Βλάσιος Φειδάς
Ἡ εὐθύνη τῆς Πολιτείας στή λειτουργία τῶν διακριτῶν ρόλων Εκκλησίας καί Κράτους
Εἰσήγηση στήν Ἡμερίδα Μνήμης τοῦ Ἱεροῦ Φωτίου, Ἱ. Μονή Πεντέλης, 6 Φεβρουαρίου 2001
2. Ἡ ἀρχή τῆς βυζαντινῆς συναλληλίας
Οἱ θεωρητικές αὐτές διακηρύξεις ἐξέφραζαν μία νέα κοινωνική πραγματικότητα, ἀλλά δέν ἀπέκλειαν καί τόν πειρασμό τῆς ὑπερβάσεως τῶν "οἰκείων ὅρων" ἀπό τή μία ἤ τήν ἄλλη ἐξουσία, ὅπως συνέβη ἐπανειλημμένως κατά τούς Δ' καί Ε' αἰῶνες μέ τίς αὐθαίρετες ἐπεμβάσεις τῶν ἐκπροσώπων κυρίως τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας στά ἐσωτερικά ζητήματα τῆς Ἐκκλησίας (Βασιλεία, Ἱερωσύνη). Ἡ ἄρση λοιπόν τῶν πολλαπλῶν συγχύσεων καί τῶν συνεχῶν ἀντιθέσεων ὡς πρός τά ὅρια τῶν "διακριτῶν ρόλων" τῶν δύο θεσμῶν προϋπέθετε ἀφ' ἑνός μέν μία νομοθετική κατοχύρωση τοῦ θεσμικοῦ πλαισίου τῶν σχέσεών τους, ἀφ' ἑτέρου δέ μία συμφωνία τῶν δύο θεσμῶν γιά τήν ὁριοθέτηση τῶν "οἰκείων ὅρων", ἡ ὁποία θα κατοχύρωνε τόν ἀμοιβαῖο σεβασμό τῆς ἰδιαιτερότητας τῆς ταυτότητας καί τῆς ἀποστολῆς τους. Ἔτσι, ἡ συναινετική νομοθετική ρύθμιση τοῦ θεσμικοῦ πλαισίου καί τῶν διακριτῶν ρόλων στίς σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας καθιέρωσε τήν ἀρχή τῆς ἰσόρροπης συναλληλίας γιά νά ἐξουδετερώση τίς ὀδυνηρές συνέπειες γιά τήν κοινωνική συνοχή τῆς αὐτοκρατορίας τόσο τῆς ἀνταγωνιστικῆς παραλληλίας, ὅσο καί τῆς ἀλυσιτελοῦς ὑπαλληλίας τῶν δύο θεσμῶν, οἱ ὁποῖες προκάλεσαν τίς τραγικές διασπάσεις τοῦ σώματος τῆς αὐτοκρατορίας (Νεστοριανοί, Μονοφυσίτες κ.λπ.).
Ἡ κάλυψη τῶν δύο αὐτῶν βασικῶν πτυχῶν τοῦ ζητήματος τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας θεσμοθετήθηκε μέ σκληρότητα στήν ΣΤ' Νεαρά (535) τοῦ ἐμπνευσμένου αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ Α' ( 527-565) μέ τήν καθιέρωση τοῦ περίφημου συστήματος τῆς βυζαντινῆς "συναλληλίας". Τό σύστημα αὐτό κατοχύρωνε τόσο τήν πλήρη ὁμοτιμία τῶν δύο θεσμῶν, ὅσο καί τόν ἀπερίφραστο σεβασμό ἀπό τήν Πολιτεία τοῦ ἐσωτερικοῦ Κανονικοῦ δικαίου τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο εἶχε μέν ποιοτική ὑπεροχή ὡς πρός τήν ἀναφορά του στήν πνευματική ζωή, ἀλλ' ἦταν τουλάχιστον ἰσόκυρο πρός τήν πολιτική νομοθεσία: "Μέγιστα ἐν ἀνθρώποις ἐστί δῶρα Θεοῦ παρά τῆς ἄνωθεν δεδομένα φιλανθρωπίας Ἱερωσύνη τε καί Βασιλεία, ἡ μέν τοῖς θείοις ὑπηρετουμένη, ἡ δέ τῶν ἀνθρωπίνων ἐξάρχουσά τε καί ἐπιμελομένη, καί ἐκ μιᾶς τε καί τῆς αὐτῆς ἀρχῆς ἑκατέρα προϊοῦσα, καί τόν ἀνθρώπινον κατακοσμοῦσα βίον. Ὥστε οὐδέν οὕτως ἄν εἴη περισπούδαστον βασιλεῦσιν ὡς ἡ τῶν ἱερέων σεμνότης, εἴγε καί ὑπέρ αὐτῶν ἐκείνων ἀεί τόν Θεόν ἱκετεύουσιν. Εἰ γάρ ἡ μέν ἄμεμπτος εἴη πανταχόθεν καί τῆς πρός Θεόν μετέχοι παρρησίας, ἡ δέ ὀρθῶς τε καί προσηκόντως κατακοσμοίη τήν παραδοθεῖσαν αὐτῆ πολιτείαν, ἔσται συμφωνία τις ἀγαθή, πᾶν εἴ τι χρηστόν τῷ ἀνθρωπίνῳ χαριζομένη γένει… Καλῶς δέ ἄν ἅπαντα πράττοιτο καί προσηκόντως, εἴπερ ἡ τοῦ πράγματος ἀρχή γένοιτο πρέπουσα καί φίλη Θεῷ. Τοῦτο δέ ἔσεσθαι πιστεύομεν, εἴπερ ἡ τῶν ἱερῶν κανόνων παρατήρησις φυλάττοιτο, ἥν οἱ τε δικαίως ὑμνούμενοι καί προσκυνητοί καί αὐτόπται καί ὑπηρέται τοῦ θείου λόγου παραδεδώκασιν Ἀπόστολοι καί οἱ ἅγιοι Πατέρες ἐφύλαξαν τε καί ὑφηγήσαντο...".
Βεβαίως, ἡ ἐπίσημη νομοθετική κατοχύρωση τοῦ θεσμικοῦ πλαισίου καί τῶν διακριτῶν ρόλων γιά τήν εὔρυθμη λειτουργία τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας δέν ἦταν ποτέ καί δέν μπορεῖ νά εἶναι πανάκεια γιά τόν πλήρη ἔλεγχο τῶν ἐνδιάθετων τάσεων τῶν ἐκπροσώπων καί τῶν δύο θεσμῶν νά ὑπερβοῦν κατά περίπτωση τούς "οἰκείους ὅρους". Ὡστόσο, λειτούργησε στό παρελθόν καί λειτουργεῖ πάντοτε ὡς ἕνα σταθερό ἤ καί δεσμευτικό ἀντικειμενικό κριτήριο γιά τήν ἐξουδετέρωση τῶν αὐθαιρέτων ὑπερβάσεων τῶν συναινετικά καθορισμένων ὁρίων τῆς θεσμικῆς ἰσορροπίας ἀπό τή μία ἤ τήν ἄλλη πλευρά. Ἔτσι, ἡ γνωστή περιστασιακή "καισαροπαπική" διακήρυξη τοῦ εἰκονομάχου αὐτοκράτορα Λέοντα Γ' (717-741), ἡ ὁποία ἀποτυπώθηκε στήν περίφημη φράση: "Βασιλεύς εἰμι καί ἱερεύς", παραβίαζε αὐθαίρετα τό ὅλο θεσμικό πλαίσιο τῶν καθιερωμένων διακριτῶν ρόλων γιά τήν αἰτιολόγηση τῆς εἰκονομαχικῆς του πολιτικῆς, γι' αὐτό καί ἀξιολογήθηκε ὀρθῶς ἀπό τήν Ἐκκλησία ὡς μία μονομερής ἤ καί ἐπικίνδυνη ἀνατροπή τοῦ ὅλου συστήματος τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας. Ἡ ἐμμονή λοιπόν τῆς Πολιτείας στή διακήρυξη αὐτή προκάλεσε μία ὀξύτατη καί μακροχρόνια σύγκρουση τῶν δύο θεσμῶν μέ τίς γνωστές ὀδυνηρές συνέπειες ὄχι μόνο γιά τήν ἐσωτερική κοινωνική συνοχή, ἀλλά καί γιά τίς εὐρύτερες διεθνεῖς πολιτικές προοπτικές τῆς αὐτοκρατορίας. Πράγματι, κατά τήν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας (727-843) κατέρρευσε τό ὅλο οἰκοδόμημα τῆς πολιτικῆς ἀκτινοβολίας τῆς αὐτοκρατορίας στόν χριστιανικό κόσμο τῆς Δύσεως, ἐνῶ περιορίσθηκε σταδιακά ὁ ρόλος της καί στά πράγματα τῆς Ἀνατολῆς. Ἀντιθέτως, μετά ἀπό ἕνα αἰώνα τραγικῶν συγκρούσεων, ἡ Ἐκκλησία διακήρυσσε θριαμβευτικά τήν ἐπίσημη ἀποκατάσταση τῆς τιμῆς τῶν ἱερῶν εἰκόνων στήν ὀρθόδοξη λατρεία καί πνευματικότητα (Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, 843), ἀφοῦ ἡ τιμή τῶν ἱερῶν εἰκόνων ἦταν ἕνα σοβαρό ἐσωτερικό ζήτημα πίστεως καί ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ἐν τούτοις, ἡ βασική αἰτία τῆς ὀξύτητας τῶν εἰκονομαχικῶν ἐρίδων, ἤτοι ἡ "καισαροπαπική" διακήρυξη τοῦ Λέοντα Γ' καί τῶν διαδόχων του εἰκονομάχων αὐτοκρατόρων, δέν καταργήθηκε de facto μέ τήν ἀποκατάσταση τῆς τιμῆς τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ὅπως δέν καταργήθηκε de facto καί τό πράγματι ἀξιόλογο νομοθετικό τους ἔργο.
Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Φώτιος (857-867, 877-886), ἄριστος γνώστης τῶν ἐκκλησιαστικῶν καί τῶν πολιτικῶν πραγμάτων, θεώρησε πρώτιστο χρέος του ὄχι μόνο τήν ἄμεση ἀποκατάσταση τοῦ κύρους τοῦ καθιερωμένου θεσμικοῦ πλαισίου τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, ἀλλά καί τή ρητή νομοθετική ἀπόρριψη τῆς αὐθαίρετης παρερμηνείας του ἀπό τούς εἰκονομάχους αὐτοκράτορες γιά τήν ἐξυπηρέτηση μονοσήμαντων ἤ καί οὐτοπικῶν πολιτικῶν ἐπιλογῶν ἤ σκοπιμοτήτων, οἱ ὁποῖες προκάλεσαν τήν ὁλόθυμη σχεδόν ἀντίδραση τοῦ εὐλαβοῦς λαοῦ τῆς αὐτοκρατορίας. Συνεπῶς, ἡ εὐθύνη γιά τή θεραπεία τῆς ἐπικίνδυνης θεσμικῆς συγχύσεως μέ μία νέα νομοθετική ρύθμιση ἀνῆκε βεβαίως στήν Πολιτεία, ἀλλά τό περιεχόμενο τῆς ρυθμίσεως ἔπρεπε καί πρέπει νά ἐκφράζη πάντοτε τή συμφωνία τῶν ἐκπροσώπων τῶν δύο θεσμῶν, στά ἐπίμαχα τουλάχιστον θεσμικά σημεῖα τοῦ καθιερωμένου συστήματος τῆς συναλληλίας τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας.
Ἡ "καισαροπαπική" ὅμως διακήρυξη τοῦ Λέοντος Γ ' δέν ἀμφισβήτησε εὐθέως τίς θεωρητικές ἀρχές τῆς ὁμοτιμίας καί τῆς διακρίσεως τῶν ἐξουσιῶν τῶν δύο θεσμῶν, ὅπως συνήθως ὑποστηρίζεται ἀπό ὅλους σχέδον τούς εἰδικούς, ἀλλά συνέδεε τήν ἄσκησή τους μέ ἀπόλυτη ἀναφορά σέ μόνη τήν ἐξαιρετική αὐθεντία τοῦ αὐτοκράτορα. Ὁ Λέων ὁ Γ' ἀπέφευγε δηλαδή τή σύγχυση τῶν διακριτῶν ἐξουσιῶν, ἀλλ' ἀξίωνε τήν ἱεραρχική σύγχυση τῶν φορέων τους ὑπό τόν βυζαντινό αὐτοκράτορα. Ἐν τούτοις, ἡ Ἐκκλησία ἐπέμενε στήν ἰουστινιάνεια ἀρχή τῆς συναλληλίας σέ ὅλα τά ἐπίπεδα(ἐξουσιῶν καί φορέων) τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας. Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Φώτιος ἀνέλαβε, μετά ἀπό σχετική πρόταση τοῦ αὐτοκράτορα, νά συντάξη τή νέα συναινετική νομοθετική ρύθμιση τόσο γιά τήν ἄρση τῆς θεσμικῆς συγχύσεως σέ ἐπίπεδο φορέων τῶν ἐξουσιῶν, ὅσο καί γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς ἀρχῆς τῆς συναλληλίας στίς σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας. Ὁ ἱ. Φώτιος, ὡς βαθύς γνώστης τῆς καθιερωμένης σχετικῆς παραδόσεως, ἐπισήμανε τή ρίζα τοῦ προβλήματος καί προέτεινε τελικῶς τήν ὀρθή λύση, ἡ ὁποία εἰσηγεῖτο τή ρητή ἐπέκταση τῆς ὁμοτιμίας καί τῆς διακρίσεως τῶν δύο ἐξουσιῶν καί στούς ἰδιαίτερους θεσμικούς φορεῖς τους, ἤτοι στόν Αὐτοκράτορα καί τόν Πατριάρχη, μέ λεπτομερῆ μάλιστα ὁριοθέτηση τῶν ὁρίων τῶν ἁρμοδιοτήτων τους κυρίως σέ ζητήματα κοινοῦ ἐνδιαφέροντος. Βεβαίως, οἱ ἀνωτέρω θεσμικές διακρίσεις εἶναι λεπτές σέ μία σύνθετη πραγματικότητα μέ ποικίλες ἀλληλοκαλυπτόμενες λειτουργικές συναρτήσεις, οἱ ὁποῖες διαμορφώνονται σέ κάθε ἐποχή ἤ καί σέ κάθε περίπτωση τόσο ἀπό τόν δυναμισμό τῶν ἐκπροσώπων τῶν δύο θεσμῶν, ὅσο καί ἀπό τίς μεταβαλλόμενες ἱστορικές συγκυρίες.
Ἐν τούτοις, οἱ νέες νομοθετικές ρυθμίσεις ἀναφέρονται στά βασικά καί ἀμετάβλητα κριτήρια τῶν δύο θεσμῶν γιά τή διασφάλιση τῆς καταστατικῆς τους αὐτοτέλειας μέσα ἀπό τίς λειτουργικές συμβάσεις τῶν ἱστορικῶν τους σχέσεων. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό προτάθηκαν ἀπό τόν ἱ. Φώτιο οἱ γνωστές νομοθετικές ρυθμίσεις τῶν Β' καί Γ' τίτλων τῆς περίφημης "Ἐπαναγωγῆς " ἤ "Εἰσαγωγῆς τοῦ νόμου", οἱ ὁποῖες εἶχαν ὡς ἀντικείμενο ὄχι βεβαίως τή Βασιλεία καί τήν Ἱερωσύνη, ὅπως στήν ἰουστινιάνεια νομοθεσία, ἀλλά τόν Βασιλέα καί τόν Πατριάρχη, ἀφοῦ ἡ θεσμική σύγχυση τῆς περιόδου τῆς εἰκονομαχίας προέκυψε σέ ἐπίπεδο ἁρμοδιοτήτων τῶν φορέων τῶν δύο ἐξουσιῶν καί ὄχι στίς καθιερωμένες θεσμικές τους σχέσεις. Ὁ ἱ. Φώτιος κωδικοποίησε στούς δύο σχετικούς "τίτλους" τῆς Ἐπαναγωγῆς τό ὅλο πλαίσιο τῶν σταθερῶν καί μεταβλητῶν στοιχείων γιά τίς σχέσεις τῶν δύο θεσμῶν μέ χαρακτηριστική σαφήνεια καί πληρότητα, ὥστε νά εἶναι προφανής ὄχι μόνο ἡ ἀδιαμφισβήτητη κοινή θεωρητική βάση τῶν σχέσεών τους, ἀλλά καί ἡ παρεπόμενη λειτουργική ὁριοθέτηση τῶν διακριτῶν ρόλων τους στήν κοινωνία:
Τίτλος Β΄. Περί Βασιλέως: "α'. Βασιλεύς ἐστιν ἔννομος ἐπιστασία, κοινόν ἀγαθόν πᾶσι τοῖς ὑπηκόοις, μήτε κατά ἀντιπάθειαν τιμωρῶν, μήτε κατά προσπάθειαν ἀγαθοποιῶν, ἀλλ' ἀνάλογος τις ἀγωνοθέτης τά βραβεῖα παρεχόμενος. β'. Σκοπός τῷ βασιλεῖ τῶν τε ὄντων καί ὑπαρχόντων δυνάμεων δι' ἀγαθότητος ἡ φυλακή καί ἀσφάλεια, καί τῶν ἀπολωλότων δι' ἀγρύπνου ἐπιμελείας ἡ ἀνάληψις, καί τῶν ἀπόντων διά σοφίας καί δικαίων τροπαίων καί ἐπιτηδεύσεων ἡ ἀνάκτησις... δ'. Ὑπόκειται ἐκδικεῖν καί διατηρεῖν ὁ βασιλεύς πρῶτον μέν πάντα τά ἐν τῇ θείᾳ Γραφῇ γεγραμμένα, ἔπειτα δέ καί τά παρά τῶν ἑπτά ἁγίων Συνόδων δογματισθέντα, ἔτι δέ καί τούς ἐγκεκριμένους ρωμαϊκούς νόμους. ε'. Ἐπισημότατος ἐν ὀρθοδοξίᾳ καί εὐσεβείᾳ ὀφείλει εἶναι ὁ βασιλεύς, καί ἐν ζήλῳ θείῳ διαβόητος... στ'. Τά τοῖς παλαιοῖς νομοθετηθέντα τόν βασιλέα δεῖ ἑρμηνεύειν, καί ἐκ τῶν ὁμοίων τέμνειν τά περί ὧν οὐ κεῖται νόμος. ζ'. Ἐν τῇ τῶν νόμων ἑρμηνεία δεῖ καί τῇ συνηθείᾳ προσέχειν τῆς πόλεως, τό δέ παρά κανόνας εἰσαγόμενον οὐκ ἐᾶται πρός ὑπόδειγμα. η'. Φιλαγάθως δεῖ τούς νόμους ἑρμηνεύειν τόν βασιλέα· ἐν γάρ τοῖς ἀμφιβόλοις τήν φιλόκαλον ἑρμηνείαν προσιέμεθα".
Τίτλος Γ'. Περί Πατριάρχου: "Κεφ. α'. Πατριάρχης ἐστίν εἰκών ζῶσα Χριστοῦ καί ἔμψυχος, δι' ἔργων καί λόγων χαρακτηρίζουσα τήν ἀλήθειαν... γ'. Τέλος τῷ πατριάρχῃ ἡ τῶν καταπεπιστευμένων αὐτῷ ψυχῶν σωτηρία, καί τό ζῆν μέν Χριστῷ, ἐσταυρῶσθαι δέ τῷ κόσμῳ. δ'. Ἴδια πατριάρχου τό εἶναι διδακτικόν, τό πρός πάντας ὑψηλούς τε καί ταπεινούς ἀστενοχωρήτως ἐξισοῦσθαι, καί πρᾷον μέν εἶναι ἐν δικαιοσύνῃ, ἐλεγκτικόν δέ πρός τούς ἀπειθοῦντας, ὑπέρ δέ τῆς ἀληθείας καί τῆς ἐκδικήσεως τῶν δογμάτων λαλεῖν ἐνώπιον βασιλέως καί μή αἰσχύνεσθαι… η'. Τῆς Πολιτείας ἐκ μερῶν καί μορίων ἀναλόγως τῷ ἀνθρώπῳ συνισταμένης, τά μέγιστα καί ἀναγκαιότατα μέρη Βασιλεύς ἐστι καί Πατριάρχης· διό καί ἡ κατά ψυχήν καί σῶμα τῶν ὑπηκόων εἰρήνη καί εὐδαιμονία βασιλείας ἐστί καί ἀρχιερωσύνης ἐν πᾶσιν ὁμοφροσύνη καί συμφωνία".
Ἡ εὐθύνη λοιπόν τῆς κρατικῆς ἐξουσίας, κατά τόν ἱ. Φώτιο, δέν περιοριζόταν μόνο στήν ἐπίσημη νομοθετική κατοχύρωση τῶν θεωρητικῶν ἀρχῶν τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, οἱ ὁποῖες ἦταν αὐτονόητες καί ἀστασίαστες, ἀλλ' ἐκτεινόταν πλέον καί στή συναινετική περιγραφή τῶν ὁρίωντῆς θεσμικῆς λειτουργίας τῶν παραδοσιακῶν διακριτῶν ρόλων τους στήν ὁμοιογενῆ χριστιανική κοινωνία τῆς αὐτοκρατορίας. Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, ἡ ὁποιαδήποτε σύγχυση ἐξουσιῶν ἤ καί τῶν ἁρμοδιοτήτων τῶν φορέων τους (αὐτοκράτορα-πατριάρχη) ἦταν θεωρητικά ἀβάσιμη καί πρακτικά ἐπικίνδυνη, ἀφοῦ θά δημιουργοῦσε μεῖζον ζήτημα στίς ἴδιες τίς βασικές δομές τῆς αὐτοκρατορίας. Ἔτσι, ἐνῶ ἡ ἐμμονή τῶν εἰκονομάχων αὐτοκρατόρων στήν καισαροπαπική διακήρυξη τοῦ Λέοντος Γ' προκάλεσε τήν πλήρη κατάρρευση τῆς δυτικῆς πολιτικῆς, ἡ ἁρμονική συνεργασία Ἐκκλησίας καί Πολιτείας δημιούργησε τό θαῦμα τῆς βυζαντινῆς ἱεραποστολῆς στόν κόσμο τῶν Σλάβων (Ρώσων, Βουλγάρων, Σέρβων κ.λπ.) μέ ὅλες τίς εὐεργετικές συνέπειες γιά τήν ἱστορική πορεία τῆς αὐτοκρατορίας.
Ὁ ἱ. Φώτιος, ὁ ὁποῖος γνώριζε τίς ὀδυνηρές αὐτές συνέπειες μιᾶς περιστασιακῆς συγχύσεως, ἐπέμεινε στή λεπτομερῆ νομοθετική περιγραφή τῶν διακριτῶν ρόλων τῶν δύο θεσμικῶν ἐκφράσεων τῆς ζωῆς τῆς αὐτοκρατορίας, ἐνῶ ἀπέφυγε στήν προσωπική του περιπέτεια ὁποιαδήποτε ἀνοικτή ἀντιπαράθεση μέ τήν πολιτική ἐξουσία, παρά τά ἀντιθέτως ὑποστηριζόμενα ἀπό ὁρισμένους ἱστορικούς. Ἦταν βέβαιος ὅτι ἡ ὁποιαδήποτε προσωπική ἀντιπαράθεση πρός τήν πολιτική ἐξουσία γιά τίς ἄδικες καί αὐθαίρετες ἐκθρονίσεις του (867, 886) θά διασποῦσε τήν ἐσωτερική ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ὅπως συνέβη καί κατά τήν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας (727-843), μέ ἀπρόβλεπτες μάλιστα συνέπειες καί γιά τίς προοπτικές τῆς αὐτοκρατορίας. Πράγματι, ἀπέδιδε πάντοτε τήν κύρια εὐθύνη στά μέλη τῆς Ἱεραρχίας, τά ὁποῖα ὑποστήριξαν μέ ἐπιπολαιότητα τίς αὐθαίρετες παρεμβάσεις τῆς Πολιτείας στά ἐσωτερικά ζητήματα τῆς Ἐκκλησίας, γι' αὐτό ὄχι μόνο ἀρνήθηκε συστηματικά νά ἀναγνωρίση τίς ἀντικανονικές πράξεις τους, ἀλλά καί τούς ἀντιμετώπισε μέ ἰδιαίτερη αὐστηρότητα κατά τήν ἐπιστροφή του στόν πατριαρχικό θρόνο. Ἧταν βέβαιος ὅτι χωρίς τήν ἐσωτερική διάσπαση, ἔστω καί μικρή, τῆς ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας θά ἦταν θεωρητικά καί πρακτικά ἀδύνατη ἡ ὁποιαδήποτε αὐθαίρετη ἐπέμβαση τῆς Πολιτείας στά ἐσωτερικά τῆς Ἐκκλησίας. Ἐν τούτοις, κατά τούς νεώτερους χρόνους οἱ ἀντικειμενικές αὐτές συνθῆκες σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας μεταβλήθηκαν ριζικά ὄχι μόνο μέ τήν πτώση τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, ἀλλά καί μέ τή γενικώτερη σύγχυση τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου μετά τήν προτεσταντική Μεταρρύθμιση.
|