εἰκόνα: Henry Matisse, Femme à l'amphore - 1953
|
ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ |
Νικόλαος Καρμίρης
Ἀκολουθία τῶν Μεγάλων Ὡρῶν
Βιολέτες μενεξέδες κρίνοι ὑφαίνουν τοῦτο τὸ πρωϊνὸ
Κι' ὁ ἥλιος σ' ἔνοχα βλέφαρα μὲ ἀργὴ
Φωνὴ «Σάββατο μέλπει μέγα.»
Σιγοβογγοῦν τὰ σήμαντρα τὴν προφητεία «Ὡς πρόβατον
ἐπὶ σφαγήν»! τὴ νύχτα πόνεσε πολὺ
ὁ Ἀγαπημένος. Οἱ Ἄγγελοι
πάνω ἀπ' τὰ σύννεφα θρηνοῦν τὸ θαῦμα.
Βιολέτες μενεξέδες κρίνοι. Μυροφόρες οἱ ὧρες
σέρνουν ὑγρὴ τὴ μουσική τους. «Ἄνθρωπος
πληγωμένος». Ὁ προφήτης τὸν ἐθρήνησε
στὸ ἀνέσπερο φῶς μέσα τῆς ματιᾶς του
στὴν ἱστορία νὰ περπατάει καὶ νὰ στενάζει.
Πιὸ πολὺ κλάψαμε γιὰ τὸ σεισμό. Οἱ νεκροὶ
καὶ τ' ἀνοιγμένα μνήματα τὴν ὅρασή μας
πόνεσαν πιότερο παρ' ὅσο τὴν ἀκοή μας
ἔθλιψεν ὁ στερνός του λόγος. Τὸ αἷμα του
στῶν παιδιῶν μας τὰ παιδιά. Μὰ στὶς καρδιές μας
ἡ εἰρήνη του. Ὡς τὴν τελευταία μας ὥρα
-ὅλος χειμώνα ὅταν σημάνει ὁ θάνατος-
ἡ εἰρήνη του μαζύ μας κι' ὁ σταυρός του.
Βιολέτες μενεξέδες κρίνοι. «Ὁ ἀναβαλόμενος
τὸ φῶς ὥσπερ ἱμάτιον», στὸ ἐαρινό του μνῆμα
νεκρός. Γυμνὸς ὅπως τὴν πρώτη
μέρα ποὺ ὁ κόσμος πρόσμενε τὸ Λόγο
του τὸν μεγάλο, πρὶν ἀπ' τὴ νύχτα τῶν αἰώνων•
πρὶν ἀπ' τὴν ὅρασή μας καὶ τὴ μνήμη μας.
Σιγοβογγοῦν τὰ σήμαντρα τὴν προφητεία «πορφύρα
ψευδῆ» σ' αὐτὸν ποὺ στὴ νεφέλη τύλιξε τὰ οὐράνια.
Στὸν κρόταφο αἷμα. Στὴν πλευρὰ καρφιά.
Κανεὶς δὲν πέθανε σὲ τόσο πόνο γυιὸς γυναίκας.
Τὰ δάκρυά μας πλήθια καὶ τὰ ὁράματα
τὰ νύχτια ὡς ἀστραπὲς
τὴν ἅγια σαβανώνουν πόλη. Ἱερουσαλήμ,
Ἱερουσαλὴμ τοίμασε ἀνένδοτη
-σὰν τῆς ἐρήμου τὴ σιωπή- τὴν ἐπιτάφια
ὠδὴ καὶ τὸν ἐξόδιον ὕμνον.
Ἡ ἔνατη ὥρα σήμανε, Ἱερουσαλήμ, τὴ λύτρωσή σου•
-γυμνοὶ θὰ σμίξουμε στῆς Κρίσης του τὸ ἄμετρο
ἔλεος, καὶ μόνοι, Ἱερουσαλήμ, ἐσὺ κι ἐγὼ
στῆς προδομένης θείας ἀγάπης του τὸ βλέμα.
Πόλη τρισάγια κι ἀδερφὴ τὴν ἔσχατη μέρα.
[1913]
|
|
|