|
Δημήτρης Πηκιώνης - Κείμενα |
Δημήτρης Πικιώνης
Πεζά Ποιήματα
1918
Ζωγράφος Ι
ΑΧ, ΠΡΕΠΕΙ να σε κάνω όπως σ΄αιστάνομαι, ω Φύση. Αλλιώς τά χέρια μου να σας αγγίζουν δεν πρέπει, θεία χρώματα του Ουρανού, αχτίδες χρυσές, και σένα των Μορφών Αρμονία... Μα το χέρι είναι, αχ, βαρύ για την τόση ελαφρότητα, για την τόση πάναγνη καθαρότητα, το μάτι ανάξιο, και γήινα τα χρώματά μου.
Όμως ο πόθος με καίει της Αγάπης σας να λάμπετε, η ελπίδα μου λάμπει πιο δυνατά. Πιο δυνατά όταν λέω: «Δε θα ζωγραφίσω ποτές πια».
Ζωγράφος ΙΙ
Σώπα, σώπα, η Ευγλωττία σου είναι η σιωπή σου. Πάρε τα χρώματά σου. Τα δέντρα ιδές που αγαπά η ψυχή σου. Το σύννεφο που αψηλά εις τον αιθέρα λάμνει, τα μακρινά βουνά. Τη θεία αρμονία, που τα ενώνει όλα, τη νιώθεις βαθιά στα σωθικά.
Κάνε εδώ κρυψώνες π' αγαπούν σκιές, ιδές εκεί με τι τρελή χαρά παίζει το Φως. Ω Μούσα, σίμωσε, κατέβα, και δώσε, ω θεά, τ' ασύλληπτο, το φευγαλέο να βάλω στην εικόνα. Το μυστήριο αυτό της ώρας του τόπου του ιερού που μια φοράν αγάπησαν οι θεοί ... Αχ, δώσε και σημάδι αγνό να τη χαρίσω την εικόνα σ' εκείνη π' αγαπώ.
|
|