Εἰκόνα : έργο του Κώστα Τσόκλη
|
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ - Πεζογραφία |
Σπύρος Τσακνιάς
Η γοητεία της απάτης
Από εφημ. Το Βήμα, 18/2/1990.
Από το τελευταίο διήγημα της συλλογής Ο Γενικός Αρχειοθέτης, καταγραφή ενός εφιαλτικού ονείρου, στο οποίο αντανακλάται (ή, μάλλον, διαθλάται) μια πικρά νοσταλγημένη πραγματικότητα, αποσπώ μια φράση που με βοηθάει να περιγράψω τη συναισθηματική αμηχανία με την οποία τέλειωσα την πρώτη ανάγνωση του βιβλίου : «... με ένα ύφος που δεν μπορώ να προσδιορίσω εάν είναι σοβαρό, ή υποκρύπτει κάποια άγρια ειρωνεία». Κάπως έτσι θα χαρακτήριζα το ύφος του Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλου, ακόμη και τώρα που η δεύτερη ανάγνωση έχει διασκεδάσει τη συναισθηματική μου αμηχανία ― τώρα, θέλω να πω, που έχω συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι το ύφος του είναι ταυτόχρονα σοβαρό και ειρωνικό κι ότι από αυτό ακριβώς το μείγμα προκύπτει η γοητεία των σύντομων αφηγημάτων που απαρτίζουν τον μικρό και καλαίσθητα τυπωμένο τόμο. Διερωτώμαι πάντως αν δικαιούται να μιλάει κανείς για μείγμα όταν συχνά τα δύο στοιχεία, αντί να μειγνύονται, αλληλοϋπονομεύονται. Ας είναι. Το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο: ένα απατηλό κείμενο. Προσοχή, όμως: η απάτη συνιστά τη γοητεία του.
Και εξηγούμαι: Ο αναγνώστης δεν είναι ποτέ βέβαιος για ποιο πράγμα ακριβώς μιλάει ο συγγραφέας, που ανυπόκριτα εμφανίζεται ως αφηγητής της ιστορίας. Η αβεβαιότητα αυτή δεν έχει καμιά σχέση με την κρυστάλλινη διαύγεια του λόγου. Προκύπτει από την επίμονα κατακτημένη, περίτεχνη αφηγηματική μέθοδο, βασικό γνώρισμα της οποίας είναι συνήθως ένας ουδέτερος τόνος δοκιμιακής γραφής ή χρονικού, κάτω από τον οποίο λειτουργεί αθόρυβα, σαν βραδυφλεγής εκρηκτικός μηχανισμός, ένα συναισθηματικά φορτισμένο επεισόδιο, ή μια απροσδόκητη εξέλιξη της αφήγησης, που ανοίγει μιαν άλλη προοπτική. Μέσα από αυτή τη δεύτερη προοπτική κι ενώ ο αφηγητής διατηρεί την ουδετερότητά του, ανοίγονται για τον αναγνώστη ευρύχωρα πεδία συγκινησιακής μέθεξης. Ωστόσο, η ουδετερότητα του αφηγητή, την οποία στηρίζει μια άλλοτε διακριτική κι άλλοτε άγρια ειρωνεία, είναι απατηλή. Ασκώντας την αρνητική της πίεση πάνω στα συναισθήματα του αναγνώστη, υποδαυλίζει τη συγκινησιακή του συμμετοχή. Αυτό που προσπαθώ να πω, είναι πως ο συγγραφέας χρησιμοποιεί πλάγιους τρόπους για να υποβάλλει νοήματα και σημασίες που ο προσεκτικός αναγνώστης ανακαλύπτει κάτω από την επιφάνεια του κειμένου.
Χαρακτηριστικά, εν προκειμένω, είναι τα αφηγήματα ‘Ο Γενικός Αρχειοθέτης’ και ‘Η Φιλαρμονική’. Μια περιδιάβαση στον επαρχιακό Τύπο το πρώτο, μια περιγραφή επαρχιακής μπάντας το δεύτερο - και για την ακρίβεια, του Τύπου και της μπάντας του Πύργου Ηλείας, γενέτειρας του συγγραφέα. Τόσο το χρονικό του επαρχιακού Τύπου, όσο και η περιγραφή της Φιλαρμονικής του Δήμου, που καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης, ενώ, χάρις στο κράμα νοσταλγίας και ειρωνείας που διέπει τη γραφή τους, αγκιστρώνουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη και παγιδεύουν τη συγκινημένη συμμετοχή του, δεν θα υπερέβαιναν το επίπεδο μιας χαριτωμένης γραφικότητας, αν δεν κατέληγαν, και τα δύο, σε συγκεκριμένα επεισόδια υψηλής πυκνότητας και συναισθηματικής φόρτισης, που φωτίζουν αναδρομικά την όλη αφήγηση με το ανακλώμενο φως της διακριτικά διατυπωμένης δραματικότητάς τους.
Με άλλα λόγια, ο συγγραφέας ανοίγει για τον αναγνώστη του την άλλη προοπτική της αφήγησης. Ο εκρηκτικός μηχανισμός λειτουργεί εγκαίρως και αποτελεσματικώς.
Για τον αναγνώστη που είναι εξοικειωμένος με το μικρό σε όγκο πεζογραφικό έργο του Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλου, οι παραπάνω παρατηρήσεις ενδέχεται να ηχούν ως περίπου αυτονόητες. Από πλευράς γλώσσας και αφηγηματικής τεχνικής, η πρόσφατη συλλογή αποτελεί συνέχεια, κατά κάποιο τρόπο, των συλλογών Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη και Θερμά θαλάσσια λουτρά, που πρωτοδημοσιεύθηκαν η πρώτη το 1979 και η δεύτερη το 1980.
Διαβάζοντας το Γενικό Αρχειοθέτη έκανα τη σκέψη πως τα τρία λιγοσέλιδα βιβλία θα μπορούσαν να συσσωματωθούν κάποτε σε έναν τόμο. Εν τούτοις, ενώ και το υλικό του νέου βιβλίου είναι αντλημένο από την ίδια περίπου δεξαμενή, μνήμες του συγγραφέα από τα παιδικά του χρόνια στη γενέτειρα, κάποια απόπειρα ανανέωσης ή διεύρυνσης της θεματολογικής γκάμας είναι εμφανής. Τα κατοχικά μοτίβα, που κυριαρχούσαν στις προηγούμενες συλλογές, υποχωρούν αισθητά, ενώ αυξάνει, το ποσοστό των αφηγήσεων που μοιάζουν καταγραφές ονείρων (είτε είναι είτε όχι), και οι εξιστορήσεις περιστατικών από άλλους τόπους και άλλες ηλικίες. Έδαφος, επίσης, κερδίζει και ο ελεύθερος συνειρμός, μολονότι και τα παλιότερα διηγήματα του Η. Χ. Π. δε διακρίνονταν για την κλασικότροπη δόμησή τους.
Αναλλοίωτο παραμένει το παιχνίδι με το νοσταλγημένο (οριστικά χαμένο) παρελθόν. Τη συγγραφική βούληση ωστόσο, δεν φαίνεται να την κινητοποιεί η επιθυμία επανάκτησης του χαμένου χρόνου μέσω μιας ενεργοποίησης της μνήμης - θα δυσκολευόμουν να χρησιμοποιήσω ακόμα και .την έκφραση «ποιητική ανάπλαση του χαμένου παρελθόντος». Τα ψιλοδουλεμένα κείμενα του Η. Χ. Π. μοιάζουν περισσότερο με ποιητικά πλάσματα που ζουν την αυτόνομη ζωή τους μέσα στο εύκρατο γλωσσικό τους περιβάλλον. Αν αναφέρονται σε κάτι έξω από τη γλωσσική τους ζώνη, αυτό είναι μάλλον μια μυθολογία του συγγραφέα παρά ο βίος και η πολιτεία του. Η επίμονη προσπάθειά του να μας πείσει για το αντίθετο, είναι επίσης απατηλή. Την απάτη - ούτως ειπείν, όπως θα έγραφε ο ίδιος - την επιβάλλουν οι κανόνες του αφηγηματικού παιχνιδιού που έχει επιλέξει. Χωρίς αυτήν δεν θα κερδιζόταν το παιχνίδι, ούτε για το συγγραφέα, ούτε για τον αναγνώστη.
|
|
|