Διονύσιος Α. Ζακυθηνός
Μεταβυζαντινή και Νεωτέρα Ελληνική Ιστοριογραφία
[Από τα Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, 1974]
Μέρος E'
Η ανάδειξις της Ιστορίας εις πρωταρχικήν επιστήμην του Γένους δεν δύναται να νοηθή χωρίς την έκτακτον ακμήν της Τεχνικής, των τεχνικών δηλονότι μέσων της πανελληνίου διαδόσεως, των Ελληνικών και των άλλων τυπογραφείων(98). Εν συγκρίσει προς την Μεταβυζαντινήν η Νεωτέρα Ελληνική Ιστοριογραφία ανήκει κατ' εξοχήν εις τον χώρον του εντύπου βιβλίου. Γνωστοί τυπογραφικοί οίκοι, Ελληνικοί και ξένοι, κατευθύνουν την κίνησιν συμφώνως προς τας προτιμήσεις του συνεχώς διευρυνομένου αναγνωστικού κοινού, Οι μεν ξένοι τυπογράφοι αρέσκονται να υπογραμμίζουν τον φιλελληνισμόν των, οι δε Έλληνες διακηρύσσουν -και οι λόγοι των είναι ειλικρινείς- ότι ύψιστον διαφέρον των είναι η διαπαιδαγώγησις του Γένους.
Η νέα ιστοριογραφία δεν είναι δυνατόν να νοηθή αποχωριζομένη του ιδιάζοντος ανθρωπίνου περιβάλλοντος, το οποίον εξέθρεψεν αυτήν. Είναι γέννημα και ανάστημα του Ελληνισμού της Διασποράς, ιδίως του δευτέρου αποικιστικού στρώματος. Αντανακλά δε τας τάσεις, τους πόθους, τα όνειρα, την γλωσσικήν μετριοπάθειαν της αναθρωσκούσης νέας οικονομικής τάξεως. Αποβλέποντες εις την σταδιοδρομίαν των ανδρών, οι οποίοι ως συγγραφείς, μεταφρασταί, ερανισταί η απλώς «διορθωταί», συνετέλεσαν εις την ανάπτυξιν της νέας ιστορικής σχολής, διαπιστούμεν ότι κατά μεγίστην πλειονοψηφίαν ούτοι υπήρξαν τρόφιμοι μεγάλων πανεπιστημιακών κέντρων του Εξωτερικού ή ανωτέρων παιδευτικών ιδρυμάτων του Ελληνισμού εν τη ξένη. Πολλών τούτων η παίδευσις συμπορεύεται μετά των μεγάλων Ευρωπαϊκών κατακτήσεων του πνεύματος κατά τον δέκατον έβδομον και τον δέκατον όγδοον αιώνα. Μολονότι οι άνδρες ούτοι αιδούνται την Ορθοδοξίαν και αγωνίζονται, δια την διατήρηση αυτής ακεραίας και αμολύντου, δεν διστάζουν να διασπούν τον φραγμόν της προκειμένου να μεταλαμπαδεύσουν εις το υπόδουλον Γένος την σοφίαν της Ευρώπης. Αληθής μαθητεία ενός έθνους εις το μέγα διδασκαλείον του Ευρωπαϊκού πολιτισμού είναι η στροφή των Ελλήνων προς την πηγήν ταύτην της παιδεύσεως (99).
Περαιτέρω η νέα ιστοριογραφία δεν είναι φαινόμενον αυτόνομον εν τω γενικωτέρω πλέγματι του πνευματικού βίου, της φιλοσοφίας, της γραμματείας και των ιδεών. Έχει και αύτη τας απωτέρας πηγάς της εις τον Δεύτερον Ελληνικόν Ανθρωπισμόν, από του έτους 1620 και εξής, και καταλήγει αυξανομένη εις την ακμήν του Ελληνικού Διαφωτισμού, από των μέσων του δεκάτου ογδόου αιώνος. Απεργάζεται δ' ούτω την ιστορικήν υποδομήν του ιδεολογικού συστήματος του Έθνους, ακατανίκητως φερομένου προς την ελευθερίαν. Δια τούτο η ιστοριογραφική αύτη κίνησις δεν αρκείται μόνον εις την αφήγησιν, προβληματίζεται ήδη ως επιστήμη και παρακολουθεί τα γενικώτερα ρεύματα της Ευρώπης, τας νέας τάσεις και πρωτοβουλίας. Και πάλιν δανείζεται τα πρότυπα της σκέψεώς της εκ δυσμών. Τω 1795 μεταφράζεται το έργον του Montesquieu: Considérations sur les causes de la grandeur et de la décadence des Romains (1734): Έρευνα περί προόδου και πτώσεως των Ρωμαίων συντεθείσα παρά του Μοντεσκίου και μεταφρασθείσα εκ της Γαλλικής διαλέκτου, εν Λειψία της Σαξωνίας, 1795(100). Εν τω προοιμίω γράφονται τα εξής• «καθέκαστος, υποθέτω, ηξεύρει, ότι εστάθη ποτέ Γραικικόν Βασίλειον (η Βυζαντινή Αυτοκρατορία), ότι ηχμαλωτίσθη και ότι εκ του τότε εσκλαβώθημεν, διεσκορπισθημεν και ευρισκόμεθα εις την κατάστασιν, οπού ευρισκόμεθα. Πλην εξέτασέ τις την αρχήν τούτου του Βασιλείου; εξέτασέ τις την πρόοδόν του; εξέτασέ τις τας μεταβολάς του; εξέτασέ τις τέλος πάντων τας αιτίας του αφανισμού του;» Υπάρχει η πληροφορία ότι ο Ρήγας παρεσκεύαζε την μετάφρασιν του έργου του αυτού συγγραφέως, L'esprit de Lois (1748). Ιστορικά έργα του Βολταίρου, πλην του περί, Καρόλου του ΙΒ' της Σουηδίας, ήσαν ενωρίς γνωστά εν χειρόγραφω(101). Τέλος, μεταξύ άλλων, μετ' εκπλήξεως συναντά τις το δοκίμιον του Λεονάρδου Bruni (1369-1444) λατινιστί μετά Ελληνικής μεταφράσεως: Του Λεονάρδου Αρρετίνου περί Πολίτείας Φλωρεντίνων -Leonardi Arretini de Florentinorum Republica (αχρόνιστον, κατά τον Legrand του τέλους του δεκάτου ογδόου αιώνος)(102).
Η Ελληνική Επανάστασις ανέκοψε την ιστοριογραφικήν ταύτην δραστηριότητα. Η Ελλάς, αντί να αντιγράφη, έγραφεν ιστορίαν εις τα πεδία των μαχών και εις τας θάλασσας. Εκ του μεγάλου τούτου αγώνος προέκυψε πλουσία και ποικίλη ιστορική γραμματεία. Τα κατ'αυτήν ευρίσκονται εκτός των διαφερόντων της ημετέρας ζητήσεως και επομένως δεν θα απασχολήσουν ημάς ενταύθα. Αλλ η Επανάστασις και η δημιουργία του ελευθέρου Κράτους έφεραν προ σκληρών πραγματικοτήτων την ανόργανον και ετερόκλητον, την εκτός τόπου και χρόνου ιστορικήν αναζήτησιν των δύο τελευταίων αιώνων. Εκ των ερειπίων του πολέμου, εκ της επί το αυτό συναντήσεως ανδρών διαφορωτάτης προελεύσεως, ψυχικής ιδιοσυστασίας και πνευματικής στάθμης, εκ των μορφών του πολιτεύματος και της πιέσεως των επειγόντων προβλημάτων του παρόντος, εκ των εξελίξεων της περί το Ελληνικόν πρόβλημα διεθνούς πολιτικής, των δοκιμασιών και των απογοητεύσεων προέκυψε μεγάλη ηθική κρίσις. Μία των απόψεών της υπήρξεν η κρίσις της ιστορικής συνειδήσεως.
Έν εξωτερικόν γεγονός επεδείνωσε την κρίσιν ταυτήν. Η δημοσίευσις των δύο τόμων της Geschichte der Halbinsel Morea wärend des Mittelalters, εν Stuttgart και Tübingen, του Φιλίππου Fallmerrayer, κατά τα έτη 1830 και 1836, ήλθε να ρίψη βαρείαν σκιάν επί του αιθρίου ουρανού του νεοπαγούς Κράτους. Υπερακοντίζων παλαιοτέρας δυσμενείς κρίσεις του C. de Pauw (1788), του Jacob - Salomon Bartholdy (1805) και άλλων(103), ο Γερμανός ιστορικός διετύπωσε την θεωρίαν περί εκσλαβισμού της Ελληνικής φυλής(104) τας ανθελληνικάς του γνώμας επεξέτεινε, συνεπλήρωσε και διηυκρίνησε διά σειράς πραγματειών και δοκιμίων: Welchen Einfluss hatte die Besetzung Griechenlands durch die Slaven auf das Schicksal der Stadt Athen und der Landschaft Attika? εν Stuttgart και Tübingen, 1835, Fragmente aus dem Orient, εις τόμους δύο, εν Stuttgart και Tübingen 1845, Das Albanesische Element in Griechenland, εν Abhandlungen der Historische Classe der Königl. Bayer. Akademie der Wissenschaften, τόμος 8, εν Μονάχω, 1860(105).
Η Ελληνική διανόησις έσπευσε να απαντήση εις τας ευρύτατα κυκλοφορουμένας απόψεις του Fallmerayer καί, ως ήτο φυσικόν, το όλον θέμα έλαβε τας διαστάσεις ενός μεγάλου εθνικού ζητήματος. Ο Εμμανουήλ Βυβιλάκης εδημοσίευσε βραχείαν πραγματείαν υπό τον τίτλον: Neugriechisches Leben, verlichen mit dem Altgriechischen zur Erläuterung Beiter, εν Βερολίνω, 1840. Ο Διονύσιος Σουρμελής ησχολήθη ειδικώτερον περί την ίστορίαν των Αθηνών: Κατάστασις συνοπτική της πόλεως Αθηνών από της πτώσεως αυτής υπό των Ρωμαίων μέχρι τέλους της Τουρκοκρατίας, εν Αθήναις, 1842. Ο Γ. Πεντάδης Δάρβαρις γράφει Δοκίμιον περί σπουδής της Ιστορίας, εν Αθήναις, 1842. Ο Σοφοκλής Κ. Οικονόμος, ιατρός και χειρουργός, ευρίσκει την ευκαιρίαν να ασχοληθή περί την θεωρίαν του Fallmerayer: Περί Μάρκου του Κυπρίου και της υπ' αυτού συγγραφείσης εις την κοινήν διάλεκτον ερμηνείας των Ιπποκράτους Αφορισμών διατριβή. Εν η και μία λέξις προς τον Φαλμεράϋερον, εν Αθήναις, 1843. Ελληνιστί και λατινιστί συγγράφει ο Αναστάσιος Γεωργιάδης Λευκίας εκ Φιλιππουπόλεως την διατριβήν Ανατροπή των δοξασάντων, γραψάντων και τύποις κοινωνησάντων, ότι ουδείς των νυν την Ελλάδα οικούντων απόγονος των αρχαίων Ελλήνων εστίν, εν Αθήναις, 1843. Ο αρχαιολόγος Κυριάκος Πιττάκης συνάγει Ύλην ίνα χρησιμεύση προς απόδειξιν, ότι οι νυν κατοικούντες την Ελλάδα εισίν απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, εν Εφημερίδι Αρχαιολογική (Νοέμβριος 1852), κλπ.(106). Τέλος ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος δημοσιεύει την Περί της εποικήσεως Σλαβικών τινων φυλών εις την Πελοπόννησον, εν Αθήναις, 1843, πραγματείαν, εν τη οποία διά πρώτην φοράν επιχειρείται η συστηματική κριτική εξέτασις των αυθεντικών πηγών(107).
Εν τω μεταξύ η Ελληνική ιστοριογραφία, αποβάλλουσα τον στενόν ερανιστικόν και μεταφραστικόν χαρακτήρα της, προήγετο εις γενικωτέρας συνθέσεις και φιλοσοφικάς θεωρήσεις. Ο Γεώργιος Γ. Κοζάκης-Τυπάλδος, ο συντάκτης της προκηρύξεως του Ιασίου «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος», εξέδιδε το εκ 514 σελίδων Φιλοσοφικόν Δοκίμιον περί της προόδου και της πτώσεως της παλαιάς Ελλάδος, εν Αθήναις, 1839. Αναζητών τας αιτίας της προόδου και της πτώσεως του Ελληνικού Έθνους, εξαίρων την πολιτικήν αρετήν και την ελευθερίαν, υπολαμβάνων το Έθνος και την εθνικήν ενότητα ως υπόβαθρον και ταύτης και εκείνης, ο συγγραφεύς επεδίωκε να εμπνεύση «εις τας τρυφεράς καρδίας της Ελληνικής νεολαίας, επί της οποίας στηρίζεται η μέλλουσα ευημερία της Πατρίδος, τον υπέρ της πολιτικής αρετής ιερόν έρωτα». Διά να θεμελιώση την έκθεσίν του, εχρησιμοποίησεν ευρύτατα κείμενα της αρχαίας γραμματείας (ιδίως τους Πλατωνικούς Διάλογους) και ιστορικά και φιλοσοφικά έργα της Ευρωπαϊκής διανοήσεως, κατά προτίμησιν Γαλλικά και Γερμανικά, του Montesquieu, του Montaigne, του Constant, του Condillac, του Mably, του Winckelmann, του Herder, του Fichte, του Kant κλπ.
Βραχύτερον (εκ σελίδων 174), αλλά περιεκτικώτερον είναι το βιβλίον του Μάρκου Ρενιέρη, Φιλοσοφία της Ιστορίας. Δοκίμιον, εν Αθήναις, 1841, αφιερούμενον τω «Ι.Β. Βίκω πατρί της Επιστήμης της Ιστορίας» (Giambatista Vico, 1668-1744, όστις, πλην άλλων, συνέγραψε την πραγματείαν La Scienza nuova, 1725-1744). Την Γενικήν Ιστορίαν διαιρεί ο συγγραφεύς εις δύο μεγάλας περιόδους, την αρχαίαν και την νέαν. Εν τη προσπαθεία του να ανακαλύψη «τον νόμον, τον τύπον της αναπτύξεως της ανθρωπότητος», καταλήγει εις την θεωρίαν ότι δύο στοιχεία πάλης, το εγώ και το ουκ εγώ κυβερνούν δια της «διπολικής των κινήσεως» την Ιστορίαν. Ο Χριστιανισμός έτρεψε την Ανθρωπότητα προς την άρμονίαν των δύο ροπών. «Την λύσιν της μεταξύ των δύο στοιχείων πάλης, την οποίαν η Αρχαιότης δεν ηδυνήθη να εύρη παρά δια της καταστροφής του ενός ή του άλλου, ο Χριστιανισμός την έδωσε δια της ενώσεως και του συνταυτισμού αμφοτέρων αυτών»(108) Η κίνησις δεν έχει εισέτι τελεωθή. «Την ημέραν δε καθ' ην τα δύο ταύτα στοιχεία θέλουν αισθανθή την εν τω Θεώ συνταύτισιν και ενότητά των, την ημέραν καθ' ην η Ανθρωπότης θέλει απεικονισθή εις την εν τω Αγίω Πνεύματι συνένωσιν του Πατρός και του Υιού, την ημέραν ταύτην η αποθέωσις θέλει είσθαι αποπερατωμένη»(109).
Ως ορθώς παρετηρήθη, «τα δοκίμια του Κοζάκη-Τυπάλδου και του Ρενιέρη αποτελούν ορόσημον μιας νέας φάσεως της Νεοελληνικής Ιστορίας του Πολιτισμού. Χαρακτηρίζουν την γένεσιν των Νεοελληνικών Ιστορικών σπουδών»(110). Εξ άλλου αμφότεροι οι συγγραφείς, προαγόμενοι εις γενικά θεωρητικά σχήματα, υπηρετούν υψίστας εθνικάς σκοπιμότητας. «Σκεπτόμενοι, λέγει ο Μάρκος Ρενιέρης, ότι η Δύσις και η Ανατολή αντιπροσωπεύουσι τα δύο ταύτα στοιχεία και ότι επομένως η συμφιλίωσις των στοιχείων, τούτων θέλει συμφιλιώσει και την Ανατολήν με την Δύσιν», σκεπτόμενοι «ότι η Ελλάς ευρίσκεται εν τω μέσω αυτών και ότι η Ελληνική φυλή έως τώρα κοιμωμένη τον βαρύν της δουλείας και της αμαθείας ύπνον, εξύπνησε και κατετάχθη εις τον χορόν των ελευθέρων εθνών, καθ' ην στιγμήν η νέα αύτη εποχή υπέβαλεν εις την Ανθρωπότητα νέον θέμα ερευνών και ενεργείας, δεν δυνάμεθα να είπωμεν, ότι η σύμπτωσις αύτη μας ανακαλύπτει τους υψηλούς περί της Ελλάδος σκοπούς της Θείας Προνοίας, ότι (...) εδώ θέλει λάβει ο Χριστιανισμός την ανάπτυξιν και την πραγματοποίησίν του;» «Θέσατε, καταλήγει ο Ρενιέρης, την χείρα σας επί του γεωγραφικού χάρτου, επί των πέντε τούτων στοιχείων, Ελλάς, και θέλετε αισθανθή ότι εδώ πάλλει την σήμερον η καρδία της Ανθρωπότητος, ότι εδώ είναι σήμερον το κέντρον του κόσμου. Εδώ συναθροίζονται της Ευρώπης οι στόλοι. Εδώ οι πολιτικοί της Ευρώπης άνδρες έχουν προσηλωμένα τα βλέμματά των. Εδώ της Ευρώπης οι ποιηταί έρχονται να ζητήσουν νέας εμπνεύσεις. Εδώ είναι τα σπέρματα της ειρήνης ή του πολέμου της Οικουμένης. Όπισθεν του πολιτικού της Ανατολής ζητήματος, υπάρχει το φιλοσοφικόν της Ανατολής ζήτημα, και η Ελλάς είναι προωρισμένη να λύση και το εν και το άλλο»(111). Ευρισκόμεθα προ μιας ιδιαζούσης (Μεγάλης Ιδέας», η οποία οραματίζεται, δια το νεοπαγές βασίλειον Παγκόσμιον πνευματικήν ακτινοβολίαν. Εν τη εκδοχή άλλωστε ταύτη εχρησιμοποίησε τον όρον ο Ιωάννης Κολέττης κατά την αγόρευσίν του ενώπιον της Εθνοσυνελεύσεως την 14 Ιανουαρίου 1844: «Δια την γεωγραφικήν της θέσιν η Ελλάς είναι το κέντρον της Ευρώπης. ισταμένη και έχουσα εκ μεν δεξιών την Ανατολήν, εξ αριστερών δε την Δύσιν, προώρισται, ώστε διά μεν της πτώσεως αυτής να φωτίση την Δύσιν, δια δε της αναγεννήσεως την Ανατολήν»(112). Αι μεγάλαι αύται ιδέαι, υπό διαφόρους αποχρώσεις, ανακυκώνται εις την γενεάν των νέων ανδρών, οίτινες θα αναλάβουν βραδύτερον μεγάλας πρωτοβουλίας. Ούτως εις την ομάδα του υψηλής στάθμης και εμπνεύσεως βραχυβίου περιοδικού Ευρωπαϊκός Ερανιστής (τω 1840), από του 1842 Ερανιστής, εις το πλευρόν παλαιοτέρου τινών συνεργατών, επιβάλλονται τα ονόματα του Περικλέους Αργυροπούλου (1809-1859), του Αλεξάνδρου Ραγκαβή (1809-1892), του Κωνσταντίνου Κοντογόνου (1812-1878), του Παύλου Καλλιγά (1814-1896), του Μάρκου Ρενιέρη (1815-1890), του Κωνσταντίνου Παπαρρηγοπούλου (1815-1891) κ.ά.
Δια της πτώσεώς της η Ελλάς, είπεν ο Κωλέττης, εφώτισε την Δύσιν, διά της αναγεννήσεως προώρισται να φώτιση την Ανατολήν «το μεν πρώτον εξεπλήρωσαν οι προπάτορες ημών, το δε δεύτερον είναι εις ημάς ανατεθειμένον». Αλλά τι είναι η Ελλάς; Ανατολή ή Δύσις; Το ερώτημα τούτο αποτελεί το αντικείμενον ανωνύμου διατριβής του περιοδικού Ερανιστής (1842), οπού αναπτύσσονται ιστορικαί σκέψεις εκτάκτου νηφαλιότητος, θεμελιούσαι προγράμματα, πνευματικάς και ιδεολογικάς στάσεις και αντιδράσεις έναντι των προβλημάτων του παρόντος(113) «Ίσως το ζήτημα τούτο, λέγει ο συγγραφεύς, αναφερόμενος εις το ερώτημα Ανατολή ή Δύσις; φανή εκ πρώτης όψεως αδιάφορον. Όστις όμως σκεφθή ολίγον περί αυτόν, θέλει συμφωνήσει, με ημάς, ότι εξ όλων των ζητημάτων όσα εγέννησεν η κατά τον αιώνα μας ανάστασις του Ελληνικού έθνους, τούτο είναι το σπουδαιότερον, και ότι πας πολιτικός ανήρ ο αμελών του ζητήματος τούτου την μελέτην και λύσιν, ομοιάζει ναύτην πλέοντα τον Ωκεανόν άνευ χάρτου και πυξίδος»(114). Και συνοψίζει ως εξής τα συμπεράσματά του: «Νομίζομεν αρκούντως αποδεδειγμένον, ότι η Ελλάς κατά την φύσιν, κατά τον πολιτισμόν, κατά την ιστορικήν αυτής αποστολήν, είναι Δύσις και όχι Ανατολή. Ότι εις τους χρόνους της παρακμής και διαφθοράς, επί των Βυζαντινών, εφάνη λησμονούσα εαυτήν και εις το αντίθετον εαυτής μετασχηματιζομένη. Ότι όμως αναγεννηθείσα ήδη, επανέρχεται ως φωταγωγόν άστρον εις την αρχαίαν αυτής τροχιάν και υπόσχεται να γίνη εκ νέου ο αρχηγός της Δύσεως εις την ηθικήν της Ανατολής κατάκτησιν και ανάπλασιν»(115).
Τας Ασιατικάς ιδέας περί Τέχνης, τας Συριακάς ή Αιγυπτιακάς μορφάς, την παρακμήν της κατά κόσμον Ζωγραφικής, τον αφανισμόν της Γλυπτικής καταγγέλλει ο Στέφανος Κουμανούδης εις το φυλλάδιόν του Πού σπεύδει η Τέχνη των Ελλήνων την σήμερον. Προσετέθησαν και δύο πραγματείαι Ιωάννου Βιγκελμάννου περί τέχνης εκ του Γερμανικού, εν Βελιγραδίω, 1845. Ο Κουμανούδης, γεννηθείς τω 1818 εν Αδριανουπόλει, σπουδάσας εν Μονάχω και Βερολίνω, οπού εμαθήτευσε παρά τω Θεοδώρω Γουλιέλμω Thiersch, τω Λεονάρδω Spengel, παρά τω Φρειδερίκω Γουλιέλμω Schelling,τω Φιλίππω Αυγούστω Boeckh, παρά τω Καρόλω Ritter, μετεκπαιδευθείς ακολούθως εν Παρισίοις, διορισθείς τω 1845 υφηγητής των Λατινικών Γραμμάτων εις το Πανεπιστήμιον Όθωνος, μετελαμπάδευσεν εις την αναπτυσσομένην Ελλάδα τας ιδέας και τας μεθόδους της ακμαζούσης Γερμανικής Σχολής(116). Το νεανικόν εκείνο δοκίμιόν του, γραφέν εν Παρισίοις την 25 Μαρτίου 1843, θέτει, ευθέως το πρόβλημα της αναπτύξεως των εικαστικών τεχνών εν συναρτήσει προς την Αρχαιότητα, το Βυζάντιον και την Δυτικήν Ευρώπην, «εις εποχήν μεταμορφωτικήν των πάντων», την οποίαν έζων αναντιρρήτως οι Έλληνες(117). Η θρησκευτική Τέχνη, ως αύτη διεμορφώθη κατά τους μέσους αιώνας, ηκολούθησε «το σοβαρώτερον και μελαγχολικώτερον ανατολικόν πνεύμα, το οποίον διαδοθέν εις τους Έλληνας είχε γίνει, να είπω ούτως, ανατολικώτερον εαυτού, προϊόντος του χρόνου». Ούτως «η θεία πηγή του καλού, της αδελφής ταύτης ιδέας του αγαθού, παρεγνωρίσθη και επρογράφη. Οι τεχνίται. δεν είχον πλέον ουδεμίαν ελευθερίαν εις την εκλογήν και τον τρόπον της παραστάσεως των υποθέσεων». Τότε «εισέφρησαν εις τάς κεφαλάς των αι στρεβλαί περί καλού ιδέαι...»(118). Περιοριζόμενος εις την Ζωγραφικήν και την Γλυπτικήν, ο συγγραφεύς συνιστά την καλλιέργειαν όλων των ειδών, της εικονικής ζωγραφίας (portrait), της ιστορικής ή μεγαλογραφίας, της τοπιογραφίας (paysage), της αγαλματοποιίας, τέχνας, τας οποίας εξόχως προήγαγον οι λαοί της Ευρώπης. Πού μας φέρει η οδός αύτη; Εις μέρη όλως άγνωστα πρώην; εις ξένους τόπους; «Άλλοι λαοί χρήζουσι τοιαύτης ξενιτείας προς ανεύρεσιν των καλών, των κοσμούντων τον κοινωνικόν βίον. Ο ευτυχής Έλλην υπάγει εις την Ελλάδα πάλιν, την γηραιάν πατρίδα του, δια να ίδη και να μάθη τα όσα είχε λησμονήσει προ τοσούτων αιώνων...». «Και είναι ήδη καιρός, να συνίδη όλον το Έθνος ταύτην την αλήθειαν, όσον ένεστι, δια να ποτίζεται με περισσοτέραν εμπιστοσύνην τα νάματα της όλης Ευρωπαϊκής σοφίας, ως πηγάσαντα εξ Ελληνικής γης, και διά τούτο προσφορώτατα εις τον οργανισμόν ημών καθό Ελλήνων»(119). Η μετάφρασις των δύο πραγματειών του Winkelmann χαρακτηρίζει τας ροπάς ταύτας.
Αι γενναίαι αύται ιδέαι συνταράσσουν την Ελληνικήν Διανόησιν δέκα μόλις έτη μετά την ίδρυσιν του Βασιλείου και οδηγούν εις οξυτάτην κρίσιν της ιστορικής συνειδήσεως του Έθνους. Αύτη εν τελευταία αναλύσει εστρέφετο περί τα πρότυπα, τα οποία ώφειλε να ακολουθήση ο Ελληνισμός, εν άλλοις λόγοις περί αυτάς τας πηγάς της εμπνεύσεως και τους κανόνας της παιδεύσεως της ανασυγκροτουμένης εκείνης κοινωνίας. Ως ήτο φυσικόν, οι Έλληνες και παλαιότερον, αλλά εντόνως κατά την εποχήν ταύτην είχον σταθή διστακτικοί και είχον διχασθή μεταξύ δύο φωτεινών κέντρων της παραδόσεως, δύο μεγάλων περιόδων της ιστορίας, δύο συμβόλων, του Παρθενώνος και της Αγίας Σοφίας. Εις τον διχασμόν τούτον παρενεβάλλετο, άλλοτε συμπορευομένη και άλλοτε εναντιουμένη προς την παράδοσιν, η από μακρού παρατηρουμένη ισχυρά έλξις προς την «πεφωτισμένην Ευρώπην».
Οι υπέρμαχοι της Αρχαιότητος συνέδεον αμέσως τα δύο άκρα, τους κλασσικούς χρόνους και την αναγεννωμένην δια της Επαναστάσεως Ελλάδα, παρεγνώριζον δε και αυτήν την ουσίαν της Βυζαντινής Ιστορίας και υπετίμων την οικουμενικήν πολιτικήν του Βυζαντινού Ελληνισμού. Οι αρχαΐζοντες (ο όρος δεν λαμβάνεται ενταύθα εν τη γλωσσική του εννοία) ανήκον κατά το πλείστον εις τους φιλολόγους και τους νομομαθείς του νεοσύστατου Πανεπιστημίου του Όθωνος. Θα ηδύνατό τις να ονομάση άνδρας διαπρέψαντας εν τη καλλιεργεία των επιστημών, αληθείς δημιουργούς της επιστημονικής παιδεύσεως, τον Νικόλαον Ι. Σαρίπολον, τον ανωτέρω μνημονευθέντα Στέφανον Κουμανούδην, τον Μιχαήλ Ποτλήν(120), τον Κωνσταντίνον Φρεαρίτην(121). Κατά τρόπον σαφέστατον θέτει το πρόβλημα ο Νικόλαος Σαρίπολος εις το δοκίμιον Λόγος εκφωνηθείς την 21 Οκτωβρίου 1848 κατά την έναρξιν της διδασκαλίας των αρχαίων Ελληνικών πολιτευμάτων, εν Αθήναις, 1848, σελ. 24. Μετά την εν Χαιρωνεία μάχην «πέπλος μέλας δουλείας επισκιάζει την Ελλάδα, εποχή μακράς καταστροφής, εποχή άγονος. Τους Μακεδόνας διαδέχονται οι Ρωμαίοι, τους Ρωμαίους οι βάρβαροι του Βορρά, τούτους δε οι αιμοχαρείς της Κασπίας περίοικοι. Ημείς, συμμελετήσαντες την λαμπράν της Ελλάδος εποχήν, θέλομεν φθάσει μέχρι του κρημνού, ένθα καταπίπτει η Ελληνική εύκλεια, αλλ' απέναντι θέλομεν ίδει υψούμενον και απαυγάζον το της ημετέρας πατρίδος κλεινόν μέλλον. Θέλομεν χαιρετίσει αυτό, γεφυρούντες τα δύο διεστώτα, και αποστρέφοντες τους οφθαλμούς του αναμέσον χάσματος, θέλομεν συσπουδάσει κατά το προσεχές έτος το συνταγματικόν πολίτευμα, οίον έχει αυτό σήμερον η Ελλάς, και δια του οποίου θέλομεν ευαγγελίσει την ελευθερίαν εις τους περί ημάς αδελφούς ημών».
Αλλά το μάλλον χαρακτηριστικόν κείμενον είναι ο Λόγος, ο εκφωνηθείς την 20 Μαΐου 1853 επί τη επετείω της ιδρύσεως του Πανεπιστημίου υπό του Στεφάνου Κουμανούδη, εκτάκτου καθηγητού της Λατινικής Φιλολογίας(122). Η «ιστορικωτέρα» και «πολιτικωτέρα» πραγματεία, την οποίαν επί τη επισήμω ταύτη ευκαιρία επιχειρεί ο συγγραφεύς, είναι η περί της Ελληνικής εθνικότητος, «θεωρουμένης υπό πολιτικήν έποψιν, την της ενότητος». Την ενότητα αναζητεί καθ' όλην την Ελληνικήν Ιστορίαν. Το «μικρόν εκ των Ελληνικών χρόνων σπέρμα της ενότητος» φαίνεται ότι έλαβε την πρώτην επίδοσιν κατά τους χρόνους της Ρωμαϊκής δυναστείας. Υπήρξεν «έθνος Ελληνικόν καθ' όλον τον μέσον αιώνα», λέγει εν συνεχεία ο Κουμανούδης. Αλλά «εις αμάθειαν περιπεσόν ελεεινήν, υπείκεν εις τα δεσποτικά δόγματα της Καισαρικής αρχής [του Βυζαντίου], ήτις παρελθόν έχουσα ξένον, ποτέ δεν εξεφράσθη ότι απηρνήθη αυτό. Αίσθησις πολιτικής υπάρξεως έλειπεν εν τω λαώ ή εκοιμάτο ύπνον βαθύν», είναι δε «τα μάλιστα αμφίβολον, αν παρατεινομένης έτι της ζωής του Βυζαντινού Κράτους, ήτο δυνατόν να έλθωσιν οι Έλληνες εις επίγνωσιν της αληθούς αυτών ουσίας». Το Ελληνικόν στοιχείον δεν ηγέρθη «ειμή αφού, και της μεγίστης συμφοράς επελθούσης, της υπό των Τούρκων αλώσεως του Βυζαντίου, ανεγεννήθησαν τα Ελληνικά γράμματα εν τη Δύσει». Νυν, αφού επί δέκα εξ δουλικούς αιώνας το Έθνος ετυραννήθη «υπό εγχωρίων και ξένων», «πολιτεία συνέστη μία Ελληνική, περιλαβούσα, ει μη πάσας, τόσας όμως Ελληνίδας χώρας, όσας ουδέποτε τούτω τω ονόματι, και Βασιλεύς Ελλάδος αληθώς και κυρίως ανεκηρύχθη, εγράφη και επροφέρθη πρώτον τω 1833. Ελευθερία ιδρύθη εύνομος, άνευ προνομίων επαχθών και άνευ της επαράτου δουλείας, επίσης πρώτον εν Ελλάδι εν ταις ημέραις αυτών».
Εις την αρχαΐζουσαν παράταξιν αντιτάσσεται η μετριοπαθής μερίς της πνευματικής ηγεσίας. Ήδη τω 1842 ο υφηγητής του Δικαίου Παύλος Καλλιγάς, μαθητής του Φρειδερίκου Καρόλου Savigny, εις την σύντομον πραγματείαν του Η εξάντλησις των κομμάτων ήτοι ηθικά γεγονότα της κοινωνίας μας(123), κείμενον όντως πρωτοποριακόν, μεστόν φιλοσοφικού στοχασμού και πολιτικής ενοράσεως, ωμίλησε περί «τριχοτομίας του Έθνους». Ανέλυσε τα στοιχεία, τα απαρτίζοντα τα κόμματα, και ανεζήτησε την απωτέραν των σημασίαν. Εδέχθη ότι «το πρώτον στοιχείον της κοινωνίας μας, η βάσιμος ζύμη, να είπωμεν ούτως, είναι λείψανον αρχαίον, Βυζαντινόν. Διά της θρησκείας, δια της πνευματικής καταγωγής και δια του ζυγού αυτού της δουλείας η καθέδρα του Βυζαντίου δεν ήλλαξεν. Από τας βάσεις της Αγίας
Σοφίας ακόμη ακούει ο ευσεβής την φωνήν της νεκραναστάσεως. Απ' εκεί ήρχετο ο πολιτισμός και εκεί επέστρεφεν ο πολιτισμένος της τύχης δόκιμος»(124).
Αλλ' ο πρώτος εισηγητής της τριμερούς υφής του Ελληνισμού και ο φλογερός απολογητής της ενότητας θα αποβή ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος. Εις τα Άσματα δημοτικά της Ελλάδος, εν Κερκύρα, 1852, και εις τας Βυζαντινάς Μελέτας. Περί πηγών της Νεοελληνικής Εθνότητος από Η' άχρι Ι' εκατονταετηρίδος μ.Χ., εν Αθήναις, 1857, θα επανορθώση τον Βυζαντινόν μέσον αιώνα, «σύστημα και αυτό στρεφόμενον αμεταθέτως περί τρεις αυθεντίας, την Ελληνικήν, την Χριστιανικήν και την Ρωμαϊκήν»(125). Εις δε τον μεσαιωνικόν τούτον Ελληνισμόν θα αναζητήση τας ρίζας του Νεωτέρου Ελληνισμού, αι οποίαι αναβλύζουν «υπόγειοι και αδιόρατοι εξ αυτής της θείας ενανθρωπήσεως. Αναπηδώσιν εις την επιφάνειαν της γης επί Κωνσταντίνου και Θεοδοσίου. Ζητούσι τον ευθύτερον και συμφορώτερον δρόμον από Λέοντος του Θρακός άχρι Λέοντος του Ισαύρου, και δεν ορμώσιν ακατάσχετοι πλέον ή εις τας ημέρας Βασιλείου του Μακεδόνος και των διαδόχων του, ιθυτενώς έκτοτε προς την σύγχρονον παλιγγενεσίαν μας ευθυπορούσαι»(125). Ούτως η Ελληνική ιστοριοκρατία, εκπηδήσασα εξ αυτής ταύτης της Ελληνικής παραδόσεως προ δύο αιώνων, κορυφούται κατά τρόπον δραματικόν ενώπιον των λεωφόρων, τας οποίας ανοίγει η Ιστορία και προ των οποίων ίσταται καχεκτικόν, τεταλαιπωρημένον, διστακτικόν και αναποφάσιστον το ελεύθερον Έθνος. Ενός ολοκλήρου αιώνος τραχείς αγώνες θα είναι το έσχατον αποτέλεσμα των αγωνιωδών τούτων αναζητήσεων.
Τας περί ενότητος απόψεις της Ελληνικής Ιστορίας κατέστησε κτήμα ες αεί του Έθνους ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος. Η φωνή του υπήρξε βαρεία και υπεύθυνος, εκάλυψε πάσας τας άλλας φωνάς και ηκούσθη εις τα πέρατα του κόσμου υπό παντός του Ελληνικού. Το μνημείον της ενότητος έπλασεν άνευ περιττού «ιστοριονομικού» φόρτου δια της κρυσταλλίνης πρώτης ύλης της ιστορικής παραδόσεως. Αντί της σαθράς γεφύρας, της συνδεούσης τα δύο διεστώτα, κατεσκεύασεν ευρείαν λεωφόρον, διασχίζουσαν τον αποκατασταθέντα χώρον του Ελληνισμού και παραλαμβάνουσαν εξ αυτού τα ετερότροπα στοιχεία, δια των οποίων θα απαρτισθή η σύνθεσις του μέλλοντος(127).
Σήμερον επί τη συμπληρώσει εκατονταετίας από του τερματισμού του μεγάλου εκείνου μόχθου η Ακαδημία Αθηνών, εγκεχειρισμένη εκ των νόμων και της παραδόσεως την παρακαταθήκην και την προστασίαν της πατρίου παιδείας, τιμά τον Κωνσταντίνον Παπαρρηγόπουλον κατά την εκατοστήν πεντηκοστήν και τρίτην ταύτην επέτειον της Ελληνικής Ελευθερίας(128).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
98. - Νεώτεραι έρευναι περί των Ελληνικών τυπογραφείων: Ν. Κοντοσοπούλου,Τα εν Βενετία τυπογραφεία Ελληνικών βιβλίων κατά την Τουρκοκρατίαν, εν Αθηνά, τόμ. 58 (1954), σελ. 286-342. Γ.Σ.Πλουμίδη, Το Βενετικόν τυπογραφείον του Δημητρίου και του Πάνου Θεοδοσίου (1776 - 1824), εν Αθήναις, 1969. Γεωργ. Λαΐου, Οι αδελφοί Μαρκίδες, Πούλιου, ο Γεώργιος Θεοχάρης και άλλοι σύντροφοι του Ρήγα. Ανέκδοτα έγγραφα απο τα Αρχεία της Βιέννης, εν Δελτίω της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας, τόμ. 12 (1958), σελ. 202-270. Πολ. Ενεπεκίδη, Συμβολαί εις την ιστορίαν του Ελληνικού Τύπου και των τυπογραφείων της Βιέννης 1790-1821, Επί τη βάσει των αρχειακών εγγράφων της Βιέννης, Ανάτυπον εκ του πανηγυρικού Λευκώματος των Θεσσαλικών Χρονικών, εν Αθήναις 1965. Πρβλ.και το ανωτέρω, σημ. 97, αναφερόμενο» δημοσίευμα του αυτού.
99. - Κ.Θ.Δημαρά, Η φωτισμένη Ευρώπη Φροντίσματα, ενθ' ανωτ. σελ.3 κε.
100. - Γ. Λαδά και Αθ. Χατζηδήμου, ενθ' ανωτ., έτος 1795, αριθμ. 216 σελ. 356 κε.
101. - Κ. Θ. Δημαρά, La Grèce au temps des Lumières, εν Γενεύη, 1969, σελ. 69.
102. - Φιλ. Η. Ηλιού, ενθ. ανωτ., αριθμ. 245, σελ. 310.
103. - Εμμ. Ν. Φραγκίσκου, Δύο «κατήγοροι του Γένους»: C. de Pauw (1788) και J.Σ. Bartholdy (1805), Περιηγήσεις στον Ελληνικό χώρο, εν Αθήναις, 1968, σελ. 49 -66.
104. - G. Veloudis, Jakob Philipp Fallmerayer und die Entstechung des neugriechischen Historismus, Südost Forschungen, τόμ. 29 (εν Μονάχω 1970), σελ. 43-90.
105. - J.Ρh. Fallmerayer, Gesammelte Werke, εκδοθέντα υπό G.M. Thomas, εις τόμους τρεις, εν Λειψία, 1861.
106. - Περί πάντων τούτων βλ. G. Veloudis, ένθ' ανωτ., σελ. 68 κ.ε.
107. - Επανεξεδόθη ως μέοος δεύτερον της πραγματείας Σλαυικαί εν ταις Ελληνικαίς χώραις εποικήσεις, εν Κ. Παπαρρηγοπούλου, Ιστορικαίς Πραγματείαις, μέρος Α', εν Αθήναις, 1858, σελ. 261-370. Εις το πρώτον μέρος περιελήφθη ο λόγος ο εκφωνηθείς εν τω Πανεπιστήμιω την 20 Μαΐου 1857, ημέραν των γενεθλίων του Όθωνος και επέτειον της ιδρύσεως του ανωτάτου εκπαιδευτηρίου, υπό τον αυτόν τίτλον και τον υπότιτλον: «Ανακεφαλαίωσις των περί του ζητήματος τούτου ρηθέντων» (αυτόθι, σελ. 226-260).
108. - Μάρκου Ρενιέρη, Φιλοσοφία της Ιστορίας, σελ. θ'.
109. - Αυτόθι, σελ. ιβ'. Πρβλ. Κ.Θ. Δημαρά, La Grèce au temps des Lumières, σελ. 142 κ.ε.
110. - G. Veloudis, ένθ' ανωτ. σελ. 52.
111. - Μάρκου Ρενιέρη, ενθ' ανωτ., σελ. ιβ' κε.
112. - Δ. Α. Ζακυθηνού, Η Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, έκδοσις δευτέρα, εν Αθήναις 1965, σελ. 47 κε. Κ. Θ. Δημαρά, «Της Μεγάλης ταύτης Ιδέας» (Σχεδίασμα φιλολογικό), ανάτυπον εκ του περιοδικού «Ιατρολογοτεχνική Στέγη», 1970, σελ. 7 κε.
113. - Ερανιστής ήτοι Συλλογή διατριβών πρωτοτύπων και μεταφραζομένων εκ των αρίστων περιοδικών, φυλλάδιον Γ', τόμος Α' του έτους Β', εν Αθήναις, 1842, σελ. 189-215.
114. - Αυτόθι, σελ. 189.
115. - Αυτόθι, σελ. 213 κε.
116. - Ν. Α. Βέη, Έμμετρα Στ. Κουμανούδη, εν Αρχείω Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού, τόμ. 14 (1949), σελ. 336 κε.
117. - Στεφάνου Κουμανούδη, Πού σπεύδει η Τέχνη των Ελλήνων σήμερον, σελ.6.
118. - Αυτόθι, σελ. 15
119. - Αυτόθι, σελ. 7,
120. - Μιχαήλ Ποτλή, Εισαγωγικόν Μάθημα εις το Εκκλησιαστικόν Δίκαιον της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, εν Αθήναις, 1859.
121. - Κωνσταντίνου Φρεαρίτου, Λόγος γενεθλιακός περί των τυχών και της φύσεως της Ελληνικής επιστήμης, επί τη εικοσιπενταετηρίδι του Εθνικού Πανεπιστημίου εκφωνηθείς, εν Αθήναις, 1863.
122. - Λόγος εκφωνηθείς τη 20 Μαΐου 1853 κατά την επέτειον εορτήν της ιδρύσεως του Πανεπιστημίου Όθωνος, υπό Στεφάνου Α. Κουμανούδη, εν Αθήναις 1853.
123. - Ανατύπωσις: Παύλου Καλλιγά, Μελέται νομικαί, πολιτικαί, οικονομολογικαί, ιστορικαί, φιλολογικαί κλπ. και Λόγοι εν τη Εθνοσυνελεύσει και τη Βουλή, τόμ. Α', εν Αθήναις, 1899, σελ. 483-505.
124. - Αυτόθι, σελ. 485.
125. - Σπυρ. Ζαμπελίου, Βυζαντιναί Μελέται, σελ. 33 κε.
126. - Αυτόθι, σελ. 62 κε. Γενικώς περί πάντων τούτων βλ. και Δ. Α. Ζακυθηνού, Η Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, σελ. 49 κε.
127. - Εκτός της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους, διδακτικά είναι και τα ελάσσονα κείμενα του Παπαρρηγοπούλου: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Η πρώτη μορφή: 1853), Επιμέλεια Κ. Θ. Δημαρά, εν Αθήναις, 1970, και Ποολεγόμενα, επιμέλεια Κ.Θ. Δημαρα, εν Αθήναις, 1970.
128. - Είναι ευνόητον ότι ο πανηγυρικός ούτος λόγος εξεφωνήθη εν Επιτετμημένη διατυπώσει.
|