Παναγιώτης
Ν. Τρεμπέλας
Ο
Απόστολος Ανδρέας
Βίος,
δράσις και μαρτύριον αυτού εν
Πάτραις
|
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η πρωτοβουλία διά την συγγραφήν της
παρούσης βιογραφίας του Πρωτοκλήτου
αποστόλου και προστάτου της πόλεως
Πατρών ανήκει εξ ολοκλήρου εις την
ευγενή αλλά και επίμονον προτροπήν του
Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρών
κυρίου Θεοκλήτου. Προ έτους και πλέον
μου διετύπωσεν εν Αθήναις την
παράκλησιν να επιχειρήσω την συγγραφήν
ταύτην και παρά την αντιταχθείσαν ευθύς
εξ αρχής άρνησίν μου η Σεβασμιότης του
δεν απεθαρρύνθη, αλλ' οσάκις με συνήντα,
δεν έπαυε να μου υπενθυμίζη την
υποχρέωσιν, την οποίαν είχον, όπως
αποδώσω εις τον πολιούχον της
εκθρεψάσης με πόλεως το οφειλόμενον. Και
ως προς μεν το τελευταίον τούτο,
ουδέποτε με απέλιπεν η προθυμία, όπως
εκδηλώνω εκάστοτε την προς τον
Πρωτόκλητον ευλάβειάν μου. Η έλλειψις
όμως δαψιλών ειδήσεων περί της
αποστολικής δράσεως αυτού εκ πηγών
αδιαμφισβητήτως αυθεντικών με εύρισκε
διστακτικόν, όπως τολμήσω το
προτεινόμενον εγχείρημα. Αλλ' η επιμονή
του Αγίου Πατρών ενίκησεν επί τέλους.
Και ήδη, ότε η συγγραφή ήχθη εις πέρας,
ουχί άνευ ικανοποιήσεως και εγώ
επαναλαμβάνω το του ιερού Γρηγορίου: «Ήττημαι
και την ήτταν ομολογώ».
Προκειμένου ήδη να εξηγήσω ποίαν οδόν
ηκολούθησα κατα την συγγραφήν της
βιογραφίας ταύτης, επαναλαμβάνω, ότι
είναι αληθώς πολύ πενιχραί αι ειδήσεις,
τας οποίας αυτόπται περιέσωσαν εις ημάς
περί της ενθέου και ακουράστου δράσεως
των πρώτων μαθητών του Κυρίου. Αι
Πράξεις των Αποστόλων, αι ομιλούσαι περί
του Πέτρου, του Στεφάνου και του Παύλου,
έχουν έκτασιν τόσον περιωρισμένην, ώστε
το κείμενόν των ανατυπούμενον θα
κατελάμβανε το πολύ εν οκτασέλιδον μιας
καθημερινής εφημερίδος. Δεν μας
αφηγούνται δε παρά τμήμα μόνον της
δράσεως των δύο κορυφαίων αποστόλων. Και
το πράγμα είναι ευεξήγητον.
Οι πρώτοι μαθηταί είχον ενώπιόν των
έργον γιγάντιον και κολοσσιαίον.
Εκαλούντο να κατακρημνίσουν ένα κόσμον,
όστις όσον και αν ήτο παλαιός, είχε
βαθέως ακόμη ερριζωμένα τα θεμέλιά του
και επάνω εις τα ερείπια, άτινα θα
εσωρεύοντο με μόνην σκαπάνην το κήρυγμά
των, να ανεγείρουν με μόχθους και θυσίας
αφαντάστους το νέον οικοδόμημα της
πίστεως. Απερροφημένοι λοιπόν από το
μέγα τούτο και υπεράνθρωπον εγχείρημα,
ενδιαφερόμενοι δε πρωτίστως να
εμφανίσουν εις τον κόσμον μόνον τον
Χριστόν, εις τον οποίον είχον δώσει
ολόκληρον την ζωήν των, επόμενον ήτο να
λησμονήσουν εαυτούς. Προ του Ηλίου της
Δικαιοσύνης, του οποίου την ζωηράν και
εκθαμβωτικήν αίγλην, ως άλλα
κρυστάλλινα και διαυγή κάτοπτρα
απηύγαζον εις τον υπνώττοντα και
εζωφωμένον κόσμον, εχάνοντο αυτοί και
εξαφανίζοντο. Ό,τι έλεγεν ο Βαπτιστής
περί εαυτού εν σχέσει προς τον Κύριον,
ήτο πολύ περισσότερον και φρόνημα
ιδικόν των. «Εκείνον δει αυξάνειν, ημας
δε ελαττούσθαι». Ιδού το σύνθημα, με το
οποίον διεσκορπίσθησαν από των
Ιεροσολύμων κατά πάσαν διεύθυνσιν του
τότε γνωστού κόσμου οι άγιοι απόστολοι.
Δεν είναι λοιπόν παράδοξον, εάν
στερούμεθα αυθεντικών πληροφοριών από
συγχρόνους και αυτόπτας σχεδόν δι' όλους
τους αποστόλους. Από τους δώδεκα χάνομεν
ολοτελώς μετά την Πεντηκοστήν τους
εννέα. Ουδείς αυτόπτης και ακόλουθος
αυτών κατέλιπεν εις ημάς, έστω και βραχύ
τι σημείωμα, περί του πού εκήρυξαν, πότε
έληξε το έργον των και με ποίον τρόπον
μετέστησαν από του παρόντος βίου. Και
περί αυτών ακόμη των κορυφαίων, περί την
δράσιν των οποίων στρέφεται το
θεόπνευστον βιβλίον των Πράξεων,
στερούμεθα εκ των βιβλίων της Καινής
Διαθήκης ειδήσεων περί του χρόνου και
του τρόπου του μαρτυρίου των. Δεν πρέπει
λοιπόν να εκπληττώμεθα, εάν και διά τον
Πρωτόκλητον Ανδρέαν δεν έχομεν από τους
θεοπνεύστους πηγάς μας πληροφορίας περί
του μετά την Πεντηκοστήν αποστολικού
του έργου. Διά την μέχρι της Πεντηκοστής
ζωήν του ως μαθητού του Κυρίου, έχομεν
ειδήσεις τινάς εκ των ιερών Ευαγγελίων.
Αλλ' εάν αύται κριθούν καθ' εαυτάς, θα
θεωρηθούν ασφαλώς πολύ ολίγαι. Όταν όμως
σκεφθώμεν ότι υπάρχουν απόστολοι, ως ο
Ιάκωβος του Αλφαίου και ο Σίμων ο
ζηλωτής και ο Ιούδας του Ιακώβου, περί
των οποίων εκτός των ονομάτων των, ουδέν
άλλο γνωρίζομεν εκ των ιερών κειμένων,
θα εύρωμεν τας περί του αποστόλου
Ανδρέου βιβλικάς ειδήσεις αρκετάς.
Μέχρι λοιπόν της Πεντηκοστής θα
εκθέσωμεν τα της ζωής του Πρωτοκλήτου
επί τη βάσει των εξόχως αυθεντικών και
τουτ' αυτό θεοπνεύστων πηγών του
Χριστιανισμού. Διά δε την μετά την
Πεντηκοστήν ζωήν του θα βασισθώμεν εις
την παράδοσιν. Υπάρχουν δε έγγραφα
μνημεία παλαιά, αναγόμενα εις αυτόν τον
Β' αιώνα, τα οποία αναφέρονται ειδικώς
εις την αποστολικήν δράσιν και το
μαρτύριον του προστάτου της πόλεώς μας
Πρωτοκλήτου. Έχομεν δηλαδή τας "Πράξεις
και μαρτύριον του αγίου αποστόλου
Ανδρέου", συγγραφείσας υπό του
γνωστικού αιρετικού Λευκίου και διά
τούτο μετά πολλης επιφυλακτικότητος
χρησιμοποιηθείσας υπό των παλαιοτέρων.
Εν τούτοις εκ των νεωτέρων τινές δεν
εδυσκολεύθησαν να υποστηρίξουν, ότι
είναι αύται γνησία και αυθεντική
εγκύκλιος των εν Αχαΐα πρεσβυτέρων
μαρτυρούντων περί του ενδόξου τέλους
του Πρωτοκλήτου. Πάντως και η εκδοχή ότι
ο Λεύκιος συνέγραψε τας Πράξεις ταύτας
δεν ημπόδισε και αρκετούς των
παλαιοτέρων περιεσκεμμένως να
χρησιμοποιήσουν αυτάς. Προς τον αυτόν
Λεύκιον αποδίδονται και αι "Πράξεις
Ανδρέου και Ματθεία εις την πόλιν των
ανθρωποφάγων", την οποίαν μετά
μεγαλειτέρας ακόμη περισκέψεως
εχρησιμοποίησαν τινες εκ των
παλαιοτέρων, εν οις και ο περί τον
δέκατον αιώνα ακμάσας μοναχός,
Επιφάνιος, ο συγγράψας βιβλίον "Περί
του βίου, των πράξεων και της τελευτής
του αγίου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου",
περιληφθέν εν τη Ελληνική Πατρολογία
του Migne (εν τόμω 120, στηλ. 216-260). Τας δύο
ταύτας Πράξεις είχομεν υπ' όψιν και
ημείς κατά την έκδοσιν του C. Tischendorf (Acta
Apostolorum Apocrypha, Lipsiae 1851), σημειούντες τας μεν
πρώτας διά της λέξεως "Πράξεις", τας
δε δευτέρας διά της φράσεως Πράξεις Α.
και Μ.
Εκτός τούτων επωφελήθημεν και το επί τη
βάσει κωδίκων του ΙΑ' και ΙΒ' αιώνος
δημοσιευθέν υπό του Bonnet έργον, το φέρον
την επιγραφήν "Πράξεις και περίοδοι
του αγίου αποστόλου και πανευφήμου
Ανδρέου εγκωμίω συμπεπλεγμέναι", όπερ
σημειούμεν διά της λέξεως "Περίοδοι"
και το οποίον κατά το πλείστον
ταυτίζεται προς το μνημονευθέν έργον
του Επιφανίου. Ο αυτός Bonnet εδημοσίευσε
και "Μαρτύριον του αγίου Αποστόλου
Ανδρέου", σημειούμενον υφ' ημών διά
της λέξεως "Μαρτύριον", καθώς και
λατινιστί "Passio sancti Andreae apostoli". Tας
δημοσιεύσεις ταύτας του Bonnet ευρίσκει
τις εις τα Analecta Bollandiana (τομ. ΧΙΙΙ σελ. 309 -
378).
Τας εις την Ελληνικήν τέσσαρας ταύτας
συγγραφάς έχοντες ως πηγάς,
αντιβάλλοντες δε αυτάς και προς την εις
την λατινικήν μνημονευθείσαν σύντομον
έκθεσιν του "Πάθους του Ανδρέου",
προσεπαθήσαμεν να συνυφάνωμεν ταύτας
εις μίαν αφήγησιν εναρμονίζοντες αυτάς,
αλλαχού μεν συντέμνοντες, αλλαχού δε
προτιμώντες ταύτην ή εκείνην εξ αυτών,
αλλαχού δε και περιλαμβάνοντες αυτάς,
ενιαχού δε και περικόπτοντες, ουδαμού δε
εξ ιδίων ή κατ' εικασίας ημών
προσθέτοντές τι ή οπωσδήποτε
επαυξάνοντες. Όπου δε και το παλαιόν
Βυζαντινόν συναξάριον παρείχε
πληροφορίας, δεν παρελείπομεν να
παραλάβωμεν και ταύτας. Προκειμένου δε
περί των κατά τας μεταφοράς και
καταθέσεις των ιερών λειψάνων του
Πρωτοκλήτου εν τοις μετέπειτα χρόνοις
ανεζητήσαμεν πληροφορίας και εξ άλλων
Ελληνικών και λατινικών πηγών
σημειουμένων εν τω οικείω τόπω. Πάντως
προσεπαθήσαμεν επι τη βάσει των
μνημονευθεισών πηγών να προσδώσωμεν εις
την αφήγησιν μορφήν ελκύουσαν κυρίως
τους περισσοτέρους, εφ' όσον άλλωστε διά
τους και ειδικώτερον θέλοντας να
ενδιατρίψουν εις λεπτομερείας
ιστορικάς, υπάρχει το αξιολογώτατον και
διατηρούν έτι την νωπότητα αυτού έργον
του αειμνήστου Στεφάνου Θωμοπούλου, το
εν έτει 1899 δημοσιευθέν, του οποίου η
ανατύπωσις και σημερον έτι δεν θα ήτο
άκαιρος.
Από τοιαύτας εκκινήσαντες αφετηρίας και
προς ικανοποίησιν του πολλού πλήθους
των ευσεβών του Πρωτοκλήτου προσκυνητών
αποβλέψαντες, συνεγράψαμεν την σύντομον
ταύτην βιογραφίαν του θείου της
Πελοποννησιακής πρωτευούσης προστάτου.
Αποθέτοντες δε αυτήν ως ευλαβές ανάθημα
προ των καθαγιασάντων την Πατραϊκήν γην
ποδών του, δεόμεθα αυτού, ίνα, φωτίζων
αμέσως αυτούς διά της χάριτος και των
ευλογιών του τας καρδίας των αναγνωστών
αυτής, αναπληρώση εν αυταίς τας
πολλαπλάς ελλείψεις της.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'
ΑΠΟ ΤΗΣ ΠΕΡlΧΩΡΟΥ ΤΟΥ ΙΟΡΔΑΝΟΥ ΜΕΧΡΙ ΤΟΥ
ΥΠΕΡΩΟΥ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ
΄Ονομα καταγωγή και επάγγελμα του
Ανδρέου
Καθαρώς ελληνικόν το όνομα Ανδρέας (ή
Ανδρεύς ή Ανδρείας) παραγόμενον εκ της
λέξεως ανδρεία και παρ’ Ηροδότω,
Πλουτάρχω, ΙΙαυσανία και Δίωνι Κασσίω
απαντώμενον, υπήρξεν έν εκ των ονομάτων
εκείνων, όπως και τα ονόματα Φίλιππος
και Νικόδημος, τα οποία υπό την
ελληνικήν επίδρασιν κατέστησαν από του
δευτέρου προ Xpιστού αιώνος λίαν συνήθη
παρ’ Ιουδαίοις. Απ’ αυτών δε των πρώτων
ημερών της νέας περιόδου, τήν οποίαν
ανεκαίνησεv ο ενανθρωπήσας Κύριος ημών,
εγένετο το όνομα τούτο περίδοξον και
λαμπρόν, διότι υπήρξεν όνομα του
πρωτοκλήτου των αποστόλων του.
Υιός του Ιωνά και αδελφός του ΙΙέτρου,
καταγόμενος εκ της κωμοπόλεως Βηθσαϊδά,
η οποία έκειτο επί της δυτικής όχθης της
Τιβεριάδος και. εις το βορειοανατολικόν
άκρον αυτής, συμπατριώτης και του
αποστόλου Φιλίππου (Ιωαν. α' 45), ήσκει
μετά του πατρός του Ιωνά και του αδελφού
του Ιlέτρου το επάγγελμα του αλιέως
μέχρι της στιγμής, κατά την οποίαν
οριστικώς εκλήθη υπό του Κυρίου, ίνα
γίνη απόστολός του. Δεν φαίνεται λοιπόν
ούτε αυτός ούτε ο αδελφός του Ιlέτρος να
έμαθον πολλά γράμματα και να έτυχον
ευρυτέρας τινός παιδείας. Πλην όμως,
ούτε η περιωρισμένη παίδευσις αυτών,
ούτε το επίπονον και ταπεινόν επάγγελμά
των ημπόδισαν αυτούς από του να έχουν
ιδιαίτερα θρησκευτικά ενδιαφέροντα και
ως ευσεβείς Ισραηλίται να προσελκυσθούν
κατ’ αρχάς υπό του κηρύγματος του
Βαπτιστού και να προσκολληθούν εις τον
κύκλον των στενωτέρων μαθητών του.
Η πρώτη γνωριμία μετά του Ιησού
Ήτο, ως φαίνεται, νεώτερος του Πέτρου και
δεν είχε έλθει εις γάμον ως εκείνος, όπως
δυνάμεθα να συναγάγωμεν εκ του ότι
κατέλειπε και αυτός την Βηθσαϊδά και
συγκατώκησε μετά του Πέτρου εις την εν
Καπερναούμ οικίαν της πενθεράς τούτου.
Ολιγώτερον λοιπόν από τον Πέτρον
εμπεπλεγμένος εις οικογενειακάς
φροντίδας, συνδιατρίβει πυκνότερον
πλησίον του Βαπτιστού και καταξιούται
ούτω του προνομίου μαζύ με τον
ηγαπημένον Ιωάννην, πρώτοι αυτοί από
τους άλλους, τους κατόπιν συμμαθητάς και
συναποστόλους των, να γνωρίσουν τον
Κύριον, όταν επέδειξεν εις αυτούς τούτον
ο Πρόδρομος και Βαπτιστής. Όταν δηλαδή ο
Κύριος μετά την βάπτισιν αυτού εν τω
Ιορδάνη και μετά την εν ερήμω επί
τεσσαράκοντα ημέρας αποχώρησιν και την
εκεί εν νηστεία και πυκναίς προσευχαίς
περισυλλογήν αυτού, επανήλθε και πάλιν
εις την περίχωρον του Ιορδάνου,
επέδειξεν αυτόν ο Πρόδρομος εις δύο εκ
των μαθητών του λέγων: «΄Ιδε ο αμνός του
Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου » (Ιωαν.
α' 36).Εις εκ των δύο τούτων μαθητών
υπήρξεν ο Ανδρέας, ενώ ο άλλος ήτο ο
Ιωάννης, ο μετέπειτα ευαγγελιστής και
ηγαπημένος του Κυρίου απόστολος.
Λόγος βαθύς ο λόγος ούτος του Προδρόμου,
θα επερίμενε πας τις, ότι μάλιστα εις μη
φοιτήσαντες εις ραββινικάς σχολάς
αλιείς θα παρέμενεν ακατανόητος. Αλλ’
οι αλιείς αυτοί ήσαν ευσεβείς και πιστοί.
Δεν ήτο ξένη προς αυτούς η Γραφή και το
βοβλίον του Ησαΐου. Μολονότι δε
αγράμματοι, εγνώριζον καλώς την ελπίδα
και την προσδοκίαν του Ισραήλ. Και
αντελήφθησαν αμέσως, ότι ο υποδειχθείς
εις αυτούς από τον διδάσκαλόν των νεαρός
ραββί, ήτο το έκτακτον πρόσωπον, εις το
οποίον ανεφέροντο αι προρρήσεις των
προφητών και διά τον οποίον άλλωστε και
αυτός ο Βαπτιστής τους είχε και
προηγουμένως ομιλήσει (Ιωαν. α' 29). Ήρκεσε
λοιπόν η φράσις αύτη του Προδρόμου, να
κεντρίση τον πόθον των δύο αλιέων, όπως
γνωρίσουν και εκ του πλησίον τον Ιησούν.
Και επετάχυναν τα βήματά των διά να τον
πλησιάσουν. Δεν είχον εν τούτοις το
θάρρος να ομιλήσουν προς αυτόν και
συνιστώντες αυτοί εαυτούς να γνωρισθούν
μαζύ του και εκφράζοντες προς αυτόν τους
πόθους και τας ελπίδας των να ακούσουν
τους επ’αυτών χαρμοσύνους λόγους του.
Ηκολούθησαν λοιπόν σιωπηλοί,
κανονίζοντες τα δειλά βήματά των προς τα
βήματα του προπορευομένου Διδασκάλου.
Αλλ’ ο ήχος του βηματισμού των δεν
εβράδυνε να φθάση μέχρι των ώτων αυτού.
Και ο Ιησούς αντιληφθείς περί τίνος
επρόκειτο και θέλων να δώση θάρρος εις
τους δύο ευλαβείς αλιείς στρέφεται προς
αυτούς και τους απευθύνει πρώτος το
ερώτημα: «Τί ζητείτε; Και τί θέλετε από
εμέ;»
Και αυτοί τότε του απαντούν: «Ραββί,
τουτέστι Διδάσκαλε, πού μένεις»; Με
άλλας λέξεις εκφράζουν προς αυτόν την
επιθυμίαν να τον επισκεφθούν εις το
κατάλυμά του και να συνομιλήσουν
ιδιαιτέρως μετ’ αυτού. Και ο Κύριος
ικανοποιών παρευθύς την επιθυμίαν των
ταύτην, τους λέγει: «Έρχεσθε και ίδετε».
Ούτε εις ανάκτορον μεγαλοπρεπές, αλλ’
ούτε και εις εξοχικήν τινα έπαυλιν
ευρίσκετο το απλούν, ήσυχον και
απέριττον δωμάτιον, εις το οποίον ο μη
έχων πού την κεφαλήν κλίναι Υιός του
ανθρώπου εφιλοξενείτο κατά τας ημέρας
αυτάς. Εις έρημον και μη πολυσύχναστον
τόπον δεν ήτο πιθανόν να εύρισκέ τις
τοιαύτα κτίσματα. Πιθανώς εις
προσωρινόν τι παράπηγμα εξ εκείνων, τα
οποία ανεγείροντο προχείρως εις
τοιαύτας περιστάσεις. Ισως εις καλύβην
τινά ή σκηνήν ή και ολιγώτερον πιθανώς
εις πανδοχείον τι από εκείνα, τα οποία
εις έρημα μέρη ανεγείροντο προς
διανυκτέρευσιν διαβαινόντων ταξιδιωτών,
ιδού που θα ωδηγήθησαν οι δύο αλιείς από
τον Κύριον. Τι σημαίνει όμως; Όταν είναι
παρών ο Κύριος, τα πάντα μεταβάλλονται
εις παράδεισον και όλα καθίστανται
θελκτικά και ουράνια. Δι’ αυτό η
συνάντησις εκείνη έμεινε αλησμόνητος
και ζωηρότατα εγκεχαραγμένη εις την
μνήμην των δύο αλιέων.Ο έτερος τούτων, ο
Ιωάννης, αναγράφει εις το Ευαγγέλιόν του
και την ώραν ακριβώς της συναντήσεως
αλλά και τον χρόνον, κατά τον οποίον
παρετάθη η πρώτη αύτη μετά του Χριστού
αναστροφή. «Ώρα ην ως δεκάτη», τετάρτη
απογευματινή δηλαδή, ότε οι δύο αλιείς
συνηντήθησαν μετά του Κυρίου. «Και παρ’
αυτώ έμειναν όλην την ημέραν» (Ιωαν. α' 49).
Δηλαδή η επίσκεψις εκείνη παρετάθη επί
δύο τουλάχιστον ώρας, περίπτωσις δηλαδή
σπανιωτάτη διά πρώτην επίσκεψιν παρά
προσώπω μετά του οποίου μόλις προ ολίγων
στιγμών είχον γνωρισθή οι δύο μαθηταί.
Ο Ανδρέας οδηγεί εις τον Ιησούν και
άλλους μαθητάς
Αλλ’ όταν ο Ανδρέας κατέλιπε το
κατάλυμα, εις το οποίον διέμενεν ο
Κύριος, δεν ηδύνατο να περιορίση εις τα
στήθη του τον ευλαβή ενθουσιασμόν και
την βαθείαν εντύπωσιν, την οποίαν είχον
προκαλέσει εις αυτόν η φυσιογνωμία και
οι λόγοι του Κυρίου. «Ου κατέσχε παρ’εαυτώ
τον θησαυρόν», λέγει ο θείος Χρυσόστομος,
αλλά τρέχει ταχέως ίνα μεταδώση αυτόν
και εις τον αδελφόν του Πέτρον. Και όταν
τον εύρε, λέγει εις αυτόν «ευρήκαμεν τον
Μεσσίαν». Ευρήκαμεν τον πολύτιμον
μαργαρίτην, τον ατίμητον θησαυρόν,
εκείνον τον οποίον αι Γραφαί
προανήγγειλαν και τον οποίον με τόσον
πόθον επερίμεναν όλοι. Και άνευ
χρονοτριβής γίνεται αυτός νυμφαγωγός
του μετέπειτα κορυφαίου και προσάγει
τούτον κατά την αυτήν εκείνην εσπέραν
εις τον Ιησούν.
Η Καινή Διαθήκη λέγει, όπως είπομεν,
ολίγα περί του Ανδρέου. Λέγει όμως πολλά
περί του Πέτρου, τον οποίον ο Ανδρέας
ωδήγησεν εις τον Χριστόν. Ποίος θα
ηδύνατο να είπη, ότι ο Πέτρος έκαμε διά
τον Χριστόν περισσότερα παρ’ όσα έκαμεν
ο Ανδρέας, όστις έφερε τον Πέτρον εις τον
Χριστόν;
Αλλ’ ο Ανδρέας δεν περιωρίσθη μόνον εις
το να προσαγάγη τον αδελφόν του Πέτρον
εις τον ευρεθέντα Μεσίαν. Συνδεόμενος
διά φιλίας προς τον συμπατριώτην αυτού
Φίλιππον, εγνωστοποίησεν είτε μόνος
είτε και μετά του Πέτρου, το χαρμόσυνον
μήνυμα και εις αυτόν. Ούτως εξηγείται το
πώς ο Φίλιππος την επομένην ημέραν,
κληθείς υπό του Ιησού, μεταβαίνοντος εις
Γαλιλαίαν διά του «ακολούθει μοι» (Ιωαν.
α' 44), αδιστάκτως και χωρίς αναβολήν ή
επιβράδυνσίν τινα ακολουθεί τον Ιησούν.
Η φιλία, ήτις συνέδεεν αυτόν με τον
Πρωτόκλητον Ανδρέαν, γίνεται ήδη
ιερωτέρα και περισσότερον αδιάσπαστος.
Αφ’ ότου μάλιστα ο Πέτρος με τους δύο
υιούς του Ζεβεδαίου, τον Ιωάννην δηλαδή
και τον Ιάκωβον, απετέλεσαν την τριάδα
των μαθητών, των ιδιαιτέρως πεφιλημένων
υπό του Κυρίου, ο Ανδρέας και ο Φίλιππος,
καθώς θα ίδωμεν γίνονται αχώριστοι.
Από την Κανά πάλιν εις την Τιβεριάδα
Ο Ανδρέας μαζύ με τον αδελφόν του Πέτρον,
τους δύο υιούς του Ζεβεδαίου, τον
Φίλιππον και τον προστεθέντα εις τον
πρώτον εκείνον όμιλον των μαθητών
Ναθαναήλ ή Βαρθολομαίον, ακολουθεί τον
Ιησούν εις την Γαλιλαίαν και
συμπαρίσταται εις το πρώτον εν Κανά
θαύμα του Ιησού, το οποίον εγένετο εν τω
εκεί τελεσθέντι γάμω. Δεν είχεν έλθει
όμως ακόμη ο καιρός, κατά τον οποίον ο
Κύριος θα τους εκάλει οριστικώς, ίνα
αφήσουν τα πάντα και ακολουθήσουν αυτόν.
Εντεύθεν οι ακολουθήσαντες τον Κύριον
αλιείς επέστρεψαν πάλιν εις την λίμνην
και επανεύρον πάλιν τα δίκτυά των. Και
εξηκολούθησαν να εξασκούν το ταπεινόν
των επάγγελμα. Διότι εφ’όσον ο
Πρόδρομος δεν είχε περατώσει το έργον
αυτού, ο Κύριος δεν είχεν ακόμη αναλάβει
έντονον και συστηματικήν δράσιν. Αλλ’
όταν ο Βαπτιστής συνελήφθη και
ενεκλείσθη εις την φυλακήν, τότε ο
Κύριος κατέλιπε την Ναζαρέτ, όπου είχε
διέλθει ολόκληρον σχεδόν την μέχρι του
βαπτίσματος αυτού ζωήν, και εγκατεστάθη
εις την Καπερναούμ την παραθαλασσίαν,
την παρά την λίμνη Γενησαρέτ κειμένην,
την οποίαν κατέστησε κέντρον και
ορμητήριον των ανά την Γαλιλαίαν
περιοδειών του. Εκεί εις την Καπερναούμ,
ως ήδη είπομεν, ευρίσκετο και η οικία του
Πέτρου, εν τη οποία εθεράπευσεν ολίγον
έπειτα ο Κύριος την πενθεράν τούτου
πυρέσσουσαν. Και εις την οικίαν αυτήν
συγκατώκει και ο κατά πάσαν πιθανότητα
νεώτερος την ηλικίαν Ανδρέας. Ακριβώς δε
δι’αυτό και ο μετέπειτα ερμηνευτής και
ακόλουθος του Πέτρου Μάρκος καλεί εν τω
Ευαγγελίω αυτού την οικίαν ταύτην «οικίαν
Σίμωνος και Ανδρέου», (Μάρκ.α' 29).
Δεύτε οπίσω μου
Ο Κύριος εις την Καπερναούμ. Φυσικόν
λοιπόν ήτο πολύ γρήγορα, επειγόμενος ήδη
να σχηματίση περί εαυτόν μόνιμον κύκλον
μαθητών, να επανεύρη τους ευσεβείς
εκείνους αλιείς, μετα των οποίων είχε
ήδη γνωρισθή. Και «περιπατών περί την
θάλασσαν της Γαλιλαίας» εκεί κάπου
πλησίον της Καπερναούμ, είδε τον Σίμωνα
Πέτρον και τον αδελφόν του Ανδρέαν να
ρίπτουν το δίκτυον των εις την θάλασσαν (Ματθ.δ'18).
Και τους προσκαλεί τώρα οριστικώς. «Δεύτε
οπίσω μου και ποιήσω υμάς αλιείς
ανθρώπων» είπε προς αυτούς. Και αυτοί
αφήκαν αμέσως τα πάντα και τον
ηκολούθησαν. Από της στιγμής αυτής ο
Ανδρέας κατετάγη οριστικώς εις τον
κύκλον των μονίμων μαθητών και
αποστόλων του Χριστού. Και καθώς δυναταί
τις να συναγάγη από την σειράν εις την
οποίαν τοποθετεί αυτόν ο Μάρκος (κεφ.γ' 18)
εν τω καταλόγω των αποστόλων, ο Ανδρέας,
ο Φίλιππος και ο Βαρθολομαίος ή Ναθαναήλ,
συνδέονται μεταξύ των δι’ιδιαιτέρας
φιλίας, η οποία οφείλεται όχι μόνον εις
το ότι ήσαν συμπατριώται, αλλά και προ
παντός εις το ότι ο Ανδρέας υπήρξεν ο
πρώτος ανακοινώσας εις αυτούς το
χαρμόσυνον μήνυμα της ευρέσεως του
Μεσσίου.
Ο Ανδρέας μετά του Φιλίππου μέχρι της
Πεντηκοστής
Ο Φίλιππος και ο Ανδρέας παρουσιάζονται
μαζύ και εις την περίπτωσιν της
διατροφής των πεντακισχιλίων διά του
πολλαπλασιασμού των πέντε άρτων. Ο
Κύριος τότε απηυθύνθη πρώτον εις τον
Φίλιππον και, δοκιμάζων την πίστιν αυτού,
ερωτά: Από πού θα αγοράσωμεν άρτους διά
να φάγουν τα πλήθη ταύτα; Και ο Φίλιππος
ευρίσκει αδύνατον να χορτασθούν αι
χιλιάδες εκείναι των ευλαβών ακροατών,
έστω και αν διετίθετο το ογκώδες δια την
εποχήν εκείνην, αλλά και διά το
πτωχότατον ταμείον των δώδεκα ποσόν των
διακοσίων δηναρίων (επτά χρυσών λιρών).
Παρεμβαίνων τότε ο Ανδρέας λέγει ότι
υπήρχεν εκεί παιδάριον, το οποίον είχε
πέντε άρτους κριθίνους και δύο οψάρια.
Αλλά ταύτα, προσθέτει ο Ανδρέας, «τι
εστίν εις τοσούτους;» Τί είναι αυτά τα
ολίγα διά να χορτασθή το πεινασμένον
αυτό πλήθος;
Εις άλλην μίαν περίπτωσιν μας
παρουσιάζει τον Φίλιππον και τον
Ανδρέαν, μαζύ πάλιν ο Ευαγγελιστής
Ιωάννης. Και η περίπτωσις αύτη είναι,
όταν Έλληνές τινες εξ εκείνων, οι οποίοι
είχαν προσελκυσθή εις τη Ιουδαϊκήν
θρησκείαν και οι οποίοι συνήθως
ανέβαινον με τους Ιουδαίους της
διασποράς εις τα Ιεροσόλυμα κατά την
εορτήν του Πάσχα, ηθέλησαν να γνωρίσουν
και εκ του πλησίον τον Ιησούν.
Απηυθύνθησαν ούτοι εις τον Φίλιππον,
είτε διότι έφερεν όνομα ελληνικώτατον,
είτε και διότι προήρχοντο από τη
ελληνικήν Δεκάπολιν, την γειτνιάζουσαν
εις την Γαλιλαίαν, εκ της οποίας
κατήγετο και ο Φίλιππος. Αλλ’ ο Φίλιππος
διστάζει να απευθυνθή μόνος προς τον
Ιησούν. Και προσφεύγει διά τούτο εις τον
συμμαθητήν και φίλον του Ανδρέαν. Ίσως
διότι ο Ανδρέας ήτο θαρραλεώτερος αυτού
και ευκολώτερον ανελάμβανε τοιαύτας
πρωτοβουλίας. Ίσως και διότι ως
πρωτόκλητος είχε περισσοτέραν
οικειότητα προς τον Κύριον. Δι’ αυτό και
ο Φίλιππος εν προκειμένω ζητεί την
βοήθειάν του. Πράγματι δε, ως αναφέρει ο
Ευαγγελιστής, «Ανδρέας και Φίλιππος»
απευθύνονται ομού προς τον Κύριον. Η
πρόταξις του ονόματος του Ανδρέου είναι
αρκούντως χαρακτηριστική και υποδηλοί
ότι την πρωτοβουλίαν της εισηγήσεως
έλαβεν ήδη ο Ανδρέας.
Κατά την ανάληψιν του Κυρίου ευρίσκεται
και αυτός αυτόπτης ταύτης μετά των
λοιπών αποστόλων του και
συγκαταριθμείται ρητώς υπό του Λουκά,
του συγγραφέως των Πράξεων, εις τους εν
τω υπερώω εγκαταμένοντας, οίτινες «ήσαν
προσκαρτερούντες ομοθυμαδόν τη
προσευχή» μαζύ με τας πιστάς εις τον
Κύριον γυναίκας και με την Μαριάμ την
μητέρα του Κυρίου και με τους εκ της
πρώτης γυναικός του Ιωσήφ αδελφούς
αυτού (Πραξ. α',13,14). Αναμφιβόλως ο
Πρωτόκλητος παρίστατο εν τω υπερώω και
κατά την ημέραν της Πεντηκοστής και ήτο
και αυτός εις εξ εκείνων, επί τους
οποίους κατήλθε το Πνεύμα το Άγιον εν
είδει πυρίνων γλωσσών και οι οποίοι «ήρξαντο
λαλείν ετέραις γλώσσαις, καθώς το Πνεύμα
εδίδου αυτοίς αποφθέγγεσθαι» (Πραξ. β’3-4).
Ουδέν έτερον εκ της Καινής Διαθήκης
πληροφορούμεθα περί της μετέπειτα
αποστολικής δράσεως του αποστόλου
Ανδρέου.
Πίσω
στη Σελίδα Περιεχομένων | Επόμενο
Κεφάλαιο
|