Γιώργος Βαλσάμης
Καλόν ανθρώπω γυναικός μη άπτεσθαι
Σημειώσεις στη διδασκαλία του απ. Παύλου για τον γάμο
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου καὶ προσπαθώντας νὰ καταλάβουμε τί διδάσκει γιὰ τὸν γάμο καὶ τὶς σχέσεις τῶν δύο φύλων βρίσκουμε χωρία δυσερμήνευτα καὶ συχνὰ ἀντιφατικά, ἔτσι ὥστε τὰ κείμενα τοῦ Παύλου ἀποτελοῦν ζωντανὴ ἀπόδειξη, ὅτι δὲν νοεῖται συστηματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ ζητήματα ποὺ ἀφοροῦν τὸν καθημερινὸ πρακτικὸ βίο. Καὶ πέραν ἀκόμη τοῦ Παύλου, στὴν ἱστορική της πορεία ἡ Ἐκκλησία υἱοθέτησε κάποτε συνήθειες, ποὺ ρητῶς ἔχει καταδικάσει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἐπιτρέποντας γιὰ παράδειγμα τρία διαζύγια καὶ ὄχι μόνον γιὰ λόγους μοιχείας. Συχνὰ μιλοῦμε γιὰ θεολογία τοῦ γάμου ἢ ἀκόμη γιὰ θεολογία τοῦ περιβάλλοντος, τῆς τέχνης, καὶ τόσων ἄλλων, τείνοντας, ὄχι μόνο νὰ μετατρέψουμε τὴ θεολογία σὲ λέξη συνώνυμη τῆς (κοσμο)θεωρίας, ἀλλὰ καὶ νὰ λησμονήσουμε, πὼς ἡ ἴδια ἡ πορεία τῆς Ἐκκλησίας ἀναιρεῖ κάθε διάθεσή μας γιὰ μιὰ θεώρηση τοῦ καθημερινοῦ βίου, ποὺ θὰ διεκδικοῦσε δογματικοῦ τύπου μονιμότητα. Μάλιστα, μελετώντας τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ διαπιστώνοντας ὅτι, ἤδη στὴν ἐποχὴ τῶν ἱερῶν συγγραφέων τῆς Καινῆς Διαθήκης, τὰ προβλήματα «τοῦ αἰῶνος τούτου» ἀντιμετωπίζονται κατὰ τρόπο μᾶλλον ἐλαστικό, ἀποφεύγουμε κάθε πιθανότητα νὰ θεωρηθεῖ αὐθαίρετη ἡ πρακτικὴ ποὺ ἀκολούθησε μέχρι σήμερα ἡ Ἐκκλησία.
Κύρια προϋπόθεση τῆς διδασκαλίας τοῦ ἀπ. Παύλου εἶναι ἡ διὰ τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ παρουσία τῆς θείας χάριτος ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἐμμονὴ σὲ ὁποιαδήποτε νομικὴ κατοχύρωση τῆς σωτηρίας. Εἶναι τόση ἡ ἔμφαση ποὺ δίνει σ᾽ αὐτὸ ὁ Παῦλος, ὥστε νὰ δηλώνει καθαρά, πὼς ἀκόμα καὶ ἡ ἴδια ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν Θεό, ἀπαιτεῖ τὴν θεία χάρι γιὰ νὰ συντελεσθεῖ. Ὁ Θεὸς δηλαδὴ ἐπιτρέπει τὴν ἁμαρτία ὡς αὐτοτιμωρία τοῦ ἀνθρώπου· διὰ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ συμβαίνει ἀκόμη καὶ ἡ ἁμαρτία.(1) Δὲν θὰ δοῦμε στὶς ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου καμιὰ θεωρία περὶ ἀπολύτου προορισμοῦ ὡς δυναστεύσεως τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου, παρὰ μόνον ἂν δὲν ἔχουμε προσέξει τὴν θεμέλιο ἀρχὴ τῆς χάριτος. Τὰ περὶ προορισμοῦ ἐδάφια ἔχουν τὴ σημασία, ὅτι ἀκόμη καὶ ἡ πιὸ βλάσφημη ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου δὲν συντελεῖται ἂν δὲν ὑποστηρίζεται ἀπὸ τὴ θεία χάρι.
Πολυσυζητημένη εἶναι ἡ στάση τοῦ Παύλου ἀπέναντι στὸν γάμο καὶ μάλιστα τὰ ἐδάφια ἐκεῖνα, στὰ ὁποῖα ὁρίζεται συγκεκριμένη τάξη μέσα στὴν οἰκογένεια, τοῦ ἀνδρὸς ἐπέχοντος τὴν θέση κεφαλῆς. Φαίνεται νὰ σκανδαλίζουν τὰ ἐδάφια αὐτὰ ἐπειδή, πιστεύω, εἶναι διαφορετικὲς οἱ ἀρχές μας ἀπὸ τὶς ἀρχὲς ἐπὶ τῶν ὁποίων θεμελίωνε τὴν ποιμαντική του ὁ Παῦλος. Ἐμεῖς, σ᾽ αὐτὴ τὴν περίπτωση, ξεκινοῦμε μὲ δεδομένη τὴν ἀπόλυτη ἰσότητα ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς καὶ κατόπιν προσπαθοῦμε νὰ δοῦμε, πῶς θὰ αἰτιολογήσουμε τὴν ἀρχή μας μέσῳ τῶν ἱερῶν κειμένων.(2) Ὁ Παῦλος ἔχει δεδομένη τὴ θεολογία τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐξ αὐτῆς ἀντλεῖ καὶ κατ᾽ οἰκονομίαν ἐφαρμόζει τὴν ποιμαντική του στάση, ἔτσι ὥστε καὶ ἡ ἐντὸς τῶν οἰκογενειακῶν σχέσεων ὑποταγὴ τῆς γυναίκας στὸν ἄνδρα δὲν ὐποδηλώνει ἀνδροκρατικὲς τάσεις: ὁ γάμος, ὅπως κάθε πλευρὰ τοῦ βίου, εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς τρόπους διὰ τῶν ὁποίων ὁ πιστὸς προσφέρεται θυσία ζῶσα, εὐάρεστος τῷ Θεῷ(3) καὶ ἑπομένως ἡ περὶ δικαιωμάτων μεταξὺ τῶν συζύγων μοντέρνα συζήτηση φανερώνει, πὼς ἡ σύσταση τῶν σχέσεων αὐτῶν δὲν εἶναι χριστοκεντρική, πώς, ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς Ἐκκλησίας, δὲν μποροῦμε σ᾽ αὐτὴ τὴν περίπτωση νὰ μιλᾶμε γιὰ γάμο.
Μιλώντας γιὰ τὶς σχέσεις τοῦ ζευγαριοῦ ὁ Παῦλος ἄλλοτε προβάλλει τὴν πλευρὰ τῆς ἀμοιβαίας θυσίας (ὁπότε οἱ σύζυγοι θὰ ἔπρεπε νὰ μάχονται ἀμοιβαίως πῶς θὰ παραχωρήσουν καὶ ὄχι πῶς θὰ διατηρήσουν τὰ ὁποιαδήποτε "δικαιώματά" τους), καὶ ἄλλοτε τὴν ὑποταγὴ τῆς γυναίκας στὸν ἄνδρα καὶ τοῦ ἀνδρὸς στὸν Χριστό.(4) Στὸ Α΄ Τιμ. 2.11 κ.ἑ. ὁ Παῦλος ἀποδίδει σὲ δύο αἰτίες τὴν ὑποταγὴ τῆς γυναίκας στὸν ἄνδρα. στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος καὶ ἔπλασε πρῶτον τὸν Ἀδάμ, καὶ στὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, ὁπότε ἡ γυναίκα ἐξαπατήθηκε, ἀλλὰ ὄχι ὁ ἄνδρας. Σχολιάζοντας τὸ χωρίο αὐτὸ ὁ ἅγ. Χρυσόστομος ἐπισημαίνει, ὅτι δὲν εἶναι τὸ ἴδιο νὰ πεισθεῖ κανεὶς ἀπὸ τὸν ὁμογενῆ, ὅπως συνέβη μὲ τὸν ἄνδρα, καὶ νὰ πεισθεῖ ἀπὸ τὸ κατώτερο καὶ ὑποταγμένο(5) θηρίο, ὅπως συνέβη μὲ τὴν γυναίκα, καὶ διευκρινίζει περαιτέρω, πὼς ἡ γυναίκα ἀκολούθησε τὴν ἐπιθυμία της (ἐκείνη εἶδε πὼς τὸ ξύλο ἦταν καλὸν εἰς βρῶσιν) ἐνῶ ὁ ἄνδρας ἀκολούθησε καλόπιστα τὴν προτροπὴ τῆς γυναίκας του.(6) Ὅμως δὲν θὰ σταθεῖ σ᾽ αὐτὰ τὰ ἐπιχειρήματα· μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου οἱ σχέσεις τῶν δύο φύλων ἀνακαινίζονται. Στὸ Α΄ Κορ. 11.1-13 προβάλλεται ἔντονα ἡ ἀναγωγὴ ὅλων στὸν Πατέρα, προβολὴ ποὺ δὲν ἀποσκοπεῖ στὴν ἐγκαθίδρυση πυραμιδικῶν σχέσεων, - διαφορετικὰ δὲν θὰ εἴχε θέση ἡ ἔμφαση τῆς ἀμοιβαιότητας τῆς ἐξουσίας ἀνδρὸς καὶ γυναικός -, ἀλλὰ στὴν παιδαγωγικὴ εἰς Χριστὸν κοινωνία. Ἔτσι, στὴν πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολὴ θὰ χαρακτηρίσει τὸν γάμο μέγα μυστήριο «εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν ἐκκλησίαν».(7) ῾Η ἔμφαση στὴν ἀρχή, ἀκριβῶς ἐπειδὴ συνδυάζεται μὲ ἔμφαση στὴν ἐλευθερία καὶ τὴν ἀμοιβαία αὐτοθυσία, παιδαγωγεῖ στὴν ἀγάπη, γιὰ τὴν ὁποία ἀρχὴ εἶναι πάντοτε ὁ ἄλλος.(8) Μόνο ὅταν δὲν ὑπάρχει ἀγάπη γίνεται λόγος γιὰ δικαιώματα καὶ ὑποχρεώσεις.῾Η ἔλλειψη ἀγάπης ὑποπτεύεται τὴ διαφορὰ καὶ συγχέει τὴν ἰσοτιμία μὲ τὴν ἰσοπέδωση. Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικό, ὅτι σ᾽ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἐπιστολή, ὅπου προβάλλεται ἡ ἀρχὴ τοῦ Πατρὸς διὰ τοῦ Υἱοῦ, τοῦ ἀνδρὸς διὰ τῆς γυναικός, κλπ., σ᾽ αὐτὴ τὴν ἐπιστολὴ ὑπάρχει καὶ ὁ περίφημος ὕμνος στὴν ἀγάπη, γιὰ τὴν ὁποία ὁ Παῦλος λέει, ὅτι δὲν ἔχει δικαιώματα, δὲν ζηλεύει καὶ δὲν σκέπτεται τὸ κακό, ὅτι πιστεύει, ἐλπίζει, καὶ χαίρεται μὲ τὴν ἀλήθεια.(9) Μ᾽ αὐτὸ τὸν τρόπο νοοῦνται καὶ οἱ παραινέσεις τοῦ Παύλου γιὰ ὑποταγὴ στὶς ἐξουσίες. Δὲν πρόκειται δηλαδὴ οὔτε γιὰ δουλικότητα, οὔτε γιὰ αὐτὸ ποὺ σήμερα λέμε συντηρητισμό: καὶ μόνον ὁ λόγος γιὰ διεκδίκηση κάποιας ἐξουσίας φανερώνει καὶ ἐνισχύει τὴν ἀπουσία ἀγάπης. «Τὸ δὲ τέλος τῆς παραγγελίας ἐστὶν ἀγάπη ἐκ καθαρᾶς καρδίας καὶ συνειδήσεως ἀγαθῆς καὶ πίστεως ἀνυποκρίτου, ὧν τινες ἀστοχήσαντες ἐξετράπησαν εἰς ματαιολογίαν».(10)
Καλὸν ἀνθρώπῳ γυναικὸς μὴ ἅπτεσθαι
ΠΟΛΛΕΣ ΑΠΟΡΙΕΣ ἔχει προκαλέσει ἡ φράση «καλὸν ἀνθρώπῳ γυναικὸς μὴ ἅπτεσθαι», τὴν ὁποία διαβάζουμε στὸ ἕβδομο κεφάλαιο τῆς πρώτης πρὸς Κορινθίους ἐπιστολῆς.(11) Θεωρώντας ὅτι ἡ φράση αὐτὴ προσβάλλει τὴν ἀξία τοῦ γάμου ὁρισμένοι ἐρευνητές, ἤδη ἀπὸ τοῦ Ὠριγένους, προσπάθησαν νὰ τὴν ἀποδώσουν σὲ ἐγκρατευτικὴ μερίδα τῆς Ἐκκλησίας τῶν Κορινθίων, πρὸς τοὺς ὁποίους ὑποτίθεται ἀπαντᾶ ὁ Παῦλος, συνοψίζοντας ἢ μεταφέροντας ἐπὶ λέξει στὸ χωρίο αὐτὸ τὴν κύρια θέση τους. ῾Η ἑρμηνεία αὐτὴ δὲν φαίνεται νὰ εὐσταθεῖ, εἴτε γραμματολογικὰ εἴτε νοηματικά.
Ἂν πράγματι παρέθετε θέση τῶν αὐστηρῶν Κορινθίων τότε πῶς ἐξηγεῖται ἡ συνέχεια τοῦ λόγου στὸ 7.2 διὰ τοῦ συνδέσμου «δέ»; Πρέπει, μᾶλλον, στὴν περίπτωση αὐτὴ νὰ δεχθοῦμε, πὼς καὶ τὸ 7.2 συμπυκνώνει ἢ μεταφέρει ἐπὶ λέξει θέσεις τῶν Κορινθίων. Ὅμως ἂν τὸ δεχθοῦμε αὐτὸ τότε δὲν ἐξηγοῦνται οἱ προστακτικὲς τοῦ 7.2 διότι θὰ ἔπρεπε νὰ χρησιμοποιηθεῖ καὶ πάλι ἀπαρέμφατο κατὰ τὸ «ἅπτεσθαι» τοῦ 7.1, ἐννοουμένου τοῦ ἀπροσώπου «καλὸν [ἐστὶ]» ποὺ ἐκφράζει τοὺς Κορινθίους. ῾Η ὅλη περικοπὴ δηλαδὴ θὰ εἶχε ὡς ἑξῆς:
«Περὶ δὲ ὧν ἐγράψατε, καλὸν ἀνθρώπῳ γυναικὸς μὴ ἅπτεσθαι, διὰ δὲ τὰς πορνείας ἕκαστον τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα ἔχειν, καὶ ἑκάστην τὸν ἴδιον ἄνδρα ἔχειν».
Ἀντιθέτως, ἂν ὁλόκληρη ἡ περίοδος ἀνήκει στὸν Παῦλο, ἡ μετάβαση ἀπὸ τὸ ἀπαρέμφατο τοῦ 7.1 στὶς προστακτικὲς τοῦ 7.2 εἶναι τελείως φυσική, καθὼς ἀρχικὰ ἐκφράζει γενικὴ ἠθικὴ ἀξία ἐνῶ στὴ συνέχεια προτρέπει, παρακολουθώντας τὶς ἰδιαίτερες ἀνάγκες καὶ ἀδυναμίες τῶν παραληπτῶν τῆς ἐπιστολῆς. Ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ ἄλλος λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο εἶναι δύσκολο νὰ δεχθοῦμε πὼς ἐκφράζει ἀπόψεις τῶν Κορινθίων τὸ 7.1β καὶ ὄχι τὸ 7.2, ἀφοῦ στὸ 7.1α ἔχουμε τὴν πληθυντικοῦ ἀριθμοῦ ἀντωνυμία «ὧν» καὶ ἑπομένως, ἂν ὁ Παῦλος παραθέτει θέσεις τῶν Κορινθίων, δὲν εἶναι πολὺ πιθανὸ νὰ τὶς εἰσάγει μὲ πληθυντικὴ ἀντωνυμία παραθέτοντας μόνο μία θέση· τὸ κείμενο δηλαδὴ θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχει «περὶ δὲ οὗ ἐγράψατε, καλὸν ἀνθρώπῳ», κλπ. Ἂν ὅμως δεχθοῦμε πὼς ὁ Παῦλος πράγματι παραθέτει ἀπόψεις τῶν Κορινθίων, τότε ὁλόκληρη ἡ περίοδος 7.1,2 συνοψίζει τὶς θέσεις αὐτὲς καὶ ἑπομένως δὲν ἐμφανίζεται καμιὰ διαφορὰ μεταξὺ Παύλου καὶ Κορινθίων, ἀφοῦ ὅλο τὸ κεφάλαιο ἀναπτύσσει καὶ ἑρμηνεύει θεολογικὰ τὴν περίοδο 7.1,2 καὶ μάλιστα κλείνει συμμετρικὰ στὸ 7.39,40, ὅπου ἐπαναλαμβάνεται οὐσιαστικὰ τὸ 7.1,2 ἀναφερόμενο τὴ φορὰ αὐτὴ στὴ γυναίκα καὶ ἐφαρμοζόμενο στὴν περίπτωση χηρείας. Παρακάμπτοντας ὅμως καὶ τὴ δυσκολία τοῦ συνδέσμου «δὲ» καὶ τὴ δυσκολία τῆς ἀντωνυμίας «ὧν», ἂς δεχθοῦμε πὼς ὁ λόγος τοῦ Παύλου ἀρχίζει στὸ 7.2 ἐνῶ μόνον τὸ 7.1 παραπέμπει σὲ θέσεις τῶν Κορινθίων. Σ᾽ αὐτὴ τὴν περίπτωση, καθὼς τὸ 7.2 δέχεται τὸν γάμο κατὰ συγκατάβασιν, ὡς φάρμακο κατὰ τῆς πορνείας, ὁ Παῦλος ἐμφανίζεται καὶ πάλι κατ᾽ οὐσίαν νὰ δέχεται τὴ θέση τῶν Κορινθίων, νὰ δέχεται πὼς ὑπὸ ἰδανικὲς συνθῆκες «καλὸν ἀνθρώπῳ γυναικὸς μὴ ἅπτεσθαι», καὶ νὰ ἀποτρέπει μόνο ἀπὸ τὴν αὐστηρότητα στὴν ἐφαρμογὴ τοῦ κανόνα αὐτοῦ.
Εἶναι δύσκολο, ὅμως, νὰ δεχθοῦμε, πὼς οἱ Κορίνθιοι ἐν γένει ἐπεδείκνυαν τόση αὐστηρότητα, ἀφοῦ ἢδη πρὸ τοῦ κεφαλαίου 7 γίνεται λόγος μᾶλλον γιὰ ἠθικὴ χαλάρωση. Ἂν στὸ κεφάλαιο αὐτὸ ὁ Παῦλος ἀναφερόταν σὲ κάποια ἰδιαίτερη μερίδα τῆς Ἐκκλησίας(12) τότε πιθανότερο εἶναι νὰ ἔλεγε «περὶ δὲν ὧν ἔγραψάν τινες» ἢ «περὶ δὲ ὧν λέγουν τινές» κτὅ., ἀλλὰ ὁ Παῦλος συνεχίζει νὰ ἀναφέρεται στοὺς παραλῆπτες τῆς ἐπιστολῆς του ὡς μέλη ἑνιαίου σύνολου. Ἀκόμη καὶ ἂν δεχθοῦμε, πὼς στὴ συγκεκριμένη περίπτωση ἀπευθυνόταν εἰδικῶς σὲ ἐγκρατευτικὲς μερίδες τῆς κορινθιακῆς Ἐκκλησίας,(13) τότε ἀποκτᾶ ἀκόμη μεγαλύτερη σημασία τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ἀπέφυγε καθόλου νὰ ἐξάρει τὸ χάρισμα τῆς παρθενίας.
῾Η ἄποψή μας εἶναι, ὅτι ὁ Παῦλος στὸ σημεῖο αὐτὸ θέτει ἕνα γενικὸ ἠθικὸ δείκτη καὶ κατόπιν συγκαταβαίνει σὲ ἥπιες καὶ οἰκονομικὲς θέσεις, ὅπως ἄλλωστε κάνει καὶ σὲ ἄλλα σημεῖα τῆς ἐπιστολῆς, ὄχι ἐπειδὴ ἀπευθύνεται ἀποκλειστικῶς σὲ αὐστηρούς, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ προκαλέσει αὐστηρὲς τάσεις. Ἄλλωστε, τονίζει ἰδιαίτερα ὅτι ἡ πνευματικὴ ζωὴ ποὺ ἐγκαινίασε ὁ Χριστὸς χαρίζεται ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸν ἄνθρωπο καὶ δὲν κατακτᾶται μὲ «δίκαια» ἔργα ἢ νόμους, ἔτσι ὥστε πολεμώντας τὴν ἀνηθικότητα εἶναι λογικὸ νὰ φοβᾶται μήπως μειώσει τὸ στοιχεῖο τῆς χάριτος πρὸς ὄφελος τοῦ εὐσεβισμοῦ. Τὸ πιθανότερο εἶναι, ὅτι οἱ Κορίνθιοι ἔτειναν πρὸς καὶ τὰ δύο ἄκρα, ἔβλεπαν τὸ πρόβλημα τοῦ γάμου καὶ τῆς παρθενίας μὲ τὴ μορφὴ διλήμματος, ὁπότε ἐξηγεῖται ἀκόμη περισσότερο ἡ ὑπόμνηση ἀπὸ τὸν Παῦλο ὁλόκληρης τῆς κλίμακος, ἐπὶ τῆς ὁποίας μπορεῖ κάθε πιστὸς νὰ βαδίσει κατὰ χάριν καὶ συνείδησιν. Δὲν νομίζω πὼς μπορεῖ νὰ τεκμηριωθεῖ, ὅτι ὑπάρχουν ἐδάφια στὶς ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου, τὰ ὁποῖα δὲν ἀπευθύνονται σὲ ὅλους τοὺς πιστούς. Ἑπομένως μία ὑπόδειξη γιὰ τὶς χῆρες ἀφορᾶ καὶ τοὺς ἀγάμους, ἢ μιὰ ὑπόδειξη γιὰ τὴν παρθενία διδάσκει καὶ τοὺς ἐγγάμους.
Ἀλλὰ καὶ γιατί τὸ 7.1 δὲν συμβιβάζεται μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ Παύλου; Μήπως στὸ 7.7 δὲν γράφει, ὅτι θέλει ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ εἶναι παρθένοι καὶ μήπως, κατ᾽ ἀναλογίαν πρὸς τὸ 7.2, δὲν γράφει στὸ 7.5,6, ὅτι ἀποδέχεται τὶς σεξουαλικὲς σχέσεις μόνο γιὰ νὰ ἀποτρέπεται ὁ πειρασμός, κατὰ συγκατάβασιν; Μήπως στὸ 7.8 δὲν συνιστᾶ καὶ πάλι τὴν ἀγαμία; Μήπως στὸ 7.28 δὲν συνδέει τὸν γάμο μὲ τὴ θλίψη καὶ στὸ 7.33 μὲ τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν Θεό; Ἐκτὸς ἐὰν δὲν εἶναι ἡ ἀποτροπὴ ἀπὸ τὸν γάμο ἐκεῖνο ποὺ μᾶς σκανδαλίζει στὸ 7.1, ἐκτὸς ἐὰν νομίζουμε πὼς ἡ διατύπωση τοῦ «καλὸν ἀνθρώπῳ» μειώνει τὴ θέση τῆς γυναίκας εἰδικῶς. Ὅμως, ὁ Παῦλος στὴ συνέχεια τοῦ κειμένου θὰ προτρέψει ἀναλόγως καὶ τὶς γυναῖκες. Τὴ σκέψη τοῦ Παύλου δὲν ὁρίζει τὸ σχῆμα γυναίκα-ἄνδρας, ἀλλὰ τὸ σχῆμα ἄνθρωπος-Θεός, δὲν ἀποτρέπει ἀπὸ τὴ γυναίκα ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἐξάρτηση ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἀπὸ τὴ λήθη τοῦ Θεοῦ,(14) ὁπότε καὶ τὸ «καλὸν» τοῦ 7.1 ἔχει σχετικὴ καὶ ἀναγωγικὴ σημασία.(15) Ἐφόσον κάποιος δὲν ἔχει τὸ χάρισμα τῆς παρθενίας τίθεται τὸ ζήτημα τοῦ γάμου καὶ ἐδῶ ὁ Παῦλος προβάλλει σχέσεις ἰσοτιμίας καὶ ἀμοιβαίας αὐτοθυσίας τῶν συζύγων χωρὶς νὰ καταλύει τὴν ἀρχὴ τοῦ ἀνδρός, ἡ ὁποία, ὅμως, δὲν εἶναι ἀρχὴ ἐξουσίας, ὅπως δὲν εἶναι ἀρχὴ ἐξουσίας ὁ Πατέρας γιὰ τὸν Χριστό. Ὁ Χριστὸς γεννᾶται ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ γιὰ τὸν Πατέρα χωρὶς νὰ εἶναι κατώτερός του καὶ ἡ γυναίκα προέρχεται ἀπὸ τὸν ἄνδρα καὶ γιὰ τὸν ἄνδρα χωρὶς νὰ εἶναι κατώτερή του.(16) ῾Η παρθενία τῆς Θεοτόκου δὲν ἀποτελεῖ φυσιολογικὴ καὶ ἀπαραίτητη βάση τοῦ θαύματος τῆς ἐνανθρωπήσεως - θὰ μποροῦσαν νὰ εἶχαν ἐπιλεγεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ ἄλλοι τρόποι, ἐπίσης θαυματουργικῆς, ἐνανθρωπήσεως. ῾Η παρθενία δηλώνει τὴν ξεχωριστὴ ἀγάπη της γιὰ τὸν Θεό.
Ὡς μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἡ Παναγία βρίσκεται κοντὰ στὴ θεία δόξα περισσότερο ἀπὸ ὁποιοδήποτε ἄλλο πλάσμα, συμπεριλαμβανομένων, ἀσφαλῶς, τῶν ἀγγέλων. Τὸ πρόσωπό της εἰκονίζει τὴ σχέση, ἡ ὁποία ὑφίσταται ἀνάμεσα στὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό, παρέχοντας τὴν ὑψηλότερη δυνατότητα κατανόησης ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τοῦ θείου καὶ ἀκατάληπτου μυστηρίου τῆς γεννήσεως τοῦ Υἱοῦ ἀπὸ τὸν Πατέρα. Ὡς ἀδελφὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὴν κοινὴ μετοχὴ στὴν ἀνθρώπινη φύση, ἡ Παναγία, καὶ δι᾽ αὐτῆς ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος, ἀξιώθηκε νὰ καταστεῖ γένος καὶ μέλος τοῦ Χριστοῦ. ῾Η τέτοια τιμή της πλάι στὸν Θεὸ καὶ πλάι στοὺς ἀνθρώπους τὴν καθιστᾶ ἐπίσης εἰκόνα τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ, ἐπίσης ἐσταυρωμένη, ἐφόσον ὑπέμεινε τὴ σταύρωση τοῦ υἱοῦ της. ῾Η παρθενία τῆς Θεοτόκου δὲν ὑπαινίσσεται τὴν ἀπόστασή της ἀπὸ τὸ ἀνδρικὸ φῦλο ἢ τὴν ἀπαξία τῶν σεξουαλικῶν σχέσεων. Δηλώνει τὴν αὔξηση ἐντός της τῆς ἑνιαίας ἀνθρώπινης φύσης, τέτοιας, ὅπως ἔπρεπε νὰ προσφερθεῖ στὸν Θεό. ῾Η προπτωτικὴ πλάση τῆς γυναίκας ἀπὸ τὸ πλευρὸ τοῦ συντρόφου της, ἀντιστοιχεῖ συμμετρικὰ στήν, ὅμως ἀκόμη ὑψηλώτερη, γέννηση τοῦ ἀνθρώπου Ἰησοῦ ἀπὸ καὶ μέσα στὸ σῶμα τῆς μητέρας καὶ ἀδελφῆς του. Ἀπὸ τὸν γάμο τῆς θείας χάριτος καὶ τῆς ἀνθρώπινης θελήσεως στὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας, προῆλθε Ἐκεῖνος ποὺ ἕνωσε τὶς δύο φύσεις στὸ δικό Του πρόσωπο. Αὐτὸς ὁ γάμος εἶναι ἡ παρθενία τῆς Παναγίας.
῾Η παρθενία νοούμενη ἁπλῶς ὡς ἀγαμία, καὶ ἑπομένως εὐσεβιστικὰ καὶ βεβιασμένα τηρούμενη, ἀποτελεῖ ἐφάμαρτη πράξη, ἐφόσον βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὴ χαρὰ καὶ τὴν ἐλευθερία, ὅπως νοοῦνται στὸν ἔρωτα τῆς Παναγίας γιὰ Ἐκεῖνον ποὺ τὴ δημιούργησε, καὶ γιὰ Ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖο γέννησε, καὶ στὸν ἀκόμη μεγαλύτερο ἔρωτα τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸν Πατέρα Του καὶ τοὺς ἀνθρώπους, στὸν ὁποῖο καλεῖται νὰ ὑψωθεῖ ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος - πλησιάζοντας τὴν (ἄφυλη) παιδικότητα, ἀλλὰ τόσο πιὸ ἰσχυρή, ὅσο ἰσχυρότερη εἶναι ἡ ἀνδρικὴ φύση τοῦ Χριστοῦ.
Η ΚΑΤ' ΕΙΚΟΝΑ καὶ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου σημαίνει, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐκλήθη νὰ ἀναχθῆ στὴν ἐντὸς τοῦ Θεοῦ ἀτρεψία τῆς ὕπαρξης, ἔτσι ὥστε ἀρχὴ τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ ἐναπόθεση τῶν ἐλπίδων στὸ πρόσκαιρο καὶ φθαρτό: ἀπομακρυνόμενος ἀπὸ τὴ δόξα τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος προσηλώνεται σὲ ἐφήμερες διαθέσεις (κατάσταση ποὺ ὁ Παῦλος ὀνομάζει λατρεία τῆς κτίσεως), οἱ ὁποῖες καταργοῦν τὶς ἑνοποιὲς φυσικὲς σχέσεις διασπώντας τὴν ἀνθρώπινη κοινωνία ὡς κοινωνία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.(17) Ὁ Παῦλος δὲν ὑπερασπίζεται κάποια τάξη ποὺ θὰ προωθοῦσε αὐτὸ ποὺ λέμε διαιώνιση ἢ εὐημερία τοῦ εἴδους, διαφορετικὰ δὲν θὰ ἐξῆρε τὴν παρθενικὴ ζωή.
Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ περὶ τάξεως καὶ εὐσχημοσύνης διδασκαλία τοῦ ἀποστόλου. Σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία αὐτή, κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ὁρισμένα χαρίσματα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ὁρίζεται ἡ τάξη του. Συνεργαζόμενο μὲ τὰ ὑπόλοιπα μέλη οἰκοδομεῖ κατὰ τὸν δικό του λόγο τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. ῾Η εὔτακτη αὐτὴ συνεργασία εἶναι ἡ εὐσχημοσύνη, τὴν ὁποία καταλύουν τὰ πεπτωκότα μέλη, καὶ πρέπει εἴτε νὰ θεραπεύονται εἴτε ὡς ἄχρηστα νὰ ἀποβάλλονται. Ὅταν λοιπὸν ὁ Παῦλος γράφει τὴ φράση «ἀσχημονεῖν ἐπὶ τὴν αὑτοῦ παρθένον» διατυπώνει μιὰ πολὺ σοβαρὴ κατηγορία, δεδομένης τῆς περὶ εὐσχημοσύνης διδασκαλίας του. Πῶς λοιπὸν βεβαιώνει, ὅτι αὐτὴ εἰδικῶς ἡ ἀσχημοσύνη δὲν ἀποτελεῖ ἁμαρτία; Κατὰ τί δικαιώνεται ἡ ἀσχημοσύνη ἐντὸς τοῦ γάμου καὶ κατὰ τί παραμένει ἀσχημοσύνη;
Γιὰ τὸν Παῦλο κάθε διασπαστικὴ κίνηση δημιουργεῖ χάσμα Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου καὶ μάλιστα ὅταν γίνεται ἐν ἐπιγνώσει τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ὡς συνειδητὴ παράβαση.(18) ῾Η παράδοση στὴ φιληδονία, ἡ πορνικὴ συναναστροφή, διαφθείρει τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἐνῶ ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεὸ τὴν ἀνακαινίζει.(19) Ζητούμενο, ὅμως, δὲν εἶναι ἡ ἁπλὴ εὐταξία. Στὸ ἕβδομο κεφάλαιο τῆς πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολῆς ὁ Παῦλος συσχετίζει τὸν ἴδιο τὸν γάμο ὡς θεσμὸ μὲ τὴ νομικὴ εὐσέβεια τοῦ ἰουδαϊσμοῦ, διαπιστώνοντας καὶ στὶς δύο περιπτώσεις κατάργηση τῆς ἐλευθερίας ἀλλὰ καὶ ἔνταση τῆς ἁμαρτίας,(20) καθὼς προάγεται ἡ ἰδία δικαιοσύνη(21) τὴν ὁποία καταργεῖ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ.
Πολυτιμότερα τῶν κατὰ σάρκα εἶναι τὰ κατὰ πνεῦμα τέκνα,(22) καὶ διὰ τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Κυρίου ὅλοι οἱ πιστοὶ λογίζονται πλέον ὡς ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ καὶ υἱοὶ τοῦ ζῶντος Θεοῦ,(23) συνεπῶς ὁ γάμος θεωρεῖται περισσότερο μιὰ διάβαση, ἐνίοτε μάλιστα ἐπικίνδυνη.(24)
Νηπτικοὶ καὶ ἀσκητικοὶ Πατέρες ὡς ὁ ἅγ. Γρηγόριος Νύσσης ἢ ὁ ἅγ. Μάξιμος θὰ δώσουν ἰδιαίτερη ἔμφαση στὴ μέλλουσα κατάργηση τῶν φύλων(25) καὶ τὴ βαθμιαία διὰ τῆς χάριτος ἕνωση ὁλόκληρης τῆς κτίσεως.(26) Οἱ Πατέρες αὐτοὶ δὲν ἀρνοῦνται τὸν γάμο, ἀλλὰ διακρίνοντας ἀπὸ κάθε ἐφήμερη σχέση καὶ μέριμνα τὸ μυστήριο τῆς θείας ἀγάπης ποὺ καὶ τὸν γάμο θεμελιώνει, προσεύχονται γιὰ τὴν ἕνωση τῆς Ἐκκλησίας ὁλόκληρης ὡς ἀγαθῆς νύμφης τοῦ Χριστοῦ.(27)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ρωμ. 1.24,28.
[2] Σχετική, καὶ θλιβερή, εἶναι ἡ συζήτηση σημερινῶν μεσαιωνολόγων, μεταξὺ τῶν ὁποίων δὲν λείπουν ἐκείνοι ποὺ σκέπτονται πῶς θὰ προσαρμόσουν τὴ θεματολογία καὶ τὰ κριτήρια τῶν ἐρευνῶν τους, ὥστε νὰ γίνουν ἀποδεκτοὶ ἀπὸ φεμινιστικὲς καὶ παρόμοιες ὁμάδες· βλ. William D. Padenžed, The Future of the Middle Ages - Medieval Literature in the 1990s, Gainesville-Tallahassee-et al.: University Press of Florida, 1994, pp. xiii, 233.
[3] Ρωμ. 12.1,2.
[4] Α΄ Κορ. 11.3, Ἐφ. 5.22-33, Κολ. 3.18
[5] Προφανῶς μετὰ τὴν τιμωρία τοῦ Θεοῦ ὑποταγμένο. Ὁ Χρυσόστομος ἐδῶ συνάγει τὴν κατωτερότητα τῆς φύσεως τοῦ θηρίου ἐκ τῶν ὑστέρων.
[6] Βλ. ὑπόμνημα Εἰς Α΄ Τιμ., PG 62, στ. 544-5. Μάλιστα, συσχετίζοντας αὐτὲς τὶς παρατηρήσεις μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Παύλου νὰ μὴ διδάσκουν οἱ γυναῖκες στὴν Ἐκκλησία, συμπεραίνει ἐπιγραμματικά: «Ἐδίδαξεν ἅπαξ ἡ γυνὴ καὶ πάντα κατέστρεψε». Πρβλ. Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας, Τῆς τοῦ ἁγ. Παύλου πρὸς Τιμόθεον πρώτης ἐπιστολῆς ἐξήγησις, PG 125, στ. 40. Ὁ Μ. Βασίλειος ἀποδεικνύει τὴ σοφία τοῦ ὄφεως κατὰ τὸ ὅτι ἀπευθύνθηκε στὴν Εὔα ὡς «εὐαγωγοτέραν»· βλ. Ὅρους κατ᾽ ἐπιτομήν, Ἀπόκρισις 255, PG 31, στ. 1245. Ὁ ἅγ. Γρηγόριος Θεολόγος δὲν φαίνεται νὰ συμφωνεῖ μὲ τὴν ἑρμηνεία αὐτὴ καὶ δηλώνει κατηγορηματικὰ «ἀμφοτέρους ὁ ὄφις ἠπάτησεν. Οὐ τὸ μὲν ἀσθενέστερον εὑρέθη, τὸ δὲ ἰσχυρότερον». Λόγος 37.7.
[7] Ἐφ. 5.32.
[8] Πρβλ. Φιλ. 2.3: «τῇ ταπεινοφροσύνῃ ἀλλήλους ἡγούμενοι ὑπερέχοντας ἑαυτῶν».
[9] Α' Κορ. 13.1-13.
[10] Α΄ Τιμ. 1.5,6.
[11] Βλ. Α' Κορ. 7.1,2: «Περὶ δὲ ὧν ἐγράψατε, καλὸν ἀνθρώπῳ γυναικὸς μὴ ἅπτεσθαι. διὰ δὲ τὰς πορνείας ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα ἐχέτω, καὶ ἑκάστη τὸν ἴδιον ἄνδρα ἐχέτω».
[12] Ὅπως ὑποστηρίζει ὁ Γ. Πατρῶνος στὸ βιβλίο του Γάμος καὶ ἀγαμία, Ἀθῆναι 1985, σ.43. Πιὸ κάτω ὁ ἴδιος συγγραφέας προσθέτει, πὼς ὁ Παῦλος «προερχόμενος ἀπὸ ζηλωτικὲς φαρισαϊκὲς ὁμάδες, ἦταν 'ἐκ παραδόσεως' τοποθετημένος ὑπὲρ τοῦ γάμου καὶ τῆς οἰκογένειας, ποὺ καὶ τὰ δυὸ τὰ θεωροῦσαν ὡς καθήκοντα μάλιστα ἔναντι τοῦ νόμου» (ἔνθ. ἀν., σ. 45). Ἐὰν δεχθοῦμε τὴ λογικὴ τοῦ ἐπιχειρήματος αὐτοῦ τότε μποροῦμε νὰ τὴ χρησιμοποιήσουμε γιὰ νὰ καταλήξουμε στὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο συμπέρασμα, δηλαδὴ ὅτι ἀκριβῶς ἐπειδὴ ὁ Παῦλος προήρχετο ἀπὸ αὐτὴ τὴν παράδοση ἔνοιωθε ὑποχρεωμένος συνεχῶς νὰ τὴν ἀμφισβητεῖ, συμπέρασμα τὸ ὁποῖο, ὑπ᾽ αὐτὴ τὴν λογική, τεκμηριώνεται πάρα πολὺ εὔκολα ἀπὸ τὰ κείμενα. Ὅμως ἀντὶ νὰ ἀνιχνεύουμε ψυχολογικὲς ἢ κοινωνιολογικὲς ἐξαρτήσεις ἴσως θὰ ἦταν προτιμώτερο νὰ παραμένουμε στὸ περιεχόμενο, στὴ διδασκαλία τῶν κειμένων, καὶ ὁ Παῦλος δὲν χάνει καμμία εὐκαιρία ποὺ τοῦ δίνεται γιὰ νὰ τονίσει τὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ τῆς χάριτος ἐν ἀντιθέσει πρὸς κάθε νομικοῦ τύπου δικαίωση, καθὼς καὶ τὴν ὑπέρβαση ὅλων τῶν κοινωνικῶν σχέσεων στὴν προσωπικὴ ἕνωση μὲ τὸν Θεό.
[13] Βλ. Ὠριγένους,῾Υπόμνημα εἰς τὴν Α΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστ., ἀπ. 33: «τοιοῦτόν τι γέγονεν ἐν Κορίνθῳ, καὶ ἦν ἀκαταστασία ἐν ταῖς οἰκίαις τῶν ἀδελφῶν, πῆ μὲν ἀνδρῶν πῆ δὲ γυναικῶν ἐγκρατεύεσθαι πειρωμένων καὶ ἀλλήλων κατεξανισταμένων». Ἀκόμη δὲ καὶ ὁ Ὠριγένης θεωρεῖ τὴν περὶ γάμου διδασκαλία τοῦ συγκεκριμένου κεφαλαίου ὡς συγκατάβαση ἀπὸ πλευρᾶς τοῦ Παύλου ("καὶ προτρεψάμενος ἀσκεῖν τὴν ἀγνείαν, πάλιν φέρει ἐπὶ τὸ δεῖ τῇ ἀσθενείᾳ συγκαταβαίνειν τῶν ἀσθενεστέρων") καὶ μολονότι πιστεύει, πὼς τὸ 'καλὸν ἀνθρώπῳ γυναικὸς μὴ ἅπτεσθαι' ἀπηχεῖ ἢ μεταφέρει θέση τῶν Κορινθίων, ὁμολογεῖ πὼς αὐτὴ εἶναι πάντως καὶ θέση τοῦ Παύλου: «οἷον. Ἐπαινῶ ὑμᾶς ὅσον ἐπὶ τῷ ἠθεληκέναι ἀγνεύειν τοὺς ἀποστάντας τῆς μίξεως τῆς πρὸς τὴν γυναίκα, ἀλλὰ λογίσασθε μὴ τὸ ἑαυτῶν μόνον ἀλλὰ καὶ τὸ τῆς γυναικός» (ἔνθ. ἀν.).
[14] Πρβλ. Α' Κορ. 10.17.
[15] Καὶ ἑπομένως δὲν φαίνεται σωστὸ νὰ ταυτίζουμε τὸ "καλὸν" τοῦ χωρίου αὐτοῦ μὲ τὴ δυνατότητα τῆς ἐλευθερίας ὡς ἀνεπηρέαστης ἐνεργείας: καταλυομένης τῆς ἀναγωγικῆς εἰς Θεὸν σημασίας τοῦ καλοῦ ἡ ἐλευθερία καταντᾶ ἁπλὴ ἀνεξαρτησία τὸ ὁποῖο ἀκριβῶς μάχεται ὁ Παῦλος· ἑπομένως καὶ τὸ λάθος τοῦ Ράσσελ δὲν βρίσκεται στὴν ἴδια τὴ δήλωση, ὅτι «ὁ γάμος δὲν ἔχει διὰ τὸν Χριστιανισμὸν ἀξίαν καθ᾽ ἑαυτὸν» ἀλλὰ στὸ ὅτι ἡ δήλωση αὐτὴ ὑπαινίσσεται, πὼς ὑπάρχουν ἴσως ἄλλες ἀνθρώπινες σχέσεις ἢ συμπεριφορὲς ποὺ ἔχουν ἀξία καθ᾽ ἑαυτές (τὴ δήλωση Ράσσελ βλ. εἰς Γ. Πατρώνου, Γάμος καὶ ἀγαμία, Ἀθῆναι 1985, σ. 67). Ἑπομένως, τὴ φράση «καλὸν ἀνθρώπῳ» κλπ. δὲν θὰ πρέπει νὰ τὴ διαβάζουμε ὡς καταφατικὴ ἀλλὰ μᾶλλον ὡς ἀποφατικὴ (οὐ καλὸν ἀνθρώπῳ γυναικὸς ἅπτεσθαι), τοῦ καλοῦ ἐπέχοντος τὴ θέση τοῦ μόνου κυρίως ἀγαθοῦ Θεοῦ. Πρβλ. Μ. Βασιλείου, Ὅροι κατὰ πλάτος, PG 31, στ. 912: «κυρίως δὲ καλὸν καὶ ἀγαπητὸν τὸ ἀγαθόν. Ἀγαθὸς δὲ ὁ Θεός».
[16] Α' Κορ. 11.1-13.
[17] Ρωμ. 1.24 κ.ἑ.
[18] Ρωμ. 1.32: «τὸ δικαίωμα τοῦ Θεοῦ ἐπιγνόντες ( . . . ) οὐ μόνον αὐτὰ ποιοῦσιν, ἀλλὰ καὶ συνευδοκοῦσι τοῖς πράσσουσι».
[19] Α' Κορ. 6.15-20.
[20] Ρωμ. 7.1 κ.ἑ.
[21] Ρωμ. 10.3.
[22] Ρωμ. 9.8. Μάλιστα ὁ Χρυσόστομος τονίζει τὴ διάκριση αὐτὴ γιὰ νὰ ἀποτρέψει ἀπὸ τὸν γάμο πρὸς ὄφελος τοῦ μοναστικοῦ βίου.
[23] βλ. Ρωμ. 9.26 καὶ Ὡσ. 1.10.
[24] Πρβλ. Ἱερ. 17.5: «ἐπικατάρατος ὁ ἄνθρωπος ὃς τὴν ἐλπίδα ἔχει ἐπ᾽ ἄνθρωπον» κλπ.
[25] Ὁ Μ. Βασίλειος, μάλιστα, δὲν ἀποφεύγει νὰ θεωρεῖ τὸ ἕνα ἀνθρώπινο φύλο ἢδη ἐξ ἀρχῆς: «οὐδὲν γὰρ οὕτως ἴδιον τῆς φύσεως ἡμῶν, ὡς τὸ κοινωνεῖν ἀλλήλοις, καὶ χρήζειν ἀλλήλων, καὶ ἀγαπᾶν τὸ ὁμόφυλον» (βλ. Ὅροι κατὰ πλάτος, PG 31, στ. 917).
[26] Πρβλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 30.6: «ὅλος Θεός, ὅταν μηκέτι πολλὰ ὦμεν, ὧσπερ νῦν τοῖς κινήμασιν καὶ τοῖς πάθεσιν, οὐδὲν ὅλως Θεοῦ, ἢ ὀλίγον, ἐν ἡμῖν αὐτοῖς φέροντες, ἀλλ᾽ ὅλοι θεοειδεῖς, ὅλου Θεοῦ χωρητικοὶ καὶ μόνου· τοῦτο γὰρ ἡ τελείωσις πρὸς ἣν σπεύδομεν».
[27] Πρβλ. Α΄ Ἰω. 2.15-17, μαρτυρία ἰδιαιτέρως ἐνδεικτικὴ καθὼς προέρχεται ἀπὸ τὸν κατ᾽ ἐξοχὴν εὐαγγελιστὴ τῆς μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων ἀγάπης, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ Ἀθανάσιος Γιέβτιτς, Χριστὸς ἀρχὴ καὶ τέλος, Ἀθῆναι 1983, σ. 357.
|