Αριστείδη Πανώτη
«Το Συνοδικόν της εν Ελλάδι Εκκλησίας»
Ιστορική θεώρηση της Εκκλησίας της Ελλάδος
Εκδόσεις: Αθ. Σταμούλη, Αθήνα 2008
Παρουσίαση: Μ. Γ. Βαρβούνης
Η ελληνική θεολογική βιβλιογραφία έχει πολλές αναφορές στην Ιστορική πορεία της Εκκλησίας της Ελλάδος, τόσο επίτομες όσο και σε μορφή επιστημονικών άρθρων και ανακοινώσεων. Κάθε νέα εργασία για το ζήτημα αυτό, αποτελεί ξεχωριστό γεγονός για τη θεολογική και την Ιστορική γραμματεία μας, καθώς φέρνει στο φως νέα στοιχεία, και προβάλλει νέες απόψεις και νέες ερμηνείες για τα γεγονότα πού διαμόρφωσαν την εκκλησιαστική ζωή στον τόπο μας.
Στη σχετική βιβλιογραφία υπάρχουν εκδόσεις, προϊόντα πολύμοχθης διερεύνησης και μακροχρόνιας ενασχόλησης, που κυριολεκτικώς αφήνουν εποχή, και αποτελούν ορόσημα για την μελλοντική ερευνητική εργασία άλλων συγγραφέων. Στην κατηγορία των θεμελιωδών αυτών έργων οπωσδήποτε ανήκει και ο τόμος «Το Συνοδικόν. Επίτομη Ιστορία της εν Ελλάδι Εκκλησίας κυρίως ως κληματίδας του Οικουμενικού Πατριαρχείου», του Άρχοντος Μ. Ιερομνήμονος και εξέχοντος συγγραφέως του Οικουμενικού Θρόνου κ. Αριστείδη Πανώτη. Ο τόμος, που αποτελεί το πρώτο μέρος ενός ευρύτερου έργου και καλύπτει το χρονικό διάστημα 50 μ.Χ. ως 1850, αποτελείται από 631 μεστές και καλοτυπωμένες σελίδες, έχει δε εκδοθεί (Αθήνα 2008) από τον γνωστό εκδοτικό οίκο του κ. Αθ. Σταμούλη, σε μία καλαίσθητη και δεμένη έκδοση, που μαρτυρεί μεράκι και μαστοριά τυπογραφική.
Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στους αείμνηστους Μητροπολίτες του Οικουμενικού Θρόνου, Περγάμου Αδαμάντιο (1909-1958), Ικονίου Ιάκωβο (1916-1965) και Χαλκηδόνος Μελίτωνα (1913-1989), και μετά τον πρόλογο (σ. 13) και την εισαγωγή (σ. 21) διαιρείται σε τέσσερα μέρη. Το πρώτο και το δεύτερο μέρος αφιερώνονται στην πρώτη περίοδο της ιστορίας της εν Ελλάδι Εκκλησίας, που καλύπτει το διάστημα ως και την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς Τούρκους, το 1453. Το δε τρίτο και τέταρτο μέρος συναποτελούν την Ιστορία της Εκκλησίας εν Ελλάδι μετά την άλωση, και κυρίως μετά το 1821 και την μονομερή ανακήρυξη του Αυτοκέφαλου, ως το 1850. Ο τόμος κατακλείεται με την εξαγωγή συμπερασμάτων (σ. 627).
Ο συγγραφέας του έργου έχει σπουδάσει θεολογία στην Αθήνα και στο Παρίσι, και έχει διδάξει ο καθηγητής επί πολλά έτη την Ιερά επιστήμη, ενώ διατέλεσε και αρχισυντάκτης της μοναδικής και σπουδαιότατης Θρησκετικής και Ηθικής Εγκυκλοπαίδειας (1962-1968). Σύμβουλος και συνεργάτης των αοιδίμων Οικουμενικών Πατριαρχών Αθηναγόρα Α' και Δημητρίου Α', ως επίσης και της Α.Θ.Π του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, αποτελεί τον πρεσβυγενή Άρχοντα Όφφικίαλο του Οικουμενικού Θρόνου, καθώς χειροθετήθηκε το 1967. Το επιστημονικό έργο του περιστρέφεται περί τις σχέσεις των Πατριαρχείων Παλαιάς και Νέας Ρώμης, τις διορθόδοξες και τις διεκκλησιαστικές σχέσεις, ενώ έχει και μεγάλο εκλαϊκευτικό έργο, θεωρούμενος από τους πλέον έγκυρους γνώστες των εκκλησιαστικών πραγμάτων σήμερα. Για τους λόγους αυτούς έχει τιμηθεί με πολλά εκκλησιαστικά παράσημα και διακρίσεις, από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, αρχιεπισκοπές, μητροπόλεις, αλλά και από τον Πάπα Παύλο Στ '.
Ο στέρεος αυτός οπλισμός, είναι ευδιάκριτος και στις σελίδες της μετά χείρας μελέτης. Με βάση την υπάρχουσα έγκυρη βιβλιογραφία, αλλά και πολλές πηγές, τις οποίες κατέχει και κριτικά αντιμετωπίζει και διασταυρώνει, ο κ. Αρ. Πανώτης περιγράφει και σκιαγραφεί την πορεία του χριστιανισμού στον ελληνικό χορό, αλλά και ευρύτερα στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, από τους χρόνους του Ιησού Χριστού ως το τέλος της πρώτης χιλιετίας (σ. 35-307). Η διάδοση του χριστιανισμού στον ελλαδικό χορό, το κήρυγμα του Αποστόλου των Εθνών Παύλου, οι χριστιανικές κοινότητες της Κορίνθου και της Μήλου, οι διωγμοί και οι πρώτες Οικουμενικές Σύνοδοι, η παγίωση του πολιτεύματος της Εκκλησίας, ο θρίαμβος της Ορθοδοξίας στην Ανατολή και η παλαιά Ελλάδα από την πνευματική και ποιμαντική σκέπη της Νέας Ρώμης, αποτελούν τους κυριότερους σταθμούς στην διαγραφή της μεγάλης και θαυμαστής αυτής πορείας.
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου (σ. 307-344) είναι αφιερωμένο στα εκκλησιαστικά γεγονότα από το 1000 ως το 1453, με ιδιαίτερη μάλιστα αναφορά στην άλωση της Πόλης το 1204, και τη συνακόλουθη εξορία του Πατριαρχείου στη Νίκαια, ως το 1261, οπότε ή Κωνσταντινούπολη ανακαταλαμβάνεται, και η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ανασυστήνεται. Πρόκειται για τον κύριο κορμό της βυζαντινής περιόδου, κατά την οποία εδραιώνεται και διαμορφώνεται η εκκλησιαστική κατάσταση στον ελλαδικό χορό, αλλά και παγιώνεται η άμεση πνευματική και ποιμαντική σχέση της εν Ελλάδι Εκκλησίας με τον πάνσεπτο Οικουμενικό Θρόνο της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας, της Κωνσταντινουπόλεως.
Στο τρίτο μέρος (σ. 345-469) μελετάται συστηματικά ο ρόλος και η οργάνωση της Μεγάλης Εκκλησίας ως ψυχής και κιβωτού του Γένους, κατά την περίοδο της οθωμανικής κατακτήσεως. Τα προνόμια του Γένους και τα επάλληλα επαναστατικά γεγονότα, η παγίωση του συστήματος του κοινοτισμού και η εθναρχική πολιτική και δράση της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας περιγράφονται και εκτιμώνται ακριβοδίκαια, στις πραγματικές τους διαστάσεις, αφού πράγματι διαμόρφωσαν θεσμούς, νοοτροπίες και αντιλήψεις, και καθόρισαν απολύτως τη μορφή, την πνευματική φυσιογνωμία και την ταυτότητα της Ρωμιοσύνης. Όλες αυτές οι διαδικασίες, που οδήγησαν σε αποτελέσματα και σήμερα ορατά, σκιαγραφούνται και εκτιμώνται αριστοτεχνικά από τον συγγραφέα του βιβλίου.
Με το τέταρτο μέρος (σ. 470-626) αρχίζει η αφήγηση της καθαυτό ιστορίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, που θα κορυφωθεί στον εναγωνίως προσδοκώμενο δεύτερο τόμο του έργου. Κι αυτό επειδή εδώ ο συγγραφεύς διαπραγματεύεται την συμβολή της Εκκλησίας κατά την Επανάσταση του Γένους (1821-1833), τη θέση της θρησκείας στη συντεταγμένη νέα ελληνική Πολιτεία και κατά την διακυβέρνηση του Ιωάννη Καποδίστρια, το «αυτόβουλο» ελλαδικό σχίσμα (1833-1850) και τα σχετικά με αυτό: το σχέδιο «χειραφετήσεως» της Εκκλησίας, τα γεγονότα που οδήγησαν στην αυθαίρετη ελλαδική εκκλησιαστική «αυτονόμηση», την «καταδούλωση» της εν Ελλάδι Εκκλησίας, την διασπάθιση της εκκλησιαστικής περιουσίας, την διαμάχη πολιτειοκρατικών και παραδοσιακών, τον «Θεοσεβισμό» του Θεόφιλου Καΐρη (1784-1853), την «λουθηροκαλβινική» παρεμβολή, την αφετηρία των ελληνικών θρησκευτικών οργανώσεων και το αδιέξοδο της αυθαίρετης διαστάσεως της εν Ελλάδι Εκκλησίας από την Μητέρα Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως.
Όλα αυτά περιγράφονται με γλαφυρότητα λόγου και σαφήνεια, κυρίως δε με τη χρήση τέτοιου υποστηρικτικού υλικού, ώστε να αποτελούν στέρεα συμπεράσματα μιας πολύχρονης και πολύμοχθης κριτικής επιστημονικής ενασχολήσεως. Ο πρώτος τόμος κλείνει με την δεκαεπτάχρονη «ακοινωνησία» της εν Ελλάδι Εκκλησίας, που κάποτε προσείλκυσε το πολιτειακό ενδιαφέρον, ώστε να επιχειρηθεί η επιστροφή στην κανονικότητα, που εκφράζεται και εκπροσωπείται μόνον από τον Πρωτοκορυφαίο για την Ορθοδοξία πάνσεπτο Οικουμενικό Θρόνο.
Και είναι ευχής έργον ότι ο κ. Αρ. Πανώτης γνωρίζει τόσο καλά βιβλιογραφία και πηγές, ώστε να μπορεί με νηφαλιότητα και έγκυρο επιστημονικό λόγο να περιγράφει μία περίοδο οπωσδήποτε ταραγμένη, που έχει αφήσει μέχρι σήμερα τα υπολείμματά της στη σύγχρονή μας ελλαδική εκκλησιαστική και πνευματική πραγματικότητα. Και βεβαίως αναδεικνύεται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου η αποστολική γραμμή και παράδοση πού συνδέει άρρηκτα την Εκκλησία της Ελλάδος με τη Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, εις το διηνεκές.
Με πολλή σοφία ο συγγραφεύς στον πρόλογο του έργου του (σ. 13-14) τονίζει ότι το έργο δεν αφορά τόσο τους ψύχραιμους γνώστες της ιστορίας, όσο εκείνους που συχνά επιχειρούν να αναβιώσουν προβλήματα και διαφωνίες, πάντοτε με τρόπο ανιστόρητο, και συχνότατα με σκοπούς ιδιοτελείς. Και φυσικά, παρόμοια έργα συντελούν ώστε να αποκαθίσταται η πραγματική γαλήνη, που έχει ανάγκη το χριστεπώνυμο πλήρωμα σε καιρούς χαλεπούς -όπως οι δικοί μας- ώστε η Εκκλησία να ολοκληρώνει τη σωτηριώδη αποστολή της στον κόσμο, μακριά από την τύρβη και την ταραχή πρόσκαιρων επιδιώξεων και πρόχειρων αποφάσεων. Όπως άλλωστε ο κ. Αρ. Πανώτης τονίζει (σ. 17) είναι η συνοδικότητα που συχνά προφυλάσσει το σκάφος της Εκκλησίας από κλυδωνισμούς και κινδύνους, γεγονός πού απεικονίζεται και στον τίτλο πού επέλεξε για το σύγγραμμά του.
Η ιδέα της παρουσιάσεως της ιστορίας της εν Ελλάδι Εκκλησίας απ' αρχών έως σήμερα, και υπό το πρίσμα των σχέσεών της προς την Μητέρα Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, είναι ευρηματική και πρωτότυπη, δίνει δε στο όλο έργο τον χαρακτήρα πραγματικής ανεπανάληπτης συμβολής στην εκκλησιαστική ιστορία μας. Θέτει ακριβώς το δάκτυλον «επί τον τύπον των ήλων», και πραγματοποιείται υπό τη μύχια σκέψιν του σωφρονισμού, δια της ιστορικής γνώσεως, όλων όσοι θα ήθελαν και στο μέλλον να δημιουργηθούν προβλήματα, παρόμοια των οποίων προσφάτως βιώσαμε. Σε κάθε περίπτωση, η σαφής και ακριβής ιστορική γνώση, ιδίως όταν αυτή συνδυάζεται με γνήσιον εκκλησιαστικόν φρόνημα και φόβον Θεού, αποτελεί το καλλίτερο αλεξιτήριο παρομοίων εξελίξεων. Και αυτός είναι βεβαίως ό τελικός σκοπός της συγγραφής.
Δεν γνωρίζω τις προθέσεις του συγγραφέως περί της συνεχείας, οπωσδήποτε όμως μία συγκεντρωτική βιβλιογραφία στο τέλος του όλου έργου και ένα τελικό -στον τελευταίο τόμο- αναλυτικό ευρετήριο ονομάτων και πραγμάτων μεγάλως θα διευκόλυναν τον ερευνητή του μέλλοντος. Σε κάθε πάντως περίπτωση, το βιβλίο αυτό διακρίνεται για το υψηλότατο επιστημονικό του επίπεδο αλλά και για την πρωτοτυπία της συμβολής του στην γενική εκκλησιαστική ιστορία μας.
|
|
|