image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Προηγούμενη Σελίδα

Διονύσιος Α. Ζακυθηνός

Ο Ελληνισμός άνευ πρωτογενούς εξουσίας - Δυο Ιστορικά παράλληλα: Ρωμαιοκρατία και Τουρκοκρατία

Από: Ζακυθηνός, Μεταβυζαντινά και Νέα Ελληνικά, Αθήνα 1978.


Κεφάλαιο Γ'

ΚΑTA Το έτος 1976 συνεπληρώθησαν διακόσια έτη από της εκδόσεως του πρώτου τόμου της Historγ of the Decline and Fal1 of the Roman Empire (1776-1788) του Βρεττανού ιστορικού Εδουάρδου Γίββωνος (Gibbon), ενός των λαμπροτέρων μνημείων της Ευρωπαϊκής Ιστοριογραφίας, κατά δε το 1977 θα συμπληρωθούν εκατόν έτη από της ενσωματώσεως υπό τον τίτλον Historγ of Greece from its Conquest by the Romans to the Present Time (Β. C. 146 A.D. 1864), εις τόμους επτά υπό H.F. Tozer, εν Λονδίνω, 1877, των επί μέρους έργων, τα οποία ο επίσης Βρεττανός ιστορικός Γεώργιος Finlay αφιέρωσεν εις την ιστορίαν της Ελλάδος από του 146 π.Χ. μέχρι του 1864. Το αφορών εις την Ρωμαϊκήν κυριαρχίαν τμήμα (146 π.Χ. - 716 μ.Χ.) είχεν εκδοθή αυτοτελώς τώ 1844. Τα συγγράμματα ταύτα είναι διαφόρου εμπνεύσεως και διαφόρων προσανατολισμών όμως αμφότερα επηρέασαν τα μέγιστα την παγκόσμιον Ιστοριογραφίαν.

Σήμερον δυνάμεθα να επισκοπήσωμεν το διανυθέν διάστημα και να διαπιστώσωμεν τας τεραστίας μεταβολάς, τας οποίας επέφερεν η ακολουθήσασα έρευνα όχι μόνον από της απόψεως του εμπλουτισμού των πηγών, αλλά και από της σκοπιάς των γενικωτέρων αντιλήψεων της συγχρόνου ιστορικής συνθέσεως περί του μεταγενεστέρου Ρωμαϊκού Κράτους, περί του Βυζαντίου, της Τουρκοκρατίας και της Λατινοκρατίας και αυτής της νεωτάτης Ιστορίας της Ελλάδος. Ειδικά έργα, εκδοθέντα ακριβώς επ' ευκαιρία της διακοσιοστής επετείου της εκδόσεως της Ιστορίας του Γίββωνος, παρουσιάζουν εναργέστατα τον απολογισμόν των δύο αιώνων(22) .

Όσον αφορά ιδιαιτέρως εις την νεωτέραν Ελληνικήν Ιστοριογραφίαν πρέπει ενταύθα να παρατηρηθή ότι αύτη επί μακρόν ετήρησε στάσιν αρνητικήν έναντι της Ρωμαιοκρατίας και της Τουρκοκρατίας. Συγγραφείς του πρώτου ημίσεος του παρελθόντος αιώνος εθεώρησαν την μάχην της Χαιρωνείας ως το τέλος του αρχαίου κόσμου, την δε μετέπειτα ιστορίαν του Ελληνισμού μέχρι του 1821 ως σκοτεινήν εποχήν καταπτώσεως, την οποίαν επεσκίαζε «πέπλος μέλας δουλείας». Ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος και ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος ήνοιξαν διά των ρηξικελεύθων έργων των ευρείας οδούς προς ριζικάς αναθεωρήσεις. Όμως ακόμη και σήμερον αι πεπαλαιωμέναι εκείναι αντιλήψεις πλανώνται υπεράνω της ιστορικής επιστήμης, διαιωνίζουν εσφαλμένας γνώμας και παντοιοτρόπως επηρεάζουν την ιστορικήν παίδευσιν των Ελλήνων(23).

Η Ρωμαιοκρατία και η Τουρκοκρατία, εκτιμώμεναι και κρινόμεναι υπό το φως των σημερινών δεδομένων της επιστήμης, αποδεικνύονται εποχαί μείζονες της Ελληνικής Ιστορίας. Τα διδάγματα, τα οποία αντλούμεν από την σπουδήν των, είναι φωτεινά και αισιόδοξα. Άπαξ διά παντός λέγομεν ότι δεν υποτιμώμεν τας συμφοράς, τους διωγμούς, την ανυπολόγιστον φθοράν των ανθρώπων και των πραγμάτων, τους εξανδραποδισμούς, τας πικρίας, τους χλευασμούς και τας ταπεινώσεις. Το μαρτυρολόγιον εις αμφοτέρας τας περιόδους είναι μακρόν. Αλλ' αι μεγάλαι εποχαί δεν μετρούνται με το μέτρον των θυσιών. Είναι μεγάλαι εποχαί εκείναι, αι οποίαι μετουσιώνουν τας θυσίας, τας συμφοράς, τα ερείπια, τα δάκρυα εις κινούσας δυνάμεις, εις όργανα αναγεννήσεως, εις εθνικάς και υπερεθνικάς αξίας, ένθα δεσπόζει η ηγεμονία του πνεύματος.

Και επί Ρωμαιοκρατίας και επί Τουρκοκρατίας ο Ελληνισμός, μολονότι είχεν απολέσει την πρωτογενή του εξουσίαν και την ανεξαρτησίαν του, όχι μόνον διετήρησε την αυτοτέλειαν, την εθνικήν και εν τινι μέτρω την διοικητικήν, αλλά και επέτυχεν ό,τι δεν είχε κατορθώσει υπό ευμενεστέρας πολιτικάς συνθήκας: απήρτισε δηλονότι υπό την ξενικήν δουλείαν ευρείαν εθνικήν και ηθικήν κοινότητα. Η κοινότης αύτη επραγματοποιήθη κατά μεν τήν Ρωμαϊκήν περίοδον εντός της μικράς μονάδος της πόλεως, κατά δε την Οθωμανικήν εντός του αναπεπταμένου δικτύου της εκκλησιαστικής οργανώσεως.

Η πόλις με ολόκληρον το θρησκευτικόν, θεσμικόν και οικονομικόν, το παιδευτικόν και συναισθηματικόν της υπόβαθρον άπέβη η κατ' έξοχήν κυψέλη της συντηρήσεως και της δραστηριότητος των Ελλήνων επί Ρωμαιοκρατίας. Ο Αλέξανδρος και oι διάδοχοί του, oι βασιλείς των Ελληνιστικών κρατών ανήγαγον εις περιωπήν την πολιτικήν της ιδρύσεως των αστικών κέντρων. Όσον και αν περιωρίσθησαν αι πολιτικαί των λειτουργίαι, ιδίως μετά τον Λαμιακόν πόλεμον (323/322) και ακολούθως επί Ρωμαίων, αι Ελληνικαί πόλεις διετήρησαν μέχρι τέλους την εκπολιτιστικήν και αφομοιωτικήν των ακτινοβολίαν και προς τους Ασιατικούς πληθυσμούς και προς αυτούς τους κατακτητάς. Υπήρξεν ανυπολογίστου σημασίας διά την ιστορίαν της Ανθρωπότητος η δημιουργία του καθαρώς Ελληνικής εμπνεύσεως θεσμόν της πόλεως και η αποδοχή του υπό των Ρωμαίων, διότι, ως χαρακτηριστικώς έγραψεν ο Oswald Spengler, η «παγκόσμιος ιστορία είναι η ιστορία των πόλεων»(24). Όσον αφορά εις τους Ρωμαίους, ούτοι, αφού ευρέως επωφελήθησαν εκ του συστήματος του άστεος διά την επέκτασιν και την διατήρησιν της κυριαρχίας των, υπετάχθησαν εις τούτο. Το Ρωμαϊκόν Κράτος υπήρξε «συνοικισμός πόλεων (civitates - πόλεις), αυτοδιοικουμένων κοινοτήτων»(25).

Πολύεδρος, πολυσχιδής, επιθετική και κατακτητική υπήρξεν η δράσις και η ακτινοβολία του Ελληνισμού κατά τους χρόνους της Ρωμαϊκής κατακτήσεως. Εάν ο Οράτιος δεν είχεν αποθάνει κατά το έτος 8 π.Χ., εάν ήτο δυνατόν να έβλεπε την ανίδρυσιν της Κωνσταντινουπόλεως, τω 324 μ.Χ., οι περίφημοι στίχοι του, προφητικοί τότε,

Graecia capta ferum victorem cepit et artes

intuelit agresti Latio...,

θα εφαίνοντο εις αυτόν κατά πολύ κατώτεροι των πραγμάτων. Κατά τους τελευταίους χρόνους το πρόβλημα των σχέσεων των δύο μεγάλων λαών της Αρχαιότητος, των Ελλήνων και των Ρωμαίων, απετέλεσε το αντικείμενον καινοτόμων ερευνών. Εις των διαπρεπεστάτων ρωμαϊστών, ο καθηγητής Α.Η.Μ. Jones, παρετήρησεν ότι «τό πλέον εκπληκτικόν γνώρισμα της Ρωμαικής διακυβερνήσεως εν τη Ελληνική Ανατολή είναι ότι, παρά την μακράν διάρκειάν της, έσχε τόσον μικράν επίδρασιν επί του πολιτισμού της περιοχής». Και προσέθεσεν: «εν τη πραγματικότητι η επίδρασις ησκήθη κατ' αντίθετον φοράν»(26).

Εις την ιστορικήν των τροχιάν οι Έλληνες και oι Ρωμαίοι, παρά τας εκατέρωθεν αιτιάσεις(27), δεν ήσαν λαοί αντίπαλοι. Η μέθεξις εις την Ελληνικήν παιδείαν είχε παρασκευάσει τους κατακτητάς διά την κοσμοϊστορικήν των στροφήν.

Έξω των ορίων του Ελληνορρωμαϊκού χώρου, εις την Ασίαν, εις την Αφρικήν, εις την βορειοτέραν Ευρώπην, κινείται εχθρικός ο κόσμος των Βαρβάρων, αλλαχού συντεταγμένος, αλλαχού ασύντακτος, ελεύθερος ή δυσηνίως φέρων τους δεσμούς του κυριάρχου, το δε γεγονός τούτο συνέβαλλεν έτι μάλλον εις την προσέγγισιν των δύο λαών. Ούτω συν τω χρόνω, άνευ καθεστωτικής καθιερώσεως και ωμολογημένης αρχής, οιονεί σιωπηρώς και λεληθότως οι Έλληνες παρεζεύχθησαν εις την οικουμενικήν μοναρχίαν της Ρώμης. Εις το περίεργον τούτο condominium εκάτερος παρέσχε την συμβολήν του και επετέλεσε τας κατακτήσεις του. Έλληνες συγγραφείς, ως ο Αίλιος Αριστείδης του δευτέρου μ.Χ. αιώνος και ο Θεμίστιος του τετάρτου, καθώρισαν τους ρόλους των δύο λαών. Εις τα όμματά των η δυαδική μοναρχία ενσαρκώνει την οικουμενικότητα της Ρωμαϊκής εξουσίας και την οικουμενικότητα του Ελληνικού λόγου και της Ελληνικής παιδείας(28).

Η ηγεμονική πορεία της Ελληνικής γλώσσης υπό την Ρωμαϊκήν κυριαρχίαν συμβολίζει παραστατικώτατα τον μέγαν άθλον του εξελληνισμού. Συνομολογούν οι Ρωμαίοι συγγραφείς. Ο Σουητώνιος (περί το 75-150 μ.Χ.) αποδίδει εις τον αυτοκράτορα Κλαύδιον (41-54) την φράσιν uterque sermo noster, εννοούντα την Λατινικήν και την Ελληνικήν,συνήθης δε είναι παρά Ρωμαίοις η χρήσις utraque lingua, utraque oratio κ.τ.τ., παρά τοις Έλλησι δε αντιστοίχως η εκατέρα γλώττα, η ετέρα γλώττα. Μετά την κατάκτησιν των ανατολικών επαρχιών η Ελληνική εισήχθη εις την διοίκησιν, ούτω δε η Ελλάς, στερηθείσα των στενών πολιτικών της συνέδρων, απέκτησεν αναπεπταμένα γλωσσικά σύνορα. Το Ρωμαϊκόν Κράτος υπήρξε δίγλωσσον(29).

Η Ρώμη ίδρυσε την παγκόσμιον αυτοκρατορίαν της επί Ελληνικων θεμελίων. Το Ρωμαικόν Κράτος διεμορφώθη διά της κατακτήσεως. Αντιθέτως προς παλαιοτέρας κατακτήσεις, ταύτης είχε προηγηθή η ενότης του πολιτισμού. Διά τούτο και τα αποτελέσματά της υπήρξαν ισχυρά και μόνιμα. Ως δε παρατηρεί ο Jacques Pirenne, εν κατακλείδι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υπήρξε κράτος Ελληνιστικόν(30). Επομένως «η ολοκληρωτική μελέτη του Ελληνιστικού πολιτισμού ή του Ελληνιστικού κόσμου θα ώφειλε να περιλαμβάνη την σπουδήν του Ρωμαικού πολιτισμού, τουλάχιστον κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους, όχι δε μόνον εις τας ανατολικάς επαρχίας της Αυτοκρατορίας. Τούτο προφανώς δικαιώνει τους ιστορικούς εκείνους, οίτινες προεκτείνουν την ανάλυσιν του Ελληνιστικού πολιτισμού μέχρι της χριστιανικής περιόδου»(31).Τολμηρότερος ο F.E. Peters, ωμίλησε τελευταίως περί «Λατινικού Ελληνισμού». «Latin Hellenism» και «Ελληνικού Ελληνισμού»: «Αμφότεροι οι κλάδοι, ο Λατινικός και ο Ελληνικός, προέκυψαν υπό την πολιτικήν κυριαρχίαν της οικουμενικης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και οι οφθαλμοί των Ευρωπαίων εικότως στρέφονται προς την πορείαν, κατά την οποίαν ο Ελληνισμός σταδιακώς μετεμόρφωσε το Ρωμαϊκόν Κράτος και την Ρωμαϊκήν κοινωνίαν και ενδεχομένως παρήγαγε τους πολιτισμούς της Ευρώπης και της Αμερικής»(32).

Η Ρωμαιοκρατία εν Ανατολή ανήκει εις την σφαίραν της Ελληνικής Ιστορίας· είναι ιδικός της χώρος αυθεντικός και αναπόσπαστος. Μεγάλη εποχή γενέσεων συνεχίζει αδιαταράκτως την παγκόσμιον αποστολήν των Αλεξανδρινών και των Ελληνιστικών χρόνων, συγχέεται μετ' αυτής και παρασκευάζει τας νέας τύχας της Ανθρωπότητος. Εις τους κόλπους της εκυοφορήθη το Ελληνικόν Βυζάντιον. Διά τον συγκρητισμόν της παιδείας της επετεύχθη η προσέγγισις του Ελληνισμού μετά του Χριστιανισμού.

Ελέχθη ανωτέρω(33) ότι λόγοι θρησκευτικοί και πολιτικοί, λόγοι αναφερόμενοι εις θεμελιώδεις διαφοράς των πνευματικών ιδιοσυστασιών δεν επέτρεψαν την ανάπτυξιν ευρείας επικοινωνίας μεταξύ Ελλήνων και Οθωμανών κατά την περίοδον της Τουρκοκρατίας. Πάντως, αναγνωρίζων διά λόγους απορρέοντας εκ του ιδίου αυτού Δικαίου, αλλά και διά γενικωτέρας πολιτικάς σκοπιμότητας, την θρησκευτικήν αυτοτέλειαν των υποδούλων, ο κατακτητής παρέσχεν εις τους Έλληνας πατριάρχας θρησκευτικήν εξουσίαν επί πάντας τους ορθοδόξους πληθυσμούς της Αυτοκρατορίας. Συν τω χρόνω αύτη μετεβλήθη εις πραγματικόν mandat θρησκευτικής, νομικής και διοικητικής αποκεντρώσεως. Tο κεφαλαιώδες τούτο γεγονός εδημιούργησε τας προϋποθέσεις ιδίου θρησκευτικού, οικονομικού, κοινωνικού και πνευματικού βίου(34). Ο Οθωμανός κατακτητής, ως και ο Ρωμαίος κυβερνήτης ή αυτοκράτωρ παλαιότερον, είχεν επίγνωσιν της υπεροχής των κατακτωμένων, πολλαχώς δε υπέστη την γοητείαν και την επίδρασιν του κρατικού, του πολιτιστικού και πνευματικού των συστήματος. Από του δεκάτου εβδόμου κυρίως αιώνος θα διαμορφωθούν εν τω πλαισίω του πολιτισμου και διοικητικού συστήματος του κυριάρχου oι θεσμοί των Ελλήνων μεγάλων δραγουμάνων, τών δραγουμάνων του Στόλου και των ηγεμόνων της Βλαχίας και της Μολδαβίας, οι οποίοι κατά τινα τρόπον καθιέρωσαν την Ελληνικήν παρουσίαν εις την κρατικήν μηχανήν της Αυτοκρατορίας. Το μέγα τούτο κεφάλαιον της Ελληνικής Ιστορίας, το αφορών δηλαδή εις τας επιδράσεις τας ασκηθείσας υπό των Ελλήνων επί του καθόλου βίον του κατακτητού, δεν έχει γραφή(35).

Αλλ' η παρουσία εις το κρατικόν και κοινωνικόν σύστημα του Οθωμανικού Κράτους αντιπροσωπεύει μίαν μόνην πλευράν, ίσως την ολιγώτερον σημαντικήν, της υπερεθνικής ακτινοβολίας του Ελληνισμού. Ευρύτατα αύτη εξεπέμφθη προς τους ομοδούλους χριστιανικούς λαούς της χερσονήσου του Αίμου, προς τους ομοδόξους λαούς της Ανατολικής Ευρώπης, προς τας χριστιανικάς μειονότητας της Eγγύς Ανατολής, τέλος, προς αυτήν την Δυτικήν Ευρώπην. Αυτή η Εκκλησία υπήρξεν ο φορεύς του οικουμενικού πνεύματος του Μεταβυζαντινού και Νεωτέρου Ελληνισμού. Aι Ελληνικαί Εκκλησίαι, τα πατριαρχεία της Κωνσταντινουπόλεως, της Αλεξανδρείας, της Αντιοχείας και των Ιεροσολύμων, η υπό Ελληνικήν επίδρασιν Εκκλησία της Ρωσίας, το από του έτους 1589 πατριαρχείον της Μόσχας, δημιουργούν την υποδομήν μιας ισχυρώς Ελληνικής, Ελληνιστικής θα ελέγομεν, εμπνευσεως ενότητος πολιτισμού εις μίαν ευρείαν απολιτικήν κοινωνίαν.

Από των πρώτων αιώνων της κατακτήσεως η Βυζαντινή Τέχνη με τας Βυζαντινάς προεκτάσεις της ειναι η κατ' εξοχήν εικονική έκφρασις της τεραστίας ταύτης κοινότητος πολιτισμού, γλώσσα σιωπηλή, κανών πίστεως και δόγματος, αλλά και σύμβολον καταφάσεως και αντιστάσεως. Η ετέρα γλώσσα, η Ελληνική λαλουμένη και γραφομένη γλώσσα, υπερβαίνει τους κυρίως Ελληνικούς χώρους και γίνεται όργανον ευρείας επικοινωνίας. Μετά τον Ανθρωπισμόν της Αναγεννήσεως, ο οποίος, ακμάζων εις το παρακμάζον Βυζάντιον, μετεφυτεύθη και εκαλλιεργήθη εις την Δυτικήν Ευρώπην, ηκολούθησαν πνευματικά κινήματα ευρέος φάσματος: ο «θρησκευτικός Ανθρωπισμός» του δεκάτου εβδόμου και των αρχών του δεκάτου ογδόου αίώνος, ο Διαφωτισμός του δευτέρου ημίσεος του δεκάτου ογδόου και των αρχών του δεκάτου ενάτου αιώνος, τον οποιον εκυοφόρησεν εις τους κόλπους του ο Ελληνισμός των αστικών κέντρων και ο υπερόριος Ελληνισμός εν τη επικοινωνία του μετά της Γραμματείας της Αρχαιότητος και μετά των νέων Ευρωπαικών ιδεολογικών ρευμάτων(36).

Όσον αφορά ίδιαιτέρως εις τας υπερεθνικάς αξίας, τας οποίας εδημιούργησεν ο Ελληνισμός υπό την ξενικήν κυριαρχίαν, δεν είναι ανάγκη να γίνη ενταύθα μακρότερος λόγος. Εις τινα των επομένων δοκιμίων εκτίθενται γενικαί τινές πληροφορίαι και απόψεις. Ενταύθα αρκεί να λεχθή, τούτο, ότι κατά τους μεγάλους τουτους χρόνους η Ανατολική Ευρώπη εμφανίζει φαινόμενον ανάλογον εκείνου, το οποίον παρετηρήθη εν Ανατολή εις τον πνενματικόν βίον των Ρωμαϊκών αυτοκρατορικών χρόνων. Ως και παλαιότερον, ούτω και τώρα είχεν επιτευχθή η οικουμενικότης της Ελληνικής παιδείας και ο συγκρητισμός των ροπών του χώρου της καθ' ημάς Ανατολής υπό την ηγεσίαν της Ελληνικής διανοήσεως. Ό,τι ο Ρήγας ετόλμα να προτείνη εις το πεδίον μιάς πολιτικής και κοινωνικής ενότητος, είχεν εν τη πράξει συντελεσθή εις το πεδίον του πνεύματος.

Δεν είναι ματαία η εκ παραλλήλου αύτη ζήτησις περί τας δύο άνευ πρωτογενούς εξουσίας μακράς περιόδους της Ελληνικής Ιστορίας, περί την Ρωμαιοκρατίαν και την Τουρκοκρατίαν. Απέχουσαι χρονικώς η μία από την άλλην, παρουσιάζουν πολλά κοινά γνωρίσματα καί ταύτα δεν είναι συμπτωματικά. Αμφότεραι αι εποχαί δεν είναι, ως παλαιότερον επιστεύετο και ίσως σήμερον πιστεύεται ακόμη, περίοδοι ερημώσεως και καταπτώσεως, μελανοί και σκιεροί χώροι εις μίαν λαμπράν εικόνα, αλλά τουναντίον μεγάλαι και δημιουργικαί, μεγάλαι εν τη δυστυχία των, μεγάλαι και διά τους Έλληνας και διά τους λαούς της χερσονήσου του Αίμου και της Εγγύς Ανατολής. Ομόφωνος είναι σήμερον η γνώμη της ιστορικής επιστήμης δι' αμφοτέρας, ιδίως διά την Ρωμαιοκρατίαν, ως διά τινων αποσπασμάτων εδείχθη ανωτέρω. Ως τοιαύται, και η Ρωμαιοκρατία και η Τουρκοκρατία πρέπει να τύχουν παρ' ημίν ιδιαιτέρας μερίμνης, όχι μόνον ως χώροι επιστημονικής ερεύνης, αλλά και ως καίρια θέματα της ιστορικής και εθνικής παιδεύσεως των Ελλήνων.

Εις το βιβλίον του L' âme des peuples (Παρίσιοι, 1950, σελ. 5) ο Γάλλος ακαδημαϊκός André Siegfried έγραφεν ότι «υπάρχει εις την ψυχολογίαν των λαών εν υπόβαθρον μονιμότητος, το οποίον ανευρίσκεται πάντοτε». Η φράσις αύτη επανέρχεται εις τον νουν του ερευνητού, όταν αναπολή τας δύο ταύτας παραλλήλους περιόδους της Ελληνικής Ιστορίας. Απομακρυνόμεθα σήμερον από την Εγελιανήν αντίληψιν περί του ενυπάρχοντος εις τους λαούς πνεύματος, διά του οποίου αποκαλύπτεται το πνεύμα του κόσμου· αναγνωρίζομεν πάντως την ενιαίαν πνευματικήν υφήν της εθνικής αυτοσυνειδησίας των Ελλήνων. Υπάρχει εις την ψυχολογίαν των το υπόβαθρον εκείνο της μονιμότητος, το οποίον ανευρίσκεται πάντοτε.




ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

22. Lynn White, Jr., (έκδ.), The Transformation of the Roman World: Gibbon's Problem after two Centuries, Medieval and Renaissance Studies, Contributions: ΙΙΙ, Berkeleγ and Los Angeles, 1966. Karl Christ, Von Gibbon zu Rostovtzeff. Leben und Werk fuhrender Althistoriker der Neuzeit, Darmstadt, 1972. Michel Baridon, Edward Gibbon et le mythe de Rome. Histoire et idéologie αu Siècle des Lumières, Παρίσιοι, 1977.

23. Δ.Α. Ζακυθηνού, Μεταβυζαντινιj και Νεωτέρα Ελληνική Ιστοριογραφία, Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, τόμ. 49 (1974), σελ. 97*-103*. Του αυτού, Σπυρίδων Ζαμπέλιος. Ο θεωρητικός της Ιστοριονομίας. Ο ιστορικός του Βυζαντινού Ελληνισμού, αυτόθι, σελ. 303* - 328*. Αμφότερα τα δοκίμια περιλαμβάνονται εις τον παρόντα τόμον κατωτέρω.

24. Oswald Spengler, Le déclin de Ι' Occident. Esquisse d' une morphologie de l' Histoire Universelle, traduit de l' allemand par Μ. Tazerout, τόμ. Β', Παρίσιοι, 1948, σελ. 89.

25. Α.Η.Μ. Jones, The Later Roman Empire 284-602. Α Social, Economic αιιd Administrative Survey, τόμ. Β', Οξφόρδη, 1964, σελ. 712.

26. Α.Η.Μ. Jones, The Greeks under the Roman Empire, Dumbarton Oaks Papers, 17 (1963), σελ. 1-19.

27. Ν.Κ. Πετροχείλου, Roman Attitudes of the Greeks, Βιβλιοθήκη Σοφίας Ν. Σαριπόλου, Αθήναι, 1974.

28. Gilbert Dagron, L' Empire romain d' Orient au IVe siècle et les traditions, politiques de l' Hellénisme. Le témoignage de Thémistios, εν Τrαναux et Mémoires, Centre de Recherche d'Histoire et de Civilisation Byzantines, τόμ. 3 (Παρίσιοι, 1968), σελ. 1-203. Του αυτού, Αux origines de la Civilisation Byzantine: Langue de culture et langue d' État, εν Revue Historique, τόμ. 241 (Ιανουάριος - Μάρτιος 1969), σελ. 23-56. Πρβλ. Δ.Α. Ζακυθηνού, Η Tabula Imperii Romani καί η έρευνα της Ιστορίας του Ελληνισμού υπό την Ρωμαϊκήν κυριαρχίαν, Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, τόμ. 47 (1972), σελ. 316* κ.ε.

29. L. Lafoscade, Influence du Latin sur le grec, εν Jean Psichari, Études de Philologie néο-grecque, Bibliothèque de l'École des Hautes Études. Sciences Philologiques et Historiques, τεύχος 92, Παρίσιοι, 1892, σελ. 117 κ.ε. Πρβλ. Henri - Ιrénée Marrou, Histoire de l Éducation dαns l' Antiquité, έκδοσις τετάρτη, Παρίσιοι, 1958, σελ. 345 κ.ε. 542 κ.ε. Α.Η.Μ. Jones, The Later Rοmαn Empire 284-602, ενθ' ανωτ., τόμ. Β' , σελ. 986 κ.ε. τόμ. Γ', σελ. 330 κ.ε.

30. Jacques Pirenne, Les Empires du Proche - Orient et de la Méditerranée. Rapport de synthèse (Antiquité): Les graιιds Empires, ενθ' ανωτ., σελ. 18.

31. Ε.Will, ενθ' ανωτ., σελ. 343.

32. F.E. Peters, The Harvest of Hellenism. Α Historγ of the Near East from Alexander the Great to the Triumph of Christianiιγ, Λονδίνον, 1972, σελ. 22.

33. Βλ. ανωτέρω, σελ. 7.

34. Δ.Α. Ζακυθηνού, The Making of Modern Greece. From Byzantium to lndependence, Β. Blackwell, Οξφόρδη, 1976.

35. Πρβλ. τας ανωτέρω, σελ. 8, σημ.1, παρατιθεμένας εργασίας.

36. Δ.Α. Ζακυθηνού The Making of Modern Greece, ένθ' ανωτ., σελ. 140 κ.ε.

Προηγούμενη Σελίδα