εἰκόνα: Henry Matisse, Femme à l'amphore - 1953
|
ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ |
Βύρων Λεοντάρης
Χωρίς τίτλο (X)
Ἀπὸ τὴ συλλογὴ «ἐκ περάτων», ἔκδ. ὕψιλον/βιβλία. Ἀθῆναι χ.χ.
Χ
Λόγια ἐκ περάτων συνάχτηκαν
γιὰ τὸν Ἀγώvιο ποὺ πεθαίνει
φτεροκοποῦν ἀπάνω κάτω στὸ τρεμάμενο τὸ ἑσπέρας
θέλουν νὰ τὸν σηκώσουν στὰ φτερὰ τους ἕνα γῦρο νὰ τὸν πᾶν
Λυκαβηττὸς Πευκάκια Στρέφη Τουρκοβούνια
μὰ αὐτὸς πεθαίνει ἀπών
ματαιωμένος καὶ ἀπών
Λυκαβηττὸς Πευκάκια Στρέφη Τουρκοβούνια - ἐδῶ παίζαμε ἄλλοτε
ἐδῶ ζήσαμε
μέρες τῆς παιδικῆς ἀγριότητας
Ἐδῶ... ἄλλοτε... Ὅμως τὸ ἐδῶ μὲ ἐντὸς του τὸ ἄλλοτε δὲν εἶναι πιὰ ἐδῶ
καὶ τὸ ἄλλοτε μὲ ἐντὸς του τὸ ἐδῶ δὲν εἶναι πιὰ ἄλλοτε
... παιχνίδια βάρβαρα θανάσιμα «φρούρια» μὲ κοτρῶνες στὶς ἀλάνες
«συμμορίες» πετροπόλεμοι ἢ ξεθάβοντας χειροβομβίδες
σκουριασμένες στὰ δασάκια
μέρες τῆς παιδικῆς ἀγριότητας - ἀργότερα
μπήκαμε στὸ παιχνίδι τῶν μεγάλων σὲ ἄχαρη ἐποχὴ
ἄρχιζε νὰ τσακίζει ἡ Ἐπανάσταση νὰ φτιασιδώνεται ν' ἀλλάζει εὔκολα ὀνόματα
λέγανε τώρα «θύματα» τοὺς μάρτυρες
καὶ τῶν πληγῶν τὸ χάος «εἰρήνη»
στὸ ἰδανικὸ ὑπεισέρχονταν τὸ τερατῶδες ὑπαρκτὸ
καὶ μόνο ποῦ καὶ ποῦ καμιὰ προκήρυξη διαμαρτυρίες ἠμιπαράνομα
ἔντυπα ἔρανοι γιὰ τοὺς ἐξορίστους ψιλοπράματα
καὶ σὲ ὦρες ἀθυμίας πειραζόμασταν πόσα χρονάκια φυλακὴ μποροῦν
νὰ μᾶς κοστίσουν ὅλα αὐτὰ
καὶ τότε αὐτὸς σηκώθηκε «λοιπόν, μονάχα αὐτό; δὲν παίζουμε τὴ ζωή μας;»
κι οἱ ἄλλοι γύρισαν ἀλλοῦ τὸ πρόσωπο
κι ἀπόμεινε χλωμὸς καὶ διάφανος ἔξαλλος μὲς στὸν ἴδιο του τὸν τρόμο
τρεκλίζοντας καὶ σάμπως νὰ πνιγόταν
γιατί ἔνιωσε ὅτι φριχτὴ ἡ βλαστήμια ποὺ ξεστόμισε
ὅτι πατοῦσε πάνω σὲ ἄλλων ζωὲς καὶ πεπρωμένα
καὶ πὼς κανένας πιὰ μπαγκιέρης δὲν ὑπῆρχε νὰ δεχτεῖ τὴ ζωή του
καὶ τότε ἦταν ποὺ ζήτησε νὰ γίνει ἡ Κρίση ἐπιτέλους νὰ τελειώνουμε
ἀλλὰ κανεὶς δὲν τοῦ ἀναγνώριζε τὸ ἔγκλημα
... κι αὐτὴ τόσο ὄμορφη τόσο ἄδικα ὄμορφη
τὰ μάτια μου νὰ σέρνει μὲς στὸν κουρνιαχτὸ τῶν δρόμων
κι ἀτέλειωτες ἀγρυπνίες κι ἡ σκιά μου πέρα δώθε σὰν ἐκκρεμὲς
πίσω ἀπὸ τὰ παράθυρα
χτυπῶ τὴν πόρτα μου… κανεὶς δὲν εἶμαι
ἀπῶν ματαιωμένος καὶ ἀπῶν
ἄδειος - κερὶ μολύβι καὶ χαρτὶ
λιώνει καὶ τὸ μολύβι σὰν κερὶ καὶ τὸ χαρτὶ ἀποσαθρώνεται
τὸ κατατρῶνε ὀξειδώσεις σχιζομύκητες ἀνόβια
κι ἀναρωτιέμαι ἦταν ἀνάγκη ἔτσι νὰ εἰπωθεῖ ἡ ζωή μας
λέξεις καὶ συλλαβὲς ἀλληλοσπαραγμένες
στίχοι μὲ κατακλεῖδες ποὺ ἠχοῦν σὰν λαιμητόμοι
... παιχνίδια βάρβαρα θανάσιμα στὸν κουρνιαχτὸ τοῦ κόσμου
κι ἡ σκιά μου πέρα δῶθε σὰν ἐκκρεμὲς πίσω ἀπὸ τὰ παράθυρα
χτυπῶ τὴν πόρτα μου... κανεὶς δὲν εἶμαι
τίποτε δὲ σημαίνω τίποτε δὲν ἔχω νόημα
καὶ δὲν τελειώνει αὐτὸ καὶ δὲν τελειώνει
κωπηλατῶ γιὰ τὰ παλιὰ κι εἶναι ἡ φωνή μου τρύπια
μπαίνουν νερὰ τ' ἀδειάζω μπαίνουνε ξανὰ
σῶσον μέ, Σκότος, φύλαξον τοῦ βίου μου τὰ κρύφια
καὶ κάνε νὰ τελειώσει τοῦτος ὁ βραχνὰς
ξανάρχεται καὶ φεύγει καὶ ξανάρχεται -ἐδῶ ζήσαμε... τί λόγος...
τὸ «ζήσαμε» ματαιώνει τὸ «ἐδῶ» καὶ τὸ «ἐδῶ» τὸ «ζήσαμε»
κανεὶς δὲν εἶμαι πουθενὰ δὲν εἶμαι
ἦταν ἀνάγκη ἔτσι νὰ εἰπωθεῖ ἡ ζωή μας
ξανάρχεται καὶ φεύγει καὶ ξανάρχεται
καὶ δὲν τελειώνει αὐτὸ καὶ δὲν τελειώνει
δὲν ἔχει νόημα τὸ νὰ τελειώσει
τέλος εἶναι τὸ ματαιωμένο τέλος
καθένας μας πεθαίνει ἀπῶν
|
|
|