image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


Κατεβάστε πολυτονικό αν δεν έχετε ήδη


Εἰκόνα : έργο του
Κώστα Τσόκλη

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ




ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ - Κριτικές


Προηγούμενη Σελίδα


Δημήτρης Κοσμόπουλος

Γιάννης Κοντός: Ἡ ὅραση ὡς ἀντηχεῖο καὶ μήτρα τῆς ποιητικῆς συνείδησης

Ἀπὸ «Τὰ ὅρια τῆς φωνῆς», (Δοκίμια γιὰ τὴν νεοελληνικὴ λογοτεχνία), ἐκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ Α.Ε. Άθήνα 2002, σελ. 162.


Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΝΤΟΣ ἐκδίδει τὰ πρῶτα του ποιήματα τὸ 1970, ὑπὸ τὸν τίτλο Περιμετρική. Ὁ ἴδιος ἔχει φροντίσει νὰ μᾶς δώσει τὴν πληροφορία ὅτι ὄντας ἔφηβος «...καὶ μερικὰ χρόνια μετά, ἔπαιρνε στὴν τύχη ἕνα λεωφορεῖο καὶ πήγαινε στὸ ἄγνωστο». Ἔτσι ἔμαθε πολλὲς λεωφορειακὲς γραμμὲς καὶ τὶς ἀκραῖες συνοικίες τῆς Ἀθήνας. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ λεωφορεῖα εἶχε ἐπιγραφὴ «Περιμετρική». Ἀπὸ τότε (1970) μέχρι καὶ τὴν τελευταία του ποιητικὴ συλλογὴ τὴν τελευταία δημοσιευμένη — ἀλλὰ καὶ μέχρι τὸν, ἄρτι ἐκδοθέντα τόμο, τὸν δεύτερο τῶν Εὐγενῶν Μετάλλων (2002 ἡ ὑποτείνουσα τῆς Σελήνης, 2005 τὰ Εὐγενῆ Μέταλλα II), ἔχουν περάσει 35 χρόνια. Ὁ ἴδιος, διατείνεται εὐθαρσῶς ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια «γράφει ἕνα ποίημα». Κιόλας ἀπὸ τὴν Περιμετρική, ἐμφανίζεται διακριτὴ ἡ ἰδιοσυγκρασία τῆς ποιητικῆς του φωνῆς. Ἀπὸ τὴν μία, ἔχουμε τὴν ἐνσωμάτωση τῶν στοιχείων τοῦ προφορικοῦ λόγου, μὲ τρόπο τέτοιο ὥστε νὰ ἀπελευθερώνεται ὁ ἐσωτερικός τους ἠλεκτρισμός, πέρα ἀπὸ τὴν ἐργαλειακὴ χρήση. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἔχουμε τὴν πρώτη φανέρωση τῆς δικῆς του εἰκονοπλασίας. Ἐδῶ ἂς σταθοῦμε. Διότι ἡ δεύτερη αὐτὴ ἰδιότητα στὴν ποιητικὴ φωνὴ τοῦ Κοντοῦ, ἀπὸ τὸ πρῶτο βιβλίο του μέχρι σήμερα, δίνει τὸ μέτρο τῆς ἔμμονής του — μ' ἄλλα λόγια προσφέρει τὴν ἑτερότητα τῆς ἰδιολέκτου του. Ἀφοῦ δὲν πρόκειται γιὰ τὴν εἰκονοπλασία ὡς μέσον. Ἐδῶ μιλοῦμε γιὰ τὴν εἰκονοπλασία πού συναιρεῖ τὸ ποιητικὸ μέσον μὲ τὴν ποιητικὴ στοχοθεσία — ἀκόμα μόνο περιγραμματικὰ ἀναδυόμενη στὴν Περιμετρική.

Ἡ εἰκονοπλασία στὸν Κοντό, καθίσταται ἐξ ἀρχῆς ποιητικὴ ὀπτικὴ γωνία λήψεως. Γίνεται ποιητικὴ στάση. Ἀφοῦ ἡ συγκρότηση τῶν εἰκόνων στὰ ὅρια τῆς γλώσσας εἶναι ἐντέλει τροφὴ τῆς ποιητικῆς συνείδησης, γι' αὐτόν. Τὸ ποιητικὸ ὑποκείμενο, στὴν τέχνη τοῦ Κοντοῦ, ἐμφανίζεται μὲ κονιορτοποιημένη ἢ καταργημένη τὴν συνείδησή του, συνείδηση τοῦ μεταπολεμικοῦ νεωτερικοῦ ἀνθρώπου στὴν ὕστερη καταναλωτικὴ —μετὰ τὸ '60— περίοδο. Κατάπληκτο θεᾶται τὰ τελούμενα συμπυκνώνει ἀμυντικὰ τὶς αἰσθήσεις του στὴν παντεπόπτιδα ὅραση ποὺ συνεχῶς προσλαμβάνει: θρύμματα νοήματος, ἀγοραῖες ἀρχὲς στὸ κοινωνικὸ σῶμα, κατάλοιπα πολλαπλῶν βιασμῶν στὴν τραγωδία τῶν ἱστορικῶν ἐξελίξεων. Ἐν τέλει, τὸ ποιητικὸ ὑποκείμενο, βρίσκει τὴν διέξοδο γιὰ νὰ ὑποστασιοποιηθεῖ: Πιστοποιώντας τὸν κατακερματισμό, ὁ ὁποῖος ὁδηγεῖ στὴν καταναλωτικὴ ἀνοησία, ἀντιστέκεται μὲ τὴν μετατροπὴ τῆς ψυχῆς σὲ δράση.

Κι εἶναι αὐτὴ ἡ βαθειὰ ψυχικὴ ἀνάγκη γιὰ ἀναπνοή, ἡ ὁποία μετατρέπει τὴν δράση σὲ αὐθαίρετο (δηλαδή: ἐλεύθερο) καλειδοσκοπικὸ μηχανισμὸ εἰκονοποιΐας μεταμορφωτικῶν, πλέον, διαστάσεων. «Μᾶς ληστέψανε μὲ τὸ φῶς τοῦ ἠλεκτρικοῦ / στὶς στάσεις τῶν Λεωφορείων. Δὲν μᾶς βρήκανε τίποτα, / πάρεξ τὸ εἰσιτήριο στὴ χούφτα καὶ μία φωτογραφία / ἑνὸς μικροῦ παιδιοῦ νὰ κατουράει ἀνέμελα μέσα / σ' ἕναν κῆπο. / Βγάλαμε τὴ λευκὴ προκήρυξη ἀπὸ τὰ μαλλιά μας / καὶ τοὺς τὴν πετάξαμε στὰ μοῦτρα. / Μαρμάρωσε ἡ πόλη ἀπὸ τὸν τρόμο. / Ἡ γῆ ἔχασε τὴν ἰσορροπία της ἀπὸ τὸ βάρος τῆς προκήρυξης. /Αὐτοί, σὰν νὰ μὴ συνέβαινε τίποτα, συνέχισαν τὴν ἔρευνα μέσα στὰ σωθικά μας / Ποιὸς θὰ τραγουδήσει γιὰ τὸν φαντάρο ποὺ συμπλήρωσε / τὸ μισὸ τῆς σελήνης μὲ τὸ κορμί του; / Ποιὸς θὰ πεῖ στὰ παιδιά μας γιὰ τὰ βερίκοκα / ποὺ ὡρίμασαν ἐκεῖνο τ' ἀπόγεμα τοῦ Ἰούνη / καὶ δὲν προλάβαμε νὰ τὰ δοκιμάσουμε»
(Τὸ ποίημα «Μᾶς ληστέψανε», ἀπὸ τὴν Περιμετρική).

Μὲ τὸ ἴδιο λεωφορεῖο, συνεχίζει ἔκτοτε τὶς περιμετρικές, ἐγκάρσιες, ἐρημικὲς ἤ ὑποτείνουσες διαδρομές ὁ ποιητὴς Γιάννης Κόντος. Μὲ μάτια ἐκστατικὰ ὀρθάνοιχτα καὶ μὲ τὸν ψυχικὸ συνεπαρμὸ τῆς εἰκονοποιΐας νὰ τὰ δροσίζει. Ἡ ὅραση, δηλαδή, δὲν τὸν ὁδηγεῖ μόνον στὰ ὅσα βλέπει. Ἀλλὰ στὰ ὅσα κρύβονται βαθύτερα, κάτω ἀπὸ τὶς προφάνειες καὶ τὶς βιτρίνες τῶν ἐπιφαινομένων. Ἡ δράση καὶ τὰ θρυμματισμένα ὑλικὰ της ζωοποιοῦνται ἀπὸ τὴν αὐτοσυντηρητικὴ μηχανὴ τῆς μεταμορφώσεως. Ὀνομάζω αὐτὴν τὴν μηχανή, τέχνη τοῦ ὁρᾶν: δηλαδή, ἀντηχεῖ καὶ μήτρα τῆς ποιητικῆς του συνείδησης. Οἱ εἰκόνες τοῦ Κοντοῦ, ξεδιπλώνονται, εὑρηματικὰ ἀπροσδόκητες τόσο, ὥστε, ὅπως σωστὰ ἔχει τονισθεῖ «ἀκόμη καὶ στὰ ποιήματα ἐκεῖνα ὅπου ὁ συνειρμὸς τῶν εἰκόνων του χαλαρώνει στὸ μεγαλύτερο βαθμὸ ἐλευθερίας, αἰσθάνεται κανεὶς ἕναν ἔλεγχο ποὺ ἀσκεῖται ἀπὸ κάποιο ἀόρατο κέντρο. Ἀνάλογα μὲ τὸν βαθμὸ τῆς ὁρατότητας αὐτοῦ τοῦ κέντρου τὰ ποιήματα τοῦ Κοντοῦ θὰ μποροῦσαν νὰ διακριθοῦν σὲ θεματικά, σὲ ποιήματα δηλαδὴ στὰ ὁποῖα ἡ ποιητικὴ συγκίνηση διοχετεύεται μέσα ἀπὸ τοὺς διαύλους ἑνὸς συγκεκριμένου θέματος, καὶ σὲ ποιήματα διάθεσης ἢ ἀτμόσφαιρας, ποὺ ἡ θερμοκρασία της παράγεται κυρίως ἀπὸ τὴν τριβὴ εἰκόνων φαινομενικὰ ἀσύνδετων μεταξύ τους. Καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις ἡ διατύπωση τοῦ Κοντοῦ διακρίνεται συχνά ἀπὸ μιὰ ἀσυνήθιστη ὀπτικὴ ἐνάργεια, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὴν κύρια ἀρετὴ τῆς ποίησής του. […] Ἡ εἰκονογραφία του φτάνει σὲ τέτοιο βαθμὸ καθαρότητας, σὲ μιὰ διαύγεια, σχεδὸν ὀνειρική» (Βαγενᾶς). Δυὸ παραδείγματα, ἀπὸ τὰ δυὸ διαφορετικὰ, ἀλλὰ ὁμόρριζα, εἴδη: «Βρέχει, ὅπως στὶς ρωσικὲς ταινίες. / Ὁ οὐρανὸς ἔσπασε. / Ρίχνει στρατηγοὺς καὶ διαβόλους. / Ἀκούω τὰ παγωμένα φῶτα / τῶν αὐτοκινήτων νὰ κατεβαίνουν. / Οἱ καπνοὶ τῶν τραγουδιῶν τους / δὲν συγκινοῦν αὐτὸν ποὺ ἐξουσιάζει. / Φέρνει καὶ ἀνάβει τὴ νύχτα γιὰ νὰ ζεστάνει τὰ γένια του. / Φοβᾶται. / Λίγο ἀκόμη νὰ κρατήσει ἡ βροχὴ / θὰ σβήσει ἕνα πουλί»... (Τὸ ποίημα «Ἡ βροχὴ καὶ τὸ παρόν» ἀπὸ τὰ Ἀπρόοπτα).

Καὶ τὸ δεύτερο ποίημα ἀπὸ ἐκεῖνα ὅπου χαρακτηρίζονται «ποιήματα διάθεσης, ἢ ἀτμόσφαιρας» μὲ τὴν ἐκρηκτικὴ παραγωγὴ σπινθήρων ἀπὸ τὴν ὤσμωση τῶν εἰκόνων καὶ τὴν ἀνυπότακτη ροπὴ ἀνασυνθέσεώς τους: « Τὸ μάτι βρῆκε μία γωνιὰ καὶ γέννησε τὰ αὐγά του. Καλοκαίρι γεμάτο σκνίπες — σεισμοὺς — ἀποκαλύψεις. Μιὰ παγωμένη λάμπα στὸ διάδρομο φωτίζει ἕνα προφὶλ καὶ μία φωνή: Εἶναι κανεὶς μέσα; Εἶναι κανεὶς μέσα; Τὸ προφὶλ κολλᾶ στὸν τοῖχο καὶ μένει μ' ἀνοιχτὸ τὸ στόμα. Ἔξω ὁ ἥλιος βαράει στὸ κούτελο ἕνα ἄγαλμα. Φωνὲς πίσω ἀπὸ τὶς νεραντζιές. Κρότοι κεφαλιῶν στὴν ἄσφαλτο. Τὸ περιεχόμενο ἀναβρύζει στὰ δημόσια οὐρητήρια. Τὸ χρῆμα γέμισε τὶς στέρνες μας. Νερὸ πουθενά. Τὸ μάτι βρῆκε μία γωνιὰ καὶ γέννησε τ' αὐγὰ του — τὶς εἰκόνες τοῦ μέλλοντος...» (Ἀπὸ τὸ ποίημα «Σχέδιο γιὰ διήγημα» τῆς συλλογῆς Φωτοτυπίες). Αὐτὴ ἡ δεύτερη κατορθωμένη μορφὴ ποιημάτων τοῦ Κοντοῦ, τὸ πανόραμα τοῦ ὀφθαλμοῦ ποὺ κονιορτοποιεῖ τὰ θρυμματισθέντα, ἀναδιατάσσει τὰ ὑλικὰ καὶ ὁρίζει μία περιοχὴ παράδοξης καὶ καθαρτικὰ λυρικῆς πολλὲς φορὲς πραγματικότητας, θυμίζει τὴν ἐξαιρετικὰ εὐθύβολη διατύπωση τοῦ Τάκη Σινόπουλου γιὰ μία σειρὰ ἀπὸ τὰ «σύντομα» ποιήματα τοῦ Γιάννη Ρίτσου. «Ποιήματα χωρὶς καμιὰ ἰδιαίτερη "σημασία"... Ὄχι ὅμως καὶ χωρὶς "ἐνέργεια"». Ἡ ἀπελευθέρωση αὐτῆς τῆς ἐνέργειας, στὸν Κοντό, ὅσο περνᾶ ὁ καιρὸς γίνεται πιὸ καρπερὴ καὶ ἀνοίγεται πρὸς τὶς ἐσώτατες περιοχὲς τῆς ἐκφραστικῆς του ἀντοχῆς. Μιᾶς κι ἀναφέραμε τὰ δυὸ ὀνόματα τῶν ἀμέσων ποιητικῶν του προγόνων, ὀφείλουμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ εἰκονοποιητικός του οἶστρος, ἀπὸ τὴν Περιμετρική, μέχρι τὴν Ὑποτείνουσα τῆς Σελήνης, ποτίζεται ἀπὸ τὰ ρεῖθρα μιᾶς ὁλόθερμης ἐγγύτητας πρὸς τὰ ποιητικὰ ἐπιτεύγματα τοῦ ἑλληνικοῦ μοντερνισμοῦ. Ἐδῶ θὰ ταίριαζε ὁ ὅρος τοῦ Valery, ἡ περίφημη intimite — δηλαδὴ ἕνα αἴσθημα ἀπέραντης, σχεδὸν υἱϊκῆς συνομιλίας, ἀλληλεγγύης καὶ μαθητείας, γιὰ τὴν ἀκρίβεια ἕνα ψηλαφητὸ αἴσθημα οἰκειότητας, γιὰ τοὺς ποιητικούς του ἀνιόντες. Οἱ ἄγριες συνδυαστικὲς ἐπιτεύξεις τοῦ Σαχτούρη, ὁ νοσταλγικὸς «ὑπερρεαλισμός» τοῦ Ἐγγονόπουλου, ἡ ἀνεμόεσσα ὑψιπέτεια τοῦ Ἐμπειρίκου, ἐξισορροποῦνται μὲ τὴν σίγουρη σκοτεινὴ λάμψη τοῦ Σεφέρη, ἀλλὰ ὧρες — ὧρες καὶ μὲ τὴν λεπτουργημένη, λεπτομερειακὴ καὶ λυρικὰ διάφανη στὸν διασκελισμό της εἰκονοποιΐα τοῦ Παπαδίτσα. Βεβαιότατα πανταχοῦ παρόν, ὅπως ἄλλωστε σ' ὅλους τους ἀληθινοὺς ποιητὲς τῆς γενηᾶς του, τὸ φάσμα τοῦ Κώστα Καρυωτάκη. Ὅμως, ὅπως συμβαίνει στοὺς ποιητὲς μὲ κατακτημένο τὸ προσωπικὸ τους στίγμα, ὁ Κοντός, ἐκ τοῦ ἀποτελέσματος, πιστοποιεῖ τὴν ἐπινόηση τῶν προγόνων του, ἐπαληθεύοντας τὸ Μπορχεσιανὸ ἀξίωμα.

Θέλω νὰ πῶ, ὅτι παρὰ τὸ δυσβάσταχτο βάρος τῶν κατακτήσεων τῆς ποιητικῆς παράδοσης, ὁ εἰκονοποιητικὸς του μηχανισμὸς εἶναι τόσο ἀνυποχώρητα πρωτογενὴς καὶ γνήσιος, ὥστε τὰ πάντα συντελοῦν στὴν οἰκοδομή τῆς ἀπολύτως δικῆς του γλώσσας. Πρόκειται γιὰ μίαν ἔφεση «ὁ κόσμος νὰ γίνει εἰκόνα», γιὰ νὰ θυμηθοῦμε τὸν Γιῶργο Χειμωνᾶ. Ἐμψυχώνει, σχεδόν, λόγου χάριν, τὰ ἀντικείμενα καὶ τὰ ἀνάγει μέσω τῶν ἀδόκητων συσχετίσεών τους σὲ διάκοσμο μιᾶς ὑπερβατικῆς βάσης γιὰ τὴν ἀναίρεση τοῦ χρόνου. Σκηνοθετεῖ τὸν χῶρο καὶ διὰ τῶν εἰκόνων τὸν μεταποιεῖ στὴν ρεμβώδη καὶ ἀνάλαφρη (ἄλλωστε ἐφιαλτική) διάσταση τοῦ μετά-χώρου. Μία διάσταση στὴν ὁποία τὸν κύριο λόγο —ἐνστικτωδῶς καὶ ἐμπειρικὰ ἡ ποίηση τοῦ Κοντοῦ αὐτὸ σαλπίζει— δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει ὁ θάνατος ὡς πανδαμάτειρα προοπτική. Ἡ σκηνοθεσία καὶ ἡ ταξινόμηση τῶν εἰκόνων, στὸν ποιητὴ Γιάννη Κοντό, προφανέστατα λαβαίνει τὸν χαρακτήρα μιᾶς κινηματογραφικῆς εὑρεσιτεχνίας. Καταπλήξ, κεχηνῶς καὶ τεθαμβωμένος, ἀναχωνεύει τὸ ὑλικό, τὸ γειωτικὸ ὑλικό της χρονικῆς παροντικότητας καὶ τοῦ ἐμφυσᾶ τὴν παιδικὴ ἀταξία τῆς ἀνάπλασής του σὲ ποιητικὸ σύμπαν. Ἡ ὕλη τῆς καθημερινότητας, τὸν κρατᾶ αἰχμάλωτο, ἂλλ' εἶναι αὐτὴ τελικῶς, ποὺ θὰ διυλισθεῖ καὶ θὰ διηθηθεῖ ὥστε νὰ γίνει χῶρος-χρόνος γιὰ τὸ φτερούγισμα τῆς ἐλευθερίας.

Πολλὲς φορές, μὲ τὴν ἀνάγνωση ποιημάτων τοῦ Κοντοῦ, μᾶς ἔρχεται στὸ νοῦ, ὄχι πιστεύουμε ἀστόχαστα, ἡ ἐνδελέχεια καὶ ἡ μεταμορφωτικὴ δεινότητα κινηματογραφιστῶν ὅπως ὁ Τζίγκα Βέρτωφ, ὁ βιρτουόζος τῆς ρωσικῆς πρωτοπορίας, ὁ Ἰοσελιάνι ἢ ὁ Ταρκόφσκι. Κατ' ἀναλογίαν, θὰ μπορούσαμε, γιὰ τὸν ποιητὴ νὰ χρησιμοποιοῦμε τὴν ἄποψη τοῦ Ταρκόφσκι γιὰ τὴν δύναμη τῆς κινηματογραφικῆς εἰκόνας, ὡς καλλιτεχνικοῦ γεγονότος, κατ' ἀντιδιαστολὴν μὲ τὴν καταναλωτική, διαφημιστικὴ εἰκόνα τῆς τηλεόρασης. «Ἡ εἰκόνα συμβολίζει τὴν πληρέστερη κατὰ τὸ δυνατὸν ἔκφραση τοῦ τυπικοῦ, τοῦ χαρακτηριστικοῦ, κι ὅσο πληρέστερα τὸ ἐκφράζει, τόσο πιὸ ἀτομικό, πιὸ πρωτότυπο γίνεται αὐτό. Ἡ εἰκόνα εἶναι κάτι τὸ ἐξαιρετικό. Ἀπὸ μία ἄποψη εἶναι πολὺ πιὸ πλούσια ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ ζωή. Ἴσως ἐπειδὴ ἐκφράζει τὴν ἰδέα τῆς ἀπόλυτης ἀλήθειας. [...]. Μ' ἄλλα λόγια, ἡ εἰκόνα δὲν εἶναι κάποιο νόημα ποὺ τὸ ἐκφράζει ὁ σκηνοθέτης, παρὰ ἕνας ὁλόκληρος κόσμος ποὺ καθρεπτίζεται μέσα της σὰν σὲ μία σταγόνα νερό. Παράγεις εἰκόνα σμιλεύοντας τὸν χρόνο». Χρησιμοποιώντας, λοιπόν, τὸν ὅρο τοῦ Rimbaud, τώρα, τὴν impromptue, (τὸν αὐτοσχεδιασμό), διατεινόμαστε ὅτι ἡ ποίηση τοῦ Κοντοῦ πρωτεϊκὰ ἐκτυλισσόμενη ἀπὸ τὰ συμφραζόμενα τῆς γενηᾶς του, μέχρι τὴν ἔξοδο πρὸς τὸ ὕφος καθολικώτερων γλωσσικῶν καὶ ἀνθρωπολογικῶν σινιάλων, — διατεινόμαστε, λοιπόν, ὅτι ἡ ποίησή του ὑπάρχει πυρετικὰ αὐτοσχεδιαζόμενη καὶ αὐτοσχεδιαστική, ἔχοντας ἀπορρίψει ἀπὸ καιρὸ τὰ ὑγιῆ δάνεια καὶ τὶς εὔλογες ἀναφορές, κατατείνουσα πρὸς τὸ αἴτημα, ὡς πρὸς τὸ τόδε τὶ τῆς ἀνθρώπινης συνθήκης. Ἀπὸ τὴν «σταθερά» τῶν σημαντικῶν ποιητῶν τοῦ '70, — ποιητῶν ποὺ εἴτε τὸ θέλουμε εἴτε ὄχι διαθέτουν καὶ στίγμα καὶ ἑνότητα στὴν ἔκφρασή τους — ὁ Κοντὸς περνᾶ στὴν εἰκονοποιητικὴ μετάπλαση τῆς ἀπελπισίας τοῦ ὄντος στὸν σύγχρονο ἀστικὸ χῶρο κι ὕστερα ἀγωνίζεται συνεπέστατα νὰ ἐξεικονίσει στὰ χωράφια μιᾶς ἀνήσυχης ρέμβης, τὸ δρᾶμα τῆς ἱστορίας μέσω τοῦ καθημερινοῦ, τὴν εἰκονικὴ πραγματικότητα ποὺ ἀντιστρατεύεται τὴν εἰκόνα, καὶ τὸ κατ' εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ τὴν συλλογικὴ περιπέτεια, μὲ ὅρους σίγουρα ἰδιωτικούς, μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἐμπειρίας —πάντως ὄχι μὲ σημαίνοντα ἰδιωτείας. Προϊόντος —θέλω νὰ πῶ— τοῦ χρόνου ὅλο καὶ περισσότερο ἡ ποίηση τοῦ Κοντοῦ παίρνει τὴν αἴγλη καὶ τὸ ἀγλάϊσμα τοῦ ταξιδιοῦ ἑνὸς κατάπληκτου ἀθώου• δίχως νὰ χάνει σὲ τίποτα τὴν ἀπόκρημνη φρεσκάδα τῆς πρώτης νεότητος, καθίσταται φωνὴ ἑνὸς μοναχοῦ ποὺ γυρεύει τὴν ἀνωνυμία, τὴν ἀπαστράπτουσα τὸ κλέος τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου. Τὴν ἀνωνυμία τῆς συλλογικότητας, πάει νὰ πεῖ, στοὺς καιροὺς τῆς μαζικῆς δημοκρατίας. «Μὲ τὸν καιρὸ καὶ μὲ τὸν κόπο» ποὺ τοῦ χαρίζει τὸ ὡραῖο ταξεῖδι. Ἄλλοτε φωνάζοντας: «Φούντωσε τὸ χορτάρι στὸ δωμάτιο. /Δὲν μπορῶ νὰ μετακινηθῶ. Ἕνα λιοντάρι /μὲ περιεργάζεται μὲ τὰ κίτρινα μάτια του. / Δὲν εἶμαι ὁ Δανιὴλ στὸ λάκκο τῶν Λεόντων, /ὁ Γιάννης εἶμαι καὶ δὲν θέλω οὔτε λιοντάρια / οὔτε ἀνθρώπους. Τὸ δωμάτιο θέλω νὰ καθαρίσω / καὶ νὰ καθίσω σὲ μία καρέκλα νὰ ξεκουραστῶ», ἄλλοτε σφαγιαζόμενος ἀπὸ τὴν πολεμοχαρῆ ἀμαζόνα Ἄννα, ἄλλοτε «βλέποντας» ὅπως οἱ ἀλαφροΐσκωτοι τοῦ Παπαδιαμάντη, τὸν Διονύσιο Κόμη Σολωμό, νὰ «κατεβαίνει μοναχός, ἀσημένιος, μὲ ἄσπρα χειρόκτια».

«Μὲ λένε Γιάννη δὲν ἔχω τίποτα δικό μου», ἔλεγε ὁ Καροῦζος, ἀστράφτοντας λαμπερὴ ἀκτημοσύνη. Γιὰ τοὺς πολλοὺς ὁ Γιάννης Κοντός, εἶναι ὁ πληθωρικὰ χαμογελαστὸς καὶ φιλόξενος Γιάννης τοῦ «Κέδρου», ἕτοιμος μὲ μία καταπληκτικὴ ἀφιλοκέρδεια νὰ ἀκούσει καὶ νὰ ὑπομείνει, νὰ ὑπακούσει στὸν πόνο τοῦ καθενὸς ἀπὸ τὸ συνάφι. Ἀλλὰ εἶναι πάλι ὁ ποιητὴς πού μᾶς συμβούλεψε νὰ μὴν ὑποτασσόμαστε στὴν «μητρομανία τῆς θεωρίας», ποὺ ἐντέλει πάντοτε εἶναι σχῆμα ὑπὸ αἵρεσιν μπροστὰ στὸ ὕδωρ τὸ ἁλλόμενον τῆς ζωῆς.

[Εἰσήγηση στὴν Στοὰ τοῦ Βιβλίου, γιὰ τὰ 35 χρόνια τοῦ Γ. Κοντοῦ, Νοέμβριος 2005.]

Προηγούμενη Σελίδα