εἰκόνα: Henry Matisse, Femme à l'amphore - 1953
|
ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ |
Διονύσιος Σολωμός
Ὁ Λάμπρος
Ἀπὸ τὸ «Ποιήματα καὶ Πεζά».
Ἐπιμέλεια-Εἰσαγωγὲς Στυλιανὸς Ἀλεξίου. Ἔκδ. στιγμή, Ἀθήνα 1994.
Τὸ Ὄνειρο τῆς Μαρίας
Μοῦ φαίνεται πὼς πάω καὶ ταξιδεύω
στὴν ἐρμιὰ τοῦ πελάγου εἰς τ' ὄνειρο μου•
μὲ τὸ κύμα, μὲ τσ' ἀνέμους παλεύω
μοναχή, καὶ δὲν εἶσαι εἰς τὸ πλευρό μου.
Δὲ βλέπω μὲ τὸ μάτι όσο γυρεύω
πάρεξ τὸν οὐρανὸ στὸν κίνδυνο μου•
τονὲ τηράω, «βόηθα», τοῦ λέω, «δὲν ἔχω
πανί, τιμόνι, καὶ τὸ πέλαο τρέχω».
Κι ὅτι τέτοια τοῦ λέω, μέσα μὲ θάρρος
νὰ σου τὰ τρία τ' ἀρσενικὰ πετιοῦνται•
τοῦ καραβιοῦ τὰ ξύλα ἀπὸ τὸ βάρος
τρίζουν τόσο ποὺ φαίνεται καὶ σκιοῦνται.
Τότε προβαίνει ἀφεύγατος ὁ Χάρος,
καὶ στριμωμένα αὐτὰ κρυφομιλιοῦνται,
κι ἀφοῦ ἔχουν τὰ κρυφὰ λόγια πωμένα,
λάμνουν μὲ κάτι κουπιὰ τσακισμένα.
Μ' ἕνα πικρὸ χαμόγελο στὸ στόμα
ἔρχεται ἡ κόρη ἐκεῖ καὶ μὲ σιμώνει•
τῆς τυλίζει ἕνα σάβανο τὸ σῶμα,
ποὺ στὸν ἀέρα ὁλόασπρο φουσκώνει•
ἀλλὰ πλιὰ χλωμιασμένο εἶναι τὸ χρῶμα
τοῦ χεριοῦ ποὺ ὀμπροστά μου ἀντισηκώνει,
καὶ τῆς τρέμει, ὅπως τρέμει τὸ καλάμι,
δείχνοντας τὸ σταυρὸ στὴν ἀπαλάμη.
Καὶ βλέπω ἀπ' τὸ σταυρὸ καὶ βγαίνει, αἷμα
μαῦρο μαΰρο, καὶ τρέχει ὡσὰν τὴ βρύση•
μοῦ δείχνει, ἡ κόρη ἀνήσυχο τὸ βλέμμα,
τάχα πὼς δὲν μπορεῖ νὰ μὲ βοηθήσει.
Ὅσο ἐκειὰ τὰ κουπιὰ σχίζουν τὸ ρέμα,
τόσο τὸ κάνουν γύρω μου ν' αὐξήσει•
συχνοφέγγει ἀστραπή, σχίζει τὸ σκότος,
καὶ τῆς βροντῆς πολυβουΐζει ὁ κρότος.
Καὶ τὰ κύματα πότε μᾶς πηδίζουν,
ποὺ στὰ νέφη σοῦ φαίνεται πὼς νὰ 'σαι,
καὶ πότε τόσο ἀνέλπιστα βυθίζουν,
ποὺ μὴν ἀνοίξει ἡ Κόλαση φοβᾶσαι.
Οἱ κουπηλάτες κατὰ μὲ γυρίζουν,
βλασφημοῦν, καὶ μοῦ λένε: «Ἀνάθεμά σε!.
Ἡ θάλασσα ἀποπάνου μας πηδάει,
καὶ τὸ καράβι σύψυχο βουλιάει.
Μὲ χέρια καὶ μὲ πόδια ἐνῶ σ' ἐκείνη
τὴν τρικυμιὰ ποὺ μ' ἄνοιξε τὸ μνῆμα,
τινάζομαι μὲ βία καὶ δὲ μ' ἀφήνει
νὰ βγάλω τὸ κεφάλι ἀπὸ τὸ κύμα,
βρίσκομαι ἡ ἔρμη ἀνάποδα στὴν κλίνη
ποὺ ἄλλες φορὲς τὴ ζέσταινε τὸ κρῖμα,
καὶ πικρότατα κλαίω πὼς εἶναι δίχως
τὸ στεφάνι ποὺ μὄταξες ὁ τοῖχος.
Ἡ Ἡμέρα τῆς Λαμπρῆς
Καθαρότατον ἥλιο ἐπρομηνοῦσε
τῆς αὐγῆς τὸ δροσάτο ὕστερο ἀστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δὲν ἀπερνοῦσε
τ' οὐρανοῦ σὲ κανένα ἀπὸ τὰ μέρη•
καὶ ἀπὸ κεῖ κινημένο αργοφυσοῦσε
τόσο γλυκὸ στὸ πρόσωπο τ' ἀέρι,
ποὺ λὲς καὶ λέει μὲς στῆς καρδιᾶς τὰ φύλλα
«Γλυκειὰ ἡ ζωὴ κι ὁ θάνατος μαυρίλα».
Χριστὸς ἀνέστη ! Νέοι, γέροι καὶ κόρες,
ὅλοι, μικροὶ μεγάλοι, ἑτοιμαστεῖτε•
μέσα στὲς ἐκκλησίες τὲς δαφνοφόρες
μὲ τὸ φῶς τῆς χαρᾶς συμμαζωχτεΐτε•
ἀνοίξετε ἀγκαλιὲς εἰρηνοφόρες
ὀμπροστὰ στοὺς Ἁγίους καὶ φιληθεῖτε•
φιληθεῖτε γλυκὰ χείλη μὲ χείλη,
πέστε «Χριστὸς Ἀνέστη» ἐχθροὶ καὶ φίλοι.
Δάφνες εἰς κάθε πλάκα ἔχουν οἱ τάφοι,
καὶ βρέφη ὡραῖα στὴν ἀγκαλιὰ οἱ μανάδες•
γλυκόφωνα, κοιτώντας τὲς ζωγραφισμένες
εἰκόνες, ψάλλουνε οἱ ψαλτάδες•
λάμπει τὸ ἀσῆμι, λάμπει τὸ χρυσάφι
ἀπὸ τὸ φῶς ποὺ χύνουνε οἱ λαμπάδες•
κάθε πρόσωπο λάμπει ἀπ' τ' ἁγιοκέρι
ὁποὺ κρατοῦνε οἱ Χριστιανοὶ στὸ χέρι.
Ἡ δέηση τῆς Μαρίας καὶ τὸ ὅραμα τοῦ Λάμπρου
Τὸ ἑσπέρας τῆς Λαμπρῆς
Καὶ προβαίνει ἡ Μαρία λίγη νὰ πάρει
δροσιὰ στὰ σωθικὰ τὰ μαραμένα•
εἶναι νύχτα γλυκειὰ, καὶ τὸ φεγγάρι
δὲ βγαίνει νὰ σκεπάσει ἄστρο κανένα•
περίσσια, μύρια, σ' ὅλη τους τὴ χάρη,
λάμπουν ἄλλα μονάχα, ἄλλα δεμένα•
κάνουν καὶ κεῖνα Ἀνάσταση ποὺ πέφτει
τοῦ ὁλόστρωτου πελάου μὲς στὸν καθρέφτη.
«Τὰ μαλλιὰ σέρνω στὰ λιγνά μου στήθη•
δένω σταυρὸ τὰ χέρια• Οὐράνια, θεῖα!
Πέστε Ἐκεινοῦ ποὺ σήμερα ἀναστήθη
νὰ ἐλεηθεῖ τὴ μαύρη τὴ Μαρία.
Μέρα εἶναι Ἀγάπης• Ἅδης ἐνικήθη•
καίονται τὰ σπλάχνα, καίονται τὰ στοιχεῖα•
καὶ ἡ πυρκαϊὰ τοῦ Κόσμου ἀναγαλλιάζει
καὶ κατ' Αὐτὸν τὴ σπίθα της τινάζει.
Ὁ Οὐρανὸς Ἀλληλούια ἠχολογάει•
κατὰ τὴ γῆν ἐρωτεμένος κλίνει•
ζεῖ τοῦ νεροῦ καὶ ἡ στάλα ὁποὺ κολλάει
στὸ ποτήρι• Ἀλληλούια ἐγὼ κι ἐκείνη.
Ὅταν ἡ Πύλη ἀκούστηκε νὰ σπάει,
τί χλαλοὴ στὸν κάτου κόσμο ἐγίνη!
Χαίρεται μέσα ἡ ἄβυσσο καὶ ἀσπρίζει•
ὁ περασμὸς τοῦ Λυτρωτῆ σφυρίζει».
Στὴν ἐκκλησίαν ὡστόσο ὁ Λάμπρος μένει,
ὅπου ἀνθρώπου πνοὴ δὲν ἀγρικιέται.
Ἀπ' ἕνα εἰς ἄλλο στοχασμὸ πηγαίνει•
εἶναι ὁ νοῦς του ἔρμος κόσμος ποὺ χαλιέται.
Μεσ' ἀπὸ τὸ στασίδι ἀγάλι βγαίνει,
καὶ ὀχ τὴν ψυχὴ του ὁ στεναγμὸς πετιέται•
μόνον οἱ σκόρπιες δάφνες ποὺ ἐμυρίζαν
ἐκεῖ ποὺ αὐτὸς ἐπερπατοῦσε ἐτρίζαν.
Καὶ τὸ πρόσωπο γέρνει ὡσὰν τὴ δειάφη
καὶ χαμηλὰ τοῦτα τὰ λόγια ρίχτει:
«Κουφοί, ἀκίνητ' οἱ Ἁγίοι, καθὼς καὶ οἱ τάφοι•
εἶπα κι ἔκραξα ὥς τ' ἄγριο μεσανύχτι:
Ἄντρας (κι ἡ μοίρα ὅ,τι κι ἄ θέλει ἂς γράφει)
τοῦ ἑαυτοῦ του εἶναι θεός, καὶ δείχτει
στὴν ἄκρα δυστυχία• μὲς στὴν ψυχή μου
κάθου κρυμμένη, ἀπελπισιά, καὶ κοίμου!».
Πάει γιὰ νὰ 'βγει στὴ θύρα ἀργὰ καὶ ἀνοίγει•
λεπτὴ φωνὴ τοῦ λέει «Χριστὸς ἀνέστη».
Εἰς τὴν ἄλλη πηδάει, καὶ φωνὴ ὀλίγη
καὶ παρόμοια, τοῦ λέει «Χριστὸς ἀνέστη».
Ἀπὸ τὴν τρίτα πολεμάει νὰ φύγει
καὶ μία τρίτα τοῦ λέει «Χριστὸς ἀνέστη».
Αὐτοκίνητες πάντα ἀνοιγοκλειοῦνε
οἱ τρεῖς θύρες καὶ ἀχὸ δὲν προξενοῦνε.
Καὶ ἰδοὺ τρία. σὰν ἀδέλφια ἔρμα καὶ ξένα,
ποὺ ἕν' ἁγιοκέρι σβημένο βαστοῦσαν,
ὅπου στρίψει, ὅπου πάει, τ' ἀπελπισμένα
γοργὰ πατήματά του ἀκολουθοῦσαν.
Λιγδερὰ καὶ πλατιὰ κι ὅλα σχισμένα
τὰ λαμπριάτικα ροῦχα ὁπού φοροῦσαν.
Στὰ μπροστινά, στὰ πισινὰ στασίδια,
ὅλο σιμὰ του σειοῦνται τὰ ξεσκλίδια.
Ποτὲ δὲν τά 'χει εἰς τὴ φυγὴ του ἀνάρια•
ἐδῶ ἐκεῖ, μπρὸς ὀπίσω, ἀπάνου κάτου,
βαροῦν ὅμοια τὴν πλάκα ὀχτὼ ποδάρια,
τρέχουν ἴσια, κι ἀκούονται τὰ δικά του.
Νὰ φύγει μία στιγμὴ τ' Ἅδη τὰ χνάρια
σπρώχνει μάταια μακριὸ τὸ πήδημά του,
σὰν τ' ἄστρο ποὺ γοργὰ τὸ καλοκαίρι
χύνεται πέντε δέκα ὀργιὲς ἀστέρι.
Ἔτσι ἑνωμένοι ἐκάμανε τριάντα
φορὲς τὴν ἐκκλησιὰ ποὺ βοὴ στέρνει.
Σὰ νὰ 'χε μέσα θυμιατὰ σαράντα,
μυρωδιὰ λιβανιοΰ τὴ συνεπαίρνει.
Πάντα μὲ βία τὸ τρέξιμο, καὶ πάντα
ὁ ζωντανὸς τ' ἀραχνιασμένα σέρνει•
σκύφτουν, πολὺ κρυφομιλοῦν, καὶ σειέται
τὸ βαμπάκι, ποὺ λὲς καὶ ξεκολλιέται.
Ἄχ, ποῖος εἶδε τὰ χέρια νὰ σηκώνει
ἡ Παναγία, τὰ μάτια της νὰ κλείσει;
Ἄχ, ποῖος εἶδε τὸ Πάσχα αἷμα νὰ ἱδρώνει
ὁ Χριστός, καὶ παντοῦ νὰ κοκκινίσει;
Τί συφορὰ τὴν ἐκκλησιὰ πλακώνει,
ὁποὺ τὴν ἴδια μέρα εἶχε βροντήσει
ἀπὸ τόσες χαρὲς καὶ ψαλμῳδίες,
πού 'χε ἀντιλάμψει ἀπὸ φωτοχυσίες!
Βρίσκεται στ' Ἅγιο Βῆμα, ἀνατριχιάζει,
καὶ πέφτει ὀμπρὸς τοὺς γονατιστὸς χάμου.
Μὲ τρομάρα κοιτάει καὶ τοὺς φωνάζει:
«Σᾶς γνωρίζω' τί θέλτε; Εἶστε δικά μου.
Τοῦ καθενὸς τὸ πρόσωπό μοῦ μοιάζει•
ἀλλὰ πέστε τί θέλτε ἔτσι κοντά μου;
Συχωρᾶτε καὶ πάψτε. Ἀμέτε πέρα•
δὲν εἶναι ἀκόμα Παρουσία Δευτέρα!
Ὢ κολασμένα, ἀφεῖτε μου τὰ χέρια!».
Χείλη μὲ χείλη τότε ἐκολληθῆκαν.
Ὅσα εδῶσαν φιλιά, τόσα μαχαίρια
στοῦ δυστυχῆ τὰ φυλλοκάρδια ἐμπῆκαν.
Ἄφοῦ στὸν κόσμο ἐλάμψανε τ' ἀστέρια,
τέτοιου τρόμου φιλιὰ δὲν ἐδόθηκαν.
Φτυοΰνε τὰ χείλη σὰν ἀπὸ φαρμάκι•
μέσα τοῦ επῆε τὸ νεκρικὸ βαμπάκι.
Στέκει σὰ μάρμαρο ὥσπου ξημερώνει,
κι εἶναι φευγάτοι οἱ πεθαμένοι νέοι.
Τὴν τρομασμένη κεφαλὴ ψηλώνει
καὶ βαριὰ νεκρολίβανα ἀναπνέει.
Τέλος πάντων τὰ μάτια ἄγρια καρφώνει
στὲς δάφνες, καὶ πολληώρα ἔπειτα λέει:
«Σύρε, σημεῖο χαρᾶς!» καὶ φουχτωμένο
μὲ τὰ δυό, τὸ χτυπάει στὸ Σταυρωμένο.
«Κόλαση; τὴν πιστεύω• εἶναι τή• αὐξάνει,
κι ὅλη φλογοβολάει στὰ σωθικά μου.
Ἀπόψε Κάποιος ποὺ ὅ,τι θέλει κάνει
μὄστειλε ἀπὸ τὸ μνῆμα τὰ παιδιά μου.
Χωρὶς νὰ τὴ γνωρίζω, ἐχθές μου βάνει
τὴ θυγατέρα αἰσχρὰ στὴν ἀγκαλιά μου.
Δὲ λείπει τώρα πάρεξ νὰ χαλάσει
τὸν Ἑαυτό του, γιατί μ' ἔχει πλάσει!».
Σηκώνεται καὶ παίρνει τὴν πεδιάδα,
σχίζει κάμπους καὶ δάση, ὄρη, λαγκάδια•
στὰ μάτια του εἶναι μαύρη ἡ πρασινάδα,
τὰ νερὰ καὶ τὰ δέντρα εἶναι μαυράδια•
χύνεται μὲ μεγάλη, ογληγοράδα,
καὶ γύρου ἂς εἶναι, ὅ,τι θωρεῖ, σκοτάδια.
Κι ἀκόμη λέει πὼς κυνηγιέται, ἀκόμα
τὰ βαμπάκια τοῦ Χάρου ἀκούει στὸ στόμα.
Ἔτσι ὁ φονιὰς ποὺ κρίματα ἔχει πλήθια,
ἐὰν φθάσει καὶ τοῦ κλείσει ὕπνος τὸ μάτι,
βγαίνουν μαζὶ καὶ τοῦ πατοῦν τὰ στήθια
οἱ κρυφὰ σκοτωμένοι, αἷμα γιομάτοι.
Μεγαλόφωνα κράζοντας βοήθεια
γυμνὸς πετιέται ὀχ τὸ ζεστὸ κρεβάτι,
κι ἔχει τόση μαυρίλα ὁ λογισμός του,
ποὺ μὲ μάτια ἀνοιχτὰ τοὺς βλέπει ὀμπρός του.
Ἡ τρέλα τῆς Μαρίας
Ὁ παπὰς γιὰ τὸ γάμο ὅλα ἑτοιμάζει,
κι εἶναι ἀναμμένα τὰ κεριὰ τοῦ γάμου•
ὁ Λάμπρος τρομασμένος τηνὲ κράζει:
«Σήκω, δυστυχισμένη, ἔλα κοντά μου».
Εἰς τὴ φωνὴ τοῦ Λάμπρου ἀνατριχιάζει
καὶ παρευθὺς σηκώνεται ἀπὸ χάμου
καὶ τραγουδάει καὶ τραγουδώντας κλαίει•
καὶ αὐτός: «Μὴν κλαῖς, μὴν τραγουδᾶς», τῆς λέει.
Ἡ ἀναδυομένη
Στὴν κορυφὴ τῆς θάλασσας πατώντας
στέκει, καὶ δὲ συγχύζει τὰ νερά της,
ποὺ στὰ βάθη τοὺς μέσα ὁλόστρωτα ὄντας
δὲν ἔδειχναν τὸ θεῖον ἀνάστημά της.
Δίχως αὔρα νὰ πνέει, φεγγοβολώντας
ἡ ἀναλαμπὴ τοῦ φεγγαριοῦ κοντά της
συχνότρεμε, σὰ νά 'χε ἐπιθυμήσει
τὰ ποδάρια τὰ θεῖα νὰ τῆς φιλήσει.
|
|
|