image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Προηγούμενη Σελίδα

Διονύσιος Α. Ζακυθηνός

Μεταβυζαντινή και Νεωτέρα Ελληνική Ιστοριογραφία

[Από τα Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, 1974]


Μέρος Α'

H Βυζαντινή Ιστοριογραφία και η Νεοελληνική Ιστορική διανόησις συνυπάρχουν κατά την υπερτάτην εκείνην στιγμήν της πτώσεως της μεγάλης χριστιανικής πρωτευούσης. Εκ των τεσσάρων επισημοτέρων αφηγητών της Αλώσεως ο Δούκας και ο Γεώργιος Σφραντζής είναι αμεσώτερον εξηρτημένοι εκ της Βυζαντινής παραδόσεως, ενώ ο Μιχαήλ Κριτόβουλος ο Ίμβριος και ο Αθηναίος Λαόνικος Χαλκοκονδύλης τέμνουν ιδίαν οδόν. Αμφότεροι στρέφονται προς τα αρχαία πρότυπα του Θουκυδίδου και εν μέρει του Ηροδότου. Αμφότεροι έχουν ως κύριον υποκείμενον την επικράτησιν της Οθωμανικής δυνάμεως, διαφέρουν δ' όμως ως προς τάς γενικωτέρας Ιδεολογικάς τοποθετήσεις. Ο Κριτόβουλος, ιστορικός και επαινετής του Μωάμεθ του Β', αλλ' ουχ ήττον του γένους προνοών, είδεν ως σωτηρίαν του Ελληνισμού την ένταξιν αυτού εις τους κόλπους του ανερχομένου αλλοθρήσκου κράτους. Ο Χαλκοκονδύλης είναι ο Έλλην ιστορικός. Ανήκει εις την γενεάν των μεγάλων Ελλήνων ανθρωπιστών της Αναγεννήσεως. Αφηγείται την άνοδον του Τουρκικού Κράτους, αλλά τα διαφέροντά του περιλαμβάνουν τους Ευρωπαϊκούς λαούς. Η Ρωμαϊκή, η Βυζαντινή δηλαδή Αυτοκρατορία, είναι ονόματι μόνον τοιαύτη, εν τη πραγματικότητι είναι των Ελλήνων έργον. Γράφει ελληνιστί «επεί η γε των Ελλήνων φωνή πολλαχή ανά την οικουμένην διέσπαρται και συχναίς εγκαταμέμεικται», είναι δε «κλέος μεν αυτή μέγα το παραυτίκα, μείζον δε και ες αύθις, οπότε δη ανά βασιλείαν ου φαύλην Έλλην τε αυτός βασιλεύς και εξ αυτού εσόμενοι βασιλείς, οι δη και οι εκ των Ελλήνων παίδες ξυλλεγόμενοι κατά σφων αυτών έθιμα ως ήδιστα μεν σφίσιν αυτοίς, τοις δε άλλοις ως κράτιστα πολιτεύοιντο»(1). Διά την παιδείαν, δια τα Ευρωπαϊκά διαφέροντα, οία την ελληνοκεντρικήν Βυζαντινήν θεωρίαν, δια τους τολμηρούς οπτασιασμούς ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης είναι ο πρώτος μέγας ιστορικός του Νεωτέρου Ελληνισμού. Το έργον του, μεταφρασθέν εις την Λατινικήν υπό του Conrad Clauser και εκδοθέν εν Βασιλεία τω 1556, έτυχε μεγάλης διαδόσεως εν τη Δύσει(2).

Την ιστορικήν γραμματείαν της μετά την Άλωσιν εποχής διεκρίναμεν εις Μεταβυζαντινήν και Νεωτέραν Ελληνικήν. Αμφότεροι οι όροι δεν έχουν ενταύθα απλώς χρονικήν σημασίαν, δεν δηλούν την εν τω χρόνω σχέσιν μετά της προηγηθείσης Βυζαντινής ιστοριογραφίας ή και προς αλλήλας. Χρησιμοποιούνται εν ευρυτάτη εννοία και χαρακτηρίζουν όχι μόνον τα υπό εκατέρας καλλιεργούμενα είδη, αλλά και τας γενικωτέρας συνθήκας της γενέσεως και της αναπτύξεως αυτών, εξαιρέτως δε το γενικώτερον πνεύμα, το οποίον διέπει αυτάς. Κατά τον τρόπον τούτον η αντιδιαστολή των όρων Μεταβυζαντινή και Νεωτέρα Ελληνική Ιστοριογραφία λαμβάνει εν τη παρούση διαπραγματεύσει τας διαστάσεις δύο κεφαλαιακών πνευματικών ενοτήτων.

Βραχείας διευκρινήσεως χρήζει και ο όρος Ιστοριογραφία. Η ιστορική γραμματεία των χρόνων της Τουρκοκρατίας δεν έχει συστηματικώς διερευνηθή. Μεγάλα προβλήματα γεννώνται ως προς την έκτασιν και τας πηγάς της, υπάρχουν δε εισέτι κείμενα ανέκδοτα, κακώς εκδεδομένα ή απρόσιτα. Μέχρις ου η έρευνα επιληφθή του τεραστίου τούτου εγχειρήματος, μία θεμελιώδης μεθοδική αρχή επιβάλλεται εις τον μελετητήν: να πλησιάζη την πλουσίαν και αγρίαν βλάστησιν της ιστορικής ταύτης παραγωγής, αφού αποβάλη τα παραδεδεγμένα σχήματα της αρχαίας ή και αυτής της Βυζαντινής γραμματείας. Κατά βάσιν και εν τη μετά την Άλωσιν ιστοριογραφία εξακολουθούν υφιστάμεναι αι «δύο συστάδες», ως ελεγεν ο Κάρολος Krumbacher(3), των ιστορικών και των χρονογράφων, αν και ουχί σπανίως τα όριά των συγχέωνται.

Γενικώτερον εν τω καθορισμώ των ειδών του ιστορικού λόγου πρέπει να πρυτανεύση το κριτήριον της εκπεφρασμένης βουλήσεως των συγγραφέων να παραδώσουν εις τους επιγιγνομένους την μνήμην των δρωμένων και των συμβεβηκότων, την Historiam rerum gestarum. κατά τον κλασσικόν ορισμόν. Ούτως ο ερευνητής, λαμβάνων τον όρον Ιστοριογραφία εν τη ευρυτάτη εννοία, πλην των παραδεδεγμένων κλάδων, θα αξιώση, αν μη ισοτιμίας, πάντως ποιάς τινος ανοχής λογοτεχνικά είδη διαφορώτατα: το απομνημόνευμα, τας εφημερίδας, τα ημερολόγια δηλονότι, την βιογραφίαν, την ιστορίζουσαν περιήγησιν, αλλά και έτι ελευθεριωτέρας μορφάς ιστορικής απομνημονευσέως, τας εν πεζώ ή εν εμμέτρω λόγω διηγήσεις, τους θρήνους και τα παντοία επύλλια(4).
Κλασσικά Βυζαντινά είδη, η χρονογραφία και, το χρονικόν, ακμάζουν καθ' όλην την διάρκειαν της Τουρκοκρατίας. Ακριβώς την μετάβασιν από της Ελληνικής Αυτοκρατορίας εις την Οθωμανικήν κυριαρχίαν έχουν ως αφετηρίαν μακρότερα ή βραχύτερα χρονικά του δεκάτου έκτου αιώνος: το έμμετρον Χρονικόν περί της των Τούρκων βασιλείας του Ιέρακος (από του 1300 μέχρι του 1461), η Έκθεσις χρονική (από του 1391 μέχρι τον 1517 ή, κατά τινα χειρόγραφα, μέχρι του 1543), η Πατριαρχική Κωνσταντινουπόλεως Ιστορία, μεταγλωττισθείσα εις κοινήν φράσιν υπό του Μανουήλ Μαλαξού (από του 1454 μέχρι του 1578), και η Ιστορία Πολιτική Κωνσταντινουπόλεως κατά μεταγραφήν Θεοδοσίου Ζυγομαλά (από του 1391 μέχρι του 1578).

Διαφόρου προελεύσεως είναι το Χρονικόν των Τούρκων Σουλτάνων του Βαρβερινού Ελληνικού κώδικος 111. Το χρονικόν τούτο, δημωδεστέρας διατυπώσεως και συνθέσεως, παρέμεινεν ανέκδοτον μέχρι του 1958(5). Αναφέρεται είς την περίοδον από του 1373 μέχρι του 1513 και, ως φαίνεται, συνεγράφη μετά το έτος 1573. Δεν πρόκειται περί έργου πρωτοτύπου, αλλά κατά το πλείστον διασκευής των Annali Turscheshi overo Vite de Principi della casa Othomana του Francesco Sansovino (κατά την δευτέραν έκδοσιν, εν Βενετία, 1573)(6).

Το χαρακτηριστικώτερον και μάλλον διαδεδομένον Ιστορικόν ανάγνωσμα των χρόνων της Τουρκοκρατίας είναι το φερόμενον υπό τους τίτλους Χρονογράφος ή Βιβλίον ιστορικόν, αποδιδόμενον δε εις ανύπαρκτον μητροπολίτην Μονεμβασίας Δωρόθεον. Πρόκειται περί δημώδους χρονογραφίας από κτίσεως κόσμου (είς τινα χειρόγραφα από του Κωνσταντίνου του Μεγάλου) μέχρι του 1589 και του 1595, σωζομένης εις τεσσαράκοντα και πλέον χειρόγραφα του δεκάτου έκτου και δεκάτου εβδόμου αιώνος εις παραλλασσούσας διατυπώσεις. Πολλά και μεγάλα προβλήματα γεννώνται περί την όλην συγκρότησιν και τας πηγάς του έργου. Τινά των ανωτέρω μνημονευθέντων πρωίμων χρονικών απέρρευσαν εξ αυτού. Ωσαύτως πηγαί Ιταλικαί διεγνώσθησαν εις τα περί των Τούρκων κεφάλαια(7).

Το Βιβλίον ιστορικόν περιέχον εν συνόψει διαφόρους και εξόχους Ιστορίας, συλλεχθέν μεν εκ διαφόρων ακριβών ιστοριών και εις την κοινήν γλώσσαν μεταγλωττισθέν παρά του ιερωτάτου μητροπολίτου Μονεμβασίας κυρίου Δωροθέου, εξεδόθη το πρώτον υπό του Αποστόλου Τζιγαρά του εξ Ιωαννίνων εν Βενετία τω 1631. Μέχρι του 1818 εκυκλοφορήθη εις δέκα οκτώ τουλάχιστον εκδόσεις. Υπάρχουν μεταφράσεις εις την Σλαβικήν και την Ρουμανικήν γλώσσαν και ήδη από του δεκάτου εβδόμου αιώνος εις την Αραβικήν(8). Κατά τινα γνώμην ο Goethe, γράφων την Eλένην του Δευτέρου Φάουστ, είχεν υπ' όψιν τον ταπεινόν ανώνυμον χρονογράφον της Τουρκοκρατίας(9).

Αλλά το μεγαλύτερον και σημαντικώτερον μνημείον της βυζαντινιζούσης χρονογραφίας είναι το έργον του Αθανασίου Κομνηνού Υψηλάντου, τα δώδεκα βιβλία των Εκκλησιαστικών και Πολιτικών, το οποίον άρχεται από του Ιουλίου Καίσαρος και τελευτά εις το έτος 1789. Τούτου εδημοσιεύθησαν τρία μόνον βιβλία, το όγδοον, το ένατον και το δέκατον, καλύπτοντα την περίοδον από τον 1453 μέχρι τον 1789. Το δημοσιευθέν μέρος στρέφεται περί την Όθωμανικήν εξουσίαν και το Πατριαρχείον της Κωνσταντινουπόλεως. Καταγόμενος εκ Τραπεζούντος, ανάγων εκ θηλυγονίας την προέλευσιν εκ των Μεγάλων Κομνηνών της Ποντικής Αυτοκρατορίας, ο Αθανάσιος Υψηλάντης εσπούδασεν εις τας παραδουναβίους ηγεμονίας και ακολούθως εις την Βενετίαν και την Πάδουαν (διδάκτωρ της Ιατρικής και της Φιλοσοφίας τω 1738), διετέλεσεν αρχίατρος του 'Ραγκήπ-Μεχμέτ-πασά εις τας εσχατιάς των Οθωμανικών επαρχιών, εν Εδέσση της Οσροηνής, εν Βερροία (Χαλεπίω) και εν Αιγύπτω. Ως σκευοφύλαξ της Μεγάλης Εκκλησίας ανεμείχθη εις τα εκκλησιαστικά πράγματα. Ικαναί σελίδες του έργου του έχουν τον χαρακτήρα απομνημονεύματος. Μακρόν κεφάλαιον αναφέρεται εις τα «Έθιμα της Οθωμανικής Βασιλείας», είναι δε αληθής πραγματεία περί της πολιτείας και της διοικήσεως των Τούρκων(10).

Δύο έμμετροι χρονογραφίαι του δεκάτου ογδόου ωσαύτως αιώνος συνεχίζουν την Βυζαντινήν παράδοσιν. Αμφότεραι είναι εισέτι ανέκδοτοι και γνωσταί εις ημάς εκ βραχέων αποσπασμάτων. Η μία εγράφη περί το έτος 1772 υπό του πολυγραφωτάτου Κωνσταντίνου, εν μοναχοίς Καισαρίου, Δαπόντε (1714-1784), φέρει τον τίτλον Βίβλος βασιλειών και εκτείνεται από τον Κώνσταντος μέχρι του Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου(11). Η ετέρα είναι έργον του γνωστού Αγιορείτου λογίου Κυρίλλου Λαυριώτου του Πελοποννησίου, όστις πρώτος ησχολήθη περί την Βυζαντινήν Διπλωματικήν(12). Η Ιστορία δια στίχων πολιτικών, περιλαμβάνει, ως φαίνεται, δεκακισχιλίους περίπου στίχους, άρχεται δε από της βασιλείας Νικηφόρου Γ' του Βοτανειάτου (1078-1081) και τελευτά εις το έτος 1794 (13).

Ολιγώτερον εξηρτημένα της γνησίας Βυζαντινής παραδόσεως, κυμαινόμενα μεταξύ ταύτης και των αναφαινομένων νέων ροπών, μεταξύ της ιστορίας και της χρονογραφίας, μεταξύ της ερεύνης, του ερανίσματος και του συμπιλήματος, καταρτίζονται τα μείζονα και λογιώτερα έργα της ιστοριογραφίας των χρόνων της Τουρκοκρατίας. Διακεκριμένοι εκκλησιαστικοί άνδρες του δεκάτου εβδόμου και του δεκάτου ογδόου αιώνος είναι οι συγγραφείς των.

Δεν είναι τυχαίον γεγονός το ότι τρεις τούτων ανήκουν εις το Πατριαρχείον των Ιεροσολύμων. Νέα Ιστορική περίοδος άρχεται διά τα Πατριαρχεία της Ανατολής μετά την υπό των Οθωμανών τω 1517 προσάρτησιν της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου(14). Ο μακρός και εύψυχος αγών δια την ανάκτησιν και την διατήρησιν των προσκυνημάτων προσέδωκεν εις τον πατριαρχικόν θρόνον των Ιεροσολύμων πανορθόδοξον αίγλην, ανέδειξε δε ιεράρχας διαπρεπείς, των οποίων η ροπή υπήρξε μεγίστη εις τας ομοδόξους χώρας, ιδία εν Βλαχία, Μολδαβία και Ρωσία. Μεταξύ τούτων ο Νεκτάριος ο Κρής 602 -1676, πατριάρχης Ιεροσολύμων από του 1661 μέχρι του 1669) συνέταξε την Επιτομήν της Ιεροκοσμικής Ιστορίας, σύγγραμμα περατωθέν κατά τα έτη 1659/1660 και εκδοθέν μετά τον θάνατον αυτού εν Βενετία τω 1677. Περιλαμβάνει τούτο την ιστορίαν και περιγραφήν του όρους Σινά, τον βίον του Μωϋσέως, την ιστορίαν της Αιγύπτου έκπαλαι μέχρι του σουλτάνου Σελήμ του Α', ως και τα κατά την υποταγήν ταύτης εις τους Οθωμανούς. Αν και φέρη έκδηλον τον χαρακτήρα χρονογραφίας, υπό την έποψιν επιστημονικού πνεύματος το έργον υπερτερεί των παλαιοτέρων αφελών χρονογραφιών(15).

Διάδοχος του Νεκταρίου, ο Δοσίθεος (1641-1707), πατριάρχης Ιεροσολύμων από του 1669 μέχρι του 1707), ο διαπρεπέστατος θεολόγος και εκκλησιαστικός ανήρ του αιώνος του, ο των «ορθών δογμάτων της αγίας καθολικής Εκκλησίας διάπυρος υπερασπιστής και ακριβέστατος φύλαξ», ως θα είπη ο διαδεχθείς αυτόν Χρύσανθος(16):, συνέγραψε .προς τοις άλλοις την ογκώδη Ιστορίαν περί των εν Ίεροσολύμοις πατριαρχευσάντων (εκδοθείσαν εν Βουκουρεστίω υπό του Χρυσάνθου, τω 1715), εκδοτικόν άθλον της εποχής.

Τρίτος αυτός πατριάρχης Ιεροσολύμων, ο Χρύσανθος Νοταράς (πατριαρχεύσας από του 1707 μέχρι του 1731) είναι ο πεφωτισμένος εκκλησιαστικός ανήρ, σπουδάσας εν Παδούη και Παρισίοις, κινούμενος μεταξύ Θρησκευτικού Ανθρωπισμού και Διαφωτισμού, συνέγραψεν Ιστορικάς πραγματείας: το Συνταγμάτιον (εν Τεργοβύστω της Ουγγροβλαχίας, 1715), την Ιστορίαν και περιγραφήν της Αγίας Γης και της Αγίας Πόλεως Ιερουσαλήμ (εν Βενετία, 1728). Δύο ιδιάζοντα έργα του, η Εισαγωγή εις τα Γεωγραφικά και Σφαιρικά (εν Παρισίοις, 1716) και η Κιταΐα δουλεύουσα, καταρτισθείσα εν Μοσχοβία κατά Φεβρουάριον του 1694 επί τη βάσει συγγραφής του Νικολάου Σπαθάρη Μιλέσκου, αναφερομένη δε εις την ιστορίαν της Κίνας από του 1368 μέχρι του 1680, χαρακτηρίζουν τας πνευματικάς αναζητήσεις της εποχής(17).

Εκ των κύκλων της Εκκλησίας προέρχεται ωσαύτως εις των σπουδαιότερων Ιστορικών συγγραφέων, ο Μιχαήλ Μήτρος (1661-1714), ο εξ Ιωαννίνων έλκων το γένος Μελέτιος, μητροπολίτης Ναυπάκτου και Άρτης, είτα δε Αθηνών (1703-1714). Η Εκκλησιαστική Ιστορία αυτού, «μετενεχθείσα εκ της Ελληνικής εις την ημετέραν απλοελληνικήν φράσιν» δι επιστασίας και ακριβούς επιμελείας του Πολυζώη Λαμπανιτζιώτη, εξεδόθη εις τόμους τρεις παρά Γεωργίου Βενδότη, εν Βιέννη, τω 1783. Εν τετάρτω τόμω περιελήφθη η Προσθήκη της Εκκλησιαστικής Ιστορίας Μελετίου μητροπολίτου Αθηνών, εν Βιέννη, τω 1795. Αναμένεται η έκδοσις του πρωτοτύπου κειμένου της συγγραφής. Αξιολογώτατον είναι το έτερον των μεγάλων έργων του Μελετίου, η Γεωγραφία παλαιά τε και νέα, συνταχθείσα προ του 1696 και δημοσιευθείσα εν Βενετία τω 1728. Ο μητροπολίτης Αθηνών διεκρίθη ως αρχαιοδίφης και επιγραφικός(18).




ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. - Λαονίκου Χαλκοκονδύλη, Αποδείξεις ιστοριών. Α', 2, 13 κέ., εκδ. Darkó.

2. - Agostino Pertusi, Storiografia umanistica e mondo Bizantino, Istituto Siciliano di Sludi Bizantini e Neoellenici, Quaderni, 5, εν Παλέρμω), 1967, σελ. 47 κέ.

3. - Κ. Krumbacher, Ιστορία της Βυζαντηνής Λογοτεχνίας, τόμ. Α', σελ, 440 κε.

4. - Εν τη παρούση εκθέσει εχρησιμοποιήθησαν, πλην των επί μέρους αναφερομένων δημοσιευμάτων, και γενικώτερά τινα έργα, μάλιστα δε τα εξής: Κ. Ν. Σάθα, Νεοελληνική Φιλολογία. Βιογραφίαι των εν τοις γράμμασι διαλαμψάντων Ελλήνων, από της καταλύσεως της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μέχρι της Ελληνικής Εθνεγερσίας, εν Αθήναις, 1868.— Κ.Θ. Δημαρά, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας, τέταρτη έκδοση, εν Αθήναις, 1968. — Börje Knös, L'Histoire de la Littérature néo-grecque. La période jusqu'en 1821, Stockholm Göteborg- Uppsala, 1962. — Εmile Legrand, Bibliographie Hellénique ou description raisonnée des ouvrages publiés par des Grecs aux XVe et XVIe siècles, εις τόμους τέσσαρας, εν Παρισίοις, 1885-1906, και Bibliographie. Hellénique ou description raisonnée des ouvrages publiés par des Grecs au dix-septième siècle, εις τόμους πέντε, εν Παρισίοις, 1894-1903. — Ωσαύτως Bibliographie Hellénique ou description raisonnée des ouvrages publiés par des Grecs au dix-huitième siècle par Emile Legrand, oeuvre posthume complétée et publiée par Mgr Louis Petit et Hubert Pernot, εις τόμους δύο, εν Παρισίοις, 1918 -1928. — Γεωργίου Γ. Λαδά και Αθανασίου Δ. Χατζηδήμου, Ελληνική βιβλιογραφία των ετών 1791-1795, εν Αθήναις, 1970, και Ελληνικιή Βιβλιογραφία των ετών 1796-1799 εν Αθήναις, 1973.- Φιλίππου Η.Ηλιού, Προσθήκες στην Ελληνική Βιβλιογραφία. A. Tα βιβλιογραφικά κατάλοιπα του É.Legrand και του H. Pernot (1515-1799), εν Αθήναις, 1973. – Δημητρίου Σ. Γκίνη και Βαλερίου Γ. Μεξα, Ελληνική Βιβλιογραφία 1800-1863. Αναγραφή κατά την χρονικήν ταύτην περίοδον οπου δήποτε ελληνιστί εκδοθέντων βιβλίων μετά πίνακος των εφημερίδων και περιοδικών της περιόδου ταύτης, εις τόμους τρεις, Πραγματείαι της Ακαδημίας Αθηνών, εν Αθήναις, 1939-1957.

5. - Γεωργίου Θ, Ζώρα, Χρονικών των Τούρκων Σουλτάνων (κατά τον Βαρβερινόν Ελληνικόν κώδικα 111), εν Αθήναις 1958.

6. - Ελισάβετ Α. Ζαχαριάδου, Το Χρονικό των Τούρκων Σουλτάνων (του Βαρβερινού Ελλην. Κώδικα 111) και το Ιταλικό του πρότυπο, εν Θεσσαλονίκη, 1960.

7. - Ελισάβετ Α. Ζαχαρίαδου, Μία Ιταλική πηγή του Ψευδό-Δωροθέου για την Ιστορία των Οθωμανών, εν Πελοποννησιακοίς, τόμ. 5 (1961), σελ. 46-59.

8. - Γενικώς περί του Χρονογράφου και των συναφών χρονικών βλ. Gyula Moravcsik, Byzanoturcica. I. Die Byzantinischen Quellen der Geschichte der Türkvölker, δευτέρα έκδοσις, τόμ. Α', εν Βερολίνω, 1958, σελ. 251 κε., 293 κε., 412 κε. Πρβλ. Ελισάβετ Α. Ζαχαριάδου, Η πατριαρχεία του Διονυσίου Β' σε μια παραλλαγή του Ψευδο-Δωροθέου, Θησαυρίσματα, τόμ. 1(1962), σελ. 142-161, και Δημ. Οικονομιδου, «Χρονογράφου» του Δωροθέου τα Λαογραφικά, εν Λαογραφία, τόμ.18 (1959), σελ.113-243, και 19 (1960), σελ. 3-96.

9. - Gyula Moravcsic, Zur Quellenfrage der Helenaepisode in Goethes Faust, εν Byzantinisch-Neuegrichische Jahrbücher, τόμ. 8 (1929/1930), σελ. 41-56.

10. - Αθανασίου Κομνηνού Υψηλάντου, Εκκλησιαστικών και Πολιτικών των εις δώδεκα βιβλίον Η , Θ' και Ι ήτοι Τα μετά την Άλωσιν (1453-1789) (Εκ χειρογράφου ανεκδότου της Ιεράς μονής του Σινά). Εκδίδοντος Αρχιμ. Γερμανού Αφθονίδου Σιναΐτου, εν Κωνσταντινουπόλει, 1870. Προσθήκαι παρά Αθανασίω Παπαδοπούλω-Κεραμεί, εν Eud. de Hurmuzaki, Documente privitoare la Istoria Românilor, τoμ. ΙΓ', εν Βουκουρεστίω, 1909, σελ. 513-531.

11. - Émile Legrand, Éphémérides Daces ou Chronique de la guerre de quatre ans (1736-1739) par Constantin Dapontès, τομ. Γ’ εν Παρισίοις, 1888, σελ. IX-LΧΧΧΙV. Πρβλ. Ευθ. Σουλογιάννη, Καισαρίου Δαπόντε Κανών περιεκτικός πολλών εξαιρέτων πραγμάτων, εν Παρνασσώ, τόμ. 9 (1967), σελ. 441 κέ.

12. - A. Guillou, Les débuts de la diplomatique Byzantine: Cyrille de Lavra, εν Bulletin de Correspondance Hellénique, τόμ. 82 (1958), σελ. 610 - 634.

13. - Μανουήλ Γεδεών, Κυρίλλου Λαυριώτου, Πατριαρχικόν Χρονικόν νυν πρώτον εκδιδόμενον, εν Αθηναίω, τόμ. 6 (1877), σελ. 3-52.

14. - Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, αρχιεπισκόπου Αθηνών, Ιστορία της Εκκλησίας Ιεροσολύμων, εν Ιεροσολύμοις και Αλεξανδρεία, 1910, σελ. 455 κε. Του αυτού, Ιστορία της Εκκλησίας Αλεξανδρείας (62 - 1934), εν Αλεξανδρεία, 1935, σελ. 587 κε.

15. - Μ. Ι. Μανούσακα, Η «Επιτομή της Ιεροκοσμικής Ιστορίας» του Νεκταρίου Ιεροσολύμων και αι πηγαί αυτής, εν Κρητικοίς Χρονικοίς, τόμ. 1 (1947), σελ. 291-332.

16. - Πρβλ. και Ι. Ν. Καρμίρη, Η Ομολογία της ορθοδόξου πίστεως του πατριάρχου Ιεροσολύμων Δοσιθέου, εν Θεολογία, τόμ. 20 (1949), εν ανατύπω.

17. - Émile Legrand, Bibliothèque Greque vulgaire, τομ Γ, εν Παρισίοις, 1881, σελ. 337-441. Βλ. Και Μιχαηλ Λάσκαρι, Ο Χρύσανθος Νοταράς και η Κίνα, εν Ελλήνική Δημιουργία, το9μ. 6, τερύχος 65 (15 Οκτωβρίου 1950), σελ. 433-440.

18. - Σπ. Λάμπρου, Ο Μελέτιος Αθηνών ως αρχαιοδίφης και στηλοκόπας, εν Νέω Ελληνομνημόνι, τομ. 3 (1906), σελ. 59-105.

Προηγούμενη Σελίδα