Εἰκόνα : Ἔργο του Σωτήρη Σόρογκα
|
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ - Δοκίμιο |
Στέφανος Ροζάνης
Υστερόγραφο για τους Ελεύθερους Πολιορκημένους
Από το βιβλίο του «Σολωμικά», Αθήνα 2000, Εκδόσεις Ίνδικτος.
Αν ο «Λάμπρος», κατά τη δήλωση του δημιουργού του, ήταν καταδικασμένος να μείνει απόσπασμα, οι«Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», πλάσμα της ζωτικής αυθαιρεσίας του Πολυλά, που σ'αυτόν, ωστόσο, χρωστάμε το γεγονός πως διαβάζούμε (αν διαβάζουμε) τον Σολωμό, έμελλαν να μην γραφούν ποτέ, σημασιοδοτώντας έτσι τη βαθύτατη εμπλοκή του ποιητή, την ιδεολογική του ουτοπία μέσα στο βάθος ενός οραματισμού, που το πνεύμα όφειλε να κρατήσει καλά κρυμμένον εντός του, ενώ ταυτόχρονα, για να υπάρξει, όφειλε να τον μεταστοιχειώσει σε επίφαση πράξης, σε ηρωική έξοδο προς το κοσμικό του
πεπρωμένο.
Αυτό το κοσμικό πεπρωμένο, που εξωτερικεύει τη μόνιμη αγωνία του ρομαντικού πνεύματος και ενσαρκώνει την αδιέξοδη, περιπέτεια της χρονικότητας μέσα στον Ρομαντισμό, εκεί που ο χρόνος αναζητά την ταυτότητά του στη νοσταλγία, και στήν εσωστρέφεια ως μοναδικούς υπαρκτικούς του όρους, υποδηλώνει την ασφυκτικότητα του οράματισμού, τη θεμελιώδη του αποτυχία, που τον συντρίβει στις εσχατιές της εγκοσμιότητας και του προλέγει το ασυμβίβαστο της ύπαρξής του.
Η ρομαντική αναστροφή της ψυχής στον «Λάμπρο» και στον «Κρητικό» γεννήθηκε από την τραγωδία του πεπρωμένου που το πνεύμα επεφύλασσε στον εαυτό του, μέσα στην εσωτερική του κίνηση, μέσα στην ανακύκληση της παθολογικής του γλώσσας(72), που του προσδιόριζε η απεγνωσμένη προσπάθεια της εσωτερικότητας να συζεύξει σε μια μοναδική θεότητα τη Φύση με την ατομικότητα, το σώμα με την ψυχικότητα, την ψυχή με τη σωματικότητα. Αυτή η τραγωδία του πεπρωμένου, που αντίκριζε τον ουρανό με την αλαζονεία του αποστάτη της Θείας ενέργειας και τη γη με την υπεροψία του Δημιουργού της Θεϊκής τάξης, υπήρξε για τα ρομαντικά συνθέματα του Σολωμού ένα γεγονός του πνεύματος, μια κίνηση που ρωτούσε μόνον για τον εαυτό της για να καταλήξει και πάλι σ' αυτόν ως σε αυτονόητο τέρμα της, συμπληρώνοντας τον κύκλο της χίμαιρας, που δεν γνωρίζει χρόνο ή πράξη, παρά το ίδιο της το σώμα ως νοσταλγία, του χρόνου και της πράξης. Η εγκοσμιότητα την αφορούσε στον βαθμό που αναιρούσε τον εαυτό της μέσα στην εσωστρέφεια του πνευματικού γεγονότος, μέσα δηλαδή στην αχρονικότητα του χρόνου και την α-πραξία της πράξης.
Στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» η χίμαιρα αναζητά έναν χρόνο και μια πράξη έξω από το σώμα της, έξω από την πεπρωμένη τραγωδία του πνεύματος. Αναζητά να ξεφύγει τη δεδομένη καταδίκη της, τη δεδομένη αποτυχία του πνευματικού γεγονότος να είναι ταυτόχρονα και ισάξια, όμως διακεκριμένα, εγκόσμιο γεγονός, και της μοναδικής θεότητας να είναι ταυτόχρονα και ισάξια, όμως διακεκριμένα, Φύση και Θεότητα. Και την αναζητάει με μιαν απελπισμένη κίνηση εξόδου σε χρόνο και πράξη, σε σημασιοδότηση του χρόνου και της πράξης, σε μετάσταση του πνευματικού μέσα στο κέλυφος του χρονικού και του εμπράγματου.
Η κίνηση αυτή αποτελεί το μοιραίο «πρέπει» της ρομαντικής αγωνίας του κλειστού μέσα στον εαυτό του χρόνου, που μόνον τη νοσταλγία γνωρίζει ως ουσία του πεπρωμένου του. Μέσα στο «πρέπει» (dovere ή Χρέος πιθανόν να το ονομάτιζε, εν τέλει, η ασταθής γλώσσα του Σολωμού), η έξοδος του πνεύματος έχει την απελπισία, αλλά και την αναγκαιότητα, της πνευματικής ουσίας να ενδυθεί την εγκοσμιότητα του χρόνου και της πράξης, να αντικρίσει, δηλαδή, κατάματα την αμεσότητα ενός συμβάντος μέσα στον χρόνο.
Η βίωση, του χρόνου ως εμπράγματη διαδρομή της ύπαρξης πιέζει το πνεύμα και το εξαναγκάζει στην έξοδό του, ενώ ταυτόχρονα το συνθλίβει κάτω από την ανελέητη ροϊκότητα του χρόνου, μέσα στην οποία, το πνεύμα, ως ανακύκληση της ίδιας της ουσίας του, αυτοκαταργείται. Η χίμαιρα του «Λάμπρου» και του «Κρητικού» αισθάνεται ασφυκτικά την πίεση της αυτοκτόνας εσωτερικής της κίνησης. Και το βάρος αυτό μεταστρέφεται
σε επιτακτική αναγκαιότητα που την εξωθεί, απαρνούμενη τον εαυτό της, να αναζητήσει στο περίβλημα, στο «έξω» της χρονικής και εμπράγματης ύπαρξης, την πεπρωμένη αποτυχία της.
Ο «Λάμπρος» έμεινε fragmentum, υπακούοντας στην πνευματική του μοίρα. Oι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» υπήρξαν το βαρύ τίμημα του αποσπάσματος, η έξοδος και η αναίρεση, της εξόδου, η ύβρις που ο χρόνος ανταποδίδει στην ύβριν του πνεύματος απέναντι στον χρόνο, η αιώνια καταδίκη του πνευματικού να επείγεται να ενσωματωθεί μέσα στην εγκοσμιότητα, ασφυκτιώντας μέσα στον εαυτό του και καταδυναστεύοντας τον χρόνο.
Αλλά ο χρόνος είναι η εμπλοκή της εσωτερικότητας, η τελειωτική της αυτοκαταστροφή. Και η έξοδος μέσα στον χρόνο, η αυτοκτόνα ροπή του πνεύματος που έτσι καταδικάζει την
αποσπασματικότητά του σε αφανισμό, σε τελεσίδικη ήττα. Ο Ρομαντισμός του Σολωμού, όπως και κάθε Ρομαντισμός, ήταν αναγκασμένος να επιζητά την αυτοκατάργησή του μέσα στον χρόνο. Διότι χωρίς τον χρόνο παρέμενε απόσπασμα αν και επειγόταν να ολοκληρωθεί μέσα στην πραγματικότητα, ενώ με τον χρόνο αυτοβυθιζόταν στην εγκοσμιότητα, καταργώντας την αποσπασματικότητά του, που ήταν η βέβαιη, η πολυτιμότερη, συνεισφορά του στον κόσμο.
Οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» είναι η αντεκδίκηση, της εγκοσμιότητας, η ματαιωμένη αναζήτηση, μέσα σ' έναν κόσμο επεισοδίων, μιας ουσίας που υπήρχε επειδή αψηφούσε τον χρόνο, αποζητώντας διαρκώς τη νοσταλγία του. Για τούτο οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» δεν έμελλε να γραφτούν.
«Στην αναγκαία αποτυχία κάθε εσωτερικότητας», επισημαίνει ο Georg Lukaćs μιλώντας για τον Wilhelm Meister του Goethe, «η μεμονωμένη μοίρα αποτελεί απλώς ένα επεισόδιο, και ο κόσμος είναι φτιαγμένος από ένα ατέρμονο άθροισμα παρόμοιων απομονωμένων, ετερογενών επεισοδίων με μοναδικό τους κοινό πεπρωμένο την αναγκαία αποτυχία τους»(73). Από την αποτυχία αυτή είναι πλασμένος ο κόσμος του Σολωμού, όταν εμπλεκόμενος στο αδιέξοδο της ρομαντικής του φύσης
«εσωτερικεύει τη δράση και την υποβιβάζει σε θεώρηση»(74). Διότι, πράγματι, αν και η δράση, είναι το σταθερό ζητούμενο των «Ελεύθερων Πολιορκημένων», αν και η ολότητα είναι το έσχατο όριο της απεγνωσμένης κίνησης της εσωτερικότητας του Σολωμικού δράματος στην έξοδό του προς τον κόσμο, η τελική, μοίρα παραμένει ο υποβιβασμός της δράσης σε θεώρηση, ο υποβιβασμός του χρόνου σε α-χρονικότητα, ο υποβιβασμός
του ίδιου του κόσμου σε άθροισμα «ετερογενών επεισοδίων».
Το αίτημα του Σολωμού στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» είναι το αίτημα που αναγκαστικά έθεσε ο Ρομαντισμός στον εαυτό του: «Να ξεπεράσει η ψυχή τη μοναξιά της»(75). Αυτή η υπέρβαση της μοναξιάς του πνεύματος (μιας μοναξιάς που μας έδωσε το θεσπέσιο σπαραγμένο της σώμα στον «Λάμπρο» και στον «Κρητικό»), μέσω της υπέρβασης των ορίων που το ίδιο το πνεύμα έθετε απέναντι στον χρόνο και στην πράξη, οδήγησε στην υποβαθμισμένη εγκοσμιότητα μιας πράξης που δεν μπορούσε να καταλήξει παρά σε θραύσματα ετερόκλητων στιγμών του χρόνου, σε σχάση, πεπρωμένων που μέσα από το ιστορικό τους πλησίασμα κόμιζαν, ως μοναδική τους ουσία, την αποκομμένη μοίρα μιας ατομικότητας πάσχουσας, μιας μοναξιάς που ήταν το ίδιο το σωμα και το αίμα του δημιουργού της, ακόμη και όταν η ψυχική του ανάγκη τον εξωθούσε στη «διεύρυνση της ψυχής, που γυρεύει την πλήρωση όχι στη θεώρηση αλλά στη δράση, με το να επηρεάζει αποτελεσματικά την πραγματικότητα»(76). Η αποτυχία του Σολωμού στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», η ιδεολογική εμπλοκή του οραματισμού του, πάσχει από αυτή την ακατανίκητη ώθηση προς μια διευρυμένη ψυχή, που θα αγκαλιάσει την εγκοσμιότητα, τον χρόνο και την πράξη, που θα δημιουργήσει μέσα από αυτό το αγκάλιασμα την υπέρβαση του μοναχικού της πεπρωμένου, που θα αναζητήσει ένα πλήρωμα ζωής μέσα από την υπέρβαση. Αυτό το ύστατο πάθος, με την ίδια οξύτητα
και κρισιμότητα που παίρνει για την ψυχη του Σολωμού, εκφράζεται, ανεπανάληπτα
ίσως, μέσα από την παθολογική ρομαντική γλώσσα του Hölderlin:
«Χωρίς αμφιβολία, μονάχος είμαι και δίχως δόξα διάβηκα ανάμεσά τους. Όμως ένας άνθρωπος αληθινός δεν έχει πιότερη δύναμη από τα κομμάτια εκατοντάδων ανθρώπων; Ιερή φύση! Βρίσκεσαι μέσα μου και έξω από μένα η ίδια. Ίσως και να μην είναι δύσκολο να συνενώσω αυτό που βρίσκεται έξω από μένα ,με το μέσα μου θείο. Αν το μικρό βασίλειο της μέλισσας ευημερεί, γιατί δεν θα πετύχαινα να φυτέψω και να χτίσω αυτό
που χρειάζεται;
[...]
Όλα με βία ας αλλάξουνε! Ενας καινούργιος κόσμος θα ξεπηδήσει από τις ρίζες του ανθρώπου. Μια καινούργια θεότητα ας βασιλέψει πάνω στους ανθρώπους. Ένα καινούργιο μέλλον ας ξανοιχτεί εμπρός τους!
Μέσα στο εργαστήρι, στα σπίτια, στις συγκεντρώσεις, στους ναούς, παντού ας
συντελεστεί η μεταμόρφωση! Όμως χρειάζεται κι άλλο να περιπλανηθώ για να μάθω. Καλλιτέχνης, μου λείπει η δεξιότητα. Το πνεύμα μορφοποιεί και το χέρι ανιχνεύει».(77)
Ο Σολωμός γνώριζε να πλάθει με το πνεύμα. Αλλά η ιστορία, ο χρόνος και η εγκοσμιότητα απαιτούσαν το χέρι του. Καθώς ο Hölderlin, μόνος προσέρχεται στην αποτυχία του «έξω», στην εμπλοκή του να συνενώσει το θεϊκό μέσα με όσα είναι αντι-κείμενα της εσωτερικότητας, της μοναδικής και μοναχικής εκείνης θεότητας του ρομαντικού του οραματισμού που γνώριζε το σώμα ως ψυχή και την ψυχή ως σώμα. Και ενώ ο Holderlin αναγνωρίζει, ταυτόχρονα με την αναγκαιότητα να ξεπεράσει η ψυχή του τη μοναξιά του πνεύματος, την ανημπόρια του να χειριστεί το χέρι που η αναγκαιότητα
του χρόνου και της πράξης προϋποθέτει, ο Σολωμός σε μια από τις καταδικασμένες
απόπειρες των «Ελεύθερων Πολιορκημένων» τοποθετεί με τραγικό ερωτηματικό
τη βάσανο της μοναχικής του ψυχής στην κοσμική της περιπέτεια:
«Αλλά, Θεά, δεν ημπορώ ν' ακούσω τη φωνή σου,
Κι ευθύς εγώ τ' Ελληνικού κόσμου να τη χαρίσω;»
Από αυτή την τραγική και αδιέξοδη απορία ξεκινά η αποτυχία του Σολωμού να γράψει τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», να τους καταστήσει fragmenta της αγωνίας του. Το χέρι του Σολωμού ούτε γνώριζε ούτε ποτέ μπορούσε να μάθει να δουλεύει μέσα στην ιστορία, στον χρόνο και στην πράξη. Ο Σολωμός απέτυχε εκεί που ο Ρομαντισμός απέτυχε: η εμπλοκή του υπήρξε η πεπρωμένη συντριβή της ψυχής που αποζητά ένα σώμα μέσα στην τραγική αντίφαση της α-σώματης σωματικότητας της.
Αν αναζητήσουμε μέσα από τα θραύσματα της αρχινισμένης αγωνίας του Σολωμού τους βασικούς συντελεστές της αποτυχίας του, η σπαραγμένη ιταλική του γλώσσα των Στοχασμών, αποκαμωμένη από την απεγνωσμένη, προσπάθειά του να εντοπίσει το βάθος και την ουσία των αισθητικών και ψυχικών του εμπλοκών, μας παρέχει πολλαπλά τεκμήρια του αδιεξόδου.
Μπροστά στο δίλημμα της εσωτερικότητας που γνωρίζει τον εαυτό της συντρίβοντας «το πεπερασμένο της φυσικής ύπαρξης με το επιχείρημα της συμπαντικής της ουσίας, πού τελικά στέκεται αδύνατο να διεκδικήσει μια πραγματική ζωή, δηλαδή μια πραγματική ελευθερία του χρόνου και της ανθρώπινης πράξης»(78), ενώ ταυτόχρονα εξωθείται σε μιαν υπέρβαση των ορίων που θα τη μεταστοιχειώσει και θα την καταστήσει συνεργό του χρόνου και της πράξης, ο Σολωμός εμπλέκεται μέσα στον κυκεώνα των αναφορών του,
μέσα σ' έναν ατέρμονα μονόλογο (κι ας εμφανίζεται, πολλές φορές, με τη μορφή του διαλόγου) που επιστρέφει κάθε ερώτημα για τον κόσμο στον ίδιο του τον εαυτό. Σημειώνει στο περιθώριο των μελετών του:
«Blasche vuole che il tempo sia considerato come [insessante] incessante attivita. Νοi pοssiamο nell'arte considerarlo come incessante attivita del pensiero».
«Αχ γιατί μ'ούρθ' ο νιος μπροστά με τη γλικιά θοριά του κ' έπεξε με το φος του ίλιου κι' αυτός με τα μαλιά του ρίχνοντας χάμου τα χαρτιά με τσ' ίδισες του κόσμου»(79)
[Ο Βlasche θέλει να θεωρείται ο χρόνος ωσάν ακατάπαυστη δραστηριότητα.
Εμείς ημπορούμε εις την τέχνη, να τον θεωρήσουμε ωσάν ακατάπαυστη δραστηριότητα της σκέψεως κ.λ.π.]
Η εσωτερίκευση της δράσης και ο υποβιβασμός της σε θεώρηση, με τον τρόπο που αναλύθηκε από τον Georg Lukacs και επισημάνθηκε πιο πάνω, ως θεμελιώδης συντελεστής της ρομαντικής εσωτερικότητας, λειτουργεί καταλυτικά μέσα στον Σολωμό (όπως και μέσα σε κάθε γνήσιο ρομαντικό), καθώς η εγκοσμιότητα της χρονικότητας ως διαρκής δραστηριότητα επιχειρείται να υποβιβασθεί σε δραστηριότητα της σκέψης και του πνεύματος με το άλλοθι της τέχνης. Ο Σολωμός τίθεται μπροστά στο ερώτημα του χρόνου και της πράξης. Αναζητά την ενότητα του χρόνου ως ενότητα συμβάντος και πνεύματος, που θα σαρκώσει τη Μεγάλη Ιδέα της Σύνθεσης. Μας προειδοποιεί γι' αυτό:
«Guarda veramente che cosa e Unita di tempo, e semina entro questa Idea o una delle Grandi Idee del Componimento»(80)
[Κύτταξε στ' αλήθεια τι είναι η Ενότητα του χρόνου, και σπείρε μέσα εις αυτή την Μεγάλη Ιδέα ή μια από τις Μεγάλες Ιδέες της Συνθέσεως]
Μέσα στην ψυχή του, το αίτημα της υπέρβασης της μοναξιάς του εσωτερικού του οραματισμού επαναλαμβάνει με άλλη γλώσσα τον απελπισμένο λόγο του Ηölderlin: «Ίσως και να μην είναι δύσκολο να συνενώσω αυτό που βρίσκεται έξω από μένα με το μέσα μου θείο». Η μεγάλη Ιδέα της Σύνθεσης είναι αυτή η συνένωση που χρειάζεται τον χρόνο ως εγκόσμια μονάδα, που απαιτεί την πράξη ως αναγκαιότητα της ύπαρξης, που θέτει το σώμα αντίπαλο στην ασώματη θεώρησή του. Όμως η συνένωση ως αίτημα της ψυχικής μοναξιάς καταλύει τον υπέρτατο κόσμο της εσωτερικότητας. Και τον καταλύει διότι ο μονισμός της απόλυτης εγώτητας του κόσμου και της εσωτερικοποίησης του πραγματικού συγκρούεται θανάσιμα με τον δυϊσμό του χρονικού και του εγκόσμιου. «Το αδιέξοδο του Ρομαντισμού», έγραφα με άλλη αφορμή, «οικοδομήθηκε πάνω σ αυτή την ίδια την ουσία του. Πάνω στην ελευθερία της εσωτερικότητας, που με αποστερημένη την εγκοσμιότητά της, την αυστηρή της χρονικότητα, αναδιπλώνεται μέσα στους χώρους της καταφυγής της, μέσα στον άνθρωπο, στον Θεό ή στο Σύμπαν. Η διαπραγμάτευσή της με το αντικείμενο είναι μάταιη και εξουθενωτική, καθώς οι κατηγορίες της εξωτερικότητας είναι η χρoνική ετερογένειά της, ετερογένεια που η ρομαντική ελευθερία αρνείται ανάγοντας σε μοναδική ουσιαστικότητα την ομοιογένεια της ανθρώπινης ψυχής και της ψυχής του κόσμου. Η υπερβολικότητα της ιδεατής ζωής που επιβάλλει αυτή η ελευθερία βουλιάζει μέσα στην έλλειψη του αντικειμένου, του χρόνου και της ιστορίας»(81).
Σ' αυτό το βούλιαγμα, σ' αυτή τη μάταιη και εξουθενωτική διαπραγμάτευση της εσωτερικότητας με τον χρόνο και την πράξη μας οδηγεί η καθημαγμένη γλώσσα του Σολωμού. Οδηγημένη μέσα από τις δύσβατες ατραπούς ενός φαντάσματος ελευθερίας, που είναι αναγκασμένο να περάσει επάνω από το πτώμα του πνευματικού για να συναντήσει τελικά την άρνηση της ίδιας της εξωτερικότητας να ανταποκριθεί στις ανυποχώρητες ουσίες της ιδεατής ζωής, η Σολωμική γλώσσα σύρεται σε μιαν εκκρεμή διατύπωση, που δεν της διασφαλίζει άλλο τίποτε εκτός από την ίδια της την εμπλοκή να συντηρεί τη μοιραία, διελκυστίνδα ανάμεσα στον ζωτικό της μύθο (το σπάραγμα του πνεύματος) και στον άξενο κόσμο της πράξης και του συμβάντος:
«Cοsi ad ogni Avvenimento, Azione, Pensiero, Parola, si manifesta il carattere di Costui che e di una attiva ed oculata prudenza in tutte le Direzioni, risvegliata da cosa ed di fuori in ragione della sua Importanza-»(82)
[Έτσι σε κάθε Συμβάν, Πράξη, Σκέψη, Λέξη, φανερώνεται ο χαρακτήρας Αυτού που είναι μια ενεργητική και άγρυπνη φρόνηση προς όλες τις Κατευθύνσεις, αφυπνισμένη από κάθε πράγμα και από τα έξω εξ αιτίας της Σπουδαιότητός της -]
Η αγωνία του ποιητή να προσέλθει μέσα στον κόσμο του κάθε συμβάντος και της κάθε πράξης, προσφέροντας ως αντίτιμο της απελπισμένης του εξόδου τον στοχασμό, το πνεύμα και τη λέξη, βορά σε ό,τι η αδιέξοδη γλώσσα του ονοματίζει «πλέον Ουσιώδεις Στιγμές της Πράξεως» (piu Sostanziali Momenti dell'Αzione), καθιστά την έκφρασή του αδύνατη, αφού προσκρούει επάνω στην πραγματική ύπαρξη μιας εγκόσμιας χρονικότητας, ενός χρόνου της πράξης που είναι η ουσία του συμβάντος, η θέση του μέσα στον χώρο, η τάξη του μέσα στην ιστορία. Ο Σολωμός αγωνίζεται να θεμελιώσει τις «Πλέον Ουσιώδεις Στιγμές της Πράξεως» αρνούμενος τον χρόνο, δουλεύοντας μέσα στο πνεύμα και όχι στην εγκοσμιότητα, αποζητώντας μια πνευματική ολότητα της ενότητας του χρόνου και της πράξης που υποβαθμίζει την εμπειρία, τη μεταλλάσσει σε γεγονός του πνεύματος και της αρνείται κάθε δικαίωμα ύπαρξης έξω από την πνευματική σφαίρα της
εσωτερικής μεταστοιχείωσης του κόσμου σε ιδεατή ζωή, σε ιδεώδες ονείρου:
«Cosi l'Unità del tempo presa filosoficamente é giusta e grande. Presa empiricamente non ha senso»(83)
[Έτσι η Ενότητα του χρόνου λαμβανομένη φιλοσοφικά είναι ορθή και μεγάλη. Λαμβανομένη, εμπειρικά δεν έχει έννοια]
Η μοίρα του Σολωμού είναι μια μοίρα αποκομμένη. Ο εξωτερικός κόσμος την περιτριγυρίζει προκλητικά, της θέτει τον πειρασμό του, τον πειρασμό να αφεθεί στο επικίνδυνο αγκάλιασμα της αμεσότητας, να δημιουργήσει μέσα από έναν χρόνο μιαν άποψη, άλλη, του χρόνου, να ανταποκριθεί στην πρόκληση
«ρίχνοντας χάμου τα χαρτιά με τσ' είδησες του κόσμου»
και από αυτές τις «είδησες» να γεννήσει μιαν άλλη, ενότητα, ενότητα χρόνου και πράξης, πνεύματος και συμβάντος. Όμως η ιστορία δεν στάθηκε καλή με τον Σολωμό. Η γλώσσα του δεν μπόρεσε να τη συλλάβει παρά ως μια ποιητικοποίηση, του συμβάντος, ως μια επισώρευση επεισοδίων, χωρίς οργανική ενότητα, χωρίς πραγματική ύπαρξη χωρίς, τέλος, έναν ενεργητικό συνεκτικό ιστό. Όσο και αν προσπαθούσε το γενναίο του ποιητικό
όραμα να υποτάξει τις «είδησες του κόσμου», ο κόσμος γλιστρούσε μέσα από τα χέρια του, πέρα από κάθε εμπειρική αξία, πέρα από κάθε εξύψωση της εμπειρίας σε ενότητα χρόνου και χώρου. Ο κόσμος της αμεσότητας, η πραγματική, δηλαδή, ενεργός ζωή, έμεινε για τον Σολωμό ένας κόσμος «χωρίς έννοια». Διότι το πεπρωμένο του κόσμου προϋποθέτει έναν πραγματωμένο δυϊσμό, ασυμβίβαστο με τον μονισμό της Καθολικής Γλώσσας και της θεοποιημένης Φύσης, επάνω στον οποίο το ρομαντικό όραμα του ποιητή ήταν καθηλωμένο. Οι ειδήσεις του κόσμου έφταναν στον Σολωμό με την ουσία ενός ονείρου άχρονου, ενός τραύματος της ψυχής μέσα σε μοναξιά και απομόνωση. Όσες φορές τούτες οι ειδήσεις γίνονταν πιεστικές για το μοναχικό του όραμα, μεταστοιχειώνονταν σε πλήθος διασκορπισμένων εικόνων, σε μιαν ονειροφαντασία της πραγματικότητας που η πραγματικότητα ακύρωνε, ακυρώνοντας την έκφραση, ακυρώνοντας την ίδια τη γλώσσα που επιχειρούσε κάθε τόσο να ντυθεί το κοσμικό της ένδυμα. Για τούτο και ό,τι μας απόμεινε από το σπάραγμα αυτό της ζωτικής αυθαιρεσίας
του Πολυλά, από τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους»; στις πιο υψηλές του στιγμές (ελάχιστες κι αυτές χασματικές) δεν είναι παρά fragmenta μιας άλλης αγωνίας, μιας αγωνίας που μέσα της ο κόσμος μεταμορφώνεται σε έναν διάλογο μοναδικό με την ένθεη Φύση, το ιδεώδες της ομορφιάς και τη γλυκύτατη ώρα του ονείρου:
«Έστησ' ο Έρωτας χορό,με τον ξανθόν Απρίλη,
Κι' η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,
Και μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους
Ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.
Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,
Χύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,
Kαι παίρνουνε το μόσχο της, κι' αφήνουν τη δροσιά τους.
[...]
Αλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τί 'δες
Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
Ουδ' όσο κάν' η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
Γύρου σε κάτι ατάραχο π' ασπρίζει μες στη λίμνη,
Μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,
Κι' όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του».
Ένας «υπερβατικός ιδεαλισμός» αναζητά το πεπρωμένο του μέσα στην αγωνία του
μονισμού του, μέσα στη σάρκωση του πνεύματος στη Φύση. Η Φύση είναι το πνεύμα, είναι η μόνη οργανική ουσία που ακυρώνει τον δυϊσμό της εγκοσμιότητας, πραγματώνοντας τη μυστική σύνθεση του ένθεου με το ανθρώπινο, της φυσικής αθωότητας με την ενοχή της μεγαλοσύνης, του ασώματου σώματος με τη σωματική ψυχή. Αυτή η αγωνία καταξιώνει στον Σολωμό έναν «επαναστατικό μεσιανισμό», ο οποίος κομίζει στη Φύση τη γλώσσα
της φυσικής θεολογίας, που για τον Ρομαντισμό είναι η ύψιστη έκφραση της Naturphilosophie.
Η οργανικότητα αναζητά τον εαυτό της μέσα από την Καθολική Νόηση (Intellingenza Universale, την ονομάζει ο Σολωμός) που είναι η Φυσική Γλώσσα (Lingua Naturale)(84).
Η Μουσική και ο Χορός εκφράζουν δυο ποιότητες δίδυμες μέσα στη Φυσική Γλώσσα:
«La musica e la Danza sono due figlie gemelle de la vibrazione vitale»:(85)
[H μουσική και ο Χορός είναι δυό αδελφές δίδυμες του ζωϊκού παλμού.]
Η φαντασία είναι η μορφοποιούσα δύναμη της ψυχής που συμβολοποιεί τη Φύση, που συνιστά οργανικότητα της αρετής
«che é virtù organica, ciοé la fantasiα»(86)
[που είναι oργανική αρετή, δηλαδή η φαντασία]
Το πνεύμα και η Φύση συνιστούν την Απόλυτη, Ταυτότητα που αντανακλά την υπέρβαση του δυϊσμού μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου:
«Alcuni altri adottarono un'Assoluta Identita fra Spirito e Natura, del mondo
subjettivo ed objettivo dell' accorgimento e del suo ogetto»(87)
[Μερικοί άλλοι υιοθετούνε μιαν Απόλυτη Ταυτότητα ανάμεσα στο Πνεύμα και τη Φύση, του υποκειμενικού και αντικειμενικού κόσμου, της αντιλήψεως και του αντικειμένου της]
Έτσι, μέσα από μια τέτοια αγωνία, ξένη προς την ιστορία και τα τεχνάσματά της, ξεκινάει ένας υπέροχος αλαφροΐσκιωτος κόσμος, γεμάτος ανάκουστους κηλαϊδισμούς, θαύματα και μάγια, μέσα σε μια Φύση που βρήκε «την καλή και τη γλυκειά της ώρα», την ώρα της απόλυτης ταυτότητάς της με το Πνεύμα, με τη Μουσική και τον Χορό, μια ώρα που βιώνει το ασώματο της ψυχής και την αχρονικότητα του χρόνου της, στην απραξία, της εσωτερικής της πράξης, ανασταίνοντας τον Θεό που είναι μέσα της για να αναστήσει το Πνεύμα και την Ψυχή, την όμορφη κόρη, που προβαίνει μέσα από την ένθεη Φύση «ντυμένη με το φως της».
Ο «επαναστατικός μεσιανισμός» του Σολωμού μακριά από την ιστορία, απόκοσμος προς την πράξη, αδέξιος προς τον χρόνο, επιστρέφει στην απολυτότητα του εγώ του, στη συντριπτική εγώτητα του ονείρου του, στα σπλάγχνα του δικού του κόσμου που τον κατακλύζει η νοσταλγία ενός τραγικού πεπρωμένου, το οποίο συνδιαλέγεται με τη Φύση για να τη σαρκωθεί με κάθε μεγαλείο δόξας και μοναξιάς. Η «μάταια πεθυμιά» του ονείρου είναι η μοναδική, η ύστατη αγωνία του, η μορφοπλαστική του δύναμη με την οποία το πνεύμα του και η καρδιά του είναι ζυμωμένα:
«Φεύγω τ' αλόγου την ορμή και του σπαθιού τον τρόμο.
Τ' ονείρου μάταια πιθυμιά, κι' όνειρο αυτή 'ν' η ίδια!
Εγύρισε η παράξενη, του κόσμου ταξιδεύτρα,
Μούπε με θείο χαμόγελο βρεμένο μ' ένα δάκρυ:
Κόψ' το νερό στη μάνα του, μπάσ' το στο περιβόλι,
Στο περιβόλι της ψυχής το μοσχαναθρεμμένο».
Όσο και αν θέλησε αυτός του ονείρου ο μεσσιανισμός να βγει από την ψυχή και να χυθεί στον κόσμο του «έξω», όσο και αν νοστάλγησε να συνενώσει το θεϊκό μέσα με τη ροή
του χρόνου και των πραγμάτων την τάξη, όσο και αν επόθησε την εγκοσμιότητα και το χτίσιμο μιας Μεγάλης Ιδέας που να συνταυτίζει την πραγματική ζωή με την ιδεατή ύπαρξη, η αποτυχία ήταν πεπρωμένη,. Ο έξω κόσμος έμεινε σωρός ακατανόητος επεισοδίων; οι ιδέες της Εθνότητας, της Πατρίδας, της Ελλάδας άσαρκα σχήματα ξαστοχισμένα, η γλώσσα μη σημαίνουσα.
Το χέρι του Σολωμού δεν ήταν για την ιστορία. Μόνος και χωρίς δόξα μέσα στη μεγαλοσύνη, του σκοτεινού του ονείρου έπλασε με το πνεύμα του τους τρόμους της ψυχής του, το Θείο έρεβος που τον καταδυνάστευε στην οδοιπορία της καρδιάς του. Οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» έμειναν φάντασμα, άγραφος πόθος εγκοσμιότητας, εκεί που «τ' ονείρου η μάταια πεθυμιά» ήταν και κείνη όνειρο.
Οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» δεν έμελλε να γράψουν την ψυχή. Γι' αυτό καί δεν εγράφησαν. Γι' αυτό και δεν μας παραδόθηκαν παρά μονάχα μέσα από την αυθαιρεσία μιας γλώσσας που η μεγάλη, προσήλωση, του Πολυλά στο έργο και στον ποιητή θέλησε να δημιουργήσει, ξεκινώντας από την απελπισμένη και ηρωική κίνηση, του Σολωμού να υπερβεί τη μοναξιά του πνεύματός του, και χωρίς, αυτός ο σπουδαιότατος από τους φίλους, να αντιληφθεί ότι τούτη, ή κίνηση ήταν καταδικασμένη, να αποτύχει διότι η ίδια ήταν αποτυχία, αδιέξοδο και ουτοπία.
Ο Σολωμός δεν έγραψε τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους». Δεν ήταν δυνατόν να τους έχει γράψει. Ο Ρομαντισμός του ήταν να ιστορήσει άλλα πεπρωμένα. Γι' αυτά ήταν ταγμένος.
Σημειώσεις
72. - Για μια γενικότερη θεώρηση της παθολογικής γλώσσας του Ρομαντισμού βλέπε την εργασία μου «Η Ρομαντική Εξέγερση», Ύψιλον / Βιβλία 1987.
73. - Georg Lukaćs, θεωρία του Μυθιστορήματος, μετ.: Σεραφείμ Βελέντζα, Άκμων, σ. 141.
74. - ό.π., σ. 141.
75. - ό.π., σ. 139.
76. - ό.π., σ. 139
77. - Hölderlin, «Hypérion» εις Oeuvres, Bibliothèque de la Pléiade, traduction par Philippe Jaccottet,σ. 210.
78. - Στέφανου Ροζάνη, «Η Ρομαντική Εξέγερση», ό.π.
79. - Διονυσίου Σολωμού, Αυτόγραρα Έργα, Αριστοτέλειον Πανεπιστήμιον Θεσσαλονίκης, επιμέλεια: Λίνου Πολίτη, Β' Τυπογραφική Μεταγραφή, Θεσσαλονίκη, 1964, σ. 472.
80. - ό.π., σ. 481.
81. - Στεφάνου Ροζάνη, «Η Ρομαντική Εξέγερση,», ό.π.
82. - Διονυσίου Σολωμού, «Αυτόγραφα Έργα», σ. 480.
83. - ό.π., σ. 481.
84. - ό.π., σ. 480.
85. - ό.π., σ. 472.
86. - ό.π., σ. 474.
87. - ό.π., τ. 476.
|
|
|