εἰκόνα: Henry Matisse, Femme à l'amphore - 1953
|
ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ |
Τάκης Παπατσώνης
Αι μωραί
Ἀπὸ τὴ Συλλογὴ «ΕΚΛΟΓΗ Α’, URSA MINOR, ΕΚΛΟΓΗ B’».
Ἔκδ. ΙΚΑΡΟΣ Ἀθήνα 1988.
Μὲ τὶς λαμπάδες μας ὅλο στολίδια
καὶ καλοφροντισμένο μας τὸ διάκοσμο,
κατάφορτες μὲ ψέλια καὶ μὲ βύσσους,
τὸ Γάμο πῶς καὶ τί τὸν περιμέναμε,
πῶς θ' ἀντικρύζαμε φωταύγεια καὶ χλιδή του.
Μόνο γιὰ τὸ λαδάκι μας δὲν στοχασθήκαμε.
Μᾶς πλάνεψεν ὁ κόσμος στὰ σωστά,
πήραμε τ' ὄνομα ποὺ μας προβάλθηκε
σὰ νάταν μόνο διάκοσμος κενός.
Καὶ σπίνου νάχαμε στὸ κεφάλι τὸ νοῦ,
κάτι θὰ τρέχαμε πρὸς τὰ κελάρια,
ἐκεῖνα ποὺ λιπαίνονται στὴν ἀφθονία
τοῦ ἐλαίου κι' ἐκεῖνα ποὺ ἀδιάκριτα
παρέχουν τὴ σιτοδοσία τους σὲ ὅποιον ὅποιον,
μονάχα νὰ θελήσει νὰ κατέβει ὡς ἐκεῖ.
Καὶ τώρα σέρνομε τὰ τρίχαπτα, τὰ σηρικά μας
καὶ ὅλο τὸν μάταιο κόμπο μας, μὲ μιὰν ἠλίθιαν
ἀπελπισία, σβηστὲς λαμπάδες σειώντας καὶ πεινώντας,
κατεμπροστὰ σὲ πόρτα διπλοσφαλιστήν, ἐκτεθειμένες
σὲ ἄγρια σκοτάδια τῆς νυχτός, ἐνῶ μας φτάνουν,
ταντάλεια πάθη, καὶ μᾶς περιλούουν ἀπὸ τὸν πύργον
ὅθε διωχθήκαμε: τόση ἁρμονία τῶν εὐφραινομένων,
σαμβύκη καὶ ψαλτήριο καὶ πᾶν γένος μουσικῶν.
|
|
|