Διονύσιος Α. Ζακυθηνός
Σπυρίδων Zαμπέλιος: Ο θεωρητικός της Ιστοριονομίας - Ο Ιστορικός του Βυζαντινού Ελληνισμού
[Από τα Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, τόμος 49ος, 1974]
Μέρος Δ'
Δραματική είναι η αναζήτησις των καταλοίπων του εκ της τέφρας και της σκοτίας αναθρώσκοντος Νέο ελληνισμού. Ιχνηλατών εις τον τεράστιον χώρον της Μεσαιωνικής και Νεωτέρας Ελληνικής εθνότητας, ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος συμπληροί την μέθοδον και επεκτείνει τα διαφέροντά του εις άλλας επιστήμας. Ούτως ο ιστορικός, μεσούντος του μεγάλου αιώνος της φιλολογικής και ιστορικής ανακαινίσεως, αναδεικνύεται παρ’ ημίν διδάσκαλος και πρόδρομος νέων επιστημών και μεθόδων, της Εθνολογίας, της Συγκριτικής Φιλολογίας, της Γλωσσολογίας, «Πολλά και μεγάλα, γράφει, της Ιστορίας και της Εθνολογίας απόρρητα η αρτιφανής επιστήμη της Συγκριτικής Φιλολογίας θέλει φανερώσει προς τους σοφούς. Αι πρώτοι κατακτήσεις της επιστήμης ταύτης κατέστρεψαν ήδη προλήψεις περί γλωσσών ουκ ολίγον επιζημίους, άλλα δε συστήματα αντί των απηρχαιωμένων εγκαθίδρυσαν». «Σήμερον αι γλώσσαι δεν θεωρούνται μόνον και μόνον ως όργανα συγκοινωνίας, επιμειξίας, εθνικής εξευγενίσεως. Είναι περιπλέον εκάστη μία και βιβλίον, εις χαρακτήρας αγράφους διηγούμενον όσα τε τα χρονικά και αι παραδόσεις απεταμίευσαν και όσα πολλών λόγων ένεκεν υπό τούτων παρελείφθησαν. Βιβλίον, δια συμβόλων καί τινων σημείων συνθηματικών διηγούμενον τας ηθικάς και ψυχολογικάς του γένους ορμάς, την έμφυτον του λαού ροπήν προς τι τέρμα περιπόθητον, τας συνεχομένας φάσεις της εθνικής διανοίας, την πορείαν ιδεών και αισθημάτων, την τροπήν των ηθών, την μετάβασιν αφ' ενός εις άλλο στάδιον πολιτεύσεως, την επενέργειαν εκάστης των κατακτήσεων. Βιβλίον αποκαλύπτον, εν ολίγαις λέξεσι, νέον τι είδος ιστορίας, ούτε καν υποπτευομένης υπό των πατέρων ημών, την ιστορίαν του ανεκπροσωπήτου πλήθους, ης αυτουργός, και συντάκτης, και φύλαξ αυτός ούτος ό Λαός»(33).
Μετά της διακρινούσης αυτόν ιστορικής ευαισθησίας, ο Ζαμπέλιος ησχολήθη περί την γλώσσαν του Μεσαιωνικού και του Νεωτέρου Ελληνισμού ως κυριωτάτου τεκμηρίου της συνεχούς και αδιαταράκτου παρουσίας αυτού επί της σκηνής της Ιστορίας...Ουσιώδη κεφάλαια και τμήματα αμφοτέρων των έργων αναφέρονται εις τα συναφή προς ταύτην προβλήματα. Ενδεικτικοί είναι οι τίτλοι: «Η αγοραία διάλεκτος εν τη στ' εκατονταετηρίδι» — «Ταχεία της διαλέκτου ροπή» — «Η γλώσσα» — «Ονόματα μεσαιωνικά και παρωνύμια» — «Περί δαλεκτολογικής ερεύνης» — «Περί πολιτικού μέτρου» — «Γλώσσης περιπέτειαι»(34).
Είναι όντως η γλώσσα «το θειότατον και δραστήριον όργανον οιουνούν Ελληνικού μεγαλείου»(35). «Η κοινή και καθομιλουμένη γλώσσα, ο άγραφος μεν, αλλ' απαραβίαστος ούτος νόμος της επί τεσσαράκοντα περίπου αιώνας πολιτευθείσης Ελληνικής φυλής. Η παράδοσις αυτή των αλληλένδετων εθνικών μας φάσεων είναι πραγματικώς το μόνον λείψανον της ναυαγησάσης αρχαιότητος, ημίν υπό των μέσων
χρόνων μεταδοθέν, το μόνον έμβιον μνημόσυνον, εν ω συγκεφαλαιούται σχεδόν ο σύνολος βίος του γένους, εν ω ολομελής εσοπτρίζεται η κατά καιρούς υπό παντοδαπών περιστάσεων διαμελισθείσα Ελληνική διάνοια»(36)
Τας τύχας της γλώσσης παρακολουθεί ο Ζαμπέλιος δια μέσου της Μεσαιωνικής Γραμματείας. Εκεί αναζητεί τα αφελέστερα και τα δημωδέστερα κείμενα. Κατά τον τρόπον τούτον επικοινωνεί μετά των κειμένων και των καταλοίπων της Οσιογραφίας, της Αγιολογίας θα ελέγομεν σήμερον. Ταύτην «ουκ ανοικείως ήθελέ τις ονομάσει πρώτην εν τη ιστορία της Νεοελληνικής φιλολογίας διαμαρτύρησιν της κοινής συνειδήσεως κατά της αλγεβρώδους των τότε λογίων γλώσσης, πρώτην του λαού φωνήν κατά της τυραννίδος του αττικισμού, όστις εις την κενοδοξίαν ολίγων τινών χαριζόμενος σύμπαν το γένος ετήρει εν παντελεί σκοτία και απαιδευσία, ου μόνον περί την θρησκείαν, αλλά και περί τα θύραθεν γράμματα»(37).
Είναι γνωστόν ότι ο Ζαμπέλιος συνέλεγε κείμενα της δημώδους Γραμματείας, τινά των οποίων παρεχώρησε προς έκδοσιν εις τον Δημήτριον Μαυροφρύδην(38). Το αυτό περί την ανίχνευσιν των «πηγών της Νεοελληνικής εθνότητας» πάθος και η αυτή περί την γλώσσαν σπουδή έφεραν τον ημέτερον σοφόν εις την συγγραφήν των δύο τελευταίων μειζόνων πραγματειών του. Τα Ιταλοελληνικά, ήτοι κριτική πραγματεία περί των εν τοις αρχείοις Νεαπόλεως Ελληνικών περγαμηνών, εν Αθήναις, 1864 (εκ σελίδων 254), είναι πρωτότυπος και πρωτοποριακή έρευνα, η οποία αναδεικνύει τον Ζαμπέλιον εισηγητήν της Διπλωματικής επιστήμης ομού μετά του Ανδρέου Μουστοξύδου. Ενταύθα η γλωσσική μορφή της συγγραφής, υποβάλλουσα τον φόρτον καινοφανών λέξεων, εμφανίζεται κλασσικωτέρα και οιονεί αξιωματικωτέρα.
Βεβαίως τα στενά πλαίσια του αποδεικτικού υλικού δεν επιτρέπουν εις τον ερευνητήν να συλλάβη όλην την έκτασιν του Ιταλιώτου Ελληνισμού(39). Ουχ ήττον αι αναζητήσεις αυτού ανοίγουν ορίζοντας εις το κεφάλαιον τούτο της Ελληνικής Ιστορίας. Ήδη τίθεται το πρόβλημα, το οποίον και σήμερον εξακολουθεί να απασχολή τους σοφούς. Έγραφεν ο Ζαμπέλιος: «ο εις τα πολυάριθμα εκείνα χειρόγραφα της μεσημβρινής χερσονήσου και της Σικελίας επικρατών Ελληνισμός είναι τάχα παραμεμορφωμένον λείψανον, είναι τις απόρροια του κατά τας αυτάς χώρας αάκμάσαντος το πάλαι Δωρισμού ή μάλλον είναι προϊόν εποχής μεταγενεστέρας, ίσως ετέρα τις μορφή, ανυπόπτευτος έως του νυν διατελέσασα, της αινιγματώδους εκείνης Ελλάδος του Μεσαιώνος;»(40). Ως ήτο αναμενόμενον, ο βίος και όλως ιδιαιτέρως η γλώσσα του Ιταλιώτου και του Σικελικού Ελληνισμού κατέχουν την άρχουσαν θέσιν εις την όλην διαπραγμάτευσιν. Τεκμήρια γλωσσικά και ιστορικά άγουν τον συγγραφέα εις το συμπέρασμα ότι ο Ελληνισμός ούτος «ούτε απόρροια είναι του πρεσβυτέρου Ιταλοελληνικού Δωρισμού, ούτε καν συνέχεια και συνέπεια της οψίτερον γενομένης επί Ιουστινιανού κατακτήσεως της Ιταλίας, αλλ' είναι καρπός Ελληνικής τινος επενεργείας έτι μεταγενεστέρας, είναι προϊόν της εποχής και της ιστορίας αυτής, εις ας και η νεωτέρα Ελλάς αναγράφει τας πηγάς της ανακαινίσεώς της»(41). Και ενταύθα η Εικονομαχία διαδραματίζει σπουδαίον πρόσωπον(42).
Το έτερον των βιβλίων, μοναδικόν εις την Έλληνικήν βιβλιογραφίαν, γλωσσολογικόν τούτο κατ' εξοχήν, είναι το εκδοθέν εν έτος προ του θανάτου του Ζαμπελίου και ημιτελές απομείναν Parlers grecs et romans. Leur point de contact préhistorique, tome premier), εν Παρισίοις, Maisonneuve, 1880, εκ σελίδων IX-250. Εις τον βραχύν πρόλογον, γραφέντα τον Δεκέμβριον του 1879 εις το Antignano, παρά το Λιβόρνον, εξηγούνται η οικονομία και αι κύριαι επιτεύξεις της ερεύνης. Δια του τολμηρού τούτου έργου, το οποίον έχει την μορφήν λεξικού (εξεδόθησαν μόνον τα στοιχεία Α-Κ), ο «γλωττολογών» ιστορικός, ανασκάπτων ως αρχαιολόγος την λεξικογραφικήν ύλην της Γαλλικής, πειράται να αποδείξη ότι αι Ρωμανικαί γλώσσαι ήρχισαν διαμορφούμεναι ουχί αφ' ης εποχής ηδραιώθη εν Γαλατία η Ρωμαϊκή κυριαρχία, ηκολούθησε δ' ύστερον η Γερμανική εισφορά, αλλά κατά τινας αιώνας ενωρίτερον. Την θεωρίαν του ταύτην στηρίζει ο Ζαμπέλιος εις την εν τη Γαλλική παρουσίαν καταλοίπων των αρχαίων Ελληνικών διαλέκτων, της Δωρικής, της Αιολικής, της Ιωνικής, οφειλομένων είτε εις απ' ευθείας επαφάς είτε ενδιαμέσως εις τα τοπικά λαϊκά ιδιώματα της Λατινικής. Θα ήτο ενδιαφέρον να επανεξετασθούν υπό ειδικωτέρων αι γλωσσολογικαί ενασχολήσεις του ιστορικού υπό το φως των νεωτέρων ερευνών.
Πρωτότυποι και τολμηραί σκέψεις, ακουόμεναι τω 1852, τω 1857 ή τω 1864, αναφέρονται εις το γλωσσικόν ζήτημα. «Τάχα, ερωτά ο Ζαμπέλιος, το ζήτημα περί γλώσσης ήτο μοναχώς φιλολογικόν; Πολλού γε και δει, ήτο προσέτι, και ίσως κατά μείζονα λόγον, πολιτικόν. Ήτο ζήτημα ου μόνον απαιτούν εμβριθεστάτας διαλεκτολογικάς μελέτας, αλλ’ εμπεριέχον ωσαύτως και την λύσιν ετέρου περισπουδάστου και δυσοικονομήτου ζητήματος, την λύσιν δηλ. του Ελληνικού προοορισμού. Εν άλλαις λέξεσι, την τελικήν και απόλυτον λύσιν του Ανατολικού Ζητήματος». Κατά δυστυχίαν «το ζήτημα δεν εθεωρήθη, ως ώφειλεν. υπό την πολιτικήν έτι έποψίν του... Τούτο δε συνέβη επειδή ο αληθινός της Ελλάδος φιλόλογος δεν ανεδείχθη εισέτι πολιτικός τε και ιστορικός». Αντιθέτως «η σημερινή Φιλολογία κατ’ ουδέν ελογίσατο της Ιστορίας την βοήθειαν»(43).
«Αξίωμα υπέρτατον», το οποίον ο ιστορικός Ζαμπέλιος προβάλλει, είναι τούτο, «την γλώσσαν ουδέν άλλο διαμορφοί, ουδέν τι άλλο πλουτίζει και εξευγενίζει, παρά ή βαθμιαία των δυνάμεων του γένους ανάπτυξις, τουτέστιν η ηθική, και πνευματική, και πολιτική, και υλική προαγωγή όλων συμφώνως των μελών δεδομένης τινός κοινωνίας»(44). Όθεν ουδέν το παράδοξον ότι «η γλώσσα παλινδρομεί προς τας αρχαίας πηγάς και παλινδρομεί κατ' ανάγκην και δυσαναχαιτήτως», τρέπεται και «θέλει ταχύτερον εφεξής τραπή προς το αρχαϊκώτερον αναλόγως των ορμητικών προόδων του φωτισμού»(45). Και κλείει το κεφάλαιον «Γλώσσης περιπέτειαι» δια ταύτης της προσωπικής δηλώσεως: ''αξιοθρήνητον το γένος, όπου η γραφομένη γλώσσα λάκκον ορύττει βαθύν μεταξύ γραμματικών και αγραμματικεύτων, μεταξύ ακαδημίας και εργοστασίου! Αλλ’ αξιοθρήνητοι και ημείς αυτοί, ότι εις ολίγους χαρισθέντες, και την λοιμώδη ψώραν της λεξιθηρίας και ημείς νοσήσαντες, τόδε το πόνημα συνετάξαμεν εις λέξιν που μεν σόλοικον και ανομοιόμορφον, που δε δυσπρόσοιστον και μη κοινήν»(46).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
33. - Βυζαντιναί Μελέται, σελ. 651.
34. - Άσματα δημοτικά, σελ. 281-286, 286-291, 353-364, 364-366, 366-390, 470-475. Βυζαντιναί Μελέται, σελ. 574-682.
35. - Άσματα δημοτικά, σελ. 367.
36. - Βυζαντιναί Μελέται, σελ. 575.
37. - Αυτόθι, σελ. 614.
38. - Δ. Μαυροφρύδου, Εκλογή μνημείων της Νεωτέρας -Ελληνικής γλώσσης, τόμ. Α', εν Αθήναις, 1866.
39. - Περί των νεωτέρων επί του θέματος ερευνών βλ. Δ. Α. .Ζακυθηνού, Βυζαντινή Ιστορία, σελ. 409 κ.ε.
40. - Ιταλοελληνικά, σελ, 33.
41. - Αυτόθι, σελ. 186.
42. - Αυτόθι, σελ. 187 κ.ε
43. - Άσματα δημοτικά, σελ. 368 κ.ε. 888
44. - Ιταλοελληνικά, σελ. 110.
45. - Άσματα δημοτικά, σελ. 475.
46. - Βυζαντιναί Μελέται, σελ. 682.
|