Εἰκόνα : έργο του Κώστα Τσόκλη
|
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ - Πεζογραφία |
Νίκος Α. Καββαδίας
Γοητεία και άλλα
Από το περ. Αλφειός, Τεύχος 11ο, Φθινόπωρο '96. έτος 3ο, Πύργος.
ΚΑΠΟΤΕ, ΠΑΝΕ ΧΡΟΝΙΑ, διάβασα ένα κείμενο αναφερόμενο στον Παπαδημητρακόπουλο (ΗΧΠ). Δεν θυμάμαι τον τίτλο του, το έντυπο που το φιλοξενούσε, τον συντάκτη, όμως ακόμα διατηρώ την αίσθηση ότι το πιο σημαντικό σχόλιο, που συνάντησα εκεί αφορούσε το καλάθι των αχρήστων του ΗΧΠ: Ο συντάκτης δήλωνε ότι θα διάβαζε ευχάριστα το περιεχόμενό του, ή κάπως έτσι πάντως μ' αυτό το πνεύμα. Επικρότησα, τότε, ασμένως αυτό το σχόλιο έχοντας ήδη γνωρίσει ένα μέρος του πεζογραφικού έργου του Παπαδημητρακόπουλου και, αυτήν σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια, την τυποτεχνική τελειομανία του (ο όρος τελειοθηρία θα μου φαινόταν ισχνός) δεδομένου ότι τον είχα αντικαταστήσει στη θέση του επιμελητή σύνταξης του περιοδικού Ιατρική Επιθεώρηση Ενόπλων Δυνάμεων. Σήμερα εξακολουθώ να πιστεύω στη βαρύτητα αυτού του σχολίου. Δεν γνωρίζω λεπτομέρειες για τον τρόπο εργασίας του ΗΧΠ —και δεν εννοώ το αν χρησιμοποιεί εξ αρχής γραφομηχανή ή αν γράφει με προσεκτικά επιλεγμένων (και πρωτότυπων) χρωμάτων μαρκαδοράκια, όπως συνήθιζε στην αλληλογραφία του, αλλά τη διαδικασία που μεσολαβεί από τη σύλληψη της ιδέας ως την τελική της απόδοση στο χαρτί. Έτσι, δεν ξέρω αν, ως καλός συγγραφέας, σκίζει περισσότερα από όσα γράφει, καταπώς ήθελε να γίνεται ένας μεγάλος ομότεχνός του (ο Προυστ, θαρρώ, ή ήταν ο Ζιντ;), ωστόσο ειλικρινά θα επιθυμούσα να διάβαζα αυτά τα σκισμένα για να παρακολουθήσω εκ του σύνεγγυς τη διαδικασία μεταμόρφωσης των εμβρύων σε προτάσεις του τύπου «Εκείνος μόλις βγήκε από τις φωτιές, άνοιξε ξαφνικά το σεντόνι σαν αρχάγγελος και με ένα αυτόματο γάζωσε το στήθος του Σκάγια(1), Ο ταμίας γύρισε βαριεστημένα το κεφάλι προς εμένα και με κοίταξε με μάτι μπαγιάτικου ψαριού(2), Άπλωσε τα χέρια, ψαχούλεψε τη στολή μου και με σταύρωσε(3), Φθάνουν μεταμορφωμένοι, περίπου ως ικέτες(4) -για να περιοριστώ σ' αυτές.
Έστω και με κίνδυνο να γίνω κουραστικός, θα μπορούσα να συνεχίσω την παράθεση τέτοιων προτάσεων, που θαυμάζω ιδιαίτερα και που συχνά συναντώ και σε άλλα πεδία της συγγραφικής δραστηριότητας του ΗΧΠ: δοκίμιο, μελέτη, χρονικό, κριτική. Αν δεν το κάνω, είναι γιατί προτιμώ να καταθέσω μιαν άλλη εμπειρία μου. Όπως συνήθως συμβαίνει στο στρατό μεταξύ αρχαιοτέρων και νεωτέρων, γνώριζα (ως νεώτερος) τον ΗΧΠ πριν με γνωρίσει εκείνος. Μου είχαν κάμει εντύπωση τέσσερα πράγματα στο παρουσιαστικό του: ο μεγάλος, σχεδόν σε μέγεθος γροθιάς, κόμπος της γραβάτας του, το κολοκοτρωνέικο μουστάκι, το γεγονός ότι συνήθιζε να φοράει τη στολή περιπάτου, με τα χρυσά κουμπιά, αντί της στολής υπηρεσίας (και αυτά μεσούσης τη δικτατορίας) και –κυρίως- το βλέμμα του, που απέκλειε, αν το πρόσεχες καλά, κάθε σκέψη σου περί σνομπισμού ή επίδειξης (του): ένα βλέμμα χαμογελαστό, κάπως ειρωνικό ή φιλοπαίγμον, και ταυτόχρονα τρυφερό. Θα το 'λεγα παιδιού αν δεν υπήρχε κάποια μελαγχολία στο βάθος του. Το συλλογιόμουν για καιρό αυτό το βλέμμα, αλλά το τι ακριβώς μπορούσε να σημαίνει το ανακάλυψα με τον καιρό, διαβάζοντας τα κείμενα του ΗΧΠ, έτσι που σήμερα να το φαντάζομαι σαν το ζωγραφισμένο μάτι -όχι το αρχαίο Αιγυπτιακό («του Ώρου») με τη μαύρη και μάλλον αγριωπή ίριδα, αλλά σαν το γαλανό που, σπάνια πλέον, βλέπω σε υπέρθυρα εκκλησιών ή παλαιών σπιτιών που οι σύγχρονες απόψεις τα 'χουν καταδικάσει σε κατεδάφιση.
Ίσως τα παραπάνω να μοιάζουν λυρικά, και αναμφίβολα είναι ατελής η απόπειρά μου να τα συνδέσω με ό,τι συμβαίνει στον εσώτερο εαυτό του συγγραφέα ΗΧΠ (άλλωστε ποιος θα περηφανευόταν πως γνωρίζει ακόμα και τον ίδιο τον εαυτό του;), ωστόσο θα ισχυριστώ πως κάπως έτσι λειτουργεί το βλέμμα του: πάντοτε εν εγρηγόρσει, διαρκώς περιιπτάμενο, παρατηρεί και καταγράφει ως παντεπόπτης και ως δίκης οφθαλμός (αλλά και ως φυλαχτό). Έπειτα επεμβαίνουν η μνήμη και η γνώση, η σταθερή ικανότητα περιγραφής και σύνθεσης, η έμφυτη αντίληψη της μουσικής των λέξεων, η αίσθηση του γλωσσικού ρυθμού, η ευχέρεια δημιουργίας εικόνων με δυο απλές κινήσεις του χρωστήρα και, βέβαια, η επιμονή και το μεράκι, η οξεία κρίση, η ευκολία στη χρήση μιας άψογης ελληνικής -όχι ασφαλώς της "εκσυγχρονισμένης", "προσαρμοσμένης" και λοιπά ηχηρά παρόμοια αλλά της διατρέχουσας, σαφώς πλέον, τον κίνδυνο του εξοβελισμού από τις συνειδήσεις γνήσιας ελληνικής, της δίχως διαχωρισμούς σε είδη ή ποιότητες, της δίχως καθαρεύουσες, δημοτικές και γλωσσικά ζητήματα (είναι ανύπαρκτα όλα αυτά για τον Παπαδημητρακόπουλο, όπως ήταν ανύπαρκτα για τον Παπαδιαμάντη). Το αποτέλεσμα είναι η παραγωγή κειμένων με δωρική λιτότητα αλλά ταυτόχρονα μεστών και πολυεπίπεδων, όπου οι κεφτέδες, τα λογιών λογιών τυριά, τα φρέσκα κρεμμυδάκια, οι φρακασάνες, τα άνιθα, τα παστέλια, τα τέμπλα των παλιών ναών, οι σιδεριές, τα κίτρινα τριαντάφυλλα, οι βροχές, οι ανθισμένοι κάμποι, οι ευωδιές, τα σκοτεινά δρομάκια, τα διάφανα νερά, τονίζουν και ταυτόχρονα υπονομεύουν εμπειρίες τραυματικές, από το ορφάνεμα ως την τραγωδία της Κατοχής και την εμφύλια σύρραξη, εφηβικές ανησυχίες, επιθυμίες, όνειρα, θανάτους, κι άλλους θανάτους, λύπες, εκρήξεις αγανάκτησης και οργής, και μια εμφανή προσπάθεια διάσωσης (το φυλαχτό...) μιας πολιτιστικής κληρονομιάς που δεν είναι λιγότερο σημαντική από τον Παρθενώνα, άλλο αν την αφήνουμε να σβήνει, όλα ψηφίδες μιας τοιχογραφίας καθόλου κραυγαλέας και, γι' αυτό, πολύ γοητευτικής.
Περί γοητείας, της οποίας στοιχείο, περίπου αναπόσπαστο, είναι η μελαγχολία που διαποτίζει, άλλοτε εμφανώς και άλλοτε ανεπαίσθητα, την περιρρέουσα —καθώς την ονομάζουν— ατμόσφαιρα και αποτελεί το πρώτο υφολογικό συστατικό των κειμένων, κυρίως των διηγημάτων του Η.Χ.Π. Το πρώτο, επειδή τα υπόλοιπα, όσα τουλάχιστον μπορώ να διακρίνω, αναδύονται βαθμιαία καθώς διαβάζω, και μετά, όταν ξαναδιαβάζω, τα γραπτά του. Θέλω να πώ, δεν τελειώνεις εύκολα, ούτε γρήγορα, μαζί του. Εκ πρώτης όψεως τα διηγήματά του φαίνονται απλά —μια πλοκή στοιχειώδης ή προσχηματική για να αναπτυχθεί ένα σύντομο δοκίμιο ή κάποια προσφιλής αναδρομή. Μόνο που δεν είναι έτσι. Πρόκειται για συνειδητή πρόκληση απατηλής εντύπωσης. Τις περισσότερες φορές η διαδικασία της επαφής με το γραπτό έχει το χαρακτήρα μύησης. Η αφήγηση, πάντοτε χαμηλότονη, συχνά εξομολογητική, με εισάγει σε έναν κόσμο ταυτόχρονα γνωστό και άγνωστο μου, με εικόνες σαν καλές παλιές φωτογραφίες που η "αποστασιοποίηση" απ' αυτές δεν τις παραμορφώνει αλλά που μολαταύτα με κάνουν να υποπτεύομαι ότι κάπου εκεί, πίσω από τις αράδες, μου έχει στήσει ενέδρα ο συγγραφέας. Πράγματι, ανεξάρτητα από το αν ανακαλεί ή αναπλάθει κάποια, πραγματικότητα, είτε πρόκειται για χώρο ή γεγονός είτε για πρόσωπο υπαρκτό ή χαρακτήρα (ήρωα), ενώ η αφήγηση και η περιγραφή του μοιάζουν με αμέτοχου θεατή, οι άμεσες ή έμμεσες παραπομπές, οι υπαινιγμοί, οι ανατροπές και οι υπονομεύσεις (της ειρωνείας περιλαμβανομένης) φορτίζουν την ατμόσφαιρα και μάλιστα με τρόπο που οι παρασιωπήσεις (αδιάφορο αν συνειδητές ή αυθόρμητες) να γίνονται αυτόχρημα λειτουργικά συστατικά και οι λέξεις ν' αποκτούν ιδιαίτερη ποιότητα, έτσι που ακόμα και η νοσταλγία να μην προβάλλει ως αναπόληση κάποιου παλιού καιρού που ανήκει στο μουσείο της ιστορίας αλλά ως αναφορά σ' ένα παρόν που απλώς περιγράφεται σε χρόνο ιστορικό. Ένα κρυφτό, εντέλει, που ίσως αποτελεί το κυριότερο στοιχείο της γοητείας.
Όμως σ' αυτήν τη γοητεία συντελούν κι άλλοι παράγοντες. Εδώ θα περιοριστώ κυρίως σε τρεις: στην ειρωνεία, στη γλώσσα και στα ονόματα. Την ειρωνεία, σαφή ή συγκαλυμμένη, τη συναντώ σχεδόν σε όλα τα είδη του γραπτού λόγου που καλλιεργεί ο ΗΧΠ -άλλωστε στο καθένα τους βρίσκει κανείς γνωρίσματα των άλλων έτσι ώστε όλα μαζί να αποτελούν μιαν ενότητα, μένοντας κι αυτοδύναμα- ωστόσο κάποτε αυτή η ειρωνεία γίνεται σαρκασμός, όπως συμβαίνει σε αρκετά από τα χρονογραφήματα που απαρτίζουν το Βουστροφηδόν και από τα γραπτά (δοκίμια, κριτικές) που συναποτελούν τα Παρακείμενα. Εκεί αντικρίζω ένα συγγραφέα οξύ και καυστικό, ακόμα κι επιθετικό. Αλλά όχι στα καλά καθούμενα.
Ο καθένας αντιδρά με το δικό του τρόπο σ' αυτά που τον πληγώνουν, και ο ΗΧΠ δεν εξαιρείται του κανόνα. Από τα κείμενά του γίνεται φανερό ότι έχει πονέσει -και πονάει. Θ' αράδιαζα ένα σωρό αιτίες αυτού του πόνου, αλλά αμφιβάλλω αν χωρούν σ' ένα σημείωμα σαν αυτό. Δεν ξέρω αν συμφωνεί, όμως νομίζω ότι απ' όλα πιο πολύ τον πληγώνουν αυτά που θα μπορούσαν να συνοψιστούν στο "μπάτε σκύλοι, αλέστε" της ζωής μας. Δεν ηθικολογεί, ωστόσο, κάθε άλλο. Αμύνεται όπως μπορεί, και ομολογώ ότι δεν μπορώ να καταλάβω που βρίσκει το κουράγιο να βρίσκεται συνεχεία παρών, να καταγράφει, και συχνά να αντιδρά με σαρκασμό (λ.χ. "Δέκα απονενοημένες συμβουλές ενός θεατή προς Έλληνες σκηνοθέτες" (5), με οργή (λ,χ. "Γλώσσας εγκώμιο, ή κατά φιλολόγων")(6), αγανάκτηση (λ.χ. "Η κερδώα παραγλώσσα")(7), σκληρή ειρωνεία (λ.χ. "Το σύνδρομο της γκαζιέρας")(8) ή και αποτροπιασμό (λ.χ. "Η δωρεάν δωρεά")(9) -για να μη συνεχίσω με ουσιαστικά και επίθετα βρασμού ψυχής σημαντικά. Ωστόσο ακόμα και σε τέτοιες περιπτώσεις, ακόμα κι όταν γράφει κείμενα που ο ίδιος ονομάζει λιβέλλους, η γοητεία δε χάνεται. Τη διασώζει η γλώσσα.
Η γλώσσα, η πολύπλαγκτη ελληνική, η παντοτινή ερωμένη του ΗΧΠ. Η σύνθεση των φράσεων, η μουσική τους, ο ρυθμός, είναι βασικά συστατικά της τέχνης του, με δομικά υλικά λέξεις ζαριές ή ελαφρές, χρωματιστές ή σκοτεινές, απλές ή λόγιες ή σχεδόν λησμονημένες μέσα στην ηροστράτεια μανία της εποχής μας. Στα κείμενά του βλέπω να παρελαύνουν η ευδία, η εσπέρα, η ατραπός, η πεύκη, η λεοντή, οι ασπάλαθοι, τα πόρρω και τα πέραν, τα θέλγω, τα τυρβάζω, τα όμορος, τα εξαίρω και τα κατ' εξοχήν, τα υπέρ το δέον, υπό μάλης, πλην ματαίως και αι δυσμαί του βίου (καθόλου δεν το θέλω να γίνομαι κουραστικός αλλά καταλαβαίνω πως νιώθει ένας άνθρωπος σαν του ξεχαρβαλώνουν το σπίτι που αγαπάει) χέρι χέρι με κουτσαβάκηδες, πορτόνια, προκαδούρες, σετάκια, ασορτί, μπριγιόλ, τρόμπες, ψοφοδεείς και κακοβιδωμένους, και γίνεται η παρέλαση τους περιβόλι γεμάτο από ευωδιές που αναδίνουν οι χιλιετίες της ζωής αυτής της γλώσσας και της εξέλιξής της στα δάση, στα αλσύλια, στους κάμπους, στα νησιά και στα γαλάζια διαυγή νερά του ΗΧΠ, που έτσι αποδεικνύει ότι ουσιαστικά μόνο φιλοτιμία χρειάζεται να δείξουμε για να μην εκβαρβαριστεί ακόμα πιο πολύ το λεξιλόγιό μας -ήδη επικίνδυνα φτωχό μετά τ' αδιανόητα που συμβαίνουν. Αλλά ας μην παρασύρομαι σε ιερεμιάδες κι ας επιστρέψω στη μαγεία των λέξεων του Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου. Σ' αυτές περιλαμβάνω και τα ονόματα (πιστεύω, όχι τυχαία) που χρησιμοποιεί. Δεν έχει σημασία για μένα, ως αναγνώστη, αν ανήκουν σε πρόσωπα υπαρκτά ή κατασκευασμένα. Εκείνο που μετράει είναι όσα ανείπωτα μοιάζουν να κουβαλάνε, ακόμα και αν στο κείμενο μόνο την παρουσία τους συνεισφέρουν. Άλλα εμφανίζονται συχνά -Ελένη, Νίκος- (άραγε, αυτό εν είδει μνημόσυνου στον Καχτίτση;), -Σταύρος, Μιχάλης, Γιώργος- άλλα πιο σπάνια, όπως -Αλέξανδρος, Νιόβη-, άλλα για μόνο μια φορά -Σάσα, Ουρανία, Βαλεντίνη, Γλυκερία, Πρόδρομος, Ιωσήφ- τις περισσότερες φορές δίχως περιγραφή των χαρακτήρων που αντιπροσωπεύουν κι όμως έχοντας κάτι που μου τα κάνει οικεία. Εξήγηση γι' αυτή τη μαγγανεία θα μπορούσα να δώσω μόνο παραδεχόμενος ότι τα πρόσωπα με αφήνουν να αισθανθώ την ιδιαίτερη υπόσταση του το καθένα γιατί έχουν τη σωστή θέση τους στο μεγάλο ψηφιδωτό των λέξεων και λειτουργούν όπως αυτό: σε τόνους χαμηλούς, αλλά υποβλητικά.
Γοητεία, λοιπόν. Χωρίς αμφιβολία προσωπική, μα και με κάποιες ρίζες. Εξηγούμαι: δεν εννοώ την παιδεία, συνολικά, του ανδρός -αυτή είναι αυταπόδεικτη- αλλά τα υποσυνείδητα νήματα που τον συνδέουν με τον Παπαδιαμάντη, τον Σκαρίμπα και τον Πεντζίκη. Πράγματι, διαβάζοντας ΗΧΠ, έρχονται ασυναίσθητα στο νου μου και οι τρεις.
Εκφράζω, φυσικά, προσωπική μου άποψη αλλά ξεκαθαρίζω ότι αυτό που λέω δεν έχει καμιά σχέση με το γνωστό κλισέ "είναι επηρεασμένος από τον...", κι αυτό παρ' όλο που δεν θεωρώ καθόλου υποτιμητικό να λέγεται για ένα συγγραφέα πως έχει επηρεαστεί από κάποιο μεγάλο και εξομολογούμαι ότι θα με κολάκευε αν άκουγα ότι μ' έχει επηρεάσει ο Μάρκες, για παράδειγμα, κι έπειτα αυτοί οι τρεις θα έπρεπε να είναι για όλους μας διδάσκαλοι.
Πάντως η αγάπη είναι πολύ ισχυρό συναίσθημα και η αγάπη του Παπαδημητρακόπουλου γι' αυτούς είναι γνωστή και δεν χρήζει σχολίων.
Συμβαίνει, συνεπώς, στα διηγήματά του να μη βρίσκω μόνο όσα προανέφερα αλλά και απόηχους των τριών, θα παραθέσω εδώ μονάχα κάποια ψήγματα:
Ανήμερα της αγίας Βαρβάρας επισκεφθήκαμε τη μητέρα μου, που γιόρταζε(10).
Έχω πολλές φορές εξάρει τον ρόλο του τοπικού τύπου, του καλουμένου και επαρχιακού, του οποίου είμαι φανατικός και, αν μπορώ να πω, αμετανόητος αναγνώστης(11).
Πλην η αγορά είχε περιέργως ανακαινισθεί προσφάτως και λειτουργούσε κανονικά (κάτι μεταξύ αγοράς και μουσείου), μέσα κυκλοφορούσε κόσμος και κοσμάκης, υπήρχαν υπόγεια περιστύλια και αίθρια, όπου κατεβήκαμε θαυμάζοντες, ενώ μια τεράστια μπυραρία στο βάθος, σέρβιρε ζύθο σε μεγάλα ποτήρια(12)
Το χοροδιδασκαλείο στεγαζόταν σε μια ισόγεια αποθήκη, με τσιμεντένιο δάπεδο. Πάνω σε ένα ωραίο σιδερένιο τραπεζάκι με τρία πόδια, βρισκόταν ένα γραμμόφωνο με χωνί και μια στοίβα πλάκες(13).
Το δρομάκι, που οδηγούσε ως εκεί, με ανακούφιζε και με συνάρπαζε, τα σκαλιά ήταν κανωμένα με σχιστόλιθο, από τη μια μεριά οι τοίχοι των σπιτιών, από την άλλη βάτα και κοτρώνια, που και που μερικά χαμηλά πεύκα...(14).
...η νυφούλα μας έτσι, ο γαμπρός μας αλλιώς, δεσποτάδες ψάλλουν...(15).
Όπου μια μέρα σκάει το κανόνι. Ο Μιχάλης τα έψησε με τη μικρά...(16).
...του μπήγει τότε κάτι αγριοφωνάρες, "έπρεπε να έχετε εκμηδενίσει τη συσκευή", του λέει...(17).
Ο πλόος ωραίος, η θάλασσα λάδι. Στο αμπάρι στιβαγμένα κοπάδια πρόβατα με προορισμό τον Βόλο, στο κατάστρωμα το πλήθος, εμείς (18).
Μια φράση, κάποια λέξη, μια αποστροφή του λόγου -και σταματώ. Ωστόσο και αυτά είναι Παπαδημητρακόπουλος ατόφιος, ειδοποιά, μαζί με όλα τ' άλλα, στοιχεία της μαγγανείας ενός προσωπικού και άκρως πρωτοτύπου ύφους του διηγηματογράφου που ξέρει να ονειρεύεται.
Αλλά δε θα μιλήσω για τα ονειρικά κείμενα του ΗΧΠ. Μόνο θα περιμένω με ανυπονησία να ιδώ τι περιέχει η Ροζαμούνδη, της οποίας η έκδοση προαναγγέλλεται στην ‘Πράσινη παπάγια’-το πιο πρόσφατο και εξαιρετικά γοητευτικό (κι άλλα πολλά και διάφορα...) "όνειρο" ενός από τους πιο σημαντικούς σύγχρονους πεζογράφους μας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. ‘Η εκτέλεση’, Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη (Κείμενα, 1984), σελ. 31.
2. ‘Η επιταγή’, Θερμά θαλάσσια λουτρά (Κείμενα, 1985), σελ. 108-109.
3. ‘Η αυλή’, Ο γενικός αρχειοθέτης (Κείμενα, 1989).
4. «Φλώρα ή λαύρα;», Επί πτίλων αύρας νυκτερινής (Νεφέλη, 1992).
5. Παρακείμενα (Κέδρος, 1983), σελ. 170.
6. Ό.π., σελ. 208.
7. Ό.π., σελ 193.
8. Βουστροφηδόν (Ύψιλον, 1987), σελ. 18.
9. Ό.π., σελ. 23.
10. ‘Το ενύπνιο’, Ο γενικός αρχειοθέτης, σ. 23.
11. Ο γενικός αρχειοθέτης, ό.π., σελ. 63.
12. ‘Η πράσινη παπάγια’ (Δήμος Πύργου, Περιοδικό Αλφειός, 1995), σελ. 11.
13. ‘Μάθημα χορού’, Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη, σελ. 55.
14. Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη, ό.π., σελ 85.
15. ‘Η ισπανική κιθάρα’, Θερμά θαλάσσια λουτρά, σελ. 38.
16. ‘Η κόκκινη σημαία’, Ό.π., σελ. 75.
17. ‘Σας ήρεσε;’, Ό.π., σελ. 99.
18. «Α/Π Ελένη» (Δήμος Πατρέων, Δημοτική Πινακοθήκη, 1994), σελ. 14.
|
|
|