Ιάκωβος Τ. Βισβίζης
Η Κοινοτική διοίκησις των Ελλήνων κατά την Τουρκοκρατίαν
Από: L'Hellenisme Contemporain: Le cinq-centieme anniversaire de la prise de Constantinople, Athènes 1953.
Η 29η MΑΙΟΥ 1453 δεν υπήρξε μόνον ημέρα της οριστικής πολιτικής υποδουλώσεως της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ως και του τέλους του πολιτισμού, τον οποίον αντεπροσώπευεν αύτη, αλλά και ημέρα, ήτις σημειώνει την έκλειψιν εκ της ιστορικής σκηνής του ελληνικού στοιχείου ως αμέσου και συγκεκροτημένου κοσμοπολιτικού παράγοντος. Δια τον λόγον δε αυτόν αποτελεί ασφαλώς την δραματικωτέραν ημέραν της πολυκυμάντου ζωής του Ελληνισμού. Έκτοτε oι ελληνικοί πληθυσμοί, δέσμιοι και δυστυχούντες επί αρκετούς αιώνας, ώφειλον να διατηρήσονν την εθνικήν των συνείδησιν και γλώσσαν, ώστε να δυνηθούν να επανεμφανισθούν και να διεκδικήσουν θέσιν εν τω κόσμω ως συντεταγμένη εθνική ενότης όταν θα έφθανεν η κατάλληλος στιγμή.
Μία εκ των σοβαροτέρων προσπαθειών των υποδούλων πρός επίτευξιν τούτου υπήρξεν αναμφισβητήτως και η διαμόρφωσις αυτοδιοικήσεως κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας, και ειδικώτερον της κοινοτικής, η οποία υπήρξε το κύριον και βασικόν όργανον της. Περί αυτής δε θ' ασχοληθώμεν ενταύθα, εφ' όσον μας το επιτρέπουν αι πηγαί και τα όρια της φιλοξενίας της παρούσης μελέτης.
Ατυχώς αι εις την διάθεσίν μας πηγαί, ειδικώτερον δε αι δημοσιευμέναι, είναι ολίγαι. Αι πλείσται απωλέσθησαν οριστικώς. Πλην των Κυκλάδων καί τινων άλλων νήσων, από τας οποίας περιεσώθησαν αρκετά έγγραφα της Τουρκοκρατίας, από τας λοιπάς περιφερείας της Ελλάδος ελάχιστα ή ουδέν περιεσώθη έγγραφον.
Ο λόγος της ελλείψεως εγγράφων δεν έγκειται εις την ανυπαρξίαν προνοίας και αρχείων, αλλά κυρίως εις τον πόλεμον. Χαρακτηριστικόν παράδειγμα η Πελοπόννησος, όπου έπρεπε να υπήρχεν αρχειακή παράδοσις, όπως και εις τας Κυκλάδας, διότι ωρισμέναι πόλεις της εβενετοκρατήθησαν επίσης επί μακρόν. Ουχ ήττον οι βενετοτουρκικοί πόλεμοι και η Ελληνική Επανάστασις, κατά την οποίαν έντυπα και χειρόγραφα βιβλιοθηκών και μοναστηρίων εχρησιμοποιήθησαν προς παρασκευήν πυρομαχικών, τέλος δε η δήωσίς της παρά του Ιμπραήμ επέφεραν τήν καταστροφήν τούτων. Ομοίως εις την πόλιν της Χίου, κατ' αντίθεσιν προς τα χωρία της, η καταστροφή της επροκάλεσε τον αφανισμόν των εν τη πόλει εγγράφων, και διά τούτο ούτε εκεί απαντούν τοιαύτα. Ούτω δεν είναι δυνατόν να σχηματίσωμεν ακριβή εικόνα της κοινοτικής διοικήσεως εξ όλων των ελληνικών περιφερειών, αλλά μόνον εξ ολίγων.
Ως προς τον όρον «αυτοδιοίκησις», πρέπει να σημειωθή ότι ενταύθα τον χρησιμοποιούμεν υπό ευρείαν έννοιαν, περιλαμβάνουσαν όχι μόνον την διοίκησιν υπό πάσας τας εκδηλώσεις της, αλλά και το δίκαιον, ουσιαστικόν και τυπικόν, ως και την απονομήν της δικαιοσύνης.
Ως γνωστόν, το τέλος του Βυζαντινού Κράτους προπαρεσκεύασε και επετάχυνεν η φεουδαλική λατινική Δύσις διά του βενετικού νου και στόλου, οιονεί εκδικουμένη τον εκτοπισμόν εκ της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας του ρωμαϊκού στοιχείου υπό του ελληνικού τοιούτου. Εάν δε το γέρας της Δ' Σταυροφορίας δεv κατώρθωσαν να διατηρήσουν ολόκληρον ή επ' ολίγον μόνον χρονικόν διάστημα οι στρατιωτικοί ηγέται της και οι αυθένται των, εν τούτοις αι δύο ναυτικαί δυνάμεις της εποχής εκείνης, η Βενετία και, εν μέρει, η Γένοβα, εκράτησαν συνεχώς όλην σχεδόν την νησιωτικήν Ελλάδα από των αρχών του ΙΓ' αιώνος μέχρι του δευτέρου ημίσεος περίπου του ΙΣΤ' , έτι δε και πέραν αυτού την Κρήτην και την Επτάνησον, χωρίς μάλιστα η τελευταία να υποπέση ποτέ ουσιαστικώς υπό την Τουρκικήν κυριαρχίαν.
Κατ' ακολουθίαν, η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν διεδέχθη αμέσως την Βυζαντινήν εφ' όλης της Ελλάδος, αλλά μόνον επί της ηπειρωτικής -εξαιρέσει ολίγων παραθαλασσίων πόλεων της Πελοποννήσου- επί δε της νησιωτικής, την Βενετικήν και Γενουατικήν κυριαρχίαν.
Oι νησιώται Έλληνες, περιπεσόντες πολύ μεταγενεστέρως υπό τόν τουρκικόν ζυγόν ως τέως υπόδουλοι των Λατίνων και υπό άλλας συνθήκας κατακτήσεως, ήτο φυσικόν να εμφανίσουν κατά την Τουρκοκρατίαν και διαφοράς εις τον δημόσιον και ιδιωτικόν βίον των, επομένως δε και εις την διοίκησιν και το δίκαιον από των ομοεθνών των της ηπειρωτικής Ελλάδος, των ευρισκομένων από μακρού ήδη χρόνου υπό το σκήπτρον του Οθωμανού κυριάρχου.
Εκτός τούτου, αι νήσοι και λόγω της συχνής επικοινωνίας των μετά των άλλων λαών, ως εκ της γεωγραφικής των θέσεως, ευρέθησαν γενικώς πλεονεκτούσαι των λοιπών μεσογειακών ελληνικών χωρών επί του κοινωνικού, παρεπομένως δε, κατά κανόνα, και του οικονομικού πεδίου.
Μερικώτερον δε, και επί των λατινοκρατηθεισών επί μακρόν περιφερειών τούτων δεν εκράτησεν επί Φραγκοκρατίας ενιαίον διοικητικόν σύστημα, αλλά ποικίλλον αναλόγως της εθνικότητος του ηγεμονεύοντος ή και του επικυριάρχου φεουδάρχου του.
Εις αυτήν την ποικιλίαν εδάφους ανεπτύχθησαν αι κοινότητες της Τουρκοκρατίας, την εξέτασιν των οποίων επιχειρούμεν.
Ασχέτως της κρατούσης αβεβαιότητος ως προς την νομικήν πράξιν, δια της οποίας ο Πορθητής Μωάμεθ ο Β' εχορήγησεν άμα τη Αλώσει δικαιώματα αυτοδιοικήσεως, «προνόμια», εις τους κατακτηθέντας(1), η χορήγησις τούτων είναι ιστορικόν γεγονός αναμφισβήτητον.
Εξ άλλου, το λεγόμενον κατά τρόπον μονομερή ότι η πράξις αύτη του Κατακτητού οφείλεται εις την μεγαλοφυΐαν του, δεν νομίζομεν ότι ανταποκρίνεται απολύτως προς τα πράγματα.
Άμα τη κατακτήσει ετέθη προ αυτού και το πρόβλημα της διοικήσεως των κατακτηθέντων. Τόσον δε oι Τούρκοι, όσον και προ αυτών oι Φράγκοι, είχον συστήματα διοικήσεως ουσιωδώς διαφέροντα των Ελληνικών. Οπωσδήποτε δε, και εάν τα συστήματα εκείνων ήσαν πρόσφορα διά τους λαούς των, δεν ήτο εφικτόν να εφαρμοσθούν πλήρως επί των κατακτηθέντων. Και τούτο, διότι η τότε διοικητική οργάνωσις των κατακτητών, εάν ικανοποίει τας ιδίας των ανάγκας, δεν ήτο εν τούτοις επαρκής και κατάλληλος διά να επεκταθή επί των κατακτηθέντων, και λόγω των τοπικών συνθηκών και λόγω ακόμη διαθεσίμου αριθμού υπαλλήλων, και δη ικανών προς διοίκησιν ξένων, αλλογλώσσων και αλλοθρήσκων λαών, τελούντων υπό διαφορετικούς οικονομικούς και κοινωνικούς όρους. Άλλως τε δεν ενδιέφερε τους κατακτητάς να εφαρμοσθή επί των δουλωθέντων διοικητικόν σύστημα κατά πρώτον λόγον εξασφαλίζον εις αυτούς την καλυτέραν δυνατήν διαβίωσιν, ως ήτο φυσικόν να επιδιώκουν διά τους ιδίους των λαούς, αλλά κυρίως σύστημα κρατούν αυτούς εις υποδεεστέραν μοίραν, εν αδυναμία εξεγέρσεως, συγχρόνως δε όσον το δυνατόν αποδοτικώτερον από ταμιευτικής απόψεως.
Οι κατακτηταί ήσαν υποχρεωμένοι εκ των πραγμάτων να μη αγνοήσουν το προϋφιστάμενον σύστημα διοικήσεως, εισάγοντες ίδιον και νέον εξ ολοκλήρου. Η ανάγκη τους επέβαλλε να χρησιμοποιήσουν εκ του προϋφισταμένου, αρχικώς τουλάχιστον, ωρισμένους θεσμούς, πολύ ή ολίγον τροποποιημένους, σύμφωνα με τήν νέαν κατάστασιν καί το συμφέρον τους. Ήτο δε ζήτημα διοικητικών ικανοτήτων των η περαιτέρω εξέλιξις του συστήματος διοικήσεως των υποδούλων.
Άλλο το ζήτημα της κεντρικής εξουσίας. Ταύτην αντεκαθίστα αυτομάτως εξ ολοκλήρου η ιδική των.
Ένεκα τούτων και oι Φράγκοι και οι Τούρκοι αυτήν την οδόν ηκολούθησαν με δικαιολογίας δήθεν επιεικείας και προσποιητής ευμενείας διά τους κατακτηθέντας. Ειδικώς δε οι Τούρκοι ως προς τον σεβασμόν της θρησκείας τούτων, ως και των συνδεομένων με αυτήν σχέσεων, ηθέλησαν να συμμορφωθούν και με τας επιταγάς του Ιερού των Νόμου, όστις επέβαλλε την ανεξιθρησκείαν.
Η μεγαλοφυΐα του Πορθητού, νομίζομεν, ότι εν προκειμένω εκδηλούται κυρίως εις το ότι ήτο εις θέσιν ορθώς να εκτιμήση την κατάστασιν και το συμφέρον του ως κατακτητού προς ασφαλή εδραίωσιν του νέου Κράτους του και να προβή άνευ χρονοτριβής εις την παραχώρησιν των προνομίων, και δη κατα τρόπον διπλωματικώτατον, κολακεύσαντα τους κατακτηθέντας θρησκευτικώς τουλάχιστον.
Ο Οθωμανός μονάρχης αναγνωρίσας τον Πατριάρχην της Κωνσταντινουπόλεως όχι μόνον ως θρησκευτικόν αρχηγόν, αλλά και ως κορυφήν περιωρισμένης δικαστικής και εν μέρει διοικητικής ιεραρχίας επί των Ελλήνων, ιεραρχίας αποτελουμένης εκ του υπ' αυτόν κλήρου και των προεστών, ήτοι πολιτειακού οργάνου φέροντος σαφή γνωρίσματα θεσμού αυτοδιοικήσεως, απέβλεψεν εις την θρησκείαν των και ήντλησεν από το προϋφιστάμενον καθεστώς. Ως προς την συμμετοχήν δε εις το Βυζαντινόν Κράτος του κλήρου ως και των προυχόντων (καλών ανθρώπων) εις την απονομήν της δικαιοσύνης μας πληροφορούν επαρκώς, εκτός άλλων, τα θεσπισθέντα σχετικώς υπό των Ανδρονίκου του Πρεσβυτέρου και Ανδρονίκου του Νεωτέρου(2).
Είναι αυτονόητον ότι, εάν ο Οθωμανός κυρίαρχος ανεγνώρισε τον κλήρον και τους προεστούς ως όργανα αυτοδιοικήσεως των κατακτηθέντων, δεν διετήρησε και την μορφήν των σχετικών θεσμών, καθώς και την δικαιοδοσίαν των προσώπων τούτων ως υφίσταντο εις το Βυζαντινόν Κράτος. Οι θεσμοί ούτοι προσηρμόσθησαν εντός των πλαισίων του νέου Κράτους και της νέας θέσεως και των αναγκών των υποδούλων.
Ως προς την μεταμόρφωσιν ταύτην, πρέπει να τονισθή ότι αύτη εγένετο εις εποχήν και υπό καθεστώς διά τους κατακτηθέντας μη ωργανωμένον βάσει μονίμων και αμετακινήτων αρχών, αλλά κυμαινόμενον από την θεοκρατικήν απολυταρχίαν του εκάστοτε ηγεμονεύοντος. Υπό τας ιδίας δε προϋποθέσεις συνετελείτο και η εξέλιξις τούτων.
Κατ' ακολουθίαν, oι αναδειχθέντες υπό του Πορθητού προς διοίκησιν των υποδουλωθέντων ομοεθνείς των, υπόδουλοι και αυτοί, δεν είχον αποστολήν απλώς να διοικούν τούτους, εφαρμόζοντες ενσυνειδήτως ωρισμένους κανόνας και να είναι προικισμένοι με διοικητικήν ικανότητα.
Είχον πολύ σπουδαιοτέραν και λεπτοτέραν αποστολήν. Έπρεπεν ούτοι πρώτον να δημιουργήσουν σύστημα πρακτικής εφαρμογής των παραχωρηθέντων προνομίων, ώστε να μένουν ικανοποιημένοι και οι υπόδουλοι και ο κυρίαρχος. Έπειτα να επιδιώκουν συνεχώς να διαφυλάττουν τα κεκτημένα, ικανοποιούντες τας ιδιοτροπίας και την πλεονεξίαν των κυριάρχων, επιπροσθέτως δε να ευρύνουν εν τη εφαρμογή τα προνόμια ταύτα, ώστε διατηρούντες την θρησκείαν των και σχετικήν αυτονομίαν, να επιτυγχάνουν οσημέραι βίον περισσότερον ανεκτόν και περισσότερον ελεύθερον και σύμφωνον προς τας εθνικάς των παραδόσεις. Δηλαδή δευτερευούσης σημασίας διοικητικοί απλώς και δικαστικοί θεσμοί του αποθανόντος Βυζαντίου υπό την νέαν των μορφήν έπρεπε να διασκευασθούν εν τη πράξει κατά τρόπον, ώστε να αποβούν ένα από τα μέσα επιβιώσεως της φυλής.
Άμεσον θαυμαστόν προϊόν του μόχθου και της ικανότητος των αναλαβόντων το έργον τούτο υπήρξεν η από των αρχών του l7ου αιώνος ανάπτυξις και ακμή των κοινοτήτων.
Είναι γνωσταί αι μακραί συζητήσεις και αμφισβητήσεις περί της καταγωγής της κοινότητος της Τουρκοκρατίας. Αλλά τούτο δεν θα μας απασχολήση, διότι υποκείμενον του παρόντος είναι μόνον η μορφή και η λειτουργία της. Άλλως τε δεν είναι και ανάγκη να επεκταθώμεν επ' αυτού κατόπιν της μελέτης του Καθηγητού Δ. Ζακυθηνού,(3) ο οποίος, παρά τον μετριόφρονα υπό του ιδίου χαρακτηρισμόν της ως σκιαγραφίας, έδωσε δι' αυτής την οριστικήν κατά βάσιν λύσιν εις το ζήτημα. Εξ αυτής είναι υποχρεωμένος, νομίζομεν, να εκκινήση ο μέλλων μελετητής ως ερευνητής των λεπτομερειών.
Περί των σταδίων τα οποία διήνυσεν η κοινότης της Τουρκοκρατίας μέχρι του l7ου αιώνος, ότε αύτη παρουσιάζεται πλήρως συγκεκροτημένη και δρώσα, δεν έχομεν ικανοποιητικάς πληροφορίας. Είναι δε τούτο φυσικόν, διότι η σύστασίς της δεν είναι απότοκος εγγράφου τινός νομικής διατάξεως(4). Από της εποχής όμως αυτής ωρισμένων εκ των κοινοτήτων, και ειδικώς των της νησιωτικής Ελλάδος, δυνάμεθα να παρακολουθήσωμεν την λειτουργίαν, διότι περιεσώθη αρκετός κατά το μάλλον ή ήττον αριθμός εγγράφων των.
Εισερχόμενοι εις την εξέτασιν αυτής(5) παρατηρούμεν ότι η τοπική περιφέρεια της κοινότητος δεν ήτο κατά ενιαίον τρόπον καθωρισμένη. Πάντως εκάστη πόλις και κωμόπολις απετέλει ιδίαν κοινότητα. Αλλά και έκαστον χωρίον ήτο ωργανωμένον εις χωριστήν τοιαύτην, όχι όμως πάντοτε. Παράδειγμα τα χωρία της Νάξου, τα οποία απετέλουν μίαν κοινότητα, το «Κοινόν των Χωρίων», ενώ εις την πόλιν αυτής υπήρχον δύο κοινότητες, το Κοινόν του Κάστρου, των καθολικών, και το Koιvόv του Μπούργου, των ορθοδόξων(6).
Αφ' ετέρου, ενίοτε πλείονες κοινότητες χωρίων συνίστων ένωσιν κοινοτήτων. Τοιαύται ενώσεις υπήρξαν η του Κοινού των Ζαγορησίων(7), η των Μαδεμοχωρίων της Χαλκιδικής(8) και άλλαι(9). Αι ενώσεις αύται διά της ιδιορρύθμου λειτουργίας των δεν εσημείωσαν απλώς εξαίρετον κοινοτικήν δράσιν, αλλά τινές τούτων παρουσίασαν και αξιοθαύμαστον συνεταιριστικήν οργάνωσιν και ακμήν, ως η των Αμπελακίων της Θεσσαλίας(10).
Όπως η τοπική περιφέρεια, ούτω και ο τρόπος της διοικήσεως των κοινοτήτων, η λειτουργία των, ως και η έκτασις της αυτοδιοικήσεώς των εποίκιλλε κατά τρόπον, ώστε δι' εκάστην τούτων ν' απαιτήται ιδία μελέτη. Ανευρίσκομεν κοινότητας παρουσιαζούσας τελείαν αυτοτέλειαν και πλήρη διοικητικήν οργάνωσιν, ως νησιωτικάς τινας κοινότητας. Αντιθέτως υφίσταντο άλλαι με πολύ περιωρισμένην δράσιν. Πάντως υπάρχουν ωρισμένα κοινά χαρακτηριστικά σχεδόν εις όλας. Μεταξύ τούτων τα σημαντικώτερα είναι τα εξής:
Μέλη εκάστης κοινότητος ηδύναντο να είναι μόνον εντόπιοι, μονίμως κατοικούντες εις αυτάς και όντες ραγιάδες της Υψηλής Πόρτας. Την ιδιότητα δε του ραγιά προσέδιδεν η πληρωμή «κεφαλοχαρατζίου». Οι κατοικούντες εις την κοινότητα μονίμως, έστω και εάν επλήρωνον τους άλλους φόρους, όχι όμως και κεφαλοχάρατζον, απεκλείοντο πάσης μετοχής εις τας κοινοτικάς συνελεύσεις και υποθέσεις, πολύ δε μάλλον της διοικήσεως αυτής(11).
Ο αποκλεισμός ούτος αφεώρα κυρίως τους λεγομένονς προστατευομένους, οι οποίοι, και εάν ήσαν Έλληνες, απελάμβανον ξένης προστασίας και ήσαν όχι μόνον ύποπτοι εις την τουρκικήν διοίκησιν, αλλ' εξέφευγον και του ελέγχου της(12).
Οι διοικούντες τας κοινότητας, ονομαζόμενοι κοτζαμπάσηδες, δημογέροντες, γέροντες, επίτροποι ή προεστοί, δεν διωρίζοντο παρά της τουρκικής αρχής, αλλ' έξελέγοντο υπό των κατοίκων. H εκλογή δε αυτών συνήθως επεκυρούτο υπό ταύτης(13).
Ο αριθμός τούτων δι' εκάστην κοινότητα ήτο διάφορος, αλλά και μεταβλητός(14).
Oι κοινοτικοί άρχοντες εις όλα σχεδόν τα μέρη εξελέγοντο δι' εν έτος, ηδύναντο δε να επανεκλέγωνται(15). Η εκλογή τούτων ήτο κατά κανόνα άμεσος και εγίνετο εν κοινή συνελεύσει των κατοίκων διά βοής. Υπήρχον όμως και κοινότητες έχουσαι έμμεσον, δι' εκλεκτόρων, σύστημα εκλογής, ως λ.χ. τα Ψαρά, όπου εξελέγοντο 40 εκλέκτορες, oι οποίοι ανεδείκνυον τους δημογέροντας(15).
Εκλέξιμοι δεν ήσαν πάντες oι κάτοικοι. Εις τας πλείστας των ελληνικών περιοχών ούτοι διηρούντο εις τάξεις. Η τοιαύτη δε διαίρεσις των κατοίκων εποίκιλλε κατά τόπους.
Και αλλαχού μεν αύτη απετέλει κοινωνικήν απλώς διάκρισιν (διαφορά ενδυμασίας, απαγόρευσις επιγαμίας μεταξύ προσώπων μη ανηκόντων εις την ιδίαν τάξιν κλπ.)· εις άλλα δε μέρη είχε προσέτι επιρροήν εις το δημόσιον δίκαιον, σπανίως δε και εις αυτό το ιδιωτικόν.
Συνήθως η διαίρεσις εις τάξεις αφεώρα το δικαίωμα του εκλέγεσθαι , εκλεγομένων ως δημογερόντων μόνον των ανηκόντων εις την ανωτέραν τάξιν. Ούτω λ.χ. εις τας Αθήνας εκ των 4 κοινωνικών τάξεων, εις τας οποίας διηρούντο oι κάτοικοι, η πρώτη, η των αρχόντων, είχε το δικαίωμα του εκλέγεσθαι(17). Το αυτό ίσχυε εις την Άνδρον(18). Και αλλαχού.
Η απονομή του δικαιώματος του εκλέγεσθαι εις τους επιφανεστέρους λόγω καταγωγής και πλούτου κατοίκους απετέλει μέχρι τινός ανάγκην και εδικαιολογείτο· καθόσον μεταξύ αυτών ευρίσκοντο oι πλέον μορφωμένοι και oι παρέχοντες τα περισσότερα εχέγγυα καλής διοικήσεως, δεδομένου μάλιστα ότι ούτοι συνήθως δεν εξήσκουν βιοποριστικόν επάγγελμα και είχον ούτως εις την διάθεσίν των όλον τον απαιτούμενον χρόνον πρός διοίκησιν τών κοινών.
Η διάκρισις των κατοίκων εις τάξεις σπανιώτατα είχεν επίδρασιν επί του ιδιωτικού δικαίου, αλλά και όπου είχε, πρέπει να τονισθή, ότι απέβλεπεν εις το συμφέρον αυτών τούτων των αποτελούντων την τάξιν και δεν εσκόπει εις την ωφέλειαν μιας τάξεως εις βάρος ετέρας. Ούτω λ.χ. εις την Σίφνον οι κάτοικοι διηρούντο, αναλόγως της περιουσιακής των καταστάσεως και του είδους του επαγγέλματος, εις τρεις τάξεις. Και εις μεν τας δύο ανωτέρας ίσχυεν αμιγές το προικώον σύστημα, εις δε την τρίτην τάξιν, την απορωτέραν, το σύστημα της κοινοκτημοσύνης των συζύγων(19).
Αντιθέτως το δικαίωμα του εκλέγειν ανήκεν εις όλους τους κατοίκους αδιακρίτως κοινωνικής τάξεως(20). Υπήρχον όμως και εις τούτο εξαιρέσεις, κατά τας οποίας οι δημογέροντες δεν εξελέγοντο δια καθολικής ψηφοφορίας, αλλά μόνον παρ' ωρισμένων τάξεων κατοίκων(21).
Οι κοινοτικοί άρχοντες ημείβοντο. Το ποσόν της αμοιβής των, καθοριζόμενον υπό της συνηθείας ανεγράφετο εις το πρακτικόν (πατέντα) της εκλογής των. Και αλλαχού μεν αύτη ήτο μόνον χρηματική, ως π.χ. εις τας Αθήνας(22). Εις άλλα μέρη δεν εδίδετο αμοιβή εις χρήμα, αλλά οι δημογέροντες ελάμβανον ωρισμένα εκ των εσόδων της κοινότητος (λ.χ. τας ποινικάς υπέρ της κοινότητος ρήτρας, τινάς εκ των κοινοτικών φόρων, έχαιρον ολικών ή μερικών ασυδοσιών κλπ). Τούτο εγίνετο εις την Μύκονον(23). Είς τινας κοινότητας εχορηγείτο εις τους δημογέροντας και αμοιβή εις χρήμα και ωρισμένα εκ των κοινοτικών εσόδων(24). Υπήρχον όμως και κοινότητες, ως η των Ψαρών(25), εις τας οποίας οι δημογέροντες ουδεμίαν ελάμβανον αμοιβήν.
Αναφορικώς προς την διοίκησιν των κοινοτήτων, τα καθήκοντα των διοικούντων αυτάς ήσαν πολλά και ευρέα.
Οι δημογέροντες εξεπροσώπουν την κοινότητα εις τας μετά των Τούρκων σχέσεις και είχον υποχρέωσιν να εμφανίζωνται ενώπιον οιασδήποτε τουρκικής αρχής ή επισκεπτομένου τον τόπον τούρκου τιτλούχου. Τούτο όχι μόνον τους υπέβαλλεν εις δαπάνας, διότι αι επισκέψεις και υποδοχαί των τούρκων υπαλλήλων συνωδεύοντο συνήθως με δώρα, αλλ' ήτο ενίοτε και επικίνδυνον. Δια τους λόγους δε αυτούς αι διδόμεναι εις τους δημογέροντας αμοιβαί ήσαν δικαιολογημέναι.
Αι συμβάσεις της κοινότητος, εν αις και αι του δανεισμού, συνήπτοντο συνήθως επ' ονόματι των διοικούντων αυτάς προσωπικώς. Επειδή δε δι' αυτών ανελαμβάνοντο πολλάκις χρηματικαί υποχρεώσεις εκ μέρους των δημογερόντων, εις το πρακτικόν της εκλογής των ετίθετο ειδική ρήτρα, διά της οποίας τους εδίδετο υπόσχεσις ότι θ' απεζημιούντο διά πάσαν χρηματικήν ζημίαν, την οποίαν ήθελον υποστή χάριν των κοινών υποθέσεων.
Μεταξύ όμως των σπουδαιοτέρων έργων της κοινοτικής διοικήσεως ήτο η οικονομική διαχείρισις, και μάλιστα η των φόρων, των τε διδομένων εις τον κυρίαρχον ως και των υπέρ της κοινότητος.
Η φορολογία κατά την Τουρκοκρατίαν εβασίζετο, πλην εξαιρέσεων, εις το διανεμητικόν λεγόμενον σύστημα(26). Κατ' αυτό ωρίζετο εκ των προτέρων το ολικόν ποσόν του φόρου, επί τη βάσει δε αυτού εκανονίζετο έπειτα το τι έκαστος φορολογούμενος έπρεπε να πληρώση προς κάλυψιν αυτού. Εις το σημείον τούτο της κατανομής και εισπράξεως των φόρων η κοινότης διεδραμάτισε σοβαρόν ρόλον προς ανακούφισιν των φορολογουμένων.
Το ιδεώδες εις το οποίον απέβλεπον αι κοινότητες ήτο, όπως όχι μόνον η κατανομή και είσπραξις παρά των φορολογουμένων των φόρων ενεργήται αμέσως υπό της κοινότητος, αλλά και αυτή η απόδοσις του κατ' αποκοπήν ωρισμένου ποσού γίνεται απ' ευθείας προς τον εις ον ανήκε τούτο(27), αποκλειομένης της παρεμβάσεως Οθωμανού υπαλλήλου ή άλλου τρίτου προσώπου ερχομένου εις τον τόπον και κυρίως του βοεβόδα. Και η απλή έλευσις προς είσπραξιν του ποσού του φόρου αντιπροσώπου των Οθωμανών δικαιούχων ήτο λίαν επαχθής από πάσης απόψεως. Οι φορολογούμενοι όχι μόνον επεβαρύνοντο χρηματικώς με τα μεγάλα έξοδα του αποστελλομένου βοεβόδα και τας καταχρήσεις του, αλλ' ούτος ανεμειγνύετο και εις πάσαν άλλην υπόθεσιν ως εκπρόσωπος του Κυριάρχου, ως δε θα ίδωμεν, και εις αυτήν την απονομήν της δικαιοσύνης. Τούτο δε έπραττεν αμειβόμενος, όχι δε σπανίως και δωροδοκούμενος.
Και διά μεν την κατανομήν του φόρου μεταξύ των κατοίκων ήτο ευκολώτερον εις τας κοινότητας να επιτυγχάνουν, όπως την ενεργούν μόναι των. Όσον αφορά όμως την απόδοσιν του εισπραττομένου προς τον δικαιούχον, τούτο δυσκόλως και κατόπιν αγώνων το κατώρθωναν. Φαίνεται ότι οι αποστελλόμενοι προς τούτο παρά των Οθωμανών απεκόμιζον εξ αυτής αξιόλογα κέρδη, ήσαν δε πρόσωπα απολαύοντα της ευνοίας τούτων, έχοντα την δύναμιν να ματαιώνουν αντιθέτους προσπαθείας των κοινοτήτων. Σώζονται πατένται, διά των οποίων οι κάτοικοι κοινοτήτων αποστέλλουν τους εκπροσωπούντας αυτάς, ή και ειδικούς επιτρόπους εις Κωνσταντινούπολιν, όπως ματαιώσουν την αποστολήν βοεβόδα προς είσπραξιν των φόρων(28).
Εκτός των επιδιώξεων τούτων η κοινότης ευρίσκετο πολλάκις εις αδυναμίαν της καταβολής του ωρισμένου ποσού του φόρου, λόγω, θεομηνίας ή άλλων εκτάκτων συμβάντων, λ.χ. πειρατικών επιδρομών, επιδημιών κ.λπ., οπότε απέστελλον εις τον Οθωμανόν δικαιούχον των φόρων ειδικούς απεσταλμένους, τους επιτρόπους ή και τρίτους, όπως επιτύχονν μείωσιν του ποσού του φόρου ή αναβολήν της πληρωμής του.
Και ταύτα γενικώς περί των επιδιώξεων των κοινοτήτων σχετικώς με την φορολογίαν έναντι των δικαιούχων Οθωμανών.
Εξ άλλου, ως προς τους φορολογουμένους κατοίκους, αι κοινότητες έπρεπε νά μεριμνούν διά την δικαίαν μεταξύ αυτών κατανομήν των φόρων ως και την είσπραξίν των κατά τρόπον μη πιεστικόν, αλλά και φιλάνθρωπον.
Και διά μεν την κατανομήν των φόρων, λαμβανομένου υπ' όψιν ότι συν τω χρόνω είχεν επιτευχθή ο καθορισμός όλων σχεδόν των φόρων, και αυτού ακόμη του κεφαλοχαρατζίου, κατά το διανεμητικόν σύστημα, το έργον τούτο δεν ήτο απλούν και ευχερές, δεδομένης και της πληθύος των φόρων (κεφαλοχαρατζίου), χαρατζίου επί των ακινήτων, δεκάτης επί των γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων, κ.λπ.). Αι κοινότητες ήσαν υποχρεωμέναι να καταβάλλουν συστηματικάς προσπαθείας προς τούτο, διά να μη επέρχωνται αδικίαι και oι κάτοικοι να είναι ευχαριστημένοι και να μη επιθυμούν την παρέμβασιν των Οθωμανών, πράγμα το οποίον επεζήτουν oι τελευταίοι διά λόγους χρηματισμού.
Εις τας πλέον εξειλιγμένας και απολαύουσας μεγαλυτέρας ελευθερίας εκ των κοινοτήτων των Κυκλάδων ανευρίσκομεν άρτιον σύστημα κατανομής των διαφόρων φόρων. Ούτω λ.χ. εις την Μύκονον υπήρχε πλήρης κατάλογος των υποκειμένων εις το κεφαλοχάρατζον μετά του αναλογούντος εις έκαστον ποσόν του φόρου. Διά το χαράτζιον επί των ακινήτων είχε συνταχθή κτηματολόγιον περιέχον τα ονόματα των ιδιοκτητών μετά περιγραφής των κτημάτων ενός εκάστου και σημειώσεως του οφειλομένου φόρου. Υπήρχεν άλλο βιβλίον διά τον φόρον δεκάτης εκ δημητριακών καρπών, κτηνοτροφικών προϊόντων και ούτω καθεξής δι' όλους τους φόρους. Εκτός των βιβλίων τούτων, υπήρχον ιδιαίτερα κατάστιχα υπό τον τύπον του χρηματικού καταλόγου, εις τα οποία ανεγράφοντο αι οφειλαί εκάστου φορολογουμένου μετά σημειώσεως των καταβληθέντων έναντι ποσών.
Σημειωτέον ότι το κτηματολόγιον υπέκειτο περιοδικώς, όταν ήρχιζε να μη ανταποκρίνεται προς την πραγματικήν κατάστασιν, εις ανασύνταξιν. Επίσης και τα άλλα φορολογικά βιβλία. Ως προς τους χρηματικούς καταλόγους, είναι αυτονόητον, ότι ούτοι συνετάσσοντο κατ' έτος η ανά διετίαν, αναλόγως του είδους του φόρου διότι υπήρχον και φόροι πληρωνόμενοι ανά διετίαν, ως της δεκάτης διά τα εκ των κτημάτων προϊόντα, καθόσον τα αγροτικά κτήματα εκαλλιεργούντο ανά διετίαν. Επίσης υπήρχον ανάλογα βιβλία και διά τους άλλους φόρους ή κοινοτικούς εράνους, λ.χ. κουμέρκι, σκαλιάτικα, μελλάχικα, κλπ.
Το κτηματολόγιον, το οποίον απετέλει και το σπουδαιότερον φορολογικόν βιβλίον, συνετάσσετο επιμελεία του Καντζηλλιέρη, ενίοτε δε εξελέγοντο δι' αποφάσεως του κοινού και άλλα πρόσωπα, όπως μετ' αυτού συντάξουν τούτο, αφού προηγουμένως ενεργήσουν την εκτίμησιν εκάστου κτήματος προς καθορισμόν του δι' αυτό εγγείου φόρου (στίμα).
Η είσπραξις του φόρου εγίνετο συνήθως αμέσως υπό των κοινοτήτων, δι' ειδικών κοινοτικών υπαλλήλων, εκλεγομένων περιοδικώς, οι οποίοι ωνομάζοντο καταστιχάρηδες (29), χαρατσάρηδες(30), κ.λπ. Ενίοτε όμως προέβαινον αύται εις την εκμίσθωσιν ωρισμένων φόρων. Κατά κανόνα εξεμισθούντο oι μη δυνάμενοι εκ τούτων να ορισθούν παγίως, ως το κουμέρκι, ο επί των αλυκών, η δεκατία(31)κ.α.. Ειδικώς διά την δεκατίαν, είς τινα μέρη, ως λ.χ. εις την Μύκονον, είχε κατορθωθή να καθορισθή αύτη κατ' αποκοπήν δι' έκαστον κτήμα, πράγμα το οποίον ανεκούφιζε μεγάλως τον παραγωγόν.
Οσάκις εγίνετο υπό της κοινότητος εκμίσθωσις των φόρων, αύτη ενηργείτο διά δημοσίου πλειστηριασμού (ινκάντο) και πάντοτε προς εντόπιον.
Όχι σπανίως ωρισμένοι φορολογούμενοι λόγω ατυχημάτων ή απουσίας ευρίσκοντο εν αδυναμία πληρωμής του αναλογούντος εις αυτούς φόρον. Και εις την περίπτωσιν αυτήν αναφαίνεται η ευεργετική παρέμβασις της κοινότητος, διότι αντί του εν αδυναμία ευρισκομένου φορολογουμένου, επλήρωνον συνήθως οι δημογέροντες. Εάν δε η καθυστέρησις συνεχίζετο, τότε κτήματα του οφειλέτου εξετίθεντο εις πλειστηριασμόν, ταύτα δε κατεκυρούντο, ως επί το πλείστον επ' ονόματι του πληρώσαντος δημογέροντος. Η κατακύρωσις όμως αύτη διά το ποσόν του φόρου δεν επέφερε πάντοτε και την οριστικήν απαλλοτρίωσιν του κτήματος, διότι ο οφειλέτης ή άλλος των συγγενών του, έχων δικαίωμα προτιμήσεως επί του κτήματος, εδικαιούτο εντός ευλόγου χρόνου να καταβάλη το οφειλόμενον ποσόν του φόρου εις τον πληρώσαντα υπερθεματιστήν και ν' αναλάβη το κτήμα. Τόκος δεν επληρώνετο, διότι τούτον αντεκαθίστα το εισόδημα, το οποίον συνέλλεγεν ο υπέρ ου η κατακύρωσις από ταύτης μέχρι της επαναγοράς του υπό του οφειλέτου ή του προτιμητέου. Σώζονται αρκετά τοιαύτα έγγραφα προερχόμενα κυρίως εκ των Κυκλάδων.
Εκτός της φορολογίας, αι κοινότητες είχον ποικίλα άλλα καθήκοντα. Οι δημογέροντες επέβλεπον την αγροτικήν ασφάλειαν· εξετέλουν υγειονομικά καθήκοντα(32) ησαν επιφορτισμένοι με έργα κοινωνικής προνοίας και αντιλήψεως(33)· εμερίμνων διά την συντήρησιν των εκκλησιών(34)· εφρόντιζον διά τα σχολεία, όπου υπηρχον(35), και εν γένει επεμελούντο πάσης κοινής υποθέσεως. Εννοείται ότι τινά τούτων εξετέλουν εν συνεννοήσει ή εν συμπράξει μετά της εκκλησιαστικής αρχής.
Οι δημογέροντες εις το έργον των εβοηθούντο και υπό άλλων κοινοτικών αξιωματούχων ή υπαλλήλων, λ.χ. του χαρατζάρη, καδερνίστα, καψιμάλη, κ.λπ., κυρίως όμως του εις τας νήσους καλουμένου Καντζηλλιέρη. Ούτος ήτο ο σπουδαιότερος μετά τους δημογέροντας κοινοτικός αξιωματούχος, γραμματεύς της κοινότητος, ο οποίος παρίστατο εις όλας τας συνελεύσεις του κοινου, συνέτασσε και προσυπέγραφε τας κοινοτικάς πράξεις και έγγραφα, εξετέλει δε και νοταριακά καθήκοντα.
Και ούτοι εξελέγοντο ως και δημογέροντες, ήτοι δι' εκλογής παρά των κατοίκων, επί θητεία συνήθως ενός έτους, εξαιρέσει του Καντζηλλιέρη, ο οποίος εξελέγετο ή ισοβίως(36) ή επί χρόνον πάντως μακρότερον του έτους(37).
Διά πάσαν όμως παρεμπίπτουσαν σημαντικήν υπόθεσιν οι δημογέροντες δεν απεφάσιζον μόνοι, αλλ' ώφειλον να συγκαλέσουν την συνέλευσιν του κοινού, όπως λάβη απόφασιν, ούτοι δε υπεχρεούντο να συμμορφωθούν προς αυτήν και να την εκτελέσουν.
Οι δημογέροντες ελογοδότουν συνήθως προς τους διαδόχους των. Ειδικώς δια την χρηματικήν διαχείρισιν, εις ωρισμένα μέρη εξελέγοντο προς έλεγχον αυτής ίδιοι κοινοτικοί άρχοντες, ως λ.χ. εν Μυκόνω οι καλούμενοι λογαριαστάδες(38).
Γενικώς οι δημογέροντες ως και τα λοιπά όργανα της κοινοτικής διοικήσεως ήσαν υπεύθυνοι, τόσον κατά την λήξιν της θητείας των ως και διαρκούσης ταύτης, προς την συνέλευσιν του κοινού. Αύτη ήτο το κυρίαρχον όργανον ηδύνατο δε ν' αποφασίση και την έκπτωσιν από του αξιώματός των προ της λήξεως της θητείας των(39).
Πρίν ή κλείσωμεν την ατελή ταύτην έκθεσιν περί της διοικήσεως, πρέπει να υπομνησθή ότι διά να εκτιμήση τις την αξίαν των επιτευχθέντων εις την οργάνωσιν και εξέλιξιν εις τον τομέα τούτον της αυτοδιοικήσεως, είναι ανάγκη να τα συσχετίση με του κυριάρχου το σύστημα και των υπαλλήλων του την δικαιοδοσίαν, καθώς και τον τρόπον της ασκήσεώς της έναντι των υποδούλων. Αι διαταγαί και αυτοί οι εκδιδόμενοι προνομιακοί ορισμοί (αχτναμέδες) των Σουλτάνων, είχον διάρκειαν χρονικώς περιωρισμένην, έπρεπε δε οι υπόδουλοι διά χρηματικών θυσιών να φροντίζουν από καιρού εις καιρόν διά την ανανέωσίν των υπό των διαδόχων των εκδωσάντων αυτούς.
Εκτός τούτου, πλην ωρισμένων θεμάτων, κατά τα λοιπά αφίετο μεγάλη πρωτοβουλία εις τους Οθωμανούς διοικητάς και άλλους υπαλλήλους, οι οποίοι ενίοτε ηγνόουν και αυτό το περιεχόμενον των προνομιακών ορισμών. Οπωσδήποτε όμως η ερμηνεία και η εφαρμογή των απέκειτο εις την καλήν διάθεσιν του εκάστοτε Οθωμανού υπαλλήλου, όντος μετακλητού και με όρια δικαιοδοσίας πολύ ελαστικά. Ούτος απέκτα την θέσιν του δι' ωρισμένον βραχύ χρόνον, κατά κανόνα δι' άγορας, και με μισθόν πληρωνόμενον υπό των υποδούλων και καθοριζόμενον συνήθως υπό της ευσυνειδησίας του, όχι δε σπανίως διέθετεν ούτος και ισχυρούς προστάτας εις την κεντρικήν διοίκησιν, εξασφαλίζων δι' αυτών την ατιμωρησίαν. Εν άλλοις λόγοις, η κοινότης της Τουρκοκρατίας έζησε και ανεπτύχθη υπό καθεστώς, εις το οποίον εν τη πράξει τα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα παν άλλο ησαν ή η νομιμότης και η σταθερότης. Εάν δε oι υπόδουλοι Έλληνες κατώρθωσαν να υπερνικήσουν τας δυσκολίας ταύτας και ν' αναδείξουν την κοινότητα της Τουρκοκρατίας εις ένα ρωμαλέον οργανισμόν αυτοδιοικήσεως, ακόμη δε, όπου αι περιστάσεις το επέτρεψαν, εις μικρογραφίαν αυτόχρημα μικράς πολιτείας, τούτο οφείλεται πρωτίστως εις την σύνεσιν, την δραστηριότητα και την ευφυΐαv αυτών.
Oι διοικήσαντες τας κοινότητας, καίτοι εστερούντο γενικωτέρας μορφώσεως, κεκτημένοι το πολύ γραμματικάς στοιχειώδεις γνώσεις, γραφής και αναγνώσεως, ανεδείχθησαν γενικώς άξιοι του εμπιστευθέντος εις αυτούς έργου. Όσοι εκ των Ελλήνων είχον την ευκαιρίαν και το ευτύχημα ν'αποκτήσουν ανωτέραν μόρφωσιν και παρέμεινον εις την ημεδαπήν, εχρησιμοποιούντο υπό του κυριάρχου εις δημοσίας του θέσεις. Ούτοι όμως, και εάν δεν ανεμείχθησαν ενεργώς εις την κοινοτικήν διοίκησιν, προσέφερον άλλας μεγάλας υπηρεσίας εις αυτάς, διότι υπήρξαν oι σύμβουλοί της και προστάται των διοικητικών ελευθεριών των παρά τοις Οθωμανοίς. Μεταξύ τούτων πρέπει ν' αναφέρωμεν τους Δραγουμάνους του Οθωμανικού στόλου.
Ήδη προς συμπλήρωσιν των κατά την κοινοτικήν διοίκησιν, θ' ασχοληθώμεν με το έτερον σημαντικόν έργον αυτής, το δίκαιον και την απονομήν της δικαιοσύνης.
Διά των προνομίων παρεχωρήθη εις τον Πατριάρχην και τα εκκλησιαστικά δικαστήρια περιωρισμένη δικαστική δικαιοδοσία επί θεμάτων του προσωπικού θεσμού, επί γαμικών διαφορών και εκ των κληρονομικών, μόνον επί των εκ διαθήκης τοιούτων, ως επίσης και επί των διαφορών του κλήρου· ανεγνωρίσθη δε και η ισχύς των σχετικών με τα αντικείμενα ταύτα εθίμων των κατακτηθέντων. Διά τας άλλας διαφοράς επετράπη εις τούτους ελευθέρως η διαιτησία δι' Ελλήνων διαιτητών, εφαρμοζόντων τα έθιμά των(40). Επί των λοιπών πολιτικών διαφορών, ως και επί των ποινικών αδικημάτων παρέμειναν μόναι αρμόδιαι αι Οθωμανικαί δικαστικαί αρχαί, και κυρίως ο Καδής.
Οι υπόδουλοι όμως παν άλλο ή περιωρίσθησαν εις τα στενά όρια των παραχωρηθέντων εις αυτούς προνομίων. Προσεπάθησαν να επεκτείνουν ταύτα από πάσης απόψεως.
Ατυχώς αι γνωσταί δικαστικαί αποφάσεις των δημογερόντων είναι ολίγαι και προέρχονται εξ ωρισμένων νήσων του Αιγαίου, δεv είναι δε αρχαιότεραι των μέσων περίπου του l7ου αιώνος. Εκ της ηπειρωτικής Ελλάδος ημείς μίαν μόνον γνωρίζομεν ανέκδοτον του έτους 1820 εξ Ανδριτσαίνης, εις την οποίαν δικάζει επί κληρονομικής διαφοράς ο Επίσκοπος συμπαρεδρευόντων 3 κληρικών και 4 προεστών, οίτινες και υπογράφουν.
Οτι εις τας νήσους οι δημογέροντες εδίκαζον πάσης φύσεως πολιτικάς διαφοράς -μη υπαγομένας, εννοείται, εις την αποκλειστικήν δικαιοδοσίαν των Επισκόπων και των εκκλησιαστικών δικαστηρίων- μαρτυρείται από διάφορα έγγραφα. Ούτως εν Μυκόνω η πατέντα της εκλογής των τους αποκαλεί επιτρόπους και κριτάδες(41), δηλαδή δικαστάς. Διά την Τήνον(42) και την Άνδρον(43), έχομεν άλλα έγγραφα διαπιστούντα την τοιαύτην δικαιοδοσίαν των δημογερόντων. Πλην τούτων, είναι γνωσταί και δικαστικαί αποφάσεις εκ διαφόρων νήσων, ως της Άνδρου, Σκύρου, Πάρου (Ναούσης), Νάξου και Μυκόνου, πρέπει δε να σώζωνται και εξ άλλων.
Εκ των δύο υπ' όψιν μας αποφάσεων της Άνδρου, η πρώτη της 18 Νοεμβρίου 1819, αδημοσίευτος εισέτι, εξεδόθη επί διαφοράς εξ ανταλλαγής ακινήτων. Εξ αυτής προκύπτει ότι η διαφορά είχε δικασθή το πρώτον κατά το έτος 1818 υπο των προεστών. O ηττηθείς όμως διάδικος προσφεύγει ενώπιον του Ζαμπίτου και του Κοτζάμπαση Μιχαήλ Καΐρη, εκκαλών προφανώς την απόφασιν. Το περίεργον είναι ότι και κατά την κατ' έφεσιν ταύτην δίκην οι ίδιοι προεστοί οι εκδώσαντες την πρώτην απόφασιν δικάζουν και πάλιν, παρισταμένων όμως και σφραγιζόντων την απόφασιν, δηλαδή επικυρούντων αυτήν, του Ζαμπίτη και του Κοτζάμπαση, επικυρούν δε την προηγουμένην απόφασιν. Εις ταύτην γίνεται μνεία ότι και εις την προτέραν ως και την παρούσαν απόφασιν δικάζουν κατά την τοπικήν συνήθειαν. Η δευτέρα απόφασις του έτους 1820(44) εκδίδεται επί διαφοράς περί ακινήτου υπό του Κοτζάμπαση και των προεστών. Και επί της υποθέσεως ταύτης είχε δικάσει ο προηγούμενος Κοτζάμπασης, προς την απόφασιν δε τούτου συμφωνεί και η προκειμένη. Εν ταύτη βεβαιούται απλώς ότι εσφραγίσθη διά της σφραγίδος του Ζαμπίτου, ήτις και υπάρχει πράγματι εν επικεφαλίδι.
Εκ των αποφάσεων τούτων εξάγεται ότι εις την Άνδρον ο Ζαμπίτης απλώς προσεπικυροί ταύτας, χωρίς όμως να δικάζη ο ίδιος, αλλά μόνον ο Κοτζάμπασης και οι προεστοί, οι οποίοι έκρινον εφαρμόζοντες τα επιτόπια έθιμα.
Η εκ Σκύρου απόφασις της 14 Οκτωβρίου 1771(45), εξεδόθη επί διαφοράς εκ δανείου υπό του Επισκόπου συνδικάζοντος μετά κληρικών και προεστών. Αύτη μας ενθυμίζει τον Ελληνισμόν των βυζαντινών χρόνων, διότι εν αυτή οι προεστοί αποκαλούνται «χρήσιμοι άρχοντες».
Η απόφασις της Ναούσης Πάρου, αφορώσα διαφοράν επί ακινήτου, είναι της 26 Ιουνίου 1727. Εις αυτήν δικάζουν εις κληρικός και δύο λαϊκοί, oι οποίοι τιτλοφορούνται «κριτάδες Ναούσης». Την απόφασιν ταύτην, η οποία διακρίνεται διά την ωραίαν διατύπωσίν της, υπογράφει και ο Καγκελλάριος με τον τίτλον «Κατζηλάριος του κριτηρίου της Νάουσας».
Και αι εκ Νάξου αποφάσεις είναι μεταγενεστέρων χρόνων, χρονολογούμεναι από του l8ου αιώνος και εντεύθεν. Εις αυτάς, εκτός μιάς του έτους 1787, εις την οποίαν δικάζει μόνος ο Μητροπολίτης επί κληρονομικής διαφοράς, κρίνουν επί πολιτικών διαφορών ο Έφορος των Χωρίων μετά ιερέων και γερόντων ή ο Μητροπολίτης, μετά ή άνευ του Εφόρου τούτου, αλλά συμπαρεδρευόντων πάντοτε κληρικών, προκρίτων και γερόντων(46), ή δικάζουν μόνοι oι επίτροποι, αποκαλούμενοι «κοινοί κριταί». Αι αποφάσεις αύται φέρουν ενίοτε εν επικεφαλίδι το όνομα του Ζαμπίτου προφανώς με την έννοιαν της επικυρώσεώς των. Επίσης υπάρχουν αποφάσεις της Νάξου, εις τας οποίας δικάζει ο Διβικτάρ(47), ως πληρεξούσιος του Καπουδάν Πασά μετά προεστών του τόπου.
Τέλος εκ της Μυκόνου έχομεν πολλάς δικαστικάς αποφάσεις, των οποίων η αρχαιοτέρα ανέρχεται εις το έτος 1648.
Εκ τούτων προκύπτει ότι ενίοτε έκρινεν επί περιουσιακών διαφορών ο Αρχιεπίσκοπος Σίφνου και Μυκόνου, είτε μόνος είτε συμπαρεδρευόντων κληρικών, επιτρόπων και προεστών. Εκείνοι όμως oι οποίοι κατά κανόνα απένεμον την δικαιοσύνην ήσαν oι επίτροποι του κοινού και κριτάδες, ως τιτλοφορούνται. Ούτοι εδίκαζον μόνοι και μάλιστα συχνά όχι όλοι, αλλά μόνον ο εις εξ αυτών. Εις ουδεμίαν απόφασιν των επιτρόπων εύρηται υπογραφή ή άλλη επικύρωσις τούρκου υπαλλήλου. Εις μίαν όμως, του έτους 1696, υπάρχει κάτωθι αυτής πράξις γενομένη ενώπιον της Κατζηλλαρίας, διά της οποίας ο ενάγων δηλοί ότι «απελλάρει την απόφασιν εμπρός στους εκλαμπροτάτους καί υψηλοτάτους αφέντες, οπού μας εκουμαντάρουν».
Πλην των επιτρόπων όμως δικάζουν μόνοι εις πρώτον βαθμόν και ο αποστελλόμενος κατά καιρούς υπό του Δραγουμάνου του στόλου βοεβόδας ή oι επίτροποι αυτού. Oι βοεβόδαι εις τας αποφάσεις των εχρησιμοποίουν τον τίτλον «βοεβόδας και εξουσιαστής Μυκόνου». Ενίοτε εδήλουν προσέτι ότι έκρινον ως αντιπρόσωποι (εις πρόσωπον) του Μεγάλου Διερμηνέως της αυτοκρατορικής Βασιλείας. Αι αποφάσεις όμως τούτων είναι σχετικώς ευάριθμοι. Προσέτι υπάρχουν αποφάσεις επιτρόπων, ιερωμένων και προκρίτων αποφαινομένων κατά προσταγήν του Δραγουμάνου του στόλου, ως επίσης και τοιαύτη του έτους 1710, την οποίαν εξέδωκε, δικάσας εν Μυκόνω εις πρώτον βαθμόν, αυτός ούτος ο Δραγουμάνος Κυρίτσης Γιαννάκης συμπαρεδρευόντων κληρικών, ενός των επιτρόπων ως και άλλων προεστών.
Υπάρχει και μία απόφασις του έτους 1672, εις την οποίαν παρίσταται κρίνων ο επίτροπος και κριτής Μυκόνου επιτροπικώς του Καδή Παροναξίας και Μυκόνου.
Εξ άλλης αποφάσεως ενός βοεβόδα του έτους 1672 προκύπτει ότι επί διαφοράς εκ κληρονομίας εξ αδιαθέτου είχε δικάσει πρώτον ο Αρχιεπίσκοπος μετά των κριτών Μυκόνου, έπειτα δε ο Καδής Παροναξίας. Ούτοι είχον εκδώσει αντιθέτους αποφάσεις, διότι oι μεν πρώτοι εδίκασαν κατά τα τοπικά έθιμα, ο δε Καδής κατά τον Οθωμανικόν νόμον. Διά της αποφάσεως του βοεβόδα θεωρείται ως υπερισχύουσα η απόφασις του Καδή.
Όλας σχεδόν τας δικαστικάς αποφάσεις προσυπογράφει και ο Καντζηλλιέρης Μυκόνου.
Εκ τούτων εξάγεται ότι εις τα μέρη ταύτα επί πολιτικών έκρινον τόσον oι Οθωμανοί, όσον και ο κλήρος και oι δημογέροντες και πρόκριτοι. Κύριον όμως όργανον απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης ήταν οι δημογέροντες και oι πρόκριτοι, δικάζοντες είτε μόνοι, είτε μετά ιερωμένων, εφήρμοζον δε πάντοτε τα τοπικά έθιμα.
Εις την παράλληλον δικαιοδοσίαν των Οθωμανικών αρχών, αι οποίαι απεφαίνοντο κατά τον Οθωμανικόν νόμον, σπανίως κατέφευγον oι κάτοικοι των νήσων. Ειδικώς διά την Μύκονον, αρμόδιος μεν τύποις ήτο ο εν Νάξω εδρεύων Καδής, φέρων τον τίτλον του Καδή Παροναξίας και Μυκόνου, αλλ' ούτος δεν εμφανίζεται εις αυτήν να δικάση ο ίδιος· αντιθέτως μάλιστα κατά το έτος 1710 ελθών εις την νήσον και επιχειρήσας ν' αναμιχθή εις τα του τόπου απεπέμφθη δι' αποφάσεως της συνελεύσεως του κοινού(48).
Αι αποφάσεις των τοπικών κριτηρίων των νήσων του Αιγαίου εφεσιβάλλοντο ενώπιον του Καπετάν Πασά, είς τινας δε τούτων, ως λ.χ. εις την Τήνον, και ενώπιον ανωτέρου κοινοτικού κριτηρίου, αποτελουμένου εκ των νουνεχεστέρων προκρίτων και σεβασμιωτέρων δημογερόντων, καλουμένου γεροντοκρισία(49).
Σπανίως ο ηττηθείς διάδικος εις το κοινοτικόν κριτήριον προσέφευγεν εις τον Καδήν, του οποίου η απόφασις ήτο επικρατεστέρα.
Εξ άλλου εις την υπόδουλον Ελλάδα η έννοια του δεδικασμένου ήτο άγνωστος. Οι διαφερόμενοι ηδύναντο να προσφεύγουν κατ' επανάληψιν εις τα κριτήρια διά την αυτήν υπόθεσιν, έστω και εάν ακόμη αύτη είχεν εκδικασθή εις δεύτερον βαθμόν(50).
Γενικώς πρέπει να λεχθή ότι η έν τινι τόπω ύπαρξις ή μη Οθωμανών υπαλλήλων ήσκει επιρροήν εις την έκτασιν της ασκουμένης δικαιοδοσίας υπό των κοινοτικών κριτηρίων, διότι όπου δεν υπήρχον τοιούτοι υπάλληλοι, πολύ σπανιώτερον οι υπόδουλοι προσέφευγον εις αυτούς διά να κριθούν. Τούτο όμως ήτο σχετικόν.
Οι υπόδουλοι, τόσον οι δικάζοντες προεστοί και ο κλήρος, όσον και αυτοί ούτοι οι δικαζόμενοι, είχον την πεποίθησιν ότι παριστάμενοι ενώπιον των κοινοτικών κριτηρίων ευρίσκοντο προ δικαστηρίων και όχι απλώς ενώπιον διαιτητών ή συμβιβαστών. Οι δημογέροντες καλούντο κριταί και κριτήριον. Αλλά και αυτοί οι Τούρκοι ανεγνώριζον τα κριτήρια ταύτα, εθεώρουν όμως, βεβαίως, ταύτα κατώτερα των ιδικών των.
Αφ' ετέρου και εις την Μύκονον, όπως και εις τας λοιπάς νήσους, αλλά και εις τα άλλα μέρη της Ελλάδος υπήρχε σαφής διάκρισις μεταξύ της δικαιοδοσίας των τοπικών κριτηρίων και της διαιτησίας. Και η τελευταία αυτή ευρίσκετο εις ευρείαν εφαρμογήν ως μέσον λύσεως των ιδιωτικών διαφορών, πάντοτε συντασσομένου προς τούτο προηγουμένως συνυποσχετικόν. Ωσαύτως απαντούν συμβιβασμοί, εις τους οποίους εκτίθεται ότι παρεκινήθησαν oι διαφερόμενοι εις αυτούς υπό των επιτρόπων, μη ενεργούντων, προφανώς, ως κριτών, αλλ' απλώς ως προσώπων σεβαστών.
Τα Οθωμανικά δικαστήρια οι υπόδουλοι από παλαιοτάτων χρόνων τα εθεώρουν ως ξένα δικαστήρια, τα απεκάλουν δε «εξοτζικήν, εξωτερικήν κρίσιν»(51). Επί πλέον δε εθεωρείτο η προσφυγή εις αυτά ως επίμεμπτος(52).
Πλην της λύσεως των πολιτικών διαφορών, αι κοινότητες, ιδία ωρισμένων νήσων, ήσκουν εν μέρει και ποινικήν δικαιοσύνην επί των ελαφροτέρων αδικημάτων. Τούτο μαρτυρείται δια την Μύκονον, Τήνον κ.α.(53). Τοιαύτας όμως ποινικάς αποφάσεις δεν έχομεν υπ' όψιν μας.
Η απονομή της δικαιοσύνης υπό των κοινοτήτων είχε μεγάλην σημασίαν, διότι εις αυτήν(54) οφείλεται κατά μέγα μέρος η διάσωσις του Ελληνικού δικαίου. Τα Οθωμανικά δικαστήρια εφήρμοζον αποκλειστικώς το Οθωμανικόν δίκαιον, εάν δε ταύτα μόνον απένεμον την δικαιοσύνην, ασφαλώς το ελληνικόν δίκαιον θα εξηφανίζετο. Τούτο αποδεικνύεται από τα μέρη, οπου υπήρχον μονίμως εγκαθιδρυμέναι Οθωμανικαί αρχαί -είτε διότι εις τα μέρη ταύτα έζων πολλοί Τούρκοι, είτε διότι ενδιέφερον τους Οθωμανούς από οικονομικής απόψεως. Εις αυτά, οσάκις αντί των δημογερόντων εδίκαζον συστηματικώς οι Οθωμανοί, το ελληνικόν δίκαιον ετίθετο εκ ποδών(55).
Τελευταία, αλλά και αξιόλογος προσπάθεια των κοινοτήτων υπήρξεν η σχετιζομένη με την διαμόρφωσιν του δικαίου. Υπό την σκέπην των και διά της διαπλαστικής δυνάμεως της κοινοτικής δικαιοσύνης υπεβοηθήθη η εξέλιξις του εθιμικού δικαίου.
Εκτός όμως της εμμέσου ταύτης επιρροής των επ' αυτού, έχομεν και άμεσον νομοθετικήν δράσιν τούτων.
Κοινότητες τινές, ιδία αι των νήσων, βοηθούμεναι εις τούτο συχνά υπό των Ελλήνων Δραγουμάνων του στόλου, έφτασαν εις το σημείον, όχι μόνον να επιχειρήσουν την κωδικοποίησιν του αγράφου αυτών δικαίου, αλλά και να συντάξουν νόμους αναφερομένους εις το δημόσιον ως και εις το ιδιωτικόν δίκαιον.
Είναι αξιοσημείωτον ότι ταύτα έπραξαν στερούμεναι παντελώς νομικών. Εάν η διοίκησις ειναι εν πολλοίς τέχνη, το δίκαιον όμως και ειδικώς το νομοθετείν, απαιτεί νομικήν κατάρτισιν. Κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας νομικοί και νομική επιστήμη εν Ελλάδι ήσαν τελείως ανύπαρκτα. Ναι μεν εκ των ανωτέρων κληρικών οι μορφωμένοι μετεχειρίζοντο ωρισμένα κείμενα Βυζαντινών νόμων, και κυρίως τον Αρμενόπουλον, αλλά τούτο έπραττον με μόνον εφόδιον τας ανωτέρας γραμματικάς θεολογικάς των γνώσεις, χωρίς καμμίαν νομικήν προπαίδευσιν. Εν τούτοις αι κοινότητες, παρ' όλας αυτάς τας ελλείψεις, επεδόθησαν και κατώρθωσαν να ρυθμίζουν τας αναφυομένας νέας ανάγκας και σχέσεις, όχι μόνον διά της εξελίξεως του εθιμικού των δικαίου, αλλά και διά γραπτών νόμων. Βεβαίως οι νόμοι ούτοι δεν διακρίνονται διά την νομικήν των διατύπωσιν και την πληρότητα. Εν τούτοις, δι' αυτών εν συνδυασμώ και με την καλήν απονομήν της δικαιοσύνης υπό των κοινοτικών κριτηρίων, εθεραπεύοντο οπωσδήποτε ικανοποιητικώς αι ανάγκαι των υποδούλων.
Σχετικώς με την εξέλιξιν του εθιμικού δικαίου, τα όρια της παρούσης μελέτης δεν μας επιτρέπουν να εκταθώμεν, αλλά θ' αρκεσθώμεν εις ολίγα παραδείγματα. Ούτως εις τας πλείστας των νήσων του Αιγαίου ίσχυεν από παλαιοτάτων χρόνων το έθιμον της προνομιακής προικίσεως των πρωτοτόκων τέκνων ως και της αποκλειστικής κληρονομίας του άρρενος μεν της πατρικής γονικής περιουσίας, του δε θήλεως της μητρικής τοιαύτης. Τούτο είχεν αμβλυνθή εις πολλάς των νήσων από της Φραγκοκρατίας, ως μη ανταποκρινόμενον πλέον εις το περί δικαίου αίσθημα, διαρκούσης δε της Τουρκοκρατίας εξέλιπε σχεδόν από τας πλείστας των Κυκλάδων, και διά των προικίσεων και διαθηκών oι γονείς εφρόντιζον να μεταχειρίζωνται εξ ίσου φιλοστόργως όλα τα τέκνα των, έκαστον δε τούτων να μετέχη τόσον της πατρικής όσον και της μητρικής περιουσίας.(56)
Κατά τας αρχάς της Τουρκοκρατίας εις όλας σχεδόν τας Κυκλάδας ίσχυε το έθιμον, καθό λυομένου ατέκνου γάμου διά θανάτου, ο επιζών σύζυγος εστερείτο οιουδήποτε κληρονομικου δικαιώματος επί της προικιμαίας περιουσίας του αποβιώσαντος, η οποία περιήρχετο εις τους πλησιεστέρους συγγενείς του. Τούτο εφρόντιζον να κατοχυρώνουν εις τα προικοσύμφωνα και δι' ειδικής ρήτρας, αποκλειούσης τους προικιζομένους να διαθέτουν την περιουσίαν ταύτην άλλως. Κατά το τέλος όμως της Τουρκοκρατίας εις πολλάς νήσους έκαμψαν την αρχήν ταύτην και ήρχισαν εις ωρισμένα προικοσύμφωνα να παρέχουν ρητώς ελευθερίαν προς τους προικιζομένους, εάν δεν αποκτήσονν τέκνα, εις την διάθεσιν κατά βούλησιν της περιουσίας των. Εν τέλει δε οσάκις δεν υπήρχεν εις το προικοσύμφωνον η ρήτρα της παραφυλακής της προικός υπέρ των πλησιεστέρων συγγενών, εξυπακούετο ότι ο προικισθείς άτεκνος σύζυγος ηδύνατο ελευθέρως να την διαθέση(57). Ταύτα ως προς την εξέλιξιν των εθίμων.
Όσον δ' αφορά την κωδικοποίησιν του εθιμικού δικαίου, περιοριζόμεθα ν' αναφέρωμεν την των εθίμων της Σαντορήνης και Ανάφης του έτους 1797(58), και της Νάξου του 1810(59).
Αι κοινότητες όμως προέβησαν και εις την ρύθμισιν διαφόρων αντικειμένων δι' αποφάσεών των, περιεχουσών διατάξεις δημοσίου, αλλά και ιδιωτικού δικαίου.
Η αρχαιοτέρα διάταξις την οποίαν γνωρίζομεν είναι η ταρίφα της Μυκόνου της 26 Οκτωβρίου 1649. Εις αυτήν υπάρχουν διατάξεις αφορώσαι τους δημογέροντας και την αμοιβήν των· καθορίζονται αι διατυπώσεις της διά δημοσίου πλειστηριασμού πωλήσεως πραγμάτων οφειλετών φόρων κ.λπ., κυρίως όμως περιέχονται ποινικαί, αγρονομικαί και αγορανομικαί, διατάξεις και άλλαι ποινικού δικαίου τοιαύται. Οι επίτροποι δε του κοινού ώφειλον να διοικούν συμφώνως προς αυτάς και να τιμωρούν τους παραβάτας. Εκτός της ταρίφας αυτής εξεδόθη και άλλη μεταγενεστέρως, κατά το έτος 1691(60), της οποίας όμως το κείμενον αγνοούμεν.
Εκτός της γενικής ταύτης διατάξεως, εις την αυτήν νήσον εξεδόθησαν και άλλαι μερικαί, ρυθμίζουσαι ωρισμένα μόνον θέματα, κυρίως αγρονομικά ή αγορανομικά(61).
Και άλλαι κοινότητες εξέδωκαν τοιαύτας γενικάς διατάξεις, ως το προμνημονευθέν «Σύστημα ή διαταγαί» του Μελενίκου(62), και ο κανονισμός των Ζαγορίων του έτους 1828(63). Ο τελευταίος ούτος περιέχει και διατάξεις αφορώσας το ιδιωτικόν δίκαιον, ως λ.χ. το ενοχικόν, κληρονομικόν κλπ.
Βεβαίως και αι θεσμοθεσίαι αύται κωδικοποιούν εν πολλοίς προϋφιστάμενον άγραφον δίκαιον, περιέχουν όμως και νέας διατάξεις, διότι άλλως δεν θά εδικαιολογείτο λ.χ. εις την Μύκονον η έκδοσις και δευτέρας ταρίφας κατά το έτος 1691, αφού υπήρχε προηγουμένη ομοία.
Το σημαντικώτερον όμως νομοθετικόν κείμενον προέρχεται εκ της Κοινότητος της νήσου Ύδρας και είναι ο Νόμος της 1 Mαΐoυ 1818(64). Ούτος περιέχει διατάξεις περί οργανισμού της κοινότητος και απονομής της δικαιοσύνης, πολιτικής και ποινικής, καθορισμόν των ορίων δικαιοδοσίας μεταξύ του εκκλησιαστικού και πολιτικού δικαστηρίου κ.λπ., κυρίως όμως ρυθμίζει σχέσεις του ναυτικού εμπορικού δικαίου. Τούτο αποτελεί αξιόλογον σχετικώς νομοθέτημα διά τους χρόνους εκείνους. Προφανώς δε κατέστησεν αναγκαίαν την έκδοσίν του και τας εν αυτώ διατάξεις του ναυτικού δικαίου η μεγάλη ακμή του εμπορικού ναυτικού της νήσου.
Εκτός όμως του νόμου τούτου, και προ αυτού και μετ' αυτόν εξεδόθησαν εις Ύδραν και άλλοι νόμοι, αφορώντες το ναυτικόν δίκαιον, την φορολογίαν των πλοίων, τα τελωνεία κ.λπ., ως και διάφοροι μερικαί αγορανομικαί και άλλαι διατάξεις(65).
Παρά την ατέλειαν του παρόντος σχεδιάσματος, νομίζομεν ότι εκ των εκτεθέντων δικαιολογείται πλήρως ο θαυμασμός διά τον τρόπον, καθ' ον αι κοινότητες της Τουρκοκρατίας εξεπλήρωσαν την αποστολήν των, αποτελέσασαι ούτως εν των κυριωτέρων μέσων επιβιώσεως της φυλής.
Επί πλέον, τινές τούτων συνετέλεσαν κατά τρόπον αποφασιστικόν και εις αυτήν την Απελευθέρωσιν. Ουδείς δύναται να παραγνωρίση την κατά τον Αγώνα συμβολήν του Ελληνικού ναυτικού, του τέκνου τούτου των ναυτικών κοινοτήτων, το οποίον, αφού ηνδρώθη διά μυρίων κόπων και κινδύνων υπό την προστασίαν των, προσεφέρθη έπειτα προθύμως ολοκαύτωμα διά την ελευθερίαν της Μητρός Πατρίδος.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Αντί άλλου βλέπε: C. Papadopoulos, Les prιvιlèges du Ρatriαrchat Oecuménique (Paris, 1924), 22 επ.
2. Παχυμέρης (εκδ. Βόννης), ΙΙ, ΙΙΙ, 16, 17. Νεαρά 38 Ανδρονίκου του Πρεσβυτέρου (Zachariae J.G.R., ΙΙΙ, 660 = Ζέπων, Ι. 558) και Χρυσόβουλον Ανδρονίκου του Νεωτέρου έτ. 1319 (Miklosich et Müller, Αctα et dιplomαtα, V, 80). Περί τούτων βλέπε Κ.Ε. Zachariä v. Lingenthal, Geschichte des Griechιsch-Römischen Rechts3 (Berlin, 1892), § 93. -Oι προύχοντες (καλοί άνθρωποι) ως πάρεδροι δικασταί απαντούν πολύ περισσότερον, από του l2ου αιώνος, εν Κάτω Ιταλία και Σικελία. Δικαστικαί αποφάσεις έτ. 1154, εις G. Spata, Diplomi Greci siciliαni (ultimα serie), Estrαtto dat t. ΧΙΙ della Miscellαneα di Storiα italiana (Torino 1871), 42=Cusα, Ι diplomi greci ed arabi di Sicilia (Palermo, 1869), 317. Έτ.1175, εις Σ. Ζαμπελίου, Ιταλοελληνικά (Αθήναι, 1864), 115 = F. Trinchera, Syllabus grαecarum membranaτum (Napoli, 1865), 241. Έτ. 1185, εις G.Robinson, History of the Greek monαsιery of St. Elias and St. Αnαstαsius of Cαrbone, εν Orientalia Christiana, ΧΙΧ, 110. Έτ. 1206, εις Trinchera, ένθ' αν., 353. Έτ. 1223, εις G. Spata, Le pergαmene greche (Palermo, 1862), 315=Cusa, ένθ' αv., 443, και άλλαι.
3. La commune Grecque, εις L'Héllénisme contemporain, 1948, 295-310, 414-428 και εις ανάτυπον. Την επί του θέματος παλαιοτέραν βιβλιογραφίαν βλέπε εις Α.Βρέκοση, Αι ελληνικαί κοινότητες των ελευθέρων χωρικών εν Επιθεωρήσει τοπικής αυτοδιοικήσεως, Περ. Β', έτος (1930), 141, έτι δε του αυτού, Τα ελληνικά κοινά των ρωμαϊκών χρόνων, αυτόθι, ΙΑ (1932), 258 έπ.
4. Περί της συστάσεως του Κοινού της Μυκόνου βλ. Ταρίφαν της 26 Οκτωβρίου 1649, εις Π. Ζερλέντου, Σύστασις του Κοινου των Μυκονίων (Ερμούπολις, 1924), 19.
5. Η κοινοτική διοίκησις απετέλει τον κανόνα. Ουχ' ήττον όμως υπήρχον και εξαιρέσεις, ως λ.χ. η πλήρης σχεδόν αυτονομία της Μάνης (Απ. Δασκαλάκη, Η Μάνη και η Οθωμανική Αυτοκρατορία (Αθήναι, 1923), 36 επ., 192 επ.). Και αντιθέτως η των τσιφλικίων, ιδία εν Θεσσαλία, έλλειψις πάσης αυτοδιοικήσεως (Δ.Τσοποτού, Γη και γεωργοί της Θεσσαλίας κατά την Τουρκοκρατίαν (Βόλος, 1912), 122 επ.
6. Lichtle's, «Description of Nαxos» εις Byzantinische-Neugriechische Jahrbücher, 6 (1928). Π.Ζερλέντου, Φεουδαλική Πολιτεία εν τη νήσω Νάξω (Ερμούπολις, 1925), 4.
7. Κανονισμόν αυτής της 7 Μαρτίου 1828, εις Ηπειρωτικά Χρονικά, Β' (1927), 33.
8. D.Urquhart, La Turquie, traduit de l' anglais par Χav. Raymond, t. ΙΙ, 1ère partie (Paris 1836), 115 s.
9. Κ.Λαμέρα, Περί του θεσμού των επί Τουρκοκρατίας δημογεροντιών, εις Μικρασιατικά Χρονικά 3 (1940), 59. Δ. Ζακυθηνού, ένθ. αν., 14-16.
10. Ηλ. Γεωργίου, Ιστορία και συνεταιρισμός των Αμπελακίων (Αθήναι, 1951), ένθα (σ. 26 επ., 31 επ.), αναδημοσιεύεται το καταστατικόν των του έτους 1780 και μετάφρασις εις την ελληνικήν ομοίου του έτους 1795.
11. Χαρακτηριστική περί αυτού είναι ανέκδοτος από 22 Ιουνίου 1805 επιστολή του Δραγουμάνου του Στόλου Παγαγιωτάκη Μουρούζη προς τους Μυκονίους, εις την οποίαν αναφέρεται ότι oι σέδιτοι και νατζιονάδοι, δηλαδή oι υπήκοοι και ιθαγενείς, oι μη πληρώνοντες κεφαλοχάρατζον, έστω και εάν επλήρωνον τα λοιπά δοσίματα, απεκλείοντο από τας κοινάς συνελεύσεις και δεν ηδύναντο ν' αναλάβουν κοινοτικόν λειτούργημα.
12. Εννοείται ότι εγίνοντο και παραβάσεις, αλλά πάντοτε η Πύλη αντετάσσετο εις αυτάς. Π. Κοντογιάννη, Oι Προστατευόμενοι, εις περιοδικόν «Αθηνά», ΚΘ' (1917), 37 και σημ. 1.
13. Ούτω λ.χ. εις τας Αθήνας· βλ. Χοτζέτια αναγνωρίσεως εκλογής δημογερόντων, εις Δ. Γρ. Καμπουρογλου, Μνημεία της Ιστορίας των Αθηναίων,2 Β' (Αθήναι, 1891) 319-323. Επίσης εν Πελοποννήσω, Απάντησις της Ελληνικής Κυβερνήσεως της 18/30 Οκτωβρίου 1830 εις τα 28 ερωτήματα προς τους Αντιπροσώπους των τριών Συμμάχων Αυλών, εις Α. Μάμουκα, Τα κατά την Αναγέννησιν της Ελλάδος, ΙΑ' (Αθήναι, 1852), 314. Και αλλαχού.
14. Λ.χ. εν Άνδρω υπήρχεν εις δημογέρων, ενίοτε όμως εξελέγετο και δεύτερος, Α. Πασχάλη, Προνόμια και διοίκησις των Κυκλάδων επί Τουρκοκρατίας, εις περιοδικόν Ανδριανά Χρονικά 1 (1948), 122. Εν Μυκόνω συνήθως εξελέγοντο δύο, ενίοτε όμως και τρεις, Π. Ζερλέντου,Σύστασις, κ.λπ. ένθ' αν., 32, 59, 72.
15. Τούτο εκράτει εις τα πλείστα μέρη. Είς τινα όμως δεν επιτρέπετο επανεκλογή εν συνεχεία, ως λ.χ. εν Πάρω.
16. Κ. Νικοδήμου, Ιστορία της Νήσου Ψαρών,Α' (Αθήναι, 1862), 53-54.
17. Δ. Γρ. Καμπούρογλου, Ιστορία των Αθηναίων, Γ' (Αθήναι, 1896), 176.
18. Δ. Πασχάλη, Η Άνδρος, Β' (Αθήναι, 1927), 259. Του αυτού, Προνόμια, ένθ' άν., 126-8.
19. Έγγραφον της 28 Δεκεμβρίου 1826, εις Ι.Βισβίκη, Η Πολιτική δικαιοσύνη κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν (Αθήναι, 1941), 495 (αρ. 624).
20. Πρακτικόν εκλογής προεστών της Τήνου, εις Δ. Δρόσου, Ιστορία της Νήσου Τήνου (Αθήναι, 1870), 372.
21. Τούτο συνέβαινεν λ.χ. εις την Ύδραν, Α. Λιγνού, Ιστορία της vήσου Ύδρας (Αθήναι, 1946), 45.
22. Δ. Καμπούρογλου, Μνημεία, ένθ' αν. Α', 188, 252, 257, 322.
23. Πρακτικά εκλογής επιτρόπων, εις Π. Ζερλέντου, Σύστασις κ.λπ.,ένθ' αν., 23, 59, 61, 72 κ.ά., του αυτού, Παναγιώτης Νικούσιος και Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, εις Νησιωτικήν Επετηρίδα Α' (1918) 186.
24. Ούτω λ.χ. εν Πάρω, εκτός 25 ρεαλίων, εδίδετο εις τους επιτρόπους ο ωρισμένος επί των έξωθεν εισαγομένων πραγμάτων προς πώλησιν φόρος, ως και ο φόρος των ιχθύων και των σφαγίων. Πατέντα ανέκδοτος της 4 Ιανουαρίου 1732, «... ομοίως και εί τις άλλο δικαίωμα κατά το παλαιόν, την στίμα εις τα πάντα που μέλλει να πουλιούνται, τόσον οι ντομπικοί καθώς και από ξένους τόπους έρθει, τα αφεντικά του από τους ψαράδες και ρεγάλια του μακέλλου».
25. Κ. Νικοδήμου, ένθ' αν., 54.
26. Περί του φορολογικού συστήματος της Τουρκοκρατίας. Ν.Μοσχοβάκη, Το εν Ελλάδι δημόσιον δίκαιον επί Τουρκοκρατίας (Αθήναι, 1882), 18 επ. Α. Αndréadès, L' αdministrαtion finαncière de lα Grece sous lα dominαtion turque, εiς Revue des Etudes Grecques, ΧΧΙΙΙ (1910), 131 s. Μ. Σακελλαρίου, H Πελοπόννησος κατά την δευτέραν τουρκοκρατίαν (Αθήναι, 1939), 54 επ. Α.Δρακάκη, Η Σύρος επί Τουρκοκρατίας Α' (Ερμούπολις, 1948) 245 επ.
27. Διότι όλων των περιφερειών και όλοι oι φόροι δεν ανήκον εις το αυτό πρόσωπον, το Αυτοκρατορικόν Ταμείον, αλλά απετίοντο και εις άλλους φεουδάρχας, τιτλούχους ή μέλη της αυτοκρατορικής οικογενείας κ.λπ., λ.χ. τους Σπαχίδες, τον Καπουδάν Πασά, την Βαλιδέ Σουλτάναν και άλλους.
28. Μεταξύ άλλων εύρηται ανέκδοτος πατέντα της 17 Ιανουαρίου 1732 του Κοινού της Πάρου διά της οποίας, εκτός των επιτρόπων της νήσου, εκλέγουν και στέλλουν προς τον Καπετάν Πασάν και ειδικόν απεσταλμένον, χαταβάλλοντες τας δαπάνας του ταξιδίου του και αμοιβήν, όπως επιτύχουν την μη αποστολήν προς είσπραξιν του φόρου βοεβόδα, αλλά να μείνονν τα δοσίματα είς τους ραγιάδες... διά να έχουν την ελευθερίαν και αλάφρυνσίν των ο κάθε ένας.
29. Λ.χ. εν Πάρω.
30. Εν Μυκόνω.
31. Βλ. από 1 Μαρτίου 1716 απόφασιν της Κοινότητος Μυκόνου, εις Π. Ζερλέντου, Σύστασις Κοινού Μυκονίων, ένθ' αν., 70.
32. Πατέντα επιτρόπων Μυκόνου της 19 Μαρτίου 1699, ένθ' αν., 59.
33. Άρθρ. 10-12, 19 του Συντάγματος ή διαταγών της εν Μακεδονία πόλεως Μελενίκου, εις Π.Πέννα, Το Κοινον Μελενίκου (Αθήναι, 1946).
34. Ένθ' αν., άρθρ. 9, 11.
35. Ένθ' αν., άρθρ. 20-22.
36. Καθώς λ.χ. εν Νάξω Ι.Βισβίζη, Oι Κοινοί Καγκελλάριοι της Νάξου, εις Αρχείον Ιδιωτικού δικαίου, ΙΒ' (1945) και εις ανάτυπον, 10.
37. Ούτω π.χ. εν Μυκόνω.
38. Βλέπε Πρακτικόν εκλογής τούτων, εις Π. Ζερλέντου, Παναγιώτης Νικούσιος, ένθ' αν., 166 και του αυτού, Σύστασις Κοινού Μυκονίων, ένθ' αν., 12.
39. Διά την Μύκονον βλ. ταρίφα της 26 Οκτωβρίον 1649, εις Π. Ζερλέντου, ένθ' αν.,19.
40. Αχτναμές Μουράτ του Γ' , έτους 1580 (άρθρ. 7, 11 ), ον βλέπε εις γαλλικήν μεν μετάφρασιν εν Κ. Hopf, Venetobυzαntinische Αnαlekten (Wien, 1859), 156 καi εν Α. Αμάντου, Οι προνομιακοί ορισμοί του μουσουλμανισμού υπέρ των χριστιανών, εις Ελληνικά, Θ' (1936), 132· εις ελληνικήν δε τοιαύτην, εις Π. Ζερλέντου, Γράμματα των τελευταίων Φράγκων δουκών του Αιγαίον Πελάγους (Ερμούπολις, 1924), 101 -Αχτναμές Ιμπραήμ, γαλλιστί μεν εις Κ.Hopf ένθ' αν., 160, ελληνιστί δε εις Π. Αργυροπούλου, δημοτική διοίκησις εν Ελλάδι (Αθήναι, 1859), 46 και εις Δ. Πασχάλη, Προνόμια και διοίκησις των Κυκλάδων επί τουρκοκρατίας, «Ανδριακά Χρονικά» 1 (1948), 130.
41. Π. Ζερλέντου, Σύστασις Κοινού Μυκονίων, ένθ' αν. 23, 25, 59.
42. Από 3 Σεπτεμβρίου 1806 επιστολή, εις Δ. Δρόσου, ένθ' αν., 362, 382, 424, 516.
43. Εις Δ. Πασχάλη, ένθ' αν., 144, δημοσιεύεται αναφορά των κατοίκων, εις την οποίαν ρητώς εκτίθεται ότι «Η κρίσαις μας θα θεωρούνται παρά του κατά καιρόν Κοτζάμπαση και λοιπών προεστών κατά την σννήθειαν του τόπου μας, η οποία θα μένη ασάλευτος».
44. Βλέπε ταύτην εις εφημερίδα «Ανδριώτης», (Πειραιεύς) φυλλ. 180 της 26 Απριλίου 1930.
45. Εδημοσιεύθη αύτη εις περιοδικόν «Εκκλησία» 17, 181.
46. Την τελευταίαν γνωστήν απόφασιν της Τουρκοκρατίας εκ Νάξου βλέπε εις Ι. Βισβίζη, Η πολιτική δικαιοσύνη, ένθ' αν., 218 (αρ. 2). Αι λοιπαί είναι ανέκδοτοι.
47. Διβικτάρ = γραφεύς.
48. Αύτη εδημοσιεύθη υπό Π. Ζερλέντου, ένθ' αν., 67. Η Μύκονος δυνάμει μπερατίου είχε το προνόμιον να δικάζη τας διαφοράς των κατοίκων της δι' ιδίου κριτού (βλ. απόφασιν της συνελεύσεως του κοινού της 8 Οκτωβρίου 1615, αυτόθι, 18), ο Καδής όμως Παροναξίας φαίνεται ότι ηθέλησε να τα αγνοήση. Γενικώτερον, παρατηρητέον ότι εις την νήσον ταύτην ουδένα Τούρκον υπάλληλον συναντώμεν, πλην βοεβόδα· εις ωρισμένας χρονικάς περιόδους. Πλην τούτου, εις τους διά τας νήσους εκδοθέντας γνωστούς αχτναμέδες ουδέποτε αναφέρεται το όνομα της Μυκόνου, ενώ αύτη ήτο εκ των νήσων η χαίρουσα τας μεγαλυτέρας ελευθερίας. Εκ τούτων ίσως θα ηδύνατό τις ευλόγως να υποθέση, ότι εις αυτήν διά χωριστών πράξεων, ως λ.χ. διά του ανωτέρω μνημονευθέντος μπερατίου, είχον δοθή ίδια προνόμια.
49. Δ. Δρόσου, ένθ' αν., 51.
50. Είναι εν τούτω χαρακτηριστική από 29 Μαρτίου 1821 απόφασις του Μητροπολίτου και των προκρίτων Νάξου (Ι. Βισβίζη, ένθ' αv., 218) (αρ. 2), η οποία κρίνει επί υποθέσεως εκδικασθείσης πρότερον υπό του ιδίου κριτηρίου, του οποίου την απόφασιν είχε επικυρώσει και ο Δραγουμάνος του Στόλου.
51. Ούτω χαρακτηρίζονται ταύτα εις δύο επιστολάς του l6ου αιώνος εξ Άνδρου και Σκύρου προς τον Θεοδόσιον Ζυγομαλάν (Μ.Crusii, Turcograeciae (Basileae, 1584), 220, 315.
52. Βλέπε και Νόμον της Ύδρας της 1 Mαΐoυ 1818 (αρθρ.18), εις Αρχείον Ύδρας, VΙ, 43.
53. Π. Ζερλέντου, Παναγιώτης Νικούσιος κλπ., ένθ' αν., 164 και ταρίφα της 26 Οκτωβρίου 1649, εις του αυτου, Σύστασις Κοινού Μυκονίων, 19 επ. Δ. Δρόσου, ένθ. αν., 54, 343.
54. Και τα εκκλησιαστικά δικαστήρια.
55. Ι.Βισβίζη, Αι μεταξύ των συζύγων περιουσιακαί σχέσεις εις την Χίον κατά την Τουρκοκρατίαν, εις Επετηρίδα του Αρχείου της Ιστορίας του ελληνικού δικαίου της Ακαδημίας Αθηνών, 1(1948), 36 και σημ.1 (και εις ανάτυπον).
56. Το έθιμον τούτο παρέμεινεν ισχύον εν μέρει εις την Άνδρον (Δ. Πασχάλη, Κυκλαδικά έθιμα μετ' ανεκδότων εγγράφων, εις Αρχείον Ιδιωτικού δικαίου, ΣΤ' (1939), 226. Επίσης συνηντάτο καθ' όλην την Τουρκοκρατίαν τροποποιημένον εις Σκύρον, Αμοργόν και Κέαν (Λ. Χρυσανθοπούλου, Συλλογή τοπικών της Ελλάδος συνηθειών (Αθήναι, 1853) 8, 13, 14.
57. Ούτω λ.χ. εν Μυκόνω.
58. Ι. και Π.Ζέπων, Jus Grαecoromαnum, VΙΙ, 503 επ.
59. Ένθ' αν., 523. Η κωδικοποίησις όμως της Νάξου δεν ίσχυσεν. Ι.Βισβίζη. Ερωτήματα του Υπ.δικαιοσύνης του 1833 περί των νομικών εθίμων, εις Επετηρίδα του Αρχείου της Ιστορίας του ελληνικού δικαίου της Ακαδημίας Αθηνών, 3 (1950), 160 ση,. 1, 168-9.
60. Ταύτην αναφέρει πατέντα εκλογής επιτρόπων του έτους 1699, εις Π. Ζερλέντου, Σύστασις Κοινού Μυκονίων, 59.
61. Βλ. Ταύτης ένθ' αν., 68-9, 73, 93-94.
62. Π. Πέννα, Το Κοινόν του Μελενίκου, ένθ' αν.,
63. Ηπειρωτικά Χρονικά, Β', 33 επ.
64. Αναδημοσιεύθη ούτος υπό Ι.Μανιατοπούλου. Το Ναυτικόν δίκαιον της Ύδρας (Αθήναι, 1939), 101 επ. και υπό Α. Λιγνού, Ιστορία της νήσου Ύδρας, ένθ' αν., 257, επ. Περί των πηγών του νόμου τούτου βλ. Ι. Μανιατοπούλου, ένθ' αν., 18 έπ.
65. Βλέπε τούτους εις Α. Λιγνόν, ένθ' αν., 247 επ.
|