εἰκόνα: Henry Matisse, Femme à l'amphore - 1953
|
ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ |
Κ.Γ. Καρυωτάκης
Ἠλύσια
Ἀπὸ Ἅπαντα τὰ Εὑρισκόμενα. Φιλολογικὴ Ἐπιμέλεια Γ.Π. Σαββίδη.
Ἔκδ. ΕΡΜΗΣ, Ἀθήνα 2004.
(Τόσο πολὺ τὰ σώματα κουράστηκαν,
ποὺ ἐλύγισαν, ἐκόπηκαν στὰ δυό.)
Κι ἔφυγαν οἱ ψυχές, πατοῦνε μόνες των,
ἀργά, τὴ χλόη σὰν ἀνοιχτὸ βιβλίο.
(Τὰ σώματα κυλοῦν χάμου, συσπείρονται
στρεβλωμένα.) Καὶ φαίνονται στὸ βάθος,
τριαντάφυλλα κρατώντας, νὰ πηγαίνουνε
μὲ τ' ὄνειρο οἱ ψυχὲς καὶ μὲ τὸ πάθος.
(Χῶμα στὸ χῶμα γίνονται τὰ σώματα.)
Μὰ κεΐθε ἀπ' τὸν ὁρίζοντα, σὰν ἥλιοι
δύουν οἱ ψυχές, τὸν οὐρανὸ ποὺ φόρεσαν,
ἢ σὰν ἁπλὰ χαμόγελα σὲ χείλη.
Σὰν δέσμη ἀπὸ τριαντάφυλλα
εἶδα τὸ βράδυ αὐτό.
Κάποια χρυσή, λεπτότατη
στοὺς δρόμους εὐωδιά.
Καὶ στὴν καρδιὰ
αἰφνίδια καλοσύνη.
Στὰ χέρια τὸ παλτό,
στ' ἀνεστραμμένο πρόσωπο ἡ σελήνη.
Ἠλεκτρισμένη ἀπὸ φιλήματα
θά 'λεγες τὴν ἀτμόσφαιρα.
Ἡ σκέψις, τὰ ποιήματα,
βάρος περιττό.
Ἔχω κάτι σπασμένα φτερά.
Δὲν ξέρω κὰν γιατί μας ἦρθε
τὸ καλοκαίρι αὐτό.
Γιὰ ποιὰν ἀνέλπιστη χαρά,
γιὰ ποιὲς ἀγάπες,
γιὰ ποιὸ ταξίδι ὀνειρευτό.
|
|
|