Παναγιώτης
Ν. Τρεμπέλας
Ο
Απόστολος Ανδρέας
Βίος,
δράσις και μαρτύριον αυτού εν
Πάτραις
|
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'
Η ΔΡΑΣΙΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ ΜΕΧΡΙ ΤΗΣ
ΑΦΙΞΕΩΣ ΤΟΥ ΕΙΣ ΠΑΤΡΑΣ
Τί η παράδoσις μαρτυρεί γενικώς περί
της δράσεως του αποστόλου
Η παράδοσις φέρει τον άγιον Ανδρέαν
κηρύττοντα εις τας περί Μαύρην θάλασσαν
χώρας, κατά τον Ωριγένη1δε και τον
Ευχέριον της Λυών2 ευηγγελίσθη ο
απόστολος τους Σκύθας και, κατά την εν
συριακή μεταφράσει Διδασκαλίαν των
Αποστόλων 3, εκήρυξε εις την Νίκαιαν, την
Νικομήδειαν, την Βιθυνίαν και Γοτθίαν.
Περί κηρύγματος του Ανδρέου εις Σκυθίαν
και πάσαν την παραλίαν της Βιθυνίας και
του Ευξείνου Πόντου και της Προποντίδος,
ονομαστί δε και εις τας πόλεις
Σεβαστούπολιν την μεγάλην «όπου
παρεμβάλλει Άψαρος και Φάσις οι ποταμοί
ένθα οι εσώτεροι οικούσιν Αιθίοπες» και
εις Αμισόν (Σαμψούντα) και Τραπεζούντα
και Ηράκλειαν και Αμόστριδα και Σινώπην
και Βυζάντιον και προς τους Αλανούς και
Αβασγούς και Ζηκχούς και Βοσπορινούς
και Χερσονήτας και εις την περιφανή
Πελοπόννησον και τας Πάτρας ομιλεί και
το Συναξάριον της Κωνσταντινουπόλεως4.
Το ότι δε διά Θράκης και Μακεδονίας και
Θεσσαλίας κατέληξεν εις Αχαΐαν και
Πάτρας, αναγράφει και ο Νικηφόρος
Κάλλιστος5.
Λεπτομερέστερον αι παραδόσεις αύται
αναγράφονται εις τας Πράξεις και
περιόδους του Αποστόλου, αι δε εν Σινώπη
και τη χώρα των ανθρωποφάγων
κακοπάθειαι αυτού, εις τας Πράξεις
Ανδρέου και Ματθίου.
Ο απόστολος Ανδρέας εν Σινώπη και
Αμισώ
Κατά τας «Πράξεις και Περιόδους» ο
Ανδρέας ήτο υψηλός το ανάστημα «και πάνυ
ευμήκης, επίρρινος, κάτοφρυς και μικρόν
κεκυφώς»6. Ελθών δε μετά του αδελφού του
Πέτρου και άλλων μαθητών εις Σινώπην,
πόλιν κειμένην παρά την θάλασσαν του
Ευξείνου Πόντου, εύρεν εκεί πλήθος
Ελλήνων και Ιουδαίων, οίτινες ήσαν
κεχωρισμένοι αλλήλων, λόγω των διαφόρων
θρησκειών και λατρειών των και οι οποίοι
είχον «ανήμερον το ήθος και τον τρόπον
βάρβαρον», ώστε παρά τινων εκαλούντο
ανθρωποφάγοι. Εγκατασταθείς δε μετά του
Πέτρου εις νησίδα τινά, γειτονεύουσαν
προς την μνημονευθείσαν πόλιν, ήρχισεν
εκείθεν μετ’ αυτού να καταγγέλλουν «το
της ευσεβείας μυστήριον». Και μολονότι
υπήρξαν το κατ’ αρχάς πενιχροί οι
καρποί του αποστολικού κηρύγματος, εν
τούτοις η νέα πίστις ερριζοβόλησε
βαθέως, ώστε ενισχυθείσα βραδύτερον και
διά νέων επισκέψεων του αποστόλου,
επεξετάθη «και οίκος ευκτήριος
ωκοδομήθη επ’ ονόματι του κλεινού των
αποστόλων Ανδρέου και εικών εν μαρμάρω»
κατεσκευάσθη «πάνυ θαυμαστή», την
οποίαν επί της βασιλείας του Κοπρωνύμου
εις μάτην απεπειράθησαν να καταστρέψουν
οι εικονομάχοι7. Κατά την πρώτην ταύτην
επίσκεψιν του Ανδρέου εις την Σινώπην
συνελήφθη υπό των εν αυτή ανθρωποφάγων ο
συνοδεύων τον απόστολον Ματθίας, όστις
και εφυλακίσθη με τον σκοπόν να
κατασπαραχθή και καταβροχθισθή υπ’
αυτών. Αλλ’ ο Ανδρέας, ελευθερώσας
τούτον θαυμασίως, ανεχώρησε μετ΄αυτού
και των λοιπών μαθητών εις «την Αμισηνών
πόλιν παρά θάλασσαν του Ευξείνου
κειμένην, ξενισθείς παρά τινι ανδρί
φιλοξένω, την θρησκείαν Ιουδαίω και
Δομετιανώ» ονομαζομένω8.
Παραμείνας δ’ εν τη πόλει ταύτη ο
απόστολος επί τινα χρόνον και διά του
κηρύγματος και των θαυμαστών θεραπειών
του προσέλκυσε πλήθη πολλά εις την
χριστιανικήν πίστιν, ίδρυσεν εκεί
Εκκλησίαν, «καθιέρωσε θυσιαστήριον» και
«εχειροτόνησε πρεσβυτέρους και
διακόνους» εκ των λαβόντων το βάπτισμα «τους
ήδη εστηριγμένους εν τη αμωμήτω πίστει
και της ιερωσύνης αξίους υπάρχοντας»9.
Περιοδείαι του Πρωτοκλήτου μέχρι της
επανόδου εις Σινώπην
Περιελθών ακολούθως ο πρωτόκλητος
απόστολος «πλείστας κώμας και πόλεις
της Ποντικής χώρας» ήλθε και εις την
Τραπεζούντα, εις την οποίαν ενδιέτριψε
χρόνον ολίγον «διά το ανόητον και
αλόγιστον των τότε» κατοικούντων εις
την πόλιν ταύτην. Εκ της Τραπεζούντος ο
απόστολος επροχώρησεν εις την χώραν των
Ιβήρων, εις την οποίαν παρέμεινεν επί
μακρόν και «πολλούς τω της διδασκαλίας
λόγω φωτίσας προσήγαγεν» εις τον Κύριον.
Διελθών δε εν συνεχεία «τα της Παρθικής
χώρας μέρη» ανήλθεν εις Ιεροσόλυμα προς
συνάντησιν και των λοιπών αποστόλων,
μετά των οποίων συνεώρτασε «το τε Πάσχα
και την Πεντηκοστήν»10.
Διά της Αντιοχείας έπειτα ο Πρωτόκλητος
κατέληξεν εις Έφεσον όπου συμπαραμείνας
επί χρόνον τινά μετά του εκεί
εγκατεστημένου αποστόλου και
Ευαγγελιστού Ιωάννου, αναχωρεί, κατ’
εμφανισθείσα εις αυτόν οπτασίαν, εις την
Λαοδίκειαν της Φρυγίας και εκείθεν εις
Οδυσσούπολιν της Μυσίας, όπου και
εγκατέστησεν επίσκοπον τον Άππιον. «Υπερβάς
δε το Ολύμπιον όρος παραγίνεται εις
Νίκαιαν της Βιθυνίας»11. Κηρύξας δ’ εν
Νικαία και εις τα περίχωρα αυτής επί
διετίαν όλην και εγκαταστήσας εν αυτή
επίσκοπον τον Δρακόντιον 12, μετέβη εις
την Νικομήδειαν και εκείθεν εις την
πόλιν της Βιθυνίας Καλχηδόνα, όπου «μικρόν
ενδιατρίψας χρόνον καθίστησιν εν αυτή
Τυχικόν, ένα των συνεπομένων αυτώ
μαθητών, εν πλοίω δ’ είτα αναχθείς εις
την Αμαστρανών πόλιν μεγίστην τε ούσαν
και περιφανεστάτην» και παραμείνας εκεί
επί τινα χρόνον, εχειροτόνησεν
επίσκοπον τον Παλμάν13. Ύστερον όμως από
αυτάς και άλλας τινάς επιτυχίας εν τη
καρποφορία του κηρύγματος, επεφυλάσσετο
εις τον θείον απόστολον περιπέτεια
δεινή εν τη πόλει της Σινώπης, την οποίαν
διά δευτέραν ήδη φοράν επεσκέφθη.
Περιπέτεια του αποστόλου Ανδρέου εις
Σινώπην και περιοδείαι αυτού μέχρι
Πατρών
Περί της εν Σινώπη περιπετείας και
κακοπαθείας ομιλούσι μεν και αι Πράξεις
και Περίοδοι του αποστόλου,
εκτενέστερον όμως ενδιατρίβουν περί
αυτήν «αι Πράξεις Ανδρέου και Ματθία εις
την πόλιν των ανθρωποφάγων». Κατά τας
αναγραφομένας εις αμφότερα τα βιβλία
ταύτα λεπτομερείας, όταν οι Σινωπείς
επληροφορήθησαν, ότι «ο ανοίξας
πρότερον το δεσμωτήριον» και
ελευθερώσας τον Ματθίαν και άλλους
συγκαθείρκτους μετ’ αυτού ευρίσκετο
ήδη εις την πόλιν αυτών, «εμμανείς
γενόμενοι και παμπληθεί
συναθροισθέντες, θηριωδώς ώρμησαν κατ’
αυτού14. Και αφού τον συνέλαβον, είπον
προς αυτόν: Εκείνα τα οποία «συ εποίησας
ημίν, και ημείς ποιήσομέν σοι»15. Και
ήρχισαν να συσκέπτωνται περί του τρόπου,
κατά τον οποίον σκληρότερον και
βασανιστικώτερον θα τον εθανάτωνον. Εάν,
«έλεγον προς εαυτούς, άρωμεν αυτού την
κεφαλήν, ο θάνατος αυτού ουκ έστι
βάσανος». «Εάν καύσωμεν αυτόν»16, δεν θα
φάγωμεν τας σάρκας του. Τέλος κατέληξαν
εις την απόφασιν να περιτυλίξουν τον
τράχηλον αυτού διά σχοινίου και να
διασύρουν «αυτόν εν πάσαις ταις
πλατείαις και ρύμαις της πόλεως και όταν
τελευτήση», να διαμοιρασθούν το σώμα
αυτού διά να το φάγουν.
Πραγματοποιηθείσης δε της απανθρώπου
και σκληράς συμπεριφοράς εναντίον του
αποστόλου, «αι σάρκες αυτού εκολλώντο εν
τη γη και το αίμα αυτού έρρεεν ώσπερ ύδωρ
εις την γην»17. Παρά την εξαντλητικήν
όμως ταύτην ταλαιπωρίαν και βάσανον, ο
θείος απόστολος δεν απέθανεν. Ευρέθησαν
λοιπόν ηναγκασμένοι οι βασανισταί αυτού
να ρίψουν αυτόν κατά την εσπέραν εις την
φυλακήν, αφού έδεσαν «αυτού τας χείρας
εις τα οπίσθια», καθ' ον χρόνον λόγω της
μεγάλης κακοπαθείας ο απόστολος «ην
παραλελυμένος σφόδρα». Παρελθούσης δε
της νυκτός, εξήγαγον αυτόν κατά την
πρωΐαν εκ της φυλακής «και πάλιν ομοίως
διέσυρον επί της γης και αι σάρκες αυτού
εκολλώντο και έκλαιεν ο μακάριος λέγων:
Μη εγκαταλείπης με, Κύριέ μου, Ιησού
Χριστέ, εγώ γαρ γινώσκω ότι ουκ ει μακράν
των δούλων σου»18. Όταν δε επήλθεν η
εσπέρα, έρριψαν «αυτόν πάλιν εις την
φυλακήν» αφού έδεσαν «τας χείρας αυτού
όπισθεν και αφήκαν αυτόν εκεί,
προτιθέμενοι και την επομένην να
επαναλάβουν το αυτό βασανιστήριον.
Όντως δε και διά τρίτην φοράν διέσυρον
κατά την τρίτην ημέραν τον απόστολον.
Ήτο δε τόση η εξάντλησις η κατά την
εσπέραν της τρίτης ταύτης ημέρας
παρατηρηθείσα επί του αποστόλου, ώστε «έλεγον
εν εαυτοίς οι άνδρες της πόλεως: Τάχα
τελευτά εν τη νυκτί και ουχ ευρήσομεν
αυτόν ζώντα» κατά την επομένην ημέραν,
διότι «ητόνησε και αι σάρκες αυτού
εδαπανήθησαν»19.
Διά τους εκλεκτούς όμως του Θεού όταν τα
περί αυτούς φαίνωνται περιελθόντα εις
αδιέξοδον και ο επαπειλών την ζωήν των
κίνδυνος παρουσιάζεται καταλαβών
αυτούς, τότε ακριβώς επιφαίνεται
θαυματουργός η θεία προστασία, ίνα
εκλάμπη και της θείας δυνάμεως η ένδοξος
επίσκεψις και απολύτρωσις. Πράγματι δε
κατά τη νύκτα εκείνην «ο Κύριος
παρεγένετο εν τη φυλακή και εκτείνας την
χείρα είπε τω Ανδρέα: Δος μοι την χείρα
σου και ανάστα υγιής». Και όταν εγένετο
τούτο, ανέστη ο Ανδρέας υγιής και «πεσών
προσεκύνησε και είπεν. Ευχαριστώ σοι,
Κύριέ μου Ιησού Χριστέ, ότι ετάχυνας την
βοήθειά σου επ’ εμέ»20.Συγχρόνως δε
εξέσπασε κατακλυσμός αλμυρών υδάτων
δημιουργήσας δεινόν κίνδυνον δι'
ολόκληρον την πόλιν, διότι παρέσυρεν εις
τα κύματα αυτού πολλούς ευρόντας τον διά
πνιγμού θάνατον. Προ του τρομερού τούτου
κινδύνου συνελθόντες εις εαυτούς οι
Σινωπείς, «εξήλθον βοώντες μεγάλη φωνή.
ο Θεός του ξένου ανθρώπου, άρον αφ’ ημών
το ύδωρ τούτο»21. Κινηθείς δε εις οίκτον
και ο απόστολος και ζητήσας την
κατάπαυσιν της θεομηνίας, επέτυχε τούτο.
«Και εξήλθε Ανδρέας εκ της φυλακής και
τότε πας ο όχλος ιδών αυτόν εβόων
άπαντες. ελέησον ημάς». Ούτως
ελευθερωθείς ο απόστολος εδράξατο της
ευκαιρίας, την οποίαν η εκ της θεομηνίας
μεταβολή των διαθέσεων των Σινωπέων
παρείχεν εις αυτόν και εκήρυξε μετά
μεγαλυτέρας ήδη ελευθερίας και
καρποφορίας το Ευαγγέλιον, παραμείνας
εν τη πόλει επί εβδομάδα ολόκληρον22.
Ούτως αυξηθέντων των πιστευόντων εν
Σινώπη και πληθυνθέντων, χειροτονήσας ο
απόστολος εξ αυτών πρεσβυτέρους και
διακόνους23, ανεχώρησεν εκείθεν εις
Αμισόν και εις Τραπεζούντα, εις την
οποίαν ήδη εύρεν ολιγωτέραν την
αντίδρασιν και ηδυνήθη να ιδρύση εν αυτή
εκκλησίαν.
Μετέπειτα αναφέρεται περιοδεύων την
Αλανικήν χώραν και αφού επεσκέφθη τας
πόλεις Φούσταν και Σεβαστούπολιν «ανέδραμε
προς την χώραν της Ζηκχίας»24, και διά της
Σουγδίας ήλθεν εις «την Βόσπορον πόλιν
πέραν του Ευξείνου Πόντου κειμένην
πλησίον της χώρας των Ταυροσκυθών».
Και αφού «κατέσπειρεν εν Βοσπόρω τα θεία
λόγια και πολλούς προς καρποφορίαν
επιτηδείους κατέστησεν», ήλθεν εις την
Χερσώνα, πόλιν της Σκυθίας, και
επιστρέψας εις την Σινώπην
εχειροτόνησεν εκεί επίσκοπον τον
Φιλόλογον25 και μετά παραμονήν ολίγων
ημερών διαπλέων την παραθαλασσίαν του
Πόντου και τας κατά τόπον εκκλησίας
επιστηρίζων, κατήλθεν εις το Βυζάντιον»26,
όπου και εγκαθιδρύει πρώτον επίσκοπον
αυτού τον Στάχυν27. Μεταβάς δε είτα εις
την Ηράκλειαν, πόλιν της Θράκης, μετά
ολιγοήμερον διαμονήν ανεχώρησεν
εκείθεν και «διεπορεύετο τας καθ'έκαστον
τόπον πόλεις της Μακεδονίας
περιερχόμενος, κηρύσσων, νουθετών
νοσούντας ιώμενος, ιερείς τελειών και
πολλούς προς την σωτήριον τρίβον
καθοδηγών»28.
Πίσω
στη Σελίδα Περιεχομένων | Επόμενο
Κεφάλαιο
|