On Line Library of the Church of Greece |
|
Γεώργιος Παπαδόπουλος Ιστορική επισκόπησις της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής από των αποστολικών χρόνων μέχρι των καθ΄ ημάς (1-1900 μ.Χ) Εκδόσεις "Τέρτιος", Κατερίνη. Ο συγγραφέας είναι Μεγάλος Πρωτέκδικος της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας και Διευθυντής της Μουσικής Σχολής του εν Κων/πόλει Εκκλ. Μουσικού Συλλόγου.
ΑΠΟ
ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΕΦΕΥΡΕΤΩΝ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΓΡΑΦΙΚΗΣ
ΜΕΘΟΔΟΥ ΜΕΧΡΙ
ΤΩΝ ΚΑΘ΄ΗΜΑΣ ΧΡΟΝΩΝ (1814-1900) Η
καθιέρωσις της νυν εν χρήσει
παρασημαντικής ή μεθόδου. Τω
1814 oι τρεις μουσικοί, Χρύσαν0ος
αρχιμανδρίτης, Γρηγόριος ο Λαμπαδάριος
και ο ιεροψάλτης Χουρμούζιος κατιδόντες
την ανάγκην ριζικής μεταρρυθμίσεως της
παρασημαντική Πέτρου του Πελοποννησίου,
και της διορθώσεως πασών
των ενυπαρχουσών ελλείψεων εν τη
μουσική, συνειργάσθησαν επιστημονικώς
και α) ώρισαν εκ της Ευρωπαϊκης όμως
μουσικής δανεισθέντες, την καταμέτρησιν
του εν τη μελωδία δαπανωμένου χρόνου,
τουθ’όπερ ανεπλήρουν oι αρχαίοι Έλληνες
διά των μακρών και βραχέων ποδών και διά
του ρυθμού· β) ώρισαν διά των κλιμάκων
των τόνων τα διαστήματα· γ) κατέστρωσαν
τας μουσικάς θέσεις
ολογράφους, και δ) αντικατέστησαν
τα πολύφθογγα του
Τροχού διά των
μονοσυλλάβων και μονοφθόγγων, κατά
μίμησιν του Πυθαγόρου και του
Μεδιολάνων ιερού Αμβροσίου, ων ο πρώτος
συγκροτήσας το Διαπασών σύστημα χρήσιν
εποιήσατο εν τη Παραλλαγή
των μονοσυλλάβων
φθόγγων τε,
τα, τη, τω, οίτινες ήσαν εν χρήσει μέχοι
του Δ΄μ.Χ. αιώνος,
ότε ο ιεράρχης Μεδιολάνων εχρήσατο
τοις ακολούθοις μονοσυλλάβοις φθόγγοις
της ιδίας αυτού μεθόδου νε, ου, τως, ουν, α,
να, βαι, νε, ον, τω, και, κα, τα, βαι, νε. Τους
φθόγγους τούτους μετέτρεψεν
ο Guy d’Arezzo (1023-1036)
εις τους ut
(do), re, mi, fα, sol, la, si, oι δε τρεις διδάσκαλοι,
αντί της εν χρήσει τότε
πολυσυλλάβου Παραλλαγής, εισήγαγον την
μονοσύλλαβον Παραλλαγήν πα, βου, γα, δι,
κε, ζω, νη, πα. Οι τρεις~διδάσκαλοι εκ των
αρχαιοτέρων χαρακτήρων άλλους μεν ως
εύχρηστους ετήρησαν, άλλους δε ως
άχρηστους απέβαλον,
και άλλους νέους
ως αναγκαίονς προσέθηκαν. Εκ των αχρόνων
υποστάσεων της αρχαίας
παρασημαντικής διετήρησαν επτά
χαρακτήρας της ποιότητος, την Βαρείαν,
το Ομαλόν, το Αντικένωμα, το Ψηφιστόν, το
Έτερον, τον
Σταυρόν και το Ένδόφωνον. Αι
παραληφθείσαι δε υποστάσεις, η Οξεία, το
Πελαστόν, το Κούφισμα, ο Σύνδεσμος και το
Κρατημοϋπόρροον δεν
παρίστων τρόπον εξαγωγής φθόγγων, ως αι
μνημονευθείσαι επτά, αλλ’ήσαν
σημαντικαί μέλους ολοκλήρου. Εκτός των
ανωτέρω υποστάσεων, oι τρεις διδάσκαλοι
απέβαλον εκ της αρχαίας μεθόδου και τας
εξής υποστάσεις, σημαντικάς ουχί
ποσότητος, αλλ’ούτε ποιότητος. Kαι άλλων
μεν χρήσις εγίνετο εν τη χειρονομία,
άλλων δε προς πλατυασμόν των μελών. Ιδού
δε αι 37 αύται υποστάσεις: Παρακλητική,
Σταυρός, Επέγερμα, Σύναγμα, Έσω
θεματισμός, Έξω θεματισμός, Χόρευμα,
Ουράνισμα, Σείσμα, Θες και απόθες, Θέμα
απλούν, Τρομικόν, Εκστρεπτόν, Τρομικόν
σύναγμα, Ψηφιστόν σύναγμα,
Παρακάλεσμα, Έτερον, Ψηφιστόν
παρακάλεσμα, Ημίφωνον, Ημίφθορον,
Έναρξις, Κράτημα, Κύλισμα,
Αντικενωκύλισμα, Λύγισμα, Κλάσμα, Ξηρόν
κλάσμα, Αργοσύνθετον, Γοργοσύνθετον,
Πίεσμα, Βαρεία, Διπλή, Γοργόν, Αργόν,
Ομαλόν, Ψηφιστόν, και Απόδομα ή Απόδερμα
ή Απόδοσις. Και
εν γένει oι τρείς διδάσκαλοι
καθυπέβαλον εις κανόνας σταθερούς την
τότε ακανόνιστον θεωρουμένην μουσικήν. Εις
την νέαν ταύτην παρασημαντικήν ή
μέθοδον, ως απεκλήθη αυτή τότε,
μετηνέχθησαν πάντα τα αρχαιότερα μέλη
της Εκκλησίας τα
αποτελούντα την εγκύκλιον
μουσικήν σειράν, oίoν το σύντομον
Στιχηράριον εν γένει, το Ειρμολόγιον εν
γένει, το Κρατηματάριον, το Οικηματάριον,
το αργόν Στιχηράριον, η Παπαδική και το
Μαθηματάριον· προσέτι ηρμήνευσαν και
ολόκληρα μουσικά βιβλία, ως τα Άπαντα
Ιωάννου του Δαμασκηνoύ, τα Άπαντα
Ιωάννου του Γλυκέως, τα Άπαντα Ιωάννου
του Κουκκουζέλη, τα
Άπαντα Ιωάννον του Κλαδά, τα Άπαντα
Γερμανού του Νέων Πατρών, τα Άπαντα
Μανουήλ Χρυσάφου του νέου, τα Άπαντα
Πέτρου του Μπερεκέτου, τα Άπαντα Δανιήλ
του Πρωτοψάλτου, τα Άπαντα Πέτρου του
Πελοποννησίου, τα Άπαντα Ιακώβου του
Πελοποννησίου, την Παπαδικήν Πέτρου
Πρωτοψάλτου του Βυζαντίου, τα Άπαντα
Μανουήλ του Πρωτοψάλτου και άλλων
ποιητών' από του Ιωάννου του Δαμασκηνού
άχρι Γεωργίου του Κρητός ακμασάντων. Ήδη
ιδρύεται εν Κων/πόλει και ειδική Σχολή
της Εκκλησιαστικής Μουσικής, εν η επί τη
βάσει της νέας παρασημαντικής
εδιδάσκετο αυτή υπό έποψιν μεν
πρακτικήν παρά του Γρηγορίου και
Χουρμουζίου, υπό έποψιν δε θεωρητικήν
παρά του Χρυσάνθου, ου τό «Μέγα
Θεωρητικόν της Μουσικής» εδημοσίευσεν ο
εκ τών μαθητών αυτού Παναγιώτης
Πελοπίδας ο
Πελοποννήσιος τω 1832. Οι μαθηταί της
σχολής ταύτης διασπαρθέντες εις τας
διαφόρους επαρχίας
της Τουρκίας διέδωκαν την νέαν
παρασημαντικήν, ήτις εγένετο
ευπρόσδεκτος, ου μόνον διότι ήτο
οπωσδήποτε τελειοτέρα και μάλλον
εύχρηστος της τέως εν χρήσει τοιαύτης,
αλλά και διότι υπ’αυτήν ήρξαντο
εκδιδόμεναι τύποις διάφοροι συλλογαί
εκκλησιαστικών μελών ούτω απηλλάγησαν
έκτοτε οι μουσικοί του κόπου της
αντιγραφής των μελών. Ιστορίται
δε ότι Μανουήλ ο τότε Πρωτοψάλτης και
άλλοι μουσικοί μεγάλως αντέστησαν εις
την μεταρρύθμισιν ταύτην της
παρασημαντιικής. Και αυτός ο τότε
Πατριάρχης Κύριλλος ο από
Αδριανουπόλεως συμφρονών κατ’ αρχάς τω
Πρωτοψάλτη Μανουήλ αντέστη εις την
παραδοχήν της νέας παρασημαντικής, αλλ’επί
τέλους επείσθη υπό του μητροπολίτου
Εφέσου Διονυσίου, και ούτω διέταξεν
επισήμως την εισαγωγήν της νέας μεθόδου
εις τα πατριαρχεία και εις το κλίμα του
οικουμενικού θρόνου. Υπήρξαν και οι
δογματίζοντες ότι οι τρεις διδάσκαλοι
εις το πρακτικόν μέρος
απέτυχον, ως μεταδόντες ημίν
πλημμελή δήθεν και εσφαλμένην
μετάφρασιν των αρχαίων εκκλησιαστικών
μελωδιών· Γενικώς
δε είναι παραδεδεγμένον οτι
το νέον σύστημα διηυκόλυνε το
πρακτικόν μέρος της μουσικής·
υπολείπεται όμως ως προς την θεωρητικήν
σπουδαιότητα της αρχαίας μεθόδου,
καθότι η μουσική κλιμαξ υπό
θεωρητικήν ή επιστημονικήν έποψιν είναι
ελλιπής πράγματι, ουχί δε και υπό
πρακτικήν, διότι της φύσεως εχούσης μίαν
διαπασων και μίαν αντιφωνίαν,
oι μουσικοί εκτελούσι πληρέστατα την
φυσικήν διαπασών κατά τους κανόνας της
φύσεως. Το Μέγα Θεωρητικόν του Χρυσάνθου
θα ήτο το εντελέστερον, αν ο συγγραφεύς
αυτού είχε πλείονας γνώσεις της
ευρωπαϊκής μουσικής, μείζονα δε
οικειότητα εις τους μαθηματικούς
υπολογισμούς. Εκ μεν των
μαθημαστικών, ήθελεν εννοήσει κάλλιον
τους αρχαίους και νεωτέρους
συγγραφείς εις το περί Κατατομής
του Κανόνος, και δεν ήθελε περιπλέξει
τους γεωμετρικούς προς
τους αριθμητικούς λόγους, εξ oυ
προήλθεν η μη ορθή καταμέτρησις των
διαστημάτων· εκ δε της ακριβούς γνώσεως,
της ευρωπαϊκής μουσικής και εις την
έκθεσιν των θεωρημάτων ήθελε γίνει
σαφέστερος , και πολλά ανερμήνευτα
μείναντα, και ιστορικώς και
επιστημονικώτερον ήθελον ερμηνευθή. Αλλ’οπωσδήποτε
το σύγγραμμα του Χρυσάνθου
είναι εν βοήθημα προς μελέτην της
καθ’ημάς μουσικής, ο δε συγγραφεύς
αυτού είναι άξιος εθνικής ευγνωμοσύνης,
εάν αποβλέψωμεν ιδία
εις τον χρόνον, καθ’ον συνέγραψε,
και τα ολίγα
βοηθήματα, α έσχεν υπ’όψιν. Η τω 1881
συστάσα Μουσική Επιτροπή του
Οικουμενικού Πατριαρχείου εν εκθέσει
αυτήςπρος την Ιεράν Σύνοδον ως εξής
κρίνει την θεωρητικήν εργασίαν των
εφευρετών της νέας μεθόδου: «Το έργον
των τρών διδασκάλων υπήρξεν αληθώς μέγα·
αλλ’όσον μέγα και αν υπήρξεν ουδόλως
εθεράπευσε την ουσιωδεστέραν των
ελλείψεων, εξ ης έπασχε και πάσχει η
ανατολική μουσική εν γένει και ιδίως η
ημετέρα Εκκλησιαστική. Η έλλειψις αύτη
εστίν η απουσία τεχνικού μέσου προς
επιστημονικήν καταμέτρησιν και
εξακρίβωσιν των τονιαίων διαστημάτυων.
Τα διαστήματα ταύτα ώρισε μεν ο
Χρύσανθος δια της χορδής, αλλ’η εργασία
αύτη, άλλως τε εν
πολλοίς εσφαλμένη, εστίν ατελής,
απολήγει δ’εις ιδανικήν διαίρεσιν της
κλίμακος εις 68 ελάχιστα τμήματα· και
ορίζονται μεν διά του αριθμού των
τμημάτων oι διάφοροι τόνοι της κλίμακος,
αλλ’ουδέν πρακτικόν μέρος βοηθεί τον
μουσικόν εις την εφαρμογήν της ακριβούς
θεωρίας εν τη φαντασιώδει και αορίστω
ταύτη εργασία». *** Περί
των τριών εφευρετών της νέας μεθόδου. Εκ
των τριών εφευρετών της νυν εν χρήσει
γραφικής μεθόδου, Γρηγορίου,
Χουρμουζίου και Χρυσάνθου, τα κατά τον
βίoν του Γρηγορίου
Λευΐτου ιστορήσαντες εις το «Περί των
μετά την άλωσιν Πρωτοψαλτών της
αγιωτάτης Μεγάλης Εκκλησίας Κων/πόλεως»
Κεφάλαιον της παρούσης βίβλου, ερχόμεθα
ήδη να πραγματευθώμεν περί των λοιπών
αλήστου και ενδόξου μνήμης ανδρών. Χουρμούζιος
Χαρτοφύλαξ της
Μ.Εκκλησίας ο τουπίκλην «Γιαμαλής», ως
έχων περί τον κρόταφον μέλαν τι
κρεατώδες εξοίδημα. Εγεννήθη εις την
κατά την Προποντίδα νήσον Χάλκην,
μαθητής γενόμενος Ιακώβου του
Πρωτοψάλτου και Γεωργίου του Κρητός,
εχοροστάτησεν ως α΄ψάλτης εν τη εν
Ταταούλοις ιερά εκκλησία του αγίου
Δημητρίου, εν τη εν Γαλατά του αγίου
Ιωάννου και εν τη κατά Βαλατάν του
σιναϊτικού μετοχίου, διετέλεσε δε και
διδάσκαλος επί όλην εξαετίαν της από του
1815-1821 λειτουργησάσης πατριαρχικής
Μουσικής Σχολής. Ο όντως χαλκέντερος
αναδειχθείς Χουρμούζιος, επί
οκτακαίδεκα έτη φιλοπόνως εργασθείς
ηρμήνευσε πάντα τα μουσουργήματα των
αρχαίων μουσικών, των από Ιωάννoυ του
Δαμασκηνού μέχρι Μανουήλ του
Πρωτοψάλτου ακμασάντων, άπερ εις
εβδομήκοντα τόμους ανερχόμενα,
ηγοράσθησαν τω 1838 παρά Αθανασίου του
πατριάρχου Ιεροσολύμων, έτυχον δε
φιλοκάλου μερίμνης παρά
Κυρίλλου του Β΄ πρωθιεράρχον της
Σιωνίτιδος Εκκλησίας, του και εις
ολιγωτέρους τόμους ταύτα συμπήξαντος
και διατάξαντος πολυτελώς να δεθώσι και
να τεθώσιν εις την εν Φαναρίω
βιβλιοθήκην του Παναγίου Τάφου, ένθα και
σώζονται άχρι τούδε. Συνέγραψεν
εγχειρίδιον εισαγωγής εις το πρακτικόν
μέρος της Μουσικής, έτερον μεγαλείτερον
εις το θεωρητικόν, και εν ογκώδες
σημειωματάριον περιέχον κατ’εκλογήν
τα άριστα του αρχαίου και νέου
μουσικού συστήματος. Εμέλισε
«Μακάριος ανήρ». «Είδομεν το φως»
οκτάηχον, «Ρόδον το αμάραντον» οκτάηχον,
ο «Ο ευσχήμων Ιωσήφ», κρατήματα,
πολυελέους, ανoιξαντάρια, δοξολογίας,
στιχολογίας των εσπερίων κατ’ήχον,
στιχολογίας των Αίνων κατά τους οκτώ
ήχους, αντίφωνα αργά και σύντομα κατ’ήχον,
Τυπικά εις ήχον Βαρύν κατά το διατονικόν
γένος, μίαν σειράν χερουβικά και
κοινωνικά των Κυριακών και άλλα
κοινωνικά του ενιαυτού έντεχνα, το
μέγιστον στιχηρόν «Kύριε η εν πολλαίς
αμαρτίαις» και άλλα,
χρησιμεύοντα μάλλον εις μελέτην και
εκγύμνασιν των μουσικών ή προς το
ψάλλειν εν τη
εκκλησία. Ηρμήνευσε και εξέδωκεν εις
δευτέραν έκδοσιν το Αναστασιματάριον (ου
τους αναστασίμους κανόνας και τα
κατανυκτικά εμέλισεν ο ίδιος) Πέτρου του
Πελοποννησίου, ηρμήνευσε
και εξέδωκε το αργοσύντομον Ειρμολόγιον
των Καταβασιών του αυτού Πέτρου του
Πελοποννησίου, το δίτομον Δοξαστάριον ή
αργόν Στιχηράριον κατά μίμησιν Ιακώβου
του Πρωτοψάλτου (εκδοθέν τω 1859), και την
συλλογήν των
Ιδιομέλων Mανουήλ του Πρωτοψάλτου.
Εξέδωκε πρώτος τω 1828 την δίτομον
Ανθολογίαν της Μουσικής, ης τα
περιεχόμενα είναι πρωτότυπα, ως και το
βιβλίον του εξ Εβραίων Νεοφύτου.
Επεθεώρησε διορθώσας την συλλογήν των
αραβοτουρκικών ασμάτων, την καλουμένην
«Ευτέρπην» του χανενδέ Ζαχαρίου.
Ταύτα δε πάντα εγένοντο μετά
θαυμασίας υπομονής υπό του
φιλοπονωτάτου Χουρμουζίου, καίπερ υπό
πενίας κατατρυχομένου. Απεβίωσεν εν
Χάλκη τω 1840. Χρύσανθος
Προύσης μητροπολίτης,
μαθητής του Πρωτοψάλτου
Πέτρου του Βυζαντίου, κάτοχος της
ελληνικής, λατινικής και γαλλικής
γλώσσης, άριστος μουσικός, εγκρατής
τυγχάνων εν μέρει και της ευρωπαϊκής και
αραβοπερσικής μουσικής, και
χειριζόμενος δεξιώς τον ευρωπαϊκόν
πλαγίαυλον και το αραβοπερσικόν
νέϊ. Επεσκέφθη διαφόρους βιβλιοθήκας
και εμελέτησεν ιδία τα περί της θεωρίας
της μουσικής συγγράμματα τα από Ιωάννου
του Δαμασκηνού μέχρι Μανουήλ Δούκα
Χρυσάφου του παλαιού. Αρχιμανδρίτης ων
διαβληθείς εις τα πατριαρχεία ως
εφαρμόζων μονοσυλλάβους φθόγγους επί
των κλιμάκων των ήχων και ως γράφων
εξηγηματικώτατα τα παρά των αρχαίων
μεμελισμένα μέλη, εξωρίσθη εις την
πατρίδα αυτού Μάδυτον, ένθα εδίδασκε την
μουσικήν διά της παραλλαγής των
μονοσυλλάβων φθόγγων εις πολλούς
φιλομούσους, oίτινες εξεμάνθανον την
ιεράν τέχνην εντός δεκαμήνου
διαστήματος, ενώ oι ακολουθούντες την
παραλλαγήν του αρχαίoυ συστήματος εντός
δεκαετίας. Απηλλάγη δε της εξορίας ως
εξής: Ο τότε μητροπολίτης Ηρακλείας
Μελέτιος μεταβάς μίαν των εορτών
προς επιθεώρησιν της εν τη συνoικία
Τσιβαλίου οικοδομουμένης οικίας αυτού
και ακoύσας των εκ Μαδύτου τεκτόνων,
ψαλλόντων επιτυχώς εν τη ανωτάτη της
οικίας οροφή τα έντεχνα μαθήματα,
ένεφανίσθη ενώπιον αυτών και επηρώτησεν
αυτούς πόθεν ορμώνται, παρά τίνος
εδιδάχθησαν την μουσικήν και πώς
δύνανται νεαροί όντες να ψάλλωσιν
ευχερώς τα δύσκολα λεγόμενα μαθήματα.
Μαθών δε παρά των τεκτόνων ότι την
μουσικήν εδιδάχθησαν
εν Μαδύτω υπό του συμπατριώτου αυτών
Χρυσάνθου του
αρχιμανδρίτου, του χρήσιν ποιουμένου εν
τη διδασκαλία της ιεράς τέχνης μεθόδου
λίαν ευκόλου, συνησθάνθη το προς τον
Χρύσανθον γενόμενον αδίκημα και
ενήργησε την ανάκλησιν αυτού εις Κων/πολιν.
Η δε Ιερά Σύνοδος πεισθείσα περί της
σπουδαιότητος της μεθόδου του Χρυσάνθου
διέταξεν αυτόν να παραλάβη ως
συνεργάτας μεθ’εαυτού Γρηγόριον τον
Λαμπαδάριον και Χουρμούζιον τον
ιεροψάλτην, μεθ’ων και πρότερον
συνειργάσθη, και να προβή εις ανάλυσιν
της γραφής και συστηματοποίησιν των
κλιμάκων των ήχων, και εις ίδρυσιν
Μουσικής Σχολής. Η Μ. Εκκλησία αμείβουσα
τους υπέρ της μουσικής κόπους του
αρχιμανδρίτου και την επί όλην εξαετίαν
(1815-1821) ευδόκιμον αυτού διδασκαλίαν εν τη
Μουσική Σχολή, εν η την θεωρίαν της
μουσικής εδίδαξεν, προήγαγεν αυτόν εις
μητροπολίτην Δυρραχίου. Ο
Χρύσανθος εκ
Δυρραχίου μετέβη εις Σμύρνην, και
εκείθεν εις Προύσαν, ένθα και απέθανε τω
1843. Συνέγραψεν εγχειρίδιον του
θεωρητικού και πρακτικού μέρους της
εκκλησιαστικής μουσικής, όπερ εξετυπώθη
τω 1821 εν Παρισίοις, ως και το Μέγα
Θεωρητικόν της Μουσικής, διαιρούμενον
εις δύο μέρη, το θεωρητικόν και το
ιστορικόν, εκδοθέν δε μετά πολλών κόπων
εν Τεργέστη τω 1832 υπό Παναγιώτου του
Πελοπίδα, και θεωρούμενον ως πηγή, εξ ης
πάντες oι επιχειρούντες να γράψωσι περί
μουσικής υπό οιανδήποτε έποψιν δύνανται
ν’αρυσθώσι σπουδαίαν ύλην. Ο Χρύσανθος
εποίησε πολλά και ποικίλα ποιήματα, και
διά μεν της ευρωπαϊκής μουσικής
εμέλισεν, όσον ενήν, διάφορα
μουσουργήματα της εκκλησιαστικής
μουσικής, δια δε των ημετέρων χαρακτήρων
διάφορα μαθήματα της ευρωπαϊκης
μουσικής. Τα έργα του
μουσικού ιεράρχου εγένοντο παρανάλωμα
του πυρός κατά τινα πυρκαϊάν. *** Πέτρος
Εφέσιος,
λόγιος μουσικός, εγκρατής της τε αρχαίας
και νέας μουσικής μεθόδου και της
εξωτερικής μουσικής, μαθητεύσας παρα
Γεωργίω τω Κρητί και παρά τοις τρισί
διδασκάλοις εν τη τω 1815 ιδρυθείση
πατριαρχική Μουσική Σχολή. Εφεύρε τον
μουσικόν τύπον κατασκευάσας τα στοιχεία
των μουσικών χαρακτήρων
και απαλλάξας τους μουσικούς
του κόπου του αντιγράφειν. Ηρμήνευσε
και εξέδωκε το πρώτον εν τω εν Βλαχία
νεοσυστάτω τυπογραφείω το πρωτότυπον
Αναστασιματάριον και το πρωτότυπον
σύντομον Στιχηράριον ή Δοξαστάριον
Πέτρου του Πελοποννησίου τω 1820. Ο
Εφέσιος διετέλεσε διδάσκαλος εις την
ηγεμονικήν Μουσικήν Σχολήν του
Βουκουρεστίου, ένθα και απέθανε τω 1840.
Εμέλισε χερουβικά και
κοινωνικά των Κυριακών κατά τους οκτώ
ήχους, δοξολογίας και ασματικά έντεχνα,
οκτώ «Άξιον εστίν ως αληθώς», τα οποία
εδημοσιεύθησαν μετά των λοιπών
ποιημάτων αυτού μεταπεποιημένα και δι’αναλυτικής
γραφής παρά Γεωργίου πρωτοψάλτου
Φιλιππουπόλεως, του και
οικειοποιηθέντος και ταύτα εν τη διά
κοκκίνων χαρακτήρων εκτυπωθείση
Ανθολογία αυτού. Γρηγόριος
ο Χίος,
ιεροδιάκονος, εγεννήθη τω 1780, διδάξας
μετά Πέτρου του Εφεσίου εις την εν
Βουκουρεστίω Moυσικήν Σχολήν τω 1819, ότε
και ανέλαβον αμφότεροι να εκδώσωσι
Μουσικήν τινα Βιβλιοθήκην, χορηγούντος
του ευγενεστάτου άρχοντος Μεγάλου
Βορνίκου Γρηγορίου Μπαλλιάνου. Ο
Γρηγόριος ην εγκρατής ου μόνον της
παλαιάς αλλά και της νέας γραφικής
μεθόδου, ην εδιδάχθη εις την Μουσικήν
Σχολήν υπό των τριών διδασκάλων. Τώ 1816
προσεκλήθη εκ Κων/πόλεως ίνα ψάλλη εν τω
μητροπολιτικώ ναώ του Ιασίου ως
Πρωτοψάλτης και ινα διδάσκη εν τη εκείσε
τότε ιδρυθείση Μουσική Σχολή. Αθανάσιος
Χρηστόπουλος,
ανήρ λογιώτατος, ποιητής και μουσικός
ευδόκιμος. Γεννηθείς
εν Καστορία
τω 1770, εξεπαιδεύθη εν Βλαχία, Πέστη και
Παταβίω, διατελέσας
διδάσκαλος και σύμβουλος
διαφόρων ηγεμόνων της Βλαχίας. Μαθητής
εγένετο διαφόρων μουσικών, ως και των
τριών διδασκάλων
της νέας μεθόδου, παρ’ων εδιδάχθη και
την πανδουρίδα. Διέμεινεν εφ’ικανόν εις
Κων/πολιν, οπόθεν μετέβη εις την Ελλάδα,
εξ ης επανελθών εις Βλαχίαν ετελεύτησεν
εν Βουκουρεστίω τω 1817. Βασίλειος
Στεφανίδης,
ιατροφιλόσοφος και της μουσικής
εγκρατέστατος. Ήκμασε περί τα τέλη του
ΙΗ΄μ.Χ. αιώνος, γεννηθείς εν Νεοχωρίω του
Βοσπόρου. Τα μουσουργήματα αυτού
έγραψεν εις την παρασημαντικήν
Πέτρου του Πελοποννησίου, καίτoι
ακουστής εγένετο των τριών διδασκάλων
της νέας μεθόδου. Συνέγραψε λατινιστί
και Θεωρητικόν Μουσικής, όπερ εν
Φλωρεντία τω 1791 εξέδωκεν υπό τον τίτλον
«Αρμονικά». Τό ελληνιστί γραφέν
Θεωρητικόν υπό τον τίτλον «Σχεδίασμα
περί Μουσικής ιδιαίτερον
Εκκλησιαστικής εν έτει 1819» εδημοσιεύθη
εν τω Ε΄τεύχει του Περιοδικού του εν
Κωνσταντινουπόλει Εκκλησιαστικού
Μουσικού Συλλόγου εκ χειρογράφου
σωζομένου παρά τω Γεωργίω Βιολάκη,
Πρωτοψάλτη της Μεγάλης Εκκλησίας. Ευτύχιος
Γεωργίου ο Ουγουρλούς επωνυμούμενος,
εγεννήθη εν Καισαρεία της Καππαδοκίας,
εδιδάχθη δε την αρχαίαν παρασημαντικήν
παρά Γεωργίου του Κρητός και Μανουήλ του
Πρωτοψάλτου, την δε νέαν παρά Γρηγορίου
του Λευΐτου. Επί ικανά έτη έψαλλεν εις
την εν Κοντοσκαλίω Κων/πόλεως εκκλησίαν
της αγίας Κυριακής, υμνών τον Κύριον ως
εκ της μεγάλης αυτού ευλαβείας oυ μόνον
κατά τας Κυριακάς και εορτάς, αλλά και
κατά τας λοιπάς ημέρας της εβδομάδος,
πλην των Παρασκευών,
καθ’ας μετέβαινεν εις
τον κατά Βαλουκλή ναόν της Ζωοδόχου
Πηγής, ένθα ουχί σπανίως και έψαλλε. Περί
τα τέλη του βίου αυτού μοναχός γενόμενος
μετέβη εις Χίον, ένθα αγοράσας ιδιωτικόν
μοναστήριον δι’ ιδίων χρημάτων,
εμόναζεν άχρι του 1866, ότε μετέστη προς
Κύριον. Εμέλισε
το «Την γαρ σην μήτραν» εις ήχον Πλ. Δ΄,
και οκτώ ειρμούς καλοφωνικούς
κατά τους οκτώ ήχους, οίτινες
εξηγηθέντες εδημοσιεύθησαν υπό
Θεοδώρου του Φωκαέως. Απόστολος
Κρουστάλας, Xίoς,
λογιώτατος μουσικός, γνώστης δε βαθύς
της τε παλαιάς και νέας μεθόδου και της
πανδουρίδας, μαθητής γενόμενος
Πέτρου του Βυζαντίου, Γεωργίου του
Κρητός και των τριών διδασκάλων.
Διεκρίνετο και ως καλλιγράφος πάμπολλα
γράψας χειρόγραφα
μουσικά βιβλία, παλαιά
τε και νέα. Εμέλισε διάφορα,
μελοποιήματα, εξ ων διακρίνονται το
χερουβικόν των Προηγιασμένων
εις ήχον Α΄τετράφωνον,
και μία δοξολογία εις ήχον Πλ.Δ΄, ης
το ασματικόν θεωρείται εμμελέστατον.
Απέθανε πενέστατος τω 1840. Αθανάσιος
Σελευκείας ιεράρχης,
εγεννήθη περί
τα τέλη του ΙΗ' αιώνος εν Λευκωσία της
Κύπρου, απεβίωσε δε εν πρεσβυτική ηλικία
τω 1850 εν Κων/πόλει. Λόγιος μουσικός,
εντριβής περί τε την θεωρίαν και πράξιν
της μουσικής, γνώστης δε του τε αρχαίου
και νέου μουσικού συστήματος και της
αραβοπερσικής μουσικής. Μαθητής υπήρξε
Γεωργίου του Κρητός και της
πατριαρχικης Μουσικής Σχολής, εν η
εδίδασκον οι τρεις διδάσκαλοι.
Ηρμήνευσε το Αργόν και Σύντομον
Ειρμολόγιον των Καταβασιών και τα άλλα
ειρμολογικά είδη Πέτρου του
ΙΙελοποννησίου. Τα έργα του ιεράρχου
τούτου περιήλθον εις χείρας του μαθητού
αυτού Κυριακού Φιλοξένους του
Εφεσιομάγνητος. Πέτρος
Συμεών Αγιοταφίτης,
ο πεφημισμένος πρωτοψάλτης του εν
Φαναρίω Κων/πόλεως ιερού ναού του
αγιοταφιτικού μετοχίου,
Βυζάντιος την πατρίδα,
μαθητής γενόμενος
Γεωργίου
του Κρητός, Μανουήλ του Πρωτοψάλτου και
των εις την τω 1815 ιδρυθείσαν
πατριαρχικήν Μουσικήν Σχολήν
διδαξάντων τριών διδασκάλων.
ΕΦημίζετο ως διατηρήσας
απαραμείωτον το εκκλησιαστικόν και
κατανυκτικώτατον μουσικόν ύφος του
πρωτοψάλτου Μανουήλ, ως δυνάμενος να
τηρη εν τη μνήμη αυτού πιστότατα τας
γραμμάς αναριθμήτων ποιημάτων ενός
εκάστου των αρχαίων μουσικοδιδασκάλων,
και ως άριστος καλλιγράφος της μουσικής.
Ως ο πρωτοψάλτης Πέτρος
ο Φυγάς ηρμήνευσεν όσα αρχαία
μουσουργήματα δεν προέλαβε να ερμηνεύση
ο διδάσκαλος αυτού Πέτρος ο
Πελοποννήσιος, ούτω και ο Πέτρος ο
Αγιοταφίτης ηρμήνευσε πολλά λείψανα
αρχαίων μουσουργημάτων, τα οποία δεν
προέλαβον να ερμηνεύσωσιν οι τρεις
διδάσκαλοι της
νέας μουσικής μεθόδου. Εμέλισε μιαν
συλλογήν Ιδιομέλων και Δοξαστικών όλου
του ενιαυτού μετά των απολυτικίων και
κοντακίων και άλλων διαφόρων
ειρμολογικών μελοποιημάτων εις τόμον
ογκωδέστατον, προσέτι μίαν σειράν
χερουβικά κατά μίμησιν Πέτρου του
Βυζαντίου, και τα ένδεκα Εωθινά αργότερα
των του Πέτρου του Πελοποννησίου.
Αναδείξας δε πολλούς μαθητάς, απεβίωσεν
ογδοηκοντούτης τη 27 δεκεμβρίου τον 1861
σωτηρίου έτους. Θεόδωρος
Συμεών ο και Κοντός επωνυμούμενος
ένεκα του σμικρού αναστήματος
αυτού, αυτάδελφος
Πέτρου του Αγιοταφίτου, και εκ των
πρώτων μαθητών της νέας
μουσικής μεθόδου, διακρινόμενος επί
μεγαλοφωνία. Υπό του
χανενδέ ντετέ Ισμαηλάκη εδιδάχθη την
εξωτερικήν μουσικήν, ην ακoλούθως
επιτυχέστερον της ημετέρας μουσικής
εδίδασκε, φυλάττων όμως πιστώς το ύφος
εκατέρας. Επί δεκαπενταετίαν
εχοροστάτησεν εις την εν Βαλατά
εκκλησίαν των Ταξιαρχών και επί
δεκαοκταετίαν εις την της Κοιμήσεως της
Θεοτόκου εν Διπλοκιονίω. Εμέλισε
καλοφωνικούς ειρμούς και σχολικά άσματα,
ανέκδοτα όντα. Ανέδειξε πολυαρίθμους
μαθητας. Θεόδωρος
Φωκαεύς,
περιώνυμος μουσικός, υιός Παράσχου
ιερέως του εκ Φωκαίας της Εφέσου,
μαθητής γενόμενος
εις Μαγνησίαν μεν Γεωργίου του Κρητός,
εις Κων/πολιν δε των τριών διδασκάλων
της νέας μεθόδου εν τη πατριαρχική
Μουσική Σχολή. Χοροστατήσας επί μακρόν
εις τον εν Ταταούλοις ναόν του αγίου
Δημητρίου και εις τον εν Γαλατά του
αγίου Νικολάου, είτα εγκατέλιπε το του
ιεροψάλτον επάγγελμα και ενησχολείτο
διδάσκων κατ’οίκον την μουσικήν
και εκδιδούς μουσικά
βιβλία. Εξέδωκε πλείστα
έργα των αρχαίων μουσικών εις
διτόμους και τριτόμους Ανθολογίας,
προβάς μάλιστα και εις β' γ' και δ'
εκδόσεις αυτών. Δις εξέδωκε το
Αναστασιματάριον Πέτρου του
Πελοποννησίου, άπαξ δε το καλοφωνικόν
Ειρμολόγιον Πέτρου του Μπερεκέτου.
Συγγράψας επί τη βάσει του
Θεωρητικού του Χρυσάνθου εξέδωκε την
κατ’ερωταπόκρισιν Κρηπίδα της μουσικής
θεωρίας, την «Μουσικήν
Μέλισσαν», την «Πανδώραν», δίτομον
συλλογήν ελληνικών και τουρκικών
ασμάτων, και την «Ευτέρπην», συλλογήν
ούσαν αραβοπερσικών ασμάτων του χανεντέ
Ζαχαρίου. Εμέλισε και διάφορα
εκκλησιαστικά άσματα, ων ένια
ποοσκλίνουσί πως προς την εξωτερικήν
μουσικήν, ης ην εγκρατέατατος. Απέθανεν
εν Κων/πόλει τώ 1848. Ζαφείριος
Αποστόλου Ζαφειρόπουλος,
πρωτοψάλτης εν τω εν Αθήναις ιερώ ναώ
της αγίας Ειρήνης, λόγιος μουσικός,
μαθητής γενόμενος Γεωργίου του Κρητός
και είτα των τριών διδασκάλων της νέας
μεθόδου εν τη Μουσική Σχολή, εξ ης
αποφοιτήσας έλα6ε και πτυχίον. Εξέδωκεν
εν Αθήναις, ένθα ευδοκίμως
επί μακρόν εδίδαξε
την μουσικήν, το Αναστασιματάριον
Πέτρου του Πελοποννησίου, εξέδωκε δε τω
1842 και μελέτην κατά του Λεσβιακού
συστήματος «Ο Γεώργιος Λέσβιος και το
Λέσβιον αυτού σύστημα». Εμέλισε διάφορα
μαθήματα· απέθανε
δε εν Αθήναις τω
1851. Πέτρος
Γεωργίου Βυζάντιος,
ανήρ μουσικώτατος, ως μαρτυρούσι τα
εις την βιβλιοθήκην
της εν Χάλκη Θεολογικής Σχολής
δωρηθέντα πολυάριθμα
μουσουργήματα αυτού,
μαθητής γενόμενος
Μανουήλ του
Πρωτοψάλτου και
Γεωργίου του Κρητός εις την αρχαίαν
μέθοδον, και των τριών διδασκάλων εις
την νέαν μέθοδον. Επί ικανά έτη έψαλλεν
εις την εν Γαλατά Κων/πόλεως εκκλησίαν
του αγίου Ιωάννου
των Χίων, τω 1821 διωρίσθη πρωτοψάλτης
του εν Τήνω ναού της Ευαγγελιστρίας, τώ
1830 μετέβη εις Αθήνας, ένθα έψαλλεν oυχί
ως τακτικός ψάλτης αλλ’οικειοθελώς εις
διαφόρους ναούς κατά τας μεγάλας εορτάς
άνευ αμοιβής. Τω 1831 αποθανόντος Αντωνίου
του Λαμπαδαρίου προσεκλήθη ο Πέτρος υπό
του πατριάρχου Κωνσταντίου Α΄του από
Σιναίου όπως καταλάβη την της
Λαμπαδαρείας θέσιν, αλλ’ηρνήθη.
Απέθανεν υπέργηρος τω 1875. Χατζή
Αφεντούλης Σαραντεκκλησιώτης, εγκρατέστατος
ου μόνον της νέας μεθόδου,
διδαχθείς ταύτην παρά των τριών
διδασκάλων, αλλά και της αρχαίας εν
μέρει, κάτοχος δε και της εξωτερικής
μουσικής. Διετέλεσεν ιεροψάλτης εις τας
εκκλησίας των επισημοτέρων ενοριών της
Κων/πόλεως, απεβίωσε δε εν Επιβάταις της
Θράκης τω 1835. Εμέλισε χερουβικά,
κοινωνικά των Κυριακών και δοξολογίας
κατά τους οκτώ ήχους, κρατήματα και
άλλα διάφορα της ψαλμωδίας είδη. Δωρόθεος
Αγιοταφίτης,
λογιώτατος και μουσικώτατος,
αρχιμανδρίτης του Παναγίου Τάφου και
ανεψιός Αθανασίου του Ιεροσολύμων,
Βυζάντιος την πατρίδα, διακούσας την μεν
φιλολογίαν παρά Νικολάω τω Λογάδη, την
δε μουσικήν εν τη τω 1815 ιδρυθείση
πατριαρχικη Μουσικη
Σχολή. Απεβίωσε τω 1858. Γενάδιος
μοναχός, ο
εκ Ραιδεστού, πρωτοψάλτης
του εν Ιεροσολύμοις μεγάλου ναού της
Αναστάσεως, διακρινόμενος επί μουσική
εμπειρία και μεγάλη και στεντορεία φωνή.
Μαθητής των τριών διδασκάλων. Απέθανε τω
1868 ογδοηκοντούτης περίπου την ηλικίαν.
Εμέλισεν ωδάς, ύμνους και εν μακρόν και
έντεχνον εγκώμιον εις τον Πατριάρχην
Ιεροσολύμων Κύριλλον τον Β΄ προς ήχον Δ΄,
εις ο συνέπεται και μακρόν κράτημα. Άνθιμος
Εφεσιομάγνης,
ιεροδιάκονος, πρωτοψάλτης Μεσολογγίον
και εκ των μαθητών των τριών διδασκάλων.
Υπήρξε ζωγράφος και μουικό
κάλλιστος, γινώσκων την τε αρχαίαν
και νέαν μέθοδον και την εξωτερικήν
μουσικήν, χειριζόμενος δε και διάφορα
μουσικά όργανα. Ως πρωτοψάλτης εν
Μαγνησία της Εφέσου εδίδαξε την
μουνσικήν εις πολλούς πατριώτας αυτού.
Επί της εποχής του Καποδιστρίου μετέβη
εις Αίγιναν, ένθα εξήσκει τα του
διακόνου καθήκοντα· εκείθεν προσεκλήθη
ως διάκονος εις Μεσολόγγιον και τω 1832
μετέβη εις Ιθάκην διορισθείς ιεροψάλτης,
ένθα διέμεινεν επί επταετίαν. Κληθείς δε
είτα εις
Μεσολόγγιον διετέλεσε ψάλλων μέχρι του
θανάτου αυτού, συμβάντος τη 27 Δεκεμβρίου
1879. Εμέλισεν ύμνους, ειρμούς,
μεγαλυνάρια και άλλα εις διάφορα μέλη. Ο
Άνθιμος ην πεπροικισμένος διά σπανίας
βαρυτόνου φωνής, λίαν μελωδικής, ευήχου
και ευστρόφου, προσέτι αμίμητος εις την
απαγγελίαν και παράστασιν της μουσικής·
ψάλλων ίστατο ακίνητος μόνον των
χειλέων κινουμένων· τα μαθήματα αυτού
μαρτυρουσιν ότι ως μελοποιός συνεδύαζε
διά τρόπου καταλλήλου το μέλος προς την
έννοιαν των
Τροπαρίων. Ο
Άνθιμος διεκρίνετο και διά την σπανίαν
ρώμην και ευκινησίαν, αστειότατος,
ελεήμων, εν τη τραπέζη αυτού έχων
πλήθος παρασίτων, και την μουσικήν
διδάσκων δωρεάν. Περί αυτού φέρονται
ανέκδοτα ιστορικά. Γρηγόριος
Βιζύης μητροπολίτης
ο κατόπιν Xίoυ, υπήρξε μαθητής των τριών
εφευρετών της νέας μεθόδου εν τη
πατριαρχικη Μουσικη Σχολή, ως και oι
κατωτέρω μνημονευόμενοι τρεις
μητροπολίται, διεκρίθη δε και ως
μουσικός έμπειρος. Απέθανε τω 1862. Ζαχαρίας
Βάρνης μητροπολίτης,
ο και Φυγάς επικληθείς, διότι κατά τον
Τουρκορρωσικόν πόλεμον
τω 1828 υποδεξάμενος πανηγυρικώς εις
Βάρναν τον αυτοκράτορα της Ρωσσίας,
εδέησε να δραπετεύση εις Ρωσσίαν μετά
την απόδοσιν της Βάρνης εις την Τουρκίαν.
Είτα ο μουσικώτατος Ζαχαρίας εμόνασεν
εν Άθω, ένθα και ετελεύτησε τω 1850.
Εμέλισε κοινωνικά των Κυριακών
συντομώτερα μεν των του πρωτοψάλτου
Δανιήλ, αλλ’έντεχνα και άνευ
κρατημάτων, τα οποία εστάλησαν
τω 1835 προς Ιωάννην τον τότε
Λαμπαδάριον (είτα,
καί Πρωτοψάλτην
γενόμενον) προς δημοσίευσιν. Υποτίθεται
ότι ο Ιωάννης καλλωπίσας αυτά
εδημοσίευσεν ως ίδια έργα εις την
μονότομον Μουσικήν Ανθολογίαν αυτού. Μελέτιος
Σισανίου μητροπολίτης,
Σμυρναίος την πατρίδα,
λόγιος και μουσικός ιεράρχης,
κεκοσμημένος και διά φωνής
μελωδικής και λίαν ευστρόφου. Τα
μουσικά έργα αυτού περιέχοντα μέλη
νεοφανή και ασυνήθη, εξεδόθησαν κατά το
έτος του θανάτου αυτού (1864) υπό Αβραάμ
Θεοχαρίδου, αποτελέσαντα Moυσικήν
Ανθολογίαν. Προκόπιος
Σωζοαγαθουπόλεως μητροπολίτης,
απεβίωσεν ιδιωτεύων εν Πρίγκηπω τω 1884.
Εμελοποίησε στίχoυς
πολιτικούς και τινα της
εκκλησιαστικής μουσικής μέλη. Ζηνόβιος
ιερομόναχος,
Προυσαεύς την πατρίδα, μαθητής του
Χρυσάνθου, αποθανών τω 1868 ιερατεύων εν
Υψωμαθείοις. Άριστος καλλιγράφος των
εκκλησιαστικών μελών
και μουσικός μελίσας διάφορα έντεχνα
άσματα. Κωνσταντίνος
Θαλίδης ο
εκ Σωζουπόλεως, λυρικός ποιητής και
μουσικός, κάτοχος του
εν τη τω 1815 ιδρυθείση Μουσική Σχολή
διδασκομένου νέου
συστήματος ως
και της ευρωπαϊκης
μουσικής. Προσελήφθη ως μουσικός
του εν
Αθήναις παλατίου υπό του Όθωνος και της
Αμαλίας, τιμηθείς και διά παρασήμων.
Πολλά εποίησε και εμελοποίησrε.
Πάσχων εκ ποδαλγίας μετέβη εις την
πατρίδα αυτού, όπoυ και απεβίωσε τω 1867. Ο
πολύτιμος πλαγίαυλος αυτού επωλήθη αντί
διακοσίων λιρών Τουρκίας. Παρθένιος
Μικρόστομος, ιεροδιάκονος,
διαπρεπής μουσικός, μαθητής
γενόμενος Γρηγορίου του Λευΐτου και των
χανεντέδων Ντετέ
Ισμαηλάκη και
Σταυράκη. Εγεννήθη τω
1804 εν τη εν Κων/πόλει συνoικία των
Υψωμαθείων, ένθα και τα εγκύκλια
μαθήματα εξέμαθε, διδάσκοντος Ιωσήφ
μοναχου του Θεσπρωτού, παιδεύματος της
εν Άθω Ακαδημίας και του γυμνασίον
Κυδωνιών. Εχοροστάτησεν εις την εν
Γαλατά ιεράν εκκλησίαν του Σωτήρος
Χριστού, είτα δε επί 16 έτη
εις την εν Υψωμαθείοις του αγίου
Κωνσταντίνου. Απεβίωοε τω 1870. Εμέλισε τα
ένδεκα Εωθινά εις το αργόν στιχηραρικόν
είδος, αργότερα των του Πέτρου του
Πελοποννησίoυ, μικρότερα
δε των του Ιακώβου ΙΙρωτοψάλτου,
μίαν σειράν χερουβικά έντεχνα και
άλλα διάφορα εκκλησιαστικά άσματα.
Έγραψε δε και το μέλος πολλών
τουρκικών ασμάτων διά των χαρακτήρων
της εκκλησιαστικής μουσικής. Σωτήριος
Βλαχόπουλος ο
εκ Ταταούλων της Κωνσταντινουπόλεως,
μαθητής Χουρμουζίου του Χαρτοφύλακος
και γραμματεύς του χανεντέ Γεωργίου του
Πάντζογλου. Εγκρατέστατος της ημετέρας
μουσικής και της εξωτερικής, άμα δε και
ηδυφωνότατος. Εδίδαξε την θεωρίαν της
μουσικής εις την τω 1868 επί της
πατριαρχείας Γρηγορίου του ΣΤ΄
ιδρυθείσαν πατριαρχικήν Μουσικήν
Σχολήν, εξέδωκε δε τω 1848 την «Αρμονίαν»,
ήτις περιέχει διάφορα έντεχνα άσματα,
ελληνικά και αραβοπερσικά. Απεβίωσε τώ
1870. Γρηγόριος
Καλαγάννης,
λόγιος ιερεύς εκ Μιτυλήνης, γλωσσομαθής,
μουσικός ευδόκιμος, εκμαθών την
ημετέραν μουσικήν εις την τω 1815
ιδρυθείσαν Μουσικήν Σχολήν και διδάξας
ταύτην εις την εν Βιέννη Μουσικήν Σχολήν
και εις την εν Αθήναις Ριζάρειον Σχολήν.
Απέθανε περί το 1870. Κωνσταντίνος
Ψαρουδάκης,
Πρωτοψάλτης Κρήτης, μαθητής των τριών
διδασκάλων εν τη Μουσική Σχολή εκ
των λίαν διακεκριμένων. Ανέδειξεν εν
Κρήτη πολλούς μαθητάς, απέθανε δε
υπέργηρως κατά ιούλιον του 1884. Αναστάσιος
Ταπεινός,
ο εξ Ύδρας, μουσικός καλλιφωνότατος και
μελοποιός, μαθητής Γρηγορίου του
Λευΐτου, ον και εμιμείτο άριστα· εις
βαθύ γήρας εξεμέτρησε το ζην τω 1884,
καταλιπών πολλά ανέκδοτα μουσικά έργα. Γεώργιος
Σκρέκος, εκ
Θεσσαλίας ορμώμενος, μαθητής των τριών
διδασκάλων, κάλλιστος μουσικός,
χοροστατήσας εις
σειράν ετών εν Πύργω της Ηλείας, ένθα και
απεβίωσε τω 1884, υπερεβδομηκοντούτης. Τα
μουσουργήματα αυτού
μένουσιν ανέκδοτα. Θεόδωρος
Αριστοκλής, ο
εκ Χάλκης της Προποντίδος, έγκριτος
λόγιος και μουσικός, μαθητεύσας παρά
Χουρμουζίω τω Χαρτοφύλακι. Εδίδαξεν εις
την τω 1868 ιδρυθείσαν πατριαρχικήν
Μουσικήν Σχολήν. Εις αυτόν οφείλονται
τα καλά Προλεγόμενα της «Μουσικής
Βιβλιοθήκης». Απεβίωσε τω 1880 εν
Ταταούλοις. Δημήτριος
Βουλγαράκης, ο
Μακεδών, εκ των μαθητών των τριών
διδασκάλων, ιεροψάλτης της Θεσσαλονίκης,
διαπρεπής επί μουσική εμπειρία και
ηδυφωνία. Ανέδειξε πολλούς μαθητάς και
διάφορα εμουσούργησε. Φραγκίσκος
Λιμπρίτης, εκ
Κρήτης, γεννηθείς τω 1795, μουσικός και
μελοποιός ευδόκιμος.
Εδιδάχθη την
μουσικήν κατά την αρχαίαν μέθοδον παρά
Γεωργίου του Κρητός, κατα δε την νέαν
παρά Γρηγορίον του Λευΐτoυ. Εδίδαξε την
μουσικήν εν τη Μουσική Σχολή της Νέας
Εφέσου, είτα και
εις την εν Σάμω μονήν της αγίας Ζώνης.
Έχει μεγάλης αξίας ανέκδοτον έργον υπό
τον τίτλον «Εισαγωγή εις το θεωρητικόν
και πρακτικόν της εκκλησιαστικής
μουσικής». Εμέλισε και διάφορα
μουσουργήματα. Απεβίωσε τη 10 Μαρτίου 1876. Ονούφριος
Βυζάντιος, ονομαστός
ιεροψάλτης και μελοποιός, διακρινόμενος
διά την ηδύτητα της φωνής και το
πανηγυρικόν του ύφους αυτού. Εγεννήθη εν
Μεγάλω Ρεύματι του Βοσπόρου τω 1807,
μαθητεύσας εν τη πατριαρχική Μουσική
Σχολή παρά Χουρμουζίω,
Χρυσάνθω και Γρηγορίω και ιδίως παρά
τω τελευταίω, παρ’ω και διέμενε. Την
εξωτερικήν μουσικήν εδιδάχθη υπό του
χανεντέ Ντετέ
Ισμαηλάκη. Εχοροστάτησεν από του 1824
μέχρι του 1871 εις
διαφόρους εκκλησίας της αρχιεπισκοπής
Κων/πόλεως (αγίων
Θεοδώρων Βλάγκας
1824-1831, αγίου Ιωάννου Γαλατά μέχρι του
1837, αγίου Κωνσταντίνου Υψωμαθείων μέχρι
τον 1838, Παναγίας Διπλοκιονίου μέχρι του
1840, αγίoυ Κωνσταντίνον Πέραν μέχρι, του
1842 και αγίου Δημητρίου Ταταούλων μέχρι
του 1871), αποθανών εν Ταταούλοις τη
10 Φεβροναρίου του 1871 εν
ηλικία 64 ετών. Εμέλισε
πολλά μουσουργήματα
εκκλησιαστικά, ων τα πλείστα
ανέκδοτα, ως και
άσματα εξωτερικά και
σχολικά. Έσχε πολλούς μαθητάς,
επεστάτησε δε και εις την Δ΄έκδοσιν της
τριτόμου Ανθολογίας Θεοδώρου του
Φωκαέως, κατά παράκλησιν αυτού. Έτυχε
της ευνοίας και εκτιμήσεως ου μόνον
πατριαρχών και αρχιερέων, αλλά και αυτού
του Σουλτάνου Απτούλ Αζίζ, όστις και διά
δεκακισχιλιογρόσου δώρου ετίμησεν
αυτόν. Ειργάσθη εις τον τω 1863 ιδρυθέντα
εν Πέραν Εκκλησιαστικόν Μουσικόν
Σύλλογον, και εδίδαξεν εις την τω 1868
ιδρυθείσαν Μουσικήν Σχολήν. Νικόλαος
Γεωργίου,
πρωτοψάλτης Σμύρνης επί 53 έτη
διατελέσας, ωρμάτο εκ Καβάλλας, μαθητής
των τριών διδασκάλων. Διεκρίθη ο
διάσημος ούτος μουσικός διά την άκραν
αυτού φιλοπονίαν, και διά το μουσικόν
αυτού τάλαντον. Τα κατ’έννοιαν εν
πολλοίς μεμελισμένα εκκλησιαστικά
μαθήματα αυτού, ως έχοντα ύφος
παρεκκλίνον εκ των αρχαίων σοβαρών
μουσικών γραμμών, δεν έτυχον της
επιδοκιμασίας της Μ. Εκκλησίας. Ουχ
ήττον ταύτα εισίν αληθή εντρυφήματα των
τε εξ επαγγέλματος ιεροψαλτών και των
ερασιτεχνών της μουσικής ημών, διότι
τινά εξ αυτών
περικλείουσι θησαυρούς πρωτοτύπων
εμπνεύσεων και δείγματα
εξόχου μουσικής τέχνης. Εμέλισεν άπασαν
σχεδόν την σειράν των εγκυκλίων
μουσικών μαθημάτων, εξεδόθησαν δε
ζωντος έτι αυτού Δοξαστάριον, το
Τριώδιον, το Πεντηκοστάριον και αι
ακολουθίαι των 12 μηνών υπό του εγγόνου
αυτού Ν. Γ. Βλαντιάδου εκδίδοται το «Αργόν
και σύντομον Αναστασηματάριον» αυτoύ.
Ανέδειξε πολλούς μαθητάς. Απέθανε κατά
Νοέμβριον του 1887 εκατοντούτης περίπου. Δημήτριος
Αντωνιάδης, Βυζάντιος,
μαθητής Νικολάου του πρωτοψάλτου
Σμύρνης και γνώστης του γραφικού
συστήματος Γεωργίου του Λεσβίου. Επί της
πρωτοψαλτείας Κωνσταντίνου του
Βυζαντίου διετέλεσε Β΄δομέστικος της Μ.
Εκκλησίας, είτα προσελήφθη εις την εν
ΙΙέραν εκκλησίαν των Εισοδίων, ένθα και
έψαλλεν επί 43 όλα έτη μέχρι γήρως
βαθυτάτου. Εδίδαξε την μουσικήν εις την
τω 1868 ιδρυθείσαν Μουσικήν Σχολήν.
Εξέδωκε δαπάναις αυτού μετά του
πρωτοψάλτου Σταυράκη Γρηγοριάδου και
Ιωάσαφ Ρώσσου την «Μουσικήν Βιβλιοθήκην»,
εν η επρόκειτο να εκτυπωθώσι κατά τόμους
πάντα τα εκκλησιαστικά μέλη παλαιά τε
και νέα, αλλά
μετά την έκδοσιν των
δύο πρώτων τευχών, εν οις περιελήφθη το
αργόν Αναστασιματάριον Ιωάννου
του Δαμασκηνού, το έργον
εναυάγησεν, άτε δε του Σταυράκη
αποθανόντος, του δε Δημητρίου
νοσήσαντος. Σώζονται του διαπρεπούς
τούτου μουσικού εξαίρετα
ανέκδοτα μουσουργήματα. Γεώργιος
Κωνσταντίνου Πηλέλης,
πρωτοψάλτης Ιωαννίνων διατελέσας
επί πολλά έτη και τιμήσας την Μουσικήν
Σχολήν των τριών εφευρετών της νέας
μεθόδου, ης τρόφιμος εγένετο. Πολλά έργα
εμελοποίησεν. Απέθανε δε τω 1885 καταλιπών
ανέκδοτον Θεωρητικόν της καθ’ημάς
μουσικής. Εδημοσίευσέ
τινα υπερ της πατρίου μουσικής και εν τη
εν Αθήναις άλλοτε εκδιδομένη
θρησκευτική εφημερίδι «Σιών». Ανέδειξε
και ικανούς μαθητάς.
Ιωάννης
Ζωγράφου Κεΐβελης, ονομαστός
μουσικός και καλιφωνότατος, εγκρατής
και της αραβοπερσικής μουσικής. Εξέδωκε
κατά μίμησιν της «Πανδώρας» και «Ευτέρπης»
το «Απάνθισμα» αυτού, εις ο υπάρχουσι
διάφορα εξωτερικά
έντεχνα άσματα, παλαιά τε και νεώτερα.
Μαθητής εγένετο εν μεν τη εκκλησιαστική
μουσική του Γρηγορίου Λευΐτου, εν δε τη
εξωτερική χανεντέ τινος. Εχοροστάτησεν
εις διαφόρους εκκλησίας της Κων/πόλεως.
Εδίδαξεν εις πολλούς των μαθητών αυτού
την εξωτερικήν μουσικήν. Γεώργιος
Αγγελίδης
ο τουπίκλην Ταγκός,
Θραξ, πρωτοψάλτης Αίνου; διδάσκαλος
γενόρενος Σταυράκη Γρηγοριάδου του εξ
Αίνου, Πρωτοψάλτου της Μ. Εκκλησίας.
Εγκρατής της αρχαίας γραφικής
μεθόδου και της νέας, ην εδιδάχθη εν τη
τώ 1815 ιδρυθείση πατριαρχική Μουσική
Σχολή. Εύρηται Κοινωνικόν «Γεύσασθε»
εις ήχον Δ' γράφέν εν Σμύρνη τω 1830 και
επιγραφόμενον «Γεωργίου εξ Αίνου».
Επίσης σώζεται ανά το στόμα των Αινίων
ιεροψαλτών δίχορον. «Θεοτόκε παρθένε»
της αρτοκλασίας σύντομον εις ήχον Πλ. Α΄,
αποδιδόμενον εις τον πρωτοψάλτην
Γεώργιον· εν ετέρω χειρογράφω εύρηται
πολυέλεος «Λόγον αγαθόν» επιγραφόμενος
ως εξής: «Εκλογή, ήτις ψάλλεται εις τας
εορτάς της
Θεοτόκου, μελοποιηθείσα μεν παρα Πέτρου
Πελοποννήσιου, εξηγηθείσα δε παρά του
Γεωργίου Αινίτου, πρωτοψάλτου, κατά τον
νέον τρόπον της γραφης». Κωνσταντίνος
Καλφαγιάννης,
έμπειρος μουσικός, εγεννήθη εν
Κυδωνίαις, μαθητής γενόμενος Γεωργίου
του Κρητός και των τριών διδασκάλων.
Έψαλεν επί πολλά έτη εις την εν Γαλατά
εκκλησίαν του
αγίου Νικολάου, είτα εις Κυδωνίας, και
κατόπιν εις Τεργέστην, μετά ταύτα εις
Κεφαλληνίαν και
εκείθεν εις Κυδωνίας, όπου και απέθανε. Στέφανος
Μωϋσιάδης, ο
και Κούτρας επωνυμούμενος ως εκ του
ευρυτάτου μετώπου αυτού, γεννηθείς εν
Σαλματομβρουκίω Κων/πόλεως περι τας
αρχάς του παρελθόντος
αιώνος, και αποβιώσας εν ηλικία 79
ετών κατά Μάϊον του 1881. Εφοίτησεν εις την
πατριαρχικήν του Γένους Σχολήν, ακoυστής
γενόμενος του αοιδίμου διδασκάλου του
Γένους Νικολάον του Λογάδου. Την
εκκλησιαστικήν μουσικήν
εδιδάχθη παρα Πέτρω
Συμεών τω Αγιοταφίτη, ου και το
σεμνοπρεπές ύφος εμιμήθη. Ο Στέφανος τη
22 σεπτεμβρίου του 1846, πατριαρχούντος
Ανθίμου ΣΤ΄του από Εφέσου, απεδοκίμασε
και κατέκρινεν ενώπιον
της Ιεράς Συνόδου την Γραμματικήν
και το σύστημα Γεωργίου
του Λεσβίου,
η δε Μ. Εκκλησία εξέδωκε και απέστειλεν
εις τας επαρχίας του οικουμενικού
θρόνου συνοδικάς εγκυκλίους προς
αποσόβησιν του νέου συστήματος. Υπήρξε
μέλος του κατά το 1863 ιδρυθέντος εν Κων/πόλει
Μoυσικού Συλλόγου και διδάσκαλος της τω
1868 ιδρυθείσης Εκκλ. Μουσικής Σχολής.
Έγραψε διαφόρους διατριβάς περί της
διαφοράς της εκκλησιαστικής ημών
μουσικής προς την τετράφωνον και προς
την των Οθωμανών και Αραβοπερσών,
δημοσιευθείσας εις διαφόρους
εφημερίδας της Κωνσταντινουπόλεως,
Τεργέστης και Σμύρνης. Εχειρίζετο
δεξιώτατα την λύραν και την πανδουρίδα.
Τας ατελείας και ελλείψεις του
Θεωρητικού του Χρυσάνθου βουλόμενος
αναπληρώσαι ο Στέφανος, επί εικοσαετίαν
όλην ειργάσθη προς έκδοσιν τοιούτου
καταλλήλου υπό τον τίτλον «Θρίαμβος
της Μουσικής». Εμέλισε
πολλά μουσουργήματα και ανέδειξε
πολλούς μαθητάς. Γρηγόριος
Κωνσταντάς, λογιώτατος
μουσικός και μελοποιός κράτιστος,
γεννηθείς εν Σάμω τώ 1812 και αποθανών, τη
12 Μαρτίου 1896. Γνώστης της παλαιάς
και νέας μουσικής μεθόδου,
μαθητεύσας εν Κων/πόλει παρά Χουρμουζίω
τω Χαρτοφύλακι καί Θεοδώρω τω Φωκαεί,
ακροασάμενος δε και Κωνσταντίνου του
Βυζαντίου Πρωτοψάλτου της Μ. Εκκλησίας
και Πέτρου Συμεών του Αγιοταφίτου.
Τα γράμματα εδιδάχθη εν Σάμω και
έν τη εν Κων/πόλεν σχολή του Γένους.
Υπηρέτησε την πατρίδα αυτού ου μόνον ως
διδάσκαλος και ιεροψάλτης, αλλά και ως
υπάλληλος εις διαφόρους θέσεις και
αποστολάς επί
όλην πεντηκονταετίαν. Διωρίσθη τω 1875
διδάσκαλος της
μουσικής και άλλων μαθημάτων εν τη τότε
ιδρυθείση Ιερατικη Σχολή εν Μαλαγαρίω,
τω δε 1884 διενθυντής και διδάσκαλος εν τη
εν τω Λιμένι Βαθέος τότε το πρώτον
συστάση Μουσικη Σχολή,
ηγεμονεύοντος Κωστάκη Αδοσίδου πασά.
Ότε δε τώ 1888, αντί της
τέως μιας Μουσικής Σχολής
καθιερώθησαν τέσσαρες σχολαί, ανά μία
εις έκαστον των τεσσάρων τμημάτων της
ηγεμονίας, ο Kωνσταντάς ανέλαβε την
διεύθυνσιν της εις Μιτυληνούς
υπαρχούσης σχολής. Εμέλισε πάμπολλα
και διάφορα μουσουργήματα, οίον φήμας
ηγεμόνων, ύμνους εις
τον Σουλτάνον, πολυχρονισμούς κατά την
ευρωπαϊκήν μουσικήν,
ων τινά εξετυπώθησαν ιδιαιτέρως
έκαστον εν τω εν Σάμω ηγεμονικώ
τυπογραφείω. Προσέτι
εποίησε και απειροπληθή
εκκλησιαστικά άσματα, αποτελούντα
τόμους ολοκλήρους. Ηρμήνευσε
και πολλά μαθήματα εκ της αρχαίας
παρασημαντικής εις την νυν εν χρήσει.
Από του 1889 ήρξατο εκδιδούς εις τεύχη
περιοδικώς εν Σάμω διάφορα μουσικά έργα
αυτού, διασκεδαστικά, ηθικά και ερωτικά,
ως εκ της ύλης του κειμένου, υπό τον
τίτλον «Μουσική
Σειρήν»· μαθητάς εμόρφωσε πολυαρίθμους.
Μαργαρίτης
Παπαχρήστου Βρετός, ο
και Δροβιανίτης ως εκ της πατρίδος αυτού
ονομαζόμενος. Εγεννήθη τω 1800, διεκρίθη
επί παιδεία, μoυσικαίς γνώσεσι και
καλλιφωνία. Επαγγελλόμενος τον
ελληνοδιδάσκαλον εν Ταταούλοις,
εξέδωκεν εν Κωνσταντινουπόλει
τω 1860 την περί της καθ’ημάς μουσικής
Θεωρητικήν και πρακτικήν
πραγματείαν αυτού.
Απέθανεν υπερεξηκοντούτης.
Νικόλαος
Πουλάκης,
πρωτοψάλτης Xίoυ, μαθητής γενόμενος
των τριών εφευρετών της νέας μεθόδου.
Εγεννήθη περί τω 1810 εν Χίω, απεβίωσε δε
τω 1889 εν τω νοσοκομείω της πόλεως, όπου
διέμενε μετά τον σεισμόν της νήσoυ. Ο
ονομαστός ούτος μουσικός εμέλισε
διάφορα μουσουργήματα, ανέκδοτα όντα,
εμόρφωσε δε και πολλούς μαθητάς. Σταμάτιος
Ζαρκηνός, πρωτοψάλτης
Σερρών, μαθητής των τριών δίδασκάλων και
άριστος μελοποιός· ήκμασε περί τα μέσα
του παρελθόντος αιώνoς. Εθαυμάζετο δε
διά την χάριν του ψάλλειν, την βαθείαν
γνώσιν της μουσικής
τέχνης, την ευχέρειαν του γράφειν
ελευθέρως δυσκόλους μελωδίας, και την
άκραν αυτού πρός τα θεία ευσέβειαν.
Απεβίωσε προ δεκαετίας ικανούς μαθητάς
αναδείξας και πολλά μελίσας. Παναγιώτης
Παπαδάκης,
εκ Σύρου, μαθητής των τριών διδασκάλων,
επί πεντηκονταετίαν εξασκήσας το του
ιεροψάλτου επάγγελμα εις διαφόρους
πόλεις της Τουρκίας και Ελλάδος. Η Ιερά
Σύνοδος της Ελλάδος ενέκρινε την
υπ’αυτού μελισθείσαν «Ανθολογίαν»,
περιέχουσαν άπασαν την ενιαύσιον
ακολουθίαν μετά του Τριωδίου και
Πεντηκοσταρίου. Ιωάννης
Καβάδας, πρωτοψάλτης
Χίου, εγεννήθη εν Κων/πόλει, καταγόμενος
εκ του χωρίου Χαλκείου της νήσου Xίoυ,
ανετράφη δε εν τω κατά Φανάριον
αγιοταφιτικώ μετοχίω, όπου και
εσπούδασε την ιεράν τέχνην παρά Πέτρω
Συμεών τω Αγιοταφίτη και Χουρμουζίω
τω Χαρτοφύλακι. Ιεροψάλτης διετέλεσεν
από του 1844 μέχρι της
19 Ιουνίου 1899, ότε και απεβίωσε. Μουσικός
εμπειρότατος και ηδύφωνος, πολλά
μελίσας και
πολλoύς μαθητάς αναδείξας εν Κων/πόλει,
ένθα επί πολλά έτη εχοροστάτει ως α΄
ψάλτης εν τω εν Γαλατά ναώ του αγίoυ
Ιωάννου των Χίων, ως και εν Χίω, διδάξας
ευδοκίμως την μουσικήν και εις
καλλιφώνους καλογραίας. Αρσένιος
Μουλίνος,
ιερομόναχος, εκ Κεφαλληνίας, περίκλυτος
μουσικοδιδάσκαλος· απεβίωσε τω 1895. Την
μουσικήν εσπούδασεν εν Αγίω Όρει και
παρά τοις τρισί διδασκάλοις. Διετέλεσεν
ιεροψάλτης εν Κων/πόλει, εν Βραΐλα,
Κωνστάντσα, Πάτραις, Αθήναις, Λευκάδι,
Σύρω, Πύργω, Αιγίω και τέλος εν
Γαλαξειδίω.Τα απειροπληθή
μουσουργήματα αυτού ολοκλήρους 26 τόμους
αποτελούντα, εκρίθησαν άξια
δημοσιεύσεως υπό
της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της
Ελλάδος τω 1899, συνεπεία
αιτήσεως του αναλαβόντος την έκδοσιν
αδελφού αυτού Θεοφάνους Μουλίνου. Παΐσιος
Ξηροποταμηνός, αρχιμανδρίτης,
μαθητής Γεωργίου
του Κρητός και των
τριών διδασκάλων, την πατρίδα
Θετταλομάγνης, διάσημος μουσικός.
Επεχείρησε να μελίση τα άσματα της
Εκκλησίας δι’αλφαβητικής
παρασημαντικής, συνεργασθείς προς τούτο
μετά δύο άλλων μουσικών εις Ρουμανίαν,
ότε διέτριβεν εις την μονήν Πλουβουΐτα.
Εγεννήθη τω 1790, απέθανε δε τω 1853.
Σώζονται εν τη Βιβλιοθήκη
της εν Αγίω Όρει ιεράς μονής
Ξηροποτάμου επτά φυλλάδια, περιέχοντα
άσματά τινα της ενιαυσίου ακολουθίας,
μεμελισμένα διά της αλφαβητικής αυτού
παρασημαντικής. Αντώνιος
Σιγάλας ο
εκ νήσου Θήρας, περιώνυμος
μουσικός και μελοποιός του ΙΘ΄
αιώνος, μαθητής της τω 1815 ιδρυθείσης
Μουσικής Σχολής, τελειοποιηθείς ιδία
παρά Χουρμουζίω τω Χαρτοφύλακι. Εμέλισε
τα εις την «Μέλισσαν» Θεοδώρου τoυ
Φωκαέως δημοσιευθέντα σύντομα
Ανοιξαντάρια, και
πέντε εθνικάς και βασιλικάς τελετάς.
Ατρυτοπόνως εργασθείς επι ήμισυν αιώνα
εποιήσατο συλλογήν τριακοσίων
εθνικών ασμάτων, βραβευθέντων δι’αργυρού
αριστείου Α΄ βαθμού
υπό των Ελλανοδικών
της κατά 1875 τελεσθείσης Γ' Ολυμπιακής
Εκθέσεως, και εκδοθέντων τω 1880 δαπάναις
της Ελληνικής Κυβερνήσεως, Κατ’απόφασιν
της Βουλής. Εμέλισε και πολυάριθμα
εκκλησιαστικά άσματα, μεθ’ων συνέμιξε
καί τινα σπουδαία άλλων
μουσικοδιδασκάλων μαθήματα, και ούτω
συνηρμολόγηαε 14 τόμους εκ τριάκοντα
τυπογραφικών φύλλων έκαστον, ήτοι
Αναστασιματάριον και Ειρμολόγιον
δίτομον, αργόν και σύντομον, Μηνολόγιον
τρίτομον, περιέχον πάσας τας ακολουθίας
των εορτών και εορταζομένων αγίων,
παλαιών τε και νέων, Τριώδιον και
Πεντηκοστάριον, Εορτοδρόμιον,
Λειτουργικόν, Απάνθισμα, Καλοφωνικόν,
και Χρηστομάθειαν προς διδασκαλίαν,
περιέχουσαν και ερμηνείαν των
αποστολικών και της εν Λαοδικεία
Συνόδου ιερών Κανόνων, και οδηγίας τινάς
προς τους ιεροψάλτας. Tα τεύχη ταύτα
εβραβεύθησαν διά χρυσού αριστείου υπό
της Μουσικής Επιτροπής της Εκθέσεως της
Δ΄ Ολυμπιακής περιόδου. Ο Σιγάλας έγραψε
κατά καιρούς
πολλά υπέρ της καθ’ημάς μουσικής εις
τας εφημερίδας, και ιδία
εις την εν Θήρα εφημερίδα «Θήραν» εκ
νεαράς δε ηλικίας άχρι του θανάτου αυτού,
γενομένου εν ηλικία 90 περίπου ετών, ουκ
επαύσατο χοροστατών εν τη εκκλησία ανευ
αμοιβής και διδάσκων την μουσικήν
δωρεάν εις τους φιλομούσους. Ματθαίος
Βατοπαιδινός, ονομαστός
αγιορείτης μουσικός, μαθητής γενόμενος
των τριών διδασκάλων της νέας μεθόδου,
την πατρίδα Εφέσιος. Φημίζεται διά την
περί το μελοποιείν δεξιότητα και τας
μουσικάς αυτού γνώσεις, ειδήμων ων
της τε παλαιάς και νέας
παρασημαντικής. Εν τω Δοξασταρίω του
Χουρμουζίου εδημοσιεύθησαν και
μουσουργήματα του Ματθαίου. Θεοτόκης
Βατοπαιδινός, γλυκύφωνος
ιεροψάλτης, Μιτυληναίος την πατρίδα, εκ
των μαθητών Χουρμουζίου
του Χαρτοφύλακος. Διετέλεσεν ιεροψάλτης
εν Κων/πόλει, Θεσσαλονίκη, Αθήναις,
Βλαχία και εν τη μονή Βατοπαιδίου, όπου
και απεβίωσε τη 27 Οκτωβρίου 1884
υπερογδοηκοντούτης. Ην εγκρατής της
ρυθμικής της αραβοπερσικής μουσικής,
άμα δε και της αρχαίας μουσικής μεθόδου
και τoυ συστήματος του Γεωργίου Λεσβίου.
Μαθήματα του Θεοτόκη εδημοσιεύθησαν εν
τη «Καλλικελάδω Αηδόνι». Ανέδειξε
πολλούς μαθητάς. Νεκτάριος
Βλάχος, μαθητής
των τριών διδασκάλων, γεννηθείς εν
Βλαχία, πεφημισμένος δε επί ηδυφωνία και
μουσική εμπειρία. Διετέλεσεν επί ήμισυν
αιώνα πρωτοψάλτης της εν Αγίω Όρει
ρουμανικής Σκήτης του
Προδρόμου, χοροστατών συνάμα και εις τας
παννυχίδας των λοιπών ευαγών μονών του
Άθωνος. Εποίησε μελίρρυτα
άσματα, ων τινά εδημοσιεύθησαν εν τη
«Καλλικελάδω Αηδόνι» και εν άλλοις
μουσικοίς εγκολπίοις των Κωνσταντίνος
Κηρύκου, μαθητής
των τριών διδασκάλων της νέας μεθόδου.
Επί τεσσαρακονταετίαν έψαλλεν εις
διάφορα μέρη, επί Καποδιστρίου εδίδαξε
την μουσικήν εις
Ναύπλιον, είτα εις Σύρον και
ακολούθως εις Αθήνας. Υπήρξε καθηγητής
της μουσικής εν τε τω Διδασκαλείω Αθηνών
μετά του Ζαφειρίου Ζαφειροπούλου
και εν τη Ριζαρείω Σχολή. Τον Κηρύκου
διεδέξατο εις την Ριζάρειον σχολην
ο Άνθιμος Νικολαΐδης, γνωστός διά
τας ενεργείας αυτού προς εξαρμόνισιν
της καθ’ημας μουσικής. *** Γεώργιος
ο Λέσβιος και το σύστημα αυτού. Δέκα
και τέσσαρα έτη μετά την υπό
των τριών διδασκάλων Γρηγορίου,
Χουρμουζίου και Χρυσάνθου
εφεύρεσιν της μεθόδου ή
παρασημαντικης αυτών, υφ’ην εγράφησαν
και εδημοσιεύθησαν πάντα τα αρχαιότερα
μέλη της εκκλησιαστικής ημών μουσικής,
εγένετο και άλλη απόπειρα προς
εισαγωγήν απλουστέρας παρασημαντικής. Γεώργιος
ο Λέσβιος, ο
εξ Αγιάσου κωμοπόλεως της Μιτυλήνης
καταγόμενος, μαθητεύσας δε παρά τω θείω
αυτού Καλλινίκω
τω Λεσβίω, ψάλλοντι εις την εν Κυδωνίαις
εκκλησίαν των Ταξιαρχών, και είτα παρά
Γεωργίω τω Κρητί και
τοις τρισί διδασκάλοις, παρουσιάζει
νέαν γραφικήν μέθοδον, επαγγελλόμενος
διά ταύτης μείζονα ευκoλίαν εις την
εκμάθησιν της μoυσικής. Τω 1827 εις Αίγιναν
διατρίβων εδημοσίευσε χειρογράφως
σύστημα μουσικής μεθόδου και
παρασημαντικής, αμεταβλήτους έχον τους
τονικούς επτά χαρακτήρας
τους των επτά φθόγγων
παραστατικούς. Οι χαρακτήρες ούτοι
πηγάζουσιν εκ των χαρακτήρων της
ημετέρας μεθόδου· π.χ. ο άνω Πα της
Λεσβιακής παρασημαντικής εκ του
Ψηφιστού της ημετέρας· ο κάτω Βου της
Λεσβιακής εκ του Ομαλού της ημετέρας· ο
άνω Γα εκ του Ετέρου,
ο άνω Δι εκ της Πεταστής, ο κάτω Δι εκ του
Ελαφρού, ο άνω Ζω εκ του Ίσoυ, ο κάτω Κε εκ
του Λιγύσματος του αρχαίου συστήματος
και ο άνω Νη εκ του Αποδόματος. Ο Λέσβιος
προσέθηκεν εις το σύστημα αυτού εκτός
των γνωστών οκτώ ήχων και έννατον,
τον παρ’ημίν Λέγετον, και δέκατον,
τον παρ’ημίν τετράφωνον βαρύν (μπεστεγκιάρ),
ενδέκατον, τον παρ’ημίν πρώτον
τετράφωνον ήχον, δωδέκατον, το ατζέμ παρ’ημίν
λεγόμενον, εις ο έχομεν εφηρμοσμένην την
Δοξολογίαν του Χουρμουζίου
Χαρτοφύλακος, και τον δέκατον τρίτον
ήχον (μουσταάρ), εις ον ψάλλονται τα
Τυπικά του
Χουρμουζίου. Διά
του συστήματος τούτου εδίδαξεν ο
Λέσβιος πληθος μαθητών. Και αυτή η
ελληνική κυβέρνησις παραδεχθείσα το
σύστημα του Λεσβίου, εν Αιγίνη δι’επισήμων
Διαταγμάτων ίδρυσε Μουσικήν Σχολήν,
ώρισε μισθοδοσίαν εις τον διδάσκοντα,
διώρισε τριμελή επιτροπήν προς
επιτήρησιν, και τέλος εξέδωκε
προκηρύξεις, δι’ων προσεκάλει τους
επιθυμούντας να σπουδάσωσιν αυτό αμισθί·
ο δε Κυβερνήτης Ιωάννης
Καποδίστριας εισήγαγε το Λεσβιακόν
σύστημα και εις το εν Αθήναις
Ορφανοτροφείον. Κατά το 1840 εξέδωκε το
Θεωρητικόν της προ 22 ετών διδασκομένης
υπ’αυτού μεθόδου και το
Αναστασιματάριον αυτού, τω 1847
Ανθολογίαν δίτομον, περιεκτικήν της
ενιαυσίoυ ασματικής ακολουθίας,
δαπάναις του Σταυράκη Αναγνώστου
και του αρχιεπισκόπου Ευβοίας
Νεοφύτου, του και προέδρου τότε της
Ιεράς Συνόδου της Ελλάδος, τω 1856 εξέδωκε
το των Καταβασιών Ειρμολόγιον και
κατόπιν το σύντομον και αργόν
Δοξαστάριον. Κατά
του Λεσβιακού συστήματος αντεπεξήλθον ο
εν Αθήναις Ζαφείριος Ζαφειρόπουλος και
οι εν Κων/πόλει Κωνσταντίνος Βυζάντιος
Πρωτοψάλτης της Μ.Εκκλησίας και
Θεόδωρος Φωκαεύς, επί τω ότι ο Γεώγιος
Λέσβιος μετήλλαξε της μουσικής τα
σημεία και ηύξησε τον αριθμόν των ήχων.
Υπάρχουσιν oι πιστεύοντες ότι oι τρεις
μουσικοί οι αντεπεξελθόντες κατά του
Λεσβίου συστήματος έπραξαν τούτο, διότι
είχον μεγάλης χρηματικής ποσότητος
βιβλία εκδεδομένα μουσικά και
εξηκολούθουν εκδίδοντες, μετερχόμενοι
εις διάστημα είκοσι και επέκεινα ετών
μόνοι αυτοί των τοιούτων βιβλίων
το εμπόριον (και μάλιστα Θεοδωρος ο
Φωκαεύς). Οι αυτοί έπεισαν τω 1848 τον
πατριάρχην Άνθιμον
ΣΤ΄ τον από Εφέσου να εκδώση και
πατριαρχικήν Εγκύκλιον κατά του
Λεσβιακού συστήματος. Ο Λέσβιος
εδημοσίευσεν εν Αθήναις τω 1848 ανασκευήν
της κατά των μουσικών βιβλίων
του συστήματος αυτού εκδοθείσης
πατριαρχικής εγκυκλίου. *** Αι
μετά την άλωσιν Εκκλησιαστικαί Μουσικαί
Σχολαί. Η
μουσική κατά τους βυζαντινούς
χρόνονς απετέλει το τρίτον μέρος των
εν τoις σχολείοις διδασκομένων
μαθηματικών, ως αποδεικνύεται εκ των
συγγραμμάτων Μιχαήλ του Ψελλού, Μανουήλ
του Βρυεννίου και άλλων, ουδέποτε της
Αριθμητικής και Γεωμετρίας
αποχωρισθείσα εν τη διδασκαλία. Και
ιδιαίτεραι δε μουσικαί σχολαί
υπήρχον, εν αις oι καλλίφωνοι
παίδες εδιδάσκοντο την μουσικήν. Και
αυτός ο ΙΙορθητής Μωάμεθ ο Β΄ δαψιλώς
επροστάτευσε την ημετέραν μουσικήν· αλλ’αύτη,
παρομαρτούσα ταις φάσεσι και
περιπετείαις του βίον των λαών και των
εθνών, συνεταπεινώθη αναλόγως
της καταστάσεως
του έθνους μετά την άλωσιν συν τη γλώσση.
Και αληθές ότι η Μεγάλη Εκκλησία κατά
τους κάτω χρόνους μεγίστας προσπαθείας
κατέβαλεν εν τοις σχολείοις διά την
γλώσσαν και την θρησκείαν, διά δε την
μουσικήν, ήτις προφανώς υπηρετεί
αμφοτέρας εις την εμμελή έκφρασιν
των αισθημάτων, ελαχίστην πρόνοιαν
έλαβεν. Oι παρ’ημίν μουσικοί εμορφούντο
πιθανώς εν τοις μουσικοίς χοροίς των
πατριαρχείων Κων/πόλεως
και παρά τοις
διαπρεπεστέροις ιεροψάλταις των
ενοριών της βασιλευούσης, διότι ουδαμού
ύπαρξις Μουσικής
Σχολής μνημονεύεται. Και η ελληνική
κυβέρνησις δεν εμερίμνησε δεόντως περί
της ημετέρας μουσικής, καθότι δύο μόνον
μουσικαί σχολαί ιδρύθησαν, ων η μεν Α΄ εν
Αιγίνη δι’ επισήμων Διαταγμάτων του
κυβερνήτου Ιωάννου Καποδιστρίου υπό την
διδασκαλίαν του
Γεωργίου Λεσβίου, η δε Β΄ εν Αθήναις τη 26
Ιανουαρίου 1837
διά βασιλικού Διατάγματος του βασιλέως
Όθωνος υπό την καθηγεσίαν του Ζαφειρίου
Ζαφειροπούλου. Αμφότεραι
επί τινα μόνον έτη ελειτούργησαν. Α΄πατριαρχική
Μουσική Σχολή. Το
πρώτον Σχολή Εκκλησιαστικής Μουσικής (Μουσικόν
φροντιστήριον) προνοία πατριαρχική,
συνέστη εν
Φαναρίω εντός της πατριαρχικής αυλής,
επί ΙΙαϊσίου Β' του από Νικομηδείας, τω
1727. Τρεις τάξεις ηρίθμει η σχολή, εξ ων
εις την προκαταρκτικήν εδιδάσκετο το
Αναστασιματάριον, εις την Β΄το μέγα
Στιχηράριον και εις την Γ΄ η Παπαδική.
Συνήρχοντο δε oι μαθηταί ένδον της
πατριαρχικής αυλής δις της ημέρας, έωθεν
και το δειλινόν. Εν τη σχολή διδάσκων ο
τότε δομέστικος της Μ. Εκκλησίας
Ιωάννης ο
Τραπεζούντιος, ο κατόπιν Λαμπαδάριος
και Πρωτοψάλτης αναδειχθείς, ελάμβανε
διακόσια γρόσια κατ’ έτος, εξ ων τα
εκατόν από του εμβατοικίου της ενορίας
Πύργου, τα δε λοιπά από του παγκαρίoυ του
πατριαρχικού ναού. Β΄πατριαρχική
Μουσική Σχολή.
Η δευτέρα σχολή εν Κων/πόλει ιδρύθη μετά
πεντηκονταετίαν, τω 1776, πατριαρχούντος
Σωφρονίου Β΄ του από Ιεροσολύμων. Εν
αυτή εδίδαξαν ο
Πρωτοψάλτης Δανιήλ
(επί μισθώ ετησίω γροσίων 400), ο
Λαμπαδάριος Πέτρος ο Πελοποννήσιος και
ο δομέστικος του δεξιού χορού Ιάκωβος ο
Πελοποννήσιος. Γ΄πατριαρχική
Μουσική Σχολή. Τρίτη
σχολή ιδρύθη τω 1791 επί Νεoφύτoυ Ζ΄ του από
Μαρωνείας. Εδίδαξαν δ’εν αυτή Ιάκωβος ο
Πρωτοψάλτης, Πέτρος Λαμπαδάριος ο
Βυζάντιος, συνυπουργούντων εις το έργον
της διδασκαλίας αυτών και των δύo
δομεστίκων της Μ. Εκκλησίας. Δ΄πατριαρχικήΜουσική
Σχολή. Η
τετάρτη σχολή καλώς διωργανωμένη ιδρύθη
τω 1815, πατριαρχούντος
Κυρίλλου του ΣΤ΄, έκειτο δε παρά το
τείχος του Βαλατά έν τινι oικία
λιθοκτίστω. Εν αυτή εδίδαξαν οι ιδρυταί
του νέου γραφικού μουσικού συστήματος·
και το μεν πρακτικόν μέρος της ιεράς
τέχνης ο τε Γρηγόριος και Χουρμούζιος,
το δε θεωρητικόν ο Χρύσανθος. Η σχολή
αύτη ευδοκιμώτατα λειτουργήσασα
επί εξαετίαν και πλουσίους καρπούς
παραγαγούσα, διελύθη δυστυχώς τώ 1821
ένεκα των τότε επισκηψασών καιρικών
δυσχερειών, καίτοι η παραλυσία ήρξατο
από του 1820, ότε ο Χρύσανθος προήχθη εις
την μητρόπολιν Δυρραχιου. Η εν τη
σχολή ταύτη διδασκαλία ήτο διετής, οι δε
τελειόφοιτοι ελάμβανον δίπλωμα
διδασκάλου της μουσικής. Η σχολή
αύτη εγένετο πρόξενος μεγίστων
ωφελειών τη Εκκλησία και τω Γένει, αφ’ενός
μεν, διότι συνετέλεσε
διά των μαθητών αυτής να
κατασκευασθώσι μουσικοί χαρακτήρες, δι’
ων απηλλάγησαν οι κατόπιν μουσικοί του
κόπου της αντιγραφής, αφ’ετέρου δε,
διότι εκ της σχολής ταύτης εξελθόντες
ικανώτατοι μουσικοι διεσπάρησαν εις τας
επαρχίας και
εις διαφόρους ελληνικάς αποικίας και
ίδρυσαν μουσικάς σχολάς ή συνετέλεσαν
προς εισαγωγήν του
μαθήματος της
μουσικής εν
ταις ελληνικαίς σχολαίς της Αίνoυ, της
Αδριανουπόλεως, των Κυδωνιών, της
Μιτυλήνης, της Σμύρνης και Τραπεζούντος.
Ε΄πατριαρχική
Μουσική Σχολή. Μετά
την διάλυσιν της Δ΄
σχολής επί 45 έτη ουδεμία τοιαύτη εν
Κων/πόλει συνέστη. Η Ε΄ σχολή ιδρύθη τη
πρωτοβουλία του Οικουμενικού
Πατριάρχου Σωφρονίον Β΄τω 1866 εντός του
λεγομένου αγίoυ Αθανασίου κατά το
Πετρίον. Η σχολή
διηυθύνετο υπό τριμελούς εφορίας, ης τα
μέλη διωρίζοντο υπό του Πατριάρχου·
εδίδαξαν δ’εν αυτή oι κράτιστοι των παρ’ημίν
μουσικοδιδασκάλων. Αλλά
και η σχολή αύτη μικρόν
λειτουργήσασα, διελύθη ελλείψει
σταθερών πόρων, και ένεκα ατόπων
μικοοφιλοτιμιών. ΣΤ΄πατριαρχική
Μουσική Σχολή. Μετά
διετίαν, τω 1868,
πατριαρχούντος Γρηγορίου του ΣΤ΄ επί
των βάσεων της ρηθείσης σχολής
διοργανώθη επί το τελειότερον η έκτη
σχολή (Μουσικόν
διδασκαλείον). Τα καθήκοντα διδασκάλων
ανέλαβον ο Πρωτοψάλτης Σταυράκης
Γρηγοριάδης, ο Λαμπαδάριος Γεώργιος
Ραιδεστνός, και oι εκ των ενοριακών
ψαλτών Ιωάσαφ Ρώσσος, Δημήτριος
Βυζάντιος, Παναγιώτης Κηλτζανίδης,
Ονούφριος Βυζάντιος, και Θεόδωρος
Αριστοκλής. Εισήχθησαν δε εις την σχολήν
παρά του προέδρου της εφορίας
μητροπολίτου Χίου (του είτα Σερρών και
κατόπιν Ηρακλείας) Γρηγορίου του
Βυζαντίου και του συλλόγου των
διδασκάλων τα εξής μουσικά βιβλία και
μαθήματα, οίον, Σύντομον στιχηραρικόν
μέλος ήτοι Αναστασιματάριον και
Δοξαστάριον Πέτρου του Πελοποννησίον
της Α΄εκδόσεως, Αργόν στιχηράριον
Μανουήλ του Χρυσάφου,
ανέκδοτον μέχρι της εποχής εκείνης,
και το συντετμημένον αυτού παρά Ιακώβου
Πρωτοψάλτου Δοξαστάριον εκδεδομένον·
Ειρμολόγιον των Καταβασιών αργόν και
σύντομον Πέτρου Πελοποννησίου,
Ανθολογία, η τετράτομος Πανδέκτη, το
καλοφωνικόν Ειρμολόγιον, και τασ κατ’εκλογήν
μαθήματα της Παπαδικής
τα μελοποιηθέντα παρά διαφόρων της
βυζαντινής εποχής μουσικοδιδασκάλων,
μέχρι της εποχής εκείνης ανέκδοτα.
Επειδή δε των εν λόγω βιβλίων τινά μέν
ήσαν δυσεύρετα και δυσώνητα, άλλα δε και
ανέκδοτα σωζόμενα εν χειρογράφοις,
oι εν τη Μουσική Σχολή διδάσκοντες,
αδεία Εκκλησιαστική, ήρξαντο εκδιδόντες
κατά Ιανουάριον του
1869 υπό τον τίτλον «Μουσική Βιβλιοθήκη»
απάσης της ενιαυσίου ακολουθίας τα
μαθήματα, αργά και σύντομα. Αλλά
το περιοδικόν τούτο μετά την έκδοσιν
δύο φυλλαδίων, εναυάγησε,
η δε Μουσική Σχολή μετά πολλάς
περιπετείας διελύθη
τώ 1872. Ζ΄
Μουσική Σχολή εν
Κωνσταντινουπόλει είναι
η τω 1882 ιδρυθείσα εν Γαλατά υπό του
Ελληνικού Μουσικού Συλλόγου (λειτουργήσαντος
από του 1880-1883). Η έναρξις
των μαθημάτων
εγένετο τη 2 Mαΐου (Κυριακή του Τυφλού),
παρόντων και των 120 μαθητών αυτής. Ημέραι
διδασκαλίας ωρίσθησαν τρεις καθ’
εβδομάδα· και το μεν πρακτικόν μέρος
έδίδαξαν εν τη τριτάκτω ταύτη σχολή ο
σχολάρχης αυτής Γεώργιος ο Ραιδεστηνός
και ο Αλέξανδρος Βυζάντιος, το
θεωρητικόν ο Μιχαήλ Παυλίδης, ο δε
ιστορών ταύτα την ιστoρίαν της μουσικής
και την ερμηνείαν των εν ταις
λειτουργίαις και ταις λοιπαίς ιεραις
ακολουθίαις ψαλλομένων και
αναγινωσκομένων. Η σχολή
αύτη, ήτις είναι η πρώτη μετά την
άλωσιν υπό
Μουσικού Συλλόγον ιδρυθείσα, επί έτος
περίπου λειτουργήσασα διελύθη. Η΄
Μουσική Σχολή είναι
η εν Φαναρίω κατά Οκτώβριον του 1882, ήτοι
εξ μήνας μετά την ίδρυσιν της Ζ' σχολής,
ιδρυθείσα Πατριαρχική Μουσική Σχολή επί
της α΄ πατριαρχείας του παναγιωτάτου
Ιωακείμ Γ΄. Oι εξήκοντα μαθηταί αυτής
απετέλεσαν μίαν και μόνην τάξιν,
σχηματισθείσαν εκ
των μαθητών της πατριαρχικής Μεγάλης
του Γένους Σχολής και της πατριαρχικής
δημοτικης του Φαναρίου. Εδίδαξαν εν αυτή
ο Πρωτοψάλτης Γεώργιος Βιολάκης, και ο
Ευστράτιος Παπαδόπουλος.
Ώραι διδασκαλίας ωρίσθησαν
τρεις καθ’εβδομάδα. Ή σχολή αύτη μετά
ολιγόμηνον λειτουργίαν διελύθη. Προσθετέον
δε ότι προ της ιδρύσεως της σχολής
ταύτης συνέστη Μουσική Επιτροπή τω 1881,
ήτις συγκροτουμένη υπό του μουσικωτάτου
αρχιμανδρίτου Γερμανού Αφθονίδου, και
των μουσικολογιωτάτων Γ.Βιολάκη, Ευστρ.
Παπαδοπούλου, Ιωάσαφ Ρώσσου, Παναγιώτου
Κηλτζανίδου, Ανδρ. Σπαθάρη, Νικολάου
Ιωαννίδου και Γεωργίου Πρωγάκη
γραμματέως, ειργάσθη λυσιτελώς προς
διάσωσιν της ουσίας του ιερού μέλους,
προστησαμένη την παράδοσιν ως μόνον
οδηγόν και γνώμονα και μέτρον φωνητικόν.
Η επιτροπή αύτη εισήγαγεν εν τη
διδασκαλία και εν τη πράξει της ημετέρας
εκκλησιαστικης μουσικής
α) τονικήν
βάσιν και την χρήσιν τοναρίου·
β) κατέταξεν εις ωρισμένας
χρονικάς αγωγάς πάντα τα είδη των
εκκλησιαστικών ασμάτων και απεφήνατο
υπέρ της εισαγωγής του μετρονόμου
εν τη διδασκαλία· γ) ώρισε τα μουσικά
κείμενα τα ψαλτέα εν ταις εκκλησίαις,
περιορίζουσα oύτω τα καινοφανή και
ιδιότροπα· δ) εξηκρίβωσε τα τoνιαία
διαστήματα των τριών γενών
της ημετέρας μουσικής και καθώρισε
μετ’επιστημονικής και μαθηματικής
ακριβείας επί του μονοχόρδου·
ε) επενόησε και κατεσκεύασε περί τα τέλη
του μηνός Ιουνίου 1882 νέον πνευστόν
μουσικόν όργανον, το κληθέν Ψαλτήριον,
επί του οποίου να εκτελώνται μετά πάσης ακριβείας
αι επί του μονοχόρδου ορισθείσαι
διαιρέσεις του φθόγγου στ) συνέταξε
«Στοιχειώδη διδασκαλίαν της
εκκλησιαστικής μουσικής» επί τη βάσει
του νέου μουσικού
οργάνου και δημοσιευθήσαν εν τη «Εκκλησιαστική
Αληθεία» (Έτος H΄ Ι΄Μουσική
Σχολή κατά
χρονολογικήν τάξιν αριθμείται η νυν
λειτουργούσα υπό την ημετέραν
διεύθυνσιν σχολή του εν τοις
πατριαρχείοις Εκκλησιαστικού Μουσικού
Συλλόγου, ιδρυθείσα τη πρωτοβουλία του
τότε πατριαρχούντος και της ιεράς
μουσικής μύστου και ιεροφάντορος
Κωνσταντίνου του Ε΄. Ο Σύλλογος άμα τη
ιδρύσει αυτού κατιδών την ανάγκην της
συστάσεως Μουσικής Σχολής προς
συστηματικήν διδασκαλίαν
εν αυτή της καθ’ημάς μουσικής εις
την ομογενή νεότητα και προς μόρφωσιν
δοκίμων ιεροψαλτών, αμέσως εψηφίσατο
την σύστασιν του μουσικού τούτον
φυτωρίου, oυ η λειτουργία ήρξατο τη 6
Φεβρουαρίου 1899 δι’εναρκτηρίου αγίασμού,
τελεσθέντος υπό του τότε δραστηρίου
προέδρου του Συλλόγου
και της εφορίας της σχολής
μητροπολίτου Σκοπείων (νυν
Νεοκαισαρείας) Αμβροσίου. Η σχολή
ελειτούργησε κατά
το Α΄ έτος εν τη εν τοις πατριαρχείοις
αιθούση της Πατριαρχικής Βιβλιοθήκης,
από δε του Β΄ μέχρι σήμεοον, ότε λήγει το
έκτον έτος του βίoυ αυτής, εις τήν
Μεγάλην του Γένους Σχολήν.
Εν τω μητρώω της σχολής ενεγράφησαν
κατά το Α' έτος 99 μαθηταί,, ων oι πλείστοι
εκ των μαθητών της Μ. του Γ.Σχολής,
καταταχθέντες εις τρεις τάξεις, κατά το
Β΄ έτος 105, κατά
το Γ΄ 112, κατά το Δ΄ 193,
κατά το Ε΄ 214,
και κατά το ΣΤ΄207. Εδίδαξαν δε κατά το
πρώτον σχολικόν έτος (1899) εν μεν την Α΄
τάξει ο Κωνσταντίνος Ψάχος, εν τη Β' ο
Αριστείδης Νικολαΐδης Λαμπαδάριος της Μ.Εκκλησίας,
και εν τη Γ' ο Νηλεύς Καμαράδος. Κατά το
δεύτερον έτος (αρχόμενον από του
Σεπτεμβρίου του 1899 και λήγον τον Μάϊον
του 1900) εν τη Α΄ τάξει,
τη σχηματισθείση εξ αρχαρίων, ο
Κωνσταντίνος Κλάββας, β' δομέστικος
της Μ. Εκκλησίας, εν τη Β', ήτις
απετελέσθη εκ των μαθητών
της κατά την α΄ σχολικήν περίοδον
προκαταρκτικής τάξεως και εκ μαθητών
μή δυνηθέντων ν’ακολουθήσωσι τοις
διδαχθείσι κατά την α' περίοδον εν τη Β΄
τάξει, ο Κ. Α. Ψάχος,
όστις εις το μέσον του έτους παραιτηθείς
αντικατεστάθη υπό του Ιακώβου
Ναυπλιώτου α΄ δομέστικου της Μ.
Εκκλησίας, εν δε τη Γ΄, ην απετέλεσαν oι
κατά την α' περίοδον εις την αυτήν τάξιν
ανήκοντες μετα των επιμελεστέοων
μαθητών της Β' τάξεως, εδίδαξεν ο Ν.Α.
Καμαράδος. Κατά
το τρίτον σχολικόν έτος (1900-1901) εδίδαξαν
εν τη Α΄ τάξει ο
Φώτιος Παπαδόπουλος, εν τη Β΄ο Κ. Κλάββας,
εν τη Γ' ο Ι.Ναυπλιώτης και εν τη Δ΄ ο Ν. Α.
Καμαράδος (την πράξιν και θεωρίαν) και ο
ταύτα γράφων (την ιστορίαν της
βυζαντινής μουσικής). Κατά το τέταρτον
έτος (1901-1902) εν τη Α΄
τάξει εδίδαξεν ο Πέτρος Φιλανθίδης, εν
τη Β΄ο Φώτιος ΙΙαπαδόπουλος, εν τη Γ΄ την
ψαλμωδίαν ο Ι.Ναυπλιώτης, το θεωρητικόν
της μουσικής ο Αλέξανδρος Βυζάντιος
μέχρι του Δεκεμβρίου μηνός, από δε του
Ιανουαρίου και εφεξής ο Ν.Α.
Καμαράδος, και την ιστορίαν της
μουσικής ο ταύτα γράφων ο και διευθυντής
της σχολής· εν τη Δ' τάξει την ψαλμωδίαν
ως και το Εκκλησιαστικόν Τυπικόν ο
ΙΙρωτοψάλτης της Μ. Εκκλησίας Γεώργιος
Βιολάκης, την θεωρίαν και ορθογραφίαν
της μουσικής μέχρι του Δωδεκαημέρου ο
Αλέξ. Βυζάντιος, μετά ταύτα δε ο Ν.Α.
Καμαράδος, και την ιστορίαν της μουσικής
ο ταύτα ιστορών. Kατά το πέμπτον έτος
(1902-1903) εν τη Α΄ τάξει εδίδαξεν ο
Πολυχρόνιος Παχείδης,
ψαλμωδίαν μετά στοιχειώδους θεωρίας
ως και καλλιγραφίαν, εν τη Β΄ ο Φ.Σ.
Παπαδόπουλος ψαλμωδίαν μετά θεωρίας και
ορθογραφίας ως και καλλιγραφίαν, εν τη
Γ΄ ο Ι. Ναυπλιώτης ψαλμωδίαν μετα
θεωρίας και ορθογραφίας, εν τη Δ΄ την
ψαλμωδίαν, θεωρίαν και μελοποιΐαν ο Ν. Α.
Καμαράδος, ο δε διευθυντής της σχολής
την ιστορίαν της μουσικής εις τας δύο
ανωτέρας τάξεις. Κατά το στ΄ έτος εν τη Α'
τάξει ο Π. Γ. Παχείδης, εν τη Β' ο Φ. Σ.
Παπαδόπουλος, εν τη Γ' ο Ι.Ναυπλιώτης (την
ψαλμωδίαν μετά θεωρίας και ορθογραφίας),
και ο διενθυντής της σχολής (την
ιστορίαν της μουσικής), εν δε τη Δ΄ μέχρι
του Ιανουαρίου ε.έ. ο Ν. Α. Καμαράδος, από
δε του Φεβρουαρίου μηνός ο τούτου
παραιτηθέντα διαδεξάμενος προσωρινώς
Κωνστ. Κλάββας (την
ψαλμωδίαν, θεωρίαν και μελοποιΐαν), ο
διευθυντής της σχολής (ιστορίαν της
μουσικής) και ο
Πέτρος Ζαχαριάδης
(γραφήν ευρωπαϊκής
μουσικής), αριστούχος του εν Βιέννη
Ωδείου. Η
φοίτησις εν τη σχολή γίνεται δωρεάν άνευ
διδάκτρων. Η σχολή ελειτούργει κατά το
α΄ και β΄ έτος δις της εβδομάδος, κατά το
γ΄ τρις, από δε
του δ΄ έτους μέχρι σήμερον πεντάκις
της εβδομάδος λειτουργεί. Κατά
το τρίτον σχολικόν έτος εξήλθον της
σχολής οι πρώτοι τελειόφοιτοι 12 τον
αριθμόν, κατά το
τέταρτον έτος απεφοίτησαν 13,
κατά το πέμπτον
29
και κατά το έκτον 26, oυς η διεύθυνσις της
σχολής, πατριαρχική προνοία, αποκαθιστά
εις ψαλτικάς θέσεις εν τη αρχιεπισκοπή
Κων/πόλεως, εν ταις επαρχίαις του
οικουμενικού θρόνου και εν τω εξωτερικώ.
Kι εν γένει η σχολή αύτη
ευδοκιμώτατα λειτουργεί πολλούς και
δαψιλείς καρπούς παράγουσα. Από
τινος λειτουργούσι και
δευτερευούσης σημασίας
σμικραί σχετικώς Μουσικαί Σχολαί
εις διάφορα μέρη του εξωτερικού. Ούτω
Μουσική Σχολή τω 1902 συνέστη και εν
τη πόλει Καρς του Καυκάσου, αριθμoύσα
εννενήκοντα μαθητάς και υπό την
διεύθυνσιν και καθηγεσίαν διατελούσα
του διακεκριμένου ιεροψάλτου Στεφάνου
Κουτσογιαννοπούλου,
εκ Κων/πόλεως ορμωμένου. Ο έξαρχος
παντός Καυκάσου και σοφός ιεράρχης
Αλέξιος μετά του ευπαιδεύτου
υψηλοαιδεσιμολογιωτάτου Ιωάννου
Βοστόργωφ μετέθεσαν
τω 1903 την εν Καρς σχολήν εις την
πρωτεύουσαν του Καυκάσου Τιφλίδα, έδραν
της αρχιεπισκοπής και εξαρχίας. Τα έξοδα
των μαθητών της σχολής ταύτης
καταβάλλει η ρωσσική κυβέρνησις. Μουσική
Σχολή υφίσταται και εν Τήνω,
συντηρουμένη δι’εξόδων
του ιερoύ ναού
της Ευαγγελιστρίας, και ην διευθύνει
ο πρωτοψάλτης Δημήτριος Λούβαρης. Η
εν Αθήναις Μουσική Εταιρεία ίδρυσε
τμήμα Βυζαντινής μουσικής υπό την
διεύθυνσιν του μουσικοδιδασκάλου
Ιωάννου Σακελλαρίδου. Η
Κρητική Βουλή επιληφθείσα της
διαρρυθμίσεως των εν Κρήτη
εκκλησιαστικών πραγμάτων, επελήφθη και
ενός προς την Εκκλησίαν πολύ συναφούς,
της μουσικής περί της οποίας καταρτιζει
και νομοσχέδιον επί τη βάσεί
Υπομνήματος αφορώντος την εισαγωγήν της
ιεράς τέχνης εν άπασι τoις
εκπαιδευτηρίοις της νήσου. Εν τω
διδασκαλείω του Ηρακλείου από τινων
ετών διδάσκεται καρποφόρως η πράξις και
θεωρία και ιστορία της εκκλησιαστικής
ημών μουσικής υπό του εγκρίτου
ιεροψάλτου Δημητρίου Μπαλαμπάνη, εκ Κων/πόλεως
ορμωμένου και διά του σεμνοπρεπούς
μουσικού ύφους κεκοσμημένου. *** Η
διά Μουσικών Συλλόγων καλλιέργεια της
Εκκλησιαστικής Μουσικής
κατά τους κάτω χρόνους. Προς
καλλιέργειαν της Εκκλησιαστικής
ημών Μουσικής ου μόνον αι Μουσικαί
Σχολαί συνεβάλοντο
κατά τους κάτω χρόνους, αλλά και oι
εξής Μουσικοί Σύλλογοι. Α΄.
Ο εν Κων/πόλει Εκκλησιαστικός Μουσικός
Σύλλογος. Ο
πρώτος αναφανείς Μουσικός Σύλλογος
είναι ο εν Πέραν της Κων/πόλεως (εν τώ
Κρυσταλλίνω Παλατίω) κατ’ Απρίλιον του
1863, συγκροτηθείς εξ εγκρίτων
μουσικολόγων και εξ ιεροψαλτών, και
σκοπόν ορίσας την μελέτην των περί την
μουσικήν, ιεράν τε και εξωτερικήν,
ιστορικών και θεωρητικών ζητημάτων. Ο
Σύλλογος ούτος εξετάζων τα αρχαία
μαθήματα τα εν πρωτοτύπω ευρισκόμενα
και σώζοντα το αρχαίον
ύφος και μέλος, και εκ τούτων
οδηγούμενος, απεπειράθη
να εκκαθάρη τα μετά ταύτα και τα έτι
νεώτερα, και ούτω να αποχωρήση τα
καθαρώς εκκλησιαστικά των λεγομένων
εξωτερικών. Ο πρωτογενής ούτος
Μουσικός Σύλλογος διελύθη προ του 1870
ένεκα μικροφιλοτιμιών, ερίδων και
διχονοιών των μελών αυτού. Β΄.
Ο εν Αθήναις
Εκκλησιαστικός Μουσικός Σύλλογος.
Συνέστη τω 1873 εν Αθήναις υπ’ανδρών
ζηλωτών των πατρίων
και την διδασκαλίαν της μουσικής
δωρεάν και άνευ διδάκτρων
εξηκολούθησεν επί τινα μόνον χρόνον,
ελλείψει πόρων διαρκών. Τω 1880 ανεφέρθη ο
Σύλλογος εις την Βουλήν των Ελλήνων δι’
υπομνήματος και παρεκάλεσεν αυτήν
όπως αναγράψη εν τω προϋπολογισμώ
την αναγκαίαν δαπάνην ίνα συστηθή και
διατηρηθή εν τη πρωτευούση του
ελληνικού βασιλείου Σχολή
Εκκλησιαστικής Μουσικής, συμφώνως προς
το από 26 Ιανουαρίου
1837 βασιλικόν Διάταγμα. Το διάβημα
απέτυχεν. Ο Σύλλογος επί πολύ
κατόπιν απρακτήσας,
ανασυνέστη και
ειργάσθη μέχρι του 1889. Γ΄.
Ο εν Κων/πόλει
Ελληνικός Μουσικός Σύλλογος.
Ιδρύθη τω 1880 εν Γαλατά Κων/πόλεως·
προς σύστασιν και παγίωσιν αυτού
ειργάσθη και ο ταύτα ιστορών. Εν τω
Συλλόγω, συνερχομένω τακτικώς κατά
Κυριακήν εψάλλοντο υπό των
διαπρεπεστέρων μουσικοδιδασκάλων
διάφορα της βυζαντινής εποχής μαθήματα
και διάφοροι πραγματείαι ανεγινώσκοντο
υπό διαφόρων μελών. Υπό του
Συλλόγου ιδρύθη και Μουσική Σχολή
καρποφόρως λειτουργήσασα. Διελύθη μετά
τετραετή ευδόκιμον λειτουργίαν τω 1883 ο
τε Σύλλογος και η Σχολή αυτού. Δ΄.
Ο εν Φαναρίω
Κωνσταντινουπόλεως Μουσικός Σύλλογος «Ορφεύς»
ιδρυθείς τω 1886, και επί όλην μεν τριετίαν
καλλιεργήσας μόνον την ευρωπαϊκήν
μουσικήν, από δε του 1889, επί της εμής
λιτής προεδρείας, και την
Εκκλησιαστικήν μουσικήν, προς
καλλιέργειαν και
διάδοσιν της οποίας και Μουσικήν Σχολήν
καθίδρυσεν εν Φαναρίω, λειτουργήσασαν
επί διετίαν περίπου, ήτοι μέχρι τέλους
του 1890, όrε
διελύθη συν τω
Συλλόγω, επι του
εκκλησιαστικού προνομιακού
ζητήματος, κατ’ ανωτέραν
υψηλήν κυβερνητικήν διαταγήν. Ε΄
Εκκλησιαστικίς
Μουσικός Σύλλογος, όστις είναι το
πρώτον τω 1898 εν τοις πατριαρχειοίς
ιδρυόμενον Μουσικόν
Σωματείον. Ο
φιλογενής και μεμουσωμένος πατριάρχης
Κωνσταντίνος Ε΄ ο από Εφέσου
προθύμως και ζηλωτώς αποδεξάμενος
την ημετέραν σύστασιν
προς μετασχηματίσμόν εις Σύλλογον Moυσικόν
της τω 1897 ακάρπως λετουργούσης
πατριαρχικής Μουσικής Επιτροπής, της
συγκροτηθείσης τω 1895 εξ ιεροψαλτών και
μουσικολόγων, αμέσως ταύτην εις πέρας
ήγαγεν, ενεργήσας και την έκδοσιν αδείας
κυβερνητικής αναγνωριζούσης τον
Μουσικόν Σύλλογον και
φερούσης ημερομηνίαν 21 Ιανουαρίου 1899,
γενναίαν χορηγήσας χρηματικήν
υποστήριξιν εις το σωματείον, νέον
Μουσικόν όργανον ιδίαις αδραίς
δαπάναις κατασκευάσας, το Ιωακείμειον
ψαλτήριον φιλοτίμως εξ ιδίων
επισκευάσας και δι’άλλων οργάνων την
Οργανοθήκην του Σωματείου πλουτίσας, το
Περιοδικόν του Συλλόγου γενναιοδώρως
υποστηρίξας, άμα δε και μoυσικά
διαγωνίσματα προκηρύξας και
αθλοθέτης αυτών αναδειχθείς. Ο Σύλλογος
ούτος εδρεύει και λειτουργεί νυν
εν τοις πατριαρχείοις, έχει δε
σκοπόν, ως εν αυτώ τω Κανονισμώ αυτού
αναγράφεται, την θεωρητικώς τε και
πρακτικώς εξέτασιν, ανάπτυξιν και
καλλιέργειαν της εθνικής ημών μουσικής,
εκκλησιαστικής τε και εξωτερικής, την
μετά προσοχής και εμβριθείας
εξακρίβωσιν της ιστορίας αυτής από των
αρχαίων μέχρι των καθ’ημάς χρόνων, τον
παραλληλισμόν προς την μουσικήν
άλλων εθνών, ανατολικών τε και
δυτικών, αρχαίων και νεωτέρων, την
ακριβή διόρθωσιν επιστημονικώς τε και
τεχνικώς, και ανύψωσιν εις το αρχαίον
και γνήσιον μέλος, προς δε, και την
εντελή εκμάθησιν αυτής. Εν τω Συλλόγω
τούτω συνεκεντρώθησαν oι διασημότεροι
των παρ’ημίν μουσικών και
μουσικολόγων, ως και πολλά
έγκριτα μέλη της
καθ’ημάς κοινωνίας και ουκ ολίγοι
ιεράρχαι και άλλοι ανώτεροι κληρικοί. Ο
Σύλλογος από του 1900 εκδίδωσι Περιοδικόν
σύγγραμμα, εν ω δημοσιεύονται τα
πρακτικά των συνεδριάσεων, τα
αναγνώσματα, αι εκθέσεις της Τεχνικής
επιτροπής, τα ονόματα των μελών, αι
λογοδοσίαι, οι εκφωνούμενοι πανηγυρικοί
λόγοι, ανέκδοτα μελετήματα των πάλαι
μουσικοδιδασκάλων και ελληνικαί
δημώδεις μελωδίαι. Υπό του
Συλλόγου ιδρύθη από εξαετίας και
ιδιαίτερα Εκκλησιαστική Μουσική Σχολή
προς διάδοσιν και διδασκαλίαν της ιεράς
ημών μουσικής και προς μόρφωσιν
ιεροψαλτών, ήτις, τετράτακτος ούσα,
διευθύνεται υπό του συγγραφέως της
παρούσης βιβλου. Εις τον Σύλλογον
εχορήγησε δαψιλεστάτην ηθικήν
υποστήριξιν άμα δε και υλικήν ο το ιερόν
και λαμπρόν έργον Κωνσταντίνου
του Ε' υιοθετήσας
παναγιώτατος Ιωακείμ ο Γ', ο το
δεύτερον από της 25 Μαΐου 1901 χειριζόμενος
το πηδάλιον της Εκκλησίας
Κωνσταντινουπόλεως, πολυειδώς
το συλλογικόν έργον προστατεύσας, ως
και δι’εγκυκλίων. ΟΣύλλογος μέχρι
σήμερον εισέπραξε, ταις ημετέραις το
πλείστον ενεργείαις, φροντίσι και
προσπαθείαις, εκ συνδρομών φιλομούσων
ιδιωτών, εκ των την πυκνήν φάλαγγα των
επιτίμων μελών αυτού απαρτιζόντων,
χιλίας ως έγγιστα λίρας, δι’ων το τε
Σωματείον διετηρήθη, το Περιοδικόν
αυτού έζησε και η Μουσική Σχολή
απροσκόπτως ελειτούργησεν. Ο Σύλλογος
ούτος είναι σέμνωμα και τιμή της
Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, της διά
πολλής στοργής ευλογούσης αυτόν, είναι
ίδρυμα έχον έξοχον αποστολήν και
περιποιούν την υψίστην των τιμών εις την
ομογενή κοινωνίαν, ήτις συντηρεί αυτό
διά της ανεξαντλήτου αυτής
γενναιοδωρίας, είναι ιερός περίβολος
διοικούμενος μετ’επιζήλου τάξεως και
δραστηριότητος ακαταπονήτου υπό
επιφανών ιεραρχών και άλλων ανδρών, ων ο
ζήλος αληθώς άγιος και ευγενής. Οσημέραι
δε το έργον του Συλλόγου κρατύνεται και
ευοδούται, ο κύκλος της δράσεως αυτού
εξαπλούται, και πληθύνονται οι δαψιλώς
εκτρεφόμενοι διά του αγνού γάλακτος της
ιεράς ημών μουσικής εν τη καρποφορώτατα
λειτουργούση τετρατάκτω Μουσική αυτού
Σχολή, τω ευεργετικωτάτω τούτω και μόνω
ανά σύμπασαν την ορθόδοξον Ανατολήν
μουσικώ μορφωτικώ καταστήματι,. Ημείς δε
εν ζήλω ενθέω και εν αυταπαρνησία πολλή
υπέρ του αγίου και εθνοφελούς σκοπού του
Συλλόγου τούτου εργαζόμενοι και το
ίδιον εις το κοινόν θυσιάζοντες, ως αι
προεδρικαί λογοδοσίαι, αι εκθέσεις των
εξελεγκτικών επιτροπών και αι
βαρυσήμαντοι πατριαρχικαί προσλαλιαί
διασαλπίζουσι, λαμπράς ετύχομεν αμοιβής
εκ μέρους του επιλαμπρύνοντος νυν το
δεύτερον τον οικουμενικόν θρόνον και
την αρετήν και ικανότητα γεραίροντος
και επιβραβεύοντος πατριάρχου Ιωακείμ
του Γ΄, τιμήσαντος ημάς τη 4 Δεκεμβρίου
1902, επί τη μνήμη του εν αγίοις Ιωάννου
του Δαμασκηνού, εν τω πατριαρχικώ ναώ
συν μελιφραδεί προσφωνήσει και πανδήμω
χειροθεσία διά του εκκλησιαστικού
οφφικίου του Μεγάλου Πρωτεκδίκου του
αγιωτάτου αποστολικού και οικουμενικού
της Κωνσταντινουπόλεως θρόνου. Του
Συλλόγου το
προεδρικόν αξίωμα έλαβε κατ’αρχάς
τη ψήφω της
ολομελείας, ο μητροπολίτης Αμασείας
Άνθιμος Αλεξούδης· τούτον επί βραχύν
προεδρεύσαντα και παραιτησάμενον
διεδέχθη ο εκ των αντιπροέδρων
μητροπολίτης Σκοπείων (νυν
Νεοκαισαρείας) Αμβρόσιος Σταυρινός
ποοεδρεύσας μέχρι, της 29 Οκτωβρίου 1899,
κατόπιν το δεύτεοον παμψηφεί υπό του
Συλλόγου εξελέγη πρόεδρος ο άγιος
Αμασείας διατελέσας
τοιούτος επί τρία έτη, μετά ταύτα από
του Σεπτεμβρίου 1902 μέχρι του Οκτωβρίου
1903 ο μητροπολίτης Νεοκαισαρείας (νυν
Θεσσαλονίκης) Αλέξανδρος Ρηγόπουλος,
διορισθείς διά πατριαρχικού
πιττακίου, συνωδά τω νέω Κανονισμώ του
Συλλόγου, και έκτοτε μέχρι σήμερον ο
μητροπολίτης Εφέσου Ιωακείμ Ευθυβούλης,
εκλεγείς, προτάσει πατριαρχική, υπό της
αγίας και ιεράς Συνόδου. Από
διετίας λειτουργεί λυσιτελώς
εν Αθήναις υπό την προεδρείαν του
θερμουργού σκαπανέως της πατρίου ιεράς
μουσικής Ανδρέου Τσικνοπούλου
δικηγόρου, Σύλλογος υπό την επωνυμίαν «Ο
εν Αθήναις Ελληνικός
Μουσικός Σύλλογος Ιωάννης
Δαμασκηνός», όστις έχει ικανά
μέλη και πολυαρίθμους μαθητάς,
οίτινες εν τη σχολή του Συλλόγου
διδάσκονται την εκκλησιαστικήν
μουσικήν. Το Σωματείον τούτο θα επιδείξη
δράσιν εν τη μουσική ανύσιμον, εάν η
καρτερία, η ειλικρίνεια και η
αυταπάρνησις κατά της ειδεχθούς των
αντιδράσεων κεφαλής δεν απολίπωσι τα
φιλότιμα αυτού μέλη. Ναι,
αδιαφιλονείκητον ότι εκ των πολλών
αιτίων των προκαλεσάντων την διάλυσιν
των εκάστοτε ιδρυθέντων Μουσικών
Συλλόγων το κυριώτερον υπήρξεν η
εμφιλοχώρησις μικροφιλοτιμιών και
ερίδων μεταξύ των παρ’ημίν αρχολιπάρων
και εγωϊστών ιεροψαλτών. Μουσικός
Σύλλογος υφίσταται από ικανού και εν Xίω,
αποτελούμενος εκ πάντων σχεδόν των
ιεροψαλτών της νήσου ταύτης. Σκοπός
αυτού είναι η διά της από κοινού μελέτης
της βυζαντινής μουσικής μορφωσις των
μελών αυτού. Την επέτειον αυτού άγει τη 1
Οκτωβρίου, εορτή του εν αγίοις Ιωάννον
του Κουκκουζέλη. Αρχομένου
του 1903 ιδρύθη σωματείον Ιεροψαλτών εν
Θεσσαλονίκη, προς υποστήριξιν και
διάδοσιν της εκκλησιαστικής ημών
μουσικής, πρωτοβουλία του μουσοτραφούς
μητροπολίτου Θεσσαλονίκης (νυν Κυζίκου)
Αθανασίου. Και
εν Σμύρνη κατά απρίλιον του 1903 ιδρύθη
υπό των εκεί ιεροψαλτών «Εκκλησιαστικός
Μουσικός Σύλλογος» υπό την
προεδρείαν του γηραιού και
διακεκριμένου μουσικοδιδασκάλου Μισαήλ
Μισαηλίδου. Σκοπός αυτού είναι η
συστηματική καλλιέργεια
της εκκλησιαστικής μουσικής και η
αναστήλωσις του γοήτρου αυτής, η
σύστασις οργανοθήκης
και μουσικής βιβλιοθήκης και η μόρφωσις
ιεροψαλτών. *** Ιωάννης
ο Χαβιαράς και το αρμονικόν μουσικόν
αυτού σύστημα. Ο
εκ Χίου ορμώμενος Ιωάννης Χατζηνικολάου
Χαβιαράς είναι ο πρώτος επιχειρήσας να
ενδύση δι’αρμονίας την ημετέραν
μουσικήν και να
τονίση διά της ευρωπαϊκής
παρασημαντικής τα της ημετέρας
Εκκλησίας άσματα, πρωτοψάλτης
της εν Βιένη ελληνικής ορθοδόξου
εκκλησίας της
αγίας Τριάδος από του 1844, καθηγητής των
ελληνικών εν τη αυτόθι ελληνική σχολή
και μεταφραστής εν Βιέννη τω 1836 εκ του
γερμανικού της ιστορίας της αρχαίας
Ελλάδος. Κάτοχος ων κατά τι της
εκκλησιαστικής ημών μουσικής και της
ευρωπαϊκής, συνεφώνησε μετά του εξόχου
μουσικού Randhartinger, υποδιευθυντού της των
εν Βιέννη ανακτόρων Καισαροβασιλικής
Καπέλλης, ίνα ο
μεν τονίση εις ευρωπαϊκήν γραμμήν τας
μελωδίας της των Ορθοδόξων
Εκκλησιαστικής μουσικής, ο δε τονίση
αυτάς εις ευρωπαϊκήν τετραφωνίαν.
Τοιουτοτρόπως κατ’αρχάς ετονίσθησαν οι
ύμνοι της λειτουργίας του ιερού
Χρυσοστόμου, αλλ’εν αυτοίς παρετηρήθη
ότι ου μόνον κατεστράφη η των
εκκλησιαστικών ασμάτων λεκτική
συνάφεια, αλλά και ηλλοιώθη και όλως
διεφθάρη ο χαρακτήρ της μελωδίας της
ημετέρας μουσικής, και τούτο, διότι ο
αναλαβών το έργον του μετενεγκείν εις
τετράγωνον αρμονίαν άσματα ελληνικά
γερμανός μουσικοδιδάσκαλος, δεν είχε τα
απαιτούμενα προσόντα του μελοποιού,
όστις δέον να νοή ακριβέστατα την
γλώσσαν εν η συνετάχθη το άσμα, εν η
εγκρατής της προσωδίας της γλώσσης
εκείνης να γινώσκη την
απαγγελίαν των λέξεων, να έχη συνείδησιν
της τε φύσεως των αισθημάτων και του
τρόπου δι’oυ ταύτα εκφράζονται, όπως
εκλέξη τον οικείον ήχον, τον πρέποντα
χρόνον, τον κατάλληλον ρυθμόν και το
αρμόδιον μέτρον. Π.χ. εν τη μουσική του
Χαβιαρά ο εις ήχον δεύτερον
καθιερωμένος να ψάλληται Τρισάγιος
Ύμνος ετονίσθη εις
ήχον πλάγιον του τετάρτου, διότι εν
τω κλειδοκυμβάλω ουδεμία υπάρχει
χρωματική κλίμαξ και
χρωματικός ήχος. 2) Ο
Χερουβικός Ύμνος ετονίσθη εις ήχον
πλάγιον του τετάρτου, ούτε χαρακτήρα
εκκλησιαστικής μελωδίας κεκτημένος,
ούτε ομoιάζων το παράπαν προς τους της
Εκκλησίας χερουβικούς ύμνους, και το
χείριστον, αποβαίνων και φορτικώτατος
ένεκα των πολλών επαναλήψεων. 3) Το εις
ήχον πλάγιον του τετάρτου μεμελισμένον
«Άξιόν εστιν ως αληθώς» παρουσιάζει
αντί μελωδίας εκκλησιαστικής άσμα
θεατρικόν, κακώς ερρυθμισμένον και
κωμικώτατον, πρώτος
ο βαρύφωνος μόνος ψάλλει «Άξιόν εστιν»,
είτα επαναλαμβάνουσιν oι δύο μεσόφωνοι
πάλιν «Άξιόν εστιν», έπειτα
και ο τρίτος μεσόφωνος
επαναλαμβάνει εκ τρίτου το αυτό «Άξιόν
εστιν». 4) Εις το Κοινωνικόν «Αινείτε τον
Κύριον εκ των
ουρανών» μεμελισμένον εις ήχον κατά μεν
τους Ευρωπαίους mi terza minore, καθ’ημάς δε ως
ήχον πρώτον, επαναλαμβάνεται τρις
το «Αινείτε» τρις «τον Κύριον» και
τρις «εκ των ουρανών». 5) Το εις ήχον
δεύτερον καθιερωμένον να ψάλληται «Είδομεν
το φως το αληθινόν» ετονίσθη εις ήχον
πλάγιον του τετάρτου· είναι δε ως εκ της
εκ μέρους του μελοποιού αγνοίας της
εννοίας των λέξεων και της προσωδίας
κακόζηλον εν τω ρυθμώ, εσφαλμένον εν τω
τονισμώ και έχον τας λέξεις ατόπως
διακεκομμένας, οίον, πίστινα
ληθήα διαίρετον. 6) Το εξευρωπαϊσθέν «Είη
το όνομα Κυρίου» ετονίσθη εις ήχoν
πλάγιον του τετάρτου,
αποβαλόν τον παροτρυντικόν ή
αλγεινόν χαρακτήρα, ον προσδίδει εις
αυτό ο ελληνικού χαρακτήρος Λύδιος ή
δεύτερος ήχος. Τη
Κυριακή του Πάσχα του 1844 εψάλη κατά
πρώτον εν τω εν Βιέννη ιερώ ναώ της αγίας
Τριάδος η εκ μονοφώνου εις τετράφωνον
μεταρρυθμισθείσα ημετέρα μουσική δι’ενός
χορού εξ είκοσι και τεσσάρων ευφώνων
ψαλτών, και τη Κυριακή
της Πεντηκοστής του αυτού έτους
καθιερώθη, διά της εκκλησιαστικής αρχής,
ιερουργήσαντος δι’αυτής του
μακαριωτάτου πατριάρχου Κάρλοβιτς
Ιωσήφ Γιάρατσιτς. Η πάνδημος παρά
του αρχηγού της Εκκλησίας Κάρλοβιτς
καθιέρωσις του νέου μουσικού συστήματος
είλκυσε ταχέως την έφεσιν και των άλλων
εν τη Εσπερία Ευρώπη Ορθοδόξων
Κοινοτήτων, αίτινες παραδεχθείσαι αυτήν
εκτελούσιν έκτοτε διά ταύτης τας ιεράς
της Εκκλησίας λειτουργίας και τελετάς. Κατά
μίμησιν του Χαβιαρά ειργάσθη προς
εξαρμόνισιν της ημετέρας μουσικής και ο
ιεροδιάκονος Άνθιμος
Νικολαΐδης, συνεργασθείς μετά του
γερμανού Gottfried Prayer, πρώτου μουσικού της
εν Βιέννη αυτοκρατορικής αυλικής
εκκλησίας, διευθυντής του μoυσικού χορού
του εν Βιέννη ναού του αγίoυ Γεωργίου
διατελέσας επί τινα έτη, εγκρατής της
ημετέρας μουσικής, εν μέρει δε και της
ευρωπαϊκής, εκδούς τρίτομον Μουσικήν
Ανθολογίαν δια της ευρωπαϊκής
παρασημαντικής, αποβιώσας δε τω
1865 εν τη εν Αθήναις Ριζαρείω Σχολή,
ένθα εδίδασκε την μουσικήν. Ωσαύτως προς
τετραφώνησιν της ημετέρας μουσικής
ειργάσθη και ο επί δύο και πλέον
δεκαετηρίδας εν τω εν Λονδίνω ελληνικώ
ναώ μετ’επιτυχίας διευθύνας την
εκκλησιαστικήν μουσικήν Νικόλαος Κύβος,
εγκρατής της ευρωπαϊκής
και της βυζαντινής μουσικής. Το
παράδειγμα των εν τη Εσπερία ορθοδόξων
ελληνικών κοινοτήτων εμιμήθησαν
βραδύτερον και εν Αθήναις. Εκ δε των εν
τη Ανατολή ορθοδόξων Εκκλησιών τω 1873 η
εν Αλεξανδρεία, πατριαρχούντος του από
Οικουμενικού Πατριάρχου Σωφρονίου του
Βυζαντίου, υπό την διεύθυνσιν του επί
τούτω εκ Νεαπόλεως υπό της εκεί
ελληνικής κοινότητος μετακληθέντος,
Παναγιώτου Γριτσάνη. Αφ’ης ημέρας
δε ενεφάνη εν τη Εκκλησία ημών η
τετράφωνος μουσική του Χαβιαρά, η, του
Χριστού Μεγάλη Εκκλησία απεπειράθη δι’
εγκυκλίων πατριαρχικών και συνοδικών
ίνα καταργήση και απαγορεύση την
καινοτόμον εισαγωγήν και χρήσιν της
καινοφανούς μουσικης εν ταις ιεραίς
ακολουθίαις των απανταχού ορθοδόξων
Εκκλησιών. *** Οι
μουσικοί του ΙΘ΄ αιώνος. Οι
κατά το δεύτερον ήμισυ του ΙΘ' αιώνος
ακμάσαντες διαπρεπείς
μουσικοί είναι oι εξής: Κυρικός
Φιλοξένης, ιερεύς,
Εφεσιομάγνης, λόγιος μουσικός και
ευδοκίμως περί την φιλολογίαν της καθ’ημάς
μουσικής ασχοληθείς, μαθητής γενόμενος
εν μεν τη πράξει της μoυσικής του πάππου
αυτού Χατζή Παλή
του
Εφεσίου, μουσικού
μεγαλοφώνού αποθανόντος τω 1808,
καί τινος Ιωσήφ ιερομονάχου τoυ
Κρητός, εν δε τη θεωρία του Σελευκείας
Αθανασίου, ου και ουκ ολίγα περί της
φιλολογίας της μoυσικής χειρόγραφα
εκληρονόμησεν. Εξέδωκε τω 1859 θεωρητικόν
Στοιχειώδες της Μουσικής, μεταγράψας τα
πλείστα εκ του θεωρητικού του Χρυσάνθου.
Προσέτι εξέδωκε και Λεξικόν της
ελληνικής εκκλησιαστικης μουσικής (από
τoυ στοιχείου Α-Μ), εν τω οποίω εξηγούνται
πάντες oι
τεχνικοί όρoι της μουσικής κατ’αλφαβητικήν
τάξιν, κυρίως δε διά θεωρητικής
αναλύσεως, ενιαχού δε και διά μουσικών
παραδειγμάτων προς πρακτικωτέραν
κατάληψιν. Τω 1870 εφιλοπόνησεν, ανέκδοτον
τυγχάνον Λεξικόν των Εβραίων μουσικών,
των αρχαίων Ελλήνων, καί τινων Ευρωπαίων
και Βυζαντινών μουσικών, επί τη βάσει
της διτόμου Ελληνικής Βιβλιοθήκης του
Ανθίμου Γαζή, του Μυθοϊστορικού Λεξικού
Ιωσηφ του Μάγνητος, της
Φιλολογικής και Κριτικής Ιστορίας του
Κ.Κοντογόνου και άλλων συγγραμμάτων. Εκ
της επισταμένης μελέτης του Λεξικού
τούτου επείσθημεν ότι ίδιος πόνος του
Φιλοξένους και δη χρήσιμος είναι μόνον
τα σημειούμενα περί τινων μουσικών του
ΙΗ' αιώνος, άπερ και μετεγράψαμεν εις το
προεκδοθέν τω 1890 ημέτερον έργον «Συμβολαί
εις την ιστορίαν της παρ’ημίν
εκκλησιαστικής μουσικής κ.τλ...»
καλλύναντες την κοινήν του μουσικολόγου
λέξιν, και υπεραυξήσαντες αυτά διά
πολλών προσθηκών επί τη βάσει
αυθεντικών πληροφοριών, ας ηρύσθημεν
παρά των συγχρόνων γηραιών
μουσικοδιδασκάλων, oίτινες θεωρούνται oι
πιστοί ταμίαι πάσης ιστορικής ειδήσεως
περί των αποιχομένων κατά τας αρχάς του
παρελθόντος αιώνος μουσικών. Ο
Φιλοξένης απεβίωσε τω 1880 εν
Κωνσταντινουπόλει, εν μέσω της
πολυμελούς αυτού οικογενείας. Γερμανός
Αφθονίδης, αρχιμανδρίτης
Σιναΐτης, εγκρατέστατος της
εκκλησιαστικής μουσικής, της ευρωπαϊκής
και της εξωτερικής, δεξιώς χειριζόμενος
και διάφορα μουσικά όργανα. Υπήρξεν εκ
των αρίστων τροφίμων της εν Ξηροκρήνη Μ.του
Γ. Σχολής, σχών φίλον συμμαθητήν προς
τοις άλλοις και τον επιζώντα
ερασιτέχνην μουσικολόγον Λεωνίδαν
Νικοκλήν. Τω 1875 παθών αμαύρωσιν των
οφθαλμών εν Λονδίνω μετά πολλής της
καρτερίας υπέμεινε το δεινόν πάθημα,
ευρίσκων αρκούσαν παραμυθίαν εν τη
καλλιεργεία της ποιήσεως και της
μουσικής, ων εγένετο λάτρις ένθεος.
Διεκρίνετο επί ευρεία παιδεία και
συγγραφική ικανότητι, συγγράψας την
ιστορίαν του Σινά και εκδούς «Τα μετά
την άλωσιν» του Υψηλάντου.
Πεπροικισμένος υπό σπανίας ευφυΐας
εξυπηρέτησε σπουδαίως τα συμφέροντα της
Εκκλησίας, ιδία περί του ζητήματος των
εν Ρουμανία μοναστηριακών κτημάτων των
αγίων Τόπων προκειμένου ου μόνον ως
μέλος και γραμματεύς εκκλησιαστικών
επιτροπών, αλλά και δια σειράς εμβριθών
άρθρων δημοσιευθέντων εν τη «Εκκλησιαστική
Αληθεία». Προς τούτοις ο Αφθονίδης
εγκρατέστατος της τε ρουμανικής και της
γαλλικής γλώσσης ων, εν μέρει δε και
της αγγλικης, μετέφρασεν εις την
γαλλικήν διάφορα υπομνήματα των αγίων
Τόπων ως και πάσαν την μεταξύ του
Οικουμενικού Πατριαρχείου και των
λοιπών ενδιαφερομένων σχετικήν
αλληλογραφίαν, καταστάς αυτός η ψυχή του
πολυθρυλλήτου τούτου ζητήματος. Εις
αυτόν εξόχως
οφείλεται το επί της α' πατριαρχείας του
παναγιωτάτου Ιωακείμ του Γ'
κατασκευασθέν μουσικόν όργανον «Ψαλτήριον».
Εδημοσίευσε τω 1872 την εν τω Ημερολογίω
ο «Χρόνος Κωνσταντινουπόλεως» περί
Μουσικής αξιόλογον πραγματείαν
υπό τον τίτλον «Δοκίμιον περί της
ελληνικής ιεράς μουσικής κατ’αντιπαράθεσιν
προς την ευρωπαϊκήν υπό την έποψιν της
τέχνης». Αξιοσπούδαστος κρίνεται και η
τω 1894 συζήτησις διά των εφημερίδων Κων/πόλεως
μεταξύ του διαπρεπεστάτου τούτου
κληρικού μουσικού και του μουσικολόγου
Γεωργίου Παχτίκου «Περί του εις τον
Απόλλωνα ύμνου». Τον Αφθονίδην πάσαι αι
αγιώταται Εκκλησίαι της Ανατολής
ετίμησαν και εξετίμησαν, ιδία δε oι
πατριάρχαι Κων/πόλεως και Ιεροσολύμων,
και ιδιαίτατα διά θερμής περιέβαλε
συμπαθείας εκτιμών τας γνώσεις
και την περί τα εκκλησιαστικά σπανίαν
πείραν του ανδρός και ο εν Χάλκη
εφησυχάζων μακαριώτατος
πατριάρχης πρώην Ιεροσολύμων
Νικόδημος. Απεβίωσεν εν Χάλκη τω 1895 εν
ηλικία 72 ετών, εγκωμιασθείς
πρεπόντως εν επικηδείω λόγω διά της
αριστοτέχνου γραφίδος του Ιωάννου
Τανταλίδου, αρχιγραμματέως του α΄
πατριαρχικού γραφείου. Παναγιώτης
Κηλτζανίδης, μουσικοδιδάσκαλος
εγκύψας ευδοκίμως εις την θεωρίαν και
παλαιογραφίαν της παρ’ημίν μουσικής.
Εγεννήθη κατά την δευτέραν δεκαετηρίδα
του ΙΘ' αιώνος εν Προύση, ένθα και το του
ιεροψάλτου επάγγελμα μετήλθε το πρώτον.
Από του έτους 1848-1882 εχρημάτισεν
ιεροψάλτης διαφόρων εκκλησιών της
αρχιεπισκοπής Κων/πόλεως, έκτοτε δε
εφησύχαζε μέχρι του θανάτου αυτού,
γενομένου τη 11νοεμβρίου 1896. Ο
ακαταπόνητος ούτος μουσικοδιδάσκαλος
εξέδωκε διάφορα μουσικά βιβλία, ως, την «Καλλίφωνον
Σειρήνα», περιέχουσαν τουρκικά
και ελληνικά άσματα,
το «Εκκλησιαστικόν Απάνθισμα», το «Σύντομον
Δοξαστάριον», εις
ο υπάρχουσι Παναγιώτης
Κουπιτώρης,
ευρυμαθής λόγιος
και μουσικολόγος εκ των κρατίστων,
αγωνισθείς εν Αθήναις υπέρ της
επικρατήσεως της ημετέρας μουσικής
ευθαρσώς αντεπεξελθών κατά των
τετραφωνιστών. Μετέφρασεν εκ της
λατινίδος φωνής την «Περί των Ελλήνων
μουσικών» διατριβήν του Ι. Φραντζίου,
εξεφώνησε τη 4 Δεκεμβρίου 1874 λαμπρόν
πανηγυρικόν εν τη επετείω εορτή του
εν Αθήναις Εκκλησιαστικού Μουσικού
Συλλόγου, τω δε 1875 δι’ωραίoυ λογυδρίου
προέτρεπε το ελληνικόν δημόσιον να
ιδρυθή εν Αθήναις Εκκλησιαστική Μουσική
Σχολή. Προσέτι εδημοσίευσε και μελέτην
περί της πραγματείας του σοφού
γαλάτου Ερρίκου Στεβένσωνος, της
επιγραφομένης «Περί του ρυθμού εν τη
υμνογραφία της Ελληνικής Εκκλησίας».
Απεβίωσε τω 1881 εν Υπάτη, τη επί του
Σπερχειού πόλει. Εμμανουήλ
Ιωαννίδης,
Αμοργίνος, λόγιος μουσικολόγος, μετά
σπανίου ζήλου εργασθείς εις τε τον εν
Κωνσταντινουπόλει (1863) Εκκλησιαστικόν
Μουσικόν Σύλλογον και τον εν Αθήναις.
Απέθανε προ δεκαετίας περίπου εν
Αθήναις. Αδαμάντιος
Ιωαννίδης, μαθητής
Ζαφειρίου του Ζαφειροπούλου, εκδούς και
μελέτην περί της εκκλησιαστικής
ημών μουσικής. Εδίδαξε την μουσικήν
εν τω Διδασκαλείω Αθηνών, ειργάσθη δε
και εν τω εν Αθήναις Εκκλησιαστικώ
Μουσικώ Συλλόγω. Απεβίωσε τω 1886 εν
Αθήναις. Σ.Σ.
Κλήμης,
Καλύμνιος μουσικός, απεβίωσε τω 1887 εν
Αθήναις. Μετά ζήλου ειργάσθη εν τη
ελληνική πρωτεύούση κατά των
νεωτεριστών της μουσικής, δημοσιεύσας
επί τούτω εν
διαφόροις εφημερίσι και πραγματείας
καλάς, εν αις διακρίνεται η υπό τον
τίτλον «Η ελληνική μουσική και η
μελετωμένη εν Κωνσταντινουπόλει
μεταρρύθμισις αυτής» δημοσιευθείσα τω
1881 εις την «Στοάν» (Έτος Η΄, αριθ. 327). Ζαχαρίας
Καραλλής,
πρωτοψάλτης της Τήνου διατελέσας·
διεκρίθη ως μελοποιός, τα δε
μουσουργήματα αυτού εβραβεύθησαν εις
την εν Αθήναις Γ' Ολμπιακήν Έκθεσιν.
Απεβίωσε τω 1887. Μηνάς
Δομένικος,
μουσικός εμπειρότατος, γαμβρός του
ονομαστού μουσικοδιδασκάλου Θεοδώρου
του Φωκαέως. Απεβίωσε προ
εικοσιπενταετίας εν Αθήναις. Τω 1872
εξητήσατο την άδειαν παρά της ιεράς
Συνόδου της Ελλάδος όπως μετατυπώση υπό
τον τίτλον «Νέα Μουσική Κυψέλη», μoυσικόν
βιβλίoν, περιέχον το υπό του Φωκαέως
εκδοθέν Δοξαστάριον του τε Τριωδίου και
Πεντηκοσταρίου και απάντων των
Δεσποτικών και Θεομητορικών εορτών
Πέτρου του Πελοποννησίου. Γεώργιος
Φωτιάδης ο
Λαρισσαίος, υπήρξε ψάλτης του εν Αθήναις
ναού του Ορφανοτροφείου των κορασίων
και ιδιωτικός διδάσκαλος. Ην εγκρατής
της ημετέρας μουσικής και της των
Ευρωπαίων, ην εδιδάχθη παρά διαφόρων
διδασκάλων και εν τω Ωδείω Αθηνών.
Εδημοσίευσε μελέτας περί της
εκκλησιαστικής μουσικής και της
τετραφώνου. Απεβίωσεν
υπερεβδομηκοντούτης τω 1888. Κωνσταντίνος
Σακελλαρίδης ο
Θετταλομάγνης, μουσικός έγκριτος και
περί την θεωρίαν της
μουσικής ευδοκιμώτατα ασχοληθείς και
Θεωρητικόν συγγράψας, ανέκδοτον
τυγχάνον, υπό τον τίτλον «Κλεις της
Εκκλησιαστικής Moυσικής». Εν τη νεότητι
αυτού επί μακρόν διέτριψεν εν Κων/πόλει,
ακουστής γενόμενος των ονομαστοτέρων
της εποχής εκείνης μουσικών.
Αποφοιτήσας δε
του Αθήνησιν Εθνικού Πανεπιστημίου,
ένθα ιατρικήν και φιλολογίαν εσπούδασε,
πρώτον τα του σχολάρχου εν ταις
επαρχίαις, είτα δε και τα του
δημοσιογράφου καθήκοντα εξετέλεσεν εν
τε Αθήναις και Βώλω. Ειργάσθη ζηλωτώς
υπέρ της ημετέρας Μουσικής, γράψας κατά
καιρούς και διαφόρους περί μουσικής
πραγματείας κατά των εν Ελλάδι
εμφανισθέντων νεωτεριστών, των
αποπειρωμένων την αντικατάστασιν της
εθνικής ημών μουσικής διά της
τετραφώνου ευρωπαϊκής. Διετέλεσεν ο
τελευταίος πρόεδρος
του εν Αθήναις Εκκλησιαστικού
Μουσικού Συλλόγου, άμα και πρόεδρος και
εισηγητής της
επιτροπής των Ελλανοδικών επί των
ελληνικών μουσικών έργων των
αποσταλέντων κατά την Δ' Ολυμπιάδα,
συντάξας και λαμπράν Κριτικήν Έκθεσιν
εξ ονόματος των μουσικωτάτων συναδέλφων
αυτού Αθανασίου Σακελλαριάδου,
Θεοχάρους Γερογιάννη, Ευστρατίου
Βαφειάδου και Δημητρίου ΙΙαπαρίζου. Τω
1890 εξέδωκε το Αναστασιματάριον Πέτρου
του Πελοποννησίον, εν ω εύρηνται
αποτετυπωμέναι απαράλλακτοι και
αυτούσιοι αι ιεραί μελωδίαι του εξόχου
εκείνου μουσικοδιδασκάλου τoυ ΙΗ' αιώνος.
Ο Σακελλαρίδης ανέδειξεν ικανούς
μαθητάς, απεβίωσε δε
εν Αθήναις τη 20 Ιουλίου 1890 εν ηλικία
45 ετών. Νικόλαος
Ιωαννίδης ο
εκ Νεοχωρίου του Βοσπόρου, ιεροψάλτης
ηδύφωνος και μουσικός ευδόκιμος.
Γεννηθείς κατά Μάϊον του 1839 απεβίωσε κατ’Απρίλιον
του 1883. Εμαθήτευσε παρά Ιωάννη τω
Πρωτοψάλτη της Μεγάλης Εκκλησίας.
Εξέδωκεν Ασματολόγιον
προς χρήσιν των δημοτικών σχολείων,
εμέλισε δε και άλλα πολλά μαθήματα, ων
την έκδοσιν επιχειρήσει ο φέρελπις υιός
αυτού Δημήτριος Ιωαννίδης ιεροψάλτης.
Διετέλεσεν εκ των ιδρυτών του εν Κων/πόλει
Ελληνικού Μουσικού Συλλόγου, και μέλος
της τω 1881 συστάσης εν τοις πατριαρχείοις
Moυσικής Επιτροπής. Τον διαπρεπή τούτον
ιεροψάλτην διά
πολλής ήγεν εκτιμήσεως και ο
μουσικολόγος τραπεζίτης Δημήτριος
Πασπαλλής. Γεώργιος
Κυριακίδης,
πατήρ του ευρυμαθέσατου των ιεραρχών
του οικουμενικού θρόνου μητροπολίτου
Αγχιάλου Βασιλείου Γεωργιαδου. Λόγιος
ιεροψάλτης και μουσικοδιδάσκαλος,
μελοποιός άριστος, γνώστης της
εξωτερικής μουσικής
και εκ των δεξιώς χειριζομένων την
πανδουρίδα· εγεννήθη εν Φιλαδελφεία της
Μ. Ασίας κατά την πρώτην δεκαετηρίδα του
ΙΘ΄ αιώνος, εξεπαιδεύθη εγκυκλοπαιδικώς
εν τη κατά Ξηροκρήνην του Γένους Σχολή,
εν δε τη μουσική ακουστής εγένετο του
εγκρατούς της μουσικής μητροπολίτου
Γάνου και Χώρας Χρυσάνθου (αδελφού του
μητροπολίτου Ηρακλείας
Παναρέτου). Διετέλεσε πρώτος ψάλτης
εις σειράν ετών εν τη εν Κοντοσκαλίω
Κωνσταντινουπόλεως εκκλησία της
ΙΙαναγίας Ελπίδος, εν τη εν Χρυσουπόλει
του Προφήτου Ηλιού, εν τη εν Γαλατά του
Σωτήρος Χριστού, είτα δε πρωτοψάλτης της
μητροπόλεως Αθηνών και κατόπιν της
Σύρου, διδάξας
άμα την μουσικήν εν τω Διδασκαλείω
Αθηνών και εν τη Ιερατική Σχολή Σύρου.
Απεβίωσε τω 1890 εν λιπαρώ γήρατι εις την
εν Αγχιάλω ιεράν μητρόπολιν παρά τω
υιώ αυτού. Βασίλειος
Φωτιάδης,
εκ των παρ’ημίν πρωτευόντων ιεροψαλτών,
άμα δε και καλός ελληνιστής, μετά ζήλου
διδάξας τα ελληνικά γράμματα επί
εικοσαετίαν εν
τω κατά Φανάριον Κων/πόλεως
αγιοταφιτικώ Παρθεναγωγείω,
επί πολλά έτη
εν διαφόροις άλλαις σχολαίς της
βασιλευούσης και
εν τη κατά Βαλατάν λειτουργησάση
κεντρική Ιερατική σχολή, εις ην και την
εκκλησιαστικήν μουσικήν εδίδαξεν.
Εγεννήθη τω 1825 εν Υψωμαθείοις, απεβίωσε
δε εν Φαναρίω τώ 1892. Την μoυσικήν
εσπούδασε παρά Ονουφρίω τω Βυζαντίω και
Στεφάνω τω Λαμπαδαρίω της Μ.Εκκλησίας. Παναγιώτης
Γριτσάνης, μουσικός
εν Αλεξανδρεία, εγεννήθη εν Ζακύνθω τώ
1835, εξεπαιδεύθη εγκυκλοπαιδικώς εν τη
πατρίδι αυτού, άμα δε επεδόθη εις την
σπουδήν της τε ημετέρας και της
ευρωπαϊκής μουσικής, διατελέσας και
ιεροψάλτης εν τω ναώ του αγίου Διονυσίου
επί δεκαετίαν (1855-1865). Τω
1863
επί της πατριαρχείας Σωφοονίου του από
Αμασείας, συστάντος εν Κων/πόλει του
Εκκλησιαστικού Μουσικού Συλλόγου,
ανετέθη εις τον Γριτσάνην η περιγραφή
της εν τοις Ιονίοις νήσοις ψαλλομένης
Κρητικής ή Επτανησιακής
μουσικής. Τω 1865 διορισθείς μουσικός
της εν Νεαπόλει ελληνικής ορθοδόξου
κοινότητος, ανέπτυξε τας μουσικάς αυτού
γνώσεις επί οκταετίαν θεωρητικώς τε και
πρακτικώς σπουδάσας την ευρωπαϊκήν
μουσικήν (1865-1873). Τω 1873 προσεκλήθη υπό της
εν Αλεξανδρεία ελληνικής κοινότητος
όπως γείνη ιδρυτής του τετραφώνου
μουσικού συστήματος εν τη εκκλησία του
Ευαγγελισμού, ότε και πολλαί διατριβαί
εδημοσιεύθησαν υπό των
διαφωνουσών εν τω ζητημάτι τούτω
μερίδων. Το υπό του Γριτσάνη εφαρμοσθέν
σύστημα της τετραφωνίας είναί τι μικτόν,
διότι παρεδέχετο μετ’ ακριβείας, εκ του
συστήματος του Χαβιαρά όσα εθεώρει
αρμόδια, απέβαλε δε
όσα εφαίνοντο αυτώ ελλιπή
κατά τι, συμπληρών αυτά δι’ιδίων
συνθέσεων, εν αις προσεπάθει όσον ενήν
να τηρή τους οκτώ ήχους της ημετέρας
μουσικής. Διετέλεσε
και διδάσκαλος της μουσικής εις τα
σχολεία της εν Αλεξανδρεία ελληνικής
κοινότητος. Εδημοσίευσε διαφόρους
διατριβάς περί
του ζητήματος της καθ’ημάς μουσικής,
δημοσιευθείσας εις ελληνικάς
εφημερίδας. Τω 1889 εξέδωκεν εν Αθήναις
μουσικόν της ευρωπαϊκής μουσικής
θεωρητικόν, υπό τον τίτλον «Στοιχεία της
φωνητικής μουσικής προς χρήσιν της εν
τοις σχολείοις σπουδαζούσης νεολαίας».
Κατέλιπεν ημίν και ωραίον έργον (1891) υπό
τον τίτλον «Στυχουργική της καθ’ημάς
νεωτέρας ελληνικής
ποιήσεως και αντιπαράθεσις των στίχων
ταύτης προς τους
της αρχαίας μετά σχετικής προσθήκης
περί του ρυθμού
της υμνογραφίας της ελληνικής εκκλησίας».
Γεώργιος
Σαραντεκκλησιώτης,
ιεροψάλτης ηδυφωνότατος, διακρινόμενος
επί ευστροφία φωνής, μελοποιός άριστος
και γνώστης της εξωτερικής μουσικής·
εγεννήθη τω 1841 εν 4 0 Εκκλησίαις της
Θράκης, εμαθήτευσε δε παρά τω πρωτοψάλτη
της μονής Ιβήρων Ζωσιμά τω μοναχώ και
άλλοις περιωνύμοις μουσικοδιδασκάλοις
της Κων/πόλεως. Από δε του 1864 μέχρι του
θανάτου αυτού, γενομένου τη 15
Σεπτεμβρίου 1891, έψαλεν εις τας
κεντρικωτέρας εκκλησίας της
βασιλευούσης. Εμέλισε πολλά και διάφορα
μαθήματα, εξ ων εδημοσιεύθησαν το εις
ήχον Α΄ «Μακάριος ανήρ» εις το «Εν άνθος
της εκκλησιαστικής ημών μουσικής» υπό
Αγαθαγγέλου Κυριαζίδου, το Δύναμις «Όσοι
εις Χριστόν» και το Δύναμις «Τον Σταυρον
σου προσκυνουμεν» και
διάφορα άλλα εις το «Μουσικόν
Δωδεκαήμερον» υπό Αλεξάνδρου Βυζαντίου,
ύμνοι και ωδαί προς την Α.Α.Μ. τον
Σουλτάνον εις την «Καλλίφωνον Σειρήνα»
υπό Παναγιώτου Κηλτζανίδου. Εκ των
μαθητών αυτού κράτιστοι της
ψαλμωδίας εκτελεσταί ανεδείχθησαν ο
Εμμανουήλ Κρεμέζης, πρωτοψάλτης
της ιεράς μητροπόλεως
Φιλιππουπόλεως, ο Στέφανος Αναστασιάδης,
α΄ ψάλτης της εν Νεοχωρίω εκκλησίας της
Παναγίας Κουμαριωτίσσης,
ο Ιωάννης Βασιλειάδης α΄ ψάλτης της εν
Γαλατά εκκλησίας της Παναγίας
Καφατιανής και ο Βασίλειος Γεωργιάδης,
α΄ ψάλτης της εν Χάσκιοϊ εκκλησίας της
αγίας Παρασκευής.
|