (Γ ξϚ΄). Χωρὶς τὸ πάθος τῆς ἀγάπης ἡ θεολογία εἶναι «ψιλὴ γνῶσις μετὰ οἰήσεως» τὴν ὁποία γρήγορα ἀκολουθεῖ ἡ «τῆς γνώσεως σκότωσις καὶ ἡ παντελὴς τοῦ νοῦ περὶ τὰ ὑλικὰ ἐκτροπή» (Γ ξθ΄).

[51] Α λβ΄: «τὸν καθαρὸν νοῦν φυσικῶς διὰ τῆς ἀγάπης πρὸς ἑαυτὴν ἐπισπᾶται». Πρβλ. τὸ Α Ϟ΄ ὅπου ἡ γνῶσις εἶναι «γνῶσις τῶν ἀοράτων», ἡ ὁποία καταργεῖται διὰ τῆς γνώσεως τῆς Ἁγίας Τριάδος (Α Ϟδ΄). Ἡ θεία γνώση ὁδηγεῖ στὴν ὀρθὴ κατανόηση τῶν κτισμάτων: «ὁ τῆς δικαιοσύνης ἥλιος, τῷ καθαρῷ νῷ ἀνατέλλων, καὶ ἑαυτὸν δείκνυσι καὶ πάντων τῶν ὑπ΄ αὐτοῦ γεγονότων καὶ γενησομένων τοὺς λόγους» (Α Ϟε΄).

[52] Α γ΄. Πρβλ. Α πε΄ καὶ πϚ΄. Ἡ θεωρητικὴ κίνηση τοῦ νοῦ πραγματοποιεῖται διὰ τῶν καθαρῶν νοημάτων τῶν πραγμάτων (Α πζ΄).

[53] Α Ϟα΄.

[54] Πρβλ. ἐπίσης ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου Λόγον 40,45: «τοσοῦτον ἄνθρωπον διὰ σέ, ὅσον σὺ γίνῃ δι΄ ἐκεῖνον Θεός».

[55] Α θ΄.

[56] Α θ΄, Β ιβ΄. Πρβλ. Γ κ΄: «Καὶ ἐκ τούτου [ἐνν. ἐκ τῆς ἐπιδράσεως τῶν ἐμπαθῶν λογισμῶν στὴν ψυχή] συμβαίνει τὸν νοῦν ὀφθαλμιᾶσαι πρὸς τὴν πνευματικὴν θεωρίαν καὶ τὴν τῆς προσευχῆς ἐκδημίαν». Τὸν νοῦ ἐπίσης διαστρέφει ἡ ὑπέρμετρη ἄσκηση: «ὁ τὴν πνευματικὴν ὁδὸν ὁδεύειν μὴ ἐπιστάμενος ( . . . ) ὅλην τὴν σχολὴν περὶ τὴν σάρκα ἔχει· καὶ ἢ γαστριμαργεῖ καὶ ἀκολασταίνει, λυπεῖται καὶ ὀργίζεται καὶ μνησικακεῖ, καὶ ἐντεῦθεν τὸν νοῦν σκοτίζει, ἢ ἀμέτρως τῇ ἀσκήσει κέχρηται καὶ θολεῖ τὴν διάνοιαν» (Δ ξε΄).

[57] Ἡ μητέρα τῶν παθῶν· « . . .φιλαυτία δέ ἐστι τὸ πρὸς τὸ σῶμα πάθος» (Β η΄), «ἡ τοῦ σώματος ἄλογος φιλία» (Β νθ΄).

[58] Πρβλ. ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης, ἔνθ. ἀν., 2: «ἡ δὲ τῆς ζωῆς φροντὶς πάντως διὰ τὸν τοῦ θανάτου φόβον γίνεται» (ἔκδ. Ἀθηναγόρου Κοκκινάκη, σ. 212). Στὸν φόβο τοῦ θανάτου ἀποδίδει ἐπίσης τὴν παιδοποιΐα ὁ ἅγ. Γρηγόριος Νύσσης (βλ. Περὶ κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου 17,1).

[59] Γ λδ΄.

[60] «λογισμῶν ἀνεχόμενος ἐπιθυμίας καὶ θυμοῦ«· Α μθ΄.

[61] Α ν΄.

[62] Α μθ΄.

[63] Α ξζ΄. Πρβλ. ἐπίσης τὸ Α νβ΄ ὅπου ἡ ἀκηδία συνδέεται μὲ τὴ λύπη, καὶ οἱ δύο ἐμφανίζονται «ἐν τῷ καιρῷ τῶν πειρασμῶν» καὶ ἀντιμετωπίζονται μὲ γενναία ὑπομονή.

[64] Α λγ΄.

[65] Δ μϚ΄.

[66] Α λγ΄. Ἄγνοια καὶ λήθη κατὰ τὸν Μάξιμο φαίνεται σχεδὸν νὰ ταυτίζονται: «ὥσπερ τὸ κακὸν στέρησίς ἐστι ἀγαθοῦ καὶ ἡ ἀγνωσία στέρησίς ἐστι γνώσεως» (Γ κθ΄).

[67] Α ξζ΄.

[68] Α μϚ΄-ζ΄.

[69] Φαντασίες ἢ μνῆμες (Α ξγ΄).

[70] Α μθ΄.

[71] «τὸν νοῦν ἄτυφον ἀπεργάζεται [ἐνν. ἡ ἀγάπη] καὶ προκόπτειν εἰς τὴν γνῶσιν ἀεὶ παρασκευάζει» Δ ξ΄. Πρβλ. Δ ξα΄: «ἡ οὖν ἀγάπη τὰ τρία ἀνατρέπει· τὴν μὲν οἴησιν, ἐπειδὴ οὐ φυσιοῦται· τὸν δὲ ἔνδον φθόνον, ἐπεὶ οὐ ζηλοῖ· τὸν δὲ ἔξωθεν, ἐπειδὴ μακροθυμεῖ καὶ χρηστεύεται».

[72] Β ε΄. Στὸ Γ γ΄ ἀντὶ τῆς συναρτήσεως λήθης καὶ ἀγνοίας ἔχουμε τὴν συνάρτηση ἀγνωσίας καὶ ἀφροσύνης καὶ ἀντιτιθέμενες τὴ γνώση καὶ τὴ φρόνηση. Τὴν ἀντίθεση λήθης καὶ μνήμης ὡς ἐν τῇ ψυχῇ συμβεβηκότων ἴδε καὶ εἰς Β οϚ΄.

[73] Β δ΄. Ἡ γνώση νοεῖται ὡς ἀνάμνηση ἀλλὰ ὄχι πλατωνικῶς. Περιέχον τῆς διαδικασίας τῆς ἀναμνήσεως κατὰ τὴν ὀρθόδοξη πνευματικότητα δὲν εἶναι ἡ προΰπαρξη τῶν ψυχῶν, ἡ μετενσάρκωση καὶ ἡ διάσταση ἀπὸ τῆς ὕλης, ἀλλὰ ἡ ἐπ΄ ἀγαθῷ δημιουργία τοῦ ψυχοσωματικοῦ ἀνθρώπου, ἡ αὐτοπροαίρετος ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τὸν Θεό, τὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἄτρεπτος ἀνάσταση, τὴν ὁποία κατὰ χάριν καὶ ἐν μέρει ἐπιτυγχάνουν οἱ πιστοὶ ἤδη κατὰ τὸν παρόντα αἰώνα. Ἡ ψυχὴ λοιπὸν δὲν καλεῖται νὰ πολεμήσει τὴν ὕλη, γιατὶ αὐτὸς ἀκριβῶς ὁ πόλεμος ἀποτελεῖ μία ἀπὸ τὶς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας· καλεῖται νὰ συμφιλιωθεῖ μὲ τὴν ὕλη βυθιζόμενος στὸ μυστήριο τῶν ὄντων καὶ δι΄ αὐτῶν στὶς ἄυλες καὶ ἄμορφες θεῖες ἐνέργειες.

[74] Βλ. Δ ξγ΄: «ὅλον τὸν νοῦν σου περὶ τὰ ἔνδον τρέψον», καὶ ξδ΄: «ὁ ἀδιαλείπτως περὶ τὰ ἔνδον τὰς διατριβὰς ποιούμενος, σωφρονεῖ, μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, ταπεινοφρονεῖ. Οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ θεωρεῖ καὶ θεολογεῖ καὶ προσεύχεται· καὶ τοῦτό ἐστιν, ὃ λέγει ὁ Ἀπόστολος πνεύματι περιπατεῖτε». Ἡ περὶ τὰ ἔνδον στροφὴ θεμελιώνεται στοὺς «ἐν ἡμῖν θείους θησαυροὺς» τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Πρβλ. ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης, Ἑρμηνεία εἰς τὸ Ἄσμα ἀσμάτων Γ΄: «τῶν φίλων τοῦ νυμφίου τὸ ἀσφαλὲς τῆς ἀληθείας κριτήριον ὑφηγησαμένων τὸ πρὸς ἑαυτὴν βλέπειν τὴν ψυχὴν καὶ ἑαυτὴν γινώσκειν ( . . . ) πῶς γὰρ ἄν τις ἄλλο τι μάθοι ἑαυτὸν ἀγνοῶν;» (εἰς: ΕΠΕ 7, Θεσ/νίκη 1989, σ. 86). Πρβλ. Πλάτωνος, Ἀλκιβιάδης 133b: «καὶ ψυχὴ εἰ μέλλει γνώσεσθαι αὑτήν, εἰς ψυχὴν αὐτῇ βλεπτέον».

[75] Α λδ΄.

[76] Β ιϚ΄. Πρβλ. τὸ Γ λε΄: ἡ ψυχὴ «κατὰ φύσιν ἐνεργεῖ, ὅταν αἱ παθητικαὶ αὐτῆς δυνάμεις, ὁ θυμός, λέγω, καὶ ἡ ἐπιθυμία, ἐν τῇ τῶν πραγμάτων καὶ τῶν ἐν αὐτοῖς νοημάτων προσβολῇ, ἀπαθεῖς διαμείνωσι». Πρβλ. Γ μβ΄: «πάθος δέ, οἷον φιλία ἄλογος ἢ μίσος ἄκριτον. . .», φράση ποὺ ἐπαναλαμβάνεται σὲ πολλὰ κεφάλαια. Παρὰ φύσιν κίνησις τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ κακία (Α λϚ΄). Πρβλ. Α κ΄, ὅπου ἡ ἐπιθυμία ἀποτελεῖ ἐπίταση τῆς πρόνοιας τῆς σαρκός, καὶ τὸ μίσος ὡς μνησικακία συνδέει μὲ τὰ πρόσκαιρα καὶ συνεπάγεται βλασφημία· ἐξαρτώμενοι ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα λατρεύουμε τὴν κτίση.

[77] ῾Υπάρχουν ἐπίσης ψυχὲς ἄλογες καὶ ψυχὲς ἀναίσθητες (Γ λα΄). Οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς ἐν γένει διακρίνονται (καὶ) ἀπὸ τὸν Μάξιμο σὲ τρία εἴδη: 1) θρεπτική, 2) φανταστικὴ καὶ ὁρμητικὴ (δὲν ὑπάρχει στὰ φυτά), 3) λογιστικὴ καὶ νοητικὴ (δὲν ὑπάρχει στὰ φυτὰ καὶ στὰ ἄλογα ζῶα). «καὶ αἱ μὲν δύο δυνάμεις φθαρταί· ἡ δὲ τρίτη ἄφθαρτος καὶ ἀθάνατος ἀποδείκνυται» (Γ λβ΄).

[78] Δ ιε΄: «εὐλόγως κινεῖται ἡ ψυχή, ὅταν. . .».῾Υπάρχει ὅμως καὶ ἄλογη (καὶ συνεπῶς αὐτοκαταστροφικὴ) κίνηση τοῦ ἴδιου τοῦ λόγου. Ἡ δύναμη ποὺ κατευθύνει τὸν λόγο πρὸς τὸ εὔλογον ἢ τὸ ἄλογον, εἶναι ἡ ἐλεύθερη θέληση: «τὸ δὲ ἀγαθὰ ταῦτα εἶναι κατὰ προαίρεσιν, ἢ φαῦλα, ἐν τῷ θελήματι τῶν γεγονότων ὑπάρχει» (Δ ιγ΄).

[79] Β ιϚ΄: «Πάθος ἐστί, κίνησις ψυχῆς παρὰ φύσιν ἢ ἐπὶ φιλίαν ἄλογον ἢ ἐπὶ μίσος ἄκριτον». Πρβλ. ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ,῾Υπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων Β 2,20: «ζῶν τοίνυν καὶ ἐνεργὸν παραστῆσαι δεῖ τῷ Θεῷ τὸ τῆς ψυχῆς παθητικόν, ἵνα ᾖ θυσία ζῶσα» (ἔκδ. Παν. Χρήστου, ΕΠΕ 2, Θεσ/νίκη 1982, σ. 392).

[80] Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ νόμος τοῦ Χριστοῦ (Α νζ΄). Πρβλ. ἐπίσης τὰ Δ κ΄: «Μὴ καταφρονήσῃς τῆς ἐντολῆς τῆς ἀγάπης, ὅτι δι΄ αὐτῆς υἱὸς Θεοῦ ἔσῃ· ἣν παραβαίνων, υἱὸς γεένης εὑρεθήσῃ», καὶ Δ λε΄: «Οὐ δύναται ψυχὴ λογικὴ πρὸς ἄνθρωπον μῖσος τρέφουσα, πρὸς τὸν Θεὸν εἰρηνεῦσαι, τὸν τῶν ἐντολῶν δοτῆρα».

[81] Ἡ ὁποία ἐκφράζεται κατ΄ ἀρχὴν ὡς συναίσθημα, ὅπως καὶ τὰ ἰσχυρότερα πάθη (Α ξϚ΄) ἀλλὰ ἐν τέλει ἱδρύεται στὸν ἑνοποιημένο νοῦ: «ταύτης δὲ [ἐνν. τῆς γηίνης προσπαθείας] ὁ νοῦς χωρισθείς, ἕξει τὴν εἰς Θεὸν ἀγάπην»· Α γ΄.

[82] Ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὴν θετικὴ ἔκφραση τῆς ἐγκράτειας καὶ ἐκφράζεται κυρίως ὡς ἐπιθυμία καθαρότητος· βλ. Β κε΄-κϚ΄.

[83] Βλ. τὸ Δ ξϚ΄ ὅπου τὸ ἔλλογον ταυτίζεται μὲ τὸ μετρημένο, τὸ συνετὸ καὶ τὸ ἀπαθές.

[84] Βλ. Δ ο΄· «πάντες ἄρα οἱ θησαυροὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν εἰσιν ἀπόκρυφοι», ἔτσι ὥστε ἡ γνώση εἶναι προϊὸν ἀσκήσεως: «φανεροῦνται δὲ τῇ καρδίᾳ, κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς ἑκάστου, διὰ τῶν ἐντολῶν καθάρσεως». Πρβλ. Δ οζ΄, ὅπου τοὺς περὶ τὸν Θεὸ καὶ τὴν κτίση λόγους διδάσκει ἡ ἐν ἡμῖν χάρις τοῦ Χριστοῦ. Τῆς σοφίας αὐτῆς καὶ τῆς γνώσεως δὲν ὑπάρχει τίποτα ὑψηλώτερο. Ὁ νοῦς ἀνάγεται στὴν δημιουργὸ («τεχνικὴ») σοφία τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς ὁποίας καὶ ἐντὸς τῆς ὁποίας ἐκτίσθησαν τὰ ὄντα (Γ κβ΄,κδ΄· πρβλ. καὶ Δ δ΄: «τὴν ἐξ ἀιδίου ἐν ἑαυτῷ ὁ Δημιουργὸς τῶν ὄντων προϋπάρχουσαν γνῶσιν, ὅτ᾽ ἐβουλήθη, οὐσίωσε καὶ προεβάλετο»). Πρβλ. τὸ Γ με΄ ὅπου ὁ Μάξιμος ἐπισημαίνει τὴν ὑπέρβαση κάθε γνώσεως μέσα στὴν προσωπικὴ σχέση μὲ τὸν Θεό: «ἡ δὲ γνῶσις, διὰ τὸν γινώσκοντα· ὁ δὲ γινώσκων, διὰ τὸν ἀγνώστως γινωσκόμενον καὶ ὑπὲρ γνῶσιν γινώσκοντα».

[85] Γ γ΄. Πρβλ. περίπου τὸ ἴδιο στὸ Γ λζ΄ ὅπου ἡ συναίσθηση τῆς ἀπόλυτης ἀγαθότητας θεωρεῖται κριτήριο γιὰ νὰ δοκιμάζουμε ἂν εἶναι πραγματικὴ ἡ γνώση μας γιὰ τὸν Θεό: «γνῶσιν ἔχει Θεοῦ καὶ τῶν θείων, ὁ μὴ σκανδαλιζόμενος εἴς τινα, εἴτε διὰ παραπτώματα, εἴτε διὰ λογισμοὺς ἐξ ὑπονοίας».

[86] Α μ΄.

[87] Ἁγ. Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Εἰς τὴν προσευχὴν τοῦ Πάτερ ἡμῶν: «ὁ μὲν λόγος ἐστὶ τῶν διεστώτων ἕνωσις, ἡ δὲ ἀλογία τῶν ἡνωμένων διαίρεσις» (βλ. Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν νηπτικῶν, τόμ. Β΄, ἔκδ. Ἀστέρος, Ἀθῆναι 1984, σ. 189). Ἡ ἕνωση καταργεῖ τὴ διαίρεση, ὄχι τὴ διαφορά - ἀντιθέτως, μάλιστα, μόνον ἡ ἕνωση διασώζει καὶ ἐκφράζει τὴ διαφορὰ τῶν κοινωνούντων· πρβλ. Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Ὅροι διάφοροι, PG 91, 153b: «διαφορά ἐστι λόγος, καθ΄ ὃν ἡ πρὸς ἄλληλα τῶν σημαινομένων ἑτερότης σώζεσθαι πέφυκε, καὶ τοῦ πῶς εἶναι δηλωτικός».

[88] Α να΄.

[89] Πρβλ. Ματθ. 10.32: «πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς».

[90] Ἡ ὁποία καὶ θεμελιώνει τὴν πρὸς τὸν Θεὸ ἀγάπη, θέση ποὺ τεκμηριώνει ὁ Μάξιμος μὲ τὰ γραφικὰ Ἰω. 14.15,23 καὶ 15.12.

[91] Χωρὶς πάλι αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι ἡ πρὸς ἀνθρώπους ἀγάπη ὑστερεῖ: «ἣν ἀγάπην καὶ οἴδαμεν καὶ ὀνομάζομεν, οὐκ ἄλλην καὶ ἄλλην μεμερισμένως Θεῷ καὶ τῷ πλησίῳ προσνέμοντες, ἀλλὰ μίαν καὶ τὴν αὐτὴν ὅλην· Θεῷ μὲν ὀφειλομένην, ἀνθρώπους δὲ ἀλλήλοις ἐπισυνάπτουσαν» (Πρὸς Ἰωάννην κουβικουλάριον περὶ ἀγάπης, PG 91, 401d).

[92] Εἴτε καθαρὴ καὶ πλήρη, γιὰ τοὺς καθαρούς, εἴτε οἰκονομικὴ καὶ διορθωτική, πρὸς τοὺς ἐμπαθεῖς, Α ιγ΄. Πρβλ. Α οα΄ ὅπου ἡ ἀγάπη διακρίνεται σὲ ἀγάπη πρὸς φίλους καὶ ἀγάπη πρὸς ἐχθρούς, «τοὺς μὲν σπουδαίους, ὡς φίλους, τοὺς δὲ φαύλους, ὡς ἐχθροὺς ἀγαπᾶ»· εὐεργεσία, μακροθυμία καὶ ὑπομονὴ συνεισφέρουν στὴν διαμόρφωση τῆς πρὸς τοὺς ἐχθροὺς ἀγάπης: «εὐεργετοῦσα καὶ μακροθυμοῦσα, ὑπομένουσα τὰ παρ΄ αὐτῶν ἐπαγόμενα, τὸ κακὸν τὸ σύνολον μὴ λογιζομένη, ἀλλὰ καὶ πάσχουσα ὑπὲρ αὐτῶν, εἰ καιρὸς καλέσειεν».

[93] Πρβλ. Α κγ΄: «ὁ τὸν Θεὸν ἀγαπῶν, καὶ τὸν πλησίον πάντως ἀγαπᾶ». Πρβλ. Δ πβ΄: «σπούδασον ὅσον δύνασαι πάντα ἄνθρωπον ἀγαπῆσαι», καὶ Δ Ϟε΄: «πάντα ἄνθρωπον ἐκ ψυχῆς ἀγαπητέον· ἐπὶ τῷ Θεῷ δὲ μόνῳ τὴν ἐλπίδα θετέον· καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος αὐτὸν θεραπευτέον».

[94] Α λγ΄,λδ΄.

[95] Α ιθ΄.

[96] Α ι΄. Ὁ Μάξιμος χρησιμοποιεῖ τὴν εἰκόνα αὐτὴ γιὰ νὰ ὑπογραμμίσει τὴν ὑπερβατικότητα τοῦ Θεοῦ, δὲν προσβάλλει τὴν ἀξία τῶν ὄντων· πρβλ. π.χ. τὸ Δ νϚ΄: «ἅπας ὁ σκοπὸς τῶν ἐντολῶν τοῦ Σωτῆρος, ἵνα ( . . . ) εἰς τὴν αὐτοῦ ἀγάπην καὶ τοῦ πλησίον ἀγάγῃ, ἐξ ὧν [δηλ. ἀμφοτέρων] τίκτεται τὸ φέγγος τῆς κατ΄ ἐνέργειαν ἁγίας γνώσεως»)· ἡ ἀγάπη μεγαλώνει καὶ διευρύνεται, δὲν μεθίσταται, ὥστε καμμιὰ στατιστικὴ ἀντιμετώπιση δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἀποδεκτή: «εἰ δὲ πολλοὺς μὲν ὠφελεῖ, ἐκεῖνον δὲ λυπεῖ, ποίου μέρους καταφρονήσῃς;» (Γ Ϟ΄).

[97] Α Ϟβ΄: « Ὁ τὰς ἀρετὰς κατορθώσας καὶ τῇ γνώσει πλουτήσας, ὡς φυσικῶς λοιπὸν τὰ πράγματα διορῶν, πάντα κατὰ τὸν ὀρθὸν λόγον καὶ πράττει καὶ διαλέγεται, τὸ σύνολον μὴ παρατρεπόμενος».

[98] Βλ. Β νγ΄: «Κόσμον λέγει ἡ Γραφὴ τὰ ὑλικὰ πράγματα· καὶ κοσμικοί εἰσιν, οἱ τούτοις τὸν νοῦν ἐνασχολοῦντες». Πρβλ. Β ιε΄: « Ὁ νοῦς ἐπιβάλλων τοῖς ὁρατοῖς, κατὰ φύσιν νοεῖ τὰ πράγματα διὰ μέσης τῆς αἰσθήσεως· καὶ οὔτε ὁ νοῦς κακόν, οὔτε τὸ κατὰ φύσιν νοεῖν, οὔτε δὲ τὰ πράγματα, οὔτε ἡ αἴσθησις. Θεοῦ γάρ εἰσι ταῦτα ἔργα».

[99] Α Ϟζ΄-ρ΄.

[100] «ἐν θεωρίᾳ γενόμενος [ἐνν. ὁ νοῦς], τὸν περὶ αὐτοῦ [δηλ. τοῦ Θεοῦ] λόγον διὰ τοῦ Πνεύματος, ὡς ἀνθρωπίνῳ νῷ δυνατόν, διασκοπήσῃ» (Β κϚ΄). Περὶ τὸν Θεὸ λόγοι, ἐν διακρίσει πρὸς τοὺς κατ΄ αὐτόν, εἶναι οἱ θεῖες ἐνέργειες «οἷον, τοὺς περὶ ἀιδιότητος, ἀπειρίας τε καὶ ἀοριστίας, ἀγαθότητός τε καὶ σοφίας καὶ δυνάμεως δημιουργικῆς τε καὶ προνοητικῆς καὶ κριτικῆς τῶν ὄντων» (Β κζ΄).

[101] Βλ. ὅμως τὸ Β πζ΄: «τὰς μορφὰς τῶν γυναικῶν καὶ τῶν λυπησάντων, ἀπαθῶς θεωρεῖν κατὰ διάνοιαν», ὅπου ἡ θεωρία ἔχει μᾶλλον ἠθικὸ περιεχόμενο. Πρβλ. ἐπίσης τὸ Δ ξα΄ ὅπου ἡ γνῶσις, «ἐν προοιμίοις μάλιστα», φυσιοῖ, ἐνῶ ἡ ἀγάπη δὲν φυσιοῦται. Πρβλ. Β ρ΄: « Ὅτε ὁ νοῦς παθῶν γυμνωθῇ καὶ τῇ τῶν ὄντων καταλάμπηται θεωρίᾳ, τότε δύναται καὶ ἐν Θεῷ γενέσθαι καὶ ὡς δεῖ προσεύχεσθαι».

[102] Β κη΄.

[103] «τὸ φέγγος τῆς κατ΄ ἐνέργειαν ἁγίας γνώσεως» Δ νϚ΄. Προϋποθέσεις της, κατὰ τὸ ἴδιο κεφάλαιο, εἶναι ἡ διὰ τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν ἀπελευθέρωση τοῦ νοῦ ἀπὸ τὴν ἀκρασία καὶ τὸ μίσος καὶ δι΄ αὐτῆς ἡ ἀγάπη τοῦ Σωτῆρος καὶ τοῦ πλησίον.

[104] Ἀλλοῦ προστίθεται καὶ ἡ προσευχή, ὅπως στὸ Β νβ΄. Πρβλ. Γ μδ΄: «Αἱ μὲν ἀρεταί, τῶν παθῶν χωρίζουσιν· αἱ δὲ πνευματικαὶ θεωρίαι, τῶν ψιλῶν νοημάτων· ἡ δὲ καθαρὰ προσευχή, αὐτῷ αὐτὸν παρίστησι τῷ Θεῷ», καὶ Γ μθ΄: «καὶ τὰ ψιλὰ τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων νοήματα καὶ τὰ πάντων τῶν γεγονότων θεωρήματα, ἀπόβαλε τοῦ νοὸς ἐν τῷ καιρῷ τῆς προσευχῆς· ἵνα μὴ τὰ ἥττονα φανταζόμενος, τοῦ πάντων τῶν ὄντων ἀσυγκρίτως κρείττονος ἐκπέσῃς». Ἀλλοῦ ἡ ἴδια ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεὸ δίνει στὸν νοῦ τὰ φτερά του: «ἡ μὲν εἰς Θεὸν ἀγάπη, εἰς τὴν θείαν ὁμιλίαν ἀεὶ φιλεῖ πτερῶσαι τὸν νοῦν» (Δ μ΄).

[105] Δ α΄,β΄.

[106] Α ιβ΄.

[107] Πρβλ. Β ιε΄.

[108] Στὸν βαθμὸ ποὺ δὲν εἶναι μόνον πρακτικός: «οὐ πάντως ὁ τὰ πάθη ἐκκόψας καὶ ψιλοὺς τοὺς λογισμοὺς ἐργασάμενος, ἤδη αὐτὰ καὶ ἐπὶ τὰ θεῖα ἔστρεψεν· ἀλλὰ δύναται, μήτε πρὸς τὰ ἀνθρώπινα πάσχειν, μήτε πρὸς τὰ θεῖα· ὅπερ ἐπισυμβαίνει ἐπὶ τῶν πρακτικῶν μόνον καὶ μήπω γνώσεως καταξιωθέντων». Οἱ μόνον πρακτικοὶ (ἀλλοῦ διακρινόμενοι σὲ πιστοὺς ἢ δούλους καὶ ἐναρέτους ἢ μισθωτούς - Μυσταγωγία 23, ἔκδ. Σωτηρόπουλου, ἔνθ. ἀν., σ. 232 - PG 91, 709d) εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ «φόβῳ κολάσεως ἢ ἐλπίδι βασιλείας, τῶν παθῶν ἀπέχονται» (Γ ξζ΄).

[109] « . . .καθαρὰς καὶ τρανὰς τὰς περὶ αὐτοῦ λαμβάνει ἐμφάσεις» (Β Ϛ΄).

[110] Β Ϛ΄.

[111] Ἡ μελέτη καὶ τήρησις τῶν ἐντολῶν δὲν ἐπιδιώκει τὴ ρύθμιση τῆς ἐξωτερικῆς συμπεριφοράς, ἀλλὰ τὴν ἀπαλλαγὴ τοῦ νοῦ ἀπὸ τὰ ἐμπαθῆ νοήματα, τὸ ὁποῖο εἶναι καὶ δυσκολώτερο (Δ ν΄).

[112] Δ οζ΄.

[113] Δ μζ΄.῾Υπάρχει δηλαδὴ ἐδῶ μιὰ διάκριση δογμάτων καὶ πίστεως κατὰ τὴν ὁποία τὰ δόγματα ἀφοροῦν στὴν οἰκονομικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἐνῶ ἡ πίστις ἀφορᾶ στὸν προσωπικὸ καὶ ἐρωτικὸ χαρακτῆρα τῆς ὑπάρξεως.

[114] Ἐκεῖνος ποὺ ἀπελαύνει τὰ πάθη παρομοιάζεται μὲ Διάκονο, ἐκεῖνος ποὺ βοηθεῖ στὴν ὀρθὴ γνώση τῶν ὄντων παρομοιάζεται μὲ Πρεσβύτερο, καὶ ἐκεῖνος ποὺ χαρίζει τὴν τελειότητα μὲ τὸ ἅγιο μύρο τῆς γνώσεως καὶ προσκυνήσεως τῆς Ἁγίας Τριάδος παρομοιάζεται μὲ Ἐπίσκοπο (Β κα΄). Παρόμοια διάκριση βλ. εἰς ἁγ. Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, Περὶ Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας, Ε΄ 1,7: «ἡ μὲν τῶν ἱεραρχῶν τάξις τελειωτικὴ καὶ τελεσιουργός, ἡ δὲ τῶν ἱερέων φωτιστικὴ καὶ φωταγωγός, ἡ δὲ τῶν λειτουργῶν καθαρτικὴ καὶ διακριτική».

[115] Βλ. τὴν τριπλῆ κατεύθυνση τῶν δογμάτων στὸ Α οη΄: «ἢ περὶ Θεοῦ ἢ περὶ ὁρατῶν καὶ ἀοράτων ἢ περὶ τῆς ἐν αὐτοῖς προνοίας καὶ κρίσεως».

[116] Δ μζ΄.

[117] Ἡ ὁποία εἶναι γνώση τῶν περὶ ἀσωμάτων καὶ σωμάτων λόγων (Β κϚ΄).

[118] Πρβλ. Β κε΄ καὶ μζ΄. Ὅταν ὁ νοῦς στραφεῖ μονίμως πρὸς τὸν Θεὸ ὅλες οἱ νοερὲς δυνάμεις ἑνοποιοῦνται:: «τῇ γὰρ χρονίᾳ τῆς θείας ἐλλάμψεως μετουσίᾳ, ὅλος [ἐνν. ὁ ἄνθρωπος] φωτοειδὴς γεγονὼς καὶ τὸ παθητικὸν αὐτοῦ μέρος πρὸς ἑαυτὸν συσφίγξας, εἰς ἔρωτα θεῖον ( . . . ) ἀκατάληπτον καὶ ἀγάπην ἀκατάπαυστον ἔστρεψεν, ὅλως ἐκ τῶν ἐπιγείων ἐπὶ τὸ θεῖον μεταγαγών» (Β μη΄). Τὸ ἀντίθετο ἴδε εἰς Β ξθ΄, ὅπου ὁ νοῦς φαντάζεται «ἐν τοῖς ὕπνοις» αὐτὰ ποὺ θὰ ἱκανοποιήσουν τὶς ἐπιθυμίες του γιὰ ἠδονὲς ἢ τὴν τάση του πρὸς τὸν φόβο. Ὁ ἄνθρωπος τότε ζεῖ μέσα σ΄ ἕνα ὄνειρο φιληδονίας καὶ δειλίας.

[119] Β κε΄: «Μισθὸς τῆς ἐγκρατείας, ἡ ἀπάθεια. Τῆς δὲ πίστεως, ἡ γνῶσις. Καὶ ἡ μὲν ἀπάθεια τίκτει τὴν διάκρισιν [ἡ ὁποία εἶναι διάκρισις ἀρετῆς καὶ κακίας καὶ ὀνομάζεται ἐπίσης φρόνηση: Β κϚ΄]· ἡ δὲ γνῶσις τὴν εἰς Θεὸν ἀγάπην». Στὸν Θεὸ ἀνάγει ἡ ἀνείδεος θεώρηση τῆς μυστικῆς οὐσίας τῶν ὄντων· ἡ ἐπιστημονικὴ γνώση ἀνάγοντας τὰ ὄντα σὲ ἄλλα ὄντα διαμορφώνει μιὰ διανοητικὴ ἀλυσίδα ποὺ χωρίζει τὰ πράγματα ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὰ δυναστεύει. Ἡ ἐπιστημονικὴ σκέψη δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ἀντιλαμβάνεται πὼς ἡ μυστικότητα δὲν ἀποτελεῖ τύχημα τῆς κτίσεως ἀλλὰ οὐσιῶδες γνώρισμά της καὶ ἀκόμη προϋπόθεση ἀμετακίνητη τῆς ἀποκάλυψης. Ἡ ἀφαίρεση τῆς μυστικότητας εἶναι ἡ ἁμαρτία τῆς ἐπιστήμης· μετατρέποντας τὴν ἀποκάλυψη ἀπὸ ἀτελεύτητη καὶ ὑπερβαίνουσα πραγματικότητα σὲ τετελεσμένο γεγονός, ἡ ἐπιστήμη ἀφήνει τὰ ὄντα γυμνὰ καὶ ἀκοινώνητα. Τέλος, ἡ ἐπιστημονικὴ σκέψη αὐταπατᾶται ὅτι θαυμάζει τὸ ὄν, γιατὶ καθὼς διαιρεῖ τὴν πραγματικότητα σὲ γνωστὸ καὶ ὄχι-ἀκόμη-γνωστὸ ὁ θαυμασμός της δὲν ἀποτελεῖ πρὰ ἀφορμὴ περαιτέρω ἐλλογίκευσης.

[120] Α λθ΄.

[121] Βλ. Δ μβ΄.

[122] Γ ξϚ΄.

[123] Βλ. Πρὸς Θαλάσσιον 22, PG 90, 324a: «πάσχομεν ὡς ὑπὲρ φύσιν οὖσαν, ἀλλ΄ οὐ ποιοῦμεν τὴν θέωσιν».

[124] Πρβλ. Α λα΄: «πίστις ἄνευ ἀγάπης οὐκ ἐνεργεῖ εἰς τὴν ψυχὴν τὸν τῆς γνώσεως φωτισμόν», καὶ «ὁ τῆς θείας καταξιωθεὶς γνώσεως καὶ τὸν ταύτης φωτισμὸν διὰ τῆς ἀγάπης κτησάμενος. . .» (Α μϚ΄), «τῆς θείας γνώσεως τῆς δι΄ ἀγάπης ἐνεργουμένης» (Α μζ΄). Βλ. ἐπίσης τὸ Γ Ϟθ΄: «καὶ ἡ μὲν πίστις καὶ ἐλπὶς μέχρι τινός, ἡ δὲ ἀγάπη εἰς ἀπείρους αἰῶνας τῷ ὑπεραπείρῳ ὑπερηνωμένη καὶ ἀεὶ ὑπεραύξουσα διαμένει καὶ διὰ τοῦτο μείζων πάντων ἡ ἀγάπη».

[125] Δ κε΄: «μὴ εὔκολος ἔσο ἐπὶ ἀποβολῇ πνευματικῆς ἀγάπης, διότι ἄλλη σωτηρίας ὁδὸς οὐχ ὑπολέλειπται τοῖς ἀνθρώποις». Πρβλ. Α λη΄· Δ Ϟ΄: «ἵνα τοῦ σκοποῦ τῆς ἀγάπης μὴ ἐκπέσῃ· ἥτις ἐστιν αὐτὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν»· Δ ρ΄: « Ὁ οὖν κτησάμενος τὴν ἀγάπην, αὐτὸν τὸν Θεὸν ἐκτήσατο· ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν».

[126] Ὡς μορφοποιητικὸ ἢ διαιρετικὸ-ταυτιστικὸ λογισμὸ ἀποδίδουμε τὴν ratio.

[127] «τῷ ἀπεριέργοις ἐννοίαις καὶ μετὰ φόβου Θεοῦ καὶ ἀγάπης ἀναγινώσκοντι»· βλ. τὸν πρόλογο στὸν περὶ ἀγάπης λόγο (Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν νηπτικῶν, τόμ. Β΄, ἔκδ. Ἀστέρος, Ἀθῆναι 1984, σ. 3).

[128] Οἱ ἔννοιες (οἱ νοήσεις) κατὰ τὸν Μάξιμο, δὲν ὑποβιβάζουν τὸν νοῦ ἐπειδὴ δὲν εἶναι σαφεῖς, ἀλλὰ ἀντιθέτως ἐπειδὴ εἶναι τόσο σαφεῖς, ὥστε ἐμποδίζουν τὸν νοῦ νὰ ἀνέλθει στὸ ὑπὲρ νοῦν. Ὁ ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς χαρακτηρίζει τὴ διαιρετικὴ-ταυτιστικὴ κίνηση τοῦ λόγου «ποικιλότροπο», «πολυειδῆ» καὶ «χαμερπῆ δίαιτα». (῾Υπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων Α 3,45, ἔκδ. Παν. Χρήστου, ΕΠΕ 2, Θεσ/νίκη 1982, σ. 246).

[129] Ἁγ. Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Σχόλια εἰς τὸ περὶ θείων ὀνομάτων 7.1, PG 4, 314a: «ὁ νοῦς νοεῖν βουλόμενος, κάτεισιν ἑαυτοῦ εἰς τὰς νοήσεις καταβαίνων· αἱ γὰρ νοήσεις κατώτεραί εἰσι τοῦ νοοῦντος, ὡς νοούμεναι καὶ καταλαμβανόμεναι, καὶ σκεδασμὸς εἰκότως καὶ μερισμὸς τῆς ἑνότητος τοῦ νοῦ αὐτοῦ· ὁ μὲν νοῦς ἁπλοῦς καὶ ἀμερής· αἱ δὲ νοήσεις παμπληθεῖς καὶ σκεδασταί, καὶ οἷον εἴδη τοῦ νοῦ· διὰ τοῦτο τὰ νοερά, τουτέστι τὰ νοοῦντα, ἐλάττονα εἰσι τῶν νοητῶν, τουτέστι τῶν νοουμένων. Ἕνωσιν δέ φησι τοῦ νοῦ [ἐνν. ὁ ἅγ. Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης] δι΄ ἧς πρὸς τὰ ἐπέκεινα ἑαυτοῦ ἀνατείνεται, ἤγουν τῇ περὶ Θεοῦ προσβάλλει θεωρίᾳ, τῷ πάντων ἐκστῆναι τῶν αἰσθητῶν καὶ τῶν νοητῶν, ἔτι δὲ καὶ τῆς οἰκείας κινήσεως, εἶθ΄ οὕτω τῆς θείας γνώσεως δέξασθαι τὴν ἀκτῖνα». Πρβλ. ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης, Περὶ κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου 5,1: «τὸ δὲ δὴ θεῖον κάλλος οὐ σχήματί τινι καὶ μορφῆς εὐμοιρίᾳ, διά τινος εὐχροίας ἐναγλαΐζεται, ἀλλὰ ἐν ἀφράστῳ μακαριότητι κατ΄ ἀρετὴν θεωρεῖται» (ἔκδ. Ἀρχιμ. Παγκρατίου Μπρούσαλη, Κατερίνη 1992, σ. 59).

[130] Εἰς τὴν προσευχὴν τοῦ Πάτερ ἡμῶν, ἔνθ. ἀν., σελ. 196-7: «λόγος μονώτατος πρὸς τὸν πρῶτον λόγον φυσικῶς ἄγων τοὺς λογικούς».

[131] ῎Ισως ἡ ταύτιση τοῦ λόγου μὲ τὴ ratio ἢ ἀκόμη τὸν ἔναρθρο λόγο ἐξηγεῖ κάπως τὴν παρατήρηση τοῦ William Beardslee κατὰ τὴν ὁποία «ὁ Χριστὸς ὡς ὁ Λόγος ὑπῆρξε μιὰ σπουδαία λεωφόρος στὴν ἀνάπτυξη τοῦ τριαδικοῦ δόγματος, ἀλλὰ τελικῶς ἀντικαταστάθηκε κατὰ μεγάλο μέρος ἀπὸ ἀλλους ὅρους (“ὑπόστασις,” “πρόσωπο,”) ἐπειδὴ ὁ λόγος φαινόταν νὰ μετατρέπει τὸν Χριστὸ σὲ ἕνα δεύτερο Θεό»· (εἰς: Br. M. Metzger καὶ M. D. Coogan (ed.), The Oxford Companion to the Bible, New York 1993, σ. 464). Πάντως διδασκαλίες περὶ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ ἐνσαρκώσεώς του ἔχουν ἀναπτύξει, ὅπως γνωρίζουμε, καὶ ἄλλα θρησκεύματα, ἐνῶ Φίλων ὁ Ἀλεξανδρεὺς καὶ οἱ Στωϊκοὶ μίλησαν γιὰ Υἱὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ.

[132] «Ὄνομα γὰρ Θεοῦ καὶ Πατρὸς οὐσιωδῶς ὑφεστώς ἐστιν ὁ Μονογενὴς Υἱός»· Ἁγ. Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Εἰς τὴν προσευχὴν τοῦ Πάτερ ἡμῶν, ἔνθ. ἀν., σ. 191.

[133] Ἔνθ. ἀν., σ. 192.

[134] Πρβλ. Ἰω. 12.27-29.

[135] Πρβλ. Π. Κ. Χρήστου, Ὁ ἄνθρωπος στὸ ἄπειρο τῆς ἀϊδιότητος, περ. Ἐποπτεία 67, Ἀπρίλιος 1982, σ. 390: «ὁ “λόγος” εἶναι ἡ δύναμις ποὺ συνιστᾶ τὴν ἀρχικὴ θεμελίωσι τῆς ἱκανότητος τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀνυψωθῆ ἐπάνω ἀπὸ τὴ φυσική του κατάστασι».

[136] Μυσταγωγία 7, ἔκδ. Σωτηρόπουλου, ἔνθ. ἀν., σ. 188 (PG 91, 685c).

[137] Στὸ Δ ι΄ ἐπὶ παραδείγματι συσχετίζοντας νοῦ καὶ αἰσθήσεις χρησιμοποιεῖ τὴν ἔκφραση «νοερὰ οὐσία» χωρὶς νὰ αἰσθάνεται πὼς τὸ ἐπίθετο «λογικὴ» εἶναι ἀπαραίτητο: «πᾶσα ἡ νοερὰ οὐσία καὶ αἰσθητικὴ ἔλαβε δυνάμεις παρὰ τοῦ Θεοῦ», κλπ. Πρβλ. Γ λβ΄: «τῶν ψυχικῶν δυνάμεων ἡ μέν ἐστι θρεπτική, ἡ δὲ φανταστικὴ καὶ ὁρμητική, ἡ δὲ λογιστικὴ καὶ νοητική». Πρβλ. Γ κε΄: «Κατ΄ εἰκόνα μέν, πᾶσα φύσις λογική ἐστι τοῦ Θεοῦ«. Γιὰ τὴν κατ΄ οὐσίαν ταύτιση νοῦ καὶ λόγου πρβλ. ἐπίσης Πρὸς Μαρῖνον, PG 91, 128c: «νοερός, ἤτοι θελητικὸς φύσει καὶ ἐνεργητικὸς κατ΄ ἀλήθειαν».

[138] Βλ. τὸ κεφάλαιο Β νβ΄:«νοῦς Θεῷ συναπτόμενος καὶ αὐτῷ ἐγχρονίζων διὰ προσευχῆς καὶ ἀγάπης, σοφὸς γίνεται καὶ ἀγαθὸς καὶ δυνατὸς καὶ φιλάνθρωπος καὶ ἐλεήμων καὶ μακρόθυμος».

[139] Βλ. Σπυρίδωνος Λάμπρου, Παλαιολόγεια καὶ πελοποννησιακά, τόμος Β΄, Ἀθῆναι 1912-1924, φωτοτυπικὴ ἀνατύπωσις ἐν Ἀθήναις 1972, σ. 267.

[140] Βλ. ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης, Περὶ κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου 8,5. Διὰ τοῦ ἀνθρώπου ἡ φύσις ἀνεβαίνει ἀπὸ τὰ μικρότερα πρὸς τὸ τέλειο· ἔνθ. ἀν., 8,7. Πρβλ. ἐπίσης Νεμεσίου Ἐμέσης, Περὶ φύσεως ἀνθρώπου, PG 40, 504a: «ὁ γὰρ Δημιουργὸς ἐκ τοῦ κατ΄ ὀλίγον ἔοικεν ἐπισυνάπτειν ἀλλήλαις τὰς διαφόρους φύσεις ὥστε μίαν εἶναι καὶ συγγενῆ τὴν πᾶσαν κτίσιν»· πρβλ. ἔνθ. ἀν., 512b.

[141] Ὅταν οἱ Πατέρες ἀναφέρονται σὲ ψυχὴ τῶν ζώων ἢ τῶν φυτῶν χρησιμοποιοῦν τὸν ὅρο καταχρηστικὰ καὶ ἀκριβῶς ἐπειδὴ ὁρισμένες ψυχικὲς δυνάμεις εἶναι κοινές. Γιὰ τὸν ἄνθρωπο ὅμως ψυχὴ κυρίως εἶναι ὁ λόγος. Πρβλ. ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης, Περὶ κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου, 30,33: «τὴν μὲν ἀληθῆ καὶ τελείαν ψυχὴν τὴν ἀνθρωπίνην εἶναι, διὰ πάσης ἐνεργείας γνωριζομένην· εἰ δέ τι ἄλλο μετέχει ζωῆς, ἐν καταχρήσει τινὶ συνηθείας ἔμψυχον λέγομεν, ὅτι μὴ τελεία ἐν τούτοις ἐστὶν ἡ ψυχή, ἀλλά τινα μέρη ψυχικῆς ἐνεργείας» (ἔκδ. Ἀρχιμ. Παγκρατίου Μπρούσαλη, Κατερίνη 1992, σ. 278).

[142] Πρβλ. ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης, Περὶ τῆς τοῦ ἀνθρώπου γενέσεως [ἔργο ποὺ μᾶλλον ἀνήκει στὸν Μ. Βασίλειο· βλ. Στ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία Β΄, Ἀθῆναι 1990, σ. 627], ἔκδ. H. Hoerner, Leiden 1972, σ. 21: «ἄνθρωπός ἐστι ποίημα Θεοῦ λογικὸν κατ΄ εἰκόνα γενόμενον τοῦ κτίσαντος αὐτόν», καὶ σ. 32: «καθ΄ ὁμοίωσιν δὲ γίνῃ ἐκ τοῦ χρηστότητα ἀναλαβεῖν».

[143] Βλ Γ ϞϚ΄: «δεχόμενος ὁ νοῦς τὰ τῶν πραγμάτων νοήματα, πρὸς ἕκαστον νόημα μετασχηματίζεσθαι πέφυκε· θεωρῶν δὲ ταῦτα πνευματικῶς, πρὸς ἕκαστον θεώρημα ποικίλως μεταμορφοῦται· ἐν δὲ Θεῷ γενόμενος, ἄμορφος πάντῃ καὶ ἀσχημάτιστος γίνεται· τὸν γὰρ μονοειδῆ θεωρῶν μονοειδὴς γίνεται καὶ ὅλος φωτοειδής». Πρβλ. ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ,῾Υπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων Α 3,18: «νῦν δ΄ ἆρα συνορᾷς ὅτι τὸ ἀκατάληπτον ἀντὶ νοῦ καὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὤτων εὐμοιροῦσι πνεῦμα, δι΄ οὗ ὁρῶσι καὶ ἀκούουσι καὶ συνιᾶσι; Νοερᾶς γὰρ πάσης καταπαυσαμένης ἐνεργείας, τίνι ὁρῶσιν ἄγγελοί τε καὶ ἄνθρωποι ἰσάγγελοι Θεόν, εἰ μὴ τῇ τοῦ Πνεύματος δυνάμει;» (ἔκδ. Παν. Χρήστου, ΕΠΕ 2, Θεσ/νίκη 1982, σ. 188).

[144] Πρβλ. ἁγ. Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Εἰς τὴν προσευχὴν τοῦ Πάτερ ἡμῶν, ἔνθ. ἀν., σ. 193. Πρβλ. ἐπίσης ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ,῾Υπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων Α 3,35: «δυνάμει λογικῆς ψυχῆς ( . . . ) ἣ μόνη δύναμις δεκτική ἐστι τῆς τοῦ Πνεύματος δυνάμεως, δι΄ ἧς τὸ φῶς τῆς χάριτος ὁρᾶται» (ἔκδ. Παν. Χρήστου, ΕΠΕ 2, Θεσ/νίκη 1982, σ. 224).

[145] Πρβλ. Νικήτα Στηθάτου, Τρίτη γνωστικῶν κεφαλαίων ἑκατοντάς, η΄: «εἰκὼν γὰρ Θεοῦ, ψυχὴ νοερά, νοῦς καὶ λόγος· ἡ μία καὶ ἀδιαίρετος φύσις».

[146] Πρβλ. Εἰρηναίου Λυῶνος Ἔλεγχον 4,38,3: «ἔδει δὲ τὸν ἄνθρωπον πρῶτον γενέσθαι καὶ γενόμενον αὐξῆσαι καὶ αὐξήσαντα ἀνδρωθῆναι καὶ ἀνδρωθέντα πληθυνθῆναι καὶ πληθυνθέντα ἐνισχῦσαι καὶ ἐνισχυθέντα δοξασθῆναι καὶ δοξασθέντα ἰδεῖν τὸν ἑαυτοῦ δεσπότην», καὶ 4: «Οὐκ ἀπ΄ ἀρχῆς θεοὶ γεγόναμεν, ἀλλὰ πρῶτον μὲν ἄνθρωποι, εἴθ΄ οὕτω θεοί».

[147] «Νοῦς μὲν καθαρός, ὀρθὰ βλέπει τὰ πράγματα. Λόγος δὲ γεγυμνασμένος, ὑπ΄ ὄψιν ἄγει τὰ ὁραθέντα. Ἀκοὴ δὲ λαμπρά, ὑποδέχεται αὐτά».

[148] Ἐκ τῶν ὁποίων ὁ δεύτερος εἶναι ἀθάνατος καὶ ἀΐδιος ἐνῶ ὁ πρῶτος φθαρτός (Περὶ ψυχῆς 430a).

[149] Διάλογος περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως 11: «διὰ τῆς αἰσθήσεως ἡ νοητὴ δύναμις διήκῃ ταῖς ἰδίαις ὁρμαῖς συγκινοῦσα πρὸς τὸ δοκοῦν τὰ ὀργανικὰ αἰσθητήρια»· πρβλ. καὶ τὸν ὁρισμὸ τῆς ψυχῆς, ἔνθ. ἀν., 12: «ψυχή ἐστιν οὐσία γενητή, οὐσία ζῶσα, νοερά, σώματι ὀργανικῷ καὶ αἰσθητικῷ δύναμιν ζωτικὴν καὶ τῶν αἰσθητῶν ἀντιληπτικὴν δι΄ ἑαυτῆς ἐνιεῖσα, ἕως ἂν ἡ δεκτικὴ τούτων συνέστηκε φύσις»· (ἔκδ. Ἀθηναγόρου Κοκκινάκη, ἔνθ. ἀν., σελ. 226 καὶ 228). Πρβλ. Πρὸς Μαρῖνον πρεσβύτερον ἐπίλυσις τῶν προτεταγμένων ἀποριῶν Θεοδώρου διακόνου καὶ ρήτορος, PG 91, 224b ὅπου ἡ ἀκοὴ παρομοιάζεται μὲ τὴν διανοητικὴ δύναμη: «τὴν ἀκουστικὴν τῆς ψυχῆς ( . . . ) δύναμιν». Πρβλ. Νεμεσίου Ἐμέσης, Περὶ φύσεως ἀνθρώπου, PG 40, 605a,b: «οὐδεὶς ἂν συγχωρήσειε αὐτοῖς, οἶμαι, τὰς αἰσθήσεις σωματικὰς δυνάμεις ἀποφαινομένοις ( . . . ) τοῦ συναμφοτέρου τὰς δι΄ ὀργάνων αἰσθήσεις ἐτίθεμεν». Ἀπόλυτη συνάρτηση ἀκοῆς καὶ μάθησης βλ. εἰς Ἀριστοτέλους, Τῶν μετὰ τὰ φυσικὰ Α΄, 980b: «φρόνιμα μὲν ἄνευ τοῦ μανθάνειν ὅσα μὴ δυνατὰ τῶν ψόφων ἀκούειν ( . . . ) μανθάνει δ΄ ὅσα πρὸς τῇ μνήμῃ καὶ ταύτην ἔχει τὴν αἴσθησιν».

[150] Βλ. Λόγος ἀσκητικὸς κθ΄, εἰς: Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν νηπτικῶν, τόμ. Α΄, ἔκδ. Ἀστέρος, Ἀθῆναι 1982, σελ. 242-3. Πρβλ. Νεμεσίου Ἐμέσης, Περὶ φύσεως ἀνθρώπου, PG 40, 636a: «αἰσθητήρια μὲν πέντε, αἴσθησις δὲ μία, ἡ ψυχική, ἡ γνωρίζουσα διὰ τῶν αἰσθητηρίων τὰ ἐν αὐτοῖς γινόμενα πάθη», βλ. καὶ τὸν ὁρισμὸ τῆς αἰσθήσεως στὸ 637a: «πνεῦμα νοερὸν ἀπὸ τοῦ ἡγεμονικοῦ ἐπὶ τὰ ὄργανα τεταμένον».

[151] Πρὸς Μαρῖνον πρεσβύτερον ἐπίλυσις τῶν προτεταγμένων ἀποριῶν Θεοδώρου διακόνου καὶ ρήτορος, PG 91, 224a: «ὧν ἐστιν ὁ Χριστός, ἐν αὐτοῖς ἐστιν ὁ Χριστός· καὶ ἐν οἷς ἐστιν ὁ Χριστός, ταῦτά ἐστιν ὁ Χριστός».

[152] Ὕμνος ΙΕ΄, 144. Πρβλ. ἁγ. Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια θεολογικὰ Β πη΄: «συνθεωθέντος [τοῦ σώματος] αὐτῇ κατὰ τὴν ἀναλογοῦσαν αὐτῷ μέθεξιν τῆς θεώσεως· ὡς μόνον τὸν Θεὸν διά τε τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος φαίνεσθαι, κινηθέντων αὐτοῖς τῇ ὑπερβολῇ τῆς δόξης τῶν φυσικῶν γνωρισμάτων».

[153] Γ δ΄: «οὐδὲν ἐν τοῖς οὖσι κακόν, εἰ μὴ ἡ παράχρησις, ἥτις συμβαίνει ἐκ τῆς τοῦ νοῦ ἀμελείας περὶ τὴν φυσικὴν γεωργίαν».

[154] Λέμε πὼς ὁ νοῦς ὁδηγεῖται ἀπὸ τὰ νοήματα καὶ δὲν τὰ ὁδηγεῖ, ὅπως θὰ μᾶς παρέσυρε νὰ ἑρμηνεύσουμε τὸ ρῆμα «ἄγει» τοῦ κειμένου, ἐπειδὴ ὁ Μάξιμος μιλάει γιὰ καθαρὸ καὶ γεγυμνασμένο νοῦ, καὶ τέτοιος, ὅπως γνωρίζουμε, εἶναι μόνον ὁ νοῦς ποὺ ἔχει ἀποβάλλει κάθε δική του πρωτοβουλία. Ὁ λόγος λοιπὸν ποὺ ὁδηγεῖ τὸν νοῦ δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν θεῖο ἐντὸς τῶν πραγμάτων λόγο.

[155] Τὴ στάση αὐτὴ συγκρίνει ὁ π. Δ. Στανιλοάε μὲ τὴν δυτικὴ σκέψη στὴν εἰσαγωγή του στὸ Περὶ διαφόρων ἀποριῶν τοῦ Μαξίμου (βλ. τὴν ὑπὸ τὸν τίτλο Φιλοσοφικὰ καὶ θεολογικὰ ἐρωτήματα ἔκδοση τοῦ ἔργου· μτφρ. Ἄννη Ἰ. Σακαλῆ, Ἀθῆναι 19902, σ. 44-45:) «ἡ δυτικὴ ἀντίληψη γιὰ τὴ φυσικὴ ἀποκάλυψη ἐκδηλώνεται μ΄ ἕνα κάποιο δυϊσμό· ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν κόσμο, ἀλλὰ δὲν μίλησε καὶ δὲν μιλᾶ μέσα ἀπ΄ αὐτόν. Ἂν ὅμως βλέπουμε τὰ δημιουργήματα σὰν ρήματα τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς ἀλλαγὲς τῶν περιστάσεων σὰν ρήματα σὲ συνέχεια, ὁ διαχωρισμὸς ἀνάμεσα στὴ φυσικὴ ἀποκάλυψη καὶ τὴν ὑπερφυσικὴ δὲν εἶναι πιὰ τόσο ἀπότομος ( . . . ) ἡ δυτικὴ θεολογία ξεχώρισε ὑπερβολικὰ τὸν κόσμο ἀπὸ τὸν Θεὸ - ἡ διαμαρτυρόμενη θεολογία περίπου σὲ βαθμὸ ὠριγενικὸ -, ἡ φιλοσοφία ἔφθασε μ΄ αὐτὸ τὸ διαχωρισμὸ ὣς τὴν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ», καὶ ὁ π. Στανιλοάε θὰ προτείνει τὴ σκέψη τοῦ ἁγίου Μαξίμου ὡς πολύτιμη βοήθεια στὸν διάλογο τοῦ Χριστιανισμοῦ μὲ τὶς ἄλλες θρησκεῖες καὶ μὲ τὸν κόσμο, διότι «μᾶς δίνει ἀπ΄ τὴ μιὰ μεριὰ τὴ δυνατότητα ν΄ ἀναγνωρίσουμε ὅτι ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ καὶ μιλᾶ παντοῦ, ἀλλὰ κι ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ δείξουμε ὅτι ἡ πράξη καὶ τὰ ρήματα τοῦ Θεοῦ σ΄ ὅλη τὴ φύση δὲν ἔχουν τὴν πλήρη τους λάμψη καὶ δὲν ἐκπληρώνουν τὸ σκοπό τους παρὰ μόνον ὅταν συμπληρώνονται ἀπὸ τὴν πράξη καὶ τὸ λόγο τῆς ὑπερφυσικῆς ἀποκάλυψης, ποὺ ὁλοκληρώνεται μέσα στὸ Χριστό» (ἔνθ. ἀν., σ. 50-51). Κατὰ τὸν Παν. Δρακόπουλο (Θητεία, Ἀθῆναι 1983, σ. 374:) «οἱ ἕλληνες Πατέρες, ἑρμηνεύοντας τὴν ἀρχαία φιλοσοφία διαφορετικὰ ἀπὸ τὸν Αὐγουστίνο καὶ τὸν Θωμᾶ Ἀκινάτη (τοὺς θεμελιωτὲς τῆς δυτικῆς παραδόσεως), στρέφονται σὲ μιὰ φαινομενολογία τοῦ ὄντος (τὸ ὂν ὡς εἰκόνα) ( . . . ) Σ΄ ἕνα τέτοιο φιλοσοφικὸ τόπο, τὸ τέλος τῆς φιλοσοφίας δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ συμπίπτει μὲ τὴν ἄνοδο τῆς εἰκόνας στὸ ἀρχέτυπό της. Ἡ δυτικὴ φιλοσοφία, οὐσιολογικὴ καὶ στὸ βάθος δυιστικὴ (ἀφοῦ διακατέχεται ἀπὸ τὰ ρήγματα ἀνθρώπου - Θεοῦ, ὑποκειμένου - ἀντικειμένου, φαινομένου - νοουμένου, σ΄ ἀντίθεση μὲ τὴ μεσαιωνικὴ ἑλληνικὴ ποὺ βλέπει διάλογο προσώπου - κόσμου) ἔχει ὡς ἀναπότρεπτο τέλος της, τὴ χειραφέτηση τῶν ἐπιστημῶν ἀπὸ τὴ φιλοσοφία: ὅσο περισσότερο οἱ ἐπιστῆμες ἀναλαμβάνουν τὴ σπουδὴ τοῦ ὄντος τόσο περισσότερο ἡ φιλοσοφία φθάνει στὴν ἐξάντληση τῶν ὁρίων της»· βλ. καὶ παραπομπὴ τοῦ συγγραφέα στὸ Περὶ διαφόρων ἀποριῶν, PG 91, 1077b: «καὶ τοῦτό ἐστι τὸ πάνυ φιλοσοφούμενον ( . . . ) ἐπιγνώσεσθαι ἡμᾶς ποτε ὅσον ἐγνώσμεθα ( . . . ) τὸν ἡμέτερον νοῦν τε καὶ λόγον τῷ οἰκείῳ προσμίξωμεν καὶ ἡ εἰκὼν ἀνέλθῃ πρὸς τὸ ἀρχέτυπον, οὗ νῦν ἔχει τὴν ἔφεσιν».

[156] PG 91, 441a,b.

[157] Κατὰ τὸν Ἀριστοτέλη, τὰ κριτήρια μὲ τὰ ὁποία γίνεται ἡ διαίρεση αὐτὴ ἐπιβάλλουν καὶ νέα μέρη: «γιατὶ κατὰ κάποιο τρόπο φαίνονται ἄπειρα, καὶ ὄχι μόνο ὅσα λέγουν μερικοὶ προσδιορίζοντας λογιστικό, θυμικὸ καὶ ἐπιθυμητικό· διότι σύμφωνα μὲ τὶς διαφορὲς γιὰ τὶς ὁποῖες διαχωρίζουν αὐτὰ τὰ μέρη θὰ προκύψουν καὶ ἄλλα μέρη μὲ μεγαλύτερο πλάτος ἀπὸ αὐτὰ ( . . . ) τὸ θρεπτικὸ ( . . . ) τὸ αἰσθητικὸ ( . . . ) τὸ φανταστικὸ ( . . . ) τὸ ὀρεκτικό»· Περὶ ψυχῆς 432 a-b.

[158] Πρβλ. π.χ. Α οθ΄: «ἡ μὲν ἐλεημοσύνη, τὸ θυμικὸν μέρος τῆς ψυχῆς θεραπεύει· ἡ δὲ νηστεία, τὴν μὲν ἐπιθυμίαν θεραπεύει, τῇ δὲ προσευχῇ τὸν νοῦν καθαίρει ( . . . ) Πρὸς γὰρ τὰς δυνάμεις τῆς ψυχῆς, καὶ τὰς ἐντολὰς ὁ Κύριος ἡμῖν ἐχαρίσατο».

[159] Δὲν πρέπει νὰ ἀποδώσουμε ἀπολύτως στερητικὴ σημασία στὴν ἀλογία ποὺ ἐδῶ περιγράφεται· ἐπιθυμία ἢ θυμὸς ἄλογος δὲν νοεῖται, διότι ἄλογος ἀνθρώπινη ψυχὴ δὲν νοεῖται. Ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος, ὅπως ἀκόμη καὶ ὁ διάβολος, δυνατὸν νὰ τείνει στὴν ἀπώλεια, ἐφόσον ὅμως ὑπάρχει, μετέχει τοῦ Θεοῦ, καὶ ἑπομένως διασώζει ὡς ἕνα βαθμὸ τὸ ἐντός του θεῖο σχέδιο.

[160] Βλ. Δ οθ΄: «ἀνέκλειπτον ἕξῃς τὸ τῆς ψυχῆς σου φέγγος» καὶ Δ π΄: «καὶ τὸ φῶς τοῦ νοῦ οὐκ ἀμαυροῦται ποτέ». Πρβλ. Χ. Γ. Σωτηρόπουλου, ἔνθ. ἀν., σελ. 93 καὶ 95: «καρδία, νοῦς, ψυχὴ ἀποδίδουν ὄντως τὴν ἐσωτερικὴν κατάστασιν τοῦ ἀνθρώπου, διὰ τοῦτο καὶ πολλάκις οἱ ὅροι οὗτοι ἐκ περιτροπῆς ἐναλλάσσονται, πάντοτε μὲ τὴν ἔννοιαν τοῦ χώρου, ἔνθα ὁ ἄνθρωπος συναντᾷ τὸν Θεόν ( . . . ) Θὰ ἦτο, λοιπόν, πολὺ περίεργον, νηπτικὸς Πατὴρ ὁ ἅγ. Μάξιμος, νὰ ἀφιέρωνε διὰ τὴν καρδίαν, τὸν χῶρον ἔνθα γίνεται ἡ ἕνωσις μὲ τὸν Θεόν, τόσον ὀλίγα. Ὅμως διὰ τὴν ἔννοιαν ἀκριβῶς τοῦ χώρου τῆς ἑνώσεως καὶ τῆς θεώσεως ὁμιλεῖ καὶ ὅταν ἀναφέρεται καὶ στὴν ψυχὴν καὶ τὸν νοῦν».

[161] Πρβλ. Π. Κ. Χρήστου, Τὸ μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου, Θεσ/νίκη 1983, σ. 15: «στοὺς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὁ νοῦς δὲν εἶναι διακεκριμμένο στοιχεῖο, ἀλλὰ ἄλλοτε μὲν ταυτίζεται μὲ τὴν ψυχή, ἄλλοτε δὲ θεωρεῖται ὡς τὸ ἀνώτερο μόριο τῆς ψυχῆς. Ἀπὸ μιᾶς ἀπόψεως θὰ μπορούσαμε νὰ εἰποῦμε ὅτι ὁ νοῦς ἐκπροσωπεῖ τὴ διαμορφωτικὴ δύναμι τοῦ ἀνθρώπου, ἐκείνη ποὺ τὸν καθιστᾶ ἄνθρωπο, ἂν καὶ εἶναι μόριο τῆς ψυχῆς, ὥστε τελικῶς τὰ συστατικὰ νὰ παραμένουν δύο [ἐνν. ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα] καὶ οἱ δύο ὅροι ψυχὴ καὶ νοῦς νὰ εἶναι δυνατὸ νὰ χρησιμοποιηθοῦν μὲ τὴν ἴδια ἔννοια». Κατὰ τὸν Νεμέσιο Ἐμέσης τὸ τρισύνθετο (σῶμα, ψυχή, νοῦς) ὑπεστήριξε ὁ Ἀπολινάριος Λαοδικείας ἀλλὰ καὶ ὁ Πλωτῖνος· βλ. Περὶ φύσεως ἀνθρώπου, PG 40, 504a.

[162] Βλ. ἁγ. Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Εἰς τὴν προσευχὴν τοῦ Πάτερ ἡμῶν, ἔνθ. ἀν., σ. 197: «ὁ μὲν νοῦς τετάσθω πᾶς πρὸς Θεόν, οἱονεὶ τόνῳ τινὶ τῷ θυμικῷ τρόπῳ νευρούμενος καὶ πόθῳ τῇ κατ΄ ἄκρον ἐφέσει τῆς ἐπιθυμίας πυρούμενος».

[163] Βλ. Α΄ Κορ. 15.44-49.

[164] Βλ. Ἰω. 12.35.

[165] Βλ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Διάλογος ὀρθοδόξου μετὰ βαρλααμίτου, 54-55: «ἔχουσι δυνάμεις, ἂς δήποτ΄ ἔχουσιν, ἄγγελοί τε καὶ ψυχαί, ἀλλ΄ οὐχὶ διὰ ταύτας σύνθετοι πεφύκασιν, ἀλλ΄ ὅτι κατὰ ταύτας μᾶλλον πάσχουσιν ἢ ἐνεργοῦσι ( . . . ) ἔτι κατ΄ οὐσίαν μὲν οὐδὲν τρέπεται τῶν τοιούτων ἀσωμάτων ( . . . ) κατὰ δὲ προαίρεσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον ἢ τὸ βέλτιον φαίνεται τρεπόμενα ( . . . ) καὶ πῇ μὲν ἁπλᾶ, πῇ δὲ οὔ, διὰ τὰς ἐν αὐτοῖς ἕξεις καὶ τὰ πάθη καὶ τὰς ἐκ τούτων ἀλλοιώσεις» (ἔκδ. Γ. Ι. Μαντζαρίδου, εἰς: Παν. Χρήστου (ἐπ.): Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Συγγράμματα, τόμ. Β΄, Θεσ/νίκη 1966, σ. 215-216).

[166] Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, Β΄ 12.

[167] Πρβλ. καὶ ἔνθ. ἀν., Β΄ 22: «τὸ οὖν κριθὲν καὶ ὁρισθὲν ἀληθὲς νοῦς λέγεται».

[168] Ἔνθ. ἀν., Β΄ 23.

[169] Διάλογος ὀρθοδόξου μετὰ βαρλααμίτου, 54-55, ἔκδ. Γ. Ι. Μαντζαρίδου, εἰς: Παν. Χρήστου (ἐπ.): Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Συγγράμματα, τόμ. Β΄, Θεσ/νίκη 1966, σ. 214.

[170] Μυσταγωγία 6, ἔκδ. Σωτηρόπουλου, ἔνθ. ἀν., σ. 182 (PG 91, 684a).

[171] Ὁ νόμος προτρέπει «ὅλα ὅσα θέλετε νὰ σᾶς κάνουν οἱ ἄνθρωποι, κάνετε καὶ σεῖς τὰ ἴδια σ΄ αὐτούς», ἐξηγώντας τὴν προτροπὴ αὐτὴ μὲ ἄλλες δύο: «νὰ ἀγαπήσεις τὸν Θεό σου μὲ ὅλη τὴν καρδιὰ καὶ μὲ ὅλη τὴν ψυχή καὶ μ΄ ὅλη τὴ σκέψη σου», καὶ νὰ «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν». Στὴν Καινὴ Διαθήκη ὁ μὲν πρῶτος κανόνας ἐξυπακούεται, οἱ δὲ προτροπὲς ποὺ τὸν συνοδεύουν ἑνοποιοῦνται στὴν ἐν Χριστῷ ἀγάπη τοῦ πλησίον.

[172] Δ ογ΄: «τὸν νοῦν ( . . . ) ὃν καρδίαν ὀνομάζει ὁ Κύριος». Γιὰ τὴν καρδιὰ ὡς τὸν ἔσω ἄνθρωπο καθὼς καὶ γιὰ τὴν συγγένεια τῶν ὅρων καρδιὰ καὶ ψυχὴ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, βλ. Ν. Π. Μπρατσιώτου, Ἀνθρωπολογία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: Ι. Ὁ ἄνθρωπος ὡς θεῖον δημιούργημα, Ἀθῆναι 1985, σ. 176 κ.ἑ.

[173] Ἔνθ. ἀν.

[174] Δ οη΄: «τὸν ἀρραβώνα τοῦ Πνεύματος ἐν τῇ καρδίᾳ δεδωκώς [ἐνν. ὁ Θεός]».

[175] Β. Ν. Τατάκη, Ἡ βυζαντινὴ φιλοσοφία, μτφρ. Εὔας Κ. Καλπουρτζῆ, Ἀθῆναι 1977, σ. 87.

[176] Πρβλ. ἔνθ. ἀν., σ. 88.

[177] Βλ. τὸ Β νβ΄, ὅπου ἔργο τοῦ νοῦ κύριο καὶ καθοριστικὸ δὲν εἶναι ἡ ὑπολογιστικὴ ἱκανότητα, ἐνῶ ἡ σοφία δὲν θεωρεῖται προϊὸν λογικῆς ἐπιδόσεως καὶ δογματικῆς ἐνημερώσεως, ἀλλὰ προσευχῆς, χάριτος καὶ ἀγάπης: «νοῦς Θεῷ συναπτόμενος καὶ αὐτῷ ἐγχρονίζων διὰ προσευχῆς καὶ ἀγάπης, σοφὸς γίνεται καὶ ἀγαθὸς καὶ δυνατὸς καὶ φιλάνθρωπος καὶ ἐλεήμων καὶ μακρόθυμος».

[178] Ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης, ἔνθ. ἀν. 8: «γῆν ὁ τοιοῦτος βλέπει μόνην καὶ ὕδωρ καὶ ἀέρα καὶ πῦρ· ὅθεν δὲ τούτων ἕκαστον ἢ ἐν τίνι ἐστὶν ἢ ὑπὸ τίνος περικρατεῖται, διειδεῖν ὑπὸ μικροψυχίας οὐ δύναται» (ἔκδ. Ἀθηναγόρου Κοκκινάκη, ἔνθ. ἀν., σ. 220).

[179] Γιὰ τὴ χρήση τοῦ ὅρου «κατ΄ ἐπίνοιαν» ἀπὸ τὸν Μάξιμο ὡς ἀντίθετου στὴν πραγματικότητα βλ. Περὶ θελημάτων β΄ τοῦ ἑνὸς Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, PG 91, 205a,b: «ἵνα μὴ ὡς συμβεβηκός, ἐπινοίᾳ μόνῃ λαμβάνηται, ἀλλ΄ ὡς εἶδος πραγματικῶς θεωρῆται». Βλ. ἐπίσης Πρὸς Μαρῖνον πρεσβύτερον ἐπίλυσις τῶν προτεταγμένων ἀποριῶν Θεοδώρου διακόνου καὶ ρήτορος, PG 91, 221c,d: «οὐδὲ κατ΄ ἐπίνοιαν ψιλὴν φανταζόμεθα ( . . . ) οὐδέ τι τῶν ἐν διαιρέσει κατ΄ ἐπίνοιαν λαμβανομένων ( . . . ) ἐν τῇ κατ΄ ἐπίνοιαν διαιρέσει, ψιλῶς, ἀλλ΄ οὐ κυρίως καὶ πραγματικῶς» κλπ.

[180] Βλ. Μυσταγωγία 5: «ἑνοειδῆ γενομένην τὴν ψυχὴν καὶ πρὸς ἑαυτὴν καὶ τὸν Θεὸν συναχθεῖσαν, οὐκ ἔσται ὁ εἰς πολλὰ κατ΄ ἐπίνοιαν αὐτὴν ἔτι διαιρῶν λόγος»· ἔκδ. Σωτηρόπουλου, ἔνθ. ἀν., σ. 178 - PG 91, 681b. Πρβλ. ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τὸ Ἆσμα Ἀσμάτων η΄: «πολλαὶ γὰρ ἐν ἑκάστῳ γίνονται τῶν ἀπαιδεύτων ψυχαί», καὶ πιὸ κάτω: «ψυχὴ μία διὰ τὸ μὴ πρὸς διαφόρους διαθέσεις μερίζεσθαι» κλπ.

[181] Βλ. Μυσταγωγία, ἔνθ. ἀν.

[182] Πρβλ. ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης, Διάλογος περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως 18: «τῷ ἁπλῷ καὶ ἀειδεῖ τῆς ψυχῆς», «τὴν ἁπλὴν ἐκείνην καὶ ἀσύνθετον φύσιν ἑκάστῳ παρεῖναι τῶν μερῶν καὶ μετὰ τὴν διάλυσιν οἴεσθαι ( . . . ) οὐ γὰρ ἐπειδὴ λύεται τὸ συγκείμενον, κινδυνεύει συνδιαλυθῆναι τῷ συνθέτῳ τὸ μὴ συγκείμενον»· (ἔκδ. Ἀθηναγόρου Κοκκινάκη, ἔνθ. ἀν., σελ. 244 καὶ 246).

[183] Περὶ διαφόρων ἀποριῶν PG 91, 1305-1308.

[184] Πρβλ. ἁγ. Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια θεολογικά Β πβ΄: «καρδία ἐστὶ καθαρὰ ἡ παντάπασιν ἀνείδεον τῷ Θεῷ καὶ ἀδιαμόρφωτον παραστήσασα τὴν μνήμην καὶ μόνοις τοῖς αὐτοῦ ἕτοιμον ἐνσημανθῆναι τύποις, δι΄ ὧν ἐμφανὴς πέφυκε γίνεσθαι».

[185] «ἐντὸς γὰρ τοῦ σώματος ἐκεῖνοι λέγουσι τὸν νοῦν ὡς συνημμένον τούτῳ»· Ἁγιορειτικὸς τόμος 3, ἔκδ. Βασ. Ψευτογκᾶ, εἰς: Παν. Χρήστου (ἐπ.): Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Συγγράμματα, τόμ. Β΄, Θεσ/νίκη 1966, σ. 572.

[186] « Ἡμεῖς δὲ καὶ αὐτοί, εἰ καὶ μήτε ἔνδον ὡς ἐν ἀγγείῳ, καὶ γὰρ ἀσώματον, μήτε ἔξω, καὶ γὰρ συνημμένον, ἀλλ΄ ἐν τῇ καρδίᾳ ὡς ἐν ὀργάνῳ τὸ λογιστικὸν ἡμῶν εἶναι ἐπιστάμεθ΄ ἀκριβῶς, οὐ παρ΄ ἀνθρώπου τοῦτο διδαχθέντες, ἀλλὰ παρ΄ αὐτοῦ τοῦ πλάσαντος τὸν ἄνθρωπον, ὅς, δεικνὺς ὅπως 'οὐ τὰ εἰσερχόμενα, ἀλλὰ τὰ ἐξερχόμενα διὰ τοῦ στόματος κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον' [Ματθ. 15.11], 'ἐκ γὰρ τῆς καρδίας ἐξέρχονται', φησίν, 'οἱ λογισμοί' [Ματθ. 15.19]»· βλ.῾Υπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων Α 2,3, ἔκδ. Παν. Χρήστου, ΕΠΕ 2, Θεσ/νίκη 1982, σ. 125.

[187] Βλ. De incarnationis dominicae sacramento 4,29 PL 16, 861b: «ut legeres quod in Christi pectore recumbebat [sc. Joannes], et intelligeres quod eius caput, in quo principale omnium sensuum est, arcano quodam sapientiae replebatur». Πρβλ. ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ,῾Υπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων Β 3,34: «καὶ ἁφή ἐστιν ὑπὲρ ἁφὴν καὶ ὅρασις ὑπὲρ ὅρασιν καὶ ἁπλῶς αἴσθησις ὑπὲρ αἴσθησιν - λέγεται γὰρ καὶ ταῦτα ὁμωνύμως ἡ νόησις» (ἔκδ. Παν. Χρήστου, ΕΠΕ 2, Θεσ/νίκη 1982, σ. 474).

[188] Τὴ μηχανιστικὴ θεωρία, ἄλλωστε, καταρρίπτει καὶ ἡ περὶ μαθήσεως ὡς ἀναμνήσεως πατερικὴ ἄποψη· πρβλ. Νεμεσίου Ἐμέσης, Περὶ φύσεως ἀνθρώπου, PG 40, 549b-553b, καὶ ἐπίσης 597a: «ἀσώματος γὰρ οὖσα δι΄ ὅλου κεχώρηκεν ὡς τὰ συνεφθαρμένα, μένουσα ἀδιάφθορος ὡς τὰ ἀσύγχυτα καὶ τὸ καθ΄ ἑαυτὴν ἓν διασώζουσα καὶ ἐν οἷς ἂν γένηται τρέπουσα ἐκεῖνα κατὰ τὴν ἑαυτῆς ζωήν καὶ μὴ τρεπομένη ὑπ΄ ἐκείνων», καὶ 600a,b: «αὐτὴ κρατεῖ τὸ σῶμα· οὐδὲ ἐν τῷ σώματί ἐστιν ( . . . ) ἀλλὰ μᾶλλον τὸ σῶμα ἐν αὐτῇ ( . . . ) οὐχ ὡς ἐν τόπῳ τῷ σώματι λέγεται εἶναι ἀλλ΄ ὡς ἐν σχέσει καὶ τῷ παρεῖναι, ὡς λέγεται ὁ Θεὸς ἐν ἡμῖν». Ἡ ψυχὴ κατὰ τὸν Νεμέσιο συνάπτεται μὲ τὸ σῶμα ἀπὸ ἀγάπη: «δεδέσθαι φαμὲν ὑπὸ τοῦ σώματος τὴν ψυχήν, ὡς λέγομεν ὑπὸ τῆς ἐρωμένης δεδέσθαι τὸν ἐραστήν, οὐ σωματικῶς οὐδὲ τοπικῶς, ἀλλὰ κατὰ σχέσιν» (ἔνθ. ἀν.).

[189] ῾Υπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων Γ 2,12, ἔκδ. Παν. Χρήστου, ΕΠΕ 2, Θεσ/νίκη 1982, σ. 668.

Προηγούμενη Σελίδα