image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Προηγούμενη Σελίδα

Διονύσιος Α. Ζακυθηνός

Ο Ελληνισμός άνευ πρωτογενούς εξουσίας - Δυο Ιστορικά παράλληλα: Ρωμαιοκρατία και Τουρκοκρατία

Από: Ζακυθηνός, Μεταβυζαντινά και Νέα Ελληνικά, Αθήνα 1978.


Κεφάλαιο Β'

ΟΤΕ ΤΩ 30 π.Χ. κατελύετο υπό των Ρωμαίων το τελευταίον Ελληνιστικόν κράτος, το βασίλειον της Αιγύπτου, ότε την 29 Μαΐου 1453 υπό τα πλήγματα των Τούρκων έπιπτεν η Κωνσταντινούπολις και μετ' αυτής η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ότε τω 1460 κατελαμβάνετο η Πελοπόννησος και τω 1461 η Τραπεζούς, πρωτεύουσα της Ελληνικής Αυτοκρατορίας του Πόντου, μία τεραστίας σημασίας μεταβολή σννετελείτο εις την ιστορίαν του Ελληνικού Έθνους. Συνίστατο αύτη εις τον αφανισμόν των εννόμων πολιτειών, εις τας οποίας ησκείτο η πολιτική ενέργεια των Ελλήνων· με άλλους λόγους έπαυσαν να υπάρχονν ανεξάρτητα κρατικά συγκροτήματα. Είναι δε κατά τον ορισμόν του G. Jellinek η πολιτεία «μόνιμος λαός εν ωρισμένη χώρα ωργανωμένος εις νομικόν πρόσωπον, έχον πολιτικήν εξουσίαν πρωτογενή». Ως δε παρατηρεί ο Νικόλαος Σαρίπολος, «η εξ ιδίου δικαίου η πρωτογενής εξουσία συνιστά ίδιον γνώρισμα της πολιτείας, η οποία εν αντιθέσει προς άλλα νομικά πρόσωπα, ασκεί μόνη πολιτικήν εξουσίαν ως ιδιαίτερον δικαίωμα, επιτάσσονσα εις ελεύθερα άτομα και εξαναγκάζουσα ταύτα προς τήρησιν των επιταγών»(11). Εις αμφοτέρας τας περιπτώσεις, και προκειμένου δηλαδή περί των Ελληνιστικών κρατών και προκειμένου περί του παρακμάζοντος Βυζαντίου, η πρωτογενής εξουσία των Ελλήνων εμφανίζεται διεσπασμένη, τούτο όμως δεν αντιστρατεύεται προς τον κανόνα. Εάν ο Ελληνισμός υπήρξε διεσπασμένος, απετέλει ιδεατήν κοινότητα υπεράνω του χώρου και του χρόνου.

Με αυτήν ακριβώς την ιδεατήν κοινότητα, την υπερτέραν των συμβεβηκότων και των καταστάσεων, εκλήθη ο Ελληνισμός να σταδιοδρομήση κατά τας μακράς χρονικάς περιόδους, κατά τας οποίας εστερήθη της πρωτογενούς ή εξ ιδίου δικαίου εξουσίας. Χρησιμοποιούντες τους ενδεδειγμένους ιστορικούς και κοινωνιολογικούς όρους, θα είπωμεν ότι κατά την Ρωμαιοκρατίαν και την Τουρκοκρατίαν ο Ελληνικός λαός, αποβαλών δια της βίας την δυνατότητα του συγκροτειν πολιτείαν, παρέμεινεν έθνος. Είναι δε, κατά τον ορισμόν του R. Johannet, έθνος «η ιδέα ενός συλλογικού προσώπου, μεταβλητού κατά την έμπνευσιν, την συνείδησιν, την έντασιν και το μέγεθος, σχέσιν δε έχοντος προς το κράτος, είτε διότι αντιπροσωπεύει αφανισθέν ηνωμένον κράτος, είτε διότι συμπίπτει προς ηνωμένον κράτος υφιστάμενον, είτε διότι φιλοδοξεί ή τείνει να ιδρύση μελλοντικώς ηνωμένον κράτος...(12). Εις τας περιπτώσεις, αι οποίαι απασχολούν ημάς ενταύθα, ισχύουν το πρώτον και το τρίτον μέλος του ορισμού.

Υπό την κυριαρχίαν των Ρωμαίων, υπό την κυριαρχίαν των Οθωμανών Τούρκων, μονήρες και ανάδελφον, διεσπασμένον εν τω χώρω, εν τω μέσω βαρβάρων λαών, καταπεπονημένον εκ των εμφυλίων ερίδων και των πολιτικών διχασμών, το Ελληνικόν Έθνος αναλαμβάνει την μακράν και αβεβαίαν πορείαν του.... Εάν έχη ηττηθή επί του πεδίου της μάχης, εάν έχη κύψει προ της σκαιάς και βαρβάρου βίας, διατηρεί ακεραίας τας δημιουργικάς δυνάμεις και ακολουθεί την τραχείαν και ανάντη οδόν, την άνευ πρωτογενούς εξουσίας νέαν ζωήν του, εν πάση τη δόξη της πνευματικής ακμής και ακτινοβολίας.

Κατά τας παραμονάς της Ρωμαϊκής κατακτήσεως ο Ελληνισμός της κυρίως Ελλάδος ευρίσκεται εις προφανή κάμψιν. Αλλά το κέντρον του βάρους του έχει από μακρόν μετατοπισθή προς ανατολάς. Η νέα αυτή περίοδος αρχίζει με την εποποιΐαν των εκστρατειών του Αλεξάνδρον (334-323). Η Αλεξάνδρειος (δεν λέγομεν Αλεξανδρινή) καμπή αποτελεί ορόσημον εις την παγκόσμιον ιστορίαν. Έκτοτε και μέχρι της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων η ιστορία του Ευρασιατικού και Μεσογειακού πολιτισμού, παρά τα χάσματά της, παρουσιάζει μίαν ενότητα. Εάν δεν συλλάβωμεν το γεγονός τούτο, δεν θα δυνηθώμεν να ερμηνεύσωμεν ιστορικώς ούτε την Ελλάδα ούτε την Ρώμην ούτε την εξάπλωσιν του Χριστιανισμού ούτε το Βυζάντιον και εν απωτάτη θεωρήσει ουδ' αυτάς τας καταβολάς του Ευρωπαϊκού πνεύματος. Προσφυώς ελέχθη ότι ο Αλέξανδρος υπήρξεν «εισηγητής ενός νέου πολιτισμού». Εάν η αυτοκρατορία του πολιτικώς διεσπάσθη, τα αποτελέσματά της υπήρξαν μόνιμα, διότι η αληθής σημασία της εκστρατείας συνίσταται εις το ότι «έδωκε ρωμαλέαν και αποφασιστικήν ώθησιν εις εν κίνημα, το οποίον είχεν αρχίσει προ αυτής, αλλά το οποίον είχε μέχρι τότε συντελεσθή εις περιωρισμένην ακτίνα: εις την εξάπλωσιν, πέρα του παλαιού Ελληνικού κόσμου, των Ελλήνων και του πολιτισμού των»(13).

Από της δημοσιεύσεως της πρώτης εκδόσεως του κλασσικού έργου του J.G. Droysen, Geschichte des Hellenismus (1833-1843, η δευτέρα έκδοσις 1877-1878) η περίοδος των Διαδόχων του Αλεξάνδρου και των Ελληνιστικών βασιλείων αποκατεστάθη εις την καθολικήν ιστορίαν του Ελληνικού Έθνους. Έκτοτε η έρευνα προσεκόμισεν άφθονον νέον υλικόν, ιδίως εκ των επιγραφικών και των επί παπύρου πηγών. Νέοι ορίζοντες ανοίγονται σήμερον εις την ιστοριογραφίαν, εξαίρεται δε η όλη εποχή ως μία των μειζόνων περιόδων της ιστορίας του Ελληνικού πνεύματος. Εις τα Ελληνιστικά βασίλεια από του 323 μέχρι του 30 π.Χ. επιτελείται μία τεραστίας σημασίας μεταμόρφωσις: ο εξελληνισμός και η διά του εξελληνισμού ενοποίησις της Ανατολής. «H καταστροφή του Περσικού Κράτους, λέγει εις το πρόσφατον έργον του ο Edouard Will, και η κατάκτησις αυτού υπό του Αλεξάνδρου αποτελεί μείζονα αλλαγήν εις τας τύχας του Ελληνικού πολιτισμού». Oι Έλληνες «δεν είχον ίδει να ανοίγεται ενώπιόν των τοιαύτη δυνατότης γεωγραφικής επεκτάσεως από του τέλους του αρχαϊκού αποικισμού (Η'-ΣΤ' αιών)· ακόμη και η πρώτη εκείνη επέκτασις περιωρίζετο κατά τρόπον καίριον και συνεχή εις τινας παραλίους περιοχάς της Μεσογείου και των παρακειμένων θαλασσών, ενώ τώρα η απέραντος μάζα της Ασιατικής ηπείρου και της κοιλάδος του Νείλου ανοίγονται εις την Ελληνικήν παρουσίαν»(14).

Aι βαθείαι μεταβολαί επηνέχθησαν εις τους πολιτικούς, τους κοινωνικούς και τους οικονομικούς θεσμούς του ούτως αυξηθέντος Ελληνικού κόσμου. Αλλ' ο Ελληνιστικός πολιτισμός, ο Ελληνισμός (Hellenismus) «αποτελεί επίσης (διά πολλούς: κυρίως) νέον κεφάλαιον, το μακρότερον όλων, της ιστορίας του Ελληνικού πνεύματος»(15). Εάν η Ελληνιστική εποχή δεν παρήγαγεν αθάνατα μνημεία εφάμιλλα των της κλασσικής, όμως δεν υπελείφθη ούτε κατά την ρώμην του πνεύματος ούτε κατά την τόλμην της διανοήσεως. Επομένως δεν θα ήτο δίκαιον να ομιλώμεν περί παρακμής, αλλά περί «διαφόρου προσανατολισμού της δημιουργικής δυνάμεως»(16). Η Τέχνη αναζητεί νέας μορφάς, ο λόγος τρέπεται κατά προτίμησιν προς ωρισμένα είδη, η «Στοά» ανακαινίζει την ηθικήν φιλοσοφίαν και -γεγovός εκτάκτου σημασίας- αι επιστήμαι, αι θετικαί και αι φιλολογικαί, καθώς και η τεχνική, εισέρχονται εις το αποφασιστικόν στάδιον της διαμορφώσεώς των(17). Μείζονας διαστάσεις λαμβάνει η Ελληνιστική παιδεία δια τον ιστορικόν, τον θεώμενον τα πράγματα του πνεύματος όχι μόνον από της απόψεως του δημιουργήματος, λογοτεχνικού, καλλιτεχνικού ή επιστημονικού, αλλά από της υψηλοτέρας σκοπιάς των κοινωνικών φαινομένων, των συναντήσεων, των συγκρούσεων, των συγχωνεύσεων και τον συγκρητισμόν των πολιτισμών, Μία μορφή της Ελληνικής γλώσσης, η κοινή, γίνεται η μεγάλη διεθνής λεωφόρος της διακινήσεως των ιδεών, αποκλειστικόν όργανον διεθνούς επικοινωνίας και υψηλής παιδεύσεως(18).

Παρόμοιος πνευματικός οργασμός, παρομοία υπερεθνική ακτινοβολία συνοδεύουν την μακράν αγωνίαν και πτώσιν της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Μετά την ερρωμένην αντίστασιν κατά της Λατινικής κατακτήσεως και την μερικήν αποκατάστασιν, ο Βυζαντινός Ελληνισμός μοχθεί διά να επιτύχη την έν τω χώρω ενότητά του. Αλλ' από του τέλους του δεκάτου τρίτου αιώνος, εξ αιτίας των εξωτερικών πιέσεων και των εσωτερικών δυναστικών, πολιτικών κοινωνικών και θρησκευτικών διχασμών, εισέρχεται εις μακράν περίοδον πολιτικής, στρατιωτικής και οικονομικής παρακμής. Όμως οι δύο τελευταίοι αιώνες της «θλιβεράς αγωνίας» παρουσιάζουν έκτακτον πνευματικήν και καλλιτεχνικήν δραστηριότητα .

Η «Παλαιολόγειος Αναγέννησις», η οποία συντελείται εν τω μέσω των συμφορών, των συγκρούσεων και των ερειπίων, καταπλήσσει τον νεώτερον ερευνητήν διά την πληρότητα, την ευρύτητα, την ρώμην και την ανακαινιστικήν ροπήν. Η τέχνη είναι εκ των μάλλον χαρακτηριστικών της χώρων. Η Κωνσταντινούπολις, η Θεσσαλονίκη, ο Μυστράς, η Θεσσαλία και η Ήπειρος, η Θράκη, η βόρειος Μακεδονία, αι νήσοι, τα απώτερα Σλαβικά κέντρα περικλείουν τα κάλλιστα των καταλοίπων της. Εις ολόκληρον την Ορθοδοξίαν και πέρα ταύτης δημιουργείται τεραστία καλλιτεχνική κοινότης.

Εις διάφορα κέντρα του πολιτικώς παρακμάζοντος Ελληνισμού, εις την ερημουμένην οσημέραι πρωτεύουσαν, εις την δονουμένην εκ των κοινωνικών κινημάτων Θεσσαλονίκην, εις την Ήπειρον και την Πελοπόννησον, εις την Τραπεζούντα παρατηρείται ωσαύτως ρωμαλέα αναγέννησις της σκέψεως και της τέχνης του λόγου. Αξιολογωτάτη είναι η συμβολή εις όλα τα είδη της Γραμματείας. Πρωτότυπος, ευκίνητος, απηλλαγμένη της αυλικής πέδης, αναπτύσσεται η δημωδεστέρα λογοτεχνία. Τα αρχαία Γράμματα καλλιεργούνται φιλολογικώς. Υπό τον μανδύαν των θρησκευτικών ερείδων και αιρέσεων καλύπτεται η θεώρησις των μεγάλων προβλημάτων του πνεύματος. Η Φιλοσοφία ανοίγεται ελευθεριώτερον προς τα ρεύματα ιδεών της δυτικής διανοήσεως συν τω χρόνω αποδεσμεύεται της κηδεμονίας της Θεολογίας και σταθερώς παρασκευάζει ιδίας μεθόδονς. Η χερσόνησος του Αίμου, η Ανατολική Ευρώπη, η Ιταλία δέχονται τας καταβολάς της Ελληνικής επιδράσεως(19).

Το παράδοξον τούτο φαινόμενον της πνευματικής ανθήσεως, βαινούσης παραλλήλως προς την στρατιωτικήν και πολιτικήν κατάρρευσιν, υπήρξεν αναμφισβητήτως αποτέλεσμα στενοτέρας κοινωνίας του Βυζαντινού κόσμου προς τας ζειδώρονς πηγάς του Ελληνισμού εις αυτήν ταύτην την ιστορικήν του κοιτίδα. O αναγεννώμενος Ελληνικός πατριωτισμός, ο οποίος γονιμοποιεί τας υστάτας δεκαετίας του βίου της Αυτοκρατορίας, ευρίσκει απήχησιν εις ολόκληρον τον χριστιανικόν κόσμον. Όταν δε θα επιστή η στιγμή της υπερτάτης συμφοράς, ολόκληρος στρατός πνευματικών ανδρών θα πορευθή την οδόν της διασποράς διά να φέρη και να καλλιεργήση εις τας μεγάλας Ευρωπαικάς χώρας το μήνυμα της Ελλάδος(20). Είναι πρόδηλον ότι το Ελληνικόν Έθνος, εισερχόμενον εις την νέαν περίοδον του βίου του υπό την ξενικήν κυριαρχίαν, ευρίσκεται εν πλήρει πνευματική ακμή και ότι πίπτον δημιουργεί διά των υπερεθνικών του αξιών ένα νέον Ελληνισμόν (Hellenismus), υφ' ήν έννοιαν εχρησιμοποίησε τον όρον τούτον ο Droysen(21).





ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

11. Πρβλ. Δ.Α. Ζακυθηνού, Είσαγωγή εις την Ιστορίαν του Πολιτισμού, Αθήναι, 1955, σελ. 54 κ.ε.

12. Αυτόθι, σελ. 38 κ.ε.

13. André Aymard, L' Orient et lα Grèce antique, Histoire Générale des Civilisations, τόμ. Α', Παρίσιοι, 1953, σελ. 387 κ.ε. Όντως πρωτοποριακά είναι όσα, ήδη τω 1852, έγραφεν ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος περί της αποστολής του Αλεξάνδρου ως προς τον Ελληνισμόν και περί «συμπλάσεως Ελλάδος και Ανατολής»: Άσματα δημοτικά της Ελλάδος, Κέρκυρα, 1852, σελ. 37 κ.ε.

14. Ε.Will - Cl. Mossé - Ρ. Goukowsky, Le monde grec et l'Orient, τόμ. Β': Le IVe siècle et l' époque hellénistique, Peuples et Civilisations, Παρίσιοι, 1975, σελ. 337 κ.ε.

15. Αυτόθι, σελ. 567.

16. André Aymard, L'Orient et la Grèce antique, ένθ' ανωτ., σελ.499.

17. Αυτόθι, σελ. 470 κ.ε., 499 κ.ε. E.Will, ενθ΄ανωτ., σελ.567 κ.ε., 583 κ.ε., 608 κ.ε. (μετα βιβλιογραφίας).

18. Πάντοτε θεμελιώδες το έργον του Antoine Meillet, Aper çu d'une histoire de la langue grecque, εβδόμη έκδοσις. Παρίσιοι, 1965. J.O.Hoffmann - A. Debrunner - A. Scherer, Geschichte der griechischen Sprache, τεύχη δύο, Βερολίνον, 1969. J. Humbert, Histoire de la langue grecque, Παρίσιοι, 1972.

19. Art e' Société à Byzance sous les Paléologues. Actes du coloque organisé par l' Association internationale des études byzantines à Venise en Septembre 1968, Bibliothèque de l' Institut Hellénique d' études byzantines et post-byzantines de Venise, Ν. 4, Βενετία, 1971. Steven Runciman, The Last Byzantine Renaissance, Cambridge, 1970..

20. Δ. Α.Ζακυθηνού, Βυζάντιον.Κράτος και Κοινωνία. Ιστορική επισκόπησις, Αθήναι, 1951, σελ.143 κ.ε.

21. Δ.Α. Ζακυθηνού, États - Sociétés - Cultures. Εn guise d'introduction, Αrι et Société à Byzance sous les Ραléοlogues, ένθ' ανωτ., σελ. 12 = Byzance: État - Sοciété - Économie, Variorum Reprints, Λονδίνον, 1973, ΧΙΙ, σελ. 12.

Προηγούμενη Σελίδα