Διονύσιος Α. Ζακυθηνός
Σπυρίδων Zαμπέλιος: Ο θεωρητικός της Ιστοριονομίας - Ο Ιστορικός του Βυζαντινού Ελληνισμού
[Από τα Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, τόμος 49ος, 1974]
Μέρος E'
Θα ήτο μάταιον εγχείρημα να υποτάξωμεν τας χιλίας τετρακοσίας σελίδας των δύο μεγάλων βιβλίων του Ζαμπελίου και τα άλλα δημοσιεύματα αυτόν και να παρουσιάσωμεν συνοπτικήν εικόνα του συνόλου. Άλλωστε και η σκέψις και ο λόγος του Ιστορικού δυσκόλως προσφέρονται εις συντμήσεις και περιλήψεις. Ομιλών περί των Βυζαντινών Μελετών, παρέχει ούτος την διευκρίνησιν ότι γράφει «δοκίμιον ιστορικόν» μάλλον ή «ιστορίαν τελείαν και επεξειργασμένην», συστηματικήν δηλονότι(47).
Είναι όντως αμφότερα τα έργα ευρέα δοκίμια ερευνητικού, ερμηνευτικού
και απολογητικού χαρακτήρος. Τολμηρός εισηγητής νέων ιδεών, φλογερός απολογητής της τριμερούς υφής του Ελληνισμού, της ιστορικής ενότητος, της αποκαταστάσεως του Βυζαντίου και του Μεσαιωνικού Ελληνισμού, δεν αποκρύπτει ότι το σύστημά του κατατείνει, προς μίαν ιδιότυπον Μεγάλην Ιδέαν περί της αποστολής του Ελληνισμού μεταξύ Ανατολής και Δύσεως. Όντως ο Ζαμπέλιος, προσπαθών δια της «οπισθοθεωρητικής πείρας» να μαντεύση τα χαρακτηριστικά του «τετάρτου της Ελλάδος αιώνος», γράφει, «εάν ποτέ εκ των Ελληνικών και Βυζαντινών ερειπίων πέπρωται να ανεγερθή Νέα Ελλάς, δύο τινές αρχαί θέλουσι συντρέξει εις την αναγεννηθησομένην εθνικότητα, α' η αρχή της Ελληνικής παραδόσεως, φέρουσα το προσεπίσημον του αρχαίου Μεσαιωνισμού, β' η αρχή της Νεομεσαιωνικής εθνολογίας, δηλ. ότι αι διάφοροι φυλαί, αι την Βυζαντινήν Ορθοδοξίαν συνιστώσαι, καθ' ην στιγμήν εν τη δεκάτη εκατονταετηρίδι άρχεται επί Βασιλείου Μακεδόνος ο Νεομεσαιωνισμός, θέλουσι συνέλθει εις εθνικήν σύμπηξιν προς απαρτισμόν μιας ομοθρήσκου πολιτικής μονάδος». Εις τους κόλπους της «συγκροτηθησομένης μεγάλης Ισοπολιτείας» δύναται να επιτευχθή «η παντελής των εθνολογικών στοιχείων συνταύτισις»(48).
Ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος υπήρξε μία εξόχως ισχυρά ιστορική ιδιοσυγκρασία και μία καταπλήσσουσα πνευματική φυσιογνωμία, της οποίας τότε μόνον θα συλλάβωμεν τας ακριβείς διαστάσεις, όταν δι' επιμόνων ερευνών θα φωτισθούν ο βίος, η παίδευσις και η όλη αυτού επιστημονική και ηθική συγκρότησις. Ο λόγος του ιστορικού είναι άνισος, άλλοτε πυκνός και νευρώδης, άλλοτε διηνθισμένος και ποιητικός, εκφράζων νοήματα υψηλά μετά λιτότητος, άλλοτε δε σκολιός, σχοινοτενής και νεφελώδης. Εις τας γενικάς θεωρήσεις του Ζαμπελίου τινές διέγνωσαν την επίδρασιν Γερμανικών φιλοσοφημάτων, Ιδία του Herder και του Εγέλου. Είναι γνωστόν ότι ταύτα κατακτούν από τινος στιγμής την Επτανησιακήν πνευματικήν τάξιν και αυτόν τον ποιητήν Διονύσιον Σολωμόν(49). Πολύ περισσότερον ο ιστορικός εις τας σχηματοποιήσεις του ιστοριονομικού του συστήματος δονείται από βαθυτάτην θρησκευτικήν πίστιν και διακατέχεται υπό ενός ακραιφνούς ορθοδόξου Μυστικισμού. Ως φιλόσοφος της Ιστορίας αναμφισβητήτως υπερηκόντισε τους δύο προκατόχους του, τον Γεώργιον Τυπάλδον Κοζάκην (1839) και τον Μάρκον Ρενιέριν (1841)(50).
Γενικώς η παίδευσις του Ζαμπελίου υπήρξεν Ελληνική και Ευρωπαϊκή. Εάν πολλαί των θεωριών του δεν ευρίσκουν σήμερον την ομόφωνον συγκατάθεσιν, ούχ ήττον ο Λευκάδιος σοφός θα παραμείνη πάντοτε ο αρχιτέκτων της ιστορικής ενότητας του Ελληνισμού, ο οραματιστής και ο πρωτοπόρος. Μεγάλη ήτο η ιστορική του ευαισθησία, η οξύνοια της παρατηρήσεως, η θήρα του καινού, αι δε ενοράσεις του ανοίγουν ορίζοντας εις τον αναγνώστην. Εις τον χώρον της ερεύνης, της Φιλολογίας και της Γλωσσολογίας υπήρξε τολμηρός σκαπανεύς.
Οι πρώτοι κριταί του ιστορικού έργου του Ζαμπελίου συνάπτουν το όνομά του προς το όνομα ενός άλλου πρωτοπόρου, του Κωνσταντίνου Παπαρρηγοπούλου. Εγεννήθησαν αμφότεροι κατά το έτος 1815. Ευτυχέστερος ο Ζαμπέλιος έσχεν ενωρίτατα μόρφωσιν Ευρωπαϊκήν. Ενώ δε ούτος προετίμησε την σιωπηλήν και πλήρη μόχθου εργασίαν εις τάς βιβλιοθήκας, τα πανεπιστήμια και τα αρχεία, εκείνος ελάμπρυνε την εδραν της Ιστορίας, εδίδαξε τα πλήθη και ηγωνίσθη υπέρ των εθνικών δικαίων. Ιδιοσυγκρασίαι διαφορετικαί, ο μεν Ζαμπέλιος εξέλεξε το δοκίμιον, ο Παπαρρηγόπουλος, ως διδάσκαλος του Έθνους, είδε το όλον και επετέλεσεν έργον ωλοκληρωμένον. Ό πρώτος, νους οξύς και διεισδυτικός, διεκρίθη δια την σύλληψιν των μεγάλων γραμμών. των τολμηρών αναζητήσεων, των δυσπρόσιτων κορυφών, ο δεύτερος, δια του ήρεμου, μετριοπαθούς και κομψού λόγου του, δια της εμμονής εις την συνέχειαν και την καθολικότητα, κατέκτησεν οριστικώς την Πανελλήνιον συγκατάθεσιν.
Έφρόντισεν ο ίδιος ο Παπαρρηγόπουλος, παραδίδων το πρώτον τεύχος της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους, να ομολογήση (Πανδώρα, Φεβρουάριος 1861) ότι το βιβλίον του, «συμφώνως μετά των περί του Μεσαιωνικού Ελληνισμού σοφών συγγραφών του κ. Ζαμπελίου, θέλει συντελέσει εις άποβολήν πολλών και ολέθριων προλήψεων»(51).
Αλλ' ούτως είδον τα πράγματα, ήδη από του 1851, οι αντιτιθέμενοι εις τας γνώμας των, χαρακτηρίσαντες τας καινοφανείς δοξασίας ως «Ζαμπέλιο-Παπαρρηγοπούλειον ιστορικήν σχολήν»(52). Εξ άλλου, ο φιλόσοφος Δημήτριος Αλέξανδρος Χαντζερής, αφιερώσας εις τας Βυζαντινός Μελέτας μακράς σελίδας του δοκιμίου του περί παιδείας και γλώσσης των Ελλήνων, προβαίνει εις ειλικρινή, ως λέγει, έπαινον της «νέας ιστορικής σχολής της υπό οιωνούς αισίους παρ'ημίν ιδρυθείσης υπ' ανδρών αξίων λόγου, του τε Ζαμπελίου και του Παπαρρηγοπούλου, ων εκάτερος ιδίας αρετάς έχει»(53).
Τελικώς η δόξα του εθνικού ιστορικού επεσκίασε το ήκιστα δημοφιλές έργον του Ζαμπελίου, το οποίον εκάλυψεν η λήθη. Ομιλών προ ολίγων μηνών από της θέσεως ταύτης επ' ευκαιρία της εθνικής επετείου της 25ης Μαρτίου, είπον ότι η Ακαδημία Αθηνών απεφάσισε να εκδώση την Ιστορίαν του Ελληνικού) Έθνους και τας ελάσσονας πραγματείας του Παπαρρηγοπούλου. Ίσως το ανώτατον τούτο πνευματικόν ίδρυμα της χώρας θα ηδύνατο να επανεκδώση κριτικώς τας μεγάλας πραγματείας και τα ελάσσονα έργα και του ετέρου των πρωτοπόρων ιστορικών, δια να μάθουν οι Έλληνες ότι εις μίαν εξόχως δυσχερή στιγμήν της μεγάλης κρίσεως της Ιστορικής συνειδήσεως του Έθνους ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος διά μιας μεγαλοφυούς συλλήψεως κατηύθυνεν αποφασιστικώς την Ελληνικήν ιστοριογραφίαν και κατ' ακολουθίαν το εθνικόν ιδεολογικόν σύστημα προς τον ορθόν δρόμον(54).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
47. - Αυτόθι, σελ. 488.
48. - Άσματα δημοτικά, σελ. 584 κ.ε. Βυζαντιναί Μελέται, σελ. 31 κ.ε. Δ. Α. Ζακυθηνού, Η πολιτική Ιστορία της Νεοτέρας Ελλάδος, εν Αθήναις, 1965, σελ. 55. Αι γενικώτεοαι αύται σκέψεις περί Ισοπολιτείας δικαιολογούν το διαφέρον του Ζαμπελίου περί Σλάβων και Βουλγάρων, ως και τας αντιλήψεις του περί Ελληνισμού και Σλαβισμού: Άσματα δημοτικά, σελ. 289 κ.ε., 393 κ.ε.
49. - Λίνου Πολίτη, Γύρω στο Σολωμό (Μελέτες και άρθρα) (1938-1958), εν Αθήναις, 1958, σελ. 227 κέ.
50. - G. Veloudis, Jakob Philipp Fallmerayer und die Entstehung des neugriechischen Historismus, εν Südost - Forschungen, τόμ. 29, εν Μονάχφ, 1970, σελ. 43-90. Δ. Α. Ζακυθηνού, Μεταβυζαντινή και Νεωτέρα Ελληνική Ιστοριογραφία, ενθ' ανωτ., σελ. 93* κ.ε.
51. - Κ.Θ. Δημαρά, Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους [Η πρώτη μορφή: 1853], εν Αθήναις, 1970, σελ. 26, σημ.1.
52. - Αυτόθι, σελ. 25.
53. - Δημητρίου Αλεξάνδρου Χαντζερή, Ολίγα τινά περί της παρ' ημίν υπαρχούσης παιδείας και περί της ημετέρας των Ελλήνων γλώσσης κατ' αντιπαράθεσιν προς τας Ρωμανικάς διαλέκτους, εν Αθήναις, 1871, σελ. δ'.
54. - Δ.Α. Ζακυθηνού, ενθ’ανωτ., σελ. 92* κε.
|