εἰκόνα: Henry Matisse, Femme à l'amphore - 1953
|
ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ |
Διονύσιος Σολωμός
Ο Πορφύρας
Ἀπὸ τὸ «Ποιήματα καὶ Πεζά».
Ἐπιμέλεια-Εἰσαγωγὲς Στυλιανὸς Ἀλεξίου. Ἔκδ. στιγμή, Ἀθήνα 1994.
«Κοντὰ 'ναι τὸ χρυσόφτερο καὶ κατὰ δῶ γυρμένο,
π' ἄφησε ξάφνου τὸ κλαδὶ γιὰ τοῦ γιαλοῦ τὴν πέτρα
κι ἐκεῖ γρικᾶ τῆς θάλασσας καὶ τ' οὐρανοῦ τὰ κάλλη
κι ἐκεῖ τραβᾶ τὸν ἦχο του μ' ὅλα τὰ μάγια πὄχει.
Γλυκά 'δέσε τὴ θάλασσα καὶ τὴν ἐρμιὰ τοῦ βράχου
κι ἄ δὲν εἶν' ὥρα γιὰ τ' ἀστρὶ θὲ νὰ συρθεῖ καὶ νά 'βγει.
(Χιλιάδες ἄστρα στὸ λουτρὸ μ' ἐμὲ νὰ στείλ' ἡ νύχτα!).
Πουλὶ πουλάκι ποὺ λαλεῖς μ' ὅλὰ τὰ μάγια πὄχεις,
εὐτυχισμὸς ἄ δὲν εἶναι τὸ θαῦμα τῆς φωνῆς σου,
καλὸ δὲν ἄνθισε στὴ γῆ, στὸν οὐρανό, κανένα.
Δὲν τὸ 'λπιζα νὰ 'ν' ἡ ζωὴ μέγα καλὸ καὶ πρῶτο !
Ἀλλ' ἄχ, ἀλλ' ἄχ, νὰ μπόρουνα σὰν ἀστραπὴ νὰ τρέξω,
ἀκομ', ἀφρέ μου, νὰ βαστᾶς καὶ νὰ 'μαι γυρισμένος
μὲ δυὸ φιλιὰ τῆς μάνας μου, μὲ φοῦχτα γῆ τῆς γῆς μου!
Κι ἡ φύσις ὅλὴ τοῦ γελᾶ καὶ γένεται δική του.
Ἐλπίδα, τὸν ἀγκάλιασες καὶ τοῦ κρυφομιλοῦσες
καὶ τοῦ σφιχτόδεσες τὸ νοῦ μ' ὅλα τὰ μάγια πὄχεις.
Νιὸς κόσμος ὄμορφος παντοῦ χαρᾶς καὶ καλοσύνης.
Ἀλλ' ἀπαντοῦν τὰ μάτια του τρανὸ θεριὸ πελάγου
κι ἀλιά, μακριὰ 'ναι τὸ σπαθί, μακριὰ 'ναι τὸ τουφέκι!
Κοντὰ 'ν' ἐκεῖ στὸ νιὸν ὀμπρὸς ὁ τίγρης τοῦ πελάγου•
ἀλλ' ὅπως ἒσκισ' εὔκολα βαθιὰ νερὰ κι ἐβγῆκε
κατὰ τὸν κάτασπρο λαιμὸ ποὺ λάμπει ὡσὰν τὸν κύκνο,
κατὰ τὸ στῆθος τὸ πλατὺ καὶ τὸ ξανθὸ κεφάλι,
ἔτσι κι ὁ νιὸς ἐλεύτερος, μ' ὅλες τὲς δύναμές του,
τῆς φύσης ἀπὸ τσ' ὄμορφες καὶ δυνατὲς ἀγκάλες,
ὅπου τὸν ἐγλυκόσφιγγε καὶ τοῦ γλυκομιλοῦσε,
εὐτὺς ἑνώνει στὸ λευκὸ γυμνὸ κορμὶ π' ἀστράφτει,
τὴν τέχνη τοῦ κολυμπιστῆ καὶ τὴν ὁρμὴ τῆς μάχης.
Πρὶν πάψ' ἡ μεγαλόψυχη πνοὴ χαρὰ γεμίζει:
Ἄστραψε φῶς κι ἐγνώρισεν ὁ νιὸς τὸν ἑαυτό του.
Ἀπομεινάρι θαυμαστὸ ἐρμιᾶς καὶ μεγαλείου,
ὄμορφε ξένε καὶ καλὲ καὶ στὸν ἀνθὸ τῆς νιότης,
ἄμε καὶ δέξου στὸ γιαλὸ τοῦ δυνατοῦ τὴν κλάψα.
|
|
|