Εἰκόνα : έργο του Κώστα Τσόκλη
|
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ - Πεζογραφία |
Γεώργιος Δροσίνης
Γεώργιος Καραϊσκάκης, πολιορκία τῆς Ακροπόλεως
Ἀπό: Ὁ Μπάρμπα Δῆμος, Διηγήσεις Άγωνιστοῦ, Ἐκδ. Σύλλογος πρὸς διάδοσιν ὠφελίμων βιβλίων, Ἀθῆναι 1964.
Ὁ Καραϊσκάκης κατήγετο ἀπὸ τὴν Σκουληκαριάν, χωρίον τῆς Ἄρτας, καὶ ἐγεννήθη εἰς τὰ 1782. Πρὸ τῆς Ἐπαναστάσεως ὑπηρέτησε καὶ αὐτὸς τὸν Ἀλῆ πασᾶν ἔπειτα ἑνώθηκε μὲ τοὺς κλέφτας. Εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς Ἐπαναστάσεως δὲν ἐφάνηκε πολὺ πρόθυμος νὰ πολεμήσῃ, κατόπιν ὅμως ἄρχισε ν' ἀγωνίζεται μετὰ τῶν ἄλλων ἀρχηγῶν τῆς Ρούμελης πρὸς σωτηρίαν τοῦ Μεσολογγίου. Ἀλλὰ μόνον κατὰ τὰ τέλη τῆς Ἐπαναστάσεως ὑψώνεται ἔξαφνα καὶ γιγαντώνεται καὶ κάμνει ἐντὸς ὀλίγων μηνῶν τὸ ἐν μετὰ τὸ ἄλλο τὰ κατορθώματα ἐκεῖνα ποὺ τὸν ἐδόξασαν.
Ὁ Καραϊσκάκης ἦτον ὡς πρὸς τὸ ἐξωτερικὸν καθ' ὅλα ἀντίθετος τοῦ Κολοκοτρώνη: μικρόσωμος, ἀδύνατος, ὠχρὸς καὶ φιλάσθενος. Εἶχεν ὅμως εὐκίνητον τὸ σῶμα καὶ τὸ πνεῦμα, καὶ οἱ ζωηροὶ ὀφθαλμοί του ἐφώτιζαν τὴν σκοτεινὴν καὶ μελαγχολικὴν φυσιογνωμίαν του. Τὸ πρόσωπόν του σπανίως ἔμενεν ἥσυχον πάντοτε σχεδὸν ἐταράσσετο ἀπὸ σπασμοὺς ἀνησυχίας καὶ ἀνυπομονησίας. Ἐστερεῖτο τῆς εὐγλωττίας τοῦ Κολοκοτρώνη, ἀλλ' ὅταν ὡμιλοῦσεν, εἶχεν εὐφυΐαν καὶ ἑτοιμότητα πολλὴν εἰς τοὺς λόγους.
Ὅταν ἡ Κυβέρνησις τὸν διώρισε γενικὸν διοικητὴν τῆς Στερεᾶς Ἑλλάδος, τὸν Ἰούλιον τοῦ 1826, καὶ ἦλθεν εἰς τὸ Ναύπλιον διὰ νὰ λάβῃ τὸν διορισμόν του, ὁ Ὑδραῖος Μπουντούρης τοῦ εἶπεν:
—Ἕως τώρα, Καραϊσκάκη, δὲν ἔκαμες τὸ καθῆκόν σου πρὸς τὴν πατρίδα• ὁ Θεὸς νὰ σὲ φωτίση εἰς τὸ μέλλον.
Τότε ὁ Ρουμελιώτης ἀρχηγὸς ἀπήντησε μὲ εἰλικρίνειαν:
— Δὲν τὸ ἀρνοῦμαι πὼς ὅταν θέλω γίνομαι ἄγγελος καὶ ὅταν θέλω διάβολος. Εἰς τὸ ἑξῆς ἀποφάσισα νὰ γίνω ἄγγελος.
Καὶ ἔγινεν, ἀληθινὰ ἄγγελος, ὁ καλὸς ἄγγελος τῆς πατρίδος. Αὐτὸς ἔδωκε ζωὴν εἰς τὴν ἀδυνατισμένην Ἐπανάστασιν καὶ κατεσύντριψε τοὺς Τούρκους εἰς τὴν Ἀράχοβαν, εἰς τὸ Δίστομον, εἰς τὸ Κερατσίνι. Τόσον φοβερὸν εἶχε γίνη τὸ ὄνομά του μεταξὺ τῶν ἐχθρῶν, ὥστε κατήντησε νὰ λέγουν ὡς παροιμίαν:
— Τί φεύγεις σὰν νὰ σὲ κυνηγᾶ ὁ Καραϊσκάκης!
Καὶ ὡμολογοῦσαν τὴν ἀξίαν του οἱ Τοῦρκοι:
—Ἐμεῖς ἔχομεν τὸν Κιουταχῆ καὶ οἱ Ἕλληνες τὸν Καραϊσκάκην• δυὸ λεοντάρια πολεμοῦν τὸ ἕνα νὰ φάγῃ τὸ ἄλλο.
Τὸ περίεργον εἶναι ὅτι τὰ δύο αὐτὰ λεοντάρια εὑρέθηκαν ἀντιμέτωπα μίαν φορὰν καὶ συνομίλησαν ἐκ τοῦ πλησίον. Τοῦτο συνέβη τὸν Αὔγουστον τοῦ 1826 μέσα εἰς τὴν γαλλικὴν ναυαρχίδα, ἀγκυροβολημένην κοντὰ εἰς τὸν Πειραιᾶ. Ὁ Καραϊσκάκης ἦλθε νὰ ἐπισκεφθῇ τὸν Γάλλον ναύαρχον, ἐνῷ συγχρόνως ἦτον εἰς τὴν ναυαρχίδα πρὸς ἐπίσκεψιν ὁ Κιουταχῆς. Ὁ Γάλλος ἐταράχθηκε φυσικὰ καὶ ἀνησύχησεν, ἀλλ' οἱ δυὸ θανάσιμοι ἐχθροὶ ἐφέρθηκαν μὲ πολλὴν ἡσυχίαν καὶ ἀξιοπρέπειαν. Ὁ Καραϊσκάκης ἔλεγεν ἔπειτα ὅτι ἐξιππάσθηκεν ἅμα ἀντίκρυσε τὸν Κιουταχῆν, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνος ἐπίσης ἐξαφνίσθηκεν. Ὁ Ρουμελιώτης ἀρχηγὸς ἅμα εἰσῆλθεν ἐχαιρέτισε τὸν Τοῦρκον πασᾶν κατὰ τὴν τουρκικὴν συνήθειαν, δηλαδὴ ἔφερε τὴν χεῖρα εἰς τὰ χείλη καὶ εἰς τὸ μέτωπον καὶ ἐκεῖνος τὸν ἀντεχαιρέτισε μὲ ὑπερηφάνειαν.
Πρῶτος ἄρχισε τὴν ὁμιλίαν ὁ Κιουταχῆς εἰς ἀλβανικὴν γλῶσσαν καὶ εἶπε:
— Τί γίνεσαι, Καραϊσκάκη; Σ' ἐπρόσμενα νὰ ἔλθῃς εἰς τὰ Βιτώλια νὰ μὲ προσκυνήσῃς καὶ νὰ σοῦ δώσω ὅλα τὰ βιλαέτια ἀπὸ τὴν Ἀθήνα ἕως τὴν Ἄρταν.
—Ἐγώ νὰ σὲ προσκυνήσω; ἀποκρίθηκε ὁ Καραϊσκάκης μὲ ἡσυχίαν. Ἂν εἶσαι διοικητὴς τῆς Ρούμελης ἐσύ, εἶμαι κ' ἐγὼ διοικητὴς τῆς Ρούμελης, καὶ ἂν ἤξευρεν ἡ Κυβέρνησίς μου πὼς μιλοῦμε τώρα μαζί, μ' ἐκρεμνοῦσε κ' ἐμένα καὶ δεκαπέντε χιλιάδες στρατεύματα ποὺ ἔχω εἰς τὴν Ἐλευσῖνα.
Ὁ Κιουταχῆς ἐρωτᾷ μὲ ἀπορίαν:
— Καὶ πῶς ἠμπορεῖ νὰ σὲ κρεμάσῃ;
Καὶ ὁ Καραϊσκάκης ἀποκρίνεται:
— Μήπως δὲν σὲ κρεμνᾷ ὁ Σουλτάνος, ὅταν θέλῃ -ναὶ ἢ ὄχι;
— Βέβαια, γιατί τὸν ἔχω βασιλέα.
— Μὲ κρεμνᾶ λοιπὸν κ' ἐμένα ἡ Κυβέρνησις, γιατί τὴν ἔχω βασίλισσαν.
Καὶ ἡ ὁμιλία ἔμεινεν ἕως ἐδῶ• ὁ Κιουταχῆς ἐσηκώθηκε πρῶτος καὶ ἔφυγεν ἀπὸ τὸ γαλλικὸν πλοῖον.
Ἀφοῦ ἔπεσε τὸ Μεσολόγγι καὶ μαζί του σύσσωμος ἡ Ἐπανάστασις τῆς δυτικῆς Ἑλλάδος, ὁ Κιουταχῆς ἐκίνησε πρὸς τὴν Ἀνατολικὴν Ἑλλάδα, ἑνώθηκεν εἰς τὰς Θήβας μὲ τὸν Ὀμὲρ Βριώνη καὶ ἔφθασεν εἰς τὴν Ἀττικὴν πρὸ τοῦ θέρους τοῦ 1826.
Οἱ Ἀθηναῖοι, χωρικοὶ ἐπροσκύνησαν καὶ ὁ ἀρχηγὸς Γούρας ἐκλείσθηκε εἰς τὴν Ἀκρόπολιν μὲ 400 μισθωτούς. Εἶχεν ὅμως πλῆθος ζωοτροφιῶν καὶ δεκαεπτὰ κανόνια ἐπάνω εἰς τὰ τείχη. Τὴν πόλιν ἐδοκίμασε νὰ ὑπερασπίση ἕν μικρὸν σῶμα, ἀλλ' ὅταν ὁ Κιουταχῆς, ὥρμησε κατ' αὐτῶν, οἱ ὀλίγοι ὑπερασπισταὶ ἀναγκάσθηκαν νὰ καταφύγουν εἰς τὴν Ἀκρόπολιν καὶ αἱ Ἀθῆναι ἔμειναν εἰς χεῖρας τῶν Τούρκων.
Ἅμα ἔγινε γνωστὴ ἡ εἰσβολὴ τοῦ Κιουταχῆ, συνεκεντρώθησαν εἰς τὴν Ἐλευσῖνα στρατεύματα ἐλληνικὰ ἄτακτα ὑπὸ τὸν Καραϊσκάκην καὶ τακτικά, ὑπό τὸν φιλέλληνα Γάλλον συνταγματάρχην Φαβιέρον. Εἰς τὰς 8 Αὐγούστου ἔγινε μάχη εἰς τὸ Χαϊδάρι, ἡ ὁποία ἀπέβη ὑπὲρ τῶν πολυαρίθμων Τούρκων. Οἱ Ἕλληνες τότε ὑπεχώρησαν καὶ ὁ Κιουταχῆς ἔζωσε στενῶς τὴν Ἀκρόπολιν. Τὴν 1 Ὀκτωβρίου ἐφονεύθη ὁ ἀρχηγὸς Γούρας καὶ ἀνέλαβαν τὴν ἀρχηγίαν ἡ ἀνδρεία σύζυγός του καὶ ὁ Ἀθηναῖος ὁπλαρχηγὸς Μακρυγιάννης.
Τότε ὁ Καραϊσκάκης συνέλαβε τὸ μέγα πολεμικόν του σχέδιον: διὰ νὰ καταστρέψη τὸν Κιουταχῆν, νὰ τοῦ ἀποκόψη τὰ μέσα τῆς συγκοινωνίας. Μὲ πόσην στρατηγικὴν τέχνην ἄρχισε νὰ ἐκτελῇ τὸ σχέδιον αὐτό, ἀποδεικνύουν αἱ νίκαι τῆς Ἀράχοβας καὶ τοῦ Διστόμου.
Ἐν τούτοις ἐξακολουθεῖ, ἡ πολιορκία τῆς Ἀκροπόλεως καί, ἐπειδὴ οἱ πολιορκούμενοι εἶχαν ἀνάγκην πολεμοφοδίων, ὁ Φαβιέρος ἐπὶ κεφαλῆς 650 τακτικῶν στρατιωτικῶν φορτωμένων πυρίτιδα καὶ σφαίρας ἀνέλαβε νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὴν Ἀκρόπολιν.
Ὁ Γάλλος συνταγματάρχης ἐξετέλεσε ἐπιτυχῶς τὸ παράτολμον σχέδιόν του τὴν τελευταίαν νύκτα τοῦ Νοεμβρίου. Ἐπέρασε μέσα ἀπὸ τὸ τουρκικὸν στρατόπεδον καὶ ἀνέβη εἰς τὴν Ἀκρόπολιν, ἀπὸ τὸ μέρος ὅπου εἶναι τὸ θέατρον τοῦ Ἡρώδου.
Ὁ Φαβιέρος σκοπὸν εἶχε ν' ἀφήσῃ εἰς τοὺς πολιορκημένους τὰ πολεμοφόδια ποὺ ἔφερε, καὶ νὰ καταβῇ πάλιν ἀπὸ τὴν Ἀκρόπολιν καθὼς ἀνέβηκε. Ἀλλὰ τοῦτο δὲν ἔγινε καὶ ἀναγκάσθηκε νὰ μείνῃ καὶ αὐτὸς κλεισμένος. Κατ' αὐτὸν τὸν τρόπον, ὅ,τι καλόν, ἔκαμεν ἐχάθηκεν. Εἰς τὴν πολυάριθμον φρουρὰν προσετέθησαν καὶ οἱ στρατιῶται του καὶ ἐξωδεύοντο ταχύτερα τὰ τρόφιμα τοῦ φρουρίου.
Εἰς τὴν ἀθλίαν αὐτὴν κατάστασιν ἦσαν τὰ πράγματα, ὅταν μᾶς ἦλθαν δύο ξένοι, δύο Ἄγγλοι, ὁ στρατηγὸς Τζὼρτζ καὶ ὁ λόρδος Κόχραν.
Ἡ κυβέρνησις ἐνόμισεν ὅτι αὐτοὶ οἱ δύο θὰ μᾶς σώσουν καὶ διώρισε τὸν πρῶτον ἀρχιστράτηγον καὶ τὸν δεύτερον ἀρχηγὸν τοῦ στόλου.
Ὁ Καραϊσκάκης, ἂν καὶ τὸν ἔβαλαν ὑπὸ τὰς διαταγὰς ξένων ἀρχηγῶν, δὲν ἔδειξε καθόλου ὅτι προσεβλήθη, ἀλλὰ ἡμεῖς ὅλοι οἱ στρατιῶται του τὸ ἐπήραμεν κατάκαρδᾳ. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἠμπορεῖ νὰ ἦσαν λαμπροὶ εἰς τὴν πατρίδα των καὶ νὰ εἶχαν ἀγάπην πρὸς τὴν Ἑλλάδα, μᾶς ἔβλαψαν ὅμως χωρὶς νὰ τὸ θέλουν. Ὁ Καραϊσκάκης τὰ προεῖδε καὶ εἶπε:
—Βλέπω πὼς κακὰ θὰ πᾶμε μὲ τούτους τοὺς Φράγκους• φοβοῦμαι πὼς θὰ μᾶς καταστρέψουν μὲ τὴ βία τους.
Καὶ ἀληθινά• ἐνῷ ὁ Ρουμελιώτης στρατηγός, ποὺ ἤξευρε πολὺ καλὰ τὸν τόπον καὶ εἶχεν ἀπὸ τὴν φύσιν νοῦν στρατηγικόν, ἤθελεν ὅλα νὰ γίνωνται τακτικὰ καὶ συλλογισμένα, ὁ Κόχραν ἐβιάζετο καὶ καλὰ νὰ γευματίσῃ ἐπάνω εἰς τὴν Ἀκρόπολιν καὶ ἔδιδεν ἀμοιβὴν δύο χιλιάδας τάλληρα εἰς ἐκεῖνον, ποὺ θὰ ἔστηνε τὴν ἑλληνικὴν σημαίαν εἰς τὸ ἀέτωμα τοῦ Παρθενῶνος. Καὶ ὁ Καραϊσκάκης ἀναγκάσθηκε νὰ ἐνδώσῃ διότι συγχρόνως οἱ πολιορκημένοι ἔστελλαν μηνύματα, ὅτι δὲν ἔχουν δυνάμεις διὰ ν' ἀνθέξουν ἐπὶ πολύ.
Ὁ Καραϊσκάκης ἦτον στρατοπεδευμένος εἰς τὸ Κερατσίνι, καὶ τὰ ἄλλα ἑλληνικὰ στρατεύματα ἦσαν εἰς τὸ Φάληρον. Εἰς τὰς 13 Ἀπριλίου ἔγινεν ἡ πρώτη ἐπίθεσις κατὰ τῶν πολιορκητῶν καὶ ἀπὸ τὰ δύο μέρη• ἐβοηθοῦσε καὶ ὁ ἑλληνικὸς στόλος ἀπὸ τὴν θάλασσαν. Ἡ ἐπίθεσις ἐπέτυχε, πολλὰ τουρκικὰ ὀχυρώματα ἐκυριεύθησαν, τὰ δύο ἑλληνικὰ σώματα ἑνώθηκαν καὶ 300 Ἀλβανοὶ ἀπεμονωμένοι ἐκλείσθησαν εἰς τὸ μοναστήριον τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος. Ὁ Καραϊσκάκης ἔστησε τὴν σκηνήν του εἰς τὸν Πειραιᾶ, πλησίον τῆς παραλίας.
Ὁ Κόχραν ἤθελε νὰ ἐξακολουθήσουν τὴν ἐπίθεσιν• ὁ Καραϊσκάκης ἔλεγε νὰ παύσουν τὸν ἀγῶνα πρὸς τὸ παρὸν καὶ νὰ μὴν προχωρήσουν πρὶν παραδοθοῦν οἱ ἐντὸς τοῦ μοναστηρίου Ἀλβανοί, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶχαν οὔτε νερόν οὔτε πυρίτιδα. Τότε ἄρχισε κανονοβολισμὸς κατὰ τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος ἀπὸ τὴν θάλασσαν καὶ μετ' ὀλίγον, τὸ μοναστήριον μετεβλήθη εἰς ἐρείπια. Οἱ Ἀλβανοὶ κατέφυγαν εἰς τὰ θολωτὰ ὑπόγεια καὶ ἐπολεμοῦσαν ἀπ' ἐκεῖ. Ἐστείλαμεν νὰ προτείνωμεν παράδοσιν καὶ ἐκεῖνοι ἐφόνευσαν τὸν ἀπεσταλμένον. Αὐτὴ ἡ ἀπιστία μᾶς παρώργισε καὶ ὁ Καραϊσκάκης δέν ἤθελε πλέον νὰ ἔλθῃ εἰς καμμίαν συμφωνίαν μαζί των. Ἤθελε νὰ τοὺς ἀφησῃ νὰ τελειώσουν τὰ πολεμεφόδιά των, νὰ δαμασθοΰν ἀπὸ τὴν δίψαν καὶ τότε νὰ παραδοθοῦν χωρὶς ὅρους.
Ἀλλ' ὁ Κόχραν ἐβιάζετο καὶ ἐφοβέριζεν ὅτι θά φύγῃ. Τί νὰ γίνη λοιπὸν;
Ἐσυμφωνήθη μὲ τοὺς Ἀλβανοὺς νὰ ἐξέλθουν ἔνοπλοι καὶ νὰ ὁδηγηθοῦν εἰς τὸ στρατόπεδον τοῦ Κιουταχῆ ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸν Καραϊσκάκην. Ὅταν τὸ ἔμαθαν αὐτὸ οἱ στρατιῶται ἐξαγριώθηκαν. Ἐνῷ ἐλογάριαζαν ὅτι θὰ μοιρασθοῦν τὰ πλούσια ὅπλα τῶν Ἀλβανῶν, τὰ ἔχαναν τώρα μέσα ἀπό τὰ χέρια των. Ἔσυνάχθησαν ὅλοι γύρω εἰς τὸ μοναστήριον καὶ ἐπρόσμεναν τὴν ἔξοδον τῶν ἐχθρῶν. Ὁ Καραϊσκάκης παρετήρησε τὴν ἔξαψιν τῶν στρατιωτῶν του καὶ ἐπροσπάθησε μὲ τὰ πειστικώτερα λόγια του νὰ τοὺς ἡσυχάσῃ. Δὲν τὸ κατώρθωσεν ὅμως.
Οἱ Ἀλβανοὶ ἄρχισαν νὰ ἐξέρχωνται ἐκ τοῦ μοναστηρίου• ἐμπρὸς ἐπήγαινεν ὁ Καραϊσκάκης, εἰς τὸ μέσον δύο τρεῖς Ἕλληνες ὁπλαρχηγοί, ὡς ὅμηροι. Ἀπὸ τὸ ἕν μέρος καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο ἦσαν συναγμένοι οἱ Ἕλληνες στρατιῶται, ὠργισμένοι, ἀλλὰ ἥσυχοι. Ἔξαφνα ἕνας ἀπὸ τοὺς στρατιώτας βλέπει εἰς τὴν μέσην ἑνὸς Ἀλβανοῦ λαμπρὸν γιαταγάνι καὶ ἁπλώνει νὰ τὸ πάρῃ. Ὁ Ἀλβανὸς χωρὶς νὰ χάση καιρὸν τὸν πιστολίζει. Τότε ὅλοι οἱ στρατιῶται ἀρχίζουν φοβερὸν ἐκ τοῦ πλησίον τουφεκισμὸν κατὰ τῶν Ἀλβανῶν. Οἱ ἀρχηγοὶ προσπαθοῦν νὰ τοὺς ἐμποδίσουν μὲ κίνδυνον τῆς ζωῆς των• ὁ ἴδιος ὁ Καραϊσκάκης, ἀφοῦ εἶδεν ὅτι τίποτε δὲν κατορθώνει, ἐγύρισε τὸ στῆθος καὶ ἐφώναξε πρὸς τοὺς Ἀλβανοὺς:
—Σκοτῶστε με καθώς σᾶς σκοτώνω!
Διακόσιοι ἑβδομήντα ἐξῆλθαν ἀπὸ τὸ μοναστήριον καὶ μόνον ἑβδομήντα ἔφθασαν εἰς τὸ στρατόπεδον τοῦ Κιουταχῆ.
Ὁ Καραϊσκάκης ἔγινεν ἔξω φρενῶν ἀπὸ τὸν θυμὸν καὶ τὴν λύπην του. Μίαν στιγμὴν μάλιστα ἔφθασεν εἰς τόσον παροξυσμόν, ὥστε εἶπεν ὅτι θὰ φύγῃ, διότι δὲν ἐννοεῖ πλέον νὰ διοικῇ στρατιώτας ἐπίορκους καὶ ἀπίστους.
Τὸ βέβαιον εἶναι, ὅτι ἔπταιαν οἱ στρατιῶται, ἀλλὰ πολὺ περισσότερον οἱ ἀσυλλόγιστοι Φράγκοι ἀρχηγοί. Ὁ Θεὸς μ' ἐφύλαξε καὶ δὲν ἔλαβα καθόλου μέρος εἰς τὴν ἀπιστίαν αὐτήν, δὲν αἱμάτωσα τὰ χέρια μου!
Ὁ Καραϊσκάκης ἡσύχασε ὀλίγον ἐπὶ τέλους, ἀφοῦ οἱ ἄλλοι ἀρχηγοὶ τὸν παρεκάλεσαν νὰ μείνῃ καὶ νὰ μὴν ἀφὴσῃ τὴν πατρίδα του ἴσα-ἴσα εἰς τὴν κακὴν αὐτὴν ὥραν. Ἀποφάσισε λοιπὸν νὰ κάμῃ ἀνακρίσεις διὰ νὰ εὕρη τοὺς πρωταιτίους καὶ νὰ τοὺς τιμωρήσῃ παραδειγματικῶς. Ἔξαφνα λαμβάνει ἔγγραφον ἀπὸ τὸν ἀρχιστράτηγον Τζώρζ. Διεμαρτύρετο διὰ τὴν πρᾶξιν καὶ ἐφαίνετο ὡσὰν νὰ ἐθεωροῦσεν αἴτιον τὸν Καραϊσκάκην. Τότε ἄναψε πάλιν ἀπὸ θυμόν, ἐκτύπησε τὸ πόδι καὶ ἐφώναξεν:
—Από τὴν γολέτταν του λοιπὸν κάθεται καὶ βλέπει τὸν πόλεμον καὶ στέλλει ἔπειτα διαμαρτυρήσεις καὶ ἡμᾶς ποὺ ἐχομεν νὰ κάνωμεν μὲ χίλιους διαβόλους!
Διὰ νὰ μὴν φέρη ὅμως διχόνοιαν ἐκατάπιε πάλιν τὴν δικαίαν ὀργήν του καὶ ἐσυμφώνησε μὲ τοὺς Ἄγγλους ἀρχηγοὺς εἰς τὰς 23 Ἀπριλίου νὰ γίνῃ ἡ γενικὴ
ἐπίθεσις κατὰ τοῦ στρατοπέδου τοῦ Κιουταχῆ. Ἀλλ' αἱ τόσαι ἠθικαὶ ταραχαὶ καὶ οἱ σωματικοὶ πόνοι ἐνήργησαν βλαβερῶς ἐπὶ τῆς ὑγείας του καὶ εἰς τὰς 22 κατελήφθη ἀπὸ πυρετὸν καὶ ἔμεινεν ἐξαπλωμένος εἰς τὴν σκηνὴν του.
Ἐνῷ ὅμως ὅλα εἶχαν ἑτοιμασθῇ διὰ τήν ἐπίθεσιν τῆς ἑπομένης ἡμέρας, ἔξαφνα ἀκούονται τουφεκισμοὶ καὶ μετ' ὀλίγον ἡ μάχη γενικεύεται. Τὴν πρώτην αἰτίαν ἔδωκαν Κρῆτες στρατιῶται μεθυσμένοι. Αὐτοὶ ἐπετέθησαν ἀσυλλόγιστα ἐναντίον ἑνὸς τουρκικοῦ ὀχυρώματος. Ὁ Καραϊσκάκης ἐξυπνᾶ ἀπὸ τὸν κρότον τῆς συμπλοκῆς, βλέπει τὴν γενικὴν σύγχυσιν καὶ μ' ὅλον τὸν πυρετόν του ἱππεύει ἄοπλος, ἁρπάζει ἑνὸς στρατιώτου τὸ γιαταγάνι καὶ ρίπτεται κατὰ τῶν ἐχθρῶν.
Ἡ παρουσία του δίδει εἰς ὅλους δύναμιν καὶ θάρρος καὶ οἱ Τοῦρκοι ἀπωθοῦνται εἰς τὰ ὀχυρώματά των. Τότε ὁ Κιουταχῆς στέλλει κατ' αὐτοῦ ὅλον τὸ ἱππικόν. Ὁ Καραϊσκάκης, ἀναγκασμένος νὰ ὑποχωρήσῃ, μένει, τελευταῖος διὰ νὰ προστατεύσῃ τοὺς ἄλλους, ἀλλ' ἐκεῖ τὸν εὑρίσκει μία σφαῖρα εἰς τὴν κοιλίαν. Πίπτει ἀπὸ τὸν ἵππον καὶ κατορθώνει πάλιν ν' ἀναβῇ. Ἡ φωνὴ του κόπτεται καὶ ὅμως ἐνθαρρύνει τοὺς ὀλίγους ἱππεῖς του νὰ συσσωματωθοῦν διὰ νὰ προστατεύσουν τὴν ὑποχώρησιν τῶν πεζῶν.
Μόνον ὅταν εἶδεν ἐκτὸς κινδύνου τὸν στρατόν, τότε ἐσυλλογίσθη τὴν πληγήν, ποὺ τοῦ ἐσπάρασσε τὰ σπλάγχνα. Αἱ δυνάμεις του παρέλυσαν πλέον• τὸν ἐσήκωσαν καὶ τὸν ἔφεραν μὲ μίαν βάρκαν εἰς τὴν γολέτταν, ὅπου εἶχε τὸ στρατηγεῖον του ὁ Τζώρτζ.
Ὁ ἑτοιμοθάνατος στρατηγὸς δὲν ἔχασε τὴν ἀταραξίαν του μέχρι τῆς τελευταίας στιγμῆς τῆς ζωῆς του. Ἐζήτησε τὸν πνευματικὸν καὶ ἐξωμολογήθη• εἶπεν εἰς ὅλους ὅσοι τὸν ἐπεριστοίχιζαν νὰ τὸν συγχωρήσουν, καὶ ἔπειτα ἔκαμε τὴν διαθήκην του. Εἰς τὰ τελευταῖα ἔκραξε κοντά του τοὺς δύο ἀγαπημένους συμπολεμιστάς του, τὸν Γαρδικιώτην Γρίβαν καὶ τὸν Χατζηπέτρον καὶ εἶπεν:
—Ἐλᾶτε τώρα νὰ σᾶς ἀσπασθῶ.
Καὶ ὅταν εἶδεν ὅτι οἱ γενναῖοι ἐκεῖνοι ἄνδρες ἔκλαιαν, ἐπροσπάθησεν ὁ ἴδιος νὰ τοὺς παρηγόρησῃ καὶ τοὺς παρήγγειλε νὰ φροντίσουν διὰ τὴν ἀπελευθέρωσίν της Ἀκροπόλεως.
—Προ πάντων ἐσεῖς οἱ παλαιοὶ συναγωνισταί μου, εἶπε, νὰ μὴν ντροπιασθῆτε.
Κατὰ τὰ ἐξημερώματα ἀπέθανε — ἀπέθανε τὴν ἡμέραν τῆς ἑορτῆς τοῦ ὀνόματός του.
Ἡ εἴδησις τοῦ θανάτου του ἔφερε γενικὴν ἀπελπισίαν εἰς τὸν στρατόν. Ἡ λύπη μας ἦτο μεγάλη καὶ γενική. Εἶδα στρατιώτας νά σφογγίζουν τὰ δακρυσμένα μάτια μὲ τὴν φουστανέλλαν των• εἶδα ἄλλους εἰς τὸν παροξυσμὸν τῆς λύπης των νὰ θέλουν νὰ σπάσουν τὰ ὅπλα των ἐπάνω εἰς τὰς πέτρας καὶ νὰ φύγουν.
Καὶ ἐνῷ ἤμεθα ὅλοι εἰς αὐτὴν τὴν θλιβερὰν κατάστασιν, ὁ ἀνυπόμονος Κόχραν προσκαλεῖ τὸ πρωΐ τοὺς ὁπλαρχηγοὺς εἰς συμβούλιον διὰ νὰ ἐρωτήσῃ ἂν εἶναι ἕτοιμοι διὰ τὴν προσβολήν.
—Ὄχι! ἀποκρίθηκαν ὅλοι.
Ἐκεῖνος ἄρχισε πάλιν νὰ φωνάζῃ καὶ νὰ ὑβριζῃ δειλοὺς τοὺς Ἕλληνας καὶ ἐφοβέρισεν, ὅπως καὶ πρίν, ὅτι θὰ πάρῃ τὰ πλοῖα καὶ θὰ φύγῃ. Ἀναγκάσθηκαν λοιπὸν νὰ ἐνδώσουν οἱ ὁπλαρχηγοὶ καὶ μόνον ἀνεβλήθη διὰ τὴν ἑπομένην ἡ ἐπίθεσις.
Καὶ ἔγινεν εἰς τὰς 24 Ἀπριλίου ἡ φονικὴ ἐκείνη μάχη τοῦ Φαλήρου, ὅπου ἐπάθαμεν φοβερὰν καταστροφήν. Εἰς καμμίαν ἄλλην μάχην δὲν ἐχάσαμεν
περισσοτέρους καὶ καλυτέρους ἄνδρας, καμμία ἂλλη ἡμέρα δὲν ἦτον τόσον μαύρη καὶ σκοτεινὴ διά τὴν Ἐπανάστασιν.
Εἰς αὐτήν τὴν μάχην ἔχασα κ' ἐγὼ τὸ χέρι μου ἀπὸ σφαῖραν κανονιοῦ.
Ἕνας Φράγκος χειρουργὸς ἐκαθάρισε καὶ ἔδεσε τὴν πληγήν μου. Μ' ἔστειλαν μὲ ἄλλους πληγωμένους εἰς τὴν Αἴγιναν, ἔπειτα εἰς τὸ Ναύπλιον, καὶ ἔμεινα πολὺν καιρὸν ἐκεῖ διὰ νὰ ἰατρευθῶ ἐντελῶς.
|
|
|