Βλάσιος Φειδάς
Ἡ εὐθύνη τῆς Πολιτείας στή λειτουργία τῶν διακριτῶν ρόλων Εκκλησίας καί Κράτους
Εἰσήγηση στήν Ἡμερίδα Μνήμης τοῦ Ἱεροῦ Φωτίου, Ἱ. Μονή Πεντέλης, 6 Φεβρουαρίου 2001
3.Ἡ κρίση τῆς ἀρχῆς τῆς συναλληλίας τῶν δύο ἐξουσιῶν
Ἡ μακραίωνη ὀρθόδοξη παράδοση γιά τό θεσμικό πλαίσιο τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας ἀτόνησε, ὅπως εἶναι γνωστό, κατά τή μεταβυζαντινή περίοδο ἀφ' ἑνός μέν διότι ἡ πλειονότητα τῶν ὀρθοδόξων λαῶν ὑποτάχθηκε στήν ἀλλόθρησκη Ὀθωμανική αὐτοκρατορία, ἀφ' ἑτέρου δέ διότι ἡ Ρωσική αὐτοκρατορία δέν κατόρθωσε νά ἀφομοιώση στήν πράξη τό σύστημα τῆς βυζαντινῆς συναλληλίας. Ἔτσι, ἀφοῦ τελικῶς υἱοθέτησε μέ τήν πολιτική τοῦ Μ. Πέτρου ἀπό τίς ἀρχές τοῦ ΙΗ' αἰώνα τά πολιτειοκρατικά πρότυπα τοῦ Προτεσταντισμοῦ, τά ὁποῖα ἐπηρέασαν κατά τόν ΙΘ' αἰώνα καί τό θεσμικό πλαίσιο ὅλων τῶν νεοσύστατων κρατῶν τῶν ὀρθοδόξων λαῶν τῆς Βαλκανικῆς. Πράγματι, διχοτομική προτεσταντική προσέγγιση τῆς σχέσεως Χριστοῦ καί Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶχε τίς ρίζες της στό παλαιότερο σχετικό δίλημμα τῆς σχολαστικῆς θεολογίας τῆς Δύσεως, κατέληξε στή συστηματική ἀποϊεροποίηση ὄχι μόνο ὅλων τῶν θεσμικῶν ἐκφράσεων τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας, διαφοροποιώντας ἔτσι καί τήν ἐκκλησιαστική παράδοση τῆς πρώτης χιλιετίας γιά τή σχέση Ἐκκλησίας καί κόσμου.
Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, ἡ ἀποϊεροποίηση τῆς Ἱερωσύνης ἀπό τήν προτεσταντική Μεταρρύθμιση εἶχε ὡς φυσική συνέπεια τήν ἀποϊεροποίηση καί τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, ἡ ὁποία βεβαίως ἐνισχύθηκε μέ ἐντυπωσιακό τρόπο σέ ὅλους σχεδόν τούς τομεῖς τῆς θεσμικῆς λειτουργίας τοῦ ἐκκοσμικευμένου κράτους. Εἰδικώτερα ὅμως ἡ μετατόπιση τῆς παραδοσιακῆς βάσεως τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Κράτους, ἡ ὁποία θεμελιωνόταν στήν ἱερότητα τῆς ἱερατικῆς καί τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, ἐκφράσθηκε ἐπίσημα ἤδη μέ τή νέα διακήρυξη τῆς Συνθήκης τῆς Αὐγούστας (Augsburg, 1555), κατά τήν ὁποία ὁ κάτοχος τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας ἔχει τό δικαίωμα νά καθορίζη καί τή θρησκευτική πίστη τῶν ὑπηκόων του (cuius regio, eius religio). Ἡ διακήρυξη αὐτή ὑπῆρξε πράγματι ἡ ἀπαρχή ὄχι μόνο γιά τή θεωρητική ἐξουδετέρωση τῆς ἀρχῆς τῆς συναλληλίας, ἀλλά καί γιά τήν συστηματική προβολή τῶν γνωστῶν ἀκραίων πολιτειοκρατικῶν ἀρχῶν ἀπό τίς διάφορες τάσεις τῆς ἐκκοσμικευμένης πολιτικῆς θεωρίας τῶν νεώτερων χρόνων (Οὑμανισμός, Δεϊσμός, Ἐμπειρισμός, Διαφωτισμός, Ἰδεολογία κλπ.).
Ὁ Διαφωτισμός, ὡς φιλοσοφική ἀναζήτηση καί ὡς ἐκκοσμικευμένη κοινωνική πρόταση, ὑπῆρξε, σέ τελευταία ἀνάλυση, μία ἐπιλεκτική συγκεφαλαίωση τῶν μακροχρόνιων πνευματικῶν ζυμώσεων κυρίως στόν χριστιανικό κόσμο τῆς Δύσεως, οἱ ὁποῖες ἀμφισβήτησαν τίς ἱεροκρατικές ἀγκυλώσεις τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας καί ὁραματίσθηκαν μία νέα κοινωνία μέ κέντρο τόν αὐτονομημένο ἄνθρωπο καί ὄχι τόν Θεό τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Ἡ πραγματοποίηση τοῦ ὁράματος αὐτοῦ προϋπέθετε ἀναγκαστικά τήν ἀπόρριψη ὅλων τῶν παραδοσιακῶν δομῶν τῆς μεσαιωνικῆς χριστιανικῆς κοινωνίας, οἱ ὁποῖες ἦσαν ἀντίθετες ἤ καί μή συμβατές πρός τόν ὀρθό λόγο τοῦ ἀνθρώπου, τήν κοινή λογική, γιά αὐτό καί δόθηκε ἀπόλυτη προτεραιότητα στήν ἀποϊεροποίηση ὅλων τῶν θεσμικῶν ἐκφράσεων τῆς χριστιανικῆς κοινωνίας, ἰδιαίτερα δέ τοῦ Κράτους καί τῆς κρατικῆς ἐξουσίας.
Ἡ ἀποκλειστική ἀνθρωποκεντρική καί κατά συνέπεια ὀρθολογική ἑρμηνεία τῶν δομῶν τοῦ Κράτους συνεπαγόταν κυρίως τήν ἀποϊεροποίηση στή νέα πολιτική θεωρία τῆς χριστιανικῆς παραδόσεως γιά τήν ἱερότητα ὅλων τῶν ἐξουσιῶν, οἱ ὁποῖες ἀσκοῦνται στόν κόσμο (Ρωμ. 13, 1- 9), ἀνεξάρητα ἀπό τήν ἐπίσημη ἀναγνώριση ἀποδοχή ἤ μή τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας. Τό ἔργο τοῦ Hobbes "Λεβιάθαν" ὑπῆρξε μία πρωτοποριακή συστηματική πρόταση τῶν νέων τάσεων τῆς πολιτικῆς θεωρίας, ἡ ὁποία ἀπέρριπτε τήν παραδοσιακή ἱερότητα τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας καί ἀντιπροέτεινε ὡς μόνη πηγή της μία ἀνθρωποκεντρική σύμβαση τῶν μελῶν μιᾶς κοινωνίας γιά τήν περιφρούρηση τῶν βασικῶν δικαιωμάτων καί ἐλευθεριῶν τους, τά ὁποῖα ἀπειλοῦσαν τά ἰσχυρότερα μέλη τῆς κοινωνίας (homo hominis lupus). Τά μέλη δηλαδή τῆς κοινωνίας ἀποφάσιζαν νά ἐκχωρήσουν σέ ἕνα πολιτικό ἡγέτη ὁρισμένα ἀπό τά δικαιώματά τους, τά ὁποῖα αὐτός ἔπρεπε νά ἀσκῆ πρός τό συμφέρον τους, μάλιστα δέ κατά τήν ἀνεξέλεγκτη ἤ καί αὐθαίρετη κρίση του, ἀφοῦ δέν δεσμευόταν ἀπό ἀντικειμενικούς κανόνες τοῦ τεθειμένου φυσικοῦ δικαίου ἤ τῆς παραδοσιακῆς ἠθικῆς τῆς χριστιανικῆς κοινωνίας.
Ὁ Διαφωτισμός τελειοποίησε τό συμβατικό σχῆμα τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας μέ τήν ἀποδοχή ὁρισμένων θεμελιωδῶν κανόνων δικαίου καί ἠθικῆς, ὅπως αὐτοί ἀποτυπώθηκαν στό "Κοινωνικό Συμβόλαιο" τοῦ Ρουσώ, χωρίς ὅμως νά μετατεθῆ ἤ νά σχετικοποιηθῆ ἡ ἀπόλυτη ἀνθρωποκεντρική βάση τῆς νέας πολιτικῆς θεωρίας. Τό νέο πρότυπο τοῦ "αὐτόνομου ἀνθρώπου" τῶν φιλοσόφων τοῦ Διαφωτισμοῦ, ὅπως συστηματοποιήθηκε ἀπό τόν κυριώτερο ἐκπρόσωπό τους Βολταῖρο κατά τόν ΙΗ' αἰώνα, ἀποτελοῦσε πλέον τό μοναδικό "ὑγιές" κύτταρο τῆς προτεινόμενης ἐκκοσμικευμένης κοινωνίας, στήν ὁποία δέν εἶχε θέση ὁ Θεός ἤ ὁποιαδήποτε ἄλλη μεταφυσική αὐθεντία. Ὁ "αὐτόνομος ἄνθρωπος" εἶναι ἡ μόνη πηγή ὅλων τῶν ἐξουσιῶν πού ἀσκοῦνται στό Κράτος, ἐκφράζεται δέ μέ τήν ἀρχή τῆς "λαϊκῆς κυριαρχίας", ἡ ὁποία καθιερώθηκε στήν πράξη μέ τίς ἀρχές τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως καί ἀποτελεῖ πλέον τήν καταστατική βάση τῆς ὅλης λειτουργίαςτοῦ δημοκρατικοῦ πολιτεύματος τῶν νεώτερων χρόνων.
Συνεπώς, ἡ μακροχρόνια διαλεκτική ἀντιπαράθεση τῆς θεοκρατικῆς ἱεροκρατίας τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας μέ τήν ἀνθρωποκεντρική ἀναζήτηση ὅλων τῶν πνευματικῶν ζυμώσεων στόν χριστιανικό κόσμο τῆς Δύσεως. Ἡ διαλεκτική αὐτή, ἡ ὁποία ἀπέκτησε ἐντυπωσιακό κοινωνικό δυναμισμό στίς προτεσταντικές κυρίως κοινότητες, κατέληξε στήν ἀπόρριψη ὄχι μόνο τῶν ἱεροκρατικῶν ἀγκυλώσεων τῆς Δυτικῆς Εκκλησίας, ἀλλά καί τῆς ὁποιασδήποτε ἐπίσημης κοινωνικῆς ἐπιρροῆς τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία δέν μποροῦσε πλέον νά διεκδικήση τόν ὁποιοδήποτε θεσμικό ρόλο στίς δομές ἤ στή λειτουργία τοῦ ἐκκοσμικευμένου ἤ καί λαϊκοῦ Κράτους. Ἡ νέα κοινωνική θεωρία ἀπέρριπτε ἀπερίφραστα τή χριστοκεντρική ἀνθρωπολογία τῆς Ἐκλησίας, ὅτι δηλαδή "ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄλλος ἕνας Θεός στόν κόσμο" (Homo alter Deus), ἐνῶ ὑποστήριζε ὅτι στή νέα ἀνθρωποκεντρική πρόταση πρέπει "ὁ Θεός εἶναι ἕνας ἄλλος ἄνθρωπος στόν οὐρανό" (Deus alter Homo).
Ἡ ἐφαρμογή ὅμως τῶν θεμελιωδῶν ἀρχῶν τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως στή σύγχρονη πραγματικότητα εἶναι ἐξαιρετικά δυσχερής, ἀφοῦ κατά τούς νεώτερους χρόνους μεταβλήθηκαν ἤ καί ἀλλοιώθηκαν οἱ βασικές δομές τῆς πολιτικῆς θεωρίας γιά τήν ταυτότητα, τούς σκοπούς καί τίς λειτουργίες τοῦ σύγχρονου Κράτους, τοῦ ἑτέρου δηλαδή τῶν συμβαλλομένων στήν εὔρυθμη λειτουργία τῶν παραδοσιακῶν ἁρμονικῶν του σχέσεων πρός τήν Ἐκκλησία. Θεμελειώδης ἀρχή τῆς νέας πολιτικῆς θεωρίας εἶναι ἡ ἀρχή τῆς λαϊκῆς κυριαρχίας, ἡ ὁποία καθιερώθηκε ὡς ἡ καταστατική ἀρχή ὄχι μόνο γιά τή νομιμότητα τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, ἀλλά καί γιά τήν ἀνάπτυξη ὅλων τῶν λειτουργιῶν τοῦ κράτους. Στά νέα αὐτά πλαίσια ὅλες οἱ ἐξουσίες, οἱ ὁποῖες ἀναγνωρίζονται ἤ νομιμοποιοῦνται νά ἀσκοῦνται στό σύγχρονο κράτος, πηγάζουν ἀπό τόν λαό καί ἔχουν τήν τελική τους ἀναφορά στόν λαό. Ἡ χριστιανική παράδοση γιά τή θεία προέλευση ὅλων τῶν ἐξουσιῶν δέν ἔχει πλέον θέση στή νέα πολιτική θεωρία, ἡ ὁποία ὁραματίζεται, σέ τελευταία ἀνάλυση, ἕνα κόσμο χωρίς τήν ἐνεργό παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἕνα κράτος χωρίς θρησκεία καί ἕνα πολίτη χωρίς θρησκευτική πίστη.
Οἱ ἐνδιάθετες ἤ καί ἐκπεφρασμένες ἀθεϊστικές τάσεις τῆς νεώτερης ἰδεολογίας προσπάθησαν νά ὑλοποιήσουν τό ὅραμα τῆς ἐκκοσμικευμένης πολιτικῆς θεωρίας μέ ὅλα τά θεμιτά ἤ καί ἀθέμιτα μέσα τῆς κρατικῆς ἐξουσίας. Ὡστόσο, ὅπως ἀποδείχθηκε μετά τήν πρόσφατη κατάρρευση τῶν ὁλοκληρωτικῶν καθεστώτων τοῦ ὑπαρκτοῦ σοσιαλισμοῦ, τό ὅραμα ἦταν οὐτοπικό καί ἐξατμίσθηκε στήν ἴδια τή βάση τῆς ἀναφορᾶς του, δηλαδή στό φρόνημα τοῦ λαοῦ, τό ὁποῖο παρέμεινε ἀλώβητο ἀπό τή συστηματική ἀθεϊστική προπαγάνδα καί διαφύλαξε ζωντανό τόν πνευματικό δυναμισμό τῆς θρησκευτικῆς πίστεως. Ἡ κρατική ἐξουσία, ἡ ὁποία χρησιμοποιήθηκε ἀπό τή νεώτερη ἰδεολογία γιά τήν ἐξουδετέρωση ὅλων τῶν θεσμικῶν ἐρεισμάτων τῆς πνευματικῆς ἐπιρροῆς τῆς Ἐκκλησίας στήν κοινωνία, ὑποχρεώθηκε ἐκ τῶν πραγμάτων(1990) νά ἀναθεωρήση τίς σχέσεις της μέ τήν Ἐκκλησία καί γενικώτερα μέ τή θρησκεία γιά νά ἀποκαταστήση καί τήν τραυματισμένη δική της σχέση μέ τήν κοινωνία (Νόμος γιά τήν ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως στήν πρώην Σοβιετική Ἔνωση και στίς ἄλλες πρώην κομμουνιστικές χῶρες).
Βεβαίως οἱ ὀρθόδοξοι λαοί δέν συμμετεῖχαν καί δέν εἶχαν λόγους νά συμμετάσχουν στίς διαλεκτικές ἀντιπαραθέσεις τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου τῆς Δύσεως ἀφ’ ἑνός μέν γιατί ἡ λειτουργική δομή τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζει τόν καταστατικό ρόλο ὄχι μόνο τοῦ ἱερατείου, ἀλλά τοῦ ὅλου ἐκκλησιαστικοῦ σώματος σέ ὅλες τίς πτυχές τῆς πνευματικῆς καί τῆς κοινωνικῆς της ἀποτολῆς, ἀφ ' ἑτέρου δέ γιατί ἡ συνοδική λειτουργία της ὄχι μόνο ἀποκλείει ἀκραῖες ἱεροκρατικές ἤ λαϊκιστικές αὐτονομήσεις, ἀλλά συγχρόνως ἱεροποιεῖ καί ὅλες τίς καταστατικές ἀρχές τοῦ δημοκρατικοῦ πολιτεύματος. Πράγματι, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐπειδή βιώνει ἐμπειρικά στήν ὅλη λειτουργία της τό πνεῦμα τῶν «δημοκρατικῶν» ἀρχῶν, ἱεροποιεῖ τήν προστασία τους στή λειτουργία τοῦ δημοκρατικοῦ πολιτεύματος, χωρίς ὅμως νά ἀλλοιώνη ἤ νά νοθεύη τήν ὁποιαδήποτε δική της παράδοση γιά τή σχέση Ἐκκλησίας καί κόσμου. Ἐν τούτοις, ἡ αὐθαίρετη ἐπιβολή τῆς νέας πολιτικῆς θεωρίας καί στά νεοσύστατα κατά τόν ΙΘ΄ αἰώνα κράτη τῶν ὀρθοδόξων λαῶν εἰσήγαγε, συνειδητά ἤ ἀσύνειδα, στήν ὀρθόδοξη κοινωνία τίς τελείως ξένες πρός τήν παράδοσή της ἀντιθέσεις τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου τῆς Δύσεως (ἀντιεκκλησιαστικές καί ἀντικληρικές τάσεις κλπ.), οἱ ὁποῖες παραμένουν συνεχῶς ἐνδιάθετες προλήψεις τῆς Πολιτείας γιά τίς σχέσεις της μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Εἶναι λοιπόν εὐνόητο ὅτι ἡ Ἐκκλησία, ἐπειδή εἶναι ἡ ἴδια μία δημοκρατία ψυχῶν, συνέχει καί στηρίζει κάθε δημοκρατία σωμάτων στίς δομές καί στίς λειτουργίες τῆς σύγχρονης κοινωνίας.
Ἡ σύγχρονη λοιπόν εὐθύνη τοῦ Κράτους γιά τήν ὀρθή λειτουργία τῶν σχέσεών του μέ τήν Ἐκκλησία προϋποθέτει τήν ἄμεση συνειδητοποίηση ἀφ' ἑνός μέν τοῦ γεγονότος ὅτι οἱ πνευματικές σχέσεις τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν κοινωνία ἐπιδεικνύουν μία ἐντυπωσιακή ἀντοχή στίς ἱστορικές τριβές, ἀφ' ἑτέρου δέ τῆς ἀδυναμίας τῶν ἀντιθεϊστικῶν ἤ καί ἀθεϊστικῶν ἰδεολογικῶν συστημάτων νά ἐξουδετερώσουν τήν πνευματική ἐπιρροή τῆς Ἐκκλησίας στήν κοινωνία. Ἡ μητρική σχέση τῆς Ἐκκλησίας μέ τά μέλη της, ἡ ὁποία βιώνεται συνεχῶς στή μυστηριακή ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, δέν ὑποκαθίσταται καί ὁπωσδήποτε δέν ἀποδυναμώνεται ἀπό τίς συμβατικές προτάσεις ἰδεολογικῶν συστημάτων ἤ κοινωνικῶν θεωριῶν. Ἔτσι, ἡ σύγχρονη πρόταση τῆς κοινωνίας τῶν πολιτῶν, ἡ ὁποία ἐπιδιώκει τήν ἀντικατάσταση τῆς κοινωνικῆς ἀποκλειστικότητας τῶν ἰδεολογικῶν συστημάτων μέ τίς θεμελιώδεις ἀρχές τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων τῶν πολιτῶν, παραθεωρεῖ ἤ καί ἀπορρίπτει τούς παραδοσιακούς ἱστορικούς, θρησκευτικούς καί πνευματικούς παράγοντες συνοχῆς τοῦ ἐθνικοῦ ἤ κοινωνικοῦ σώματος τῶν λαῶν.
Ἡ περιγραφή ὅμως τῶν δομῶν τῆς κοινωνίας ὡς μιᾶς ἁπλῆς κατοχυρώσεως βασικῶν συμβατικῶν δικαιωμάτων καί ὑποχρεώσεων, καίτοι εἶναι ἀναγκαία, συρρικνώνει ἤ καί καταργεῖ τόσο τήν ἱστορική της συνείδηση, ὅσο καί τήν πνευματική της κληρονομία, οἱ ὁποῖες προσδιορίζουν ἤ νοηματοδοτοῦν τήν ἰδιαίτερη κατανόηση ἤ ἑρμηνεία καί αὐτῶν ἀκόμη τῶν δικαιωμάτων τῶν πολιτῶν. Ἄλλωστε, εἶναι γενικώτερη ἡ διαπίστωση ὅτι καί αὐτά ἀκόμη τά θεμελιώδη ἀτομικά δικαιώματα, τά ὁποῖα ἐκφράζουν τίς φυγόκεντρες ἔστω ἀναζητήσεις τῆς χριστιανικῆς κυρίως κοινωνίας, ἑρμηνεύονται μέ διαφορετικό τρόπο ἀπό τούς διάφορους λαούς τοῦ κόσμου, ἀναλόγως πρός τίς ἰδιαιτερότητες τῶν θρησκευτικῶν, πολιτιστικῶν, ἰδεολογικῶν καί πνευματικῶν προϋποθέσεων τοῦ κοινωνικοῦ του βίου. Πράγματι, ἀλλιῶς κατανοεῖ τά ἀνθρώπινα δικαιώματα ἕνας χριστιανός ἀπό ἕνα μουσουλμάνο ἤ βουδιστή, ὅπως ἀλλιῶς κατανοοῦν τά ἴδια δικαιώματα οἱ ὀπαδοί τῶν διαφόρων ἰδεολογικῶν συστημάτων στή σύγχρονη πλουραλιστική κοινωνία. Ἔτσι, οἱ σχετικές Διακηρύξεις τῶν Διεθνῶν Ὀργανισμῶν, καίτοι ἀναθέτουν τήν προστασία τους στή συντεταγμένη κρατική ἐξουσία, ἀναγνωρίζουν συγχρόνως τό δικαίωμα τῶν πολιτῶν νά ὑπερασπίζονται τά κατοχυρωμένα δικαιώματά τους ἀκόμη καί μέ ἀτομικές προσφυγές στό Διεθνές Δικαστήριο Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων, ἀφοῦ, σέ τελευταία ἀνάλυση, ἀναγνωρίζεται ἡ συμβατική βάση τῶν σχέσεων τῆς κρατικῆς ἐξουσίας καί τοῦ πολίτη.
Ἐν τούτοις, ἡ συντεταγμένη κρατική ἐξουσία, ὡς ἐντολοδόχος τῆς κυρίαρχης βουλήσεως τοῦ λαοῦ, ὀφείλει νά σέβεται ὄχι μόνο τά κατοχυρωμένα ἀτομικά δικαιώματα τῶν πολιτῶν, ἀλλά καί τίς διαχρονικές πηγές τῆς πνευματικῆς τους κληρονομίας, οἱ ὁποῖες νοηματοδοτοῦν τίς ἀρχές τῶν δικαιωμάτων αὐτῶν γιά κάθε συγκεκριμένη κοινωνία. Ἡ ὁποιαδήποτε ἄλλη προσέγγιση ἀποδυναμώνει τήν ἀμεσότητα τῆς κοινωνικῆς τους ἀναφορᾶς ἤ καί τήν κοινωνική εὐαισθησία γιά τήν προστασία τους. Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, ἡ εἰδικώτερη εὐθύνη τῆς Πολιτείας τόσο γιά τήν ὀρθή ρύθμιση τῶν σχέσεών της μέ τήν Ἐκκλησία, ὅσο καί γιά τήν ἀποτελεσματική προστασία τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ἀναφέρεται καί στίς τρεῖς συντεταγμένες λειτουργίες τῆς κρατικῆς ἐξουσίας, ἤτοι τή νομοθετική, τήν ἐκτελεστική καί τή δικαστική, οἱ ὁποῖες ὀφείλουν νά ἐγγυῶνται μέ τήν ἴδια εὐαισθησία ὄχι μόνο τό γράμμα τῶν διεθνῶν Διακηρύξεων γιά τήν προστασία τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων τῶν πολιτῶν, ἀλλά καί τίς καθιερωμένες θεσμικές ἐκφράσεις τῆς διαχρονικῆς πνευματικῆς κληρονομίας κάθε συγκεκριμένου λαοῦ. Ὁ σεβασμός δηλαδή κάθε μιᾶς ψηφίδας ἑνός ἐντυπωσιακοῦ βυζαντινοῦ ψηφιδωτοῦ δέν νοεῖται παρά μόνο μέ τήν ἄμεση ἀναφορά στή λειτουργική σχέση της μέ τήν ὅλη ψηφιδωτή σύνθεση, ἀπό τήν ὁποία ἀντλεῖ καί τήν ἰδιαίτερη ἀξία της γιά τόν συγκεκριμένο σκοπό, ἀφοῦ ἡ λειτουργική της ἀξία τοῦ ὅλου ὑπερέχει κατά πολύ τῆς ἐπί μέρους ὑλικῆς της ὑποστάσεως.
Ἡ αὐτονόμηση ὅμως τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων τῶν πολιτῶν ἀπό τή διαχρονική πνευματική τους παράδοση ὑποβαθμίζει ὄχι μόνο τή λειτουργική τους ἀξία, ἀλλά καί τήν εὐρύτητα τῆς κοινωνικῆς τους ἀναφορᾶς. Ἔτσι, ἀπέτυχε τό διεθνιστικό ὅραμα τῶν νεώτερων ἰδεολογικῶν συστημάτων, τό ὁποῖο, ἐνῶ ἐπιδίωκε τή συμπίεση τῆς λειτουργικῆς αὐτῆς σχέσεως στά πλαίσια τῶν θεωρητικῶν του ἀρχῶν, προκάλεσε τίς γνωστές τραγικές ἀντιθέσεις στή ζωή ὅσων λαῶν παρέμειναν προσηλωμένοι ὄχι μόνο στήν ἐθνική, ἀλλά καί στή θρησκευτική τους παράδοση. Ὁ Κ. Μάρξ περιέγραφε τό 1860 μέ χαρακτηριστική διαύγεια τήν κοινή ἀντίθεση ὅλων τῶν ἰδεολογικῶν συστημάτων πρός τόν ἐθνικισμό ἤ καί πρός τή θρησκεία, ὅταν διακήρυσσε μέ βεβαιότητα, ὅτι ὁ Καπιταλισμός θά ἀποδυναμώση τόν ἐθνικισμό καί ὁ Κομμουνισμός θά τόν ἐξαφανίση. Ἄν ζοῦσε τίς συγκλονιστικές μεταβολές τῆς τελευταίας δεκαετίας τοῦ Κ' αἰώνα, τότε θά ἀναθεωροῦσε τίς ἀπόψεις του, ὅπως θά ἀναθεωρήσουν στό μέλλον τίς ἀπόψεις τους ὅσοι προβάλλουν τό ἰδεολόγημα τῆς κοινωνίας τῶν πολιτῶν γιά νά πλήξουν τήν ἐθνική ἤ καί τή θρησκευτική συνείδηση τῶν λαῶν εἴτε μέ τήν πρόταση τοῦ ἀνερμάτιστου ἐκσυγχρονισμοῦ τοῦ Κράτους ἤ καί μέ τήν ἀνάγκη προσαρμογῆς τῆς κοινωνίας στόν διεθνιστικό σχεδιασμό τῆς παγκοσμιοποιήσεως.
Ἡ ἐπιστροφή λοιπόν στήν ἴδια προσπάθεια μέ τή μονοσήμαντη πρόταση τῶν ἀρχῶν τῆς κοινωνίας τῶν πολιτῶν, μάλιστα δέ μέ ὀξύτατες ἀποδοκιμασίες παραδοσιακῶν ἤ καί ἀκραίων ἐκφράσεων τῆς θρησκευτικῆς ἤ τῆς ἐθνικῆς συνειδήσεως τῶν λαῶν, εἶναι βέβαιο ὅτι θά ἐρεθίση ἀντίρροπες τάσεις, οἱ ὁποῖες θά κλονίσουν ἐπικίνδυνα τήν ἐσωτερική κοινωνική συνοχή τῶν λαῶν σέ μία κρίσιμη περίοδο γιά τό προβαλλόμενο νέο ὅραμα τῆς παγκοσμιοποιήσεως. Ἤδη οἱ πρῶτες ἀντιδράσεις ὄχι μόνο γιά τό περιεχόμενο, ἀλλά καί γιά τήν προοπτική τῆς παγκοσμιοποιήσεως προέρχονται ἀπό τήν συντονισμένη καχυποψία τῆς ἐθνικῆς καί τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως τῶν λαῶν, οἱ ὁποῖοι διαβλέπουν στήν προοπτική αὐτή τήν πλήρη ἀποδυνάμωση καί τῆς κρατικῆς ἐξουσίας στόν ἀγώνα γιά τήν προστασία τῶν ἐθνικῶν δικαίων καί τῶν ἀτομικῶν τους δικαιωμάτων. Συνεπῶς ἡ σύγχρονη εὐθύνη μιᾶς συντεταγμένης Πολιτείας ἐνώπιον τῶν διχοτομικῶν αὐτῶν ἰδεολογημάτων εἶναι νά ἀφομοιώση στήν ἐθνική πνευματική κληρονομία ὅλες τίς προκλήσεις τῶν καιρῶν καί ὄχι βεβαίως νά τή θυσιάση στόν βωμό περιστασιακῶν σκοπιμοτήτων ἤ διεθνιστικῶν πειραματισμῶν.
|