Home Page

On Line Library of the Church of Greece


Παναγιώτης Ν. Τρεμπέλας

Ο Απόστολος Ανδρέας

Βίος, δράσις και μαρτύριον αυτού εν Πάτραις


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΝ ΠΑΤΡΑΙΣ



Αι πρώται ημέραι της διαμονής του αποστόλου εν Πάτραις

Από της Μακεδονίας ο απόστολος Ανδρέας κατήλθε διδάσκων μέχρι της Πελοποννήσου, αφιχθείς δε εις τας Πάτρας εφιλοξενήθη εν τη οικία πολίτου τινός μονίμως εγκατεστημένου εν τη πόλει, ονομαζομένου Σωσσίου. Ούτος εδέχθη να φιλοξενήση τον απόστολον τοσούτω μάλλον φιλοφρόνως και ευγνωμόνως, όσω πάσχων υπό νόσου ανιάτου και θανατηφόρου, εθεραπεύθη υπ' αυτού παραχρήμα τη επικλήσει του Κυρίου»29. Ως δε ήτο επόμενον, η φήμη του επιτελεσθέντος θαύματος ταχέως διήλθεν καθ' άπασαν την πόλιν, φθάσασα και μέχρις αυτού του ανθυπάτου. Ήτο δε τότε ανθύπατος ανήρ ονομαζόμενος Λέσβιος, προσκεκολλημένος εις την ειδωλολατρικήν πλάνην, δι' αυτό δε τούτο και διεταράχθη «ου μικρώς και εχαρακτήρισε τον επ' ονόματι του Ιησού τοιαύτας θεραπείας επιτελούντα ως «μάγον τινά και απατεώνα». Δεν πρέπει, έλεγε ο Λέσβιος, να δίδωμεν προσοχήν εις αυτόν, αλλ'οφείλομεν μάλλον από τους ιδικούς μας θεούς να ζητώμεν πάσαν ευεργεσίαν30. Έλαβε δε και την απόφασιν να συλλάβη τον απόστολον και να θανατώση αυτόν.

Αλλ' ενώ κατά την νύκτα κατέστρωνε το σχέδιον της συλλήψεως και εξοντώσεως του αποστόλου, καταλαμβάνεται αιφνιδίως υπό βαρείας νόσου, εκ της οποίας επί πολλάς ώρας παρέμεινεν άφωνος..Όταν δε ανένηψέ πως, προσεκάλεσε τους υπό τας διαταγάς αυτού στρατιώτας και κλαίων παρήγγειλεν εις αυτούς, ίνα αναζητήσουν τον απόστολον και παρακαλέσουν αυτόν, όπως σπεύση εις επίσκεψίν του. Ελθόντος δε μετ' ολίγου του αποστόλου, «σύνδακρυς» γενόμενος ο ανθύπατος, παρεκάλει αυτόν λέγων: «Άνθρωπε ξένε και γνώστα ξένου Θεού, ελέησον άνθρωπον πεπλανημένον και ταις των αμαρτημάτων κηλίσι κατεστιγμένον»31. Καρδία εύσπλαχνος και συμπαθής ο Ανδρέας συνεκινήθη βαθύτατα εκ των δακρύων του Λεσβίου και καμφθείς προ της οικτράς καταστάσεως τούτου, επέθεσε μεν «την δεξιάν αυτού χείρα τω σώματι του πάσχοντος», «άρας δε τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν προσήυχετο λέγων: Ο μόνος Θεός Ιησούς», ο οποίος πρότερον μεν ήσο άγνωστος εις τον κόσμον, τώρα δε γίνεσαι φανερός εις αυτόν δι' ημών και του κηρύγματός μας, έγγισε τον δούλον σου τούτον με την αόρατον σωτήριά σου χείρα και ιάτρευσον τον εσωτερικόν και εξωτερικόν του άνθρωπον. Κατάστησον αυτόν σκεύος εκλογής σου, ίνα συγκαταριθμηθή μετά των προβάτων σου και υγιής γενόμενος διακηρύττη την δραστήριον και πάντα κατορθούσαν δύναμίν σου32. Αφου δε είπε ταύτα ο απόστολος, εκράτησεν από της χειρός αυτού τον Λέσβιον και ανήγειρεν αυτόν εξ ολοκλήρου υγιά.

Το νέον τούτο θαύμα του αποστόλου συνήγειρε πάσαν την πόλιν των Πατρών, πλήθη δε «συνήρχοντο επιφερόμενοι τους αρρώστους αυτών παντοίαις συνεχομένους νόσοις», τους οποίους «επιθείς τας χείρας εφ' εκάστω αυτών παρευθύ πάντας ιάσατο»33. Η τοιαύτη θαυματουργική δράσις του αποστόλου, η επιβεβαιούσα το κήρυγμα αυτού και επαυξάνουσα την υπό της αγιότητος αυτού προκαλουμένην εντύπωσιν, προσείλκυσε πολλούς εις τον Χριστόν, αυτού τούτου του Λεσβίου διακρινομένου ήδη μεταξύ των ολονέν πληθυνόντων μελών της εν Πάτραις εκκλησίας. Εν μεγάλη δε συρροή οι νέοι ούτοι χριστιανοί προσήλυτοι «επί τους ειδωλικούς ναούς ορμήσαντες», παρέδωκαν αυτούς εις το πυρ, και τα εν αυτοίς είδωλα «συντρίψαντες ελέπτυναν και εξουθενήσαντες κατεπάτησαν».


Ο νέος ανθύπατος Αιγεάτης και τα κατά την σύζυγον αυτού Μαξιμίλλαν

Η σημειωθείσα εν Πάτραις μεταβολή και τα επακολουθήσαντα εις αυτήν δεν εβράδυναν να περιέλθουν εις γνώσιν του εν Ρώμη αυτοκράτορος, όστις παραπειθόμενος και υπό ιδιοτελών εισηγήσεων παύει μεν ως ανίκανον και ευήθη τον Λέσβιον από της ανθυπατείας, πέμπει δε αντικαταστάτην αυτού τον Αιγεάτην.

Η από της αρχής απομάκρυνσις του Λεσβίου ου μόνον δεν δυσηρέστησεν, αλλά και ευχαρίστησεν αυτόν, διότι του παρέσχε την ευκαιρίαν να παρακολουθή ήδη τον απόστολον εις τας περιοδείας αυτού.Ούτως ο Λέσβιος «καταλιπών τας εν τω πραιτωρίω διατριβάς», διήρχετο τας ημέρας αυτού μετά του αποστόλου και παρηκολούθει αυτόν «εν πάση τη της Αχαΐας περιχώρω το θείον κήρυγμα» καταγγέλοντα.

Περί της νέας όμως θρησκείας φαίνεται ότι είχεν ιδέαν τινά η σύζυγος του νέου ανθυπάτου Μαξιμίλλα. Διότι εξεδήλωσεν αύτη ενδιαφέρον να πληροφορηθή περί του προσώπου του Ανδρέου και προς τούτο απέστειλεν εις τον οίκον του ξενίζοντος τον απόστολον Σωσσίου την έμπιστον αυτής συγγενή Ιφιδάμαν ή Φαιδάμιαν, ήτις και μετέδωκεν εις αυτήν τας πρώτας περί του αποστόλου ειδήσεις. Και τότε μεν δεν ηδηνήθη η Μαξιμίλλα να έλθη εις άμεσον επαφή και γνωριμίαν προς τον απόστολον. Μετά τινα όμως χρόνον εις δεινήν ασθένειαν εμπεσούσα και υπό πάντων των εν τη πόλει ιατρων απελπισθείσα, εκάλεσε παρ' εαυτή τον απόστολον, όστις προθύμως προσελθών εύρε τον Αιγεάτην εν εσχάτη απογνώσει, κρατούντα μάχαιραν εις την χείρα και έτοιμον να καταφέρη ταύτην καθ' εαυτού, εκ της επιθυμίας του να συναποθάνη μετά της πνεούσης τα λοίσθια συζύγου του. Πρός αυτόν δε πρώτον απευθυνθείς ο απόστολος, είπε πραεία τη φωνή: «Απόστρεψόν σου την μάχαιραν εις τον τόπον αυτής. Επικάλεσαι δε Κύριον τον Θεόν του ουρανού και της γης και πιστεύσας αυτω σώθητι»34. Μετά τούτο δε επιθέσας την χείρα αυτού επί της ασθενούς, εθεράπευσεν αυτήν.

Και εχάρη μεν ο Αιγεάτης μεγάλως επι τη διασώσει της συζύγου του, αδιάφορος όμως εξ ολοκλήρου προς την αλήθειαν και με όμμα υλοφροσύνης τα πάντα μετρών, εξέλαβε τον απόστολον ως επαγγελματία ιατρόν, ένεκα του οποίου και διέταξεν ίνα δοθώσιν είς αυτόν χίλια χρυσά νομίσματα. Αλλ' ο απόστολος ηρνήθη να λάβη ταύτα παρατηρήσας: «ούτος ο μισθός ας μένη εις χείρας σου, διότι αυτός αξίζει εις σε, ο ιδικός μου δε μισθός θα έλθη πολύ γρήγορα». Υπενόει δε δι' αυτού την προσεχή επιστροφήν εις Χριστόν της Μαξιμίλλης35.


Ταξείδιον του Αιγεάτου εις Ρώμην και επιστροφή εις Χριστόν του Στρατοκλέους και της Μαξιμίλλης

Η θεραπεία της Μαξιμίλλης εν συνδυασμώ και προς άλλας τινάς θαυματουργικάς ιάσεις, τας οποίας ο Πρωτόκλητος συνετέλεσεν, εξερχόμενος εκ της οικίας του ανθυπάτου,προκάλεσαν νέον ενθουσιασμόν εις Πάτρας και νέας αθρόας επιστροφάς εις την νέαν πίστιν. Και θα ανέμενε μεν τις, ότι ο Αιγεάτης προσκεκολλημένος τυφλώς εις τα είδωλα, δεν θα ηνείχετο την δημιουργηθείσαν κίνησιν. Αλλ' είτε διότι διετηρείτο βαθεία ακόμη παρ' εαυτώ η εκ της θαυμασίας θεραπείας της συζύγου του εντύπωσις, είτε διότι σπεύδων και ετοιμαζόμενος να αναχωρήση εις Ρώμην, εύρε φρονιμώτερον μετά την εκείθεν επάνοδόν του να λάβη τα ενδεικνυόμενα μέτρα, δεν προέβη κατά τον χρόνον εκείνον εις ουδεμίαν ενέργειαν.

Ότε δε ανεχώρησε προς την πρωτεύουσαν, ίνα εμφανισθή εις τον αυτοκράτορα, ήλθεν εις Πάτρας ο αδελφός αυτού Στρατοκλής, συνοδευόμενος υπό του Αλκμάνος ή Αλκμανά νεαρού υπηρέτου, τον οποίον ο Στρατοκλής συνεπάθει πολύ. Η συμπάθεια δ' αύτη του Στρατοκλέους προς τον Αλκμάνα εχρησιμοποιήθη υπό της αγαθής και πανσόφου του Θεού Προνοίας, ίνα αμφότεροι ούτοι συνάψωσιν γνωριμίαν μετά του πρωτοκλήτου και οδηγηθώσι δι' αυτής εις τον Χριστόν. Διότι, ολίγον μετά την εις Πάτρας άφιξιν αυτών, προσβληθέντος του Αλκμάνος υπό αιφνιδίας και θορυβώδους νευρικής νόσου, περιήλθεν ο Στρατοκλής εις λίαν στενόχωρον θέσιν, μη δυνάμενος ουδέν να πράξη προς θεραπείαν και διάσωσιν του πιστού του υπηρέτου. Οδηγηθείς όμως υπό της νύμφης του Μαξιμίλλης και της συγγενούς αυτής Ιφιμάδας, ανεζήτησε τον απόστολον Ανδρέαν. Όταν δε ούτος, ανταποκρινόμενος εις την πρόσκλησιν του Στρατοκλέους, προσήλθεν εις το πραιτώριον, ένθα διέμενεν ο Στρατοκλής μετά της συνοδείας αυτού, παρημποδίζετο υπό των δούλων τούτου να εισέλθη. Τούτο δε, διότι ηγνόουν ούτοι τις ήτο ο Ανδρέας, «ιδόντες δε αυτόν ευτελή και λιτόν άνθρωπον» και υπολαβόντες ότι επρόκειτο περί επαίτου ή και ασήμου τινός, εν τη σπουδή των, όπως απομακρύνουν αυτόν εκείθεν, απεπειράθησαν και να κτυπήσουν ακόμη τον απόστολον36. Αρθείσης όμως, τη παρεμβάσει άλλων, της παρεξηγήσεως, εισήλθεν ο απόστολος εις το πραιτώριον και προχωρήσας ελευθέρως προς το μέρος του ασθενούς, ευρέθη εκεί προ μάγων και φαρμακών και περιέργων, οίτινες ίσταντο περί αυτών απηλπισμένοι, μη δυνάμενοι κατ' ουδέν να ανακουφίσουν τον πάσχοντα δια των επωδών και γοητειών αυτών.

Ο Ανδρέας τότε προσέφυγεν ανευ αναβολής εις το μοναδικόν του όπλον, την προσευχήν. Και ανατείνας οφθαλμούς και χείρας και καρδίαν προς τον ουρανόν, επεκαλέσθη θερμώς τον Θεόν ειπών: «Ο Θεός, ο οποίος πάντοτε υπακούεις εις τους ανήκοντας εις σε, ο παρέχων πάντοτε τας δωρεάς σου και τα αγαθά σου, ευδόκησον να παράσχης και τώρα αυτό, δια το οποίον σε παρακαλώ, και υπό τους οφθαλμούς όλων αυτών, οι οποίοι παρίστανται ενταύθα, θεράπευσον τον υπηρέτην του Στρατοκλέους, φυγαδεύων τον δαίμονα, τον οποίον οι συγγενείς αυτού δεν ημπόρεσαν να εκδιώξουν». Εκτείνας δε μετά τούτο την χείρα αυτού προς τον επί του εδάφους κατακείμενον ασθενή, ανήγειρεν αυτόν υγιά «και συνεβάδιζε» μετά του αποστόλου ο Αλκμάν, «σωφρόνως και ευσταθώς και ευτάκτως ομιλών και ήδιστα ορών τον απόστολον»37.

Της εντός του πραιτωρίου δευτέρας ταύτης, μετά την θεραπείαν της Μαξιμίλλης, ιάσεως τας συνεπείας ευκόλως θα ηδύνατό τις να εικάση. Η Μαξιμίλλα και η συγγενής αυτής Ιφιδάμα ενισχυθείσαι επί μάλλον εις την πίστην προς τον Θεόν τον κηρυττόμενον υπό του Ανδρέου, εδέχθησαν πρώται το βάπτισμα, μετ' ολίγον δε εμιμήθησαν αυτάς και ο Στρατοκλής και ο Αλκμάν αλλά και πολλοί άλλοι εκ της συνοδείας αυτών.

Ημέρας και εβδομάδας, ίσως και μήνας, πνευματικής αγαλλιάσεως και ουρανίας ειρήνης διήλθον οι νεοφώτιστοι ούτοι, οι περί τον Στρατοκλή και την Μαξιμίλλαν. Έχοντες εν μέσω αυτών τον Πρωτόκλητον, μυούμενοι υπ' αυτού εις τα μυστήρια της χριστιανικής σοφίας, ενωτιζόμενοι της θεοπνεύστου διδασκαλίας του και των πατρικών νουθεσιών του, «αδιαλείπτως τω Θεώ ευχαριστούντες» και προσευχόμενοι, εδοκίμαζαν τα άρρητα θέλγητρα της μετά του Χριστού κοινωνίας και ενώσεως και της μετ' αλλήλων συμπνοίας και αδιαρρήκτου ενότητος.


Επάνοδος του Αιγεάτου και φυλάκισις του αποστόλου

Ο αίθριος και γαλήνιος ουρανός, υπό τον οποίον απελάμβανον τας παρακλήσεις του Πνεύματος ο Πρωτόκλητος μετά των μαθητών του, συνωφρυώθη αίφνης και συνεταράχθη, όταν επέστρεψεν ο Αιγεάτης. Πληροφορηθείς ούτος, ότι η σύζυγος και οι άλλοι οικείοι αυτού εγένοντο χριστιανοί, ηξίωσε κατ' αρχάς, ίνα η Μαξιμίλλα επιστραφή προς τα είδωλα και συνεχίση μετ' αυτού συζώσα τον αχαλίνωτον της ειδωλολατρικής ζωής βίον. Επειδή δε η Μαξιμίλλα ου μόνον δεν συγκατατέθη εις τούτο, αλλά και αντιπροέβαλλεν ως όρον, ίνα και αυτός επιστραφή εις Χριστόν, διότι άλλως θα προετίμα να διαζευχθή τούτον, ο ανθύπατος εξεμάνη. Και θεωρήσας τον θείον απόστολον ως μόνον υπεύθυνον της τοιαύτης μεταστροφής της συζύγου του, διέταξεν ευθύς «ως Ηρώδης ποτέ τον βαπτιστήν Ιωάννην», ούτω και τώρα να εγκλείσουν τον Ανδρέαν «εν ασφαλεστάτη φρουρά»38, «επαπειλούμενος αυτώ πλείστας επαγαγείν βασάνων ιδέας»39, εάν δεν μετέπειθεν ούτος την Μαξιμίλλαν να επανέλθη και πάλιν εις την ειδωλολατρείαν και να ανανεώση τον μετ' αυτού διασπασθέντα συζυγικόν δεσμόν.

Αλλά και προς αυτήν την Μαξιμίλλαν ο Αιγεάτης συγκαταμιγνύων προς την κολακείαν και εκφοβιστικάς απειλάς, είπεν: Εάν μεν πεισθής να παραμένης πλησίον μου ως σύζυγος, ως και πρότερον, θα σε καταστήσω κυρίαν όλων όσων υπάρχουν εν τω οίκω μου. Εάν όμως μου αρνηθής τούτο, θα παραδώσω εις τον επί σταυρού θάνατον «τον ούτως αναπείσαντά σε γέροντα»40. Μετά τινας δε πάλιν ημέρας πιεζόμενος υπό της θλίψεως, την οποίαν του προεκάλει ο απ' αυτού χωρισμός της Μαξιμίλλης, είπε προς αυτήν: Ώ Μαξιμίλλα. διατί παραλόγως αθετείς των γονέων σου την θέλησιν, οι οποίοι διά γάμου σε συνέδεσαν και σε ενεπιστεύθησαν προς εμέ; Οι γονείς σου δεν παρεκινήθησαν να σε δώσουν σύζυγο εις εμέ ούτε από τα πλούτη μου, ούτε από την δόξαν μου, ούτε από την καταγωγήν μου, αλλ' από τας καλάς διαθέσεις της ψυχής μου και τα γενναία αισθήματα της καρδίας μου. Ποίον παράπονον έχεις κατ' εμού; Δεν σε κατέστησα κυρίαν και δέσποιναν εις όλα τα πλούτη μου και δεν εφέρθην πος σε με πολλην πάντοτε ευμένειαν και αγάπην; Διατί τώρα προσεκολλήθης εις τον ξένον αυτόν αλήτην και εχωρίσθης από εμέ τον στοργικόν σύζυγόν σου; «Δεύρο επιστράφηθι προς με. γενού μετ' εμού καθά το πρότερον». Ελθέ και τότε εγώ προς χάριν σου θα απολύσω τον ξένον αυτόν, τον οποίον κρατώ εις την φυλακήν δέσμιον και υπόδικον. Εάν όμως δεν με ακούσης, εις σε μεν δεν θα πράξω κανέν κακόν, ενθυμούμενος τον πρότερον δεσμόν μας και την κατά το παρελθόν αγάπην μας. Τον ξένον όμως, τον οποίον «και πλέον εμού ποθούσα στέργεις, τούτον ποικίλαις μετ' ατιμίας αναλώσω βασάνοις»41.


Ο απόστολος ενθαρρύνει την Μαξιμίλλαν και τον Στρατοκλήν

Η τελευταία απειλή συνεκίνησε βαθύτατα και κατεπτόησε μεγάλως την μετ' απεριορίστου σεβασμού αφωσιωμένην προς τον απόστολον Μαξιμίλλαν, ήτις εθεώρει ως ανυπόφορον δοκιμασίαν να παραστή θεατής του επώδυνου και ατιμωτικού θανάτου του διδασκάλου της. Σπεύδει λοιπόν μετά της πιστής εις αυτήν Φαιδαμίας προς το δεσμωτήριον και γνωστοποιεί τα πάντα προς τον απόστολον. Αλλ' ούτος «μάλλον επεστήριζεν αυτήν εμμένειν τω φόβω του Κυρίου». Οσονδήποτε και αν θλιβής, έλεγεν προς αυτήν, βραχείαι είναι του παρόντος βίου αι λύπαι και εντός ολίγου συμπαρέρχονται μετ' αυτού. «Υπόμεινον τας θλίψεις, όπως αιωνίως χαρής». Μην ανησυχείς δε δι' εμέ. Βεβαιωθήτι ότι μου προξενεί μεγάλην χαράν να υποστώ καθ' ομοίωσιν του Κυρίου μας θάνατον σταυρικόν και να απέλθω το ταχύτερον προς αυτόν δια να είμαι μετ' αυτού διαπαντός42.

Παρηγορηθείσα και ενισχυθείσα υπό των λόγων τούτων και των άλλων νουθεσιών του αποστόλου, η Μαξιμίλλα και «θαρσαλεώτερον διατεθείσα», όταν συνήντησεν εκ νέου τον Αιγεάτην, εδήλωσεν εις αυτόν ανδροπρεπώς, ότι «τον θάνατον μάλλον» θεωρώ προτιμότερον από την πρόσκαιρον ζωήν και θα δεχθώ να αποθάνω παρά να συνδεθώ και πάλιν μεθ' ενός ειδωλολάτρου, όπως είσαι σύ. Η γλώσσα αύτη της Μαξιμίλλης ηρέθισεν εις βαθμόν ασυγκράτητον τον Αιγεάτην και εν παραφορά εφώναξε προς αυτήν: «Εάν ο γέρων εκείνος δεν σε μεταπείση το ταχύτερον, ίνα επανέλθης προς εμέ, και σε και εκείνον θα σας παραδώσω εις θάνατον»43.

Αλλ' εάν ο Αιγεάτης εξωργίζετο και ηπείλει και διά παντός μέσου εζήτει να καταπτοήσει την Μαξιμίλλαν, ο Πρωτόκλητος εξ άλλου ενεθάρρυνεν αυτήν και μετέδιδεν εις αυτήν ευψυχίαν και θάρρος, το οποίον καθίστα αυτήν άκαμπτον έναντι των εκφοβισμών του ειδωλολάτρου συζύγου της. «Μη ηττηθής ταις κατ' εμού απειλαίς», έλεγε προς αυτήν ο απόστολος. «Μη σαλευθής υπό των αυτού φαύλων ομιλιών και μη χαυνωθής ταις αυτού ρυπαραίς συμβουλίαις. Υπόμεινον πάσαν αυτού απειλουμένην ή και επαγομένην θλίψιν. Φύλαξον σεαυτήν αγνήν και καθαράν εκ της ακαθάρτου αυτού συνδιαγωγής». Όσον δε αφορά εις εμέ, προσέθετεν ο απόστολος, ας κάμνη όχι μόνον με λόγους και με απειλάς, αλλά και με έργα και βασανιστήρια ό,τι δήποτε ειμπορέση. Είτε πρόκειται να με παραδώση εις τα θηρία να με κατασπαράξουν, είτε να με κατακαύση εις το πυρ, είτε να με καταπνίξη εις τον βυθόν της θαλάσσης, είτε με ξίφος να με κατακόψη, είτε εις τον σταυρόν να με καρφώση, θα μάθη «οποίος ημίν ο διά Χριστόν έρως», του οποίου ουδέν των εν τω κόσμω τούτω θεωρούμεν προτιμότερον. «Προς αυτόν γαρ, τον Κύριον ημών ορώμεν και αυτόν ποθούμεν, τον ημάς υπεραγαπήσαντα και προς αυτόν επειγόμεθα» διά να συμμετάσχωμεν της βασιλείας του «κατά την αψευδή αυτού προς ημάς επαγγελίαν»44.

Ακούων ταύτα ο εκεί παριστάμενος κατ' εκείνην την στιγμήν Στρατοκλής, συνεκινήθη βαθύτατα και «ήρξατο δακρύειν και στενάζειν ανενδότως». Τούτον «θεασάμενος ο πρωτόκλητος και λαβόμενος της χειρός αυτού», ήρχισε να τον παρηγορή και να τον ερωτά «τι ούτως στενάζων ουκ εφησυχάζεις;» Εγώ, προσέθεσεν ο απόστολος, χαίρω διότι ουχί ματαίως ελάλησα προς σε τον λόγον του Κυρίου, «αλλ' ως εν γη καρποφόρω» εγκατέσπειρα τούτον εις την καρδίαν σου «γεωργούντα εκατονταπλασίονα καρπόν». Μη στενοχωρήσαι λοιπόν και «μη ούτως ανιώμενος σύνθρυπτέ σου την καρδίαν»45.

Βεβαίως, απεκρίθη ο Στρατοκλής, κλαίω και εποδύρομαι διά σε, ω απόστολε και πρωτόκλητε. Διότι επαπειλείται κατά σου θάνατος και δεν θα ακούωμεν πλέον τους λόγους, οι οποίοι εξήρχοντο από το στόμα σου και «ως πυρ ακοντίζοντες κατέφλεξάν μου την καρδίαν και προς την πίστιν είλκυσαν του υπό σου καταγγελομένου Χριστού». Οι θεόπνευστοι αυτοί λόγοι εκαλλιέργησαν «την εμήν ακανθώδη και κεχερσωμένην ψυχήν και τα σπέρματα» της σωτηρίας εναπέθεσαν εις αυτήν46.

Ακριβώς δι' αυτό ευφραίνομαι, απήντησεν ο απόστολος, διότι «η προς υμάς διδασκαλία» δεν εγένετο «εις κενόν» «και διά τούτο τον Κύριόν μου και Θεόν δοξάζω» δι' όλους σας. «Γνωρίζω καλώς ότι πολύ γρήγορα ο Αιγεάτης θα με υποβάλη εις δίκην, μετά την οποίαν θα επακολουθήση ο θάνατός μου. Το ότι όμως θα αποθάνω διά τον Κύριόν μου και το Ευαγγέλιόν Του, πρέπει όχι μόνον εμέ, αλλά και σας όλους να χαροποιή.»

Ας επανέλθωμεν ήδη εις τον Αιγεάτην.

Πίσω στη Σελίδα Περιεχομένων  |  Επόμενο Κεφάλαιο 

 

 

MYRIOBIBLOS HOME  |  TOP OF PAGE