εἰκόνα: Henry Matisse, Femme à l'amphore - 1953
|
ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ |
Δ. Θ. Φραγκόπουλος
Ο επαναστατημένος Χριστός
Ἀπὸ Σπύρου Κοκκίνη 6η ἔκδ,
«Ἀνθολογία Νεοελληνικῆς Ποίησης»
Ἔκδ. Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε., Ἀθῆναι 2000.
Τὰ βράδια, τὴν ὥρα ποὺ ξυπνᾶνε τὰ παράθυρα
καὶ βγαίνουν στὶς κορφὲς τῶν σπιτιῶν
τὰ φῶτα τῆς προσμονῆς,
σὲ συνοικίες λαϊκές,
τοῦ κουρασμένου πατέρα ποὺ πλένει ἀπ' τὰ χέρια του
τὸν κάματο καὶ τὴν πονηριὰ τῆς μέρας,
καὶ μπαίνει στὸ δωμάτιο μὲ τὰ κοιμισμένα παιδιὰ
καὶ τὸ τρεμάμενο χαμόγελο τῆς μάνας τους,
κείνη τὴν ὥρα, γλυστρώντας ἀπὸ τὶς χρυσωμένες τους ἐκκλησιὲς
ποὺ τὸν βαστοῦσαν φυλακισμένο,
κατεβαίνει ὁ Χριστὸς
μὲ ἕνα τσιγάρο στὸ ἀφτί,
μὲ τραγιάσκα ψαρά,
καὶ νύχια γεμάτα λάδι τῆς μηχανῆς,
καὶ κοιτάει τὰ σπίτια τούτων ἐδῶ τῶν φτωχῶν
χαμογελώντας.
II
Οἱ συνοικίες συχνὰ ἐπαναστατοῦνε.
Θυμωμένες μανάδες χτυπᾶνε τὰ στεγνὰ στήθια τους
καὶ τὰ παλικάρια ἀνάβουν τσιγάρο,
ἢ παρακολουθοῦν αὐτοὺς ποὺ παίζουν τρίλιζα
μὲ τ' ὅπλο ἀνάμεσα στὰ δυό τους πόδια
σὲ μιά γωνιὰ τοῦ ὁδοφράγματος.
Δὲν εἶναι ὄμορφες οἱ συνοικίες.
Δὲν εἶναι ὄμορφη ἡ ἐπανάσταση,
Κι ὅταν νικᾶνε, γίνονται κι αὐτοὶ ἀντιπαθεῖς
σὰν ὅλους τους ἄλλους.
Ὅμως
ὅταν, τὴν τελευταία νύχτα τῆς ἀνυποταγῆς,
ἀνάψουν ὁλοῦθε οἱ φωτιές,
καὶ δοῦν οἱ μαχητὲς πὼς τὸ τέρμα τους
εἶναι ἐδῶ, καὶ τοὺς προσμένει
μὲ τὴν ἑπόμενη ἔφοδο τῆς ἐννόμου τάξεως
ποὺ ἀναγγέλλουν κιόλας τὰ μεγάφωνα•
σὰν μοιραστεῖ κ' ἡ τελευταία ματιὰ
μαζὶ μὲ τὰ λιγοστά τους βόλια,
κ' ἐπισημάνουν τὶς θέσεις τους,
ἀποδεκατισμένοι ἐπαναστάτες χωρὶς αὔριο -
τότε
μὲς ἀπ' τὸ σκοτάδι, ξεγλυστράει φτωχοντυμένος,
ὁπλισμένος μ' ἕνα μακρύκαννο,
καὶ παίρνει τὴ θέση του ἀνάμεσά τους, σιωπηλά,
κι ἀρχίζει νὰ ντουφεκάει μαζί τους τοὺς σταυρωτῆδες του,
ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς τοῦ Ἰωσὴφ καὶ τῆς Μαρίας, ξυλουργός,
κλάσεως 1944.
|
|
|