image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Προηγούμενη Σελίδα

Γιώργος Βαλσάμης

Ιστορικά στοιχεία στον Βίο του οσίου Γρηγορίου Δεκαπολίτου

Το κείμενο έχει γραφεί ειδικώς για την Μυριόβιβλο.


Α'. Τα πρώτα χρόνια - Εκλογή του μοναχικού βίου

Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέχει ο Βίος(1) του οσίου(2), Ο Γρηγόριος γεννήθηκε περίπου το 795-800(3) στην Ειρηνόπολη της ισαυρικής Δεκαπόλεως. Καταγόταν από φτωχή οικογένεια. Ο πατέρας του λεγόταν Σέργιος και η μητέρα του Μαρία. Είχε ένα αδελφό, για τον οποίο γνωρίζουμε μόνο, ότι ακολούθησε και αυτός τον μοναχικό βίο. Πνευματικό οδηγό στα πρώτα χρόνια είχε τη μητέρα του, ιδιαιτέρως ευσεβή, σ’ αντίθεση με τον πατέρα του. ΄Οταν έγινε οκτώ ετών φρόντισε να τον στείλει στους γραμματιστές(4) για τη στοιχειώδη εκπαίδευση. Ο Γρηγόριος δεν ακολούθησε ανώτερες σπουδές(5), αλλά επιδόθηκε στη λατρευτική ζωή και στην καθημερινή εγκράτεια. Ακόμη, καλλιέργησε ποικίλες χειροτεχνικές δεξιότητες, αν και δεν γνωρίζουμε ποιές ακριβώς, οι οποίες του έδωσαν τη δυνατότητα να φροντίζει για τις ανάγκες τις δικές του και των γονέων του.

΄Εφηβο ακόμη οι γονείς του έσπευσαν να τον δώσουν σε γάμο και τον έστειλαν να συγκεντρώσει τα απαραίτητα(6). Ο Γρηγόριος ματαίωσε τα σχέδιά τους καταφεύγοντας σ’ ένα ηγούμενο στη Δεκάπολη, ο οποίος είχε μόλις απομακρυνθεί από την επισκοπή του και ζούσε στα γειτονικά όρη διωκόμενος από τους εικονομάχους. Εκείνος τον παρότρυνε να γίνει μοναχός και τον έστειλε σε μία λαύρα εκεί κοντά. Ο πατέρας του πέθανε και η μητέρα του τον ανεζήτησε για να τον παρακαλέσει να συνεχίσει την άσκησή του κοντά στον αδελφό του. Ο Γρηγόριος πήγε αλλά τιμωρήθηκε βάναυσα και διώχθηκε από τον ηγούμενο επειδή έλεγξε με θάρρος μπροστά στους υπόλοιπους μοναχούς τα εικονομαχικά του φρονήματα. Κατέληξε στη μονή του θείου του Συμεών, αρχιμανδρίτου των μονών της Δεκαπόλεως. Ο Συμεών έγινε ο πνευματικός του πατέρας. Δεκατέσσερα χρόνια ασκήθηκε στη μονή του, δηλ. περίπου ως το 830, και μετά αναχώρησε σε απόκρημνο σπήλαιο, «εν ω παν ότιουν αποτιναξάμενος θορύβου είδος εαυτώ προσείχε μόνω και τω θεώ». Κατά τη διάρκεια της εδώ παραμονής του θέλησε να δει τον αδελφό του, αλλά δεν το κατόρθωσε· αυτή είναι και η τελευταία φορά που αναφέρεται το πρόσωπο του αδελφού του στον Βίο, ενώ η μητέρα του θα πρέπει να είχε ήδη πεθάνει.


Β'. Από τη Δεκάπολη στη Ρώμη

Περί το 832(7) διέκοψε την άσκησή του και κατευθύνθηκε στην ΚΠολη. «Ο της αιρέσεως των χριστιανοκατηγόρων κολοφών μέγα κρατών εβρενθύετο», μας πληροφορεί ο βιογράφος του. Πρόκειται για την ύστατη εικονομαχική προσπάθεια, επί αυτοκράτορος Θεοφίλου(8), και ο Γρηγόριος αποφάσισε να υπερασπισθεί την αλήθεια και να ενισχύσει τους διωκόμενους εικονόφιλους. Ο χειμώνας τον ανάγκασε να σταματήσει σ’ ένα μοναστήρι της Εφέσου και την ΄Ανοιξη συνέχισε από τη θάλασσα. Οι ναυτικοί εφοβούντο πειρατικές επιδρομές των Αράβων(9), αλλά τελικώς κατέπλευσαν με ασφάλεια την Προκόννησο. Ο Γρηγόριος δεν συνέχισε για την ΚΠολη, αλλά «υπό της χάριτος κωλυθείς» (αυτή την εξήγηση μόνο δίνει ο βιογράφος του) παρέμεινε στην Προκόννησο, όπου και τον φιλοξένησαν αψηφώντας τα αυτοκρατορικά διατάγματα(10). Τί ανάγκασε τον όσιο άνδρα να μεταβάλει τα σχέδιά του; Η υπόθεση, ότι αυτό συνέβη επειδή τότε η βασιλεύουσα πολιορκείτο από τα στρατεύματα του Θωμά του Σλάβου (βλ. F. Dvornik, ένθ. αν. σ. 30) δεν είναι πειστική. Η πολιορκία άρχισε τον Δεκέμβριο του 821(11), άρα ο Γρηγόριος έφθασε στην Προκόννησο την ΄Ανοιξη του 822(12). Αν πάλι υποθέσουμε, ότι είχε φθάσει εκεί την ΄Ανοιξη του 821, και παρέμεινε φοβούμενος το ενδεχόμενο επίθεσης στην ΚΠολη, δεν είναι δυνατόν να εξηγήσουμε γιατί ο βιογράφος του μιλάει για εικονομαχικό κολοφώνα. Ο εικονομάχος αυτοκράτορας Λέων Ε΄ είχε ήδη δολοφονηθεί οικτρά τα Χριστούγεννα του 820 και τον διαδέχθηκε ο μετριοπαθής Μιχαήλ Β΄ (820-829), επί της βασιλείας του οποίου σταματούν οι διώξεις και επανέρχονται από την εξορία ο πατριάρχης Νικηφόρος και ο Θεόδωρος Στουδίτης. Ποιός είναι ο εικονομαχικός κολοφώνας, όταν ο εμφανιζόμενος ως προστάτης των εικονόφιλων Θωμάς έχει αναγορευθεί αυτοκράτωρ από τον πατριάρχη Αντιοχείας, έχει με το μέρος του όλα τα μικρασιατικά θέματα (εκτός του Οψικίου και των Αρμενιακών), τόν στόλο και τους εικονόφιλους του ευρωπαϊκού τμήματος της αυτοκρατορίας, και πολιορκεί τη βασιλεύουσα(13);

Από την Προκόννησο βλέπουμε τον Γρηγόριο να κατευθύνεται ταχύτατα προς τη Ρώμη(14). Αν προηγήθηκαν συνεννοήσεις με εικονόφιλους ή αν υπήρξαν οποιεσδήποτε εξωτερικές πιέσεις, που συνετέλεσαν στη μεταστροφή αυτή, δεν μπορούμε να ξέρουμε. Κατέπλευσε, λοιπόν, στην Αίνο, ανατολικά του δέλτα των εκβολών του ΄Εβρου, και από εκεί στη Χριστόπολη, τη σημερινή Καβάλα. Από τη Χριστόπολη, ακολουθώντας την ιστορική Via Egnatia, προχωρούσε για τη Θεσσαλονίκη, όταν συνάντησε Σλάβους ληστές στη διάβαση του Στρυμόνος κοντά στην Αμφίπολη(15). Ενέδρευαν με τα μονόξυλά τους(16) στις όχθες του ποταμού και επετίθεντο στα παραπλέοντα σκάφη(17). Ο Βίος του Γρηγορίου Δεκαπολίτου φαίνεται να επιβεβαιώνει(18), ότι το κράτος δεν έλεγχε απόλυτα την κατάσταση στην ευρύτερη περιοχή, ενώ το θέμα Στρυμόνος δεν είχε ακόμη ιδρυθεί(19).

Στη Θεσσαλονίκη τον Γρηγόριο φιλοξένησε ο ηγούμενος Μάρκος. Θέλοντας να συνεχίσει και επειδή δεν γνώριζε τη διαδρομή, «ήλγει και αθυμία κατείχετο». ΄Ενας μοναχός, που επίσης πήγαινε στη Ρώμη, τον δέχθηκε ως συνοδό του. ΄Εφθασε, λοιπόν, στην Κόρινθο για να πάρει πλοίο για τη Σικελία(20). Και πάλι αναφέρεται, ότι ΄Αραβες πειρατές καθιστούσαν επισφαλή τα δρομολόγια(21). Τελικά, ο Γρηγόριος έπλευσε με ασφάλεια στο Ρήγειο και από εκεί στη Νεάπολη. Το πλοίο έπεσε σε καταιγίδα και εξώκειλε με αποτέλεσμα ο Γρηγόριος να συνεχίσει για τη Ρώμη από την ξηρά.

Στη Ρώμη έμεινε σε κελί τρείς μήνες, πιθανώς τους τρεις χειμερινούς μήνες του 833/834, και μετά πήγε στις Συρακούσες. Εκεί πρέπει να έμεινε περίπου ένα έτος(22), «το της ησυχίας τίμιον ασπαζόμενος». Κατέπλευσε ύστερα στον Υδρούντα (Otranto), του οποίου οι κάτοικοι ήσαν εικονομάχοι και τον αντιμετώπισαν με εχθρότητα. Κοντά στον Υδρούντα και ενώ επέστρεφε στη Θεσσαλονίκη κινδύνευσε από στρατιωτικό απόσπασμα Σαρακηνών.

Αυτά γνωρίζουμε για το ταξίδι του στην Ιταλία. Ο Βίος δεν καταγράφει καμμία ιδιαίτερη δραστηριότητα, σχετική με τα εικονομαχικά ζητήματα που ταλαιπωρούσαν το Βυζάντιο. Καμμία επαφή με την παπική εκκλησία. Γιατί λοιπόν πήγε στη Ρώμη ο Γρηγόριος; ΄Οχι βέβαια για να συνεχίσει την άσκηση, την οποία διέκοψε στη Δεκάπολη· ούτε για να θαυματουργήσει, αφού σ’ αυτό ειδικά το ταξίδι απέφευγε μ’ επιμέλεια οτιδήποτε θα συγκέντρωνε σ’ αυτόν την προσοχή του κόσμου. Μπορούμε να υποθέσουμε, ότι ο Ιγνάτιος αποσιωπά γεγονότα και μπορούμε, επίσης, να εικάσουμε τους λόγους για τους οποίους το κάνει, αν σκεφθούμε μια άλλη αποσιώπηση, εκείνη της φιλίας του Γρηγορίου με τον Ιωσήφ Υμνογράφο και της (κατ’ εντολήν του Γρηγορίου) αποστολής του Ιωσήφ στη Ρώμη για να εξασφαλίσει την υπέρ των εικονόφιλων παπική βοήθεια.

Πριν ασχοληθούμε με εκείνη την αποστολή, πρέπει να στραφούμε για λίγο στη θαυματουργική δράση του οσίου: χάριν του Γρηγορίου οι ναυτικοί αποφεύγουν τους πειρατές (53, 55 (23)), Σλάβοι και ΄Αραβες εξουδετερώνονται (54, 58), πνιγόμενος μοναχός σώζεται (56)· χάριν του Γρηγορίου ελευθερώνεται ο πρωτοκαγκελάριος Γεώργιος από τους αντιπάλους του και ταξιδεύει ανενόχλητος από τους πειρατές (62-63), κλπ. Ανάμεσα σε τέτοια θαύματα θα μπορούσε ο βιογράφος να ομολογήσει, ότι ο ειδικός απεσταλμένος του Δεκαπολίτου, ο Ιωσήφ, σε μία τόσο κρίσιμη για τους πιστούς εποχή, συνελήφθη από ΄Αραβες πειρατές και φυλακίστηκε χωρίς να εκτελέσει ποτέ την αποστολή του;(24) Αν ο Ιγνάτιος απέκρυψε τα σχετικά με τον Ιωσήφ για να μην αμαυρώσει την εξιδανικευμένη μορφή του ήρωά του και για να μην αποδυναμώσει, έτσι, την παιδαγωγική αξία του Βίου, είναι πιθανό για τους ίδιους λόγους να απέκρυψε και την (αναμενόμενη(25)) πολιτική δράση του Γρηγορίου στη Ρώμη, δράση πού, σύμφωνα μ’ αυτό το συλλογισμό, δεν θα πρέπει να υπήρξε επιτυχής.


Γ'. Στη Θεσσαλονίκη

Από τον Υδρούντα ο Γρηγόριος επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, όπου έμεινε δύο ή τρία χρόνια, πριν επισκεφθεί για πρώτη φορά την ΚΠολη. Στο διάστημα αυτό, δηλαδή μεταξύ 835 και 838 περίπου(26), τοποθετείται η απόφαση του οσίου να αναχωρήσει μ’ ένα μαθητή του «προς τα των Σκλαβηνών μερών όρη», ελπίζοντας, ότι εκεί θα μπορούσε απερίσπαστος να συνεχίχει τον ασκητικό του αγώνα. ΄Ομως, η εξέγερση των Σλάβων τον ανάγκασε να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη(27). Επρόκειτο μάλλον για Σλάβους που ανήκαν στο φύλο των Δρουγουβιτών(28). Αν η εξέγερσή τους συνέβη το 837 και συνδέεται με την κατά των Σμολεάνων του Στρυμόνος επιχείρηση των Βουλγάρων(29), ή αν ήταν μεμονωμένη και αποσκοπούσε στην εξασφάλιση διοικητικών ή φορολογικών προνομίων(30), δεν μπορούμε να ξέρουμε(31)· πάντως, το γεγονός είναι χαρακτηριστικό για τους Σλάβους εκείνης της εποχής(32).

Το επόμενο περιστατικό το αφηγήθηκε στον Ιγνάτιο κάποιος μοναχός Αναστάσιος. Ο μοναχός αυτός θα ταξίδευε στην ΚΠολη και επειδή η διαδρομή ήταν επικίνδυνη(33) ζήτησε την ευλογία του οσίου. Ακριβώς το ίδιο έκανε και ο πρωτοκαγκελάριος Γεώργιος. Ο όσιος έστειλε τον Αναστάσιο μαζί του για να τον προστατεύει. Δύο φορές συνελήφθη ο Γεώργιος από αξιωματούχους του καίσαρος Αλεξίου Μωσηλέ, την πρώτη κοντά στη Χριστόπολη και τη δεύτερη στον Βουλερό, αλλά μετά από παρέμβαση του Αναστάσιου τον ελευθέρωσαν. Στη Μαρώνεια επιβιβάσθηκαν σε πλοίο καί, παρά την έντονη δράση των (Σλάβων πιθανώς) πειρατών, έφθασαν σώοι στη βασιλεύουσα. Ο Γεώργιος δέχθηκε από τον αυτοκράτορα το τιμητικό αξίωμα του κανδιδάτου και όταν επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη ευχαρίστησε τον όσιο, στον οποίο απέδωσε την καλοτυχία του. Το περιστατικό αυτό επιβεβαιώνει την κρίσιμη κατάσταση στα θέματα Θεσσαλονίκης, Μακεδονίας και Θράκης, και, επιπλέον, διασώζει μια πολύτιμη πληροφορία. Ο Γεώργιος ήταν έμπιστος του στρατηγού του θέματος Θεσσαλονίκης(34). Στον Βίο του Γρηγορίου Δεκαπολίτου αναφέρεται για πρώτη φορά στρατηγός αυτού του θέματος(35).


Δ'. Από τη Θεσσαλονίκη στην ΚΠολη

Σύμφωνα με άλλο αγιογραφικό κείμενο(36), στη Θεσσαλονίκη ο Γρηγόριος είχε γνωρίσει τον Ιωσήφ Υμνογράφο. Ο Ιωσήφ γεννήθηκε στη Σικελία το 816 και την εγκατέλειψε περί το 828, μετά την εισβολή των Αράβων(37). Κατέφυγε στην Πελοπόννησο και από εκεί στη Θεσσαλονίκη· έγινε μαθητής του Γρηγορίου και μαζί πήγαν στην ΚΠολη(38). Κατά την παραμονή τους στη βασιλεύουσα κατέλαβε τον θρόνο «Λέων ο θηριώδης, ο εκ της Ισαυρίας [imo Αρμενίας], ο οποίος κυκά μεν όλην την Εκκλησίαν και ταις παναγίαις εικόσι πάλαι προσωχθηκώς, πόλεμον κατ’ αυτών των πώποτε γεγεννημένων εκίνησε τον σφοδρότατον»(39). Οι ασκητές παρεκάλεσαν τον Δεκαπολίτη να στείλει κάποιον στη Ρώμη για βοήθεια από τον πάπα(40). ΄Ετσι εστάλη ο Ιωσήφ, αλλά, όπως ήδη αναφέραμε, ΄Αραβες πειρατές τον αιχμαλώτισαν και τον μετέφεραν στην Κρήτη(41). Ελευθερώθηκε και επέστρεψε στην ΚΠολη μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα και του Γρηγορίου Δεκαπολίτου(42).

Αν δεχθούμε, ότι ο Ιωάννης Γραμματικός χειροτονήθηκε πατριάρχης το 837 και ότι τότε ξέσπασε συστηματικός διωγμός των εικονόφιλων(43), είναι πιθανόν αυτά τα γεγονότα να βρίσκονται πίσω από την αναφορά του Βίου στον Λέοντα ΄Ισαυρο(44). Οπωσδήποτε, το ταξίδι των δύο ανδρών στην ΚΠολη πρέπει να τοποθετηθεί μεταξύ 837 και 839, αφού ο Γρηγόριος φαίνεται να έμεινε τουλάχιστον δύο χρόνια (835-836 και 840-841) στη Θεσσαλονίκη, πριν από τις δύο επισκέψεις του στη βασιλεύουσα. Στο διάστημα μεταξύ 837 και 839 πρέπει να τοποθετηθεί, επίσης, η αποστολή του Ιωσήφ στη Ρώμη, και όχι στις αρχές του 842 (δεύτερο ταξίδι του Γρηγορίου στην ΚΠολη), οπότε η εικονομαχία είχε λήξει και ο Θεόφιλος είχε πεθάνει(45).

Ο Γρηγόριος, λοιπόν, επισκέφθηκε για πρώτη φορά την ΚΠολη περί το 838 και δεν φαίνεται να παρέμεινε περισσότερο από ένα χρόνο. Τον φιλοξένησε ο μετέπειτα βιογράφος του Ιγνάτιος και ύστερα επισκέφθηκε το μοναστικό κέντρο στον ΄Ολυμπο της Βιθυνίας(46). Για την επιστροφή του οσίου στη Θεσσαλονίκη ο Βίος δεν αναφέρει τίποτα.


Ε΄. Δεύτερο ταξίδι στην ΚΠολη - θάνατος του οσίου

Κατά το 841, ο Γρηγόριος ασθένησε βαρειά(47). Παρά την ασθένειά του απαίτησε να τον μεταφέρουν στην ΚΠολη για να συναντήσει τον πνευματικό του πατέρα Συμεών, αιχμάλωτο τότε του Θεόφιλου. Ο Συμεών είχε μάθει για την ασθένεια του οσίου και με γράμμα του τον είχε παρακαλέσει να τον δει για τελευταία φορά. Στην ΚΠολη ο Γρηγόριος έφθασε τον Ιανουάριο του 842, μετά τον θάνατο του Θεόφιλου, και ο Συμεών είχε μόλις απελευθερωθεί, όταν τον συνάντησε. Παρέμεινε στη βασιλεύουσα τους επόμενους μήνες δοκιμαζόμενος από την ασθένεια. Λίγο πριν πεθάνει ζήτησε να τον μεταφέρουν στο άγιο όρος του Ολύμπου, όπου και κοιμήθηκε, τον Νοέμβριο του 842. Η μνήμη του εορτάζεται στις 20 Νοεμβρίου και την ακολουθία του έγραψε ο μητροπολίτης Μυρών Ματθαίος.


ΣΤ΄. Επίλογος

Η εικονομαχία δεν ξεκίνησε ως κίνημα αντιμοναστικό, αλλά προσέλαβε τον χαρακτήρα αυτό(48), επειδή ήσαν μοναχοί εκείνοι, οι οποίοι με σθένος αντιτάχθηκαν όχι μόνο στα εικονοκλαστικά μέτρα, αλλά και σε ελάσσονες θρησκευτικές παρατυπίες των αυτοκρατόρων. Η στάση του Θεόδωρου Στουδίτη μπορεί να φαίνεται ευσεβιστική και οπωσδήποτε αντίθετη στην αντίληψη των βυζαντινών για την οικονομία, αλλά κάθε αξιολόγησή της δεν πρέπει να παραγνωρίζει, ότι στο Βυζάντιο ο αυτοκράτορας (όπως και ο πατριάρχης) θεωρείτο και όφειλε να είναι «ζώσα εικών Χριστού»(49). Αυτό, ενώ δεν οδήγησε ποτέ στην εμπέδωση καισαροπαπισμού, διαπότισε το σύνολο της πολιτείας με τις αρχές της χριστιανικής ηθικής(50), και θα ήταν μάλλον δύσκολο για τους εκκλησιαστικούς άνδρες να ανέχονται την κατά καιρούς περιφρόνηση μέρους των αρχών αυτών από τον πρώτο πολίτη της αυτοκρατορίας. ΄Ομως, ο ίδιος ο μοναχισμός δεν ήταν άμεμπτος. Σε μεγάλο βαθμό τα μοναστήρια αποτελούσαν απλώς καταφύγια για μια ζωή πλούσια και ασφαλή(51)· επομένως οι αυστηρότεροι των εκπροσώπων τους ίσως θα όφειλαν κατ’ αρχήν να μετριάσουν κάπως τις απαιτήσεις τους από την πολιτική εξουσία και μάλιστα όταν αυτό θα προστάτευε θεμελιώδη δόγματα και παραδόσεις της Εκκλησίας. Τέτοια υπήρξε η τακτική των λεγόμενων μετριοπαθών, στις τάξεις των οποίων ανήκαν οι πατριάρχες Ταράσιος και Νικηφόρος, καθώς και ο βιογράφος τους διάκονος Ιγνάτιος. Με τον Βίο του Γρηγορίου Δεκαπολίτου ο Ιγνάτιος τίμησε εκείνον, πού, μετά τον θάνατο του πατριάρχη Νικηφόρου και μάλιστα στα χρόνια του Θεόφιλου, εμψύχωσε τους εικονόφιλους και προάσπισε την ορθή πίστη, παρέχοντας ταυτόχρονα τον εαυτό του ζωντανή μαρτυρία της πραγματικής σημασίας του μοναχισμού. Στον πανίσχυρο βυζαντινό μοναχισμό ο Ιγνάτιος πρότεινε τον αναχωρητισμό του Δεκαπολίτου· στην άτεγκτη εφαρμογή ηθικών κανόνων αντέταξε τη θεοπτία, το θαυματουργικό του χάρισμα και τη συνεχή ταπείνωση. Τέλος, παρά τις συνήθεις σε αγιογραφικά κείμενα υπερβολές, ο Βίος του Γρηγορίου Δεκαπολίτου καταγράφει γεγονότα, όπως τα σχετικά με την τελευταία συνάντηση Γρηγορίου και Συμεών, που μαρτυρούν ότι για την ανθρώπινη φύση η αγιότητα δεν είναι σκοπός και ιδανικό, προς το οποίο οφείλει να συμμορφωθεί, αλλά ιδρυτικό της στοιχείο.




ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Το κείμενο εξέδωσε ο F. Dvornik: La Vie de saint Grégoire de Décapolite et les Slaves macédoniens au IXe siècle, Paris 1926, σελ. 45-75. Πρβλ. BHG, Bruxelles 1957 (3), 711.

[2] Συγγραφέας του Βίου είναι ο διάκονος Ιγνάτιος, για τον οποίο βλ. F. Dvornik, ένθ. αν., σελ. 16-19, και Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια [εις το εξής, ΘΗΕ], τ. 6, Αθήναι 1965, στ. 715. Κατά την W. Wolska-Conus, ο Ιγνάτιος αυτός δεν ταυτίζεται με τον αποκαλούμενο από τους Συνεχιστές του Θεοφάνους «οικουμενικό διδάσκαλο» (βλ. P. Lemerle, Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός, μτφρ. Μ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Αθήνα 1981, σ. 83).

[3] Η εποχή κατά την οποία ο Γρηγόριος αποφάσισε να ασπασθεί τον μοναχικό βίο συμπίπτε με την έναρξη της δεύτερης περιόδου της εικονομαχίας. Ο ηγούμενος τον οποίο προσπάθησε να συναντήσει και να συμβουλευθεί είχε καταφύγει στα γειτονικά όρη «δια την της επικρατούσης αιρέσεως κακόβουλον και φθοροποιόν επισύστασιν· και γαρ το των εικονομάχων επεφύετο φρόνημα», διευκρινίζει ο βιογράφος του. Ο Γρηγόριος ήταν τότε έφηβος. ΄Οσοι δέχονται την πιθανότητα να γεννήθηκε μεταξύ 780 και 790 (βλ. F. Dvornik, ένθ.αν., σελ. 19, 27 και 30), προϋποθέτουν, ότι η «επισύστασις» της εικονομαχίας και, επομένως, η εφηβεία του Γρηγορίου μπορεί να τοποθετηθεί στα χρόνια της βασιλείας Νικηφόρου του Α΄ (802-811). Οι πηγές, όμως, δεν φαίνεται να αποδίδουν εικονομαχικό χαρακτήρα στην εκκλησιαστική πολιτική του Νικηφόρου:

Ο Γεώργιος Μοναχός ανήκει στους ακραίους εικονόφιλους, των οποίων την παράδοση ακολουθώντας, δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει τους πλέον υβριστικούς χαρακτηρισμούς για τους εικονομάχους αυτοκράτορες και πατριάρχες. Για τον Λέοντα Ε΄ γράφει, ότι «αν και τον έλεγαν λέοντα έμοιαζε με πίθηκο» («ει γαρ και λεόντειον τούνομα, πιθήκειον το βλεπόμενον», έκδ. Βόννης, σ. 771), τον αποκαλεί «δύστηνον», «αντίθεον», «παραβάτην», «αλιτήριον» και πολλά άλλα. Ο ίδιος γράφει για τον Νικηφόρο Α΄, ότι ήταν «ευσεβής άγαν και χριστιανόφιλος πάνυ» (PG, τ. 110, 973a). Ο Θεόδωρος Στουδίτης, ο οποίος αντετάχθη στην καισαροπαπική πολιτική του αυτοκράτορα και εξορίστηκε, κατατάσσει τον Νικηφόρο μεταξύ εκείνων, «οι, κάν τα άλλα διαβεβλημένοι, δια δε την ορθοδοξίαν μόνον μνήμης έτυχον εκκλησιαστικής» (PG. τ. 99, 1660b). Μήπως ο βιογράφος του Δεκαπολίτου, αν και μετριοπαθής, θεώρησε, ότι οι χειρισμοί του αυτοκράτορα αποτελούσαν την αρχή ανασυγκροτήσεως της εικονομαχίας; Αυτή θα ήταν μια πολύ «ελεύθερη» ερμηνεία των περί επισυστάσεως αναφορών του Βίου και των σχετικών ιστορικών γεγονότων, η οποία, πάντως, αποδεικνύεται εσφαλμένη: στον Βίο του πατριάρχη Νικηφόρου, συγγραφέας του οποίου είναι επίσης ο Ιγνάτιος, διαβάζουμε, ότι ο αυτοκράτωρ Νικηφόρος διέθετε απολύτως ορθόδοξο φρόνημα («τα περί την αληθή πίστιν τελείω τυγχάνοντι», έκδ. C. de Boor, σ. 153).
Η επισύστασις της εικονομαχίας, σύμφωνα με τις πηγές, πρέπει να καταλογισθεί στον αυτοκράτορα Λέοντα Ε΄ τον Αρμένιο (813-820), ο οποίος και συγκάλεσε εικονομαχική σύνοδο στην Αγία Σοφία λίγο μετά το Πάσχα του 815, αφού είχε καθαιρέσει τον πατριάρχη Νικηφόρο και ανεβάσει στον πατριαρχικό θρόνο τον Θεόδοτο Μελισσηνό (1 Απριλίου 815). Σ’ αυτά τα γεγονότα αναφερόμενος ο Ιγνάτιος γράφει: «αλλ’ ουδέν ούτων τον δίκαιον [δηλ. τον πατρ. Νικηφόρο] ήλγυνεν ως η κατά της εκκλησίας επινοουμένη παρά των εχθρών επισύστασις» (ένθ.αν., σ. 190). Χαρακτηριστική είναι η χρήση της ίδιας λέξης («επισύστασις») και στους δύο Βίους για το ίδιο γεγονός. Επομένως ο Γρηγόριος Δεκαπολίτης αποφάσισε να ασπασθεί τον μοναχικό βίο περί το 815 και θα πρέπει να ήταν τότε περ. 17 ετών (για τη διάρκεια της εφηβείας στο Βυζάντιο, βλ. Φ. Κουκουλέ, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, τ. Δ΄, Αθήνα 1951, σ. 76).

[4] Η ηλικία, κατά την οποία έστελναν τα παιδιά στους δασκάλους της προπαιδείας, ποικίλλει. Συνήθης, πάντως, ήταν ο έκτος ή ο έβδομος χρόνος (για την εκπαίδευση στον Βυζάντιο, βλ. Φ. Κουκουλέ, ένθ. αν., τ. Α΄, σ. 38 κ.ε. Για τα σχετικά με την εκπαίδευση στοιχεία, που διασώζουν οι Βίοι της εικονομαχικής περιόδου, βλ. P. Lemerle, ένθ. αν., σ. 91 κ.ε.).

[5] Πρβλ. P. Lemerle, ένθ. αν., σ. 94: «είναι κοινός τόπος των αγιογράφων να δείχνουν ότι ο ήρωάς τους την περιφρονεί [ενν. την κοσμική επιστήμη], ή, στην καλύτερη περίπτωση, παίρνει από αυτήν μόνο τα απαραίτητα».

[6] Για τις προ του γάμου διαδικασίες, βλ. Φ. Κουκουλέ, ένθ. αν., τ. Δ΄, σ. 82 κ.ε.

[7] Μετά την αποτυχία των κατά των εικονοφίλων φορολογικών ρυθμίσεων (πρβλ. Βίο Ιωαννικίου, PG, τ. 116, 81c) ο Θεόφιλος ακολούθησε σκληρότερη τακτική και αυτό φαίνεται πως έγινε περί το 832 (πρβλ. Δ. Ζακυθηνού, Βυζαντινή Ιστορία: 324-1071, Αθήνα 1972, σ. 191), οπότε θεωρείται πιθανή και κάποια εικονοκλαστική σύνοδος (πρβλ. Κ. Παπαρρηγόπουλου, Ιστορία του Ελληνικού ΄Εθνους, έκδ. Γαλαξία, Αθήνα 1970, τ. ι΄, σελ. 368-369, και G. Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, μτφρ. Ι. Παναγόπουλου, Αθήνα 1979, τ. Β΄, σ. 273, σημ. 145). Η χρονολογική διευκρίνηση της εικονομαχικής δράσεως του Θεόφιλου δεν μπορεί να είναι βέβαιη, πάντως μετά το 832 οι διώξεις των εικονόφιλων ήταν μάλλον συνεχείς, αν και η έντασή τους πρέπει να διέφερε. Πρβλ. Συν. Θεοφάνους, έκδ. Βόννης, σ. 106: «και τον μεν δι’ ημάς οφθέντα άνθρωπον, θεόν όντα αληθινόν, ούτως ύβριζέ τε και τους εαυτού αγίους θεράποντας ουχ ούτω βραχεί χρόνω και περιωρισμένω κατά πάντα δε τον εαυτού χρόνον της ζωής εκάκου και ανηκέστοις υπεβάλλετο συμφοραίς».

[8] Βλ. Συμεών Μάγιστρον, έκδ. Βόννης, σ. 627: «του την πίστιν και την ευσέβειαν πλέον υπέρ τους πρώην βασιλεύσαντας αδικήσαντος». Πρβλ. Συν. Θεοφάνους, σελ. 99-100 και Κ. Παπαρρηγόπουλο, ένθ. αν., σ. 370 - εκ των οποίων συνάγεται, ότι ο Ιγνάτιος χαρακτηρίζει «κολοφώνα» την επί Θεοφίλου εικονομαχική περίοδο, ως τελευταία και ισχυρότερη, και όχι την επί Λέοντος Ε΄, όπως δέχονται, όσοι χρονολογούν την αναχώρηση για την ΚΠολη μεταξύ 815 και 820. Πρβλ. και σημ. 3 ανωτέρω.

[9] ΄Αραβες μετανάστες από την Ισπανία κατέλαβαν το 816 την Αίγυπτο και στο διάστημα μεταξύ 822/823 (πρώτη επιδρομή του Abu Hafs) και 827/828 κατέλαβαν την Κρήτη (βλ. G. Ostrogorsky, ένθ. αν., σ. 271, σημ. 138 και τη συμπλήρωση: «χωρίς όμως αυτό να σημαίνει και κατάκτηση ολόκληρου του νησιού»). Από τότε οι ΄Αραβες χρησιμοποιούσαν την Κρήτη ως ναυτική βάση. Την κράτησαν περισσότερο από ενάμισυ αιώνα και από εδώ εξορμούσαν σε αδιάκοπες πειρατικές επιχειρήσεις σε ολόκληρη τη γύρω περιοχή (G. Ostrogorsky, ένθ. αν., σ. 78).

[10] Βλ. Συν. Θεοφάνους, σ. 100.

[11] Για την επανάσταση του Θωμά, βλ. G. Ostrogorsky, ένθ. αν., σελ. 76-78.

[12] Πρβλ. σημ. 3 και σημ. 8 ανωτέρω.

[13] Βλ. Συν. Θεοφάνους, σελ. 53-55.

[14] Η αναποφασιστικότητα και η καθυστέρηση στη Θεσσαλονίκη δεν αφορούν στον προορισμό του ταξιδιού του, αλλά στην ακριβή πορεία που θα έπρεπε ν’ ακολουθήσει («πόθεν άρα και ποία τρίβω χρήσαιτο»). Πρβλ. και σημ. 20 κατωτέρω.

[15] Πρβλ. Στ. Κυριακίδου, Τα Βόρεια Εθνολογικά ΄Ορια του Ελληνισμού, Θεσσαλονίκη 1946, σ. 29. Για την Αμφίπολη, βλ. F. Dvornik, ένθ. αν., σ. 33.

[16] Πρβλ. θαύματα αγίου Δημητρίου, PG, t. 116, 1325a: «πρώτως εφευρόντων εξ ενός ξύλου γλυπτάς νήας κατασκευάσαι κατά θάλασσαν οπλισαμένας», και Γ. Θεοχαρίδου, Ιστορία της Μακεδονίας κατά τους μέσους χρόνους, Θεσσαλονίκη 1980, σ. 148.

[17] Το κείμενο έχει ως εξής: «εκ δε ταύτης [δηλ. της Χριστοπόλεως] αποβάς του πλοίου, κατήντησεν επί τινα ποταμόν, εν ω Σκλαβίνοις λησταίς περιέπεσεν, επί λέμβου τας του ποταμού παραμειβομένοις όχθας, και τα προσπίπτοντα των πλοίων ληϊζομένοις. Ους ιδών ο όσιος μηδενί θάμβει κρατηθείς, συνήλθε και συνεκάθισεν αυτού. Οι δε το του ανδρός θάρσος εν θαύματι θέμενοι, προς αλλήλους επινεύοντες έλεγον· ‘‘Τίς ούτος; ος μηδεμίαν τω προσώπω δειλίαν υποφαίνων, μηδέ των δραθέντων υφ ημών λόγον ποιούμενος, επί τοσούτω παρρησίας ήλασεν, ώστε και συνείναι ημίν κατεθάρρησεν; φανερός ουν ως διαπορθμεύσαι τον ποταμόν βουλής εστι’’. Κώπαις ουν χρησάμενοι, επέκεινα του ποταμού τόπον διεβίβασαν, και την οδόν δι ης οδεύειν ήμελλεν, υποδείξαντες, ασινή και αλώβητον πορεύεσθαι είασαν» (έκδ. F. Dvornik, σελ. 54-55).

[18] Πρβλ. κατωτέρω τα σχετικά με την εξέγερση των Σλάβων της περιοχής της Θεσσαλονίκης και με το ταξίδι του πρωτοκαγκελάριου Γεώργιου.

[19] Για τους Σλάβους γενικά βλ. Δ. Ζακυθηνού, ένθ. αν., σ. 97 κ.ε. (Το Σλαβικόν ζήτημα), 174 κ.ε. (Βούλγαροι και Σλάβοι εν τη χερσονήσω του Αίμου). Μαζικές εγκαταστάσεις Σλάβων στη χερσόνησο του Αίμου δεν έχουμε παρά μόνο μετά τη βασιλεία του Φωκά, επί Ηρακλείου (ένθ. αν., σελ. 101 και 130). Παρά την εθνολογική τους συγγένεια δεν συγκροτούν ενιαία πολιτική οργάνωση, αλλά κινούνται σε χωριστά και μισάλληλα φύλα υπό ίδιον αρχηγό, τον «άρχοντα», «εξάρχοντα», «έξαρχον», «ρήγα», όπως ονομάζεται στις ελληνικές πηγές (βλ. Γ. Θεοχαρίδου, ένθ. αν., σελ. 138 και 185). Οι περιοχές στις οποίες εγκαταστάθηκαν ονομάζοντο Σκλαβηνίαι. «Κατ’ αρχάς ανεγνώρισαν την τυπικήν επικυριαρχίαν του Βυζαντινού Κράτους και εξηκολούθουν τον αυτοδιοικούμενον φυλετικόν των βίον. Αργότερον ή εισήλθον εις την υπηρεσίαν του Κράτους ως φοιδεράτοι [σύμμαχοι], όπως οι Σμολεάνοι, ή ενικήθησαν εις στρατιωτικάς επιχειρήσεις, διελύθη η αυτοδιοίκησίς των και εγένοντο φόρου υποτελείς, όπως οι Δρουγουβίται και οι Σαγουδάτοι. Από του 836 ή 837 χάνονται τα ίχνη των και δεν αναφέρονται πλέον εις τας πηγάς ως Σκλαβηνίαι» (Γ. Θεοχαρίδου, ένθ. αν., σ. 185. Για τα σλαβικά φύλα της Μακεδονίας γενικά, βλ. αυτόθι, σελ. 179-189). Μετά τις επιδρομές των Βουλγάρων και ιδίως μετά τη μεγάλη επιδρομή του Κρούμου (812) η περιοχή του Στρυμόνος δεν εξασφάλιζε ούτε τις επικοινωνίες ούτε τη βυζαντινή άμυνα (πρβλ. και τον Βίο του Δεκαπολίτου, σ. 62: «δια γαρ δυσχερών και επιφόβων τόπων διοδεύειν ήμελλεν») και είναι πιθανόν, όπως παρατηρεί ο Θεοχαρίδης (ένθ. αν., σ. 228), ή ίδρυση του θέματος Στρυμόνος να συνδέεται με την παρουσία του καίσαρος Αλεξίου Μωσηλέ στη Χριστόπολη (831-838). Πάντως «θέμα Στρυμόνος αναφέρεται το πρώτον εις το Κλητορολόγιον του Φιλοθέου του έτους 899» (ένθ. αν., σ. 224).

[20] Συντομότερη ήταν η διαδρομή που περιελάμβανε το μεταξύ Θεσσαλονίκης και Δυρραχίου τμήμα της Εγνατίας οδού. Ο μοναχός, τον οποίο ακολούθησε ο Γρηγόριος, προτίμησε να ταξιδεύσει μέσω Κορίνθου, πιθανώς επειδή η προηγούμενη διαδρομή ήταν ιδιαιτέρως επικίνδυνη. ΄Αν αυτό ισχύει, επιβεβαιώνει ότι η βυζαντινή κυριαρχία στις περιοχές εκείνες ήταν μάλλον χαλαρή και η δράση Σλάβων και Βουλγάρων εκτεταμένη.

[21] Αυτή τη φορά πρόκειται για τους Αγλαβίτες, που είχαν επιτεθεί στη Σικελία. Βλ. G. Ostrogorsky, ένθ. αν., σ. 78: «οι ΄Αραβες της Αφρικής, παρεμβαίνοντας στους ανταγωνισμούς των τοπικών ηγεμόνων, εμφανίστηκαν το 827 στη Σικελία. Επιθέσεις Αράβων εναντίον της Σικελίας ήταν συνηθισμένο φαινόμενο από τα μέσα του έβδομου αιώνα, τώρα όμως άρχιζε η κανονική κατάκτηση του νησιού. Το γεγονός τούτο κλόνισε ανεπανόρθωτα την ηγεμονία του βυζαντινού κράτους στη Μεσόγειο και ιδιαίτερα στην Αδριατική. Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος θεωρούσε τη βασιλεία του Μιχαήλ Β΄ ως την περίοδο που γνώρισε τη σοβαρότερη μείωση της βυζαντινής επιρροής στα αδριατικά παράλια και στις σλαβικές περιοχές στα δυτικά της βαλκανικής χερσονήσου. Πρβλ. Γεωργίου Μοναχού, PG, τ. 110, 1005c και Συν. Θεοφάνους, σελ. 81-83.

[22] «[...] φαίνεται μείνας έν τινι πύργω παραλίω ένα ή δύο χρόνους». Βλ. Μ. Γεδεών, Βυζαντινόν εορτολόγιον, ΚΠολη 1899, σ. 193.

[23] Οι εντός παρενθέσεων αριθμοί των παραδειγμάτων παραπέμπουν σε σελίδες της εκδόσεως Dvornik (βλ. αν.).

[24] Πρβλ. σημ. 45 κατωτέρω.

[25] Πρβλ. σημ. 14 ανωτέρω.

[26] Για τη χρονολόγηση πρβλ. σημ. 22 ανωτέρω και τα σχετικά με τις επισκέψεις στην ΚΠολη, κατωτέρω.

[27] «Βουλή ποτε τω αγίω γέγονε συν ενί των μαθητών ορμήσαι προς τα των Σκλαβηνών μερών όρη, ηλπικότι εν τούτοις ησυχίας της επιθυμουμένης τυχείν. Επιλαβόμενος ουν της οδού, και μικρόν πρόσω γεγονώς, τάχει πολλώ προς τον εν ω εξήλθε τόπον ανθυπενόστει. Ο δε συν αυτώ την πορείαν ποιούμενος, την αθρόαν μεταβολήν εωρακώς έφη· ‘Πάτερ τίμιε, τίς η οξεία αύτη εις τουπίσω παραδρομή, ει γαρ ταχινήν ούτω διανύειν οδόν εμέλλομεν, τίς χρεία καταλιπείν τον εν ω τόπω ήμεν’; Ο δε προς αυτόν απεκρίνατο· ‘Πόθος μοι ην, αδελφέ, την ορμήν ημών εις τα εκεί γενέσθαι, αλλ’ ορώ, ως ήλιος εν αυτοίς ουκ επιλάμπει’. Ούτως ειπών υπέστρεφε. Και μεθ’ ημέρας τινάς στάσις ου μικρά του της εκείνης Σκλαβηνίας εξάρχοντος γέγονε, και πολλή χύσις αιμάτων ποταμηδόν επερρύει, και πυρίκαυστος η περίχωρος εκείνη γέγονε και σκοτοδεινίας μεστή. Διεβεβαιούτο δε τω λόγω και τούτο, ως άνευ σφραγίδος και νεύσεως βασιλικής ούποτέ μοι γέγονεν εκ τόπου εις τόπον βιβάσαι τον πόδα» (έκδ. Dvornik, σελ. 61-62).

[28] Βλ. Dvornik, ένθ. αν., σ. 36. Για τους Δρουγουβίτες πρβλ. Γ. Θεοχαρίδου, ένθ. αν., σελ. 170 και 182-185.

[29] Βλ. Δ. Ζακυθηνού, ένθ. αν., σ. 183 και σημ. 5.

[30] ΄Οπως, κατά τον Διομήδη, συνήθως συνέβαινε. Βλ. Αλ. Διομήδου, Βυζαντιναί Μελέται Β΄ - Αι σλαβικαί επιδρομαί εις την Ελλάδα και η πολιτική του Βυζαντίου, Αθήναι 1946, σελ. 156-157.

[31] Πάντως, η πληροφορία, ότι κάτι χρειαζόταν σαν διαβατήριο για τις μετακινήσεις του, φανερώνει, πως το κράτος έπαιρνε μέτρα για να προλάβει γενίκευση της εξέγερσης, και καθιστά λιγότερο πιθανή την άποψη του Στ. Κυριακίδου, ότι επρόκειτο για εμφύλιο πόλεμο. ΄Αλλωστε το επιχείρημα που επικαλείται ο Κυριακίδης, ότι ο στρατηγός του θέματος δεν επενέβη, ως θα όφειλε, είναι αναπόδεικτο. Πρβλ. και Στ. Κυριακίδου, ένθ. αν., σελ. 29-30.

[32] Πρβλ. Δ. Ζακυθηνού, ένθ. αν., σ. 184: «επανειλημμέναι εξεγέρσεις των Σλάβων μνημονεύονται κατά το πρώτον ήμισυ του ενάτου αιώνος».

[33] Πρβλ. σημ. 19 ανωτέρω.

[34] «[...] ιδού τις Γεώργιος αξία τη κατά πρόσωπον του εκείσε στρατηγούντος τιμώμενος», κλπ. - έκδ. Dvornik, σ. 62.

[35] Ο Ostrogorsky (ένθ. αν., σ. 266, σημ. 121), ακολουθώντας τον Dvornik και τον Ferluga, τοποθετεί την οργάνωση του θέματος Θεσσαλονίκης στα χρόνια του Νικηφόρου Α΄, και δέχεται, ότι πρώτη μνεία στρατηγού του θέματος γίνεται το 836 στον Βίο του Δεκαπολίτου. Ο Θεοχαρίδης (ένθ. αν., σ. 221) δέχεται, ότι πρώτη μνεία στρατηγού Θεσσαλονίκης είναι εκείνη του Τακτικού του Uspenskij, το οποίο χρονολογεί, ακολουθώντας τον Κυριακίδη, μεταξύ 809 και 828.

[36] Πρόκειται για τον Βίο του Ιωσήφ Υμνογράφου, που έγραψε ο διάκονος Ιωάννης (βλ. PG 105, 939-976).

[37] Βλ. ΘΗΕ 7, Αθήναι 1965, στ. 113-115. Πρβλ. και σημ. 21 ανωτέρω.

[38] PG 105, 952c-d.

[39] ΄Ενθ. αν., 953b. «Αρμενίας»: ill. G. Henschenius.

[40] ΄Ενθ. αν., 953d.

[41] ΄Ενθ. αν., 955b.

[42] ΄Ενθ. αν., 959b-d.

[43] Πρβλ. G. Ostrogorsky, ένθ. αν., σ. 82.

[44] ΄Ηδη το Μηνολόγιον του Βασιλείου Β΄ (985) τοποθετεί, και πολύ σωστά, τη γνωριμία Ιωσήφ και Γρηγορίου, το ταξίδι τους στην ΚΠολη και την αποστολή στη Ρώμη, στα χρόνια του Θεόφιλου· βλ. PG 117, 385b-c.

[45] Πρέπει, επίσης, να αναφέρουμε, ότι ο Ιγνάτιος είχε, ίσως, ένα ακόμη λόγο να αποσιωπήσει τα σχετικά με τον Ιωσήφ γεγονότα: ο Ιωσήφ ανήκε στους ζηλωτές (ευνοούμενος αργότερα του πατρ. Ιγνατίου, τον οποίο οι Στουδίτες υποστήριζαν και εξωθούσαν εναντίον του Φωτίου) και, επομένως, δεν θα μπορούσε να τον τιμήσει (ως μαθητή του Δεκαπολίτου) ο υπέρμαχος των μετριοπαθών βιογράφος του Ταράσιου και του Νικηφόρου. Το επιχείρημα αναπτύσσει ο Dvornik, ένθ. αν., σελ. 18-19.

[46] Τό όρος αυτό τον ένατο αιώνα ήταν ό,τι επρόκειτο να γίνει λίγο αργότερα ο ΄Αθως· όρος των μοναχών ιερό»· βλ. Π. Χρήστου, Κύριλλος και Μεθόδιος - Οι Θεσσαλονικείς φωτισταί των Σλάβων, Θεσσαλονίκη 1988 (2), σ. 17.

[47] Παρουσίασε συμπτώματα επιληψίας και υδρωπικίας. Τόσο εκτεταμένη υδρωπικία θα πρέπει να αποδοθεί σε νεφρική μάλλον και όχι σε καρδιακή ανεπάρκεια, αφού στη δεύτερη περίπτωση δεν θα ήταν δυνατό να υπομείνει το ταξίδι στην ΚΠολη (πρβλ. Β. Αγγελόπουλου, Κλινική Παθολογική Φυσιολογία, Αθήναι 1975, σ. 353 κ.ε. και 427 κ.ε.).

[48] Βλ. G. Ostrogorsky, ένθ. αν., σ. 41.

[49] Βλ. Κ. Γιαννακόπουλου, Βυζαντινή Ανατολή και Λατινική Δύση, μτφρ. Κ. Κυριαζή, Αθήνα ά.έ., σ. 97 κ.ε.

[50] Βλ. Κ. Γιαννακόπουλου, ένθ. αν., σ. 127 κ.ε.

[51] Βλ. H.G. Beck, Η Βυζαντινή Χιλιετία, μτφρ. Δ. Κούρτοβικ, Αθήνα 1990, σελ. 299 και 314. Πολύ σωστά, όμως, ο Beck υπενθυμίζει, ότι για τους βυζαντινούς ο μοναχισμός ενσαρκώνει μια οριακή σηματοδοτική αξία και γι’ αυτό φαίνονται να συγχωρούν τα όποια παραστρατήματα των μοναχών (ένθ. αν., σελ. 308-9).

Προηγούμενη Σελίδα