|
Δημήτρης Πηκιώνης - Κείμενα |
Παναγιώτης Τέτσης
Πρόλογος
Η ΕΥΡΥΧΩΡΗ τραπεζαρία, ομφαλός της κατοικίας της οδού Βιζυηνού 16, χώρος διασταυρώσεως προς τους άλλους του σπιτιού· των δωματίων προς τα δεξιά, του γραφείου - εργαστηρίου - σχεδιαστηρίου του Πικιώνη προς τα αριστερά και πλάι πιο πίσω, πάλι στο αριστερό, του μικρού κομψού σαλονιού· αλλά πάνω απ' όλα τόπος μεσημεριανής συνελεύσεως της μη συμπληρωμένης ακόμα εξαμελούς τότε οικογενείας --η Αγνή βρισκόταν στην κοιλιά της Κυρίας Αλεξάνδρας-- και ενός ή δύο ομοτράπεζων, τακτικότερου του Klaus, του κατά κανόνα άψιλλου Vrieslander που ήξερε πως τον περιμένει λιτό αλλά εύγευστο γεύμα μαγειρεμένο από τα χέρια της Κυρίας Πικιώνη.
Εντύπωση ενός δεκαπενταετούς εφήβου. Ιανουάριος ή Φεβρουάριος του 1941· εποχή πολέμου.
Και συμπληρώνεται η εικόνα: Στον ελεύθερο τοίχο μεταξύ γραφείου και διαδρόμου υπνοδωματίων, στον πιο μεγάλο της τραπεζαρίας, εκεί που δεν παρεμβάλλονται ανοίγματα, στη μέση μία servante και πάνω απ' αυτήν μια narure morte του Χατζηκυριάκου. Πλάι, αριστερά και δεξιά ανά δύο τοπία μικρών διαστάσεων, έργα του Πικιώνη. Έργα μιας ωραίας ζωγραφικής και αντιλήψεως η οποία πλησίαζε εκείνη του Cézanne και την οποία θα ήθελα τότε να μπορούσα να προσεγγίσω και να την φτάσω.
Αυτά τα τέσσερα έργα βλέπαμε για χρόνια στα μετέπειτα, όπως και κάποια από τα λαϊκά του, τόσον εμείς, φίλοι και επισκέπτες, όσο και τα παιδιά του. Δεν γνωρίζαμε τίποτε περισσότερο για τη ζωγραφική του πέρα από εκείνα τα έργα, Την πλάθαμε στη φαντασία· τη φέρναμε μπρος τα μάτια μας από έργα που δεν βλέπαμε γιατί τις αντιλήψεις στις οποίες είχε καταλήξει, πρέσβευε και ανάπτυσσε με σαφήνεια --κι ας πρότεινε συχνά το "νομίζω", σαν καλός παιδαγωγός-- σοφά τις είχε διοχετεύσει ανοίγοντάς μας ένα δρόμο ή το δρόμο. Το βλέμμα του είχε ευρύτατο άνοιγμα, εκτεινόταν σ' όλη τη σύγχρονη ως τότε τέχνη· αλλά ο νέος συνθετικός εμπρεσιονισμός είχε επιδοκιμασία και συγκατάθεση με χροιά στοργής, γιατί πίστευε πως εκεί βρίσκεται το λίκνο κάθε καλλιτέχνη.
Μιλούσε για ζωγραφική πάντα και ποτέ για αρχιτεκτονική --σε εμένα τουλάχιστον-- σαν ένας περιπατιτικός δάσκαλος εμβριθής, κατά τη διάρκεια μικρών κυριακάτικων πεζοδρομιών όπου μετά δύο τρία σπίτια από το Πικιωναίικο τέλειωνε η συνοικία Κυπριάδου και από τη μεριά εκείνη, η Αθήνα· περιπάτους προς τους εξοχικούς λόφους του Γαλατσίου και την Ομορφοκλησιά.
Με τα τέσσερα αυτά δείγματα ζωγραφικής και τα λίγα άλλα ακόμα, αλλά πιο πολύ με την συναισθηματική και πνευματική εγρήγορσή του, ήμαστε βέβαιοι πως είχαμε πνευματικόν οδηγό και δάσκαλο.
Μιλούσε ψιθυριστά, χαμηλόφωνα. Έλεγε για τον Cézanne, τα ψηφιδωτά, τις τοιχογραφίες και τη λαϊκή τέχνη. Το ίδιο μιλούσε στα μαθήματά του στη Σχολή Αρχιτεκτόνων στο Πολυτεχνείο με προφανή σκοπό να εξάψει την αγάπη στους σπουδαστές για τις καλές τέχνες ώστε να τις πλησιάσουν. Άλλωστε είχε ως συνεργάτες καλλιτέχνες· για μεγάλο διάστημα τον Εγγονόπουλο, κάποτε δε καλούσε κι άλλους όπως τον Τσαρούχη.
Τότε, σ' εκείνη τη χρυσή εποχή του Πολυτεχνείου!
Ο Πικιώνης ήταν το αντίβαρο των τεχνοκρατών. Έτσι επήρχετο η ισορροπία. Και οι κατηγορίες των σπουδαστών, που μοιράζονταν, ήσαν δύο: εκείνων με την καλλιτεχνική έφεση και των άλλων οι οποίοι πρακτικότεροι, απέβλεπαν στην αμεσότερη επαγγελματική σταδιοδρομία πλησιάζοντας άλλους καθηγητές, των οποίων οι προσανατολισμοί συνέπιπταν με τις προσδοκίες τους. Ενθάρρυνε τους πρώτους με τη συνεργασία του Χατζηκυριάκου --και δεν ήσαν λίγοι εκείνοι, όσοι είχαν προοπτικές προς τη ζωγραφική-- υποκαθιστώντας οι δύο την μερικώς λιμνάζουσα Σχολή των Καλών Τέχνων. Η κατάφασή τους προς τη σύγχρονη τέχνη και η αναζωπύρωση της αποκομμένης και σε αποσπάσματα ελληννικής παραδόσεως ήταν ένα νέο και θεόπεμπτο "πιστεύω".
Ορισμένοι από τους τότε νέους της Αρχιτεκτονικής είναι σήμερα κεφάλαια για την ελληνική τέχνη. Δεν γίνεται να μην αναφέρω τον Κοσμά Ξενάκη, το Νίκο Γεωργιάδη ή τον Καλαντζόπουλο, που ακολούθησαν τον δύσκολο δρόμο.
Και κάποτε ανοίχτηκε ένα μπαούλο.
Ανακάλυψη και αποκάλυψη!
Πρώτα για τους δικούς του, τα παιδιά του που δεν ήξεραν περισσότερα από τους άλλους. Για εμάς, για όσους μάντευαν τον άδηλο Πικιώνη αλλά τον περίμεναν, εκείνο το άνοιγμα συμπλήρωσε την φυσιογνωμία του κρυφού ζωγράφου.
Η Αγνή φρόντισε τούτο το θησαύρισμα της ζωής του. Προστάτευσε όλα τα έργα, όσα βρήκε, όχι μόνο με τη θυγατρική αγάπη και τρυφερότητα, αλλά κυρίως με την ευθύνη προς ένα κεφάλαιο της ελληνικής τέχνης που παρέμενε κρυμμένο και δεν αναζητά αλλά παίρνει τη θέση του σ' αυτήν· γιατί ο Πικιώνης μπορεί να μην εκπλήσσει από το μέγεθος των διαστάσεων των έργων του αλλά εκπλήσσει με της επίλεκτης πνευματικότητας με την οποία είναι εμποτισμένα και πιστεύω ότι τοποθετείται στους ξεχωριστούς ζωγράφους και δασκάλους της νεοελληνικής τέχνης, παράλληλα με τον Παρθένη. Άλλωστε σε αρκετό αριθμό έργων του που έχουν γίνει τις πρώτες δεκαετίες του 1900 υπάρχει σύμπτωση αντιλήψεων· και οι δύο μαζί προς εκείνες του δασκάλου της Aix.
Παρ' όλο που ο Πικιώνης είναι ο επίμονος της ισορροπίας της φόρμας, του τόνου και της συνθέσης, εν τούτοις δεν θα χαρακτηρίζετο ως ζωγράφος εγκεφαλικός, αλλά αντιθέτως πνευματικός, αισθησιακός, χυμώδης. Όσο κι αν αυτοί οι χαρακτηρισμοί συγκρούονται παρ' όλα αυτά θα διαπιστώσουμε πως μέσα στο έργο του που περιέχονται, συνυπάρχουν και συμπυκνώνονται τούτες οι αρετές-ιδιότητες για να μας προξενήσουν την ήπια δόνηση ή το ρίγος που προκαλεί, και πρέπει, το έργο τέχνης.
Ο Πικιώνης υπήρξε ένα φαινόμενο από τα ελάχιστα, αν όχι το μοναδικό. Ήταν όλα μαζί: αισθαντικός, πνευματικός, αισθησιακός. Και γι' αυτό το έργο του έχει παλμό, έλκει, γίνεται δικό μας.
Το σεζαννικό, πιστεύω, πέρασε από το ελληνικό του κόσκινο και την πικιωνική του ματιά για να δώσει τον πολύπτυχο ελληνικό χώρο όπως και το φως τούτου του τόπου, τόσο στα έργα «Από τη Φύση» όσο και στα «Αρχαία» του, «Βυζαντινά» και «Λαϊκά» του και στα άλλα «Της Φαντασίας», όπως τα ονομάζει· έτσι καθώς τα βρήκε ταξινομημένα σε ενότητες στο μπαούλο η Αγνή, σε πλαίσια χρονολογικά ευρύτατα μετατοπιζόμενα ώστε το ένα να εισχωρεί στο άλλο, όπως και οι ενότητες όπου από τη δεκαετία του είκοσι είναι έκδηλη η αναζήτηση των πηγών, η επιστροφή στα οικεία και στις ρίζες· τα ελληνικά αναγνωριστικά χαρακτηριστικά. Η αυτεπίγνωση που είχε συνεπάρει την πνευματική Ελλάδα με τις ευεργετικές συνέπειες για δεκαετίες, ώστε να εκλείψουν και τα τελευταία αποξηραμένα ακαδημαϊκά κατάλοιπα, ήταν τρόπος της σκέψης του.
|
|