image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


Κατεβάστε πολυτονικό αν δεν έχετε ήδη




εἰκόνα: Henry Matisse, Femme à l'amphore - 1953
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ




ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ



Διονύσιος Σολωμός

Ο Κρητικός

Ἀπὸ τὸ «Ποιήματα καὶ Πεζά».
Ἐπιμέλεια-Εἰσαγωγὲς Στυλιανὸς Ἀλεξίου. Ἔκδ. στιγμή, Ἀθήνα 1994.


ΙV

Ἐκοίταξε τ' ἀστέρια, κι ἐκεῖνα ἀναγαλλιάσαν,
καὶ τὴν ἀχτινοβόλησαν καὶ δὲν τὴν ἐσκεπάσαν•
κι ἀπὸ τὸ πέλαο, ποὺ πατεῖ χωρὶς νὰ τὸ σουφρώνει,
κυπαρισσένιο ἀνάερα τ' ἀνάστημα σηκώνει,
κι ἀνεῖ τσ' ἀγκάλες μ' ἔρωτα καὶ μὲ ταπεινοσύνη,
κι ἔδειξε πάσαν ὀμορφιὰ καὶ πάσαν καλοσύνη.
Τότε ἀπὸ φῶς μεσημερνὸ ἡ νύχτα πλημμυρίζει,
κι ἡ χτίσις ἔγινε ναὸς ποὺ ὁλοῦθε λαμπυρίζει.
Τέλος σ' ἐμὲ ποὺ βρίσκομουν ὀμπρὸς της μὲς στὰ ρεῖθρα,
καταπὼς στέκει στὸ Βοριὰ ἡ πετροκαλαμήθρα,
ὄχι στὴν κόρη, ἀλλὰ σ' ἐμὲ τὴν κεφαλὴ της κλίνει•
τὴν κοίταζα ὁ βαριόμοιρος, μ' ἐκοίταζε κι ἐκείνη.
Ἔλεγα πὼς τὴν εἶχα ἰδεῖ πολὺν καιρὸν ὀπίσω,
κὰν σὲ ναὸ ζωγραφιστὴ μὲ θαυμασμὸ περίσσο,
κάνε τὴν εἶχε ἐρωτικὰ ποιήσει ὁ λογισμός μου,
κὰν τ' ὄνειρο, ὅταν μ' ἔθρεφε τὸ γάλα τῆς μητρὸς μου•
ἤτανε μνήμη παλαιή, γλυκειὰ κι ἀστοχισμένη,
ποὺ ὀμπρός μου τώρα μ' ὅλη της τὴ δύναμη προβαίνει.
[Σὰν τὸ νερὸ ποὺ τὸ θωρεῖ τὸ μάτι ν' ἀναβρύζει
ξάφνου ὀχ τὰ βάθη τοῦ βουνοῦ, κι ὁ ἥλιος τὸ στολίζει.]
Βρύση ἔγινε τὸ μάτι μου κι ὀμπρὸς του δὲν ἐθώρα,
κι ἔχασα αὐτὸ τὸ θεϊκὸ πρόσωπο γιὰ πολληώρα,
γιατί ἄκουσα τὰ μάτια της μέσα στὰ σωθικά μου•
ἔτρεμαν καὶ δὲ μ' ἄφηναν νὰ βγάλω τὴ μιλιά μου.
Ὅμως αὐτοὶ εἶναι θεοί, καὶ κατοικοῦν ἀπ' ὅπου
βλέπουνε μὲς στὴν ἄβυσσο καὶ στὴν καρδιὰ τ' ἀνθρώπου,
κι ἔνιωθα πὼς μοῦ διάβαζε καλύτερα τὸ νοῦ μου
πάρεξ ἂν ἤθελε τῆς πῶ μὲ θλίψη τοῦ χειλιοῦ μου:
………………………………………………………
«Τ’ ἀδέλφια μου τὰ δυνατὰ οἱ Τοῦρκοι μου τ' ἀδράξαν,
τὴν ἀδελφή μου ἀτίμησαν κι ἀμέσως τὴν ἐσφάξαν,
τὸ γέροντα τὸν κύρη μου ἐκάψανε τὸ βράδυ
καὶ τὴν αὐγή μοῦ ρίξανε τὴ μάνα στὸ πηγάδι.
Στὴν Κρήτη..............
Μακριὰ 'πὸ κεῖθ' ἐγιόμισα τὲς φοῦχτες μου κι ἐβγῆκα.
Βόηθα, Θεά, τὸ τρυφερὸ κλωνάρι μόνο νά 'χω•
σὲ γκρεμὸ κρέμουμαι βαθύ, κι αὐτὸ βαστῶ μονάχο».