Δημήτριος Κωνσταντέλος
Μαρτυρίες για την Ταυτότητα των Βυζαντινών και των Ρωμιών σε Ελληνικές Πηγές
[Από το περ. 'Πεμπτουσία' τεύχ. 7, 8, 9 Δεκέμβριος 2001 - Νοέμβριος 2002]
Η ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ και η αντίληψις που έχει ένα έθνος για τον εαυτό του και τις αξίες του είναι προϊόντα της μνήμης που διατηρεί από την ιστορία του και την πολιτιστική εμπειρία πού κατέχει και ζει.
Η μνήμη του αρχαίου Ελληνισμού από τη Μυκηναϊκή εποχή καί τους μυθικούς χρόνους ως την εποχή των Ελληνιστικών χρόνων και της Ρωμαϊκής κυριαρχίας ήταν ζωντανή καθ' όλη τη βυζαντινή χιλιετία. Οι Βυζαντινοί δεν γνώρισαν ποτέ διακοπή στην ιστορία του Ελληνισμού. Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούνταν ειδωλολάτρες μεν, πλην όμως πρόγονοι. Η αυτοσυνειδησία των Βυζαντινών είχε διαμορφωθεί από τη μελέτη των ιστορικών -του Ηροδότου, του Θουκυδίδη, του Ξενοφώντα, του Πολυβίου, του Πλουτάρχου, - των ποιητών και φιλοσόφων - του Ομήρου, του Σοφοκλή, του Σωκράτη, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, των ιατρών και επιστημόνων -Ιπποκράτη, Γαληνού, Αρίσταρχου, Ήρωνα, Στράβωνα, Πτολεμαίου και άλλων των κλασσικών και μεταγενεστέρων χρόνων.
Η εικόνα που είχαν εκείνοι που κατοικούσαν στο ελληνόφωνο ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας για τον εαυτό τους ήταν μία σύνθεση αποτελούμενη από τη γλώσσα που μιλούσαν, τη γραμματεία που μελετούσαν, την παιδεία που διδάσκονταν και την ελληνική χριστιανική θρησκεία που λάτρευαν, στοιχεία που τους συνέδεαν αδιάκοπα με τους αρχαίους προγόνους τους.
Γνώμες Έγκριτων Ιστορικών
Υπό αυτές τις προϋποθέσεις o διάσημος Ούγγρος Ελληνιστής Ιούλιος Μοράβσικ γράφει ότι είναι προτιμότερο να μιλάμε για Ελληνολογία παρά για Βυζαντινολογία. Το ουσιαστικό «Ελληνολογία» πιο περιεκτικά και ιστορικώς με περισσότερη ακριβολογία εκφράζει τον χαρακτήρα και το ήθος του βυζαντινού κράτους καί πολιτισμού.(1)
Αλλά ο Μοράβσικ δεν ήταν ο μόνος που συνιστούσε την αντικατάσταση του ονόματος «Βυζαντινολογία» με το «Ελληνολογία» και «Ελληνισμός των μέσων αιώνων». Ο Γεώργιος Οστρογκόρσκι, ένας από τους σημαντικότερους μελετητές της υπό συζήτηση περιόδου, στο τέλος του πρώτου μέρους της Ιστορίας του γράφει ότι τώρα μπορούμε να ομιλούμε για την ιστορία της Μεσαιωνικής Ελληνικής Αυτοκρατορίας. Και ο προ ολίγων μηνών αποθανών Ρώσσος Αλέξανδρος Καζντάν σε μια πολύ σημαντική μελέτη του με θέμα «Συνέχεια και Ασυνέχεια στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία» τονίζει ότι η Αυτοκρατορία ήταν ελληνική, αν και περιείχε μερικές μειονότητες, Αρμενίους, Ιταλούς, Σλάβους. Περιορίζομαι σε τρεις μαρτυρίες μη Ελλήνων ιστορικών και φιλολόγων,(2) οι οποίοι δεν νομίζω ότι έπασχαν από ελληνικό πατριωτικό εθνικισμό, όπως θα χαρακτηρίζονταν μερικοί από μας αν θα λέγαμε το ίδιο πράγμα.
Οι όροι Ρωμαίος-Γραικός
Είναι γνωστό, βέβαια, ότι αυτοί που σε σχολικά εγχειρίδια άκριτα ονομάζονται «Βυζαντινοί» αυτοπροσδιορίζονταν ως Ρωμαίοι, δηλαδή πολίτες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Και τούτο γιατί γι' αυτούς η Ρωμαϊκή
Αυτοκρατορία δεν καταστράφηκε με την πτώση της Ρώμης. Το διάταγμα του Καρακάλλου το 212, δια του οποίου όλοι οι ελεύθεροι κάτοικοι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας πολιτογραφήθηκαν ως Ρωμαίοι πολίτες, είχε αποφασιστική σημασία για τη «ρωμανοποίηση» του Ελληνισμού.
Αλλά, ενώ οι πολίτες της νέας αυτοκρατορίας θεωρούσαν τους εαυτούς τους Ρωμαίους, γι' αυτό και Ρωμιοί και Ρωμιοσύνη, επειδή το κράτος τους ήταν μια συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οι γειτονικοί και άλλοι λαοί [Λατίνοι, Φράγκοι, Ρώσοι, Αρμένιοι, Γεωργιανοί, Χάζαροι, Εβραίοι] τους ονόμαζαν Γραικούς [Έλληνες] και Γιουνάνι, Γιαβάνι [Ίωνες]. Ενώ οι «Βυζαντινοί» καλούσαν το κράτος τους «Βασίλειον των Ρωμαίων» οι ξένοι λαοί το ονόμαζαν Γραικία ή Γιουναστάν ή Γιοβάν [Ιωνία].
Το όνομα «Γραικός», το οποίο κατά τον Αριστοτέλη, Απολλόδωρο, το χρονικό της Πάρου και άλλες αρχαίες πηγές είναι αρχαιότερο του «Έλληνας»,(3) χρησιμοποιούνταν περιστασιακά και από τους Βυζαντινούς για λόγους αυτογνωσίας. Τις περισσότερες όμως φορές χρησιμοποιούνταν για να δηλωθεί η παιδεία, η γλώσσα, η πολιτισμένη παράδοση. Με μερικές• μόνο εξαιρέσεις, όλοι οι ξένοι λαοί χρησιμοποιούσαν τις λέξεις «Γραικοί» και «Γραικία» για να δηλώσουν τον Έλληνα και την Ελλάδα, η οποία κατ' αυτούς ταυτιζόταν με την Βαλκανική χερσόνησο και την Μικρασία. Κατά κανόνα οι μη ελληνικές πηγές αναφερόμενες στον εθνικό ελληνικό χαρακτήρα δεν κάνουν διάκριση μεταξύ αρχαίων, μη χριστιανών, και χριστιανών Ελλήνων.
Η μέγιστη πλειονότητα αυτών των ίδιων των Βυζαντινών είχαν συνείδηση της αδιάσπαστης ενότητάς τους με τους αρχαίους Έλληνες, ειδωλολάτρες μεν, όπως προείπαμε, πλην όμως προγόνους. Αν και μετά τον τέταρτο αιώνα το εθνικό όνομα «Έλλην» είχε χάσει το αρχικό νόημά του και ταυτίστηκε με το «ειδωλολάτρες», το «Γραικός» και το «Ίωνας» επεβίωσαν ως εθνικά και συνώνυμα ονόματα και χρησιμοποιούνταν από τους γειτονικούς λαούς, της Δύσεως και της Ανατολής του Βορρά και του Νότου. Ο Πρίσκος, ιστορικός του 5ου μ.Χ. αιώνα, γράφει ότι καθ' ον χρόνον ήτο απεσταλμένος πρέσβυς στην Αυλή του Αττίλα συνήντησε κάποιον ενδεδυμένον Σκυθικά που μιλούσε Ελληνικά. Όταν ο Πρίσκος τον ρώτησε που είχε μάθει την ελληνική, εκείνος χαμογέλασε και είπεν: «Είμαι Γραικός εκ γενετής».(4)
Ο Θεόδωρος Στουδίτης
Δεν ήταν ασύνηθες στους μεταγενέστερους Βυζαντινούς συγγραφείς να χρησιμοποιούν το «Γραικός» ή «Γραικοί» ή και το «Έλληνας» ακόμη για να αναφερθούν στους γηγενείς της Αυτοκρατορίας. Ολίγα μόνο παραδείγματα. Σε γράμμα του στο πνευματικό του παιδί Ναυκράτιο, ο Θεόδωρος Στουδίτης [759-826] εκφράζει τη λύπη του για κάποιο μοναχό ονόματι Ορέστη που λιποτάκτησε στους εικονομάχους και τον ενθαρρύνει να μείνει πιστός στις αρχές του «χάριν της δόξης του Χρίστου υπέρ ου δονείται η ταπεινή Γραικία μάλα».Η Γραικία εδώ, η οποία συνταράσσεται πολύ από την εικονομαχία, είναι ολόκληρη η βυζαντινή αυτοκρατορία, όπως την περιγράφουν και μη ελληνικές πηγές της ιδίας εποχής.
Σε παρηγορητική του επιστολή στην ηγουμένη Ευφροσύνη της Μονής Κλουβίου, ο Θεόδωρος ομιλεί για στρατηγίες και δημαγωγίες «και εν Αρμενία και εν Γραικία». Η δυτικά της «αφ' ηλίου ανατολών» Αρμενίας Γραικία δεν είναι άλλη ειμή η βυζαντινή αυτοκρατορία. Οι γηγενείς ή όλοι οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας ονομάζονται Γραικοί από τον διάσημο ηγούμενο της Μονής Στουδίου. Σε επιστολή του στον ασηκρήτη Στέφανο, ο Θεόδωρος θρηνεί την εικονομαχική πολιτική του αυτοκράτορα Λέοντα του Δ' [775-780] και ιδιαίτερα τις διώξεις εναντίον των εικονοφίλων πού εξαπέλυσε το 780.
Αποκαλεί τον αυτοκράτορα αντίχριστο προ του Αντιχρίστου και εκφωνεί: «Ακούσατε πάντα τα έθνη, ενωτίσασθε πάντες οι κατοικούντες την οικουμένην τι γέγονεν εν Γραικοίς».(5)
Κατά τον δέκατο αιώνα στην περιγραφή της ανωμαλίας και αναταραχής που προκάλεσε η Σλαβική ομάδα εγκατεστημένη στην περιοχή των Πατρών, ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος γράφει ότι οι Σλάβοι κατ' αρχήν λεηλάτησαν τις κατοικίες των γειτόνων τους Γραικών και κατόπιν πήγαν εναντίον της πόλεως των Πατρών.(6)
Η Άννα Κομνηνή
Το «Έλλην» ως εθνικό όνομα και όχι συνώνυμο του «ειδωλολάτρης» χρησιμοποιείται από την Άννα την Κομνηνή [1083-1154] και άλλους μεταγενέστερους συγγραφείς. Όταν γράφει για το τόξο τσάγγρα η Άννα τονίζει ότι το τόξο αυτό είναι άγνωστο στους Έλληνες και αναφέρεται στους συγχρόνους της Έλληνες κι όχι τους αρχαίους. Όταν η Άννα Κομνηνή καυχάται για την αρχαία κλασσική της παιδεία ομιλεί ως γνήσια απόγονος των Ελλήνων και όχι ως αλλοδαπή που διδάχθηκε την ελληνική ως ξένη γλώσσα. Γράφει για την πατρίδα της. Επαινεί την ελληνικώτατη προφορά που είχε ο Ιωάννης Ιταλός σαν να είχε έλθει στην «πατρίδα μας» και να είχε εκμάθει την ελληνική από παιδικής ηλικίας.(7)
Ο Μιχαήλ Ψελλός
Ο Μιχαήλ Ψελλός, ο «ύπατος των φιλοσόφων», κατά τον ενδέκατο αιώνα [1018-1081] είχε ελληνικότατη συνείδηση. Όταν κατακρίνει τον ιστορικό Ηρόδοτο, διότι έγραφε κολακευτικά λόγια για τους Πέρσες και προσβλητικά για τους Έλληνες, ο Ψελλός γράφει σαν να προσεβλήθη ο ίδιος, αφού ο Ηρόδοτος προσέβαλε τους προγόνους του.(8)
Ολίγες ακόμη μαρτυρίες από ελληνικές πηγές επαρκούν για να επιβεβαιώσουν το έγκυρο των απόψεων μας ότι το «Γραικός» και το «Έλλην» ως εθνικά ονόματα χρησιμοποιούνταν από τους Βυζαντινούς συγγραφείς όσες φορές το καλούσαν οι περιστάσεις.
Ο Θεοφάνης ο ομολογητής
Ο Θεοφάνης ο ομολογητής και ο Πλήθων ο Γεμιστός, ο πρώτος του 8ου καί 9ου αιώνα και ο δεύτερος του 14ου είναι περισσότερο συγκεκριμένοι στον προσδιορισμό του όρου «Γραικός» και «Έλληνας». Ο Θεοφάνης, που έγραψε στις αρχές του 9ου αιώνα, διηγείται ότι όταν πρεσβεία από την Κωνσταντινούπολη μετέβη στην Αυλή του Καρλομάγνου για να ζητήσει την κόρη του Ερυθρώ ως σύζυγο του Κωνσταντίνου του 6ου άφησε πίσω τον διδάσκαλο και μοναχό Ελισσαίο για να διδάξει στην Ερυθρώ τη γλώσσα και την παιδεία των Γραικών και τους νόμους της Ρωμαϊκής Πολιτείας. Για τον Θεοφάνη ο λαός, η γλώσσα, η παιδεία είναι Γραικοί και Γραικικοί.(9)
Κατά τον δωδέκατο αιώνα οι αδελφοί Μιχαήλ και Νικήτας Χωνιάται ή Ακομινάτοι κάμνουν ευρεία χρήση των ονομάτων «Έλληνες» και «Ελλάς», ενίοτε δε και «Γραικοί», ως εθνικά ονόματα, όχι μόνο με αναφορά στην κλασσική αρχαιότητα, αλλά ως ονόματα της σύγχρονης εποχής τους. Ο Νικήτας γράφει για «Έλληνες άνδρες» και ονομάζει τις πόλεις που κατακτήθηκαν από τους εχθρούς «ως πόλεις όλας ελληνίδας». Ο δε πρεσβύτερος αδελφός του Μιχαήλ, που έγινε και αρχιεπίσκοπος Αθηνών, θρηνεί την παρακμή των Ελλήνων λόγω των Λατινικών κατακτήσεων με τις Σταυροφορίες.(10)
Κατά τον 13ο αιώνα μέχρι το τέλος της Αυτοκρατορίας οι όροι «Έλληνες» και «Ελλάς» γίνονται περισσότερο κοινόχρηστοι. Επί παραδείγματι ο αυτοκράτορας Ιωάννης Γ' Βατάτζης σε επιστολή του στον Πάπα Γρηγόριο τον ενδέκατο βλέπει τον εαυτό του να βασιλεύει σε γένος των Ελλήνων και ότι «εν τω γένει των Ελλήνων ημών η σοφία βασιλεύει και ως εκ πηγής εκ ταύτης πανταχού ρανίδες ανέβλυσαν».(11)
Είναι γνωστόν ότι, με βάση τη γλώσσα και την παιδεία, ο τελευταίος σημαντικός φιλόσοφος του Βυζαντίου Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός χαρακτηρίζει τους κατοίκους της φθινούσης αυτοκρατορίας «Έλληνες».(12) Με βάση λοιπόν την γλώσσα που μιλούσαν, τα γράμματα που διδάσκονταν, την ιστορική μνήμη που καλλιεργούσαν και την αυτοσυνειδησία που κατείχαν οι γνήσιοι Βυζαντινοί ήσαν Γραικοί, Έλληνες και Ρωμηοί, όροι συνώνυμοι. Η αντίληψις που είχαν για τον εαυτό τους ενισχύεται από την γνώμη που είχαν και οι γείτονες της αυτοκρατορίας. Αλλά επ' αυτού στο επόμενο κεφάλαιο.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. - Byzantion, τομ.25 (1965), σσ. 291-301.
2. - George Ostrogorsky, History of the Byzantine State μετάφρ. στα Αγγλικά Joan Hussey (New Brunswick, N. J. 1969), σ. 86. Alexander Kazhdan and Antony Cutler, "Continuity and Discontinuity in Byzantine History", Byzantion τόμ. 32 (1982), σ. 465.
3. - Αριστοτέλης, Μετεωρολογία 1:14. Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη 1:49. Χρονικόν Πάρου Α 6, 10-12, επ. Felix Jacoby, Das Marbor Parium (Berlin, 1904), 4, βλ. ιδιατέρως σσ. 36-38,138.
4. - Πρίσκος Πανίτης, Fragments, επ. C. Müller, Fragmenta Historicum Graecorum, 4 (Paris 1868), σσ. 69-110, κυρίως σ. 86.
5. - Θεοδώρου Στουδίτου, Επιστολές 145, 458, 419, έκδοσις Georgios Fatouros, Theodori Studitae Epistulae 2, τόμοι (Walter de Gruyter: Berolini 1991) σσ. 261, 652,587.
6. - Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν, κεφ. 49. Επ. Gy. Moravcsik και μετάφρ. Β. J. Η. Jenkins, Constantine Porphyrogenitus, De Administrando Imperio (Budapest, 1949), σσ. 228-232.
7. - Άννα Κομνηνή, Αλεξιάδα, Βιβλ. 10, κεφ. 8, Πρόλογος 4-5, Βιβλ. 5, κεφ. 5, Βιβλ. 10, κεφ. 9.
8. - Μιχαήλ Ψελλός, Χρονογραφία, Κωνσταντίνος IX. 24.
9. - Θεοφάνης, Χρονογραφία AM 6274, επ. C. de Boor, Theophanis Chronographia (Lipsiae, 1883) τόμ. Ι, σ. 455.
10. - Νικήτας Χωνιάτης, Βασιλεία Ανδρονίκου του Κομνηνού, έκδ. loanness Α.. Van Dreien (Berlin 1975), σσ. 301, 496, 502, 401, 477 et all. Μιχαήλ Ακομινάτος Χωνιάτης, Τα Σωζόμενα, έκδ. Σπυρίδωνος Π. Λάμπρου, 2 τομ. (Αθήναις 1880), 1:100, 183,2:292.
|