|
Δημήτρης Πηκιώνης - Κείμενα |
O Μπουζιάνης για τον Πικιώνη
(Από το βιβλίο "ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΟΥΖΙΑΝΗΣ, Γράμματα προς τον Χ. Μπάρφελντ", Μ.Ι.Ε.Τ. Αθήνα 1989.)
ΜΕ ΤΟΝ ΠΙΚΙΩΝΗ συνδεθήκαμεστενά το 1907 στο Μόναχο, γνωριζόμαστε όμως από την Αθήνα. Θυμάμαι τους πολύωρους σχεδόν καθημερινούς βραδυνούς μας περιπάτους, τις κουβέντες μας. Πάντοτε μου ήτανε μια πνευματική ηδονή και την διατηρούσα για να την ανανεώνω την επόμενη βραδυά ή το πολύ μετά δυο τρεις ημέρες.Τότε ζωγράφιζε παράλληλα με την αρχιτεκτονική κι έδειχνε μάλιστα εξαιρετικό ταλέντο. Μα πάντα κι η ομιλία του και η ζωγραφική του είχαν κάτι που έμοιαζε με πειραματισμό. Ποτέ μια συνομιλία δεν έφτανε σε ένα απόλυτο συμπέρασμα. Πάντα σταματούσε σ' ένα σημείο που απαιτούσε μια συνέχεια. Έμενε κάτι το αόριστο. Και ακριβώς αυτό το αόριστο, η ανάγκη της συνέχειας, κρατούσε το φιλικό μας δεσμό ζωντανό που όλο και βαθύτερος γινότανε. Θυμάμαι που μου είχε γίνει απαραίτητος και που νοσταλγούσα την επομένη μας συνάντηση. Είχε κάτι το μυστηριώδες η ομιλία του. Άρχιζε πάντα χαμηλόφωνα, ύστερα η φωνή του δυνάμωνε χωρίς όμως ποτέ να γίνεται δυνατή. Και έπειτα, δεν ξέρω πώς, έσβυνε στο τέλος, σαν μέσα στο άπειρο. Σε ανάγκαζε να βρεις μόνος σου μέσα σε μιαν απεραντοσύνη τον τόπο όπου έτρεχε η δικιά του φαντασία. Πάντα, θυμάμαι, βρισκόμουν σε μια κατάσταση φόβου, μη τυχόν και χάσω το νήμα της ομιλίας του Κάποτε όμως έριχνε ο ίδιος το φως μέσα στα μυστηριώδη και κρυμμένα νοήματά του και με παρέσυρε και μένα μέσα σ' ένα μαγευτικό κόσμο.
Αλλά σε μια στιγμή που μου μιλούσε γι' αυτά που κάνει πάνω στα σχέδια και την ζωγραφική του, μου λέει: «Να, ξέρεις, ένα σαγόνι, ένα στόμα, ένας λαιμός, το χέρι, ένα μάτι». Και ξαφνικά, όπως συνήθιζε, διέκοψε και πρόσθεσε: «Μα ξέρεις, δεν θέλω εγώ να τα κάνω αυτά, μα να γίνω αιτία να τα κάνουν άλλοι, η άλλη γενιά, άλλες γενεές». Τότε άρχισα κάπως να τον καταλαβαίνω. Είχα την εντύπωση ότι κρατούσε σπόρους στη χούφτα του και τους έριχνε περπατώντας πάνω στη γη και ήξερε πως κάποτε θα καρποφορήσουν.
Ένας εξαιρετικός τύπος, μια ξεχωριστή φυσιογνωμία, απόλυτα πνευματοποιημένη με αναξιχνίαστο βάθος που χάνεται μέσα στο ασύλληπτο. Έτσι χωριστήκαμε όταν έφυγε για την Ελλάδα. Τον νοσταλγούσα, μου έλειπε. Συναντηθήκαμε πια στην Ελλάδα και ήταν σα μια συνέχεια εκείνης της εποχής.
Μα τώρα όλα μου φαινόντανε πιο ξεκάθαρα, πιο συνειδητά και πιο θετικά. Είναι ένας άνθρωπος που ήξερε τι ζήταγε, που έφτασε να συνεχίζει και θα συνεχίζει πάντα αυτό που πιστεύει. Είναι το πνεύμα που τρέχει, θαρρείς, μέσα στην ατμόσφαιρα και όλα τα βλέπει και τα προσέχει και τα ρυθμίζει, και που διαρκώς μας τα δίνει. Μια διαρκής ανανέωση. Μόλις προφταίνει να ωριμάσει, αρχίζει κάτι άλλο, όπως η φύση.
Μια μεγάλη βαθιά φυσιογνωμία που περπατά μέσα στους δρόμους μας και πετάει τους σπόρους που θα βγάλουν σίγουρα; καρπούς.
Είμαι ευτυχής που γνώρισα από τόσο κοντά αυτόν το ξεχωριστό άνθρωπο και καλλιτέχνη.
Αθήνα 11/01/58
|
|