image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Προηγούμενη Σελίδα

Βλάσιος Φειδάς

Ἡ εὐθύνη τῆς Πολιτείας στή λειτουργία τῶν διακριτῶν ρόλων Εκκλησίας καί Κράτους

Εἰσήγηση στήν Ἡμερίδα Μνήμης τοῦ Ἱεροῦ Φωτίου, Ἱ. Μονή Πεντέλης, 6 Φεβρουαρίου 2001


4. Ἡ σύνθεση συναλληλίας καί ὁμοταξίας στήν Ἑλλάδα

Τό σύγχρονο συνταγματικό καί θεσμικό πλαίσιο τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας στήν Ἑλλάδα, ὅπως αὐτό καθορίσθηκε στά περί θρησκείας ἄρθρα τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος (1975) καί ἀναπτύχθηκε μέ τό θεσμικό νόμο τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας (ν. 590/1977) ἀποτελεῖ μία ὥριμη καί ἰσόρροπη σύνθεση τῶν ἀντιρρόπων τάσεων μιᾶς τραγικῆς ἀντιθετικῆς διαλεκτικῆς στό νεώτερο Ἑλληνικό Κράτος μεταξύ τῆς διαχρονικῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως καί τῆς ἐκκοσμικευμένης πολιτικῆς θεωρίας τῶν ἰδεολογικῶν συστημάτων τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου τῆς Δύσεως. Οἱ συνέπειες τῆς τραγικῆς αὐτῆς διαλεκτικῆς ὑπῆρξαν ὀδυνηρές ὄχι μόνο γιά τήν Ἐκκλησία, ἀλλά καί γιά τό νεώτερο ἑλληνικό Κράτος, ἀφοῦ ὁ ἑλληνικός λαός παρέμεινε πάντοτε προσηλωμένος στή μακραίωνη πνευματική του κληρονομία καί ἀντιμετώπισε μέ εὔλογη καχυποψία τή δυναστική ἐπιβολή ἀπό τή νομοθεσία τοῦ γνωστοῦ προτεστάντη μέλους τῆς ἀντιβασιλείας H.- G. v. Maurer τῶν νεοφανῶν ἀντιεκκλησιαστικῶν τάσεων τῆς πολιτικῆς θεωρίας( νόμοι Σ' καί ΣΑ'/1852). Βεβαίως, τό συνταγματικό πλαίσιο βελτιώθηκε σταδιακά, ἀλλ' ἡ ἀρχή τῆς νομοκρατούσας Πολιτείας περιόριζε τήν εὐρύτητα τῶν συνταγματικῶν ἐπιταγῶν στά στενά ὅρια τῶν περιστασιακῶν ἐπιλογῶν τῆς νομοθετικῆς ἤ καί τῆς ἐκτελεστικῆς ἐξουσίας, τά ὁποῖα ἐπέτρεπαν συνήθως τήν αὐθαίρετη ἤ καί καταχρηστική, ἀλλά πάντοτε συσταλτική ἑρμηνεία τους ἀπό τή Δημόσια Διοίκηση κατά κανόνα εἰς βάρος τῆς Ἐκκλησίας.

Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, εἶναι σχεδόν ἀδύνατη ἡ παρακολούθηση τοῦ λαβιρύνθου τῶν αὐθαιρέτων νομοθετικῶν παρεμβάσεων τῆς ἑλληνικῆς Πολιτείας στά ἐσωτερικά ζητήματα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως εἶναι σχεδόν ἀπίστευτη ἡ συστηματική ἄρνηση ὅλων τῶν δημοκρατικῶν κυβερνήσεων νά προτείνουν στή Βουλή τῶν Ἑλλήνων τήν ψήφιση ἑνός Καταστατικοῦ χάρτη, ὁ ὁποῖος θά ρύθμιζε τό ὅλο θεσμικό πλαίσιο τῆς διοικήσεως καί τῆς λειτουργίας τῆς Ἐκκλησίας συμφώνως πρός τίς συνταγματικές ἐπιταγές καί πρός τούς συνταγματικῶς κατοχυρωμένους ἱ. κανόνες. Ἔτσι, μόνο κάποια Δικτατορία (1923, 1968) ἤ κάποια ξένη Κατοχή (1943) προσέφεραν γιά διάφορες σκοπιμότητες Καταστατικούς χάρτες, οἱ ὁποῖοι ἐτροποποιοῦντο ἤ κατηργοῦντο μέ μονομερεῖς ἤ καί αὐθαίρετες νομοθετικές πράξεις τῆς Πολιτείας ἀμέσως μετά τήν ἀποκατάσταση δημοκρατικοῦ ἤ ἐλεύθερου βίου ἀντιστοίχως γιά νά ἀποκατασταθῆ καί πάλιν ὁ πλήρης ἔλεγχος τῆς Πολιτείας στήν ὅλη λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας.

Τό ἰσχύον Σύνταγμα τοῦ 1975 ἀντιμετώπισε μέ τή δέουσα ἱστορική ὑπευθυνότητα καί μέ προφανῆ πολιτική διορατικότητα τή νέα προοπτική τῶν σχέσεων τοῦ Κράτους μέ τήν Ἐκκλησία. Παρά τίς ἀρχικές ἀκραῖες προτάσεις τῶν εἰσηγητῶν τοῦ πρώτου σχεδίου Συντάγματος περί χωρισμοῦ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, στά ἄρθρα 3 καί 13, ὅπως καί στά ἄλλα περί θρησκείας ἄρθρα τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος, ὁ συντακτικός νομοθέτης προσέφερε ὄχι μόνο μία ἰσόρροπη σύνθεση τῆς μακραίωνης ὀρθοδόξου παραδόσεως μέ τή σύγχρονη ἐκκοσμικευμένη πολιτική θεωρία, ἀλλά καί ἕνα σταθερό πλαίσιο θετικῶν διατάξεων, οἱ ὁποῖες περιορίζουν τήν εὐχέρεια τοῦ κοινοῦ νομοθέτη νά παρερμηνεύη μέ νομικά πλάσματα ἤ καί μέ αὐθαιρέτους συλλογισμούς τό βούλημα τοῦ συντακτικοῦ νομοθέτη. Εἰδικώτερα, οἱ νέες προσθῆκες στίς διατάξεις τῶν ἄρθρων 3 καί 13 ἐπιβάλλουν σαφῶς μία καί μόνη αὐθεντική ἑρμηνεία τοῦ νέου συνταγματικοῦ πλαισίου, ὅπως λ.χ. ἡ νέα διατύπωση μέ νέα στοιχεῖα τοῦ ἐδαφ. γ' τῆς παραγρ. 1 τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος γιά τή διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος : "...Εἶναι αὐτοκέφαλος καί διοικεῖται ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῶν ἐν ἐνεργείᾳ Ἀρχιερέων (=τῆς ἱ. Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας) καί τῆς ἐκ ταύτης προερχομένης Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, συγκροτουμένης ὡς ὁ Καταστατικός Χάρτης τῆς Ἐκκλησίας ὁρίζει, τηρουμένων τῶν διατάξεων τοῦ Πατριαρχικοῦ Τόμου τῆς κθ' (29) Ἰουνίου τοῦ ἔτους 1850 καί τῆς Συνοδικῆς Πράξεως τῆς 4ης Σεπτεμβρίου τοῦ 1928".

Συνεπῶς, εἶναι ὀρθό τό συμπέρασμα τῶν διαπρεπῶν νομικῶν Ἀριστ. Μάνεση καί Κωνστ. Βαβούσκου στήν κοινή γνωμάτευση τους ( 1975) γιά τό νέο συνταγματικό πλαίσιο τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας. Ὅπως τονίζεται μέ χαρακτηριστική ἔμφαση στή γνωμάτευση αὐτή, μέ τήν ἀνωτέρω συνταγματική διάταξη "ὁ συντακτικός νομοθέτης δέν ἐγκαταλείπει τήν ρύθμιση τῆς διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας εἰς τήν κατά τό μᾶλλον ἤ ἧττον ἐλευθέραν ἤ καί αὐθαίρετον ἐκτίμησιν τοῦ κοινοῦ νομοθέτου, ἀλλά θεσπίζει περιορισμούς πρός ἐξασφάλισιν τῆς Ἐκκλησίας ἔναντι κρατικῶν ἐπεμβάσεων, ἀνεπιτρέπτων κατά τούς ἐκκλησιαστικούς κανόνας, τοῦ λοιποῦ δέ καί κατ' αὐτό τοῦτο τό Σύνταγμα" (Ἐκκλησία, 52, 1975, 305). Οἱ συγκεκριμένες νέες διατάξεις τοῦ ἄρθρου 3, παράγρ. 1, ἐδάφ. γ' τοῦ Συντάγματος εἰσάγουν τούς ἀκολούθους περιορισμούς στόν κοινό νομοθέτη στόν εὐαίσθητο χῶρο τῆς διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἤτοι:

α) Ἀνώτατη ἐκκλησιαστική ἀρχή ἀναγνωρίζεται γιά πρώτη φορά ρητῶς ἀπό τό Σύνταγμα (1975) ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας ("διοικεῖται ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῶν ἐν ἐνεργείᾳ Ἀρχιερέων")ἀντί τῆς ἐπικίνδυνης ἀοριστίας τῆς διατάξεως τοῦ Συντάγματος τοῦ 1952 ("διοικεῖται ὑπό Ἱερᾶς Συνόδου Ἀρχιερέων"), ἡ ὁποία ὑπῆρξε ἡ κύρια πηγή ὅλων σχεδόν τῶν αὐθαιρέτων ἐπεμβάσεων τῆς νομοκρατούσας Πολιτείας στήν ἐσωτερική διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας.

β) Ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος ὁρίζεται κατ' ἀναφοράν πρός τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας, ἀπό τήν ὁποία πρέπει νά προέρχεται καί πρός τήν ὁποία πρέπει νά ἀναφέρεται, ἐνῶ ἡ συγκρότησή της προσδιορίζεται ἀπό τόν Καταστατικό Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας συμφώνως πρός τίς σχετικές διατάξεις καί τῆς Πατριαρχικῆς Πράξεως τοῦ 1928, ὥστε νά ἀποκλείονται οἱ συνήθεις αὐθαίρετες καί ὁπωσδήποτε καταχρηστικές παρεμβάσεις σέ περιόδους ἐκτροπῆς ἀπό τό δημοκρατικό πολίτευμα ἤ τή συνταγματική τάξη ("Ἀριστίνδην σύνοδοι" κ.λπ.).

γ) Ὁ Καταστατικός Χάρτης ἀναφέρεται ρητῶς ὡς θεσμικός νόμος μέ ηὐξημένο κῦρος, ἀφοῦ προβάλλεται ὡς ὁ αὐθεντικός ἐκφραστής τοῦ βουλήματος τοῦ συντακτικοῦ νομοθέτη τόσο γιά τήν ὀργάνωση, ὅσο καί γιά τή λειτουργία τῆς διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας.

δ) Οἱ διατάξεις τοῦ Πατριαρχικοῦ Τόμου (1850) καί τῆς Πατριαρχικῆς Πράξεως (1928) κατοχυρώνονται ρητῶς γιά πρώτη φορά σέ συνταγματικό κείμενο καί ἐπιτάσσεται ἡ τήρησή τους τόσο ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὅσο καί ἀπό τήν Πολιτεία, ἡ ὁποία πρέπει νά καθορισθῆ στόν Καταστατικό Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας μέ τή σύμφωνη γνώμη τῆς Πολιτείας καί τῆς Ἑκκλησίας, ὅπως ἔγινε μέ τόν παρόντα Καταστατικό Χάρτη ( ν. 590/1977).

Ἡ νέα αὐτή ἑρμηνεία τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας ἔχει ὡς ἀφετηρία τήν παραδοσιακή ἀρχή τῆς συναλληλίας καί κατατείνει πρός τήν συμβατή πρός τή σύγχρονη πολιτική θεωρία ἀρχή τῆς ὁμοταξίας στίς σχέσεις Κράτους καί Ἐκκλησίας, ὅπως ὀρθῶς παρατήρησαν στήν ἐκτενῆ σχετική γνωμάτευσή τους (1975) οἱ κορυφαῖοι εἰδικοί, Ἀριστ. Μάνεσης καί Κωνστ. Βαβοῦσκος, θεμελιώνοντας τό συμπέρασμά τους αὐτό σέ μία κριτική παρουσίαση τῶν συνταγματικῶν διατάξεων ὑπό τό φῶς καί τῶν σχετικῶν συζητήσεων στή Βουλή τῶν Ἑλλήνων: "Ὑπό τό ἰσχύον Σύνταγμα οἱ σχέσεις μεταξύ Κράτους καί Ἐκκλησίας χαρακτηρίζονται ἀπό τήν τάσιν ἀμοιβαίας ἀποδεσμεύσεως καί ἀπαλλαγῆς αὐτῶν ἐξ ὡρισμένων ἐμπλοκῶν, τάς ὁποίας, ὡς ἐκ τῆς φύσεως του, ἔχει προκαλέσει εἰς τάς σχέσεις των, ἐπί ζημίᾳ ἀμφοτέρων, τό ζήτημα τῆς "νόμῳ κρατούσης Πολιτείας". Δέον νά θεωρηθῆ βέβαιον, ὅτι τό νέον Σύνταγμα ἀφίσταται τοῦ ἀπό τῆς ἰδρύσεως τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους ἰσχύσαντος ἠπίου πολιτειοκρατικοῦ συστήματος, τοῦ γνωστοῦ ὡς συστήματος τῆς νομοκρατούσης Πολιτεία..."Χωρίς δέ βεβαίως νά φθάνη μέχρι τοῦ χωρισμοῦ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, πλησιάζει οὖχ ἧττον πρός τό λεγόμενον σύστημα τῆς "ὁμοταξίας". Ἡ σημερινή φάσις τῶν σχέσεων Κράτους καί Ἐκκλησίας, ὡς ἔχει ἀποκρυσταλλωθῆ εἰς τό νέον Σύνταγμα καί ἰδίως εἰς τό ἄρθρ. 3 παρ. 1, ἐδ. γ' αὐτοῦ, δύναται νά λεχθῇ, ὅτι εὑρίσκεται εἰς τό μεταίχμιον μεταξύ τοῦ συστήματος τῆς "νόμῳ κρατούσης Πολιτείας" καί ἑνός καθεστῶτος "συναλληλίας" Διότι σαφής τυγχάνει ἡ βούλησις τοῦ συνταγματικοῦ νομοθέτου, ὅπως Ἡ Ἐκκλησία παύσῃ, νά ὑπόκειται εἰς τήν Πολιτείαν, ἑκατέρας τούτων ἀσχολουμένης μέ τά καθ' ἑαυτήν ἴδια ζητήματα, ἀμφοτέρων δέ συνερργαζομένων ἐν ἰσοτιμίᾳ διά τά κοινά" (Ἐκκλησία 52, 1975, 310). Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, ὁ Καταστατικός χάρτης (ν. 590/1977), ψηφίσθηκε ἀπό τήν ἴδια Ἀναθεωρητική Βουλή, ἡ ὁποία ψήφισε καί τό ἰσχύον Σύνταγμα (1975), γι' αὐτό καί ὄχι μόνο ἀποτελεῖ μία αὐθεντική καί συναινετική νομοθετική ἀνάπτυξη τοῦ συνταγματικοῦ πλαισίου ἀπό τόν κοινό νομοθέτη, ἀλλά καί ἀποκλείει ὁποιαδήποτε ἄλλη χρηστική ἤ καταχρηστική ἑρμηνεία. Συνεπῶς, οἱ συνήθως διατυπούμενες νομικές ἀπόψεις γιά τήν ὑποτιθέμενη εὐχέρεια τοῦ κοινοῦ νομοθέτη ἐλεύθερα καί ἀπροϋπόθετα γιά ὅλα τά ζητήματα σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, ἀκόμη καί γιά τήν κήρυξη τοῦ χωρισμοῦ, εἶναι ὄχι μόνο ἀβάσιμος, ἀλλά καί ἐσφαλμένες, ἀφοῦ εἶναι ἀντίθετες πρός τό βούλημα τοῦ συντακτικοῦ νομοθέτη, τό ὁποῖο ἐκφράσθηκε τόσο κατά τή συζήτηση τῶν διατάξεων τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος, ὅσο καί στόν Καταστατικό Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας.

Πράγματι, οἱ σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας περιγράφονται στόν Καταστατικό χάρτη ὑπό τή συμβατική ἔννοια τῆς ἀρχῆς τῆς ὁμοταξίας μέ τόν ρητό περιορισμό τῶν συγκεκριμένων τομέων συνεργασίας Κράτους καί Ἐκκλησίας σέ σύγκριση πρός τή μεγάλη εὐρύτητα τῶν τομέων συνεργασίας στό παραδοσιακό σύστημα τῆς συναλληλίας. Τό συμπέρασμα αὐτό συνάγεται καί ἀπό μία ἁπλῆ σύγκριση τῶν διατάξεων τῆς Ἐπαναγωγῆς τοῦ ἱ. Φωτίου πρός τό ἄρθρο 2 τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη, ὁ ὁποῖος θά μποροῦσε νά παραλληλισθῆ ἀπολύτως πρός τά Κογκορδάτα τῆς δυτικῆς πρακτικῆς γιά τή συμβατική ρύθμιση τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Κράτους. Ἔτσι, ὁ διακριτικός διοικητικός διαχωρισμός Ἐκκλησίας καί Κράτους ἔχει ἤδη πραγματοποιηθῆ στό ἰσχῦον Σύνταγμα, χωρίς μάλιστα ἐπικίνδυνες ρωγμές στήν ὀρθόδοξη παράδοση γιά τή συναλληλία τῶν σχέσεών τους, γι' αὐτό καί στίς πρόσφατες περιόδους ἐντάσεως τῶν σχέσεων αὐτῶν εἶναι συστηματική ἡ ἀναφορά στούς "διακριτούς ρόλους" τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Πολιτείας. Ἄν ὅμως οἱ "διακριτοί ρόλοι" δέν ἀπέρρεαν ἀπό τίς σχετικές διατάξεις τοῦ Συντάγματος καί δέν εἶχαν σαφῆ νομοθετική περιγραφή στόν Καταστατικό χάρτη, τότε ἡ συνεχής ἀναφορά σέ αὐτούς θά κινδύνευε νά χαρακτηρισθῆ ὡς μία "λήψη τοῦ ζητουμένου". Ἐπειδή λοιπόν οἱ "διακριτοί ρόλοι" εἶναι ἤδη σαφῶς περιγεγραμμένοι, γι' αὐτό εἶναι εὔλογη καί ἡ συνεχής ἀναφορά σέ αὐτούς, ὅταν διαπιστώνεται μία διαφορετική κατανόηση ἥ ἑρμηνεία τους ὡς πρός τόν χαρακτήρα ἑνός σύνθετου ζητήματος ἤ ὅταν προκύπτουν συγχύσεις ὡς πρός τά ὅρια τῶν "διακριτῶν ρόλων", ὅπως συμβαίνει καί στή σύγχρονη διαφωνία Ἐκκλησίας καί Πολιτείας γιά μία σειρά ζητημάτων κοινοῦ ἐνδιαφέροντος.

Συνεπῶς, ἀφοῦ τό σχετικό συνταγματικό πλαίσιο καί ἡ ὀρθή καταστατική ἑρμηνεία του παραμένουν ἀμετάβλητα, οἱ "διακριτοί ρόλοι" Ἐκκλησίας καί Πολιτείας εἶναι ἀντικειμενικῶς περιγεγραμμένοι, γι' αὐτό καί ἡ ὁποιαδήποτε σύγχυση ἁρμοδιοτήτων σέ ὁρισμένα κοινοῦ ἐνδιαφέροντος ζητήματα δέν εἶναι δυνατόν πλέον νά προκαλῆ ἐπικίνδυνες ἐντάσεις ἤ καί κρίσεις στήν εὔρυθμη λειτουργία τῶν συμβατικῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας. Ἀποστολή τῆς Πολιτείας εἶναι νά προλάβη τίς ἐντάσεις αὐτές ἤ ἔστω νά τίς θεραπεύση μέ μία συναινετική ἀντιμετώπιση τῆς ὁποιασδήποτε συγχύσεως σέ κάθε ἐπίμαχο ζήτημα, ἀφοῦ ἡ μονομερής ἤ καί αὐθαίρετη περιγραφή ἀπό τήν Πολιτεία τόσο τοῦ δικοῦ της ρόλου, ὅσο καί τοῦ ρόλου τῆς Ἐκκλησίας ὄχι μόνο εἶναι τελείως ἀντίθετη πρός τό βούλημα τοῦ συντακτικοῦ νομοθέτη, ἀλλά καί καταργεῖ κάθε ἔννοια "διακριτῶν ρόλων" στή λειτουργία τῶν σχέσεών τους, μέ ἐπικίνδυνες πάντοτε συνέπειες γιά τήν κοινωνική συνοχή τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ.

Εἶναι λοιπόν εὐνόητον τό ἐρώτημα, ἄν ἡ παρούσα ἔνταση μέ ἐρέθισμα ἕνα συκγεκριμένο κύκλο ζητημάτων (ἀναγραφή θρησκεύματος στίς ταυτότητες, πολιτική κηδεία, ὑποχρεωτικός γάμος κ.λπ.) εἶναι μία ἁπλῆ συνέπεια συγχύσεως ἁρμοδιοτήτων ἤ καί ρόλων, ἤ μήπως εἶναι ἡ ἀπαρχή μιᾶς ἐνδιάθετης ἤ καί μεθοδευμένης τάσεως γιά μία σταδιακή ἐπιστροφή στίς ἰδεολογικές ἀγκυλώσεις τοῦ πρόσφατου παρελθόντος μέ στόχο τήν ὑποταγή τῆς Ἐκκλησίας στήν κυρίαρχη βούληση τῆς Πολιτείας καί κατά συνέπειαν τήν ἀποδυνάμωση τῆς κοινωνικῆς της ἐπιρροῆς; Ἄν συμβαίνη τό πρῶτο, ἄν δηλαδή εἶναι μία περιστασιακή σύγχυση ἁρμοδιοτήτων ἤ ρόλων, τότε τά πράγματα εἶναι ἰάσιμα καί δέν θά ὁδηγήσουν τελικά σέ μία θεσμική κρίση σχέσεων Ἐκκλησίας καί Κράτους. Ἄν ὅμως συμβαίνη τό δεύτερο, ἄν δηλαδή εἶναι μία θεωρητική ἀμφισβήτηση τοῦ αὐτοτελοῦς ρόλου τῆς Ἐκκλησίας στήν ἑλληνική κοινωνία, τότε ἡ ἔνταση ὁπωσδήποτε θά κλιμακωθῆ τελικά σέ μία ἐπικίνδυνη κρίση σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας μέ ἀπρόβλεπτες συνέπειες γιά τό μέλλον. Ὡστόσο, ἡ Πολιτεία διακηρύσσει ὅτι πρόκειται γιά μία ἁπλῆ σύγχυση ἁρμοδιοτήτων ἤ ρόλων μέ κύρια ὑπεύθυνη τήν Ἐκκλησία, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία ἔχει τήν εὔλογη ἀνησυχία ὅτι πρόκειται γιά μία συστηματική ἀμφισβήτηση τοῦ αὐτοτελοῦς πνευματικοῦ ρόλου της στήν ἑλληνική κοινωνία, γι' αὐτό καί οἱ ἀντιπαραθέσεις μεταφέρονται κατά κανόνα ἀπό τά συγκεκριμένα ἐπί μέρους ζητήματα στίς θεωρητικές ἀρχές τοῦ ὑφισταμένου συνταγματικοῦ πλαισίου σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, τό ὁποῖο ὅμως ἐπίσημα δέν ἀμφισβητεῖται. Ἡ εὐθύνη αὐτή τῆς Πολιτείας ἐκφράζεται ἤ πρέπει νά ἐκφράζεται, εἰδικώτερα στό ὅλο θεσμικό πλαίσιο τῶν σχέσεών της μέ τήν Ἐκκλησία, μέ σεβασμό στά συμβατά μέ τή σύγχρονη πολιτική θεωρία διαχρονικά κριτήρια

  • Πρῶτον, ἡ Ἐκκλησία καί τό Κράτος, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ποικιλία τῶν μορφῶν στήν ἱστορική ἐξέλιξη τῶν σχέσεών τους εἶναι κατά τή φύση τους καί τήν ἀποστολή τους δύο αὐτοτελεῖς καί τέλειες κοινωνίες, οἱ ὁποῖες μποροῦν νά ὑπάρχουν καί νά πραγματοποιοῦν τούς σκοπούς τους ἀνεξάρτητα ἡ μία ἀπό τήν ἄλλη ἤ καί νά συνεργάζονται ἁρμονικά, ὅταν ἡ ἑτερόκεντρη ἀποστολή τους ἀναφέρεται στό ἴδιο κοινωνικό σύνολο.

  • Δεύτερον, ἡ ἰδιαιτερότητα τῆς ἀποστολῆς τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Κράτους στήν κοινωνία, ἡ ὁποία στή διαχρονική διαλεκτική ἀντιμετώπιση τῶν σχέσεών τους ἐκφράσθηκε μέ τόν ἐπιτυχῆ τυπολογικό παραλληλισμό ψυχῆς καί σώματος στόν ἄνθρωπο, προσδιορίζει, σέ μεγαλύτερο ἤ μικρότερο βαθμό, ἀφ' ἑνός μέν τόν πνευματικό χαρακτήρα τῆς ἀποστολῆς τῆς Ἐκκλησίας κατ' ἀναφοράν πρός τόν κοσμικό χαρακτήρα τῆς ἀποστολῆς τοῦ Κράτους, ἀφ' ἑτέρου δέ τούς διακριτούς ρόλους τους κατά τήν ἀναφορά τους στό κοινό σῶμα τῆς κοινωνίας.

  • Τρίτον, οἱ διακριτοί ρόλοι τους, ἀνεξάρτητα ἀπό τή θεοκεντρική ἤ τήν ἀνθρωποκεντρική ἑρμηνεία τῆς προελεύσεως τῆς ἱερατικῆς καί τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, καθορίζονται πάντοτε μέ γνώμονα τήν ἰδιαιτερότητα ὄχι μόνο τῆς φύσεως, ἀλλά καί τῆς ἀποστολῆς τους στήν κοινωνία, ἀφοῦ ἡ κοινή τους ἀναφορά στό ἴδιο κοινωνικό σῶμα καθιστᾶ ἀναγκαία τόσο τήν πρόληψη ἀναποφεύκτων συγχύσεων, ὅσο καί τή συναινετική κατοχύρωση τοῦ θεσμικοῦ πλαισίου λειτουργίας τῆς συνεργασίας.

  • Τέταρτον, τό σύστημα τῆς συναλληλίας ἤ τῆς συμφωνίας τῶν ἐξουσιῶν καί τῶν θεσμικῶν ἐκπροσώπων Κράτους καί Ἐκκλησίας εἶναι ὁ ὥριμος καρπός τῆς συνειδητοποιήσεως τῆς ἐπιτακτικῆς ἀνάγκης συνεργασίας τους μέ κύριο κίνητρο τό συμφέρον τοῦ λαοῦ, ἀνεξάρτητα ἀπό τή χριστιανική διδασκαλία γιά τήν ἱερότητα τῆς προελεύσεως τῶν ἐξουσιῶν τους, γι' αὐτό καί τό σύστημα αὐτό στά βασικά του στοιχεῖα ἔχει διαχρονική ἰσχύ σέ κάθε προοπτική ἰσότιμης καί εἰλικρινούς συνεργασίας, ἐνῶ ἀντιτίθεται σέ κάθε πρόταση ὑπαλληλίας τῶν σχέσεών τους (καισαροπαπισμός, παποκαισαρισμός, πολιτειοκρατικά συστήματα κλπ.) ἤ καί χωρισμοῦ, ἐπαχθοῦς ἤ μή, τῶν δύο θεσμικῶν ἐκφράσεων τῆς ζωῆς τῶν χριστιανικῶν λαῶν.

  • Πέμπτον, τό σύστημα τοῦ ἐπαχθοῦς ἤ μή χωρισμοῦ τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν Πολιτεία, τό ὁποῖο μορφοποιήθηκε κυρίως μετά τή διάσπαση τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου τῆς Δύσεως ἀπό τήν προτεσταντική Μεταρρύθμιση (ΙΣΤ' αἰώνας), ἀξιοποιήθηκε συστηματικά ἀπό τήν ἐκκοσμικευμένη πολιτική θεωρία καί τόν νεώτερο Κρατισμό τόσο γιά τήν ἀπόλυτη ἐπιβολή τῶν πολιτειοκρατικῶν τάσεων στίς δομές καί στή θεσμική λειτουργία τῶν Κρατῶν, ὅσο καί γιά τήν ἄμεση ἀποδυνάμωση τῆς κοινωνικῆς ἐπιρροῆς τῆς Ἐκκλησίας (Φεβρωνιανισμός, Ἰωσηφινισμός, νομοκρατούσα Πολιτεία κλπ.), ἐνῶ κορυφώθηκε στά ἀθεϊστικά ἰδεολογικά συστήματα τῶν νεωτέρων χρόνων (Μαρξισμός, Λενινισμός κλπ.).

  • Ἕκτον, ἡ διαλεκτική ἀντιπαράθεση τῶν παραδοσιακῶν ἀρχῶν πρός τίς νεώτερες προτάσεις τῆς πολιτικῆς θεωρίας γιά τίς σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, καίτοι ἐπικεντρώθηκε στήν ἐκκοσμίκευση ὅλων τῶν θεσμικῶν λειτουργιῶν τοῦ Κράτους, δέν ἦταν δυνατόν νά ἀγνοήση πλήρως τήν ἰσχυρή πνευματική ἐπιρροή τῆς Ἐκκλησίας στήν κοινωνία, γι' αὐτό καί οἱ ὑπέρμαχοι τῶν νέων πολιτικῶν θεωριῶν, ἐνῶ χρησιμοποιοῦσαν τήν τακτική τῶν ἀντικληρικῶν ἤ καί ἀντιεκκλησιαστικῶν λιβελλογραφημάτων γιά τή διόγκωση τῆς ἱστορικῆς παθολογίας τῶν ἐκπροσώπων τῆς Ἐκκλησίας, δέν ἀπέρριπταν μία συμβατική ρύθμιση τῶν σχέσεων τοῦ Κράτους μέ τήν Ἐκκλησία στά πλαίσια τοῦ συστήματος τῆς ὁμοταξίας (Κογκορδάτα), ὥστε νά ἀποφευχθοῦν ἐπικίνδυνες ρωγμές στήν κοινωνική συνοχή τῶν κρατῶν.

  • Ἕβδομον, ἡ ὑποκριτική ἤ καί ἀθέμιτη συζυγία τῆς κρατικῆς ἐξουσίας μέ τήν ἀντιεκκλησιαστική ἤ καί ἀθεϊστική ἰδεολογία, ἡ ὁποία ἀξίωνε στό παρελθόν καί ἀξιώνει συνεχῶς τόν ἐπαχθῆ χωρισμό Ἐκκλησίας καί Κράτους, ἀπορρίφθηκε ἀπό τή χριστιανική κοινωνία καί μάλιστα μέ ἐντυπωσιακό τρόπο, ὅπως διαπιστώθηκε μετά τήν κατάρρευση τῶν ὁλοκληρωτικῶν καθεστώτων τοῦ ὑπαρκτοῦ σοσιαλισμοῦ, ἀλλά οἱ ἰδεολογικές ἀγκυλώσεις τοῦ παρελθόντος ἀναζητοῦν στό σύγχρονο ἰδεολόγημα τῆς κοινωνίας τῶν πολιτῶν νέους τρόπους παρεμβάσεων στή θεσμική λειτουργία τοῦ Κράτους γιά τήν ἐξουδετέρωση τῆς κοινωνικῆς ἐπιρροῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἀνασύροντας στό προσκήνιο τίς ἀβάσιμες ἤ καί συκοφαντικές ἰδεολογικές προλήψεις κυρίως γιά τόν ἀρνητικό ρόλο τῆς ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας ἤ καί τοῦ Κλήρου γενικώτερα στή ζωή τῶν χριστιανικῶν λαῶν.

  • Ὄγδοον, ἡ ἀκλόνητη ἱστορική ἀντοχή τῆς πνευματικῆς σχέσεως τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν κοινωνία, καίτοι ἐνοχλεῖ τούς ἰδεολογικούς πολεμίους της, ἐκφράζει τήν κυρίαρχη βούληση τοῦ λαοῦ, ἡ ὁποία πρέπει νά ἀποτυπώνεται συναινετικῶς τόσο στό συνταγματικό πλαίσιο, ὅσο καί στίς εἰδικώτερες ἐπιλογές τῶν συντεταγμένων λειτουργιῶν τοῦ Κράτους (νομοθετικῆς, ἐκτελεστικῆς, δικαστικῆς), ὅπως συμβαίνει λ.χ. στό ἑλληνικό κράτος, ὥστε νά προλαμβάνονται ἀνεπιθύμητες παρερμηνεῖες (δογματικοί -διοικητικοί κανόνες) ἤ νά θεραπεύονται ἐγκαίρως ἀπρόβλεπτες συγχύσεις ρόλων καί ἁρμοδιοτήτων Κράτους καί Ἐκκλησίας, ὅπως συμβαίνει λ.χ. σήμερον καί πάλιν στό ἑλληνικό κράτος.

  • Ἔννατον, τό συνταγματικό πλαίσιο τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας στήν Ἑλλάδα, ὅπως καθορίζεται στά ἄρθρα 3 καί 13 τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος (1975), καθιέρωσε μία ἁρμονική καί ἰσόρροπη σύνθεση τῆς ἀρχῆς τῆς συναλληλίας τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως μέ τήν ἀρχή τῆς ὁμοταξίας τῆς νεώτερης πρακτικῆς τοῦ ἐκκοσμικευμένου Κρατισμοῦ, γι' αὐτό καί μέ τίς νέες διατάξεις, τῶν ἄρθρων 3 καί 13 ὁ συντακτικός νομοθέτης ὄχι μόνο ἀπέκλεισε ρητῶς τόν προταθέντα χωρισμό Ἐκκλησίας καί Κράτους, ἀλλά καί περιόρισε ρητῶς τήν εὐχέρεια τοῦ κοινοῦ νομοθέτη νά παρεμβαίνει σέ ζητήματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως (ἄρθρο 3, παράγρ. 1) καί τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας (ἄρθρο 13), ὅπως συνάγεται ἀπό τίς συζητήσεις τῶν σχετικῶν ἄρθρων τοῦ Συντάγματος στήν Ε' Ἀναθεωρητική Βουλή τῶν Ἑλλήνων.

  • Δέκατον, τό ἰσχύον Σύνταγμα ( 1975), καίτοι ἀπέρριψε τήν πρόταση τοῦ χωρισμοῦ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, καθιέρωσε ἕναν ἰδιότυπο διοικητικό διαχωρισμό τῶν λειτουργιῶν τους ὡς τῆς μόνης αὐθεντικῆς ἑρμηνείας τοῦ συνταγματικοῦ πλαισίου, ὁ ὁποῖος ἀποτυπώθηκε στή συστηματική ἀνάπτυξη τῶν διατάξεων τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆ Ἑλλάδος (ν. 590/1977) ἀπό τήν ἴδια Ἀναθεωρητική Βουλή καί ὑπό τή μορφή τῆς σαφοῦς νομοθετικῆς περιγραφῆς τόσο τῶν "διακριτῶν ρόλων", ὅσο καί τῶν τομέων συνεργασίας Ἐκκλησίας καί Πολιτείας (ἄρθρο 2 τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη), γι' αὐτό καί σε ὁποιεσδήποτε ἰδεολογικές ἤ πρακτικές συγχύσεις στούς τομεῖς αὐτούς συνεπάγεται συναινετική διαδικασία γιά τήν ὑπέρβασή τους μέσα στά πλαίσια τοῦ ὑφιστάμενου θεσμικοῦ πλαισίου.

Ἄν λοιπόν ἀπευθυνόταν στόν ἱ. Φώτιο τό ἐρώτημα περί τῶν ἀναγκαίων ἐνεργειῶν γιά τή διευθέτηση τοῦ συγχρόνου ζητήματος στίς σχέσεις Ἐκκλησίας καί Κράτους, τότε εἶναι βέβαιον ὅτι ἡ ἀπάντησή του θά ἐπικεντρωνόταν μόνο στό θέμα τῆς ἀνάγκης συναινετικῆς διευκρινήσεως τῶν ὁρίων τῶν "διακριτῶν ρόλων" μέ πρωτοβουλία τῆς Πολιτείας καί πάντοτε μέσα στά πλαίσια τῶν περί θρησκείας ἄρθρων τοῦ Συντάγματος καί τοῦ Καταστατικοῦ χάρτη τῆς Ἐκκλησίας. Ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀπάντηση ὄχι μόνο δέν λύνει κανένα πρόβλημα, ἀλλ' ἀντιθέτως θά εἰσαγάγη καί ἕνα νέο πρόβλημα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
Προηγούμενη Σελίδα