Δημήτριος Ιω. Κωνσταντέλος
Μαρτυρίες και ενδείξεις της Ελληνοχριστιανικής Ταυτότητας
ΚΕΦΑΛΑΙΟ B
Προχωρώ τώρα σε μερικές ενδείξεις και μαρτυρίες που επιβεβαιώνουν την αλληλοπεριχώρησι μεταξύ Ελληνισμού και Χριστιανισμού. Και οι πρώτες πιστικές ενδείξεις ευρίσκονται στην Καινή Διαθήκη. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει δια την επιθυμία του Χριστού να διδάξει τους Ελληνες, και την απόφασιν Ελλήνων τινών να τον γνωρίσουν (Ιω.12.20-24}. Διηγείται ο Ιωάννης ότι, όταν έμαθαν οι Φαρισαίοι ότι
πολλοί εκ του όχλου επίστευσαν ότι ο Ιησούς ήτο ο Μεσσίας Χριστός, απέστειλαν υπηρέτες του ναού δια να τον συλλάβουν. Τότε ο Ιησούς είπε: «ετι μικρόν χρόνον μεθ' υμών ειμί και...ζητήσετε με και ουχ ευρήσετε» (Ιω.7.33-34).
Όταν ήκουσαν τους λόγους του Ιησού, οι Ιουδαίοι διερωτήθηκαν:» πού ούτος μέλλει πορεύεσθαι...μη εις την διασποράν των Ελλήνων μέλλει πορεύεσθαι καί διδάσκειν τους Έλληνας;» (Ιω.7.35) Οι λέξεις «των Ελλήνων» και «διδάσκειν τους Έλληνας» αναφέρονται στην παρουσία εθνικών, γνησίων Ελλήνων, και όχι εξελληνισμένων Ιουδαίων (16). Είναι γνωστόν ότι, από τον όγδοον προ Χριστού αιώνα Έλληνες ήσαν κατεσπαρμένοι στην Μικρά Ασία και την Ιταλία, την Συρία και την Παλαιστίνη, στην Αίγυπτο και στην Κυρήνη και σε άλλα μέρη της Μεσογείου. Αιώνες προ των κατακτήσεων του Μ. Αλεξάνδρου, ο Ελληνικός πολιτισμός, γλώσσα, φιλοσοφία, ποίηση, ιατρική, αθλητισμός είχαν διαδοθεί και συν τω χρόνω επηρεάσει ιταλικές,φυλές και Σημιτικούς λαούς, ιδιαιτέρως κατά την Ελληνιστική και Ρωμαiκή περίοδο. Παράδειγμα ο εξελληνισμός των Εβραίων, ο οποίος ήτο εθελοντικός και τόσο εκτεταμένος σε βαθμό που ειδικοί επιστήμονες της Ελληνιστικής εποχής πιστεύουν ότι δεν πρέπει να γίνεται διαχωρισμός και λόγος δια Παλαιστίνιον και Ελληνιστικόν Ιουδαϊσμόν, αλλά μόνον διά Ελληνιστικόν Ιουδαϊσμό (17). Είναι γνωστόν ότι από τα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Ελληνισμός και ο Ιουδαϊσμός συναπαντήθηκαν και ο ένας επιρρέασε τον άλλον, έγινε ένας εμβολιασμός από τον οποίον εγεννήθηκε ο Χριστιανισμός. Ο Χριστιανισμός έγινε και ο θεματοφύλακας της ελληνικής γλώσσας και παραδόσεως. (18).
Δια τον ευαγγελιστήν Ιωάννην η παρουσία των Ελλήνων στα Ιεροσόλυμα, η επιθυμία των να γνωρίσουν τον Χρίστον και η απάντησις του Χριστού στο αίτημά των, εβεβαίωνε ότι η εσχάτη ημέρα της παναθρώπινης σωτηρίας είχε φθάσει διότι δια των Ελλήνων και της ελληνικής γλώσσας η διδασκαλία του Χριστού θα εγίνετο γνωστή και έξω των ορίων της Παλαιστίνης(19). Από όλους τους αρχαίους λαούς, χωριστά από τους Ιουδαίους, οι Έλληνες ήσαν οι πρώτοι που εδέχθησαν τον Χριστιανισμό. Εις το πρόσωπο του Χριστού ευρήκαν αυτόν που αναζητούσαν «ψηλαφήσειαν...καί εύροιεν, και γε ου
μακράν από ενός εκάστου ημών υπάρχοντα» (Πρ.17.27). Οι Έλληνες ανεκάλυψαν τον «άγνωστον Θεόν» των. Το Ευαγγέλιο του Ιωάννον αποκαλύπτει το χρέος που ο Χριστιανισμός της Αποστολικής περιόδου οφείλει στην Ελληνική γλώσσα και σκέψι, σε ελληνικές αρχές και ιδέες. (20).
Αλλά πέραν του Ευαγγελίου του Ιωάννη, ευρίσκουμε Ελληνικές επιδράσεις και σε άλλα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Ο ευαγγελιστής Μάρκος χρησιμοποιεί στοιχεία από την αρχαία ελληνική δραματική τέχνη που επικρατούσαν τότε στο ελληνιστικό περιβάλλον. Εχρησιμοποίησε τα κυριώτερα δραματικά στοιχεία από τις Ελληνικές τραγωδίες δια να μεταδώσει ένα ισχυρό ευαγγελικό μήνυμα και παρουσιάζει τον Ιησούν Χριστόν με τέτοιο τρόπο ώστε να τον κάμει αντιληπτόν σε Έλληνες αναγνώστες(21).
Ακολουθών το παράδειγμα, του Θουκυδίδη, ο Ευαγγελιστής Λουκάς εισάγει τις ομιλίες του, τόσο στο ευαγγέλιο του όσο και στις Πράξεις των Αποστόλων, με μεγάλη προσοχή, ζητώντας την συγκατάθεση των αναγνωστών του σε ό,τι γράφει, με αναφορά στις συνθήκες και τις πηγές από τις οποίες αντλεί το θέμα του. Οι Πράξεις των Αποστόλων περιλαμβάνουν περισσότερα τεκμήρια της στενής επαφής μεταξύ Χριστιανισμού και Ελληνισμού. Στην ομιλία του στην Αθήνα ο Παύλος διπλωματικώτατα υπεγράμμισε ότι ευρήκε τους Αθηναίους ευλαβέστερους και πιο θρήσκους από πολλούς άλλους [κατά πάντα ως δεισιδαιμονεστέρους] και υπενθύμισε στους ακροατές του ότι κατάγονται απο τον ίδιο Θεόν και ότι, «εν αυτώ...ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν» (Πρ.27.28),όπως είχαν διακηρύξει και οι Έλληνες ποιητές Επιμενίδης και Άρατος. Χωριστά από τις περιοδείες του Παύλου σε Ελληνικές πόλεις, από το βιβλίο των Πράξεων πληροφορούμεθα ότι ο αριθμός των πιστών ηύξανε και οι Ελληνισταί Χριστιανοί άρχισαν να παραπονούνται εναντίον των εξ Εβραίων Χριστιανών (Πρ.6.1). Οι Ελληνιστές δεν ήσαν ελληνόφωνοι Ιουδαίοι αλλά εξ εθνικών Έλληνες. Ο όρος Ελληνιστές ήτο μία παραλαγή του Έλληνες. Ο Λουκάς αγαπούσε την ποικιλία στις λέξεις και γι' αυτό χρησιμοποιούσε το Ελληνιστές καί Έλληνες εναλλάξ(22), όπως στα χωρία Πράξεις 9.29 και 11.20.
Λίαν ενδιαφέρουσα είναι η περιγραφή που κάνει ο Ευαγγελιστής Λουκάς διά την μεταστροφή του Παύλου εις τον Χριστιανισμό. Εις τον δρόμο προς την Δαμασκό ο Παύλος είδε να τον περιλούει ένα λαμπρό φως και, καθώς έπεσε χαμαί, ήκουσε μια φωνή να του λέγει: «Σαούλ, Σαούλ τι μέ διώκεις, σκληρόν σοι προς κέντρα λακτίζειν» (Πρ.26.24). Το προς «κέντρα λακτίζειν» ήτο Ελληνική παροιμιακή φράσις και εσήμαινε το να μάχεσαι κατά της βουλήσεως των θεών. Εις τον «Προμηθέα Δεσμώτη», ο Ωκεανός συμβουλεύει τον Προμηθέα να δείξει ταπείνωσι και υπακοή στο θέλημα του βασιλέως των θεών διότι η ανυποταγή είναι σαν να λακτίζεις καρφιά «ουκούν έμειγε χρώμενος διδασκάλω προς κέντρα κώλον εκτενείς». Εις τον «Αγαμέμνονα» ο χορός συμβουλεύει τον Αίγιστο, «προς κέντρα μη λάκτιζε, μη παίσας μογής»(23)
Μερικά ακόμη παραδείγματα από την Καινή Διαθήκη, και συγκεκριμένως από τις επιστολές του Παύλου, τον οποίο οφείλουμε να μελετάμε μέσα στα πλαίσια. του θρησκευτικού, φιλοσοφικού και πολιτισμικού κλίματος του εξελληνισμένου Ιουδαϊσμού. Αν και η ακριβής τοποθέτηση του Παύλου μέσα στην Ελληνική κοινωνία της εποχής του παραμένει ακόμη θέμα συζητήσιμο και αντικείμενο μελέτης, η επικρατούσα γνώμη είναι ότι ο Παύλος ανετράφη μέσα σε Ελληνικό περιβάλλον. «Όσον αφορά το ύφος του κηρύγματός του και τον τρόπον υποστηρίξεως των ιδεών του, ο Παύλος βασίζεται εις την διαλογική μέθοδο συζητήσεως των Κυνικών και Στωϊκών». Γενικά, «η ρητορική του εκπαίδευσις ήτο ελληνική μάλλον παρά ενός Ιουδαίου εκ Παλαιστίνης...ένας λόγος που υποτιμάται από μερικούς το ελληνικό υπόβαθρο του Παύλου είναι η αξιοθρήνητη διάβρωσις στην μάθηση της ελληνικής γλώσσης» γράφει ο καθηγητής του Χάρβαρντ Χέλμοντ Καέστερ(24).
Όταν ο Παύλος γράφει δια τον άγραφον νόμο της συνειδήσεως (Ρωμ.2.14, 1η Κορ.5.1), χρησιμοποιεί την γλώσσα Ελλήνων φιλοσόφων. Η ευνοϊκή τοποθέτησίς του έναντι των μαρτυριών περί της υπάρξεως ενός «αγνώστου Θεού» (Πραξ.17.23, Ρωμ. 2.14) και η από.μέρους του αφομοίωσις της ηθικής των Στωϊκών φιλοσόφων της Ταρσού, οπού είχε γεννηθεί (Πραξ.17.28, 1η Κορ.15.33, Γαλ.6.7-8, Τιτ.1.12) επιβεβαιώνουν ότι η ελληνική παιδεία του Παύλου δεν ήτο επιφανειακή αλλά διαβρωτική της όλης προσωπικότητάς του.(25) Υπάρχουν και άλλες ενδείξεις του χρέους του Παύλου στην ελληνική σκέψι και παράδοσι. Όταν ο Παύλος γράφει στους Εφεσίους ότι «τα...κρυφή γινόμενα...αισχόν εστι και λέγειν»(Εφεσ. 5.12) μας υπενθυμίζει τον Ισοκράτην, ο οποίος γράφει στον Δημόνικον ότι «α ποιείν αισχρόy, ταύτα νόμιζε μηδέν λέγειν είναι καλόν»(26). Γενικώς, το παράδειγμα του Παύλου έναντι της ελληνικής φιλοσοφίας και πολιτισμικής παραδόσεως ευνόησε πολύ την δημιουργία, αλληλοσυνδέσεως μεταξύ Χριστιανισμού και Ελληνισμού.
Τα περιωρισμένα όρια μιας εισηγήσεως δεν επιτρέπουν να συνεχίσωμε την ανάλυσιν ενέα άλλων χωρίων από τις επιστολές του Παύλου που δείχνουν πως ο « ένας μετά τον Ενα» εχρησιμοποίησε την ελληνική φιλοσοφία και το πολιτισμικό κλίμα δια να διαδώσει τον Χριστιανισμό. Ελληνικά δάνεια ευρίσκουμε και στην δεύτερη επιστολή που φέρει το όνομα του Αποστόλου Πέτρου. Εδώ βλέπουμε ένα συνδυασμό Ελληνιστικής φιλοσοφίας και Ιουδαϊκών αποκαλυπτικών αντιλήψεων(27). Όταν ο συγγραφεύς της Δευτέρας Πέτρου γράφει ότι ο Χριστός έδωκε στους μαθητές του και τους ακολούθους των την δύναμι να διαφύγουν την διαφθορά του κόσμου τούτου και να γίνουν «κοινωνοί θείας φύσεως» (2 Πετρ.1,4) επαναλαμβάνει Ελληνική διδασκαλία των Στωϊκών. Τρισήμισυ αιώνες πρωτήτερα δεν είχε γράψει ο Πλάτων ότι, «ο άνθρωπος θείας μετέσχε μοίρας (28);
Ώστε τα θεμέλια της αλληλοσυνθέσεως μεταξύ Ελληνισμού και Χριστιανισμού ευρίσκονται στην Καινή Διαθήκη. Επί των θεμελίων των Αποστόλων έκτισαν μερικοί Αποστολικοί πατέρες, Απολογητές και εν συνεχεία εκκλησιαστικοί συγγραφείς και μεγάλοι πατέρες της Εκκλησίας, από τον δεύτερον αιώνα και πέραν. Ο εκ Σμύρνης επίσκοπος Λυώνος Ειρηναίος (140-202} αναφέρεται ποικιλοτρόπως εις τον Όμηρο, τον Ησίοδο, τον Πίνδαρο, Σοφοκλή, Μένανδρο και Πλάτωνα(29).Δεν έχει σημασία εάν ο Ειρηναίος συμφωνεί η διαφωνεί με τις απόψεις των αρχαίων ποιητών και φιλοσόφων, όσον έχει σημασία ότι γνωρίζει την πνευματική κληρονομιά των προγόνων του και την σχολιάζει. Άλλοι, όπως οι γνωστοί ως Απολογητές, δεν εμελέτησαν μόνο τους αρχαίους Έλληνες αλλά και τους εχρησιμοποίησαν προς κατοχύρωσι του Χριστιανισμού.
Ο Ιουστίνος (110-165) ήτο ο πρώτος Χριστιανός φιλόσοφος που αντελήφθη την
ηθική και μεταφυσική φιλοσοφία των αρχαίων Ελλήνων, διά την υπεράσπισι και την διάδοσι του Χριστιανισμού μεταξύ των διανοουμένων Ελλήνων. «Ό,τι καλό είπαν οι αρχαίοι Έλληνες ανήκει σε μας τους Χριστιανούς» και όσοι έζησαν με οδηγό την λογική ήσαν Χριστιανοί προ Χριστού, «οι μετά λόγου βιώσαντες χριστιανοί εισί, καν άθεοι ενομίσθησαν, οίον εν Έλλησι μεν Σωκράτης και Ηράκλειτος» γράφει ο Ιουστίνος(30). Όπως διά τον ευαγγελιστή Ιωάννη, έτσι και διά τον Ιουστίνο, ο Χριστός είναι ο Λόγος, όρος που πρώτος εισήγαγε ο αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος Ηράκλειτος διά να διδάξει ότι ο κόσμος ενέχει δύναμη, νού, ζωή, που κινεί και κατευθύνει τον κόσμο. Ο άνθρωπος κατέχει σπέρμα του Λόγου, θα τονίσουν αργότερα οι Στωϊκοί, και ως σπέρμα του Λόγου επιστρέφει τελικά στον Λόγον. Δια τον Ιουστίνο «ουχ αλλότρια εστί τα Πλάτωνος διδάγματα του Χριστού, αλλ' ότι ουκ έστι πάντη όμοια, ώσπερ.ουδέ τα των άλλων Στωiκών τε και ποιητών και συγγραφέων. Έκαστος γαρ τις από μέρους του σπερματικού θείου Λόγου το συγγενές ορών καλώς εφθέγξατο»(31).
Το παράδειγμα του Ιουστίνου, που εδανείσθηκε και ενσωμάτωσε διάφορες έννοιες από την Ελληνική φιλοσοφία, ηκολούθησαν και άλλοι Χρισπανοί απολογητές, εκκλησιαστικοί συγγραφείς και πατέρες της Εκκλησίας. Ο έτερος απολογητής του δεύτερου αιώνα Αθηναγόρας ήτο καλά καταρτισμένος στην θύραθεν, την ελληνική γραμματεία. Στην απολογία του «Πρεσβεία περί Χριστιανών», ο Αθηναγόρας αναφέρεται στα έργα των Ελλήνων φιλοσόφων, ιστορικών και ποιητών. Εις την «Απολογίαν» του διακηρύττει τον Χριστιανικό μονοθεϊσμό και προσθέτει οτι οι Χριστιανοί δεν πιστεύουν τίποτε το διαφορετικό απ' ότι οι Έλληνες ποιητές από τον Ευριπίδη μέχρι τους Στωϊκούς. Εις την διδασκαλία του περί εσχατολογίας και αναστάσεως των νεκρών, ο Αθηναγόρας χρησιμοποιεί την τελεολογική θεωρία του Αριστοτέλη(32). Η «θεία πνοή» εις τον άνθρωπο είναι κοινή διδασκαλία Ελλήνων φιλοσόφων και Χριστιανισμού. Οι Έλληνες φιλόσοφοι εζήτησαν την αλήθεια στοχαστικά και εκινήθησαν «παρά της του Θεού πνοής» προσθέτει ο Αθηναγόρας(33).
Δεν είναι ολιγώτερον ελληνιστής, όσον και να υπερτιμά την Παλαιά Διαθήκη, ο τρίτος εκ των σημαντικών απολογητών Θεόφιλος, ο οποίος ομιλεί περί Θεού με Αριστοτελική αντίληψη. Ο Θεός είναι το πρώτον κινούν, θεός εκ του «τίθημι, θείην, θέτω εις κίνησιν», θεός ως ενέργεια και ενεργών, διό και από τα κτίσματα, την αρμονία και τάξη συμπεραίνει κανείς την σοφία, την πρόνοια, τις ενέργιες και το κάλος του
Δημιουργού. Η διαφορά μεταξύ του Χριστιανού θεολόγου και του Έλληνα φιλοσόφου, δηλαδή του Θεοφίλου και του Ηρακλείτου, είναι ότι διά τον Θεόφιλο, ο Λόγος του Ευαγγελίου προϋπήρχε ως ενδιάθετος Λόγος εντός του Θεού, που εν καιρώ έγινε προφορικός και ένσαρκος, ενώ στην ελληνική φιλοσοφία ο Λόγος είναι ο ίδιος Ύψιστος Θεός.(34)
Παρενθετικά προσθέτω ότι, όταν ερμηνευτές της Αγίας Γραφής εσχολίαζαν τον τρόπον οικονομίας του Θεού διά την σωτηρίαν της ανθρωπότητας, συνήθως αναφέροντο εις τους Ιουδαίους και τους Έλληνες, τους Έλληνες ως φυλή. Γράφουν ότι η δικαιοσύνη του Θεού αποκαλύπτεται προς σωτηρία των Ιουδαίων διά της πίστεως στον Μωσαϊκό νόμο. Η ίδια όμως δικαιοσύνη προς σωτηρίαν και διά τον Έλληνα αποκαλύπτεται διότι «εκ της του φυσικού εις την αυτήν Ιησού Χριστού πίστιν» είχεν, όπως γράφει ο Ακάκιος Καισαρείας (+366) (34a). Η φυσική αποκάλυψις; διά της αναζητήσεως και της φιλοσοφίας , της αρετής και του έμφυτου νόμου της συνειδήσεως οδηγούν στην σωτηρία.
Περιληπτικά προσθέτω, ότι ο Ιωάννης και ο Παύλος έθεσαν τα θεμέλια, οι Απολογητές ύψωσαν τα τείχη και μέχρι τα τέλη του τετάρτού αιώνος πατέρες όπως ο Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος ο Θεολόγος, Γρηγόριος Νύσσης, και εκκλησιαστικοί συγγραφείς όπως ο Ευσέβιος Καισαρείας, Απολινάριος Λαοδικείας και Απολινάριος ο νεώτερος, Συνέσιος ο Κυρηνείας και τινες άλλοι ετελείωσαν το Ελληνοχρισπανικόν οικοδόμημα και το εμπλούτισαν σε βαθμό που οι σχέσεις Ελληνισμού καί Χριστιανισμού θα συνεχιστούν ομαλά, αν και ποτέ δεν έλλειψαν οι προκλήσεις καί αντιπαραθέσεις,
όπως συνέβη τον όγδοον, τον ενδέκατο και τον δέκατον πέμπτον αιώνα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
16. - Raymond Ε Brown, S.J., The Gospel According to John Ι-ΧΙΙ, 2nd ed. New York 1958, σσ. 314-318
17. - Η βιβλιογραφία επί του θέματος είναι μεγάλη και προέρχεται τόσον από Ιουδαίους θεολόγους και ερευνητές όσον και από Χριστιανούς και μη. Βλέπε τα βιβλία του Martin Hengel, Judaism and Hellenism, two volumes, Fortress Press, Philadelphia 1981, μετάφρασις από τα γερμανικά υπό του John Bowden, του ιδίου The `Hellenization' of Judaea in the First Century after Christ, SCM Press, London 1989. Victor Tchericover, Hellenistic Civilization and the Jews, Atheneum, New York 1977. Elias J. Bickerman, The Jews in the Greek Age, Harvard University Press, Cambridge, Mass 1988.
18. - F.E. Peters, The Harvest of Hellenism, Simon and Schuster, New York 1970, σσ.261-308, 480-507
19. - Brown, εργ. μνημ.,σσ 466-470
20. - Peters, εργ. μνημ., σσ. 614-646
21. - Βασιλείου Χ. Ιωαννίδου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, Εν Αθήναις 1960. σσ.85-87. Π.Ν.Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις το κατά Μάρκον Ευαγγέλιον, Αθήναι 1951, σσ 11-12. Frederick C. Grant, "The Gospel According to Mark: Introduction and exegesis", in the series The Interpreter's Bible, vol. 7, Abington Press, New York 1951, σσ. 631-633
22. - H.J. Cadbury, The Beginnings of Christianity, ed. By F.J. Foakes-Jackson and Κ. Lake. London 1933. σ.59
23. - Αισχύλος, Προμηθεύς Δεσμώτης, 1.323. Αισχύλος, Αγαμέμνων, 11.1624
24. - Helmut Η. Koester, "Paul and Hellenism," in The Bible in Modern Scholarship, ed. by J. Philip Hyatt. Nashville 1965. σ. 187
25. - Adolf Deissmann, Ρaul, a Study in Social and Religious History. New York 1957. σσ. 77-78
26. - Ισοκράτης, Προς Δημόνικον, 4
27. - Richard J. Bauckham, The Oxford Companion to the Bible. New York 1993, σ. 588. Gerhard Kittel and Gerhard Friedrich, editors, Theological Dictionary of the New Testament, translated by Geoffrey W. Bromiley, vol. ΙΧ. Grand Rapids, Mich. 1974, σ. 275
28. - Πλάτων, Πρωταγόρας, 322α
29. - Ειρηναίος, Έλεγχος και Ανατροπή της Ψευδωνύμου Γνώσεως. Έκδοσις της Αποστολικής Διακονίας. Στην σειρά Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων, τόμος 5ος. Αθήναι 1955
30. - Ιουστίνου Μάρτυρος, Απολογία Α', 46. Έκδοσις της Αποστολικής Διακονίας στην σειρά Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων, τόμος 3ος, Αθήναι 1955, σ.186
31. - Του ιδίου, Απολογία Β', 31, ενθ. ανωτ. σ. 207
32. - Π. Γ. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τόμος Β'. Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1978. σ.579
33. - Αθηναγόρα, Πρεσβεία περί Χριστιανών, 7. Έκδοσις της Αποστολικής Διακονίας στην σειρά Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων, τόμος 4ος, Αθήναι 1955. σ. 286
34. - Χρήστου, εργ. μνημ., σσ. 594-598
34a. - Ακάκιος Καισαρείας, Σχόλια εις την προς Ρωμαίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου, έκδ. Κ. Staab, Pauluskommetare aus der griechischen Kirche (1933) σσ.53-56
|