Εἰκόνα : έργο του Κώστα Τσόκλη
|
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ - Πεζογραφία |
Τζών Τέϋλορ
Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη, & Θερμά θαλάσσια λουτρά
Μετάφρ. Καλλιόπη Καβούρη, "Τομές".
ΑΝ ΚΑΙ ΣΧΕΤΙΚΑ ολιγογράφος συγγραφέας, και όχι ιδιαίτερα γνωστός στον μέσο Έλληνα αναγνώστη, ο Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος απολαμβάνει -γεγονός, πιστεύω, σπουδαιότερο-, της εκτίμησης των ομοίων του, των συναδέλφων του συγγραφέων και κριτικών. Εκτιμάται ως ένας δεξιοτέχνης του ύφους, ως ευαίσθητος, διεισδυτικός τεχνίτης συγκινήσεων, ο οποίος έδωσε φωνή σε μια κοινότητα παραμελημένη από τα νεοελληνικά γράμματα: τη μικρή επαρχιακή πόλη, στην προκειμένη περίπτωση στον Πύργο της Ηλείας. Η πρόσφατη επανέκδοση (με μεγάλη τυπογραφική φροντίδα) της δεύτερης και τρίτης έκδοσης, αντίστοιχα, των: Θερμά θαλάσσια λουτρά (1980) και Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη (1973) - των δύο συλλογών διηγημάτων του - θα καθιερώσει τον Παπαδημητρακόπουλο σε ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, ως έναν από τους σπουδαιότερους Έλληνες συγγραφείς, του οποίου το έργο θυμίζει ζωγράφους του μελαγχολικού και του εφήμερου, σαν τον Πήτερ Άλτενμπεργκ και τον Άντον Τσέχωφ, με κάπου κάπου μια μελοδραματική πινελιά του Τζαίημς Θάρμπερ. Το έργο του Παπαδημητρακόπουλου περιλαμβάνει επίσης μια συλλογή των κριτικών του κειμένων, Παρακείμενα (Κέδρος 1983) και αρκετές μελέτες αφιερωμένες στον Νίκο Καχτίτση και στο έργο του.
Όπως ο Καχτίτσης και ο Ν. Γ. Πεντζίκης - άλλος συγγραφέας που το έργο του τον ενδιαφέρει ως κριτικό -, ο Παπαδημητρακόπουλος έχει σφυρηλατήσει έναν τρόπο έκφρασης, μια γλώσσα που αμέσως αναγνωρίζεται ότι είναι δική του. Πάντα απέριττος, μελωδικός, προσεκτικός στον βαθύτερο ρυθμό της ιστορίας: η μελωδία της πρόζας στο Ελεονόρα μιμείται τον λαχανιαστό, κοφτό ρυθμό της ερωτικής επαφής, παραλληλίζοντας έτσι τη δράση στο προσωδιακό επίπεδο και δημιουργώντας αυτό που ο ίδιος ο συγγραφέας χαρακτηρίζει ως «μεταφυσικό καλαμπούρι», ενώ η γλώσσα στο Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη και Θερμά θαλάσσια λουτρά αποκαλύπτει μια επιδέξια παράθεση δημοτικής και καθαρεύουσας. Ένα από τα σημαντικά χαρίσματα του Παπαδημητρακόπουλου είναι αυτό της παρωδίας. Στα διηγήματα «Η ισπανική κιθάρα» και «Η επιταγή», για παράδειγμα, παρωδεί την άτυχη καθαρεύουσα της τοπικής εφημερίδας και των καλοπροαίρετων επαρχιωτών - επίδειξη ύφους που φθάνει σε χωρίς προηγούμενο ύψη στο αξέχαστο διήγημά του ‘Ο Γενικός αρχειοθέτης’, που δημοσιεύτηκε αρχικά στο περιοδικό Διάλογος (Τεύχος 12/13, 1981, σελ. 8-14) και που αναμφίβολα προορίζεται για μια τρίτη συλλογή διηγημάτων. Στον διάλογο «Σας ήρεσε;» ο Παπαδημητρακόπουλος μιμείται τα ελληνικά των νεόπλουτων, ο διάλογος γίνεται μέσα σ' ένα διαμέρισμα τραίνου και θα μπορούσε να μετατραπεί σε ένα ολοζώντανο θεατρικό μονόπρακτο.
Τα διηγήματα του Παπαδημητρακόπουλου, που έχουν τόπο δράσης τον Πύργο, θα μπορούσαν να συγκριθούν με την λογοτεχνία της μικρής κεντροδυτικής Αμερικάνικης πόλης, με την προφανή βέβαια διαφορά ότι η παρωδία του δεν περιέχει την περιφρονητική διάθεση του Σίνκλαιρ Λιούϊς ή την ασίγαστη, άτεχνη μερικές φορές, προσπάθεια του Σέργουντ Άντερσον να ξεγυμνώσει την σεξουαλική πραγματικότητα. Το άγγιγμά του Παπαδημητρακόπουλου είναι τρυφερό• αφορά στα σκαμπανεβάσματα της καθημερινής ζωής, που τα διηγήματά του περιγράφουν. Το λάϊτ-μοτίφ είναι ο θάνατος, ο θάνατος του πατέρα του αφηγητή στο ‘Εις μνήμην’, ο θάνατος μερικών συμμαθητών του στο ‘Ο τελευταίος επιζών’, ο θάνατος του πάντα άτυχου, αν και πάντα καλοπροαίρετου Μιχάλη στο ‘Η κόκκινη σημαία’, ο θάνατος του γέρου ψάλτη στο γηροκομείο στο ‘Η επιταγή’, του απατεώνα Γιάννη στο ‘Η ισπανική κιθάρα’, της παθιασμένης λουόμενης ομορφιάς στο ‘Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη’, του νεαρού Ρώσου φιγουρατζή στο ‘Θερμά θαλάσσια λουτρά’, του γενναίου αλλά κακοκέφαλου Νίκου στο ‘Ο Νίκος ο Σερέτης’, του αγωνιστή (του Εμφύλιου) που είχε βλενόρροια στο ‘Η εκτέλεση’. Ακόμα και στο ‘Τα μαξιλάρια’ - μάλλον δοκίμιο, παρά διήγημα ως προς την δομή - ο αφηγητής θυμίζει: «...τότε που ο Γιάννης ο Ναύτης, κατ' άλλους με δύο, κατ' άλλους με ένα μαχαίρι, έσφαξε δώδεκα στη σειρά στην από μέσα μεριά της μάντρας». Η περίοδος είναι βέβαια ο Εμφύλιος και αυτοί που τους έσφαξε τον λαιμό δεν είναι πρόβατα, αλλά άνθρωποι. Τα διηγήματα του Παπαδημητρακόπουλου διαφέρουν από πολλά διηγήματα και μυθιστορήματα των συγχρόνων του στο ότι η τραγωδία είναι πάντα ανθρώπινη, όχι ιδεολογική. Όπως ο Τσέχωφ, ο Παπαδημητρακόπουλος δεν επιδιώκει να δώσει λύσεις, αλλά μάλλον να περιγράψει καταστάσεις τόσο πιστά κι αληθινά, ώστε ο αναγνώστης δεν μπορεί πλέον να ξεφύγει. Ο κριτικός του έργου του Παπαδημητρακόπουλου δεν πρέπει να ψάξει να βρει το νόημα στις ιδέες, ιδεολογίες ή αφηγηματικούς νεωτερισμούς, αλλά στα αισθήματα. Και είναι τα αισθήματα, που εμφανίζονται στο έργο του Παπαδημητρακόπουλου, που ηχούν τόσο αληθινά: το χέρι του εβδομηντάρη διευθυντή της τοπικής εφημερίδας που ακουμπούσε ανέκφραστος πάνω στην στοίβα του άσπρου χαρτιού, μετά το τέλος της σχέσης του με την «αηδόνα». Ο Νίκος στο ‘Ο τελευταίος επιζών’ που βιαστικά φωνάζει στον αφηγητή καθώς χωρίζονται στο αεροδρόμιο: «Δεν πρόφτασα να σου πω για την αρρώστια μου. Έχω φασαρίες με το συκώτι μου».
Πάνω απ' όλα είναι ο αφηγητής που αναδύεται ως κεντρικός χαρακτήρας των 23 διηγημάτων, που όλα εκτός από ένα, είναι γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο. (‘Ένα καλοκαιρινό απομεσήμερο’ είναι η εξαίρεση, αλλά, χωρίς έκπληξη αντιλαμβανόμαστε ότι η προφανώς ειρωνική χρήση του τρίτου προσώπου τονίζει περισσότερο το γεγονός ότι το κέντρο του ενδιαφέροντος είναι ο αφηγητής.)
Μέσω των πικρόχολα ειρωνικών περιγραφών, που δίνει, των παραδοσιακών αντικειμένων, εθίμων και καθημερινών γεγονότων της Ελλάδας των παιδικών χρόνων του συγγραφέα - η γενιά του Παπαδημητρακόπουλου είναι αυτή που κατ' εξοχήν όχι μόνο υπέφερε κατά τη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφύλιου, αλλά που είδε επίσης τα τελευταία απομεινάρια της προπολεμικής Ελλάδας να εξαφανίζονται από τις μπουλντόζες κατά την δεκαετία του πενήντα και την δεκαετία του εξήντα --ο αφηγητής αποκαλύπτεται μελαγχολικός, νοσταλγικός, αν όχι πικραμένος. Αλλά η αρχική αιτία μελαγχολίας του συγγραφέα δεν είναι τόσο η θύμηση εποχών που πέρασαν, όσο η συνείδηση ότι αυτός ο ίδιος γέρασε• η νοσταλγία του για τα αντικείμενα και τα γεγονότα της παιδικής του ηλικίας βασίζεται στην υπάρχουσα γνώση ότι ο χρόνος περνά. Συχνά αποκομμένος, αποχωρισμένος, αποκλεισμένος, πάντα παρατηρητής ακόμα κι όταν συμμετέχει, ο αφηγητής στο Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη και Θερμά θαλάσσια λουτρά, έχει συχνές «προαισθήσεις θνητότητας» (παραφράζοντας την γνωστή έκφραση του Γουόρντσγουωρθ, «προαισθήσεις αθανασίας») και ό,τι σε πρώτη ανάγνωση φαινομενικά είναι ενέργειες ή κινήσεις, που περιγράφονται τόσο αντικειμενικά ή χιουμοριστικά, τελικά αποδεικνύεται - κι αυτή είναι η ουσιαστική επίδραση αυτών των διηγημάτων στον αναγνώστη - ότι είναι μέχρι τα μύχια υποκειμενικές, με μια οδυνηρή αναφορά στο εφήμερο.
|
|
|