εἰκόνα: Henry Matisse, Femme à l'amphore - 1953
|
ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ |
Τάκης Παπατσώνης
Μια Δευτέρα του έτους
(Quando Regina Saba Salomoni datur).
Ἀπὸ τὴ Συλλογὴ «ΕΚΛΟΓΗ Α’, URSA MINOR, ΕΚΛΟΓΗ B’».
Ἔκδ. ΙΚΑΡΟΣ Ἀθήνα 1988.
Μὲ τὴ νέα αὐτὴ Σελήνη, ποὺ φλογισμένο δρέπανο στὰ μακρινὰ χωράφια, τώρα βασίλευεν, εἶδα νὰ προσεγγίζει μέ, πριγκιπικὰ περιβλημένη, μιὰν 'Ολόλευκη.
Περίχυτη ἀχτινοβολία κάλυφτε τὴν ὕπαρξή της, θάμπος ἀόριστο στὸ ἀντίκρυσμα.
Τὸ πνεῦμα ποὺ ἐφύσα δροσιᾶς ἰσχυρῆς ἀπὸ εὐωδιάζοντα πευκώνα
ἐστάθη ἀνίσχυρο ἐμπρὸς στὴ δροσιὰ της καὶ στ' ἀναλυτὰ διαμαντικά.
Κατεῖχε ὁμοῦ, τὴν χάρη Δάφνης, ὡς πρασινίζει στὰ τρεμόφωτα σκοτάδια,
καὶ τὴν σκιερὴ τὴν δόξαν ἄστρου ἀχτινωτοῦ, τοῦ ὁλόδροσου, ὁλοπράσινου Βέγα,
ποὺ σπαρταρᾶ μοναχικὴ καρδιά, σὰν ξεπροβάλνει ἡ ψυχὴ τούτη τῶν μεσονυχτίων. Τὰ γλυκότερα γαμήλια ὄνειρα, τραγούδια τῶν πουλιῶν κρυμμένων σὲ χρυσὰ κλωβιά,
περβόλια ἀπ' τὰ ἀναδιδόντα τὰ πλούσια θερινὰ ἀρώματα, τὶς φουντωτὲς μαργαρίτες,
μὲ τὴ λευκὴν Ἀγάπην, ἰσκιασμένη ἀπὸ ἁγνῆς νύχτας ἀλλοφροσύνες
τὸ λογισμὸ περίπλεξαν τὴν ὥρα ἐκείνη τοῦ δροσερώτερου δειλινοῦ
καὶ ἦσαν χαρωπὰ πουλιά, ποὺ ἐξορμοῦν ἀπὸ βραγιὲς πυκνὲς καί, ψηλῶν δένδρων φυλλώματα. Ὤ, ἐκεῖνα τὰ δεητικὰ θαλασσινὰ μάτια, πού, ἐνῶ θεῶνται στὸ βουνό,
θυμίζουν φωτεινοὺς βυθοὺς σὲ ὧρες γαλήνης, τὰ μόνα ἄλλωστε γαλανά,
στὴν οὐρανία λευκότητα καὶ στὰ κερένια χέρια καὶ στοῦ λινοῦ φορέματος
τὶς ἀρρενοπρεπεῖς θωπεῖες καὶ στοῦ λαιμοῦ τὰ πολυάριθμα μαργαριτάρια,
καὶ στὸ ἀπηνές χρυσάφι τοῦ δαχτυλιδιοῦ, ποὺ ἦτο γιὰ νὰ κοσμεῖ
ἕνα δάχτυλο τοῦ φεγγαρόφωτου χεριοῦ. Τέτοιες οἱ Γυναῖκες,
in dessen Süsse immer Bitternis ist, Spiel und Gefahr.
|
|
|