Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Χίου, Ψαρών και Οινουσών κ. Μάρκου Βασιλάκη
Στιγμές τῆς χιακῆς Ἱστορίας στήν ποίηση
Ἔργο τῆς ποιήσεως δέν εἶναι νά ἐξιστορεῖ, ἀλλά νά ἀποτυπώνει τίς σκέψεις, τά βιώματα, τήν καλλιτεχνική εὐαισθησία καί τά συναισθήματα τοῦ ποιητῆ, κατά τρόπο πού, σύμφωνα μέ τήν περίφημη ρήση τοῦ Ἀριστοτέλους στήν Ποιητική του, τήν καθιστᾶ «φιλοσοφώτερη καί σπουδαιότερη τῆς ἱστορίας» («διὸ καὶ φιλοσοφώτερον καὶ σπουδαιότερον ποίησις ἱστορίας ἐστίν• ἡ μὲν γὰρ ποίησις μᾶλλον τὰ καθόλου, ἡ δ’ ἱστορία τὰ καθ’ ἕκαστον λέγει»). Ἡ ποίηση, δηλαδή, δέν ὑπόκειται στήν αὐστηρῶς νοητική προσέγγιση, ἀλλά ἀπευθύνεται σέ ὁλόκληρο τόν ἄνθρωπο, γι’ αὐτό καί διαθέτει μίαν ἰδιαίτερη ἐκφραστική, πού συνδέεται ἔντονα μέ τήν βιωματική λειτουργία τῆς γλώσσας. Ὡστόσο, πολλές φορές ἡ ποιητική ἔμπνευση ἐκκινεῖ ἀπό συγκεκριμένα ἱστορικά γεγονότα καί ἱστορικές πληροφορίες συχνά ἐνσωματώνονται στό περιεχόμενο τῶν ποιημάτων.
Τήν ἐθνική, ἡρωική δράση καί τίς θυσίες τῶν Ἑλλήνων τῆς Χίου κατά τήν διάρκεια τοῦ ἱεροῦ ἀγῶνος τῆς Ἐθνικῆς Παλιγγενεσίας, ἀλλά καί κατά τήν ἱστορική στιγμή τῆς Ἀπελευθερώσεως τῆς Νήσου, πραγματεύεται μία πλειάδα ποιητικῶν ἔργων, ἥσσονων καί μειζόνων δημιουργῶν. Περίφημοι ἔχουν μείνει οἱ στίχοι τοῦ Γεωργίου Δροσίνη:
Τά γιασεμιά κοκκίνισαν στόν χρόνο τῆς σφαγῆς σου,
πίνοντας αἷμα ἀντί νερό στήν ἁγιασμένη γῆ σου.
Τά χελιδόνια πέρασαν χωρίς νά σταματήσουν,
μή ξέροντας στό χαλασμό ποῦ τίς φωλιές νά χτίσουν.
Ὁ Ἀνδρέας Κάλβος ἀφιερώνει τήν Ἕκτη τῶν Ὠδῶν του «Εἰς Χίον»:
Ὡς ὅτε ἀπὸ τὸ στόμα
κρέμεται τῶν θνητῶν
αὐλὸς λελυπημένος
καὶ ἡ φωνή του μὲ κόπον
τρέμουσα ἐκβαίνει•
Ὡς μέσα εἰς τὰ πολύδενδρα
δάση τὸ βράδυ εἰσπνέει
τὸ τεθλιμμένον φύσημα
Μεσημβρινὸν καὶ φαίνεται
θρῆνος ἀνθρώπων•
Εἰς τὸν ἠρημωμένον
αἰγιαλὸν τῆς νήσου
οὕτω φέρνουν τὰ κύματα
καὶ τὸ παράπονόν τους
ἡ Ὠκεανῖδαι.
...
Ὄχι φῶς καὶ χαράν,
ἀμὴ φλογώδεις ἄκανθας
βρέχει δι᾿ αὐτοὺς ὁ ἥλιος,
καὶ ἡ γῆ σχισμένη δίδει
αἵματος βρύσεις.
Ἐµπνευσθείς ἀπό τόν ἀπαγχονισμό τοῦ ἐθνομάρτυρος Μητροπολίτου Χίου Πλάτωνος Φραγκιάδη, μαζί μέ ἄλλους Κληρικούς καί προκρίτους στήν Πλατεῖα τοῦ Βουνακίου τῆς πόλεως τῆς Χίου, ὁ ποιητής Θεόδωρος Ὀρφανίδης γράφει:
Τῶν µαρτύρων φορεῖ τὸ στεφάνι
ἡ χρηστή τῶν προκρίτων ὁµάς
ὡς κηδείας δ’ ὁ Χίου τιµάς
ἐµπαιγµοὺς Ἰουδαίων λαµβάνει.
Τό ἀπόσπασμα περιλαμβάνεται στό «λυρικο-επικόν ποίημα εἰς ἄσματα τέσσερα» μέ τίτλο Ἅγιος Μηνᾶς (Ἐπεισόδιον τῆς Ἑλληνικής Ἐπαναστασεως). Ἀναφέρεται στήν ὁμώνυμη Μονή, ὅπου «ἐτελέσθη ἡ σκληροτέρα τῶν σφαγῶν», κατά τήν Κυριακή τοῦ Πάσχα τοῦ 1822.
Στό μαρτυρικό παρελθόν τῆς Νήσου, ἀλλά καί στήν ἔλευση τοῦ Ἑλληνικοῦ στόλου καί τήν ἀπελευθέρωση ἀπό τήν Μητέρα Πατρίδα, ἀναφέρεται τό ποίημα τοῦ Ἀ. Γ. Μαρούκα «Εἰς τήν μυροβόλον Χίον»:
Χίος! ποιό θαῦμα γίνεται στ’ Ἅγιου Μηνᾶ τήν Πύλη;
Πῶς τρίζουνε τά κόκκαλα συχνά καί σιγιτρίζουν;
Τί λένε τοῦ Ἁγίου σου τά πικραμένα χείλη
Κι οἱ πέτρες μέ τά αἵματα πῶς τόσο κοκκινίζουν;
...
Μ’ ἐξέχασε ἡ Μάνα μου! ...οἱ ἄλλες ἀδελφές μου
Ἐλευθερώθηκαν πολύ πρωτύτερ’ ἀπό μένα
Ἄν καί δέν ἔπαθαν αὐτές τίς τόσες συμφορές μου
Κι ὑπόγεια μέ κοκκαλα δέν ἔχουν γεμισμένα.
-Χίος! καρτέρει μιά στιγμή καί μή βαρυγγομᾶς
Κι ἐκδίκησι τό αἷμά σου πού ἔχεις χύσει θαὕρῃ
Θερμά ἡ Μάνα σ’ ἀγαπᾶ καί νά Τήν ἀγαπᾶς
Καί θά σέ βγάλῃ γρήγορα ἀπ’ τή σκλαβιά τή μαύρη.
Εἶπε ἡ Μάνα κι ἔδειξε τοῦ πελάγου τά πλάτη
Ποῦ τἄσχιζαν θεόρατα καράβια φτερωτά
Καί σάν λεβέντες προβαιναν ἀτρόμητοι γεμᾶτοι
ἀπό ἀνδρεία πού παντοῦ ὅπου διαβῇ νικᾷ.
«Νά! Χίος, ἡ Ἐκδίκησις καί νά! ἡ Λευτεριά σου
Τά δάκρυά σου σκούπισε, παιδί μου ζηλευτό
Ἄς πλημμυρίσῃ ἡ χαρά τήν ἄδολη καρδιά σου
Κι ἄς παύσῃ κάθε λύπη σου καί κάθε βογγητό!»
Εἶπ’ ἡ Πατρίδα κι ἔσκυψε, τή Χίο της φιλεῖ
καί ὕστερ’ ἀπ’ τ’ ἀγκάλιασμα τά μάτια της γυρίζει
ἡ Χίος, καί Ἑλληνική Σημαία, στήν κορφή
τῆς Ἐκκλησιᾶς τ’ Ἅγιου Μηνᾶ θωρεῖ νά κυματίζῃ.
Ἡ ἔνδυση τῆς προσωποποιημένης Νήσου μέ τήν γαλανόλευκη, σέ ἀντικατάσταση τῆς αἱματοβαμμένης φορεσιᾶς της, ὑμνεῖται στό ποίημα Χίος ἐλευθέρα, τῆς Βιργινίας Τρίμη (Βοριᾶ), γραμμένο στήν Ἀθήνα, τόν Νοέμβριο τοῦ 1912:
Νύμφη μυριανθισμένη Ἐσύ, Χίος ἁγνή παρθένα
πού μέσ’ στίς τόσαις σου δροσιαίς, στά τόσα γιασεμιά σου
εἶχες τήν ὄψι σου χλωμή, τά ματιά δακρυσμένα
γιατ’ εἶχαν βάψει κόκκινα τήν ἄσπρη φορεσιά σου!
Μάζεψε τώρα λεμονιᾶς ἀνθούς καί γιασεμιᾶς κλωνάρια
καί μ’ ἄσπρες δάφναις στόλισε τά τίμια παληκάρια
πού σοῦ ξεσχίσαν τήν στολή τήν αἱματοβαμμένη,
κι ἀσπρογαλάζα σοὔβαλαν, Χίος μου παινεμένη.
Στήν ποιητική σύνθεση Χαῖρε Χίος, ἡ ὁποία ἐγράφη στήν Ἀλεξάνδρεια [ἀπό τόν Α.Α.Κ.], τόν ἴδιο μήνα τῆς Ἀπελευθερώσεως (Νοέμβριος 1912), διαβάζουμε:
Νά ἡ Αὐγή πού πρόσμενες, μαρτυρικό Νησί
ἄνοιξε τήν τρανή καρδία νά τήν σφιχταγκαλιάσῃς!
Καί πιέ ἀπό τῆς Λευτεριᾶς τ’ ἀθάνατο κρασί,
καί πιέ, καί πιέ καί μέθυσε! Καί πιέ γιά νά ξεχάσῃς
τοῦ Καραλῆ τ’ ἀπαίσια καί μαῦρα ’κεῖνα χρόνια
πού σ’ ἔρριξαν μέσ’ σέ διπλή σκλαβιά καί καταφρόνια.
Μά μέσ’ στήν μέθη τήν τρανή, ὤ μή ξεχνᾶς, θυμήσου
τόν Ψαριανό πυρπολητή, τό θεῖο ἐκδικητή σου...
Νά ἡ Αὐγή πού πρόσμενες μέ πόθο, μέ λαχτάρα,
ἔδιωξες τῆς πικρῆς σκλαβιᾶς τήν πιό βαρειά κατάρα.
Καί τώρα ἔλα ἐλεύθερη γιά νά πλαγιάσῃς πάλι
στῆς δοξασμένης Μάνας σου τήν τιμημένη ἀγκάλη!...
Ὁ ποιητής, ἀνωτέρω, μνημονεύει τόν ἡρωικό Ψαριανό πλοίαρχο (καί μετέπειτα ναύαρχο καί Πρωθυπουργό τῆς Ἑλλάδος) Κωνσταντῖνο Κανάρη, ὁ ὁποῖος τήν 6η Ἰουνίου τοῦ 1822 προσέβαλε μέ τό πυρπολικό του τήν ναυαρχίδα τοῦ Καρά Ἀλῆ (Καπουδάν Πασᾶ), πού ἦταν ἀγκυροβολημένη στήν Χίο καί τήν ἀνατίναξε στόν ἀέρα, ἐπιχείρηση κατά τήν ὁποία τραυματίστηκε θανάσιμα ὁ ἴδιος ὁ τοῦρκος ἀρχιναύαρχος, ἐπικεφαλής τῶν δυνάμεων πού διέπραξαν τήν φοβερή σφαγή τοῦ 1822.
Στόν Κανάρη ἀφιέρωσαν ἐπίσης ποιήματά τους ὁ Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης, ὁ Ἀλέξανδρος Πάλλης καί ὁ Κώστας Καρυωτάκης. Ὁ Βίκτωρ Οὐγκώ, ὁ ὁποῖος διεκρίθη γιά τήν εὐρεῖα φιλελληνική του δράση, ὕμνησε τόν Κανάρη σέ ἀρκετά ποιήματά του:
- «Στόν Κανάρη» (À Canaris) στή συλλογή «Τά ἄσματα τοῦ λυκόφωτος» (Les Chants du crépuscule), ποιήματα 8 καί 12.
- Στά ποιήματα: «Οἱ κεφαλές τοῦ σαραγιοῦ», «Ναυαρῖνο» Συλλογή «Ἀνατολίτικα» ἤ «Ἀνατολικά ἄσματα» (Les Orientales): ὅπου ὀνομάζει τήν Ἑλλάδα τοῦ Ὁμήρου μητέρα τῆς Εὐρώπης, καί τήν Ἑλλάδα τοῦ Βύρωνος ἀδελφή της.
Στόν Βίκτωρα Οὐγκώ ἀνήκει καί τό ποίημα μέ τίτλο «Τό ἑλληνόπουλο» (μετάφραση Κωστῆ Παλαμᾶ):
Τοῦρκοι διαβῆκαν, χαλασμός, θάνατος πέρα ὥς πέρα.
Ἡ Χίο, τ’ ὄμορφο νησί, μαύρη ἀπομένει ξέρα,
μέ τά κρασιά, μέ τά δεντρά
τ’ ἀρχοντονήσι, πού βουνά καί σπίτια καί λαγκάδια
καί στό χορό τίς λυγερές καμιά φορά τά βράδια
καθρέφτιζε μές στά νερά.
Ἐρμιά παντοῦ. Μά κοίταξε κι ἀπάνου ἐκεῖ στό βράχο,
στοῦ κάστρου τά χαλάσματα κάποιο παιδί μονάχο
κάθεται, σκύβει θλιβερά
...
Φτωχό παιδί, ποῦ κάθεσαι ξυπόλυτο στίς ράχες
γιά νά μήν κλαῖς λυπητερά, τί ΄θελες τάχα νά ΄χες;
...
Διαβάτη,
μοῦ κράζει τό Ἑλληνόπουλο μέ τό γαλάζιο μάτι:
Βόλια, μπαρούτι θέλω. Νά.
Ὁ ἐπιφανής Γάλλος λογοτέχνης ἀποδίδει μ’ αὐτόν τόν τρόπο, σέ μίαν ἐποχή ρομαντισμοῦ στήν ποίηση, τήν ἐπιτακτική ἀνάγκη γιά ὑλική, ἁπτή βοήθεια τῆς Ἑλλάδος κατά τόν ἀγώνα τῆς Ἀνεξαρτησίας.
Μέ τήν Ἀπελευθέρωση τῆς Χίου, ὁ Γεώργιος Σουρῆς, μέσα σέ ἐθνική ἔξαρση δημοσίευσε, τούς ἑξῆς πανηγυρικούς στίχους στόν «Ρωμηό»:
ἐλεύθερη σέ χαιρετῶ, δευτέρα μου Πατρίδα,
πού τοῦ τυφλοῦ τοῦ ραψῳδοῦ σ’ ὠνόμασαν κοιτίδα.
Ὁ ποιητής ὀνομάζει δευτέρα του Πατρίδα τήν κοιτίδα τοῦ Ὁμήρου, καθώς ἡ μητέρα του ἦταν Χιώτισσα.
Ἐλεύθερη σέ χαιρετῶ, μυριανθισμενη γῆ,
πού βάρβαρη σ’ ἐρήμαξε τρομάρα καί σφαγή,
κ’ ὑψώνονται τά σύμβολα τῶν Ἐλευθερωτῶν
σέ πύργους Γιουστινιάνηδων καί Τούρκων δεσποτῶν.
Συνεχίζει, ἀναλογιζόμενος τούς χρόνους τῆς Γενουατοκρατίας (1346-1566) καί τῆς Τουρκοκρατίας, ἡ ὁποία τήν ἀκολούθησε. Ἀναφέρεται στήν ἐπιφανῆ ἀρχοντική οἰκογένεια τῶν Γενουατῶν Ἰουστινιάνηδων (Giustiniani), ἀπό τήν ὁποία προέρχεται ὁ γνωστός ὑπερασπιστής τῆς Κωνσταντινουπόλεως κατά τίς στιγμές τῆς Ἁλώσεως.
Ὁ Σουρῆς κλείνει τήν πατριωτική σύνθεσή του μέ τούς ἑξῆς στίχους, ἀποτυπώνοντας τίς ἔνδοξες στιγμές τῆς Ἀπελευθερώσεως:
Τώρα κατάκλειστες καρδιές
γοργοπετοῦν κοντά σου
ν’ ἀνοίξουν μέσ’ στίς εὐωδιές
καί μέσ’ στ’ ἀρώματά σου.
Στρατούς λεβέντικης γενειᾶς
μ’ ἀνθούς τούς ραίνεις λεμονιᾶς,
βασανισμένη χώρα,
Κι ἀπό τόν Ἅγιο σου Μηνᾶ
ὅπου τό σήμαντρο μηνᾶ
τήν Λευτεριά σου τώρα.
Ἀναπόφευκτα, τά δικά μας λόγια φαίνονται πολύ φτωχά καί ἀτελῆ μπροστά στόν λόγο τῶν ποιητῶν πού διανύσαμε, ἀλλά καί ἔναντι τοῦ ἀγῶνος καί τῶν θυσιῶν τῶν ἡρώων τῆς Νεώτερης Ἱστορίας τῆς Χίου. Μόνο τιμώντας τό μεγαλεῖο τῆς ὁλοκληρωτικῆς τους προσφορᾶς, μποροῦμε νά συναισθανθοῦμε ἀκέραια τό προαιώνιο Ἐθνικό μας χρέος καί νά ἀξιοποιήσουμε δημιουργικά τό σύγχρονο ἐνεργητικό τοῦ Ἐθνικοῦ μας κεφαλαίου. Ἄς σκορπίζει, μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τήν εὐλογία του ὁ εὐοίωνος χρησμός τῆς Ἱστορίας καί τῆς Ποιήσεως στίς νεώτερες γενεές τῶν Ἑλλήνων, ἐμπνέοντάς μας δημιουργική καί ἁγνή ἐθνική αὐτοπεποίθηση.
|