Εἰκόνα : Ἔργο του Σωτήρη Σόρογκα
|
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ - Δοκίμιο |
Γιώργος Σεφέρης
Ένας Έλληνας - ο Μακρυγιάννης
Πηγή: Γιώργου Σεφέρη, «Δοκιμές», εκδ. Ίκαρος, Αθήναι 1981 (4).
Κεφάλαιο 3
ΘΑ ΗΘΕΛΑ τώρα προτού τελειώσω, να συνοψίσω τη γνώμη μου για την αξία του βιβλίου του Μακρυγιάννη. Ακούσατε λίγες περικοπές του. Είναι ελάχιστες και ανεπαρκείς. Αλλά θα σας δώσουν οπωσδήποτε μιά μικρή βάση για να κρίνετε την ιδέα μου, που είναι η ακόλουθη: Ο Μακρυγιάννης είναι ο πιο σημαντικός πεζογράφος της νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας, αν όχι ο πιο μεγάλος, γιατί έχομε τον Παπαδιαμάντη.
Ας αναλογιστούμε για μια στιγμή τι εννοούμε όταν λέμε πεζός λόγος. Εδώ και κάμποσες δεκαετίες, οι ποιητές πήραν την άδεια να μη χρησιμοποιούν κανονικά τα εξωτερικά και χοντρά γνωρίσματα της ποίησης -δεν ήταν άλλωστε διόλου γνωρίσματα- όπως οι ρίμες και ο παλιός μνημοτεχνικός στίχος. Αυτό δε σημαίνει φυσικά πως η διάκριση ανάμεσα στον ποιητικό και τον πεζό λόγο έπαψε να υπάρχει. Έγινε απεναντίας πιο ουσιαστική. Η ποίηση είναι ένα είδος χορού, η πρόζα είναι, και πρέπει να είναι, ένα βάδισμα που μας οδηγεί κάπου. Με την πρόζα που σας διαβάζω τώρα προσπαθώ να σας οδηγήσω, περπατώντας στο πλάϊ σας, για νά ιδήτε τι πράγμα είναι αυτός ο Μακρυγιάννης, όπως αν σας δεχόμουνα σε μια άγνωστή σας πολιτεία. Αν είχα να γράψω ένα ποίημα που να εκφράζει τον Μακρυγιάννη δε θα ήταν διόλου το ίδιο. Θα κοίταζα να γράψω τρεις γραμμές ή τρεις σελίδες, συγκεντρώνοντας από την εμπειρία που έχω των εικόνων και των καημών του τόπου μου, τις λέξεις εκείνες που κατά το αίσθημά μου θα σας έδιναν τη συγκίνηση που μου έδωσε, χωρίς ίσως να τον ονομάσω διόλου, αυτόν ή τα πράγματα που ονομάζει. Στην ποίηση, το προηγούμενο βήμα δε χάνεται ποτέ μέσα στο επόμενο, απεναντίας μένει καρφωμένο στη μνήμη ως το τέλος και ακέραιο μέσα στο σύνολο του ποιήματος. Στην πρόζα, κάθε βήμα καταναλίσκεται μόλις τέλειωσε ο προορισμός του, που είναι να προχωρήσουμε. Η μονάδα στην ποίηση είναι η λέξη· είναι ο παράγραφος, είναι η σελίδα που γυρίζουμε σιωπηλά. Η μορφή της και ο ρυθμός της είναι ο δρόμος, καθώς τον ακολουθούμε· και το περιεχόμενό της, τα πράγματα που συνδυάζονται, καθώς τα βλέπουμε προχωρώντας. Γι’αυτό η πρόζα που πάει να χορέψει είναι άσκημη πρόζα -δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα στον κόσμο από την πρόζα που λέγεται «ποιητική»- και όλο το ζήτημα δεν είναι να τη γράψει κανείς ωραία αλλά να τη γράψει σωστά. Και δεν μπορεί να τη γράψει σωστά αν δεν έχει ορισμένα πράγματα να δείξει, που πιστεύει πως είναι αξιόλογα. Αν δεν έχει ένα σημαντικό περιεχόμενο.
Το περιεχόμενο της γραφής του Μακρυγιάννη είναι ο ατέλειωτος και ο πραγματικός αγώνας ενός ανθρώπου, που με όλα τα ένστικτα της φυλής του ριζωμένα βαριά μέσα στα σπλάχνα του, αναζητά την ελευθερία, το δίκιο, την ανθρωπιά.
«Ανάμεσα Πάτρα και Γαστούνι» σημειώνει -το περιστατικό πρέπει να έχει συμβεί γυρω στα 1830- «είναι ένα χωριό, το Μέγα Σπήλαιγο. Έκαμα κονάκι εκεί. Μου παραπονιόνται οι κάτοικοι από την τυραγνία που δοκιμάζουν από τους καλογέρους: ό,τι παίρνουν το αρπάζουν αυτήνοι. Είχα κονάκι σ’ενού παπά το σπίτι. Τότε τους λέγω:
«- Σαν τραβάτε τόση τυραγνία, δεν τ’αφήνετε το χωριό σας να φύγετε, να πάτε σ’άλλο χωριό εθνικό, πού 'ναι, τόσα;
»Μου λέγει η παπαδιά:
»-Όταν ήρθαν οι Τούρκοι, εμείς ήμαστε μέσα στο βάλτο στο νερό, τόσες ψυχές, να γλιτώσουμε. Και ήρθαν οι Τούρκοι και μας πιάσανε. Και ήταν το σώμα μας καταματωμένο από τις αβδέλες -μας φάγαν. Και τα παιδιά πεταμένα μέσα -γιομάτο το νερό- σα μπακακάκια πλέγαν. Κι άλλα ζωντανά κι άλλα τελείωναν. Και μ’ αφάνισαν κι εμένα και τις άλλες. Γιατί τα τραβήξαμε αυτά; Γι’αυτήνη τήν πατρίδα. Και τώρα δικαιοσύνη δε βρίσκομε από κανέναν. Όλο δόλο και απάτη.
»Κι έκλαιγε με πικρά δάκρυα. Την παρηγόρησα. Με πήρε το παράπονο κι έκλαψα κι εγώ» (Β΄ 258).
Πολέμησε, αγωνίστηκε πίστεψε, σακατεύτηκε, αηδίασε, θύμωσε. Αλλά έμεινε -όπως βγαίνει από το γράψιμό του το απελέκητο- πάντα ορθός ως το τέλος: άνθρωπος στο ύψος του ανθρώπου. Δεν έγινε μήτε υπεράνθρωπος μήτε σκουλήκι. Αλήθεια, μια από τις χάρες του Μακρυγιάννη, που γεμίζει αγαλλίαση την ψυχή, είναι αυτό το συναίσθημα, που δεν παύει ποτέ να μας δίνει· το συναίσθημα πως έχουμε στο πλάι μας έναν οδηγό -τόσο ανθρώπινο-, που είναι μέτρο των πραγμάτων και των όντων. Αυτό το ίδιο συναίσθημα που είναι ζυμωμένο με κάθε ελληνική ιδιοσυγκρασία, από τους παμπάλαιους καιρούς που ο Οιδίποδας κατάργησε τη Σφίγγα και τον εφιαλτικό κόσμο της λέγοντας μόνο μια λέξη: ο άνθρωπος.
Ο ελεύθερος άνθρωπος, ο δίκαιος άνθρωπος, ο άνθρωπος ζυγαριά της ζωής -αν υπάρχει μια ιδέα βασικά ελληνική, δεν είναι άλλη. Γεννιέται στα χαράματα της ελληνικής σκέψης· έπειτα τη διατυπώνει μια για πάντα ο Αισχύλος. Όποιος ξεπερνά το μέτρο είναι υβριστής, και ύβρις είναι το μεγαλύτερο κακό που μπορεί να μας συμβεί. Για να μεταχειριστώ τη φρασεολογία του Μακρυγιάννη, οι Έλληνες, από τα παλιά εκείνα χρόνια, είναι στο «έμείς», δεν είναι στο «εγώ». Γιατί μόλις το εγώ γυρέψει να ξεπεράσει το εμείς, αμέσως η Άτη, η αυστηρή μοίρα που φροντίζει για την ισορροπία του κόσμου, το κεραυνώνει. Ολάκερη η αρχαία μας τραγωδία είναι γεμάτη από τα σύμβολα αυτής της ιδέας. Και το σύμβολο που με συγκινεί περισσότερο απ’όλα το βρίσκω στους Πέρσες. Ο Ξέρξης, μας λέει ο παλιός μύθος, νικήθηκε γιατί ήταν υβριστής, γιατί έκαμε αυτή την υπέρογκη πράξη: μαστίγωσε τη θάλασσα. Γι’αυτό βρήκε στη θάλασσα τον όλεθρό του. Σ’αυτό το στοιχείο που μολονότι είναι πάντα ταραγμένο και δεν ήσυχάζει ποτέ, αναζητά πάντα την ισορροπία, το ζύγιασμα.
Στο ξέσπασμα της επανάστασης, στην Άρτα, ο Μακρυγιάννης ακούει έναν μπέη να μιλά στους φίλους τους αυτά τα λόγια, που σημειώνει:
«Πασάδες και μπέηδες, θα χαθούμε! Θα χαθούμε! [...] Ότι ετούτος ο πόλεμος δεν είναι μήτε με το Μόσκοβο, μήτε με τον Εγγλέζο, μήτε με τον Φραντσέζο. Αδικήσαμε το ραγιά και από πλούτη και από τιμή και τον αφανίσαμε. Και μαύρισαν τα μάτια του και μας σήκωσε το ντονφέκι. Κι ο Σουλτάνος το γομάρι δεν ξέρει τι του γίνεται· τον γελάνε εκείνοι που τον τριγυρίζουν...». (Β' 24).
Την αιτία της ελληνικής επανάστασης και του ολέθρου των τυράννων τη διατυπώνει ο Μακρυγιάννης με μιά λέξη στο στόμα ενός αντιπάλου, όπως ο Αισχύλος βάζει τους εχθρούς να μιλούν για την καταστροφή της Σαλαμίνας. «Θα χαθούμε γιατί αδικήσαμε». Τους αρχαίους, αν θέλουμε πραγματικά να τους καταλάβουμε, θα πρέπει πάντα να ερευνούμε την ψυχή του λαού μας. Τα λόγια αυτά ειπώθηκαν στα 1821. Ο Μακρυγιάννης τα κρατά στη μνήμη του για να τα σημειώσει χρόνια αργότερα, κατά τα 1829, αφού μάζεψε όλη την πείρα της τρομαχτικής εκείνης πάλης. Tον βλέπω να τα συλλογίζεται σε δύσκολες ώρες. Υπάρχουν πίσω από κάθε του πράξη και από κάθε του απόφθεγμα. Πίσω από την ακόλουθη συνομιλία που έχει με το Γάλλο ναύαρχο de Rigny, όταν ετοιμάζεται να πολεμήσει στους Μύλους:
«Εκεί πού 'φκιανα τις θέσεις στους Μύλους, ήρθε ο Ντερνύς να με ιδεί: Μου λέγει:
»- Τι κάνεις αυτού; Αυτές οι θέσες είναι αδύνατες· τι πόλεμο θα κάνετε με τον Μπραΐμη αυτού;
»Του λέγω:
»- Είναι αδύνατες οι θέσες κι εμείς. Όμως είναι δυνατός ο Θεός που μας προστατεύει, και θα δείξομε την τύχη μας σ’αυτές τις θέσες τις αδύνατες. Κι αν είμαστε ολίγοι στο πλήθος του Μπραΐμη, παρηγοριόμαστε μ’έναν τρόπο· ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος παλαιόθε και ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν. Και όταν κάνουν αυτήνη την απόφαση, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν. Η θέση όπου είμαστε σήμερα εδώ είναι τοιούτη. Και θα ιδούμε την τύχη μας οι αδύνατοι με τους δυνατούς.
»- Τρε μπιεν, λέγει κι αναχώρησε ο ναύαρχος» (Β' 169).
Αυτή είναι η πίστη και η ασφάλεια που μας δίνει ο Μακρυγιάννης.
Ο δεύτερος λόγος που πιστεύω πως ο Μακρυγιάννης είναι ο πιο σημαντικός πεζογράφος μας είναι γιατί τον νομίζω σαν ένα μεγάλο διδάσκαλο της γλώσσας μας. Αν εξαιρέσω την ερειπωμένη Γυναίκα της Ζάκυθος του Σολωμού, δεν ξέρω άλλο κείμενο στα νέα μας γράμματα που να διδάσκει τόσα πολλά όσο το κείμενο του Μακρυγιάννη.
Κάποτε μου έτυχε να γράψω έναν πρόλαγο στα ποιήματα του Κάλβου· κι επειδή νόμισα πως ένα από τα σπουδαία προβλήματα που έθετε ο Kάλβoς ήταν το πρόβλημα της γλωσσικής έκφρασης, μ’έψεξαν γιατί ασχολήθηκα μ’αυτό, αντί ν’ασχοληθώ με πράγματα που βροντοφωνούσε ο ποιητής και δεν είχαν καθόλου την ανάγκη μου για να γίνουν αισθητά από τον καθένα. Με απασχολεί η γλώσσα, γιατί είναι το υλικό του συγγραφέα, και όχι γιατί μ’αρέσει να ξαναγυρίζω στο παλιό γλωσσικό ζήτημα, που είναι τελειωμένο για την Ελλάδα. Κανένας λογοτέχνης δε γράφει πιά, εδώ και χρόνια, τους νεκρούς τύπους. Φαντάζομαι πως όταν με το καλό γυρίσουμε στον τόπο μας, δε θα τους χρησιμοποιεί πια ούτε το Κράτος ούτε η δημοσιογραφία. Σκεφτείτε πως σήμερα, στα μαύρα χρόνια της σκλαβιάς, ολόκληρος ο τύπος που κυκλοφορεί στο πείσμα των τυράννων και εκφράζει την ελεύθερη σκέψη του έθνους, γράφεται στη ζωντανή μας γλώσσα. Αν όμως το γλωσσικό ζήτημα τελείωσε, δεν πρέπει να ξεχνούμε πως κανένας συγγραφέας δεν μπορεί να σταθεί αν δεν είναι άρχοντας της γλώσσας, όχι των λεξικών ή του συνταχτικού, αλλά αυτής της ζωντανής φύσης που του μεταγγίζει κάθε στιγμή που ανασαίνει η φυλή του. Και για να νιώσουμε και ν’αφομοιώσουμε αυτή τη φύση, θα πρέπει να αισθανθούμε και να ζήσουμε κείμενα σαν του Μακρυγιάννη, που είναι καθώς πιστεύω κείμενα καθαρτήρια.
Περιεχόμενο, γλώσσα. Το περιεχόμενο που θέλει να εκδηλωθεί και η γλώσσα που πρέπει να δώσει μια μορφή, μια ύπαρξη στο περιεχόμενο, να το βγάλει από την αφάνεια. Αυτή η ενέργεια και αυτή η αντενέργεια, ενωμένες στο τέλος, φτιάνουν το ύφος. Οι δυο αντίμαχες αυτές δυνάμεις είναι οι δυσκολίες ενός συγγραφέα. Μ’ αυτές διαμορφώνεται και διαμορφώνει ένα ύφος, μια «φωνή», όπως έλεγαν οι αρχαίοι. Κάνει έναρθρο λόγο. Γι’αυτό, με τη γλώσσα και μόνο, όσο καλά και να την ξέρουμε, μπορούμε να κάνουμε περίφημες φράσεις -«σαν τ’άχερο στ’αλώνι», όπως λέει το τραγούδι. Αλλά χωρίς την αντίσταση και το βάρος των πραγμάτων, που πρέπει να αρθρώσουμε, ύφος δε θα έχουμε ποτέ. Ύφος είναι οι δυσκολίες που βρίσκει ένας άνθρωπος για να εκφράσει κάτι, ύφος είναι η ανθρώπινη προσπάθεια, «ύφος είναι ο άνθρωπος», όπως διδάσκει ένα σοφό ρητό. Γι’αυτό, το ύφος του Μακρυγιάννη είναι τόσο πραγματικό. Και μοναδικό, γιατί ήταν μοναδικές οι δυσκολίες του. Μιλώντας σας για την υλική όψη του χειρογράφου του Μακρυγιάννη, σας έλεγα πως μοιάζει με μια οικοδομή όπου συλλαβίζει κανείς το πέρασμα μιας ανθρώπινης προσπάθειας. Το γράψιμό του είναι το ίδιο: μια χειροποίητη οικοδομή. Σε κάθε της λεπτομέρεια, στην ένταση, στην ευκολία, στο παραστράτημα, βλέπει κανείς το πέρασμα ενός ολοζώντανου ανθρώπου. «Ο καλύτερος τρόπος να κρίνουμε ένα κείμενο είναι να κοιτάξουμε να βρούμε ποιες λέξεις του δε λειτουργούν», είπε κάποιος. Το ποσοστό των λέξων που δε λειτουργούν στον Μακρυγιάννη είναι μικρότερο παρά στα έργα όλων των πεζογράφων μας που ξέρω. Και για να τελειώσω, θα ήθελα να θυμηθώ μια φράση του Πιραντέλλο, που συλλογίζομαι πάντα όταν έχω να κρίνω ένα κείμενο. «Υπάρχει» λέει «ένα ύφος πραγμάτων και ένα ύφος λέξεων· και αυτός είναι ο λόγος που ο Δάντης πέθανε στην εξορία, και αυτός είναι ο λόγος που στεφάνωσαν τον Πετράρχη στο Καπιτώλειο». Οι ποιητές κάνουν παράξενες προφητείες. Συλλογίζομαι πως αν ο υπέρογκος παλιάτσος του φασισμού είχε προσέξει τη φρασούλα του Πιραντέλλο, δε θα καταντούσε στα τωρινά του χάλια. Τον έφαγε η πομπή των λέξεων, αυτή η τραγική φρεναπάτη. Αλλά οι πολιτικοί έχουν σπάνια τον καιρό να προσέξουν κάτι τέτοιες λεπτομέρειες.
Οπωσδήποτε, αυτό το ύφος των πραγμάτων, το ύφος της ανάγκης, το ύφος το αποτελεσματικό, το βρίσκω στον Μακρυγιάννη. Ποτέ δεν ξανακούσαμε στην Ελλάδα μια τόσο αδρή φωνή. Κι αυτό δεν είναι λαογραφία. Η φωνή του Μακρυγιάννη είναι ένας κλώνος από το στιβαρό δέντρο που έδωσε τον Ερωτόκριτο και τη Θυσία του Αβραάμ, τα δημοτικά μας τραγούδια, κι έδωσε ακόμη -προτείνω την ταπεινή μου ιδέα για όσο αξίζει- τον πιο μεγάλο καλλιτέχνη που βγήκε από την Ελλάδα, ύστερα από τους αρχαίους, το Θεοτοκόπουλο.
Αυτα είχα να σας πω για τον Μακρυγιάννη, τον αγράμματο στρατοκόπο ενός μεγάλου βίου, που με τόση προσπάθεια αποτυπώνει πάνω στο χαρτί τα πράγματα που βλέπει η συνείδησή του. Τον σίγουρο μαντατοφόρο της μακριάς και αδιάσπαστης λαϊκής μας παράδοσης, που επειδή την κρατά τόσο βαθιά ριζωμένη μέσα του, έρχεται να μας πει με τη φωνή πολλών ανθρώπων, και όχι ενός μονάχα, τι είμαστε και πως είμαστε κι εμείς οι ίδιοι. Πως o θυμός του, ο πόνος του και η τραγωδία του, δεν είναι ατομικές του υποθέσεις, αλλά υποθέσεις δικές σας και δικές μου και όλων μας· υποθέσεις όπου όλοι μαζί, πεθαμένοι και ζωντανοί, είμαστε αλληλέγγυοι και συνυπεύθυνοι. Έρχεται να μας ψιθυρίσει πως οι ομορφιές μας και τα στολίδια μας και τα υπάρχοντα, που τα νομίζαμε πολύτιμα, πάνε και πάνε, πάλιωσαν και τρίφτηκαν κι έγιναν σαρίδια, και πως σε τίποτε άλλο δε φελάν παρά να μας βαραίνουν, όπως την τραγική και την απελπισμένη Φαίδρα.
Έρχεται να το ψιθυρίσει στους πνευματικούς ανθρώπους τουλάχιστο.
Από τις παραμονές του περασμένου πολέμου οι πνευματικοί τεχνίτες της Ευρώπης -εννοώ τα ενδεικτικά έργα- έχουν καθαρά τη συνείδηση πως ζουν σ’έναν κόσμο χαλασμένο. Αυτή η συνείδηση προκάλεσε εξαιρετικά βίαιες πνευματικές επαναστάσεις, που φάνηκαν από τα πρώτα χρόνια της ειρήνης. Όλη η περίοδος του μεσοπολέμου μπορεί να χαρακτηριστεί σα μια περίοδος απογνωσμένων αναζητήσεων, εσωτερικών ανασκαφών, ελέγχου της πραγματικότητας που μας περιστοιχίζει και που γίνεται στάχτη στα δάχτυλα που την αγγίζουν. Και αυτά οδηγούσαν στο απροχώρητο, στη σιωπή. Υπήρχε η αίσθηση μιας βαριάς αμαρτίας σ’αυτή την κατάσταση. Πάνω σ’αυτή την Έρμη Χώρα, για να χρησιμοποιήσω ένα χαρακτηριστικό τίτλο των χρόνων εκείνων, ήρθαν άλλοι νέοι και ζήτησαν να χτίσουν. Ο ισπανικός πόλεμος, που είναι η αρχή του σημερινού, τους έδωσε αφορμή να δώσουν τα τελευταία σημάδια τους.
Από τον ισπανικό πόλεμο και πέρα δεν ξέρουμε πια. Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως περνούμε μια περίοδο πνευματικού συσκοτισμού στην Ευρώπη. Ο σημερινός πόλεμος δεν είναι, όπως ο περασμένος, εποχή καλλιτεχνικής δημιουργίας. Και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να λογαριάζουμε την περασμένη μας πείρα και την τωρινή, προσμένοντας την αυγή που αναπότρεπτα θα χαράξει. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να κουβεντιάζουμε με γνωστούς και μ’ αγνώστους συντρόφους· να προσέχουμε τα μηνύματα και αυτών και των αληθινών πνευματικών προγόνων μας· να καθαρίζουμε τη συνείδησή μας από τις πρόσκαιρες φαντασιοπληξίες· και να πιστεύουμε πως ένας τόσο μεγάλος πόνος όπως ο σημερινός δεν μπορεί παρά να μας οδηγήσει σε μια μεγάλη ανάσταση, και να κοιτάζουμε πώς θα είμαστε έτοιμοι να φανούμε αντάξιοί της· να κάνουμε το χρέος μας -«ποίημα του χρέους» ονόμαζε ένα από τα μεγάλα του ποιήματα ο Σολωμός. Η ανάσταση αυτή δεν μπορεί να είναι παρά μια ανάσταση της ζωής του ανθρώπου, με την πιο βαριά έννοια. Και σαν τέτοια, θα πρέπει να καταργήσει τις ωμότητες, τα φίμωτρα, τις φυλακές, τις υποκρισίες. Θα πρέπει να είναι έτσι, ή θα έχουν πάει, αλίμονο, όλα αυτά που ζούμε τώρα στα χαμένα· θα είναι έτσι, ή θα έχει πέσει ο κόσμος σε μια κατάσταση γενικής νεκροφάνειας. Και αν γίνει αυτό που πιστεύουμε και αγωνιζόμαστε για να γίνει, τότε είναι πολύ πιθανό, πως στην πατρίδα μας, όπου για πρώτη φορά οι ανθρώπινες αξίες είδαν το φως, οι φωτισμένοι και οι μορφωμένοι θα καταλάβουν, γιατί ακριβώς θα είναι πραγματικοί φωτισμένοι και μορφωμένοι, πως η παιδεία της ψυχής τους θα έχει πολλά να ωφεληθεί από ένα έργο σαν του Μακρυγιάννη, που είναι, καθώς πιστεύω, η συνείδηση ενός ολόκληρου λαού- μια πολύτιμη διαθήκη.
|
|
|