On Line Library of the Church of Greece |
|
Γεώργιος Παπαδόπουλος Ιστορική επισκόπησις της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής από των αποστολικών χρόνων μέχρι των καθ΄ ημάς (1-1900 μ.Χ) Εκδόσεις "Τέρτιος", Κατερίνη. Ο συγγραφέας είναι Μεγάλος Πρωτέκδικος της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας και Διευθυντής της Μουσικής Σχολής του εν Κων/πόλει Εκκλ. Μουσικού Συλλόγου.
ΑΠΟ
ΤΟΥ Η΄ΑΙΩΝΟΣ ΜΕΧΡΙ ΤΟΥ ΜΑΪΣΤΟΡΟΣ
ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΚΟΥΚΟΥΖΕΛΗ (700-1100) Οι
σύγχρονοι του Δαμασκηνού υμνογράφοι και
ασματογράφοι. Κοσμάς
ο Μελωδός κατ’
εξοχήν επονομασθείς, Ιεροσολυμίτης δε
και Αγιοπολίτης ως επί μακρόν εν τω
περιωνύμω μοναστηρίω του αγίoυ Σάββα
συμμονάσας μετά
του ισαδέλφου φίλου αυτού Ιωάννου του
Δαμασκηνού, διετέλεσεν
επίσκοπος Μαϊουμά της Γάζης (750). Ορφανός
ων υιοθετήθη υπό του Σεργίου, πατρός του
φωστήρος της Δαμασκού και συνεσπούδασε
μετά του Ιωάννου παρά τω σοφώ Κοσμά τω εξ
Ιταλίας Ξένω ή Ικέτη και Ασυγκρίτω
επικαλουμένω. Ο ιερός Κοσμάς συνέγραψε
πολλούς Κανόνας καταλογάδην τε και
ιαμβικούς και
πολλά Τροπάρια. Μεταξύ των πανηγυρικών
Κανόνων αυτού την υπέροχον θέσιν
κατέχει ο εις την Xριστoύ Γέννησιν «Χριστός
γεννάται δοξάσατε,
ληφθείς αυτολεξεί εκ της αρχής του
Πανηγυρικού λόγου Γρηγορίου του
Θεολόγου, μελισθείς
δε εις ήχον Α΄· τω
Β' ήχω εχρήσατο εις την δευτέραν εορτήν
του Kυρίoυ, τα Θεοφάνεια· τω Γ' ήχω εις
την τρίτην εορτήν του Κυρίου,
την Υπαπαντήν· τω Δ',
εις την τετάρτην εορτήν,
τα Βαΐα· εις την Μεγάλην Εβδομάδα
των ΙΙαθών παραλείπων τον Πλ. Α' ήχον ως
πανηγυρικόν, χρήσιν ποιείται του Β' και
Πλ. Β' κατακόρως, ως
όντων αμφοτέρων πενθίμων ήχων. Εν τη
εορτή της Πεντηκοστης χρήσις γίνεται
του Βαρέως ήχου, εν δε τη τελευταία εορτή,
τη Υψώσει του Σταυρού, του Πλ. Δ΄. Προσέτι
εποίησε και κανόνας εις την
Μεταμόρφωσιν του
Σωτήρος «Χοροί Ισραήλ ανίκμοις ποσί»,
εις την Κοίμησιν της Θεοτόκου «Πεποικιλμένη
τη θεία δόξη» και άλλους πολυαρίθμους,
εις ους λεπτομερή ερμηνείαν εποίησαν
Γρηγόριος ο Κορίνθου,
Θεόδωρος ο Πτωχοπρόδρομος
και Νικόδημος ο Αγιορείτης, τα δι’εκάστην
ημέραν της Μεγάλης Εβδομάδος βραχύτερα
ποιήματα, τα ονομαζόμενα κατά τον
αριθμόν των ωδών Διώδιον, Τριώδιον,
Τετραώδιον, κατά μίμησιν των οποίων oι
Στουδίται Θεόδωρος και Ιωσήφ εποίησαν
Τριώδια εις άλλας ημέρας και ιδία της
Μεγάλης Τεσσαρακοστής. -Στέφανος
Σαββαΐτης ως εν τη μονη του αγίου
Σάββα, μονάσας, ο και Αγιοπολίτης
επωνυμούμενος; άτε μοναχός διατελέσας
της αγίας πόλεως Ιερουσαλήμ, σύγχρονος
Ιωάννου του Δαμασκηνού, ζήσας δε
ασκητικώς ετελεύτησε
τω 790. Εμελούργησε πολλούς
ασματικούς κανόνας, τροπάρια
και πενθίμους ύμνους
εις τον θάνατον του Ιησού.- Ιάκωβος
Εδέσσης επίσκοπος
(710), συντάξας ύμνους κατά
τους οκτώ ήχους. -Ηλίας
Κρήτης επίσκοπος,
ο και Έκδικος, εκ των
υμνoγράφων του Η' αιώνος, αριθμούμενος εν
τοις Θεοτοκαριογράφoις της Εκκλησίας ως
συντάξας Κανόνας εις
την Θεοτόκον. -Νικηφόρος
Κωνσταντινουπόλεως πατριάρχης (806),
επίσημος διά τας μουσικάς αυτού
γνώσεις. *** Η
μονή του Στουδίου και οι εν αυτή
υμνογράφοι και ασματογράφοι Από
της αρχής ήδη του Θ' αιώνος
κυριώτατον κέντρον
της εκκλησιαστικής υμνογραφίας και
μουσικής απέβη η Κωνσταντινούπολις, και
δη η εν αυτή μονή του Στουδίου, ήτις
κατέχει επιφανή θέσιν εν τη καθόλου
εκκλησιαστική ιστορία και εν τη Ιστορία
της μουσικής, καθότι η κυριωτέρα
ενασχόλησις των Στουδιτών Πατέρων ην η
σύνταξις εκκλησιαστικών ύμνων και
ασμάτων. Τα έργα των Στουδιτών μοναχών
στερούνται βεβαίως του ύψους και της
πρωτοτυπίας του Ρωμανού, της τέχνης και
της ακριβείας του Δαμασκηνού και του
Κοσμά, έχουσι δε κοινόν γνώρισμα το
πομπικόν ύφος, τους
πλατιασμούς και την εφευρετικότητα
απειρίας νέων επιθέτων π.χ.
έν τινι κανόνι Θεοδώρου του Στουδίτου
απαντώσιν 104 επίθετα σύνθετα
ως επί το πολύ εκ των λέξεων, φως,
φάος και άλλων παρομοίων. Αλλ’
οπωσδήποτε εν τω μοναστηρίω
του Στουδίου έσχεν
η εκκλησιαστική
υμνογραφία την
τελευταίαν αξίαν λόγου αναλαμπήν αυτής.
Εν τη μονή
ήκμασαν oι εξής: Θεόδωρος
ο Στουδίτης, εγεννήθη
εν Κωνσταντινουπόλει, ζήσας δε 67 έτη
ετελεύτησε τω 829. Ιστορείται ότι εις
τους Στουδίτας μοναχούς εδίδασκε την
ψαλμωδίαν των ύμνων, αναδείξας
πολλούς μαθητάς. Έγραψε διάφορα
εκκλησιαστικά συγγράματα, στιχηρά,
ασματικούς κανόνας, Τριώδια, και
ολοκλήρους ακολουθίας, τους εν τη
Δαμασκηναία Οκτωήχω Αναβαθμούς, τον
Επιτάφιον Θρήνον «Η ζωή εν
τάφω», κανόνας εις την Θεοτόκον (εξ ου
και Θεοτοκαριογράφος) και άλλα. Εις
αυτόν αποδίδοται και το Τυπικόν της
μονής των Στουδιτών. -Ιωσήφ
ο Θεσσαλονίκης, αδελφός Θεοδώρου του
Στουδίτου, απέθανε τω
833. Εποίησε κανόνας, Τριώδια,
Τετραώδια και στιχηρά. Οι δύο αδελφοί
συλλέξαντες πάντα τα μέχρις αυτών
ψαλλόμενα Τριώδια κατά τας ημέρας της
Μεγάλης Τεσσαρακοστής ετακτοποίησαν
αυτά και προσθέσαντες τα ίδια αυτών
στιχηρά και τροπάρια συνέταξαν Τριώδιον.
-Ανατόλιος ο
Στουδίτης, μαθητής
Θεοδώρου του
Στουδίτου, ήκμασε τω 770. Εις αυτόν
αποδίδονται τα εν τη Δαμασκηναία
Οκτωήχω εν χρήσει Αναστάσιμα
στιχηρά τα επιγραφόμενα «Στιχηρά
Ανατολικά» και άλλα πολλά
τοιαύτα εις
διαφόρους Δεσποτικάς και
Θεομητορικάς εορτάς και εις άλλους
αγίoυς. -Θεόκτιστος
Στουδίτης, και
αυτός μαθητής Θεοδώρου του Στουδίτου.
Εποίησε στιχηρά ιδιόμελα και ασματικούς
κανόνας, εν οις και τους εις την Θεοτόκον
(εξ ου και Θεοτοκαριογράφος). -Κλήμης
Στουδίτης, δεύτερος ηγούμενος της
μονής του Στουδίου μετά τον διδάσκαλον
αυτού Θεόδωρον τον Στουδίτην. Αυτώ
ανήκουσιν ασματικοί κανόνες, εφ’ων
φέρεται το όνομα αυτού «Κήμεντος» άνευ
του λ, και άλλοι ανέκδοτοι κανόνες
κατακείμενοι εις διαφόρους βιβλιοθήκας
της Ευρώπης, και διάφορα
στιχηρά ιδιόμελα. Και αυτός
αριθμείται εν τοις Θεοτοκαριογράφοις. -Κυπριανός
Στουδίτης, εκ
των αρίστων μαθητών Θεοδώρου του
Στουδίτου. Εποίησε διάφορα δοξαστικά,
στιχηρά και το απολυτίκιον «Μεγάλα τα
της πίστεως κατορθώματα».
-Νικόλαος
Στουδίτης, εκ των μαθητών
και διαδόχων του Θεοδώρου, χρηματίσας
και ηγούμενος της μονής του Στουδίου·
διεκρίθη ως Θεοτοκαριογράφος, εποίησε
δε και στιχηρά και ασματικόν
κανόνα. -Πέτρος
Στουδίτης, εκ
των του Θεοδώρου μαθητών,
ασχολούμενος εις την ποίησιν
ασματικών κανόνων
και την μέλισιν στιχηρών ιδιομέλων και
άλλων. -Συμεών
Στουδίτης, και αυτός μαθητής του
Θεοδώρου, εποίησε διάφορα τροπάρια και
στιχηρά. -Συμεών
μοναχός, μαθητής
Θεοδώρου του Στουδίτου, ήκμασεν επί της
βασιλείας Λέοντος του Σοφού. *** Oι
κατά τον Θ' αιώνα υμνογράφοι και μελωδοί
της Εκκλησίας. Θεόδωρος
και Θεοφάνης oι Γραπτοί
ονομαζόμενοι, διότι ο τελευταίος
των εικονομάχων αυτοκρατόρων
Θεόφιλος ενέγραψεν επί του μετώπου των
θεοφρόνων αυταδέλφων διά
πεπυρακτωμένου σιδήρου
12 στίχους ιαμβικούς. Καλούνται και
Ομολογηταί, διετέλεσαν δε μοναχοί της
του αγίου Σάββα μονής. Αμφότεροι
εποίησαν πολλούς
ασματικούς κανόνας, στιχηρά ιδιόμελα
και άλλα διάφορα άσματα, προς δε και
παρακλητικούς κανόνας εις την Θεοτόκον (εξ
ου και Θεοτοκαριογράφοι). Εξορισθέντες
υπό του αυτοκράτορος Θεοφίλου εις
Θεσσαλονίκην oι δύο αδελφοί εμέλιζον
άσματα, εκλέξαντες δια τα
της εξορίας δεινοπαθήματα αυτών τον
Πλ. Α΄ ήχον, ως
συμπαθητικόν και φιλοικτίρμονα. Μετά
τον θάνατον του Θεοδώρου, γενόμενον τω
838, ο Θεοφάνης εψηφίσθη υπό του
ΙΙατριάρχου Κων/πόλεως
Μεθοδίου επίσκοπος Νικαίας, ετελεύτησε
δε τω 850. Ο Θεοφάνης κατέλιπε στιχηρά,
προσέτι δε και κανόνας πολλούς εν τοις Mηναίοις, *** Η
από του Ι' αιώνος παρακμή της
υμνογραφίας και οι προ του Μαΐστορος
Κουκουζέλη υμνογράφοι και μουσικοί. Μετά
τον Θ' αιώνα άρχεται η εν τη
Uμνογραφία παρακμή, εις
ην συνετέλεσε κατά πολύ η εν τω μεταξύ
αχθείσα εις πέρας συμπλήρωσις της
Λειτουργίας και πάσης καθόλου
εκκλησιαστικής ακολουθίας,
δι’ην δυσκόλως ηδύναντο να εύρωσι
πλέον χώρον εν αυταις νέοι ύμνοι.
Έκτοτε, εξαιρέσει του παρά την Ρώμην εν
έτει 1004 ιδρυθέντος μοναστηρίου του
τάγματος του αγίoυ Βασιλείου Grotta Feratta,
όπερ επί τινα χρόνον υπήρξε φυτώριον
εκκλησιαστικών υμνογράφων και μελωδών,
απαντώσι μεμονωμένα
παραδείγματα υμνογράφων. Ιωάννης
Καμνιάτης (904),
Θεσσαλονικεύς, κληρικός ελλόγιμος και
μουσικός. -Πανάρετος
Πατζάδας ο Πράσινος, μουσικός δόκιμος
ακμάσας κατά τον Ι' αιώνα,
ποιήσας διάφορα μουσουργήματα
εξηγηθέντα εκ της αρχαίας
εις την νέαν παρασημαντικήν και
υπάρχοντα εις
διαφόρους μουσικάς Ανθολογίας. Εδίδαξε
την μουσικήν και εις τον υιόν αυτού Γεώργιον
τον δομέστικον
τον και Λαοσυνάκτην
λεγόμενον, ως έχοντα το καθήκον να
προσκαλή εις την εκκλησίαν τους
ανωτέρους κληρικούς και τους ανωτέρους
υπαλλήλους του Παλατίου, αναδειχθέντα
δε διάσημον μουσικόν και υμνογράφον,
μελοποιήσαντα ου μόνον εκκλησιαστικά
αλλά και δημοτικά
άσματα, ποιήσαντα και ύμνους. Τινά
των εκλεκτών
έργων του Γεωργίου εδημοσιεύθησαν εις
διαφόρους μουσικάς Ανθολογίας,
μετανεχθέντα εκ της αρχαίας εις την νέαν
παρασημαντικην. -Νείλος
μοναχός της
Καλαβρίας, ο
νεώτερος, ζήσας
95 έτη ετελεύτησε τώ 1005. Εποίησεν ύμνους
εις τον άγιον Βενέδικτον, ους έμελψε
μετά μελωδικής ψαλμωδίας εν παννυχίδι
και μετά εξηκονταμελούς χορού. -Βαρθολομαίος
μοναχός, ηγούμενος της μονής της εν
Καλαβρία Γροτταφερράτης, μαθητής
εγένετο του μοναχού Νείλου και ισότιμος
αυτώ διά τε την
παιδείαν, την αγιότητα και τα ασματικά
έργα. Ετελεύτησε τω 1040. Εποίησεν ύμνους,
μη διασωθέντας, εις την Θεοτόκον και
άλλους αγίους. -Παύλος
ο Αμμορίου ο και της Ευεργέτιδος
ένεκα της εν τη μονή της Θεομήτορος
της Ευεργέτιδος
διαμονής αυτού, ης υπήρξε και
ιδρυτής. Ακμάσας πιθανώς κατά τον Ι΄
αιώνα, εποίησεν ύμνον ικετήριον εις
την Θεοτόκον και στιχηρά εις αυτήν
συμπεριληφθέντα εν τη Οκτωήχω Ιωάννον
του Δαμασκηνoύ. -Νικηφόρος
Ηθικός ο
μοναχός, ζήσας κατά τον Ι` αιώνα, ποιήσας
Οίκους (κατά μέλος) και πλατύνας το μιλος
του Οικηματαρίου είδους, κοινωνικά
και άλλα μουσουργήματα. -Ιωάννης
Γλυκύς (900),
έξοχος μουσικός και
μονογράφος αυτός πρώτος μελίσας τα
δογματικά του Δαμασκηνού εις το
Μαθηματάριον είδος; τα ένδεκα Εωθινά
Λέοντος του Σοφού κατά το παλαιόν η
αργόν Στιχηράριον, προσέτι δε το αρχαίον
«Δύναμις», αλληλουάριον εις ήχον Πλ. Α',
Χερουβικόν και Κοινωνικόν· υπήρξε
ποιητής των Οίκων κατά το μέλος,
εποίησε μικράν ΙΙροπαίδειαν κατα, το
αργόν στιχηραρικόν είδος εις ήχον Α'
προς εκγύμνασιν των αρχαρίων
εις το διατονικόν
γένος, εκανόνισε τους όρους της
συνθέσεως των μουσικών θέσεων
κατά το είδος της μετροφωνίας,
εκαλλώπισε το είδος του παλαιού ή αργού
Στιχηραρίου, εποίησεν ύμνονς, άσματα,
προσέτι δε και θέματα του Στιχηραρίον,
Κρατηματαρίου, Παπαδικής
και του Μαθηματαρίoυ κατά τους
αναγραμματισμούς. Τα μουσουργήματα του
Γλυκέως μετηνέχθησαν εκ της αρχαίας
παρασημαντικής εις την νυν παρ’ημίν
εν χρήσει. -Ιωάννης
Πλουσιαδηνός ο και Κουκουμάς
καλούμενος,
έζησε προ του μαΐστορος Ιωάννου του
Κουκκουζέλη. Ο διάσημος ούτος επί
παιδεία και μουσική εμπειρία ανήρ
εμέλισε διάφορα αργά μουσουργήματα,
συνέγραψε Θεωρητικόν της Μουσικής, εις ο
πραγματεύεται περί μουσικών σημείων,
μετροφωνίας και ήχων,
εποίησε δε και το λεγόμενον Μέγα
Ίσον, επιγραφόμενον «Μέθοδος Ιωάννον
του Πλουσιαδηνού», ετέραν Προπαίδειαν
μικροτέραν εις οκτώηχον προς εκγύμνασιν
των αρχαρίων μαθητών, ήτις φέρει
επιγραφήν «Μέθοδος αγιορείτικη»,
προσέτι και ένα
Τροχόν της Μουσικής, ερμηνευθέντα συν
τοις άλλοις εκ της αρχαίας εις
την νυν εν χρήσει παρασημαντικήν,
καλούμενον δε
«Η σοφωτάτη
Παραλλαγή». -Ιωάννης
Ευχαίτων επίσκοπος,
ο και Μαυρόπους επικληθείς
ως εκ του χρώματος των ποδών αυτού,
ήκμασε κατά τας
αρχάς του ΙΑ' αιώνος, εποίησε
πολυαρίθμους ασματικούς κανόνας, εξ ων 70
προς την Θεοτόκον εις οκτώ ήχους, 25 εις
τον Κύριον Ιησούν, 11εις Ιωάννην τον
Πρόδρομον, 8 εις Ιωσήφ τον Υμνογράφον,
την ακολουθίαν των Τριών Ιεραρχών και
διάφορα στιχηρά τροπάρια ιδιόμελα. -Κατά
τον ΙΑ' αιώνα ηκμασαν και οι υμνογράφοι, Γεώργιος
Σκυλίτσης, ποιητής
κανόνων, Λέων
Μαγίστωρ, ποιητής
στιχηρών ιδιομέλων τροπαρίων και
δοξαστικών, Ιωάννης
Ζωναράς (1048),
ποιητής κανόνος δογματικού εις την
Υπεραγίαν Θεοτόκον, Νικήτας
Στηθάτος, μοναχός της εν
Κωνσταντινουπόλει μονής του Στουδίου,
μελωδήσας άσματα και κανόνα εις τον
άγιον Νικόλαον. -Νικήτας
Σερρών
επίσκοπος και είτα Ηρακλείας (1075),
ποιητής ασματικών κανόνων, Θεοφάνης
Κεραμεύς, αρχιεπίσκοπος
της Ταυρομενίας εν
Σικελία, ασματογράφος, Μιχαήλ
Ψελλός (1020-1106),
ανήρ σοφώτατος, σπουδαίον περί Μουσικής
έργον γράψας, (oυ αποσπάσματα εξέδοτο ο
Γάλλος Ruelle), ου το περιεχόμενον είναι
συνάθροισις λέξεων υπαγομένων εις
την μουσικήν επιστήμην, ορισμοί των
κανόνων της
μελοποιΐας και διαίρεσις των ήχων και
των κλάδων αυτών. *** Η
εκ του Βυζαντίου εισαγωγή της
Εκκλησιαστικής Μουσικής εις Ρωσσίαν. Η
Εκκλησιαστική Μουσική εισήχθη εκ του
Βυζαντίου εις Ρωσσίαν κατάι τον Θ' αιώνα,
ότε επί των ημερών του ιερωτάτου Φωτίου
εδέχθησαν oι Ρώσσοι τον Χριστιανισμόν
και τα λειτουργικά βιβλία των
Βυζαντινών. Κυρίως όμως διεδόθησαν και
εκραταιώθησαν παρά τοις Ρώσσοις η νέα
θρησκεία, τα λειτουργικά βιβλία και η
τότε εν χρήσει Βυζαντινή Μουσική υπό του
εγγόνου της τον Χριστιανισμόν δεξαμένης
τω 955 βασιλίσσης
Όλγας Βλαδιμήρου,
όστις τω 987 αποστείλας εις
Κωνσταντινούπολιν δέκα Βογιάρους και
βεβαιωθείς περί της αληθείας και
μεγαλοπρεπείας της
χριστιανικής θρησκείας, εβεβαιώθη άμα
και περί της θαυμασίας και θεσπεσίας
εκείνης ψαλμωδίας του περικαλλεστάτου
ναού της Αγίας Σοφίας,
ήτις κατέπληξε και κατέθελξε μάλλον των
άλλων αυτούς. «Ενομίσαμεν, έλεγον oι
πρέσβεις έκπληκτοι
εις τον ηγεμόνα αυτών, ενομίσαμεν ότι
μετεκομίσθημεν εις
τους ουρανoύς·
χορός Αγγέλων καταβαίνων εξ ουρανών
έψαλλεν υπό τους θόλους της Αγίας Σοφίας
μετά των Ελλήνων ψαλτών». Μετά δε την εν
Κιέβω βάπτισιν Βλαδιμήρου
του Μεγάλου, ο μητροπολίτης Μιχαήλ
μετεκαλέσατο εις Κίεβον, εκτός πολλών
Ελλήνων λογίων επισκόπων και ιερέων, και
ψάλτας τινάς. Επί Ιεροσλαύου του Α΄ υιoύ
του Βλαδιμήρου, ακμάσαντος τον ΙΑ' αιώνα,
προσκαλούνται εις Ρωσσίαν τρεις Έλληνες
ψάλται, οίτινες
εδίδαξαν τας κατανυκτικάς
εκκλησιαστικάς μελωδίας τας εν χρήσει
εν Κωνσταντινουπόλει. Αλλ’η
ιερά αυτή
μοναχή υπέστη συν τω χρόνω και τινας
αλλοιώσεις, ως εκ της ροπής,
ην έσχεν επ’αυτήν βραδύτερον η
εκκλησιαστική μουσική των νοτίων Σλαύων.
Kαι εδέησε μεν να προσκληθώσιν εκ
Κωνσταντινουπόλεως
διάφοροι προς αναθεώρησιν και
κάθαρσιν των λειτουργικών βιβλίων και
της μουσικής των Ρώσσων αλλά μεθ’όλας
τας προς τούτο γενομένας αποπείρας, ούτε
τα λειτουργικά βιβλία ούτε η μουσική,
αυτών κατωρθώθη ουδέ να αφομοιωθώσι
τέλεον προς τα της Εκκλησίας
Κωνσταντινουπόλεως. Παραφθοράν μεγάλην
υπέστη εν Ρωσσία η Εκκλησιαστική
μουσική, εξ oυ ηναγκάσθη
κατά το
πρώτον ήμισυ του ΙΖ' αιώνος (1649) ο τότε
πατριάρχης Νίκων
να επιχειρήση δι’Ελλήνων και Ρώσσων
μουσικών και ιδία διά του Αρσενίoυ
Σουχανόβα, ον επί τούτω εξαπέστειλεν εις
Ιεροσόλυμα, να προβή εις αναθεώρησιν και
κάθαρσιν αυτής. Τούτο όμως δυσηρέστησε
πολλούς, θεωρούντας πάσαν τοιαύτην
καινοτομίαν ως ανατρεπτικήν της ορθής
εις Χριστόν πίστεως και ιδρύθησαν υπ’αυτών
ιδία σχισματικαί Εκκλησίαι, αι των
Ρασκολνίκων, παρ’οις μένει έτι και νυν
εν χρήσει η πάλαι παρεφθαρμένη
εκκλησιαστική μουσική. Η επί του
πατριάρχου Νίκωνος καθιερωθείσα
μουσική παρέμεινεν έκτοτε
εν χρήσει. Ως δε εν τη ημετέρα μουσική
χρήσις εγίνετο το πάλαι
του ελληνικού αλφαβήτου, ούτω και εν
τη Ρωσσική του σλαυωνικού. Αλλά
βραδύτερον μετεβλήθη και η μουσική των
Ρώσσων παρασημαντική, αφ’ου χρόνου ιδία
διεκρίθησαν παρ’αυτοίς
τα διάφορα μέλη της Εκκλησιαστικής
μουσικής, εν οις ονομαστότερα υπήρξαν το
Ελληνικόν, Βουλγαρικόν, Κιέβειον,
Σημαδιακόν, ων το τελευταίον ην κράμα
Ελληνικής και Σλαυϊκής μουσικής, έχον
ιδίαν παρασημαντικήν. Βραδύτερον
όμως oι Ρώσοι εσκέφθησαν
να προσφύγωσιν εις την παρασημαντικήν
της τετραφώνου μουσικής των Ευρωπαίων.
Συν τη Ευρωπαϊκή παρασημαντική
εισήχθη παρ’αυτοίς
κατά μικρόν και αυτή η πολύφωνος
ευρωπαϊκή μουσική,
ιδία εις την Λειτουργίαν, τη ανοχή της
διοικούσης Ιεράς Συνόδου. Η μουσική
αύτη, δι’ης κατ’ αρχάς εψάλλοντο
μόνον τα παπαδικά της λειτουργίας μέλη,
επεξετάθη βραδύτερον και
εις άλλα εκκλησιαστικά μέλη και
προσέλαβεν ολίγον κατ’ ολίγον εθνικόν
όλως χαρακτήρα. Η ρωσσική μουσική,
αφισταμένη τόσον της ημετέρας όσον και
της Ευρωπαϊκής, εκ μεν της πρώτης
διετήρησεν αμυδράν τινά διάκρισιν των
ήχων, εκ δε της δευτέρας παρέλαβε τους
μουσικούς μόνον
χαρακτήρας. Εις
ακμήν μεγάλην έφθασεν αύτη επί, Νικολάου
του Α', ότε ανεφάνησαν oι μεγάλοι
μονουργοί Βορτνιάνσκης
και Τουρτσιανίνος,
εις ους ύστερον επηκολούθησαν ο
Βινογράδωφ, ο Σοκολώφ και ο Λβόφσκης. Εν
τω μητροπολιτικώ ναώ του Ισαάκ εν
Πετρουπόλει και εν τω αυτοκρατορικώ ναώ
εκτελούνται τα έργα του Βορτνιάνσκη υπό
χορών, απαρτιζομένων εξ εκατόν ανδρών
και παίδων, κινούσι δε τον θαυμασμόν
και αυτών των Ευρωπαίων. Η διοικούσα
Σύνοδος της Ρωσσίας συνέστησε δι’εγκυκλίου
αυτής τω 1888 όπως επ’εκκλησίας γίνηται
χρύσιςς μόνον των μουσουργημάτων
του Βορτνιάνσκη, του Τουρτσιανίνου, και
του Βινογράδωφ, ως διασωζόντων αυστηρόν
εκκλησιαστικόν ύφος,
αποκλείσασα την χρήσιν των
μουσουργημάτων του Σοκολώφ και Λβόφσκη.
Τετραφώνως ψάλλουσιν εν ταις εκκλησίαις
των πόλεων της Ρωσσίας, εν δε ταις των
κωμοπόλεων και
χωρίων μονοφώνως,
ως υπάρχοντος ενός μόνου ψάλτου. Ιστορείται
ότι πρό ολίγων δεκαετηρίδων εν τη εν
Κιέβω μονή της Λαύρας, τη ιδρυθείση τον
ΙΑ' αιώνα, ην εν χρήσει ψαλμωδία, ήτις
εκρίνετο διάφορος πάσης
άλλης υφισταμένης εν Ρωσσία,. Τα
περιέχοντα την ψαλμωδίαν ταύτην μουσικά
βιβλία εισί γεγραμμένα επί
μονοφωνίας, φέρουσι δε παρασημαντικήν
ολίγον διαφέρουσαν της σημερινής
εκκλησιαστικής παρασημαντικής εν
Ρωσσία. Κατά τας τελευταίας
δεκαετηρίδας επί
των επί μιας
φωνής τούτων βιβλίων εφήρμοσαν
πιστότατα τριφωνίαν
δι’ευρωπαϊκής παρασημαντικής. Την
εν τη Λαύρα του Κιέβου μουσικήν
αποκαλούσιν οι Ρώσσοι Ελληνικήν, ίσως
διότι το πάλαι εν τη μονή ταύτη χρήσις
εγίνετο της Βυζαντινής μουσικής, την
οποίαν, καίτοι νυν μετέβαλον, νομίζουσιν
όμως ότι κατέχουσιν εσέτι.
*** Η
Γρηγοριανή και η Παλεστρινιανή μουσική
της Δυτικής Εκκλησίας. Κατά
τον Μεσαίωνα η γρηγοριανή μουσική
επεκράτησεν εφ’όλης της Δύσεως, ιδρύθη
δε τότε και ειδική Μουσική Σχολή, εν η
επιστημονικώς εδιδάσκετο και
εκαλλιεργείτο η μουσική αύτη. Μεθ’όλην
εν τούτοις την ληφθείσαν πρόνοιαν
περί διατηρήσεως και καλλιεργείας
της γρηγοριανής μουσικής, αύτη δεν
εβράδυνε να υποστή ποηλλάς αλλοιώσεις
και διαφθοράς. Η παραμόρφωσις δ’αυτής
επετάθη κυρίως επί
της βασιλείας του
διασημου Charlemagne (Καρόλου του Μεγάλου),
όστις μετακαλεσάμενος τους από των
γνησίων και αρχικών κανόνων της ιεράς
μουσικής του Γρηγορίου απομακρυθέντας
γάλλονς και γερμανούς μουσουργούς,
έλεξεν αυτοίς τάδε «Πότερον τυγχάνει
καθαρώτερον, η πηγή ή οι από ταύτης
σχηματισθέντες ρύακες, οίτινες ρέουσι
μακράν αυτής;». Οι πάντες δέν εδίστασαν ν’αποφανθώσιν
ότι καθαρωτέρα είναι η πηγή. «Λοιπόν,
υπέλαβεν ο αυτοκράτωρ, επανέλθετε εις
την πηγήν Γρηγορίον του Μεγάλου,
διότι βέβαιον είναι ότι απεμακρύνθητε
της υπ’αυτού καθιερωθείσης μουσικής
της Εκκλησίας». Κατά τον αυτοκράτορα,
αληθώς ευπαίδευτοι ησαν μόνον oι
γινώσκοντες απολύτως ν’άδωσιν· ου
μόνον δ’απήτει οι ιερείς να ώσι
μουσικοί, αλλά είχεν
απαγορεύσει την εις τα ανάκτορα είσοδον
παντι ιερεί, αγνοούντι την ανάγνωσιν και
την μουσικήν. Τοιουτοτροπως ο Charlemagne
αποκατέστησεν εν τη Ρωμαϊκη Εκκλησία, το
γνήσιον γρηγοριανόν άσμα. Kαι
πάλιν όμως βραδύτερον
νέας υπέστη η γρηγοριανή μουσική
παραμορφώσεις και παραφθοράς, και oύτω
προς τω γρηγοριανώ άσματι
ανεπτύχθη ιδία από
του τέλους της Α΄ μ.Χ: χιλιετηρίδος η
τετράφωνος εκκλησιαστική μουσική.
Προσθετέον δ’ ενταύθα ότι η αρμονική
αύτη μουσική είναι το πόρισμα συντόνων
και ενδελεχών αγώνων γενεών ή μάλλον
αιώνων ολοκλήρων, από της ΙΑ' μέχρι της
ΙΣΤ' μ.Χ. εκατονταετηρίδος, ότε αυτή
κυρίως έφθασεν εις πλήρη ακμήν. Είχεν ως
βάσιν την Γρηγοριανήν μουσικήν ως Cantum
firmum, αι δε συνθέσεις αυτής
περιοριζόμεναι κυρίως εις την φωνητικήν
μουσικήν ήσαν πολύφωνοι
και εξετελούντο υπό
μεγάλων χορών.
Αλλά συν τω χρόνω η Εκκλησιαστική
μούσική ήρξατο προσλαμβάνουσα
κοσμικόν πως χαρακτήρα, παρεκκλίνοντα
του σεμνού και επιβάλλοντος ήθους
των πάλαι εκκλησιαστικών ύμνων, ιδία,
του λεγομένον Cantus Choralis. Η τοιαύτη τροπή
συνετάραξε τα συντηρητικά στοιχεία εν
τη Δυτική Εκκλησία και προεκάλεσεν
αληθή εξέγερσιν αυτών
κατά της χρήσεως πάσης πολυφώνου
μουσικής εν τοις ναοίς. Τούτο και
προυτάθη ήδη μεσούντος του ΙΣΤ΄ αιώνος
εις την τότε συνελθούσαν εν Τριδέντω σύνoδoν,
την παρά Λατίνοις Οικουμενικήν
θεωρουμένην, και θα εγίνετο ίσως
αποδεκτόν, εάν μη ανεφαίνετο νέος
μεταρρυθμιστής της Εκκλησιαστικής
μουσικής, ο
κλεινός Πέτρος Λουδοβίκος Παλεστρίνας.
Ούτος συνέθεσε κατ’εντολήν της περί ης
ο λόγος Συνόδου
τρεις λειτουργίας, εξ ών η μία ιδία,
λεγομένη missa Marceli, εις ανάμνησιν του
ομωνύμου πάπα, όστις υπήρξε προστάτης
του μεγάλου μoυσoυργού, και ήτις
εκτελεσθείσα ενεποίησε
βαθυτάτην εντύπωσιν διά το απλούν
και αρχαιοπρεπές
αυτής ήθος, αλλ’ εν ταυτώ και διά το
ύψος και την μεγαλοπρέπειαν αυτής. Ο
Παλεστρίνας έσωσεν ούτω την τετράφωνον
μουσικήν διά την Δυτικήν Εκκλησίαν,
εγένετο δε ο ιδρυτής νέας σχολής της
Εκκλησιαστικής μουσικής εν Ιταλία, ην
εκλέϊσαν συν αυτώ και μετ’αυτόν και
άλλοι επιφανείς Ιταλοί, μουσουργοί, ων
τα έργα είναι αιώνια μνημεία της τέχνης,
άτινα ως τοιαύτα δεν
ανήκουσιν εις μόνην την Ιταλίαν και την
Δυτικήν Εκκλησίαν, αλλ’είναι κτήμα
ολοκλήρου του πεπολιτισμένου κόσμου. Η
νέα Εκκλησιαστική μουσική της Ιταλίας
έσχε ροπήν μεγάλην και επί τας άλλας
χώρας της
Εσπερίας, μάλιστα δ’επί
την Γερμανίαν, ήτις έκτοτε ανέλαβε την
ηγεσίαν, ως εν τη κοσμική μουσική, και εν
τη εκκλησιαστική. Εις
τούτο συνεβάλετο τα μάλιστα και η
εκκλησιαστική μεταρρύθμισις εν αυτή. Ο
Μαρτίνος Λούθηρος (1483), ειδώς κάλλιστα
οποίαν επιρροήν ηδύνατο να έχη υπό
θρησκευτικήν έποψιν η μουσική, εσκέφθη
να χρησιμοποιήση αυτήν υπέρ της
μεταρρυθμίσεως αυτού, εκλαϊκεύων ούτως
ειπείν τους εκκλησιαστικούς ύμνους και
καθιστών τούτους κτήμα, ουχί πλέον των
ιερέων και των ψαλτών, αλλ’ολοκλήρου
του λαού. Έκτοτε ήρξατο
αληθής άμιλλα εν τη χώρα εκείνη
μεταξύ των Διαμαρτυρομένων και των
Καθολικών, ως εν παντί άλλω κλάδω του
θρησκευτικού βίου, και εν τη
Εκκλησιαστική μουσική. Oι
Διαμαρτυρόμενοι, πλην των ύμνων των
ψαλλομένων συνήθως επ’εκκλησίας υπό
του λαού ολοκλήρου εν συνοδεία του
εκκλησιαστικού οργάνου, εκαλλιέργησαν
ιδία την χορικήν λεγομένην ψαλμωδίαν,
έχοντες εν τούτω πρότυπον την
Αμβροσιανήν ψαλμωδίαν, αλλ’εν
τετραφωνία. Προς
τα μεγαλείτερα είδη της μουσικής των
Καθολικών, άτινα ως εκ της καταργήσεως
της κυρίως λειτουργίας παρά τοις
Διαμαρτυρομένοις δεν ηδύναντο να
καλλιεργήσωσιν ούτοι, αντέταξαν τας
λεγομένας Cantatas και ιδία τα Ορατόρια, εν
είδος εκκλησιαστικών επών, ων η υπόθεσις
είναι ειλημμένη συνήθως εκ της Παλαιάς ή
Καινής Διαθήκης. Ταύτα απαρτίζονται ως
επί το πολύ
εκ ψαλμωδίας αφηγηματικής, εκ μονωδίας,
διωδίας, τριωδίας και εκ χορικών,
συνοδευομένων και τούτων υπ’οργανικής
μουσικής. Τα περιώνυμα Ορατόρια του
Σεβαστιανού Βάχ και των μιμητών αυτού
Χάϊνδελ, Μεδελσώνος, Μαξ Βρουχ και άλλων
μουσουργών της Γερμανίας είναι έργα υπό
έποψιν επινοίας, τέχνης και
μεγαλοπρεπείας θεωρούμενα ασυγκρίτω τω
λόγω ανώτερα των συνήθων μελοδραμάτων
και πάσης άλλης κοσμικής
μουσικής. Εν τη αμίλλη ταύτη των
Διαμαρτυρομένων δέν
καθυστέρησαν και οι Καθολικοί της
Γερμανίας και των άλλων χωρών εν τοις
νεωτέροις χρόνοις. Έχουσι να επιδείξωσι
και αυτοί και άλλα παντοία έργα
εκκλησιαστικής μουσικής των κορυφαίων
μουσουργών αυτών του Βετόβεν, Μόρζαρτ, Xάϋδν,
Λιστ, Γκουνώ, Χερουβίνη, Βέρδη και άλλων
πολλών. Ούτω η Εκκλησιαστική μουσική εν
τη Εσπερία έφθασεν εις το άκρον άωτον
της ακμής και
τελειότητος, υπερτερούσα υπό πολλάς
επόψεις πάσης
κοσμικής μουσικής. Λεκτέον
δ’ενταύθα ότι νυν ζήτημα
εκκλησιαστικής μουσικής υφίσταται και
εν τη Εκκλησία της
Ρώμης, διότι
εις τας κατά τον ΙΖ' και ΙΗ' αιώνα
δημοσιευθείσας εκδόσεις των
γρηγοριανών μουσικών κειμένων εγένοντο
αλλοιώσεις και παραφθοραί, και εκ των
ούτω παρηλλαγμένων κειμένων προήλθον τα
σήμερον εν ταις Εκκλησίαις εν χρήσει
όντα. Την τοιαύτην κατάστασιν λαβών υπ’όψιν
ο νέος της Δυτικής Εκκλησίας
ποντίφηξ Πίος ο Ι', εγκρατέστατος ων
της γνησίας Εκκλησιαστικης μουσικής,
μεθ’όλας τας
συμπαρομαρτούσας τω
υψηλώ αξιώματι αυτού ποικίλας ασχολίας,
και δη κατά τας απαρχάς
της αναρρήσεως αυτού εις τον παπικόν
θρόνον, δεν απηξίωσε ν’αναλάβη
τον αγώνα της εκκαθάρσεως της
σημερινής Εκκλησιαστικής
μουσικής από των αλλοιώσεων και των
διαφθορών, ας αύτη προϊόντος του χρόνου
υπέστη, και ν’αποκαταστήση εν τη
Εκκλησία της Ρώμης την αρχαίαν
Εκκλησιαστικήν μουσικήν, την
Γρηγοριανήν. Παρατηρητέον
δε ότι η κυρία αφορμή της παραμορφώσεως
και παραφθοράς της γρηγοριανής μουσικής
υπήρξεν η άγνοια της σημασίας των
μουσικών σημάτων ή σημαδίων (παρισταμένων
εν τοις κειμένοις εις διακεκριμένα απ’αλλήλων
συμπλέγματα, καλούμενα neumes) και η
παραραγνώρισις του
σκοπού αυτών εν τω
ρυθμικώ
οργανισμώ αυτής. Εν
τω διεξαγομένω δε αγώνι δεν
αποσκοπείται μόνον η
επιδιόρθωσις της εκκλησιαστικής
μουσικής και η
αποκατάστασις της γνησίας τοιαύτης,
αλλά και η από της Εκκλησίας απέλασις
της παρεισαχθείσης εις την τετράφωνον
μουσικήν θεατρικής μουσικής. Ο πάπας
Πίος ο Ι' συνεργάτη πολύτιμον εν τω έργω
της μεταρρυθμίσεως της ιεράς μουσικής
έχει τον αββάν Λαυρέντιον Παρώζην,
δεινόν μύστην και άγαν ζηλωτήν της
γνησίας ιεράς μουσικής, διευθυντήν δε εν
Ρώμη του εκκλησιαστικού χορού του ιερού
ναού του Σίξτου. __________________________ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Ε΄ ΑΠΟ
ΤΟΥ ΚΟΥΚΚΟΥΖΕΛΗ ΜΕΧΡΙ ΤΗΣ ΑΛΩΣΕΩΣ ΤΗΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ (1100-1453) Ιωάννης
Μαϊστωρ ο Κουκκουζέλης. Ο
ονομαστότατος ούτος μελοποιός των
βυζαντινών χρόνων, η δευτέρα πηγή της
Μουσικής μετά τον θείον
Δαμασκηνόν, ο και «Μαΐστωρ της
μουσικής» επικληθείς, αποτελεί ιδίαν
εποχήν εν τη ιστορία της ιεράς τέχνης ου
μόνον ως κατακοσμήσας την
εκκλησιαστικήν ψαλμωδίαν διά
μελισταγών ασμάτων, αλλά και ως
επενεγκών τροποποιήσεις τινάς και
μεταβολάς ή προσθαφαιρέσεις έν τισι
σημείοις της υπό του φωστήρος της
Δαμασκού καθιερωθείσης συμβολικής
γραφής των μελωδιών, ην και ηρμήνευσε
διά βραχείας ερμηνείας, μαρτυρούσης ότι
εν μουσικόν σημείον, ως π.χ. το Ουράνισμα,
συνίσταται, παρ’αυτώ εξ 20
απλών σημείων. Της παρασημαντικής
του Κουκκουζέλη
χρήσις εγίνετο μέχρι των μέσων του ΙΗ'
αιώνος, ότε ο Πρωτοψάλτης
της Μ. Εκκλησίας Ιωάννης ο
Τραπεζούντιος (1756), κελεύσει του
Οικουμενικού Πατριάρχου Κυρίλλου του
από Νικομηδείας, χάριν ευχερεστέρας
μεταδόσεως της ψαλμωδίας μετέβαλε το
σύστημα των χαρακτήρων, εισαγαγών
απλουστέραν μέθοδον παρασημαντικής,
χαρακτήρας δηλονούν μoυσικούς
στοιχειώδεις εν μέρει και κατά τι
διαφόρους των προ αυτoύ εν χρήσει,
κλίνοντας δε επί το εξηγηματικόν. Εγεννήθη
ο Ιωάννης κατά τον ΙΒ' αιώνα εν Δυρραχίω
της Ιλλυρίας, ωνομάσθη δε Κουκκουζέλης
διότι
ερωτώμενος τι τρώγει υπό των συμμαθητών
αυτού εν τη εν Κωνσταντινουπόλει
αυτοκρατορική σχολή, εις ην εισήχθη
ορφανός πατρός ταις ενεργείαις
της μητρός αυτού,
απήντα «κουκκία
και ζέλια»
(χόρτα), άτε δι’αυτών τρεφόμενος ένεκα
της πτωχείας αυτού. Ο
Ιωάννης κλίσιν παιδιόθεν
αισθανόμενος ου μόνον προς τα γράμματα
αλλά και προς την ιεράν μουσικήν,
διαπρέπων δε και διά το ηδυμελίφθογγον
της φωνής αυτού,
προσελήφθη και εις την
βασιλικήν Μουσικήν Σχολήν,
αναδειχθείς κράτιστος μύστης της θείας
τέχνης και εφελκύσας
την αγάπην των μεγιστάνων της εποχής
και τήν εύνοιαν του αυτοκράτορος, υφ’ου
διορίζεται, αρχιμουσικός
των αυτοκρατορικών ψαλτών. Αλλ’ο
Ιωάννης, καίπεο απολαύων εν τω Παλατίω
πάντων των αγαθών, και γινώσκων την
επιθυμίαν του αυτοκράτορος όπως
εισαγάγη αυτόν εις συγγενικήν
συνάφειαν μετά
τινος των μεγιστάνων, προνοών όμως
μάλλον περί της ψυχής αυτού, αποφασίζει
να εγκαταλείψη το Παλάτιον. Επί τούτω
απατά τον
αυτοκράτορα και μεταβαίνει εις την
γενέθλιον χώραν όπως λάβη δήθεν
την επί τω γενησομένω γάμω μητρικήν
συγκατάθεσιν. Εκεί εμέλισε
την θρηνωδίαν (μυρολόγι) «Βουλγάραν»
καλουμένην, ην ήκουσε
κρυφά ιστάμενος εντός της οικίας παρά
της θρηνωδούσης μητρός αυτού, προς ην
φίλοι του Ιωάννου ψευδώς και σκοπίμως
ανήγγειλαν τον θάνατον του υιoύ αυτής. Επανελθών
ο Ιωάννης εις Κωνσταντινούπολιν και
πληροφορηθείς παρά του ένεκα υποθέσεων
εν τω Βυζαντίω ευρισκομένου ηγουμένου
της εν Αγίω Όρει μονής της Μεγίστης
Λαύρας τα περί του βίου των εν Άθω
ερημιτών, απεφάσισε δραπετεύων να
μεταβή εις Άγιον Όρος, φέρων μεθ’εαυτού
την ράβδον και τον χιτώνα αυτού. Εν τη
μονή της Λαύρας ερωτηθείς ο Ιωάννης υπό
του θυρωρού τις ην, και τι θέλει,
απεκρίθη ότι είναι άνθρωπος χωρικός,
ποιμήν προβάτων και ότι επιθυμεί
το μοναχικόν σχήμα.
Επί τη παρατηρήσει δε του θυρωρού
περί της νεότητος του ξένου, ο
Ιωάννης ταπεινώς απήντησε το του
Ιερεμίου «Αγαθόν ανδρί, όταν άρη ζυγόν
εν τη νεότητι αυτού» (Θρην. Γ' 27). Εν τη
Λαύρα κείρεται μοναχός και διορίζεται,
ποιμήν των τράγων της μονής.
Ανεγνωρίσθη δε υπό του ηγουμένου, ως εκ
του εξής γεγονότος: Ημέραν τινά ο
Ιωάννης καθήμενος και φυλάττων το
ποίμνιον αυτού ήρξατο ψάλλων· ερημίτης
δε τις ήκουσε την γλυκυτάτην αυτού φωνήν
και μετ’εκπλήξεως παρετήρησεν ότι και
αυτοί oι τράγοι ητένιζον προς τον
ποιμένα αυτών ως εκ τoυ μέλους της
ψαλμωδίας αυτού· αναγγέλει τότε ταύτα
τω ηγουμένω της Λαύρας, υφ’ου
προσκαλείται ο Ιωάννης, αναγνωρίζεται
και επιτιμάται ως μη δηλώσας
εγκαίρως ότι ήτο ο πεφιλημένος
ηδύφωνος μουσικός του αυτοκράτορος. Ο
ηγούμενος αναγγέλλει τα κατά τον
Ιωάννην εις τον αυτοκράτορα,
συγκατατεθέντα όμως
να μη ενοχλήση τον δραπετεύσαντα εκ
του Παλατίου αγαπητόν μουσικόν αυτού. Έκτοτε
ο Ιωάννης έζη εντός κελλίου τινός της
Λαύρας, τας δε Κυριακάς και
εορτάς έψαλεν εις τον ναόν μετά
κατανύξεως συν τοις άλλοις ιεροψάλτοις.
Οι κόποι δε αυτού και ο προς την μελωδίαν
ζήλος αντημείφθησαν δι’oυρανίου
επισκέψεως. Κατά την παράδοσιν, έν τινι
παννυχίδι τω σαββάτω της Ε εβδομάδος των
Νηστειών, ότε ψάλλεται ο Ακάθιστος ύμνος,
μετά το τέλος του κανόνος ο Ιωάννης
κεκοπιακώς εκ της αγρυπνίας
απεκοιμήθη εις το στασίδιον, και
αφυπνισθείς ευρίσκει εν τη χειρί αυτού
το δώρον της Θεοτόκου, χρυσούν νόμισμα,
ου το ημισυ άχρι, σήμερον εύρηται παρά
την εικόνα της
Θεοτόκου εν τω ναώ της Λαύρας, το δ’έτερον
ήμισυ ζητηθέν,
λόγω ευλαβείας, εστάλη εις την Ρωσσίαν.
Εντεύθεν ο Ιωάννης υπερηύξησε τον
προς την ψαλμωδίαν ζήλον αυτού και
έψαλεν εν τω ναώ καθ' εκάστην, παθών δε
τον πόδα ως εκ της συνεχούς στάσεως κατά
την ψαλμωδίαν εν τω ναώ, εθεραπεύθη
υπό της Θεοτόκου. Ο Ιωάννης εθαυμάζετο
επί τε τη τέχνη και γλυκύτητι
της φωνής και επι τη Ο
Κουκουζέλης συνέγραψε θεωρητικόν έργον
περί Μουσικής τέχνης, και βιβλίον δια
μουσικών σημείων περιέχον
εκκλησιαστικά άσματα. Εποίησε το
λεγόμενον Μέγα Ίσον της Παπαδικής, όπερ
ευρισκόμενον εις τας παλαιάς Παπαδικάς
μετηνέχθη υπό Πέτρου του Πελοποννησίου
εις την εαυτού παρασημαντικήν, εις δε
την νέαν υπό των τριών εφευρετών του
νέου συστήματος· προσέτι τον κυκλικόν
Μέγιστον Τροχόν της μουσικής, όστις έχει
περί αυτόν ετέρους τέσσαρας μικροτέρους
Τροχούς, εξ ών οι μεν δύο, άνωθεν δεξιά
και αριστερά, oι δε δύο κάτωθεν ομοίως.
Έκαστος δε τούτων διά μαρτυριών παριστά
την πλαγίαν πτώσιν ενός εκάστου πλαγίου
ηχου προς τον εαυτού κύριον ήχον, και
ένθα, παραβάλλει ο ποιητής τους καθ’ημάς
οκτώ ήχους μετα των οκτώ ήχων των
αρχαίων· άνωθεν δε και κάτωθεν των
μικροτέρων Τροχών φέρει ολογράφως τα
ονόματα των
κυρίων και
πλαγίων ήχων, ως, Δώριος, Λύδιος, Φρύγιος,
Μιξολύδιος, Υποδώριος, Υπολύδιος,
Υποφρύγιος, Υπομιξολύδιος. Εμουσούργησε
προσέτι κατά τους οκτώ ήχους Χερουβικά
σύντομα και μακρά έντεχνα, εξ ων σώζεται
εν εις ήχον Πλ.Β΄ (παλατιανόν),
εν Κοινωνικόν «Αινείτε» εις
ήχον Πλ.Α΄, και εν «Γεύσασθαι» εις
ήχον Πλ. Α΄, τα μεγάλα και έντεχνα
Ανοιξαντάρια, το αργόν «Μακάριος ανήρ»,
το εις την
αρτοκλασίαν «Χαίρε κεχαριτωμένη» κατ’αναγραμματισμόν
εις ήχον Α΄ τετράφωνον,
Αλληλουάρια εις
ήχον Α΄ και Πλ. Α', το «Άνωθεν oι
Προφήται», την φήμην «Τον δεσπότην και
αρχιερέα», πολυελέους, δοχάς,
καλοφωνικούς ειρμούς, πασαπνοάρια και
άλλα πλείστα, ων τινά εισιν εκδεδομένα
και άλλα ανέκδοτα. *** Oι
από του ΙΒ΄ μέχρι του ΙΕ΄ αιώνος
υμνογράφοι και μουσικοί. Γρηγόριος
Κουκκουζέλης,
μοναχός, δομέστικος της εν Αγίω Όρει
ιεράς μονής της Μεγίστης Λαύρας, ένθα
εμόναζε κατά τον ΙΒ' αιώνα· εκ των
μαθητών του ονομαστού
Ιωάννου του Κουκκουζέλη. Υπήρξε
μουσικός πεφημισμένος. -Γεώργιος
Κοντοπετρής, δομέστικος, ακμάσας κατά
τον ΙΒ' αιώνα μετά τον Κουκκουζέλην.
Έχει μουσουργήματα πολλά εις το
Στιχηράριον, Μαθηματάριον,
Κρατηματάριον και την ΙΙαπαδικήν,
μετενεχθέντα και εις την
νυν εν χρήσει παρασημαντικήν
και εκδοθέντα εις
διαφόρους Μουσικάς Ανθολογίας. -Ξένος
ο Κορώνης, εκ Κορώνης της Πελοποννήσου
καταγόμενος, Πρωτοψάλτης της Αγίας
Σοφίας, ακμάσας μετά τον Ιωάννην τον
Κουκκουζέλην. Ο έξοχος ούτος μουσικός
είχε και αδελφόν μουσικόν τον Αγάθωνα,
ποιήσαντα μαθήματα εις την ΙΙαπαδικήν,
και υιόν μουσικόν τον Μανουήλ,
μελίσαντα μαθήματα ευρισκόμενα εις το
Μαθηματάριον. Ξένος ο Κορώνης, συνέγραψε
περί Μουσικής Εγχειρίδιον, εις ο
πραγματεύεται περι ήχων, περί φθορών κτλ.
ανεδείχθη ο εξοχώτερος πάντων των
θεματογράφων του Μαθηματαρίου είδους
των αναγραμματισμών και του
Κρατηματαρίου. Εμέλισε το εις ήχον Β' «Δύναμις»
μετά του κρατήματος, το «Άγιος, Κύριος
Σαβαώθ» της
λειτουργίας του Μεγάλου Βασιλείου, και
το «Επί σοι χαίρει» εις ήχον Πλ. Δ', και
άλλα τινά. -Θεόδωρος
Πρόδρομος (1150),
συνέγραψεν ερμηνείαν εις
τους ιερούς Κανόνας
Ιωάννου του Δαμασκηνού και Κοσμα· περί
την ποίησιν και
μουσικήν έμπειρος. -Ευστάθιος
Θεσσαλονίκης αρχιεπίσκοπος (1170),
συνέγραψε περί μουσικής προσωδίας,
ηρμήνευσε δε και τον εις την Πεντηκοστήν
ιαμβικόν κανόνα του
Δαμασκηνού. -Θεόδωρος
Βαλσαμών, ο
τω 1190
πατριάρχης Αντιοχείας, και εν τοις
μελωδοίς αριθμούμενος. -Χριστόφορος
ο πατρίκιος και
εξ απορρήτων της αυτοκρατορικής αυλής,
ήκμασε κατά τον ΙΒ' αιώνα, ποιήσας
κανόνας, προσόμοια εις διαφόρους αγίους
και άλλα ιερά άσματα. -Θεόκτιστος
μοναχός, ακμάσας
κατά τον ΙΒ' αιώνα και τακτοποιήσας τα
διάφορα εκκλησιαστικά βιβλία. Έγραψε Mηναία,
τα οποία είναι γεγραμμένα
διά μουσικών σημείων, εποίησε δε και
διάφορα στιχηρά. -Ιωάννης
Βατάτζης, αυτοκράτωρ
του Βυζαντίου (1222), εποίησε
πολυελέους και δοξολογίας. -Νικηφόρος
Βλεμμίδης (1198-1272),
σοφός μοναχός, αριθμούμενος εν τοις
μελωδοίς της Εκκλησίας. -Γερμανός
ο νέος, πατριάρχης
Κων/πόλεως (1222), εποίησεν
άσματα ιδιόμελα και την ακολουθίαν
της ια' Οκτωβρίου. -Θεόδωρος
Λάσκαρις αυτοκράτωρ
Νικαίας (1255-1269). Ο ευσεβής βασιλεύς
απόβλητος ων του θρόνου υπό των
Σταυροφόρων, και στενάζων εν
Νικαία εποίησε τον προς την Θεοτόκον
εξαίρετον παρακλητικόν κανόνα εις ήχον
Πλ.Δ' προς το «Αρματηλάτην Φαραώ»,
ψαλλόμενον κατά την δεκαπενθήμερον της
Κοιμήσεως της Θεοτόκου νηστείαν και
συμπεριληφθέντα εν τη Παρακλητική. Τού
εστεμμένου μελωδού σώζεται και έτερος
κανών εις την Θεοτόκον. Εις
αυτόν αποδίδονται και Κοινωνικά και
μαθήματα του Κρατηματαρίου. -Αθανάσιος
ο νέος, πατριάρχης Κων/πόλεως,
αριθμείται εν τοις Θεοτοκαριογράφοις
της Εκκλησίας, ποιήσας κανόνας
παρακλητικούς εις την
Θεοτόκον. -Γιωβάσκος
ο Βλάχος, άριστος
μελοποιός, ακμάσας κατά τον ΙΓ΄αιώνα.
Εμέλισε διάφορα άσματα και ιδία
Δοξολογίας, εξ
ων διακρίνεται
η εις την Ύψωσιν του Τιμίου Σταυρού
πανηγυρική και χαρμόσυνος εις ήχον Δ'
μετά δύο ασματικών εις τον αυτόν ήχoν (ων
το μεν εκτενέστερον, το δε συντομώτερον),
μετενεχθέντων παρά Πέτρου του
Πελοποννησίου εις την παρασημαντικήν
αυτού, παρά δε Γρηγορίου του Πρωτοψάλτου
και Χουρμουζίου Χαρτοφύλακος εις την
σήμερον εν χρήσει, ψαλλομένων δε και νυν
κατά την εορτήν της Υψώσεως του Σταυρού
και την Γ΄Κυριακήν των
Νηστειών. -Γρηγόριος
Σιναΐτης μοναχός,
τελευτήσας τω 1310. Εποίησε τροπάρια και
κανόνας. -Ισίδωρος
Βουχηράς, πατριάρχης
Κων/πόλεως, ετελεύτησε τω 1349.
Εις αυτόν αποδίδονται κανόνες και
ύμνοι Ακάθιστοι εις αγίους κτλ. -Νικηφόρος
Καβάσιλας (1350),
αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, συνέγραψε
προς τοις άλλοις και «Ερμηνείαν της
θείας λειτουργίας», εν η και περί
των ιερών ψαλμωδιών. -Νικηφόρος
Κάλλιστος, ιερεύς του ναού της αγίας
Σοφίας, ανήρ πολυμαθής, γόνιμος
υμνογράφος και ασματογράφος,
γεννηθείς περί
τα μέσα του ΙΔ' αιώνος, εποίησεν
ακολουθίαν εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον
της Ζωοδόχου Πηγής και συναξάριον περί
της εορτής, ακολουθίαν των εγκαινίων του
νoυ της Ζωοδόχου Πηγής,
κανόνα εις την Θεοτόκον, διάφορα
ασματικά προϊόντα, τροπάρια,
συναξάρια εις
τας επισήμους εορτάς
του Τριωδίου, σύνoψιν
Τριωδίου και Πεντηκοσταρίου, σύνοψιν
Τριωδίου ακριβεστάτην, ερμηνείαν των
Αναβαθμών των οκτώ ήχων και πολλά άλλα
έργα. -Μανουήλ
Βρυέννιος (1320),
ο εξοχώτερος των μουσικών θεωρητικών
διδασκάλων της βυζαντινής εποχής,
συγγράψας αξιόλογον περί Μουσικής
σύγγραμμα, εν ω πραγματεύεται περί, της
ποιότητος, περί των
οκτώ ήχων, περί
φθόγγων, περί
των των κοινών τετραχόρδων των αρχαίων
μεθ' ενός σφαιρικού σχεδίου κατά το
σχήμα της διαπασών και της δις διαπασών,
και συνεχομένου μεθ' ενός πυθαγορικού
πίνακος, εφ’ου δεικνύονται
τα ονόματα των χορδών και αι κατά κλάδον
αφαιρέσεις των
ήχων. Εκ του συγγράμματος τούτου
καρπούμεθα ωφέλειάν τινα
περό της μουσικής των αρχαίων
Ελλήνων, διότι πολλά ηρανίσατο ο
Βρυέννιος εκ των Αλεξανδρινών μουσικών,
ιδίως εκ του Ευκλείδου και Αριστείδου,
ΙΙτολεμαίου και άλλων, παρενείρει δε και
ουκ ολίγα ίδια περί
των συγχρόνων αυτού μελοποιών, τα
πλείστα όμως σκοτεινά και ασαφή,
συμπεπιλημένα μάλιστα μετά
δυσκαταλήπτων μαθηματικών ακριβολογιών.
Εν γένει ο Βρυέννιος εγένετο η κυρία
αφορμή των περί της βυζαντινής μουσικής
γενομένων ειρευνών, αίτινες πρώτιστα
και μάλιστα αποβλέπουσι προς την
διευκρίνησιν των διαφόρων ιστορικών
αλλοιώσεων της αρχαίας, της μεσαιωνικής
και της καθ’ημάς εκκλησιαστικής
μουσικής. -Θεόληπτος
Φιλαδελφείας μητροπολίτης
γενόμενος τω 1310, εποίησε κατανυκτικούς
ύμνους, εν οις και κανόνας. -Γρηγόριος
Παλαμάς μητροπολίτης
Θεσσαλονίκης αναδειχθείς τώ 1347,
συναριθμείται εν τοις ασματογράφοις
της Εκκλησίας.
Φιλόθεος
Κωνσταντινουπόλεως πατριάρχης (1354),
ανήρ διάσημος επί παιδεία και
υμνογραφική δεξιότητα, ποιήσας
ασματικάς ακολουθίας εις διαφόρους
αγίους, κανόνας, τροπάρια, στιχηρά και
ακαθίστους ύμνους, και άλλα. -Λέων
Βάρταλης ο
και Μαγίστωρ επωνυμούμενος, ανθύπατος,
πατρίκιος επί Ανδρονίκου του
πρεσβυτέρου. Συνέγραψε
πόνημα περί Τροπαρίων, εποίησε δε και
διάφορα δοξαστικά. -Θεόδουλος
Θηκαράς, επί Ανδρονίκου του
πρεσβυτέρου υπήρξε μάγιστρος
και ρήτωρ της αυλής,
φημιζόμενος ως μουσικός και
υμνογράφος. Εποίησε διαφόρους ύμνους
και στιχηρά, μαθήματα της Παπαδικής και
του Στιχηραρίου, έγραψεν Ωρολόγιον
περιέχον ύμνους και ευχάς διαφόρων
Πατέρων και Θεοτοκάριον περιλαμβάνον
παρακλητικούς κανόνας διαφόρων υμνωδών.
-Μανουήλ
Παλαιολόγος ο
αυτοκράτωρ (1391-1425), εποίησεν
άσματα εκκλησιαστικά,
-Συμεών
Θεσσαλονίκης αρχιεπίσκοπος
αναδειχθείς τω 1410,
τιμήσας την μνήμην αγίων δι’ιερών
ύμνων. -Ιωάννης
Κλαδάς, λαμπαδάριος
της Αγίας Σοφίας,
θεωρούμενος μετά τον Δαμασκηνόν και
Κουκουζέλην «η τρίτη πηγή της Μουσικής»,
ανήρ λογιώτατος και μουσικώτατος.
Έγραψε περί Μουσικης, πραγματευσάμενος
περί μετροφωνίας, μουσικών σημείων κτλ.,
εμελοποίησε τον Ακάθιστον ύμνον κατά
μίμησιν των προ αυτού ακμασάντων εξόχων
μελωδών, εποίησε διάφορα άσματα,
Ανοιξαντάρια μεγάλα, μαθήματα του
Μαθηματαρίου είδους των
αναγραμματισμών, Χερουβικά εκτεταμένα
οκτώ, ισάριθμα Κοινωνικά των Κυριακών «Αινείτε»,
το μέγα και το μικρόν «Γεύσασθε» της
λειτουργίας των Προηγιασμένων, το
νεκρώσιμον μέγα άσμα
«Άγιος ο Θεός» και το «Την γαρ σην μήτραν»,
άτινα μετηνέχθησαν εις την νυν εν χρησει
παρασημαντικήν, και
τινα εξ αυτών τύποις εξεδόθησαν. Συνέσιος
αγιορείτης μοναχός, ζήσας προ της
αλώσεως, εποίησε μαθήματα ανήκοντα εις
το Παπαδικόν μέλος. -Μάρκος
Ευγενικός, ο
Εφέσου μητροπολιτής, ήκμασε
κατά το πρώτον ημισυ του ΙΕ' αιώνος,
τελευτήσας τω 1451, εκ των διασ΄μων
ασματογράφων της Εκκλησίας, ποιήσας
μαθήματα εις τε την Ιιαπαδικήν και το
Κρατηματάριον, ασματικούς κανόνας και
στιχηρά, ερμηνεύσας
δε και τους ύμνους του ιερού
Δαμασκηνoύ. -Θεόδωρος,
Βυζάντιος την πατρίδα, ήκμασεν
επί της βασιλείας Ιωάννου και
Κωνσταντίνου των Παλαιολόγων, έζη δε τω
1453. Υπήρξε δόκιμος υμνογράφος και περί
την μουσικήν εμπειρότατος,
γράψας μάλιστα και περί
Εκκλησιαστικής Μουσικής. Ουκ ολίγα
μουσουργήματα εμέλισε, μετενεχθέντα
εκ της αρχαίας παρασημαντικής εις
την νυν εν χρήσει. -Γεράσιμος
Χαλκόπουλος, μοναχός και Δομέστικος
εν Άθω, σύγχρονος δε Θεοδώρου του
Αγαλλιανού. Υπήρξε μαθητής Μανουήλ του
Χρυσάφου, μελίσας άσματα εις το
Παπαδικόν μέλος. ________________ Η
ΝΕΩΤΕΡΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ (1453-1900) ΠΕΡΙΟΔΟΣ
ΣΤ΄ ΑΠΟ
ΤΗΣ ΑΛΩΣΕΩΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ΜΕΧΡΙ
ΠΕΤΡΟΥ ΤΟΥ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΟΥ (1453-1730) Ιστορική
συνάφεια της μεσαιωνικής και της μετά
την άλωσιν Εκκλησιαστικής Μουσικής. Επειδή
υπήρξαν εν τοις κάτω χρόνοις ένιοι
ισχυρισθέντες, ότι η Βυζαντινή
Μoυσική κατά
τοις μετά την άλωσιν χρόνους παντελώς
ηλλοιώθη ή εξηφανίσθη εξ επιδράσεως ή εξ
εκνικήσεως της των κατακτητών
και ότι η εν χρήσει νυν παρ’ημίν
Εκκλησιαστική Μουσική είναι ξένη και
παρείσακτος, ως φαίνεται εκ της
ομοιότητος εκκλησιαστικών τινων μελών
προς τα μέλη της ασιατικής μουσικής,
ερχόμε0α να δείξωμεν ότι ο ρηθείς
διϊσχυρισμός ουδέν αποδεικνύει, αλλ’ότι
το μέγα εθνικόν
δράμα του 1453 επέφερε μεν ισχυρόν κτύπημα
και κατά του μεγαλοπρεπούς ιερού μέλους
του Βυζαντίου και συνετέλεσεν επομένως
εις την αλλοίωσιν αυτού εν μέρει, εν τοις
καθόλου όμως μένει το αυτό κατά την
ουσίαν και τα κεντρικά αυτού στοιχεία. Ουδείς
ο αρνούμενος ότι η μουσική κλίμαξ
της Ανατολής κοινή τυγχάνει
μετά της ελληνικής, ότι το μέλος της
ασιατικής παραβαλλόμενον προς το της
Εκκλησιαστικής ημών Μουσικής
συμβιβάζεται κατά τε τους
ήχους και τα
χρώματα, και ότι ο διοργανισμός της
αραβοπερσικής μουσικής ελήφθη εκ των
Ελλήνων. Ο Westphal εν τη «Ιστορία της
αρχαίας Ελληνικής Μουσικής» παριστών
την επενέργειαν της Μουσικής εν τω
εξελληνισμώ της Ασίας επί των διαδόχων
του Μ. Αλεξάνδρου ισχυραν και τελεσφόρον,
ιστορεί ότι οι διάδοχοι των Αρσακιδών
και των Σασσανιδών εθεράπευσαν μετά
πλείστου ζήλου την
Μουσικήν των Ελλήνων, ως βραδύτερον και oι
πρώτοι Καλίφαι παρέλαβον ουκ ολίγους
μουσικούς και αοιδούς, διαδόντας και
παρα τοις Άραψι την κατά το μάλλον και
ήττον ακμάζουσαν αυτόθι ελληνικήν
μουσικήν. Ο αυτός σοφός απέδειξεν ότι τα
πλείστα των μέτρων της περσικής
ποιήσεως είναι ελληνικής καταγωγής, ότι
από του Γ΄π.Χ. αιώνος οι Πέρσαι ενέτεινον
εις ελληνικά μέτρα τον ποιητικον αυτών
λόγον, και ότι ουδέ παρ’αυτοίς τοις
Ρωμαίοις η ελληνική μετρική εισεχώρησε
τοσούτον και προσέλαβεν ίδιον εθνικόν
χαρακτήρα, όσον παρά τοις Πέρσαις. Oι
Άραβες συγγραφείς του Ι' και ΙΑ' μ.Χ.
αιώνος ομολογούσαν ότι παρά των
Βυζαντινών έλαβον την
τέχνην της μουσικής. Διέσωσαν δε oι
Άραβες ευτυχώς εν μεταφράσει
ποιήματα Ελλήνων φιλοσόφων (του
Αριστοξένου και Αριστείδου του
Κυντιλιανού), ων τα
πρωτότυπα απώλοντο, διό και
κατώρθωσαν να διατηρήσωσιν εν τη εθνική
αυτών μουσική πολλά σημεία
καταδεικνύοντα εναργέστατα τον
ελληνικόν αυτών χαρακτήρα. Την
ομοιότητα λοιπόν του μέλους
της ασιατικής μουσικής προς τους
ήχους και τα χρώματα της ημετέρας δεν
αρνούμεθα. Ομοίως δεν αρνούμεθα ότι
υπέστη τινάς μεταβολάς η αρχαία
βυζαντινή μουσική, εκ του πανδαμάτορος
χρόνου και των περιστάσεων μετά την
άλωσιν, και ότι εν τη ημετέρα μουσική
ακούονται μέλη παρείσακτα. Αρνούμεθα
όμως ότι το ημέτερον έθνος κατά τους
μετά την άλωσιν χρόνους, έχον την
εθνικήν αυτού μουσικήν, συμβιβαζομένην
κατά πάντα προς το σεμνόν και ιεροπρεπές
της θείας λατρείας, εδανείσθη ξένην
μουσικήν (δύσκολον εις την εκμάθησιν διά
την ποικιλίαν των ρυθμών εν ταις
μελωδίαις, και την χρήσιν της
χειρονομίας, και ως στερουμένην ιδίου
γραπτού μουσικού συστήματος), αφoύ και
αυτή την γλώσσαν των κρατούντων
ηγνόουν έτι oι εντεύθεν
του Ολύμπου και oι κάτοικοι των νήσων
του Αγαίου, και αφού εκ της ιστορίας
γνωρίζομεν ότι oι κατακτηταί παρέλαβον
παρά των απομεινάντων εν τω Βυζαντίω
μετά την άλωσιν αριστοκρατικών
οικογενειών τον πολιτισμόν των
Βυζαντινών, την μαγειρικήν και πάσαν την
εθιμοτυπίαν αυτών. Oι θεωρούντες την
μετά την άλωσιν μουσικήν ημών
Τουρκοαραβοπερσικήν ως εκ της χρήσεως
εν αυτή λέξεων τινών ως Ατζέμια,
Νισαμπούρια, Χισσάρια, Μουστάρια,
Μπεστενγκιάρια, ας εδανείσθησαν oι κατά
καιρούς μουσικοδιδάσκαλοι εκ της
κρατούσης εν Βυζαντίω γλώσσης προς
σαφεστέραν ερμηνείαν εις τους μαθητάς
αυτών των
διαφόρων μουσικών όρων, αμάθειαν
παχυλωτάτην καταπροδίδουσι, διότι,
φαίνεται, ούτε τας αναλόγους
επιστημονικάς ερεύνας επί
της ημετέρας μουσικής εποίησαν, ούτε
το μουσικόν σύστημα εν τη ουσία αυτού
εμελέτησαν. Η ημετέρα δε Εκκλησία ως
διέσωσε την των Εκκλησιαστικών
ακολουθιών γλώσσαν, ούτω
διέσωσε μετά την άλωσιν και την
μουσικήν του Έθνους, την αναποσπάστως
συνδεδεμένην μετά της θρησκείας και της
εθνικότητος ημών, μεταδιδομένην δε διά
της διαδοχικής ακροάσεως και της από
γενεάς εις γενεάν μεταδόσεως. Και ως η
γλώσσα αμαυρωθείσά πως αναγνωρίζεται ως
γνησία ελληνική κατ' ουσίαν, ούτω και η
μουσική αναγνωρίζεται έχουσα ελληνικήν
μορφήν, υποκρυπτομένην υπό τον
βυζαντινόν μανδύαν. Ηλλοιώθη όμως η
μουσική εν μέρει μόνον εν τοις αργοίς
Παπαδικοις μέλεσι, προσλαβούσα σμικρά
μελικά μόρια εκ
του οθνείου κονιορτού, oυχί όμως και εν
τοις Ειρμολογικοίς και Στιχηραρικοίς,
διότι αι μελωδίαι αυτών
ούτε ν’αλλοιωθώσι δύνανται ούτε να
μεταβληθώσιν, άτε
ούσαι μεμελισμέναι
κατά προσόμοιον τρόπον, και ων το
μουσικόν διάγραμμα εγένετο επί ενός
Τροπαρίου, ίνα κατά τον ρυθμόν αυτού και
το μέλος ψάλωσι πολλά άλλα τροπάρια.
Ώστε η μετά την άλωσιν και μέχρι σήμερον
διασωζομένη Εκκλησιαστική
ημών Μουσική μεθ’όσας και αν
υποτεθή ότι υπέστη μεταβολάς και
αλλοιώσεις, δυνάμεθα να ισχυρισθώμεν
ότι δεν μετέβαλε τας αρχαίας βάσεις και
τον ουσιώδη χαρακτήρα αυτής, δεν απώλεσε
την αρχαίαν μορφήν αυτής και
σύστασιν, αλλά διεσώθη ημίν ως παρέλαβον
αυτήν αρχήθεν oι πατέρες ημών, και ότι
είναι συνέχεια της βυζαντινής και
θυγάτηρ της αρχαίας ελληνικής μουσικής,
ως μαρτυρεί τούτο αρκούντως
και η δημώδης εθνική ημών
μουσική, ήτις από στόματος εις στόμα
παρά των πατέρων ημών μέχρις εσχάτων
διατηρηθείσα ως εθνικόν τι κληροδότημα,
φέρει πασιφανώς πάντας τους χαρακτήρας
γνησίας προς
την ιεράν μουσικήν αδελφής, ήτοι την
αυτήν προς τας σωζομένας εκκλησιαστικάς
υμνωδίας κλίμακα, τους αυτούς ήχους,
τα αυτά συστήματα
και τα αυτά γένη. Άλλοις λόγοις,
διεσώθη ημίν διά των μετά την άλωσιν
ακμασάντων ιεροφαντών της ιεράς τέχνης
ο κρίκος της συνδεούσης ημάς αλύσεως
προς τους βυζαντινούς μουσουργούς. *** Oι
από του ΙΕ' μέχρι του ΙΗ' αιώνος
υμνογράφοι και μουσικοί. Εκ
των μετά την άλωσιν επί παιδεία
διαπρεψάντων εκ
τε του ιερού κλήρου και του λαού ανδρών, oι
εξής και την ιεράν μουσικήν
εκαλλιέργησαν και πολλά
εμέλισαν. Γενάδιος
ο Σχολάριος, ο μετά την άλωσιν ανελθών
πρώτος τον πατριαρχικόν
θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως·
Κωνσταντινος
Λάσκαις ο
Πωγωνιάτης, διδάξας
τα ελληνικά γράμματα εν Ιταλία, μετά
την άλωσιν
και μελίσας διάφορα
άσματα· Αθανάσιος
Ραψακίτας ή
Ραψακιώτης ακμάσας
μικρόν μετά την άλωσιν, εμέλισε τους ύμνoυς
της λειτουργίας του
Μ.Βασιλείου «άγιος, άγιος, άγιος
Κύριος Σαβαώθ», «Αμήν», «Σε υμνούμεν»,
«Την γαρ σην μήτραν» (εις ήχον
Α΄τετράφωνον), Koινωνικά και έντεχνον
πολυέλεον· Νικόλαος
Μαλαξός, ακμάσας περί
τα τέλη του ΙΕ' αιώνος, ποιήσας στιχηρά,
δοξαστικά, τροπάρια, μεγαλυνάρια και
ασματικούς κανόνας· Ιουστίνος
Δεκάδυος (1520)
ο εκ Κερκύρας, ποιήσας κανόνας εις
την Θεοτόκον και Ακολουθίας αγίων Γρηγόριος
Σαβαΐτης, ζήσας
περί τας αρχάς του ΙΣΤ΄ αιώνος, μελίσας
διάφορα έργα, εν οις και Πασαπνοάριον
του Όρθρου αργόν εις
ήχoν Δ' καλλωπισθέν ακολούθως υπό
Γερμανού του Νέων Πατρών· Μανουήλ
ο Χαρτοφύλαξ και
Μέγας Ρήτωρ της Μεγάλης Εκκλησίας,
ακμάσας κατά το
πρώτον ήμισυ της ΙΣΤ' εκατονταετηρίδος,
ποιήσας στιχηρά, κανόνας εις αγίους και
εις την Θεοτόκον, μoυσoυργήματα εις την
Παπαδικήν και άλλα ανέκδοτα· Γρηγόριος
Μαλαξός, ακμάσας κατά τον ΙΣΤ΄ αιώνα
και γράψας κανόνα εις την αγίαν Τριάδα· Παχώμιος
Ρουσάνος ο
και Ρακενδίτης, μοναχός (1470-1553), εποίησε
κανόνας, ακολουθίας αγίων, εφιλοπόνησε
δε και «Ερμηνείαν σύντομον εις την καθ’ημάς
εκκλησιαστικήν μουσικήν· Μάξιμος
Μαργούνιος (1530)
επίσκοπος Κυθήρων, δόκιμος υμνογράφος· Ιερεμίας
ο Τρανός (1535) πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως και
εγκρατής της Μουσικής· Γαβριήλ
Σευήρος (1541-1616) εφημέριος των εν
Βενετία ορθοδόξων, ους εποίμανε και υπό
τον τίτλον Φιλαδελφείας, κάτοχος της
μουσικής· Μελέτιος
Πηγάς (1549-1601), εγκρατέστατος της καθ’ημάς
μουσικής· Αθανάσιος
Τορνόβου αρχιεπίσκοπος και είτα
Οικουμενικός Πατριάρχης,
μελίσας Χερουβικά, Κοινωνικά και
πολυχρονισμούς, ακμάσας δε περί τα μέσα
του ΙΣΤ' αιώνος· Ιερεμίας
ο Χαλκηδόνος μητροπολίτης,
ακμάσας τον ΙΣΤ΄αιώνα, και ο μαθητής
αυτού Αντώνιος ο Μ.
Οικονόμος της
Μεγάλης Εκκλησίας, ου τα
Χερουβικά εδημοσιεύθησαν· Θεοφάνης
Καρύκης ΙΙατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως (1595), δόκιμος μύστης
των κανόνων της μελοποιΐας, μελίσας
διάφορα μουσουργήματα εις το Παπαδικόν
μέλος· Αρσένιος ο
Μικρός, ιερομόναχος, μαθητής Ιερεμίου
του Χαλκηδόνος, ακμάσας περί τα τέλη του
ΙΣΤ΄ αιώνος προ του νέου Χρυσάφου και
του Βαλασίου, μελοποιός
άριστος, μελωδήσας Καλοφωνικούς
Ειρμούς προς ευθυμίαν και άλλα αργά
μαθήματα· Νεκτάριος
Ιεροσολύμων πατριάρχης
(1602-1676), εγκρατής της μουσικής· Δοσίθεος
Ιεροσολύμων (1669)
διάδοχος του Νεκταρίου, κάτοχος της
μουσικής· Χρύσανθος
Νοταράς, Νάξιος
την πατρίδα, επισκεφθείς πολλάς
βιβλιοθήκας και ασχοληθείς μελετών ιδία
εν ταις βιβλιοθήκαις των μονών και των
κελλίων του Αγίου Όρους· ανήρ πολυμαθής,
φιλοπονώτατος και
άριστος υμνογράφος, καλλύνας τους
ύμνους και τα εγκώμια
του Επιταφίου και του Πάσχα,
διορθώσας πολλούς ασματικούς
κανόνας και
ιδια τους του Θεοτοκαρίου, ποιήσας δε
διαφόρους κανόνας,
αναδειχθείς και έξοχος Ακολουθιογράφος,
υπερβαλών τους
κατά τον ΙΣΤ΄αιώνα ακμάσαντας διασήμους
τοιούτους Αντώνιον
Μέγαν Ρήτορα της Μ. Εκκλησίας, τον
και προστάντα της εν
Κωνσταντινουπόλει, πατριαρχικής
σχολής, Μελέτιον
Συρίγον, Στυλιανόν Ρίκην, τους
κατά τον ΙΖ' αιώνα Μαρίνον
Τζάνες τον Πουλιανήν,
Γεώργιον Κορέσσιον, και
τους κατά τον ΙΗ' αιώνα Αθανάσιον
Πάριον, Μητροφάνην
Γρηγοράν, Νικόλαον
Ζερτζούλην τον εκ Μετσόβου, Νικόλαον
Γαβριηλόπουλον, Βίκτορα Δαράκην,
Καμπίτη Παπαφιλίππου, Νικόλαον
Τριαντάφυλλον, Σωφρόνιον Πάγκαλον,
Αθανάσιον Ιβηρίτην, Νικηφόρον
ιεροδιάκονον, Νικόλαον Κύρκον,
Γρηγόριον τον Δυρραχίου,
Ιερεμία τον Κρήτατα,
Χρύσανθον τον
Κύπριον, Γρηγόριον
Αγιοπαυλίτην,
Κύριλλον Σινά
αρχιεπίσκοπον, Ιωακείμ
Πάριον, Μητροφάνην Ναύπλιον, Γεώργιον
Βελημάν, Ανδρέαν Πάργιον, Γεώργιον,
Σύπανδρον, Ιερόθεον
Αιτωλόν και Αθανάσιον
τον εκ Ραιδεστού.
-Κύριλλος Τήνου αρχιεπίσκοπος,
πρότερον χρηματίσας
ιεράρχης της επαρχίας Γάνου και Χώοας,
διό και εκ των έργων αυτού τινά μεν
επιγράφονται «Κυρίλλου Γάνου και Χώρας»,
τινά δε «Κυρίλλου πρώην Τήνου».
Διακεκριμένος μουσικός, γεννηθείς
εις την παρά την Προποντίδα
νήσον του Μαρμαρά,
συνεχρόνισε τω Πρωτοψάλτη Δανιήλ,
μεθ’ oυ και συνέψαλλεν ενίοτε εις τον
πατριαρχικόν ναόν. Ην εγκρατής oυ μόνον
της εκκλησιαστικής μουσικής, ην
εδιδάχθη παρά Παναγιώτου
του Χαλάτζογλου, αλλά και της
αραβοπερσικής. Εμέλισε χερουβικά και κoινωνικά,
συνέγραψε δε
και Εγχειρίδιον περί της καθ’ ημάς
Μουσικής. *** Περί
των μετά την άλωσιν Πρωτοψαλτών της
αγιωτάτης Μεγάλης Εκκλησίας Κων/πόλεως. Γρηγόριος
Μπούνης ο Αλυάτης ιερομόναχος,
Γεώργιος κατά
κόσμον καλούμενος, ο επί της αλώσεως
ΙΙρωτοψάλτης της
Αγίας Σοφίας, μουσικός
έξοχος. Ηλίκων δε τιμών ηξιώθη αυτός
τε και έτερός τις μουσικός (πιθανώς εκ
των Δομεστίκων) υπό του Κατακτητού,
μαρτυρείται υπό του χρονογράφου
Δωροθέου Μονεμβασίας,
διηγουμένου τάδε «Έμαθε δε ο Σουλτάν
Μεχμέτης ότι oι Ρωμαίοι γράφουν τας
φωνάς των ψαλτών και των τραγουδιστάδων,
και έκραξέ τους εις το Παλάτι, και είχεν
ένα Πέρσην εκλεκτόν και ώρισε, και
ετραγούδισεν· ο δε κυρ Γεώργιος και κυρ
Γεράσιμος οι ψάλται, έγραφον τας φωνάς
του Πέρσου. Εσχεδίασαν oυν το τραγούδι
του Πέρσου, και τότε ώρισε να το ψάλλουν·
και έψαλλάν το
καλλιώτερα παρα τον Πέρσην, ήρεσέ του
πολλά και εθαύματε την λεπτότητα των
Ρωμαίων, και εφιλοδώρησε τους ψάλτας· ο
δε Πέρσης
ως είδε πώς είναι τοιούτοι
τεχνίται επροσκύνησέ τους». Εκ των
ποιημάτων αυτού τα πλείστα δεν
διεσώθησαν ως εκ της εποχής καθ’ην έζη,
τα δε σωζόμενα ανήκουσιν εις το
Παπαδικόν είδος, εποίησε δε και
Προπαίδειαν εις ήχον Πλ.Β' προς
εκγύμνασιν των αρχαρίων μαθητών εις το
χρωματικόν γένος. Σώζεται εν ταις
βιβλιοθήκαις έργον αυτού
«Μέθοδος της
μετροφωνίας κυρίου
Γρηγορίου ιερομονάχου Μπούνη
του Αλυάτου·
ήχος Πλ. Δ'». Μανουήλ
ή
Εμανουήλ Χρυσάφης ο
παλαιός, ο επί της αλώσεως
Λαμπαδάριος του
ναού της Αγίας Σοφίας, διακεκριμένος
μελοποιός, μελίσας πολλά έργα, εξ ων ως
εκ των περιστάσεων σώζονται τινά,
ανήκοντα εις το Παπαδικόν μέλος. Έγραψεν
εξ απόψεως θεωρητικής
περί της Εκκλησιαστικής μουσικής
πραγματείαν. Έσχε Γεράσιμον ιερομόναχον
μαθητήν αυτού, πιθανώς τον ενώπιον του
Πορθητού προσκληθέντα μετά τoυ Γεωργίου
ή Γρηγορίου του Αλυάτoυ.
Κώδιξ του έτους 1672 της ιεράς μονής
Λειμώνος (αρ. 239), ονομάζει τον Μανουήλ «Λαμπαδάριον
του ευαγούς βασιλικού κλήρου». Ο Μανουήλ
εν τοις χειρογράφοις ονομάζεται και
Μαΐστωρ. Το υπό του Μανουήλ Χρυσάφου
ποιηθέν Στιχηράριον είχεν ανά χείρας
και ο νέος Χρυσάφης, όστις και μετέβαλε
την σημαδοφωνίαν αυτού, ανανεώσας αυτήν
κατά το ίδιον
αυτού σύστημα, ως εξάγεται εκ του υπ’αρ.
239 κώδικος της μονής του Λειμώνος. Μανουήλ
Χρυσάφης, ο νέος,
Πρωτοψάλτης της Μεγάλης Εκκλησίας,
Βυζάντιος την πατρίδα, ακμάσας τω 1660,
μελοποιός άριστος. Συνύφανε
το Παλαιόν ή Αργόν Αναστασιματάριον
(εις ο εμέλισε και τα Εωθινά Λέοντος του
Σοφού) και το Παλαιόν ή Αργόν
Στιχηράριον (εις ο έχει μαθήματα και ο
συγχρονήσας αυτώ Βαρθολομαίος μοναχός
Δομέστικος της εν Αγίω Όρει ιεράς μονής
της Λαύρας). Εμελοποίησε Χερουβικά «Οι
τα Χερουβίμ», της Μεγάλης Πέμπτης, του
Μεγάλου Σαββάτου και της λειτουργίας
των Προηγιασμένων, κοινωνικά των
Κυριακών εις τους οκτώ ήχους και άλλα
τοιαύτα του
ενιαυτού· ανοιξαντάρια, πολυελέους,
δοξολογίας, πασαπνοάρια αργά του όρθρου,
ειρμούς καλοφωνικούς, κρατήματα, θέματα
του Οικηματαρίου και του Μαθηματαρίου,
προς δε και μίαν Προπαίδειαν κατά το
Αργόν Στιχηράριον είδος προς γύμνασιν
των αρχαρίων, και άλλα. Γεώργιος
Ραιδεστηνός, Πρωτοψάλτης
της Μεγάλης Εκκλησίας, μουσουργός
άριστος, ακμάσας περί το 1680, διατελέσας
μαθητής Μελχισεδέκ επισκόπου Ραιδεστού.
Εμέλισε πολλά μαθήματα της Παπαδικής
και αργά έντεχνα Πασαπνοάρια του Όρθρου
εις διαφόρους ήχους,
και άλλα εκκλησιαστικά μέλη εις το
Κρατηματάριον, Οικηματάριον και
Στιχηράριον, ων τα πλείστα ηρμηνεύθησαν
εκ της αρχαίας παρασημαντικής
εις την νυν εν χρήσει. Παναγιώτης
Χαλατζόγλους,
ΙΙρωτοψάλτης της Μ.Εκκλησίας (1728),
Βυζάντιος την πατρίδα,
καλλίφωνος, δίδαχθείς τα πρώτα
γράμματα και τας προκαταρκτικάς γνώσεις
της εκκλησιαστικής μουσικής παρά τινος
αγιορείτου μοναχού Τραπεζουντίου,
συγγενούς του πατρός αυτού, του ωσαύτως
εκ Τραπεζούντος ορμωμένου
και τον χαλάτζην επαγγελλομένου.
Προς τελειοτέραν εκμάθησιν της μουσικής
μετέβη εις Άγιον Όρος και εμαθήτευσε
παρά τω ονομαστώ μουσικώ της εποχής
εκείνης Δαμιανώ τω Βατοπεδινώ·
επανελθών δε διωρίσθη Πρωτοψάλτης της Μ.
Εκκλησίας ότε και ανέδειξε
πολλούς μαθητάς. Εμέλισε διάφορα
έργα, εξ ων γνωρίζομεν τον καλοφωνικόν
ειρμόν «Έφριξε γη» εις ήχον Πλ. Α' μετά
του κρατήματος, έτερον
κράτημα εις ήχον Βαρύν
κατά το διατονικόν γένος,
και άλλα· συνέγραψε δε μικρόν
Εγχειρίδιον περί Μουσικής,
εν τω οποίω πραγματεύεται περι
φθορών, θέσεων κτλ., και περί
Αραβοπερσικής μουσικής εν σχέσει
προς την ημετέραν. Δεινώς εβασανίσθη ο
Χαλατζόγλους εκ ποδαλγίας.
Τούτον αποθανόντα τω
1748 κατά την ημέραν
της Μ. ΙΙαρασκευής διεδέξατο ο εκ
των αρίστων μαθητών αυτού. Ιωάννης
ο Τραπεζούντιος, όστις
ως Λαμπαδάριος πρότερον συνέψαλλε μετά
του διδασκάλου αυτού. Εποίησεν αμιμήτου
κάλλους ειρμολογικά μέλη, κανόνας,
καταβασίας, σύντομα και αργά μαθήματα.
Τω 1756, προτροπή του τότε πατριαρχεύοντος
Κυρίλλου Ε' του από Αδριανουπόλεως,
εμέλισεν ο Ιωάννης τα αργά πασαπνοάρια,
πολυελέους, δοξολογίας,
χερουβικά, κοινωνικά, το
αλληλουάριον και άλλα διά της
κουκκουζελείoυ παρασημαντικής διαφόρου
της προ αυτού, ήτοι απλουστέρας,
μεθοδικωτέρας και στοιχειωδεστέρας, ην
έτι επεξηγηματικήν κατέστησεν ο μαθητής
αυτού Πέτρος ο Πελοποννήσιος. Τον
μουσικώτατον Τραπεζούντιον θανόντα
διεδέξατο. Δανιήλ
ο
από Τυρνάβου της Θεσσαλίας μαθητής
ΙΙαναγιώτου του Χαλάτζογλου, συνέψαλλε
μετά Ιωάννου του Τραπεζουντίου,
ονομαστός μουσικός, σεμνυνόμενος διά τε
την καλλιφωνίαν και τον εύσχημον του
ψάλλειν τρόπον. Εδίδαξεν εις την Β' μετά την
άλωσιν εκκλησιαστικήν μουσικήν σχολήν
αντί 400 γροσίων κατ’έτος. Ήτο εγκρατής
της εξωτερικής μουσικής, ην εδιδάχθη
παρά του περιωνύμου της εποχής αυτού
χανενδέ Ζαχαρίου, Βυζαντίου την πατρίδα,
μελίσαντος και μέλη εκκλησιαστικά, και
ασιατικά άσματα, ποιήσαντος δε και
συλλογήν τοιούτων ασμάτων (υπό το όνομα Ευτέρπη)
ως και ελληνικών. Εις τον Ζαχαρίαν
αντεδίδαξεν ο Δανιήλ την εκκλησιαστικήν
μουσικήν. Εμέλισεν ύμνους, κρατήματα
εκτεταμένα κι έντεχνα, δοξολογίαν εις
ήχον Βαρύν επτάφωνον, πολυέλεον,
χερουβικά, κοινωνικά των Κυριακών και
όλον του ενιαυτού εις διαφόρους ήχους,
και άλλα μουσουργήματα του παπαδικού
μέλους. Τούτον θανόντα τη
23 δεκεμβρίου
1789, διεδέξατο. Ιάκωβος
ο Πελοποννήσιος την
πατρίδα, ο κοινώς τότε Γιακουμάκης
λεγόμενος, μαθητής Ιωάννου του
Τραπεζουντίου, γεννηθεις περί το 1740·
διεκρίθη ως φυλάττων πιστότατα το
σεμνοπρεπές εκκλησιαστικόν μουσικόν
ύφος, κάλλιστος μελοποιός, υμνογράφος
και ανήρ πεπαιδευμένος, διατελέσας
και γραμματεύς του πατριαρχικού
γραφείου. Ο Ιάκωβος Δομέστικος
ων ελάμβανεν ετήσιον μισθόν 120
γρόσια, σιτιζόμενος πιθανώς εν τοις
πατριαρχείοις, ΙΙρωτοψάλτης δε 600 γρόσια
ετησίως και 400 ίνα διδάσκη εις την τότε
Μουσικήν Σχολήν την Παπαδικήν και το
Στιχηράριον. Εποίησε δύο ασματικούς
κανόνας εις ήχον Δ΄,
ών τον μεν προς το «Τριστάτας
κραταιούς», τον
δε προς το «Ανοίξω το στόμα μου», και
πάσαν εν γένει την ακολουθίαν της
μεγαλομάρτυρος Ευφημίας, τύποις
εκδοθείσαν εν τοις πατριαρχείοις το
πρώτον τω 1804 πατριαρχούντος Γρηγορίου
του Ε', ου τη προτροπή επιθεωρήσας
διώρθωσε και τα εις τας εκκλησιαστικάς
βίβλους παρεισφρύσαντα
κατά καιρούς λάθη, αβλεψία
τυπογραφική. Εμέλισε το αργόν
Στιχηράριον η Δοξαστάριον (συντμηθέν εκ
του Παλαιού Στιχηραρίου) μετά των ένδεκα
Εωθινών, των ιδιομέλων των Μεγάλων Ωρών
και της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, περιέχον
και τα δοξαστικά των
Εσπερίων αποστίχων όλου του ενιαυτού,
συνέταμε τα μεγάλα κεκραγάρια Ιωάννου
του Δαμασκηνού και τον πολυέλεον Δανιήλ
του Πρωτοψάλτου «Δούλοι Κύριον»,
εμέλισεν οκτώ δοξολογίας εντέχνους και
χερουβικά, πασαπνοάρια των αίνων, το «Νυν
αι δυνάμεις», το «Αγαπήσω σε Κύριε»,
απολυτίκια, κοντάκια, ωδάς και εγκώμια
εις πατριάρχας. Ο Ιάκωβος πρώτος υπήρξεν
εις το κατά νόημα μελοποιείν. Ιστορείται
ότι ίνα τηρήση την έννοιαν λέξεών τινων
των Τροπαρίων εις τα ΙΙροσόμοια
δεν ετήρει τον οικείον ρυθμόν, εφ’ω
Πέτρος ο Βυζάντιος, Λαμπαδάριος ων τότε,
ηγανάκτει μεγάλως. Υπό του Ιακώβου
επολεμήθη το μεταρρυθμιστικόν σύστημα
και η ευρωπαϊκή παρασημαντική Αγαπίου
Παλλιέρμου τον εκ Xίoυ. Τον Ιάκωβον
αποθανόντα διεδέξατο: Πέτρος
ο Βυζάντιος ο
και Φυγάς, μαθητής Πέτρου του
Πελοποννησίου, γεννηθείς
εν Νεοχωρίω του Βοσπόρου. Εχειρίζετο
δεξιώς την πανδουρίδα και τον αραβικόν
πλαγίαυλον (νέι)· Ο Βυζάντιος διά της
παρασημαντικής του
διδασκάλου αυτoύ έγραψε τα ποιήματα
αυτού και εξήγησε πολλά
μαθήματα της του Κουκκουζέλη γραφής,
άπερ ηγόρασαν μετά τον θάνατον αυτού οι
έφοροι της τω 1815 ιδρυθείσης
πατριαρχικής Μουσικής Σχολής μετά των
λοιπών σημειωμάτων αυτoύ. Εμέλισε μίαν
σειράν χερουβικά
και τρεις σειράς κοινωνικά των Κυριακών
«Αινείτε», εξ ων τα χερουβικά και μία
σειρά κοινωνικά τύποις
εξεδόθησαν εις διαφόρους Ανθολογίας
επ’ονόματι αυτού «ΙΙέτρου του
Βυζαντίου», τα δε μικρότερα κοινωνικά
αυτού επ’ονόματι «Ιωάννου του
Λαμπαδαρίου» προσέτι το σύντομον
Ειρμολόγιον, καταβασίας, δοξολογίαν,
κεκραγάρια, «Αινείτε» των αίνων
αργοσύντομα και άλλα μαθήματα
φέροντα επιγραφήν «Του μαθητού» (Πέτρου
του Πελοποννησίου). Σώζεται αυτού και
μία ΙΙαπαδική ιδιόγραφος εις την εν
Φαναρίω Κων/πόλεως βιβλιοθήκην του
Παναγίου Τάφου. Ο Πέτρος υπό του
Πατριάρχου Καλλινίκου
του από Νικαίας παυθείς εκ της
πρωτοψαλτείας ένεκα της δευτερογαμίας
αυτού, μη επιτρεπομένης εις τους
ιεροψάλτας της Μεγάλης Εκκλησίας,
έφυγεν εις Χερσώνα, εξ ου και «Φυγάς»,
και εκείθεν εις Ιάσιον, ένθα και απέθανε
τω 1808. Τούτον
φυγόντα διεδέξατο: Μανουήλ
Βυζάντιος Βυζάντιος, μαθητής
Ιακώβου του Πρωτοψάλτου και Γεωργίου
του Κρητός, διακριθείς διά το σοβαρόν
εκκλησιαστικόν ύφος, ο εμιμήθη
πιστότατα και ο κατόπιν Πρωτοψάλτης
Κωναταντίνος ο Βυζάντιος. Εκλήθη εις τήν
θέσιν της Πρωτοψαλτείας εκ της εν
Κοντοσκαλίω ιεράς εκκλησίας της αγίας
Κυριακής ένεκα της απαραμίλλου
καλλιφωνίας και
της περί την μουσικήν εμπειρίας αυτού.
Εμέλισε τρεις σειράς χερουβικά έντεχνα,
κοινωνικά, μαθήματα
του Μαθηματαρίου, τα κατ’ήχον
αντίφωνα κατά το μικτόν είδος, συντόμους
δοξολογίας εις διαφόρους ήχους, τας
στιχολογίας των
κεκραγαρίων των οκτώ ήχων, τους
μακαρισμούς του βαρέως
ήχου και του πρωτοβαρέως· εποίησε την
κατ’αγωγήν στιχολογίαν των
μεγαλυναρίων της Υπαπαντής, συνέταμε το
μέγιστον «Μακάριος ανήρ» Πέτρου του
Πελοποννησίου, συνέγραψε δε και
συλλογήν των ιδιομέλων μετά διαφόρων
κοντακίων και απολυτικίων κατά το ύφος
της Μ.Εκκλησίας. Τούτον αποθανόντα τη 2
Ιουνίον του 1819 διεδέξατο: Γρηγόριος
ο Λευίτης, Λαμπαδάριος
πρότερον ων της Μεγάλης Εκκλησίας είναι
εις των τριών εφευρετών της
νυν εν χρησει γραφικής μεθόδου.
Εγεννήθη εν Κωνσταντινουπόλει τω 1777, καθ’ην
ημέραν εξεμέτρησε
το ζην Πέτρος Πελοποννήσιος.
Oι γονείς του Γρηγορίου, Γεώργιος ιερεύς
και Ελένη, ίνα
αποσπάσωσιν αυτόν εκ των Αρμενίων, ων εν
τη εφηβική ηλικία αυτοδιδάκτως είχεν
εκμάθει την γλώσσαν, τα γράμματα και την
μουσικήν, παρέδωκαν εις τον ηγούμενον
του εν Βαλατά συναϊτικού μετοχίου
αρχιμανδρίτην Ιερεμίαν τον Κρήτα, υφ’ου
και γράμματα εδιδάχθη και αναγνώστης
ανεδείχθη και ιεροψάλτης. Ο Γρηγόριος,
διακρινόμενος και επί καλλιφωνία,
διετέλεσε μαθητής Ιακώβου του
ΙΙρωτοψάλτου, Πέτρου του Βυζαντίου και
Γεωργιoυ του Κρητός· ανεδείχθη δε εις
των ονομαστών μουσικών της εποχής αυτού,
γνώστης της εξωτερικής μουσικής, ην
εδιδάχθη παρά του περιωνύμου χανεντέ
Ντετέ Ισμαηλάκη, και εκ των δεξιώς
ψαλλόντων προς πανδουρίδα. Ο Γρηγόριος
έγραψε κατά την
συνεπτυγμένην μουσικήν παρασημαντικήν
(1805) την ογκωδεστάτην ΙΙαπαδικήν αυτού,
συγκειμένην εκ 1282 σελίδων, περιέχουσαν
δε εξ όλων των ειδών της εγκυκλίου
σειράς της μουσικής, του συντόμου
Στιχηραρίου, του Ειρμολογίου, του
Κρατηματαρίου, του Οικηματαρίου, του
Αργού Στιχηραρίου, της Παπαδικής και των
μαθημάτων του Μαθηματαρίου, άπερ
δύναται να ψάλλη πας
γνώστης της νέας μουσικής μεθόδου. Εκ
της αρχαίας παρασημαντικής μετήνεγκε
εις την μέθοδον αυτού τα Στιχηράρια
Σωφρονίου πατριάρχου
Ιεροσολύμων, Γερμανού Νέων Πατρών,
και Μανoυήλ Χρυσάφου
του νέου, τα
Άπαντα συν τω καλοφωνικώ
Ειρμολογίω Πέτρου
του Μπερεκέτου, τα
Άπαντα Πέτρου του Πελοποννησίου, την
Παπαδικήν Πέτρου
του Βυζαντίου, το Στιχηράριον
Ιακώβου του Πρωτοψάλτου, και άλλα
ποιήματα διαπρεπών μουσικών, χρήσιμα
εις την ενιαύσιον ακολουθίαν,
ως τα του Ιωάννου Τραπεζουντίου και
άλλων ποιητών από του μουσικωτάτου
Δαμασκηνού μέχρι Γεωργίου του Κρητός
ακμασάντων. Ο Γρηγόριος
εμέλισε και ίδια αυτού μαθήματα, ως,
τρεις σειράς χερουβικά, μίαν σειράν κoινωνικά
των Κυριακών μεγάλα και έντεχνα και άλλα
πολλά κoινωνικά του όλου ενιαυτού εις
διαφόρους ήχους, πολυελέους, δοξολογίας,
ύμνους, εγκώμια, κρατήματα, στιχολογίας
και μεγαλυνάρια· συνέγραψε το πολλού
λόγου άξιον αργόν Στιχηράριον, περιέχον
διάφορα δοξαστικά και στιχηρά ιδιόμελα
πάντων των εορταζομένων και μη αγίων,
αποτελούμενον εκ πέντε ογκωδεστάτων
τόμων. Ετόνισε το αρχαιότατον μέλος του
Αποστόλου (της εορτής του Ευαγγελισμού «Ο
αγιάζων και oι αγιαζόμενοι») και του
Ευαγγελίου (της Κοιμήσεως της Θεοτόκου «Τω
καιρώ εκείνω εισήλθεν
ο Ιησούς εις κώμην τινά».)
Εσυστηματοποίησε μετά των συνεταίρων
αυτού Χουρμουζίου του Χαρτοφύλακος και
του αρχιμανδρίτου Χρυσάνθου τον
προσδιορισμόν των κλιμάκων, ων
συνέγραψε τας ερμηνείας εν ιδίω βιβλίω,
ένθα πραγματεύεται συνοπτικώς
και περί φθορών των τριών γενών και περί
των σημείων της γενικής υφέσεως και
διέσεως· εποίησε προσέτι
και εν Κανόνιον της
Παραχορδής, ήτοι της μεταβολής
των κλιμάκων του
Διατονικού Γένους. Ο Γρηγόριος το νέον
σύστημα της μουσικής εδίδαξεν εις την τω
1815 ιδρυθείσαν πατριαρχικήν Moυσικήν
Σχολήν: Απέθανε δε τω 1822
εν ακμή της
ηλικίας αυτού,
μόλις 45 ετών. Τούτον διεδέξατο: Κωνσταντίνος
Βυζάντιος, μουσικός
ηδυμελίφθογγος, ψάλλων μετ’ευλαβείας
και θερμής πίστεως και κατανύγων τους
εκκλησιαζομένους διά της γλυκείας αυτού
φωνής και του
θαυμασίου εκκλησιαστικού ύφους, του κατ’αλληλοδιάδοχον
μίμησιν έκπαλαι διασωζομένον εν τη
Μεγάλη Εκκλησία και τοις εν αυτή
ψάλλουσιν εξαιρέτως προσιδιάζοντος. Εν
τω ψάλλειν ουδέν των μελών του σώματος
εκίνει ουδ’αυτήν αυτού την κεφαλήν
παντελώς, αλλά
μόνον τα χείλη. Εγεννήθη τω 1777, μαθητής
γενόμενος Γεωργίου του Κρητός και
Μανουήλ του Βυζαντίου. Εν τω εν Βαλατά
Κων/πόλεως ιερώ ναώ του σιναϊτικού
μετοχίου διετέλεσεν αναγνώστης, είτα
δεύτερος ψάλτης και μετά μικρόν πρώτος.
Εις τα πατριαρχεία προσελήφθη
δεύτερος δομέστικος τω 1800 (τη 23
Απριλίου) επί του Πατριάρχου Νεοφύτου,
Πρωτοψάλτου όντος του Ιακώβου. Μετά
τον θάνατον του Πρωτοψάλτου πρώτος
δομέστικος γενόμενος, συνέψαλλε μετά
Μανουήλ του Πρωτοψάλτου. Τω 1822
αποθανόντος Γρηγορίου του Πρωτοψάλτου
διεδέχθη αυτόν την επαύριον (24
δεκεμβρίου), χειροθετηθείς υπό τoυ
Πατριάρχου Ευγενίου του από Ικoνίoυ·
έψαλλε δε εν τω πατριαρχικώ ναώ 55 όλα έτη,
ων τα 43 ως ΙΙρωτοψάλτης, άχρι του 1855.
Έκτοτε μη δυνάμενος
χοροστατείν, ένεκα της επισυμβάσης
αυτω ποδαλγίας, εφησύχασεν εν τη oικία
αυτού μελοποιών και εκδιδούς τα
μελισταγή αυτού άσματα. Απέθανεν εις την
νήσον Χάλκην εν ηλικία 85 ετών τη 30
Ιουλίου του 1862 και ενεταφιάσαθη έξωθεν
της εν τη
νήσω μονής του αγίoυ Γεωργίου του
Κρημνού. Ο Κωνσταντίνος
απήλανε της ευνοίας
του προστάτου αυτού και πατριάρχου
διατελέσαντος Κωνσταντίον Α' του από
Σιναίου. Εμέλισεν εις την παλαιάν
μέθοδον διάφορα μέλη της ιεράς
ψαλμωδίας του
όλου ενιαυτού, εξ ων τα μεν εισίν
εκδεδομένα, τα δε ανέκδοτα· συντάξας
εξέδωκε δις ελληνιστί, το Τυπικόν της Μ.
Εκκλησίας και άπαξ σλαβιστί, το
αργοσύντομον Δοξαστάριον κατά το είδος
της παραχορδής, εξηγηματικώτερον
εποίησε το Αναστασιματάριον Πέτρου του
Πελοποννησίου (εκδοθέν
τω 1863 μέχρι του Βαρέως ήχου υπό του
υιoύ αυτού Νικολάου), εξέδωκε και την
δίτομον Ανθολογίαν της μουσικής, εις ην
έχει και ίδια μαθήματα διπλά και τριπλά
καί τινα των
αρχαιοτέρων μουσικών. Ανέκδοτα έργα του
Κωνσταντινου υπάρχoυσιν εν Ειρμολόγιον
Καταβασιών και
εν Δοξαστάριον σύντομον, αμφότερα
Πέτρου του
Πελοποννησίου, καλλωπισθέντα παρ’αυτού
επί το αναλυτικώτερον. Ο Κωνσταντίνος
εμέλισε και εντέχνους καλοφωνικούς
ειρμούς, άσματά τινα, ωδάς εις
πατριάρχας, και άλλα. Αντώνιος
Λαμπαδάριος της
Μ. Εκκλησίας, όστις συνέψαλλεν εν τω
πατριαρχικώ ναώ μετά Κωνσταντίνου του
Πρωτοψάλτου, εμαθήτευσε δε παρά Μανουήλ
τω ΙΙρωτοψάλτη και Γεωργίω τω Κρητί, ον
ιδία εμιμήθη εις το αναλυτικώς γράφειν.
Αδριανουπολίτης την πατρίδα και ανεψιός
του από Αδριανουπόλεως Κυρίλλου του
Οικουμενικού Πατριάρχου, μουσικός και
μελοποιός ευδόκιμος, καλλιφωνότατος και
της εξωτερικής μουσικής γνώστης.
Απέθανεν εν Ρωσσία τω 1828, το δε περιέχον
τα ποιήματα και τα σημειώματα αυτού
κιβώτιον έμεινεν εις χείρας του
μουσικού Γεωργίου ιερέως του Ρυσίου.
Εποίησε κατά την αρχαίαν μέθοδον
αλλ’επί το εξηγηματικώτερον το
αργόν Αναστασιματάριον Πέτρου του
Πελοποννησίου, εμέλισε χερουβικά κατά
τους οκτώ ήχους, κοινωνικά ισάριθμα της
εβδομάδος, το
παρά του πρωτοψάλτου αδόμενον κατ’ ήχον
σύντομον «Εις πολλά έτη» εις το τέλος
των χερουβικών ψαλλομένου του Αλληλούια,
και τα στιχηρά ιδιόμελα του Εσπερινού
της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ως και το
οκτάηχον και δίχορον
Δοξαστικόν στιχηρόν «Θεαρχίω νεύματι» Ιωάννης
Βυζάντιος, Πρωτοψάλτης
της Μ.Εκκλησίας χειροθετηθείς μετά τον
θάνατον Κωνσταντίνου του Βυζαντίου, ου
ως εκ του βαθέως
γήρατος οικουρούντος διετέλεσε
πρότερον τοποτηρητής (1855). Εγεννήθη εις
Νεοχώριον του
Βοσπόρου, μαθητής γενόμενος Θεοδώρου
Συμεών του Κοντού επωνυμουμένου.
Εισήχθη εις τον πατριαρχικόν ναόν ως Β'
δομέστικος τω 1824 επί Αγαθαγγέλου,
Λαμπαδάριος διωρίσθη
τω 1831επί Κωνσταντίου Α' του από
Σιναίου, Πρωτοψάλτου όντος του
μελωδικωτατoυ Κωνσταντίνου του
Βυζαντίου, Πρωτοψάλτης
δε ανεδείχθη κατά την α'
πατριαρχείαν Ιωακείμ του Β'. Εκοσμείτο
διά φωνής ζωηράς και ύφους
εκκλησιαστικωτάτου. Εξέδωκεν επτάκις το
Αναστασιματάριον, το Ειρμολόγιον των
Καταβασιών Πέτρου του Πελοποννησίου δις,
τα χερουβικά και κοινωνικά του Πέτρου,
μίαν Ανθολογίαν μονότομον, συλλογήν
καλοφωνικών Ειρμών διαφόρων ποιητών,
και την τετράτομον Πανδέκτην μετά του
Στεφάνου του Λαμπαδαρίου. Εμέλισεν ωδάς
τινας εις Πατριάρχας, τον εις ήχον Βαρύν
καλοφωνικόν ειρμόν «Κύκλω της τραπέζης
σου» και τινας κανόνας
των Δεσποτικών και Θεομητορικών
εορτών. Τούτον αποθανόντα τη 20 ιουλίου
του 1866 διεδέχθη Σταυράκης ο Γρηγοριάδης. Στέφανος
Μιχαήλ,
Λαμπαδάριος της Μ.Εκκλησίας,
Πρωτοψάλτου όντος του Ιωάννου Βυζαντίου
Βυζάντιος την πατρίδα εκ της συνοικίας
Ταταούλων, μαθητής Χουρμουζίου του
Χαρτοφύλακος, κεκοσμημένος και διά του
σοβαρού μουσικού ύφους,
μιμητής αναδειχθείς
Κωνσταντίνου του
Πρωτοψάλτου. Της ψαλμωδίας άριστος
εκτελεστής και μελοποιός ευδόκιμος. Τω
1840 εξέδωκε την «Μούσαν», εν η ερμηνεύει
τα συστήματα των κλάδων της
αραβοπερσικής μουσικής· τω 1850 εξέδωκε
μετά Ιωάννoυ του Λαμπαδαρίου (του
κατόπιν πρωτοψάλτου) την «Πανδέκτην»,
περιέχουσαν πολλά ποιήματα διαφόρων
αρχαίων ποιητών εις τόμους τέσσαρας·
την «Κυψέλην», συλλογήν ούσαν ιδιομέλων,
απολυτικίων και άλλων ειρμολογικών
τω 1862 εξέδωκε μίαν επίτομον
Ανθολογίαν, περιέχουσαν ίδια έργα και
άλλων ποιητών. Ο Στέφανος ηρμήνευσεν εις
την νυν εν χρησει παρασημαντικήν
τα μελουργήματα Κωνσταντίνου του
Βυζαντίου. Παρεσκεύασε και Θεωρητικόν,
όπερ ελλιπές μείναν
ένεκα του τω 1864 επισυμβάντος θανάτου
αυτού, ανεπληρώθη βραδύτερον υπό του
μουσικοδιδασκάλου Παναγιώτου
Κηλτζανίδου του Προυσαέως, όστις και
πραγματείαν εις αυτό
προσέθηκε «Περί ορθογραφίας». Eπιστασία
του Κηλτζανίδου εξεδόθη το του Στεφάνου
Ειρμολόγιον υπό του γαμβρού αυτού
Δημητρίου Ιωάννου Πρωτοψάλτου. Σταυράκης
Γρηγοριάδης, ο
εξ Αίνου καταγόμενος, Πρωτοψάλτης της Μ.
Εκκλησίας επί
πενταετίαν διατελέσας, μαθητής
γενόμενος Γεωργίου πρωτοψάλτου Aίνου.
Εγκρατής της εξωτερικής μουσικής και
ειδήμων της χρήσεως της λύρας και της
πανδουρίδος. Εχοροστάτησεν εις
διαφόρους εκκλησίας
της αρχιεπισκοπής Κων/πόλεως, εκ δε του
δευτέρου χορού της εν Πέραν εκκλησίας
των Εισοδείων κληθείς διωρίσθη
Πρωτοψάλτης της Μ. Εκκλησίας, χωλαίνων
όμως κατ’αρχάς ως προς το μουσικόν ύφος.
Ζήσας 65 έτη, απεβίωσε τη 29 Ιανουαρίου
του 1871. Τούτον διεδέξατο: Γεώργιος
Ραιδεστηνός ο
Β΄, τοποτηρητής
ων τότε του επιζώντος και ασθενούντος
Στεφανού του Λαμπαδαρίου. Αμίμητος της
ψαλμωδίας εκτελεστής και ουδενός
δεύτερος των συγχρονησάντων αυτώ
ιεροψαλτών, φημιζόμενος ιδία δια το
αρχαϊζον πατριαρχικόν μουσικόν ύφος.
Εγεννήθη τω 1833 εν Ραιδεστώ, ένθα και την
μουσικήν, εδιδάχθη το πρώτον,
τελειοποιηθείς εν Κων/πόλει παρά τω
πρωτοψάλτη της Μ. Εκκλησίας Κωνσταντίνω
τω Βυζαντίω, τη συστάσει του τότε εν
Αντιγόνη εφησυχάζοντος πρώην Κων/πόλεως
Κωνσταντίου Α΄ του
από Σιναίου. Διετέλεσεν ιεροψάλτης εις
διαφόρους εκκλησίας της αρχιεπισκοπής
Κων/πόλεως, τω δε 1863 πατριαρχούντος
Σωφρονίον Β΄ του
από Αμασείας διωρίσθη Λαμπαδάρίος της Μ.
Εκκλησίας, Πρωτοψάλτου όντος του
Ιωάννου Βυζαντίου, τη 2 δε Φεβρουαρίου
1871, πατριαρχούντος Γρηγορίου του στ΄
ανεδείχθη ΙΙρωτοψάλτης, διαδεξάμενος
Σταυράκην τον Γρηγοριάδην. Εκ των
πατριαρχείων αποσυρ0είς κατά
Οκτώβριον του 1876 εχοροστάτησεν εις
τας εν Γαλατά εκκλησίας
του αγίoυ Ιωάννον των Χίων, του αγίoυ
Νικολάου και του Σωτήρος Χριστού, εις
την εν Πέραν εκκλησίαν
της αγίας Τριάδος και περί τα τέλη του
βίου αυτού εις την εν Τσιβαλίω εκκλησίαν
του αγίου Νικολάου. Ο Ραιδεστηνός
εκάλλυνε και ερρύθμισε πάντα τα
μαθήματα της
ενιαυσίου ακολουθίας, πολλά εμέλισε
διακρινόμενα διά το μελισταγές αυτών,
εξέδωκε δε δύο μουσικάς βίβλους, εν οις
εύρηνται οι ασματικαί ακολουθίαι της
Μεγάλης Εβδομάδος και του
Πεντηκοσταρίου μετά της τυπικής
διατάξεως. Μελίρρυτα
άσματα αυτού εξεδόθησαν εις το «Μουσικόν
Απάνθισμα» του Δημητρίου Κυφιώτου (1894),
εις το υπό του Αγαθαγγέλου
Κυριαζίδου εκδοθέν
τω 1896 «Εν άνθος της καθ’ ημάς
εκκλησιαστικής μουσικής»
και εις την εν Αθήναις εκδιδομένην
μουσικήν εφημερίδα «Φορμιγγα» (Μουσικόν
τεύχος του Α' έτους, σελ. 3 και 129).
Διετέλεσεν επί
τετραετίαν πρόεδρος του εν Γαλατάι
ευδοκίμως λειτουργήσαντος
Ελληνικού Μουσικού Συλλόγου (1880-1884)
και διευθυντής και καθηγητής, της
Μουσικής αυτού Σχολής (1882). Ανέδειξεν
ολίγους αλλ’αξιολόγους μαθητάς.
Απεβίωσε κατά Αύγουστον του 1889. Νικόλαος
Στογιάνοβιτς, Λαμπαδάριος
της Μ.Εκκλησίας, Βυζάντιος την πατρίδα
εκ της συνοικίας Τεκφούρ σεραίου,
μαθητής γενόμενος Κωνσταντίνου του
Βυζαντίου Πρωτοψάλτου της Μ. Εκκλησίας.
Διεκρίθη διά το σεμνοπρεπές αυτού ύφος
και το εύηχον της φωνής. Υπηρέτησεν εις
τον πατριαρχικόν ναόν επί όλην
πεντηκονταετίαν, διορισθείς το πρώτον Β'
δομέστικος πατριαρχούντος Κωνσταντίου
του Β΄, είτα Α΄
δομέστικος, πατριαρχούντος Σωφρονίου
του Β΄, Λαμπαδάριος
δε τω 1871, πατριαρχούντος το δεύτερον
Γρηγορίον του ΣΤ΄. Παρητήθη οικειοθελώς
εκ των καθηκόντων της Λαμπαδαρείας κατά
Φεβρουάριον του 1888. Ο Νικόλαος
υπηρετήσας και ως διδάσκαλος επί 38 έτη
(1833-1871) εις την εν Φαναρίω
δημοτικήν σχολήν, την ιδρυθείσαν υπό
Κωνσταντίου Α' του από Σιναίου,
εδίδασκεν αμα εν αυτή και την
εκκλησιαστικήν ημών μουσικήν. Απεβίωσε
τη 5 Ιανουαρίου
1893 υπερεννενηκοντούτης
την ηλικίαν. Σεμνοπρεπή κρίνονται τα
ανέκδοτα εισέτι μένοντα μουσουργήματα
του μουσικού τούτου ανδρός. Κωνσταντίνος
Σαββόπουλος Α΄
δομέστικος της Μ. Εκκλησίας, λόγιος
μουσικός, κεκοσμημένος διά του
σεμνοπρεπούς μουσικού ύφους και
μελοποιός ευδόκιμος·
γεννηθείς εν 40 Εκκλησίαις της Θράκης,
απέθανεν υπερεξηκοντούτης τώ 1882, Τα
εγκύκλια μαθήματα διήκουσεν εις την εν
Ξηροκρήνη πατριαρχικήν
του Γένους Σχολήν, την δε μουσικήν παρά
τω διακεκριμένω μουσικώ Στεφάνω τω
Μωϋσιάδη. Διετέλεσε γραμματεύς του τότε
μητροπολίτου Κρήτης και είτα
Οικουμενικού Πατριάρχου Διoνυσίoυ του Ε',
άμα δε και πρωτοψάλτης της ιεράς
Μητροπόλεως Κρήτης. Συνοδεύσας τον
γέροντα αυτού εις την βασιλεύουσαν,
διετέλεσε διευθυντής της δημοτικής
σχολής Τσιβαλίου επί όλην πενταετίαν,
άμα δε και ιεροψάλτης εις τας
κεντρικωτέρας ενορίας της
αρχιεπισκοπής Κων/πόλεως. Διωρίσθη το
πρώτον Β' δομέστικος της Μ. Εκκλησίας,
είτα δε και Α' τω 1871, ότε ο Ραιδεστηνός
διωρίσθη Πρωτοψάλτης· εδίδαξε την
μουσικήν εις την τότε Ιερατικήν σχολήν,
σχολαρχούντος ταύτης του
αρχιμανδρίτουΧρυσάνθου του Ιεροκλέους.
Εξέδωκε τω 1881 τον «Κανόνα της Μ. Πέμπτης»,
ου προτάσσεται το «Κύριε η εν πολλαίς
αμαρτίαις» και οις προσετέθησαν και αι
Καταβασίαι «Ανοίξω το στόμα μου».
Καταλείπει ανέκδοτον έργον
επιγραφόμενον «Αργόν και σύντομον
Αναστασιματάριον» κατά
το ύφος της Μ. Εκκλησίας, μετά
παραρτήματος περιέχοντος
Καταβασίας κατ’έννοιαν. Ανέδειξε
πολλούς μαθητάς. Μιχαήλ
Παυλίδης, Β'
δομέστικος της Μ. Εκκλησίας, εκ των
κρατίστων της ψαλμωδίας
εκτελεστών και φημιζόμενος ως
διατηρήσας απαραμείωτον το σοβαρόν
αρχαίον πατριαρχικόν ύφος. Εγεννήθη τω
1840 εν Xίω,
μαθητής γενόμενος του περιωνύμου
μουσικού Σωτηρίου του Βλαχοπούλου και
άλλων. Διετέλεσεν ιεροψάλτης εν ταις
εκκλησίαις της
αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως από
του 1859, επί δεκαετίαν δε Β' δομέστικος
της Μ. Εκκλησίας από του 1872-1881. Εδίδαξε τω
1882 την θεωρίαν της μουσικής εις την εν
Γαλατά Μουσικήν Σχολήν του Ελληνικού
Μουσικού Συλλόγου, διετέλεσε και μέλος
της επί της ευκλεούς πατριαρχείας του εν
τοις κάτω χρόνοις μέγα και ένδοξον όνομα
αραμένου εν πατριάρχαις Διονυσίου Ε' του
από Αδριανουπόλεως εργασθείσης
Μουσικής Επιτροπής εν τοις
πατριαρχείοις. Εμέλισε πολλά
μουσουργήματα και ανέδειξε πολλούς
μαθητάς. Απέθανε τη 2 Απριλίου του 1894
εν Κανδυλλίω του Βοσπόρου, ένθα από
ικανών ετών κατώκει. Γεώεργιος
Βιολάκης ο
νυν τιμών από της 5 Νοεμβρίου 1875 την
θέσιν της Πρωτοψαλτείας, και περί ου τον
πρέποντα λόγον εποισάμεθα εν τω
Πανηγυρικώ Λόγω τω εκφωνηθέντι υφ’ημών
τη 4 Δεκεμβρίου 1900 επί
τω πανηγυρισμώ της
εξηκονταετηρίδος του μουσικού σταδίου
και της εν τη Μ. Εκκλησία
εικοσιπενταετηρίδος της πρωτοψαλτείας
αυτoύ. Ερούμεν δε προσέτι περί του
μουσικωτάτου τούτου ανδρός τα δέοντα
εν ετέρω ευόγκω φιλοπονήματι ημών,
τω «Λεξικώ των Ελλήνων
μουσικών των από των αποστολικών
χρόνων άχρι των καθ’ημάς ακμασάντων»,
εν ω περιληφθήσονται και αι σκιαγραφίαι
των επιζώντων μουσικών,
των ονομαστών της ασματικής τέχνης
εκτελεστών, των περί της καθ’ημάς
μουσικής γραψάντων και υπέρ της
διασώσεως και καλλιεργείας ταύτης
ζηλωτώς αγωνισαμένων και αγωνιζομένων. Ο
Γ. Βιολάκης ψάλλει εν τω πατριαρχικώ ναώ
έχων τον Αριστείδην
Νικολαΐδην Λαμπαδάριον
από του Φεβρουαρίου του 1888 (ότε
οικειοθελώς παρητήθη ο Νικόλαος
Στογιάνοβιτς), πρότερον χρηματίσαντα Α΄
δομέστικον (1882-1888)
εις διαδοχήν του επί του
παναγιωτάτου Ιωακείμ του Γ' ένεκα γήρως
απολυθέντος Κωνσταντίνου του
Σαββοπούλου, Δομεστίκους δε εν μεν τω
δεξιώ χορώ τον Ιάκωβον
Ναυπλιώτην από
του έτους, 1888, διατελέσαντα
πρότερον (1881-1888) Β΄ δομέστικον
και διάδοχον γενόμενον του απολυθέντος
επί Ιωακείμ του Γ' Μιχαήλ Παυλίδου, εν δε
τω αριστερώ τον Κωνσταντίνον
Κλάββαν (1888-1904),
αμφοτέρους μαθητάς αυτού
εκ των διακεκριμένων. ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Ζ΄ ΑΠΟ
ΠΕΤΡΟΥ ΤΟΥ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΟΥ ΜΕΧΡΙ
ΤΩΝ ΕΦΕΥΡΕΤΩΝ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΓΡΑΦΙΚΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ (1730-1814) Πέτρος
ο Πελοποννήσιος και η παρασημαντική
αυτού. Το
όνομα Πέτρου τoυ Πελοποννησίου,
Λαμπαδαρίου της
Μ. Εκκλησίας, αποτελεί ιδίαν εποχήν εν τη
ιστoρία της καθ’ημάς μουσικής. Υπήρξεν
ούτος ο μέγας μουσικός του ΙΗ' αιώνος, η
τετάρτη πηγή της μουσικής, ο δικαίως
θαυμαζόμενος ως έξοχος
μουσικοδιδάσκαλος και
ως κλασικός συγγραφεύς, ου τα έργα και το
απλούν και απέριττον και σεμνόν και
επιβάλλον εκκλησιαστικόν μουσικόν
μέλος και ύφος εσαεί διαμένουσιν ως
πολύτιμος οδηγός εις τους παρ’ημιν
ιεροψάλτας και ως μνημείον κλασικόν της
ιεράς μουσικής. Μεγάλως ευηργέτησε την
θείαν τέχνην ως χρήσιν ποιησάμενος, αντί
των τέως δυσνοήτων μουσικών χαρακτήρων,
νέου συστήματος γραφικού προς
παρασήμανσιν των μελών, μάλλον
ευμεθόδου, δι’ου ηπλοποίησε
πλειότερον την κουκκουζέλειον και
την του διδασκάλου αυτού Ιωάννου του
Τραπεζουντίου παρασημαντικήν και
ηρμήνευσε τας των αρχαιοτέρων μελών
θέσεις. Ο Πέτρος εθαυμάζετο
υπό των συγχρόνων αυτού και διά την
έξοχον μουσικήν αυτού αντίληψιν και
μίμησιν, δυνάμενος μάλιστα να διαφυλάξη
πιστώς διά της γραφής οιονδήποτε μέλος
έστω και άπαξ ψαλλόμενον υπ’άλλου.
Εντεύθεν υπό των Οθωμανών εκαλείτο Χιρσίζ
Πέτρος (κλέπτης) και Χότζας
(διδάσκαλος), διότι ό,τι εκείνοι επί
μακρόν μοχθούντες εμέλιζον, αυτός άπαξ
ακούων ψαλλόμενον είχε την δεξιότητα
αμέσως να κλέπτη αυτό διά της γραφής και
καλλωπίζων να παραδίδη εις τον
μελοποιόν ως νεοφανές δήθεν έργον αυτού·
διηγούνται δε ότι oι εγκρατείς της
αραβοπερσικής μουσικής εκ
κοινής συμφωνίας ουδέν νέον έργον
αυτών εμουσούργουν
άνευ της αδείας του Πέτρου. Θεωρείται ο
ευεργετήσας και την Αρμενικήν μουσικήν,
άτε διδάξας εις τον Πρωτοψάλτην του εν
Κοντοσκαλίω αρμενικού πατριαρχικού
ναού Τερετζούν Χαμπαρτζούν τον τρόπον
της γραφής των μουσικών μελών, χρήσιν
ποιησάμενος των σημείων της μαρτυρικής
ποιότητος των τριών γενών
της ημετέρας αρχαίας μεθόδου διά την
των φθόγγων της μουσικής κλίμακος
Παραλλαγήν, ην φυλάττουσιν οι Αρμένιοι
ως πολύτιμον κτήμα εις το πατριαρχείον
αυτών και ενασχολούνται εις το να
καταρτίσωσιν ιδίαν μουσικήν γραφήν. Ο
Πέτρος εγεννήθη περι το 1730 εν
Πελοποννήσω, εμαθήτευσε
δε παιδιόθεν εν Σμύρνη παρά τινι
ιερομονάχω μουσικώ, είτα δε εν Κων/πόλει
παρά 'Ιωάννη τω Τραπεζουντίω, Πρωτοψάλτη
της Μ. Εκκλησίας, μεθ’ου και συνέψαλλεν
ως Β' δομέστικος. Μετά τον θάνατον του
Τραπεζουντίου, ο Πέτρος διωρίσθη
Λαμπαδάριος της Μ. Εκκλησίας,
Πρωτοψάλτου όντος
του Δανιήλ, διατελέσας τοιούτος μέχρι
του 1777, ότε αφηρπάγη
υπό του τότε λυμαινομένου την
βασιλεύουσαν λοιμού. Ανέδειξε
πλείστους μαθητάς εκ των ημετέρων,
των οθωμανών και
των ευρωπαίων, προς ους εδίδασκε
την καθ’ημας μουσικήν ή και την
αραβοπερσικήν· εδίδαξε την μουσικήν
μετά Δανιήλ του Πρωτοψάλτου και του
τότε δομεστίκου Ιακώβου του
Πελοποννησίου και εις την τω 1776
ιδρυθείσαν, πατριαρχούντος
Σωφρονίου του από Ιεροσολύμων,
πατριαρχικήν Μουσικήν Σχολήν, Β' μετά
την Άλωσιν αριθμουμένην. Ο
Πέτρος Λαμπαδάριος ων ηρμήνευσεν εις
την μέθοδον αυτού πολλών αρχαίων
μουσικοδιδασκάλων μαθήματα, ως τα
μεγάλα κεκραγάρια Ιωάννου του
Δαμασκηνού, τα μεγάλα Εωθινά Ιωάννου του
Γλυκέως, τα μεγάλα Ανoιξαντάρια διαφόρων
ποιητών, αργά τινά Πασαπνοάρια του
Όρθρου, το «Άνωθεν oι Προφήται» και άλλα
τινα μαθήματα του Οικηματαρίου και
Μαθηματαρίου. Εμελούργησε δε ο
χαλκέντερος μουσικός άπασαν την σειράν
των εγκυκλίων μουσικών μαθημάτων, ήτοι
το Σύντομον και το Αργόν Στιχηράριον, το
Ειρμολόγιον, το Κρατηματάριον, το
Οικηματάριον, την Παπαδικήν, το
Μαθηματάριον κατ’αναγραμματισμούς,
και άλλα αναρίθμητα· συνύφανε δηλ.
μελοποιήσας δύο Αναστασιματάρια, αργόν
και σύντομον, Ειρμολόγιον Καταβασιών,
και Δοξαστάριον ήτοι
το νέον ή σύντομον Στιχηράριον.
Εμελούργησε τρεις σειράς Χερουβικά αργά
και μίαν σύντομα, τρεις σειράς Κοινωνικά
των Κυριακών και μίαν σειράν Κοινωνικά
της εβδομάδος και άλλα Χερουβικά και
Κοινωνικά εις τας Δεσποτικάς και
Θεομητορικάς εορτάς κατά τους οκτώ
ήχους, ευλογητάρια αργά, σύντομα και
συντομώτερα, πολυελέους, δοξολογίας
συντόμους και αργοσυντόμους εις
διαφόρους ήχους, πασαπνοάρια αργά του
Όρθρου, εξ ων τρία εις ήχον Πλ. Β', Ειρμούς
καλοφωνικούς, κρατήματα, και άλλα
διάφορα μουσουργήματα, ψαλλόμενα εις
τους μικρούς και μεγάλους Εσπερινούς,
εις τας παννυχίδας, εις τον Όρθρον των
διαφόρων εορτών, εις τας λειτουργίας του
Χρυσοστόμου, Βασιλείου και των
Προηγιασμένων, και εις άλλας τελετάς, oίoν,
εις κηδείας, χειροτονίας, εις το
βάπτισμα, τον γάμον, το ευχέλαιον κτ.λ.
Εμέλισε δε και στίχους πολιτικούς κατά
τα μακάμια των Οθωμανών και τους
ρυθμούς αυτών. Την
έξοχον μουσικήν αξίαν και ευφυΐαν του
Πέτρου ως και
την μεγάλην υπόληψιν, ης απήλαυε παρά
τοις συγχρόνοις αυτού μουσικοίς,
ημετέροις τε και οθωμανοίς, μαρτυρούσι
και τα εξής περί αυτού σωζόμενα ανέκδοτα
ιστορικά: Τω
Ι770 αφίκοντο εκ Περσίας εις Κων/πολι,ν
τρεις οθωμανοί, χανεντέδες φέροντες
μουσούργημα αυτών,
όπερ προυτίθεντο
να ψάλωσι το πρώτον ενώπιον του
Σουλτάνου Χαμίτ
του Α΄ την
ημέραν του Βαϊραμίου. Επειδή δε τούτο
έθιγε την φιλοτιμίαν των αυλικών
μουσικών και των άλλων εμπείρων
μουσικών της βασιλευούσης, εζήτησαν τας
περι τούτου οδηγίας του Πέτρου, όστις
κατέσχε το άσμα δια
του επομένου τεχνάσματος:
Τους τρεις ξένους μουσικούς
προσεκάλεσαν εις γεύμα oι δερβίσαι του
εν ΙΙέραν Τεκκέ (μοναστηρίου),
διαιρεθέντες εις τρεις
τάξεις κατά τους εαυτών βαθμους. Η
μία τάξις, η το γεύμα προσφέρουσα εις
τους εκ Περσίας ξένους και συνευθυμούσα,
παρεκάλεσεν αυτοίς να τραγωδήσωσι κατ’αρχάς
μεν εκ των συνήθων ασμάτων μετά των
μουσικών οργάνων, είτα δε και το άσμα,
όπερ έμελλον να ψάλωσιν ενώπιον του
Σουλτάνου κατά
την εορτήν του Βαϊραμίου. Η παράκλησις
των δερβισών εισηκούσθη, ο δε Πέτρος εν
καταλλήλω θέσει κεκρυμμένος ων
υπέκλεπτε διά της μουσικής
παρασημαντικης το άσμα. Αλληλοδιαδόχως
ενεφανίσθησαν κατόπιν ενώπιον των ξένων
μουσικών και oι αποτελούντες την
δευτέραν και τρίτην τάξιν των Δερβισών,
προς ευχαρίστησιν των οποίων επανελήφθη
το άσμα. Ο Πέτρος, αφού
έγραψεν επί του χαρτον το τρις ψαλέν
άσμα, εφάνη ερχόμενος
εκ του προαυλίου του Τεκκέ προς την
αίθουσαν του συμποσίου,
οι δε Δερβίσαι έσπευσαν προς
υποδοχήν αυτού λέγοντες τουρκιστί «ο
διδάσκαλος έρχεται». Μετά τας
ειθισμένας συστάσεις, εψάλη
και πάλιν το άσμα υπό των ξένων
μουσικών προς ευχαρίστησιν και τoυ
ρωμαίου διδασκάλου των Δερβισών. Αλλ’ο
ΙΙέτρος τότε
σοβαρώς παρετήρησεν ότι το ψαλέν άσμα
είναι έργον του, όπερ
αναμφιβόλως μαθητής τις αυτού εκ των
διεσπαρμένων εις
Αραβίαν και Περσίαν εδίδαξεν εις τους
παρισταμένους μελωδούς, ουχί ομως
πιστώς και ακριβώς. Επί τούτω oι τρεις
ξένοι ισχυρίζονται ότι το άσμα ειναι
έργον αυτών, μελισθέν κατόπιν μεγάλων
κόπων, ο δε Πέτρος ψάλλει αυτό ως ίδιον
έργον προς πανδουρίδα εκ χειρογράφου,
το οπoίoν εξάγει εκ
του θυλακίου αυτού. Τότε σοβαρά
επεγένετο λογομαχία,
καθ’ην εις των τριών ξένων μελωδών
κατέθραυσεν εν οργή την πανδουρίδα
του Πέτρου, έτερος δε εξ αυτών
γινώσκων ότι oι Έλληνες μουσικοί
έχουσι γραπτήν
μουσικήν, και εννοήσας τον δόλον,
ώρμησε να φονεύση διά του
εγχειριδίου αυτού τον Πέτρον. Εκ του
τολμήματος τούτου επωφεληθέντες oι
Δερβίσαι έδησαν τας
χείρας και τους πόδας
των τριών ξένων μελωδών και τους
εφυλάκισαν εις τι μέρος του Τεκκέ. Mετά
τινας ημέρας εξωρίσθησαν ούτοι ως
αγύρται, και oύτω διεσώθη η υπόληψις και
η αξιοπρέπεια των Οθωμανών του παλατίου
μουσικών, χάρις εις την απαράμιλλον
μουσικήν αντίληψιν
και μίμησιν του μουσικωτάτου
Πέτρου του Πελοποννησίου, oυ το όνομα
«Χιρσίζ Πέτρος» εις ένδειξιν
ευγνωμοσύνης εγράφη εις το ιερόν
δελτίον της παρουσίας των ενδόξων
Οθωμανών σέχιδων
και επί του παρά την ενδοτέραν πύλην του
Τεκκέ κειμένου δευτέρου
μαυσωλείον. ΙΙροσθετέον
δε ότι η φήμη του Πέτρου έφθασεν εις τας
ακοάς του Σουλτάνου, όστις διέταξεν όπως
ελευθέρως εισέρχηται ο πεφημισμένος
ούτος μουσικός
εις τα Ανάκτορα.
Αλλά το εξής γεγονός έδωκεν αφορμήν
όπως ο Πέτρος απολέση
τήν κτηθείσαν δαψιλή
εύνοιαν του Σουλτάνου. Ημέραν
τινά ο Σουλτάνος, αναχωρήσας
εκ των ανακτόρων του Βυζαντίου,
μετέβη εις το κατά το ΙΙαλούκ παζάρ
τέμενος Γενή τζαμί, δειπνήσας δε
διενυκτέρευσεν εις το περίπτερον
του τεμένους. Την αυτήν εσπέραν κατά
σύμπτωσιν μετέβη και ο Πέτρος προς
επίσκεψιν τουν μεϊζίνη (ιεροψάλτου) του
ρηθέντος τεμένους, παρ’ω και
συνεδείπνησε. Κατά
το δείπνον ο Πέτρος έψαλε και εις άλλον
ήχον το εις δύο μόνον ήχους τότε
ψαλλόμενον «σελάκ», ο δε μεϊζίνης όπως
ωφεληθή εκ της
τέχνης τoυ Πέτρου,
θεις κατά χώραν πάντα θρησκευτικόν
λόγον, υπεχρέωσε τον μουσικοδιδάσκαλον
να ψάλη το «σελάκ»
από του μιναρέ προς το λυκαυγές, τουθ’όπερ
και εγένετο. Αλλ’ο Σουλτάνος
ακούσας το ψαλέν, ηθέλησε την πρωΐαν
να μάθη τον εις νεώτερον μέλος ποιήσαντα
το «σελάκ». Πληροφορηθείς δε τα γενόμενα
κατ’αλήθειαν, εχολώθη λίαν και διέταξε
δύο εισαγγελείς όπως μεταβώσιν εις τα
πατριαρχεία και αναγγείλωσι τω
Πατριάρχη την τόλμην Πέτρου του
Λαμπαδαρίον της Μ. Εκκλησίας, συλλάβωσι
δε και απαγάγωσι τον τολμητίαν εις το
Σεϊχουλισλαμάτον ίνα γείνη η ανάκρισις
αυτού θρησκευτικώς. Εν τη ανακρίσει ο
Πέτρος τον φρενοβλαβή προσποιούμενος
έβλεπεν άνω και κάτω, δεξιά και αριστερά,
ηδολέσχει, προσέβαλε τους παρισταμένονς
και έπαιζε κάρυα εν τη επιπέδω αιθούση
του κριτηρίου. Oι δικασταί, πιστεύσαντες
ότι παρεφρόνησεν ο ημέτερος
μουσικοδιδάσκαλος, ενέκριναν να οδηγηθη
εις το εν Εγρήκαπου τότε ευρισκόμενον
εθνικόν φρενοκομείον, ένθα τα πάντα
εχορηγούντο αυτώ, κελεύσει σουλτανική,
πλην χάρτου και μελάνης. Kαι την έλλειψιν
δε ταύτην εθεράπευσεν ο ευφυής. Πέτρος,
διότι παρά μεν των επισκεπτομένων αυτόν
μαθητών της παρακειμένης σχολής
Εγρήκαπου ελάμβανε χάρτην, εκ δε των
προσενεχθέντων αυτώ βυσσίνων
εσχημάτισε μελάνην και διά του
μίσχου αυτών έγραψε το εις ήχον Πλ. Β'
αργόν πασαπνοάριον του Όρθρου,
το και Βυσσινόγραφον καλούμενον.
Εξελθών δε του φρενοκομείου ως ιαθείς
δήθεν μετά
τεσσαρακονθήμερον εν αυτώ
διαμονήν, εξηκολούθησε
τα καθήκοντα αυτού εν
τη Μεγάλη Εκκλησία και εν τω παλατίω. Κατά
την κηδείαν του Πέτρου, γενομένην εν τω
πατριαρχικώ ναώ, ιστορείται ότι έλαβε
χώραν το εξής ανέκδοτον: Προσηλθον εις
αυτήν εκ πάντων των Τεκκέδων της
βασιλευούσης oι Δερβίσαι, ζητήσαντες την
άδειαν παρα του Πατριάρχου Σωφρονίου Β'
όπως και αυτοί εις ένδειξιν σεβασμού
προς τον κηδευόμενον διδάσκαλον ψάλωσιν
επί του νεκρού την πένθιμον αυτών ωδήν
μετά του πλαγιαύλου· ο δε Πατριάρχης
απήντησε: «Συναισθάνομαι
και εγώ την υμετέραν μεγίστην λύπην, την
οποίαν προυξένησεν εις όλους μας ο
θάνατος του
μακαρίτου διδασκάλου· δεν σας λέγω μεν
το όχι, αλλ’ίνα μη δυσαρεστηθή η
Κυβέρνησις, παρακαλώ πάντας υμάς όπως
ακολουθήσητε άχρι του τάφου,
και εκει πράξατε το προς αυτόν
καθήκον υμών». Εις
τους λόγους του Πατριάρχου υπακούσαντες
oι Δερβίσαι, ηκολούθησαν μετά δακρύων
τον νεκρόν μέχρι του εν Εγρήκαπου
νεκροταφείον των Ορθοδόξων, ένθα μετά το
ψαλέν τρισάγιον και την κατάθεσιν
του νεκρού εν τω τάφω, έμελψαν
αυλωδώς παθητικώτατα. Εις δε εξ αυτών
καταβάς εις τον τάφον και φέρων ανά
χείρας ως λαμπάδα καιομένην τον
πλαγίαυλον αυτού, είπε τουρκιστί τάδε: «Ω
μακαρίτα διδάσκαλε, λάβε και αφ’ημών
των ορφανών μαθητών σου το τελευταίον
τούτο δώρον, ίνα συμψάλλης άσματα δι’αυτού
εις τον Παράδεισον μετά των αγγέλων».
Τον δε πλαγίαυλον θεις εις τας αγκάλας
του νεκρού, εξήλθε του τάφου ένδακρυς.
Είτα oι Χριστιανoί, κατά τα νενομισμένα,
έθαψαν τον Πέτρον. Ο
επιφανέστατος ούτος μουσικοδιδάσκάλος
απήλαυε της ευνοίας των πατριαρχών
Σαμουήλ του Χαντζερή (1763-1768 και 1773-Ι774)
και Σωφρονίου Β' (1774-1780), και των
Σουλτάνων Χαμίτ του Α' και Σελίμ του Γ',
έλατρεύετο δε υπό των απειραρίθμων
αυτού μαθητών. Επειδή
δε και η παρασημαντική του Πέτρου
εθεωρείτο πως δύσνόητος υπό των
συγχρόνων αυτού ψαλμωδών, ανεζητείτο δε
απλούστερον σύστημα
παρασημαντικής, ενεφανίσθη
τότε, επί της Α΄
πατριαρχείας Γρηγορίον Ε΄ του από
Σμύρνης (1797) ο εκ Xίoυ ορμώμενος,
σπουδάσας δε την ευρωπαϊκήν μουσικήν εν
Ευρώπη, και κάτοχος εν μέρει και της
ημετέρας εκκλησιαστικής, Αγάπιος
ο Παλιέρμος, ενώπιον του Πατριάρχου
και της Ιεράς Συνόδου και επεχείρησεν
ίνα πείση την Μ.
Εκκλησίαν όπως δεχθή το ίδιον αυτού
Παλλιέρμειον μουσικόν σύστημα και επί
τη βάσει τούτου
ενεργήση την μεταγραφήν πάντων των
εκκλησιαστικών μελών, ή,
να πείση
τους μουσικούς να
φροντίσωσι περί της διορθώσεως του
υπάρχοντος δυσνοήτον συστήματος, ή να
εφεύρωσιν άλλο νεώτερον και βασιμώτερον.
Και αληθές μεν ότι, μεθ’όλας
τας δικαίας αντιστάσεις του τότε
Πρωτοψάλτου της Μ. Εκκλησίας Ιακώβου
του Πελοποννησίου, ο Αγάπιος ανέλαβε να
διδάξη εν τοις πατριαρχείοις την
Μουσικήν διά της ευρωπαϊκής
παρασημαντικής, αποτυχών όμως εν τη
διδασκαλία, μετέβαλεν είτα σύστημα,
χρήσιν ποιησάμενος εις γραφήν των μελών
αλφαβητικού τινος συστήματος. Επειδή δε
ο Αγάπιος παρετήρησεν ότι η διδασκαλία
αυτού ως ξενίζουσα κατά τε την προφοράν
και το ύφος ιδία απέβη
άγονος, ηναγκάσθη
ινα μεταβή εις Βουκουρέστιον, ένθα και
αποθνήσκει τω 1815. Οφείλομεν δε ενταύθα
να ομολογήσωμεν ότι αι πυρετώδεις
ενέργειαι του Αγαπίου προς απλοποίησιν
της παρασημαντικής Πέτρου του ΙΙελoπoννησίoυ
συνετέλεσαν τα μάλιστα όπως εργασθή επί
τούτω αποτελεσματικώς ο μουσικώτατος
Γεώργιος ο Κρης. *** Ο
πρόδρομος της νέας γραφικής μεθόδου.
|