Χαρακτήρας τοῦ ἀσκητικοῦ βίου
Ἀποσπάσματα ἀπό: Γ. Βαλσάμης, Ἀσκητική, Ἀθήνα 2020, σ. 205-247. Ἀποσιωπητικὰ σὲ ἀγγύλες [...] δηλώνουν κείμενο ποὺ ὑπάρχει μόνο στὴν ἔντυπη ἔκδοση. Πίνακας Περιεχομένων
Ταπεινοφροσύνη
Τὰ βιβλία τῶν Θεσμῶν ὁλοκληρώνονται μὲ μιὰ ἑρμηνεία[410] ποὺ ἀναδεικνύει ὡς σκοπὸ τῆς ἀναχώρησης
τίποτα λιγότερο ἀπὸ τὴν οἰκειοποίηση τῆς θείας φύσης.
Ὅμως αὐτὸ ἐλπίζει καθένας ποὺ πιστεύει στὸν Χριστό,[411]
ἂν ἔχει ἐπίγνωση ποῦ πιστεύει. Σύμφωνα μὲ τὸν Κασσιανό, ὁ μοναχὸς εἶναι ὁ
πραγματικὸς χριστιανός, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς ‘χλιαρούς’. Ἂν καὶ δὲν βρίσκονται
ὅλοι οἱ μοναχοὶ στὸ ὕψος τοῦ σχήματός τους, οἱ πραγματικοὶ χριστιανοὶ εἶναι
μοναχοί. Ὁ Βασίλειος ἀναγνωρίζει στὴν ἄσκηση τὴν οὐσία τῆς εὐσέβειας, χωρὶς νὰ
τὴν περιορίζει στὸ μοναστήρι, καὶ ἂν κάτι εἶναι δυνατὸ ἢ ἀπαραίτητο
ἀποκλειστικὰ γιὰ τοὺς μοναχούς, τότε περιττεύει γιὰ τὴν τελειότητα τῆς πίστης.
Μόνο ὅταν οἱ ἐπιθυμίες ταιριάζουν μὲ τὸ θεῖο πάθος,
συμβουλεύει ὁ Κασσιανός, ἀποδεσμευόμαστε ἀπὸ τὸ ἐφήμερο.[412] Ὁ σταυρὸς ποὺ ἔχει καθένας νὰ σηκώσει, εἶναι ὁ φόβος
τοῦ Θεοῦ,[413] κατευθύνει στὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν
καὶ ἐλευθερώνει ἀπὸ τὸν ξεπεσμένο ἑαυτό, ἀποδεσμευόμαστε
ἀπὸ τὰ ἐδῶ καὶ συγκεντρωνόμαστε quo nos sperare debemus
momentis singulis migraturos.[414] Μεγαλύτερη
ἀπειλὴ γιὰ τὸν μοναχὸ εἶναι νὰ ἐπιστρέψει στὶς
‘κοσμικὲς’ μέριμνες, φιλίες καὶ συγγένειες, ἢ νὰ ἀποκτήσει ὑπερηφάνεια ὅταν
ἀρχίσει νὰ κατανοεῖ τὴν φύση τῆς εὐσέβειας.
Γι’ αὐτὸ χρειάζεται ὑπομονή.[415] Ἂν
θυμᾶται πὼς ἀνήκει στοὺς ἐκλεκτούς, δὲν θὰ ὑποχωρήσει στὴν χλιαρότητα τῶν
πολλῶν.[416] Ἰσχυρότερος ἀντίπαλος τῆς
ἀσκητικῆς προσπάθειας εἶναι ὁ σατανᾶς.
Στὴν δαιμονικὴ φύση ἔχουν τὴν ἀρχή τους
οἱ πονηρὲς σκέψεις τοῦ ἀνθρώπου, ὅμως στὴν ἐξομολόγηση ὁ
μοναχὸς ἀποκτᾶ ἐπίγνωση τῆς ἑνότητάς του μὲ τὸν σατανᾶ,[417]
κι ἔτσι παίρνει δύναμη νὰ τὸν νικήσει.
Προηγουμένως ἡ
ἑρμηνεία τοῦ Κασσιανοῦ ὑπέφερε ἀπὸ ‘ἀτυχεῖς’ ὄψεις, ὅμως τώρα γίνεται δραματικὰ
ἀνεπαρκής, παρὰ τὰ γόνιμα στοιχεῖα ποὺ περιέχει, ἰδίως τὴν ‘ἀντίστιξη’ τῆς
κακοπάθειας μὲ τὴν ἐλπίδα ὡς ἱερὴ συνείδηση. Ἂν ὁ σατανᾶς εὐθύνεται γιὰ τὴν
κακία καθενός, τί νόημα ἔχει ἡ ἄσκηση; Ἀλλιῶς γιατί ἐνδιαφέρουν τόσο οἱ
δαιμονικὲς ἐνέργειες; Πῶς βοηθάει νὰ ἀντιμετωπίζει κανεὶς
τὰ σφάλματά του μὲ αὐτομαστίγωση σὲ συνθῆκες τρομοκρατίας; Περαιτέρω, ἡ συμβουλὴ τοῦ Κασσιανοῦ νὰ εἶναι
συνέχεια συνειδητὴ ἡ διαφορὰ ἀπὸ τοὺς ‘χλιαρούς’, στὴν καλύτερη περίπτωση θὰ
ἔφερε θλίψη σὲ ὅποιον γνωρίζει ὅτι ἀκόμη καὶ νομίζοντας ὅτι πιστεύουν στὸν
Χριστό, τόσο πολλοὶ ἐξαπατοῦν τὸν ἑαυτό τους. Εἶναι δυνατὸ νὰ μὴν ἀρκεῖ ἡ
οἰκειότητα μαζί Του ἀλλὰ νὰ χρειάζονται συγκρίσεις μὲ τὴν κατάντια τῶν ἄλλων
γιὰ νὰ παίρνει κανεὶς δύναμη; Κι ἂν ἀρχὴ τῆς σωτηρίας εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ,[418] ἐπειδὴ ἔτσι λησμονοῦνται ἀκόμα καὶ οἱ συγγενεῖς
καὶ ὁ κόσμος φανερώνεται ἀποκρουστικός, πῶς ἐξηγεῖται ὅτι ὁ φόβος δὲν εἶχε τὶς
συνέπειες αὐτὲς οὔτε κἂν γιὰ τοὺς πρωτόπλαστους; Ἂν σκοπὸς τοῦ μοναχοῦ καὶ
πράγματι κάθε χριστιανοῦ εἶναι ἡ ἑνότητα, πῶς ὁ φόβος χρησιμεύει προσωρινὰ
ἔστω; Ἡ ἑνότητα ὑποστηρίζει μεγαλύτερη καὶ τέλεια ἑνότητα, ὁ φόβος πάντα
ἀποξένωση.
Ἡ τέλεια περιφρόνηση
τῆς περιουσίας (omnium facultatum) φέρει ταπεινοφροσύνη,[419]
ἢ μήπως ὑπερηφάνεια; Ὅπως ἔχουμε δεῖ, τὸ δεύτερο ἰσχυρίζεται ἀλλοῦ ὁ ἴδιος ὁ
Κασσιανός! Μήπως χρειάζεται ὑψηλότερη συνείδηση, ἑπομένως καὶ ταπεινοφροσύνη,
ἂν πρόκειται νὰ ἀδιαφορήσει κανεὶς γιὰ τὴν περιουσία του καὶ νὰ ἔχει πραγματικὸ
κέρδος; Ὅ,τι ἔκανε ὁ μοναχὸς ἀπὸ φόβο γιὰ τὴν καταδίκη, τὸ κάνει ἀπὸ ἀγάπη γιὰ
τὸ ἀγαθό, ἀπολαμβάνοντας τὶς ἀρετές, ἐξηγεῖ ὁ Κασσιανὸς[420]
ὄχι πειστικά, ἐφόσον ἡ ἀγάπη ἔχει τὴν αἰτία της στὸν ἑαυτό της, δὲν τὴν
προκαλεῖ οὔτε ἡ ἀκτημοσύνη οὔτε ὁ φόβος. Ἀκόμη κι ἂν ἀπὸ φόβο ἀποκρούω
ὁρισμένες ἐπιθυμίες καὶ ἀποφεύγω λάθη, δὲν εἶναι ὁ φόβος ἐκεῖνος ποὺ προχωράει
θετικά, ἑπομένως δὲν εἶναι σωστὸ νὰ συνδέεται μὲ τὴν ἀπόκτηση τοῦ ἀγαθοῦ ὡς
αἰτία ἢ νὰ θεωρεῖται ἔστω βοηθητικὰ ἀναγκαῖος. Ἂν δὲν μπορεῖ νὰ μὲ ἀφυπνίσει ἡ
ἀγάπη, γιατί θὰ τὸ κάνει ὁ φόβος; Ὁ φόβος στὴν καλύτερη περίπτωση εἶναι ὅπως
ὅταν σκέφτεσαι τὸν σωστὸ προορισμὸ προχωρῶντας σὲ λάθος κατεύθυνση. Ἐπειδὴ
νομίζεις ὅτι πηγαίνεις σωστὰ δὲν σημαίνει πὼς θὰ φτάσεις ἐκεῖ οὔτε, ἀκόμα
λιγότερο, ὅτι θὰ φτάσεις ἐπειδὴ πλανᾶσαι. Γι’ αὐτὸ ὁ
Βασίλειος συμβουλεύει τοὺς ἀδελφοὺς στὸ κοινόβιο νὰ χρησιμοποιήσουν κάθε δυνατὴ
στοργὴ καὶ ἐπιείκεια, κι ἂν δώσουν σὲ κάποιον ὅλες τὶς εὐκαιρίες χωρὶς
ἀποτέλεσμα, νὰ πάρουν ἀπόφαση ὅτι εἶναι ξένο σῶμα.
Ἄλλοτε ὁ Κασσιανὸς
εἰδοποιεῖ πὼς ἡ ἀποταγὴ τοῦ κόσμου δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ, ἂν δὲν
μεσολαβήσει ἡ συντριβὴ τῆς καρδιᾶς. Χάρη στὴν ταπεινοφροσύνη παύουν οἱ
κατώτερες ἐπιθυμίες, ἀπ’ ὅπου ἀκολουθεῖ ἀποβολὴ τῆς κακίας, αὔξηση τῶν ἀρετῶν,
καθαρότητα τῆς καρδιᾶς καὶ τέλος ἡ ἀγάπη.[421] Ἐδῶ ἡ
ἐπαφὴ μὲ τὴν πραγματικότητα εἶναι μεγαλύτερη, ὅμως τὸ περιεχόμενο ὁρισμένων
ἐννοιῶν δημιουργεῖ προβλήματα. Ὁ Κασσιανὸς ἀντιλαμβάνεται στὸ ἀγαθὸ τὸ
ἀποτέλεσμα πειθαρχίας γι’ αὐτὸ δίνει ἔμφαση στὴν ταπεινοφροσύνη ὡς ἀναγνώριση κατωτερότητας τοῦ ἑαυτοῦ. Ὁ Βασίλειος δὲν ὑποτιμάει τὴν σημασία τῆς ἐλευθερίας,
ἑπομένως καὶ τοῦ θαυμασμοῦ, τὴν ταπεινοφροσύνη ὡς
ἀνοιχτότητα.[422]
Ταπεινοφροσύνη ἐστι τὸ πάντας ἡγεῖσθαι ὑπερέχοντας ἑαυτοῦ.[423] Ταπεινοφροσύνη καλλιεργεῖ ἤδη ἡ ἐμπειρία τῆς
θείας φύσης μέσα ἀπὸ τὴν σχέση μὲ τὸν Χριστό.[424]
Ἔτσι ἑρμηνεύεται σωστὰ ἡ εἰδοποίηση, ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται, ἡ
ὁποία δὲν ἀφορᾶ μιὰ μέθοδο ἀλλὰ μόνο προαγγέλει τὴν παιδαγωγικὴ δύναμη τῆς
ἁγιότητας καὶ τοῦ θαυμασμοῦ. Ὁ Βασίλειος μοιάζει νὰ μὴν ἔχει ἱκανὴ ἐπίγνωση τῆς
διάστασης αὐτῆς, ὅμως ὅταν εἰδοποιεῖ πὼς ὁ ἀσκητὴς προοδεύει ἐὰν δι’ ὁμαλοῦ
καὶ ἀδιαστάτως τοῖς τῆς ταπεινοφροσύνης ἐπιτηδεύμασιν ἐν παντὶ πράγματι
ἐμμελετήσῃ καὶ συγγυμνάσηται,[425] ἀναφέρεται
στὴν ἐπίγνωση τῆς θείας φύσης. Γι’ αὐτὸ εἶναι δυνατὴ ἐν παντί, ἐπειδὴ
δὲν εἶναι μιὰ πράξη ἀνάμεσα σὲ ἄλλες, εἶναι μιὰ διαφορετικὴ συνείδηση μέσα στὴν
ὁποία ἀλλάζουν ὅλες οἱ πράξεις. Ἑπομένως ἀρχὴ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἡ
περιφρόνηση τῆς περιουσίας. Ἀντιθέτως, ἡ ἴδια ἡ ταπεινοφροσύνη ὁδηγεῖ στὴν
ἀπεξάρτηση ἀπὸ τὴν ἰδιοκτησία μὲ ἕνα τρόπο ποὺ εἶναι σημαντικός.
Πῶς γίνεται νὰ θεωρεῖς τοὺς πάντες καλύτερους ὅταν ἀνάμεσά τους γνωρίζεις τελείως ἀπεχθεῖς; Δὲν θὰ ἦταν
πλαστὴ ἐκτίμηση, κάτι ἰδεολογικό, προσποιητὸ καὶ σαθρό; Ὡς ταπεινόφρων ἡ
Παναγία θεωροῦσε καλύτερούς της τοὺς σταυρωτές; Μήπως δὲν ἔκανε τέτοιες
συγκρίσεις; Ἂν καὶ ὁ Βασίλειος ἀναδεικνύει μιὰ διάσταση ἀληθινῆς ἀξίας ὅταν
συνδέει τὴν ταπεινοφροσύνη μὲ τὸν θαυμασμό, μοιάζει νὰ τὴν ‘νοθεύει’
προτείνοντας τὴν τεχνητὴ μείωση τοῦ ἑαυτοῦ. Ἡ νοθεία ὅμως εἶναι φαινομενική: οἱ
‘πάντες’ δὲν σημαίνουν τὸ ἁπλὸ σύνολο. Ἄλλωστε ὁ ἴδιος δὲν διστάζει νὰ
ἐπικρίνει πολλούς, ἀκόμη καὶ νὰ ἐπαινεῖ τὸν ἑαυτό του ἀνοιχτὰ καὶ προκλητικά.
Οἱ πάντες ποὺ θαυμάζονται εἶναι ὅσοι βρίσκονται σὲ ἀγαθὸ δρόμο. Ὅποιος
προχωράει ἔτσι ξεπερνάει τὸν ἑαυτό του, ὅμως ἡ αὐθυπέρβαση βρίσκεται πέρα ἀπὸ
συγκρίσεις, εἶναι γιὰ ὅλους μιὰ καθαρὴ νίκη, ὁπότε καθένας θαυμάζει τὸν ἄλλο.
Ἀλλὰ ἔστω ὅτι ὁ Βασίλειος ἀπερίσκεπτα ἐννοοῦσε τὸ ἁπλὸ σύνολο. Καὶ πάλι
τὸ σφάλμα δὲν μένει χωρὶς διόρθωση! Ὁ Κασσιανὸς εἰσηγεῖται τὸν κοινὸ κανόνα (communis regula)[426] καὶ τὸ παράδειγμα τῶν Γερόντων ὡς ἀπόλυτα
πρότυπα, ἐνῶ ὁ Βασίλειος τὴν θέση αὐτὴ ἀναγνωρίζει στὸν Χριστὸ καὶ τὰ πρόσωπα
τῆς Βίβλου, δευτερευόντως, μὲ ἀπόσταση καὶ ὑπὸ προϋποθέσεις στὸν Ἡγούμενο. Ἀρχὴ
τῆς ταπεινοφροσύνης δὲν γίνεται ἡ καθαρὴ ἄρνηση τοῦ ἑαυτοῦ καὶ ἡ ἁπλὴ ὑποταγή.
Ὅταν ὅλο τὸ κῦρος βρίσκεται σὲ θεσμοὺς καὶ πρόσωπα τοῦ παρόντος, ἡ ἐλευθερία
κινδυνεύει, ὁ μικρὸς ἑαυτὸς δὲν καταργεῖται καὶ ἡ ἄσκηση ματαιώνεται. Ὁ
Βασίλειος θεμελιώνει τὴν ἀσκητική του στὴν προσωπικὴ σκέψη
καὶ ἀπόφαση, στὴν ἑρμηνεία καὶ τὴν
ἐλευθερία.
Πάντα εἰς
δόξαν Θεοῦ
Ἡ
ἀγάπη δὲν προκύπτει ἀπὸ τὴν ἄσκηση, εἰδοποιεῖ ὁ ἀδελφὸς τοῦ Γρηγορίου Νύσσης,
εἶναι ἀρχὴ καὶ σπερματικὸς λόγος,[427] περιέχει δυναμικὰ ὅλες τὶς ἀρετές.[428] Βέβαια δὲν χρειάζεται κανεὶς διδαχὴ καὶ ἄσκηση
γιὰ νὰ ἀγαπήσει ὅσους τὸν ἀνάθρεψαν — πῶς θὰ ἀγαπήσεις τὸν Θεὸ τοῦ πόνου, τῆς
ἀρρώστιας καὶ τοῦ θανάτου; Καὶ ὅμως γιὰ χιλιετίες πιστεύουμε σὲ βαθμὸ λατρείας,
φτιάχνοντας ναούς, ἀκόμη καὶ μοναστήρια γιὰ νὰ ἀφοσιωθοῦμε στὴν σκέψη Του εἰ
δυνατὸν τὴν κάθε στιγμή. Ἂν ὁ Θεὸς ἦταν κακοποιός, θὰ προκαλοῦσε ἀποστροφή,
ὅπως ἀποστρεφόμαστε τοὺς γονεῖς ποὺ μᾶς κακοποιοῦν. Πῶς ἐξηγεῖται ὅτι ὁ
ἀθεϊσμὸς ἀποκτᾶ σχετικῶς ὑπολογίσιμη ἰσχὺ στὴν μοντερνικότητα, σὲ χρόνια
μικρότερης ταλαιπωρίας; Γιατί προηγουμένως καταλαβαίναμε στὰ ἀκόμη μεγαλύτερα
δεινὰ παιδαγωγικὴ ἀξία καὶ τὴν τρομακτικὴ ἰσχὺ τῆς θείας μέριμνας γιὰ μᾶς ἢ
ἔστω τὴν αὐστηρότητα μιᾶς δικαιοσύνης, ἐνῶ μὲ τὴν ἐπιστημονικὴ ἐπανάσταση καὶ
ἰδίως μὲ τὴν (πρώτη) βιομηχανικὴ ἐπανάσταση κέρδισε ἐπιπλέον ἰσχὺ ἡ θεώρησή
τους ὡς ἁπλῶν δεινῶν μιᾶς παράλογης ὕπαρξης ποὺ μᾶς ταλαιπωρεῖ ἀδίκως;
Ἡ σχετικὴ ἐνίσχυση τῆς
ἀθεΐας δὲν ὀφείλεται στὸ κακὸ τοῦ κόσμου οὔτε στὴν ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ νὰ
παραμένει γιὰ τοὺς περισσότερους ἄφαντος σὰν ἀνύπαρκτος, ἀλλὰ στὴν διόγκωση τῆς
φανταχτερῆς μετριότητας, ποὺ δὲν νοιάζεται στὰ σοβαρὰ γιὰ τὸν θάνατο τοῦ ἀνθρώπου,
ἑπομένως οὔτε γιὰ τὴν προέλευσή του, καὶ ἀνακάλυψε στὴν ἐπιστημοτεχνικὴ τὸν
δρόμο γιὰ ἕνα κόσμο ποὺ δὲν ἔχει ἀνάγκη τὸν Θεὸ γιὰ νὰ ὑπάρχει. Στὴν
πραγματικότητα ἀσφαλῶς ἡ ἀνάγκη αὐτὴ ποτὲ δὲν ἔλειψε καὶ οὔτε θὰ μποροῦσε,
ὅμως ἡ φανταχτερὴ μετριότητα προτιμάει νὰ τὴν ἀγνοεῖ καὶ νὰ παίρνει τὸ δῶρο σὰν
νὰ ἦταν δικαίωμα καὶ κατόρθωμα. Φανταχτερὴ μετριότητα εἶναι ὁ δῆθεν
‘αὐτοδημιούργητος’ ἄνθρωπος, ποὺ ἔχει ἱκανὴ εὐφυΐα γιὰ νὰ τριγυρνάει στὰ ἄστρα
ἀλλὰ ὄχι ἀρκετὰ ἱκανὴ γιὰ νὰ γνωρίσει τὸν ἑαυτό του ἔστω μόνο στὰ πιὸ
στοιχειώδη, τουλάχιστον νὰ ἀντιληφθεῖ καὶ νὰ συνειδητοποιήσει πὼς ἡ
εὐφυΐα του καὶ ἄρα ὅλα ὅσα γίνονται χάρη στὴν εὐφυΐα του, δὲν εἶναι ἕνα δικό
του κατόρθωμα, ὅτι πολὺ ἁπλὰ θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει γεννηθεῖ ἀνοϊκὸς ἢ ἀκόμη νὰ
μὴν ἔχει γεννηθεῖ καθόλου. Ἡ φανταχτερὴ μετριότητα κομπάζει γιὰ τὸ ὕψος της
ἐπειδὴ προτιμάει νὰ μὴν βλέπει οὔτε κἂν τοὺς ὤμους στοὺς ὁποίους στηρίζεται γιὰ
νὰ ψηλώνει.
Ἀπὸ ἐδῶ μπορεῖ ἐπίσης νὰ γίνει κατανοητὴ ἡ φύση
τῆς κατάκρισης ὡς ἀκραῖα σοβαρῆς ἁμαρτίας. Νὰ μὴν κατακρίνεις τὸν ἄλλο δὲν
εἶναι ἁπλὸς καθωσπρεπισμός, κάτι σὰν θρησκευτικὴ μορφὴ τῆς ‘πολιτικῆς
ὀρθότητας’ καὶ τῆς ‘ἀνεκτικότητας’, ἔτσι ποὺ νὰ τὸ ἀποφεύγει κανεὶς ἐνῶ στὴν
πραγματικότητα ἁπλῶς δὲν τὸ ἐκφράζει ἀνοιχτά, κατακρίνοντας ἀπὸ μέσα του ἢ σὲ
στενοὺς κύκλους, καὶ ἔστω μὲ ἐνοχές. Ἡ κατάκριση ἔχει δύο ἀφορμές. Κατάκριση
εἶναι ἡ περιφρόνηση τοῦ ἄλλου μὲ ἀφορμὴ τὴν ἀνικανότητά του, ὅταν εἶναι βλάκας,
ἀδαής, ‘ἀποτυχημένος’, κ.λπ. Στὴν περίπτωση αὐτὴ περιφρονῶντας τον ἀνοιχτὰ εἴτε
ἀντιμετωπίζοντάς τον συγκαταβατικά, προσβάλλω τὸν Θεὸ ποὺ μοιράζει τὰ χαρίσματα
ὅπως τὰ μοιράζει. Ἡ κατάκριση αὐτὴ εἶναι καθαρὴ βλασφημία τοῦ Πνεύματος,
εἰδοποιεῖ ὁ Χριστός, ἑπομένως ἀνήκει στὴν μόνη θανάσιμη ἁμαρτία. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ
κατακρίνει τὸν ἄλλο ἐπειδὴ ἔχει λίγες ἢ σχετικῶς ἀσήμαντες ἱκανότητες, εἶναι
ἀποξενωμένος ἀπὸ τὴν πραγματικότητα καὶ ἀφομοιώνεται στὴν δαιμονικὴ κατάσταση.
Ὅς ἂν εἴπῃ Μωρὲ ἔνοχος ἔσται εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός.[429]
Ἡ δεύτερη περίπτωση κατάκρισης εἶναι γιὰ
ἐλαττώματα τοῦ χαρακτῆρα γιὰ τὰ ὁποῖα ἡ εὐθύνη εἶναι προσωπική, ὅταν κάποιος
εἶναι ἀνελέητος, σκληρός, ὕπουλος, κ.λπ. Τότε ἡ κατάκριση φαίνεται δίκαιη, ἀλλὰ
χρειάζεται νὰ προσεχθεῖ τὸ κίνητρό της, μήπως προέρχεται ἀπὸ ψυχικὴ ἀπόσταση
καὶ μῖσος γιὰ τὸν ἄλλο, ὁπότε δὲν ἔχει κἂν σημασία ἂν εἶναι σωστὴ ἢ ἐσφαλμένη,
δίκαιη ἢ ἄδικη. Ὅμως δὲν εἶναι βέβαιος οὔτε ὁ πραγματικὸς βαθμὸς τῆς προσωπικῆς
εὐθύνης τοῦ ἄλλου, γι’ αὐτὸ ὁ Βασίλειος δίνει τόσο μεγάλη σημασία στὴν
προσεκτικὴ διερεύνηση τῆς συνείδησης. Ὁ χαρακτήρας δὲν δημιουργεῖται ἀπὸ τὸν
περίγυρο ἀλλὰ οὔτε παραμένει ἀνεπηρέαστος, καὶ ἀρκετὰ προβλήματα ἢ προτερήματα
ποὺ μοιάζουν νὰ ἔχουν τὴν ἀρχή τους στὴν προσωπικὴ ἐλευθερία, εἶναι δυνατὸ νὰ
ὀφείλονται στὴν οἰκογένεια ἢ ἀκόμα στὸ εὐρύτερο περιβάλλον. Ἕνα παιδὶ ποὺ
διδάχθηκε ἀπὸ μικρὸ πῶς νὰ ἀπειλεῖ, νὰ κακοποιεῖ καὶ νὰ ληστεύει, καὶ ἕνα ἄλλο
ποὺ μεγάλωσε ἀνάμεσα στὰ βιβλία, τὴν συζήτηση καὶ τὴν στοργή, θὰ κριθοῦν μὲ τὸ
ἴδιο ἀκριβῶς μέτρο; Ἂς βάλει κανεὶς ὅσο μπορεῖ τὸν ἑαυτό του στὴν θέση ἐκείνου
ποὺ ἐπικρίνει καὶ ἂς προσπαθήσει νὰ σκεφτεῖ μήπως θὰ εἶχε περισσότερες ὁμοιότητες
μαζί του ἂν εἶχε μεγαλώσει στὶς ἴδιες ἀκριβῶς συνθῆκες, ἀποβάλλοντας ἔτσι τὴν
σκληρότητα καὶ ἀνοίγοντας μεγαλύτερες δυνατότητες γιὰ συμπαράσταση. Ὅταν ἡ
κρίση εἶναι πραγματικὰ ἀκριβής, καὶ ὅταν ἡ διαπίστωση τῶν προβλημάτων γίνεται
ἀπὸ φιλία καὶ χωρὶς περιφρόνηση, μόνο σὰν μιὰ προσπάθεια γιὰ συμπαράσταση, τότε
ἡ ‘κατάκριση’ εἶναι σωστή, καὶ εἶναι καταδίκη τῶν ἴδιων τῶν ἐλαττωμάτων, ὄχι
τοῦ προσώπου. Τὴν καταδίκη αὐτὴ ἐγκρίνει ὁ Βασίλειος συμβουλεύοντας τοὺς
μοναχοὺς νὰ προσέχει ὁ ἕνας τὰ σφάλματα τοῦ ἄλλου καὶ νὰ μὴν ἀμελεῖ νὰ τὰ
διορθώνει μὲ σύνεση, εὐγένεια, στοργή, λεπτότητα, σεβασμὸ καὶ ἐπιείκεια.
Παρὰ τὸν ξεπεσμὸ τῆς
ἀνθρώπινης κατάστασης, ἡ ἀγάπη ἐξακολουθεῖ νὰ ἀντέχει στηρίζοντας καὶ τὴν
ἐργασία τῶν ἐντολῶν, ἀπ’ ὅπου ἐν συνεχείᾳ καὶ ἡ ἴδια ἐνισχύεται πρὸς τὸ
διαρκὲς καὶ ἀδιάπτωτον.[430] Ὁ Χριστὸς δὲν ἦρθε
νὰ ἀλλάξει τὸν κόσμο, ἦρθε νὰ τὸν ἐγκαταλείψει καλῶντας μαζί Του τοὺς δικούς
Του.
Οὐ σημεῖα καὶ δυνάμεις παραδόξους ἀπῄτησεν
[...] ἀλλὰ τί φησιν; Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες, ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν
ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις.[431] Καὶ οὕτω πανταχοῦ
τὰς ἐντολὰς ταύτας συνάπτει, ὥστε τὴν εἰς τὸν πλησίον εὐποιΐαν εἰς ἑαυτὸν
μετατίθησιν.[432]
[...] Ἀγαπῶντας ἐνδιαφέρομαι νὰ γνωρίσω τὸν ἄλλο, ἀποκτῶ
καλύτερη εἰκόνα γιὰ τὶς ἀρετὲς καὶ τὰ λάθη του, προσέχω πῶς θὰ συζητήσω μαζί
του χωρὶς νὰ τὸν πληγώνω ἢ νὰ τὸν ἀπελπίζω ἀλλὰ καὶ χωρὶς νὰ κρύβω τὰ
προβλήματα, τὸν προσεγγίζω μὲ τὴν ἁπαλὴ εἰλικρίνεια καὶ τὴν ἐνθαρρυντικὴ
αὐστηρότητα ποὺ ἔχει ἡ θέρμη τῆς φιλίας. Ἡ ἁπλὴ κριτική, ἔστω ἀκριβής, τὸ πολὺ
νὰ ἀφήσει τὸν ἄλλο στὴν ἐπίγνωση τῆς κακίας του, ὅμως ἡ φιλία δίνει ταυτόχρονα
τὸν λόγο τῆς διόρθωσης.
Ἔλεγχος μὲν γὰρ καὶ παρὰ ἐχθροῦ πολλάκις ἂν
γένοιτο, θεραπείας ἐπιθυμίαν ἐμποιῶν τῷ εὐγνώμονι, θεραπεία δὲ ἁμαρτήματος
ἐπιστημόνως παρὰ τοῦ εἰλικρινῶς ἀγαπήσαντος κατορθοῦται.[433]
Γιὰ τὸν Κασσιανὸ
ὑπάρχει οὕτως ἢ ἄλλως ἀγεφύρωτο καὶ τέλειο χάσμα ἀνάμεσα στὸν κόσμο καὶ τὸν
Δημιουργό, ἑπομένως ἀνάμεσα στὸν κόσμο καὶ τὸν μοναχό. Ὁ Βασίλειος προτιμάει
τὴν κλήση τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἐγκατάλειψη τοῦ κόσμου ὡς φιλία μὲ τὴν ἀλήθεια τοῦ
κόσμου. Ὁ ἀσκητὴς μυεῖται στὴν ἀξία τῆς ὑπερβατικῆς φύσης τῶν πραγμάτων, ὥστε ὄχι μόνο δὲν ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴν κτίση σὰν νὰ τὴν εἶχε δημιουργήσει
κάποιος ἄλλος Θεός, ἀλλὰ εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἐνδιαφέρεται καλύτερα. Ἡ ἀναχώρηση
δὲν σημαίνει περιφρόνηση ἀλλὰ τιμή, εἶναι μιὰ ἀπόσταση ποὺ ἀναγνωρίζει τὸ ἀγαθὸ
τοῦ κόσμου καὶ τὸ ὑποστηρίζει.
Οὕτως ὁ σφόδρα τῇ ἐπιθυμίᾳ τοῦ ἀκολουθεῖν
Χριστῷ κατεχόμενος πρὸς οὐδὲν ἔτι τῆς ζωῆς ταύτης ἐπιστραφῆναι δύναται, οὐ πρὸς
γονέων ἢ οἰκείων φίλτρον, ὅταν ἐναντιούμενον ᾖ τοῖς τοῦ Κυρίου
προστάγμασι.[434] Ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Πνεύματος,
κατὰ τὴν τοῦ Κυρίου φωνήν, καὶ ἐξουσίαν λαβὼν γενέσθαι τέκνον Θεοῦ, συγγένειαν
μὲν τὴν κατὰ σάρκα ἐπαισχύνεται, οἰκείους δὲ γνωρίζει τοὺς οἰκείους τῆς πίστεως
ὑπὸ τοῦ Κυρίου μαρτυρουμένους.[435]
Ὑπακοή
Σύμφωνα μὲ τὸν
Κασσιανὸ[436] τὴν ἄσκηση πραγματοποιεῖ ἡ μίμηση, καὶ
τόσο πιὸ ἀποτελεσματικὰ ὅσο ὁ μοναχὸς προσέχει λίγους ἢ καλύτερα ἕναν ἢ δύο.[437] Γιὰ τοὺς πολλοὺς ὁ μοναχὸς καλύτερα νὰ γίνει
κουφός, ἄλαλος καὶ τυφλός,[438] γιὰ νὰ μὴν κινδυνεύει
νὰ μιμηθεῖ τὰ ἐλαττώματά τους καὶ νὰ μὴν ἀπαντάει στὶς προσβολές. Πράγματι τὸ
μοναδικὸ πρότυπο ἐμποδίζει περισσότερο τὴν προσωπικὴ κρίση. Περνῶντας πέρα ἀπὸ
τὸν μιμητισμό, χρειάζεται κανεὶς προσωπικὰ μέτρα γιὰ νὰ διδάσκεται, ἐπιλέγοντας
ἔτσι ἀπ’ ὁπουδήποτε ὅσα καλὰ διακρίνει, ἀναλαμβάνοντας πιὸ συνειδητὰ τὴν εὐθύνη
γιὰ τὸν ἑαυτό του, σὲ μιὰ ἔλλογη μίμηση ἢ μᾶλλον ἔμπνευση. Ἐπιμένοντας στὸ
‘ἰδεῶδες’ τοῦ μιμητισμοῦ, ὁ Κασσιανὸς εἰδοποιεῖ ὅτι ὁ μοναχὸς δὲν ἐμπιστεύεται
τὴν δική του κρίση,[439] χρειάζεται ὅμως νὰ μὴν
ἐξαρτᾶ τὴν ἀρετή του ἀπὸ τὴν ἀρετὴ τῶν ἄλλων. Εἶναι στὴ θέλησή του νὰ ἀποκτήσει
τὴν ταπεινοφροσύνη ποὺ ἀπαιτεῖται γιὰ νὰ τὸ κατορθώσει.[440]
Αὐτὴ εἶναι μιὰ οὐσιαστικὴ παρατήρηση. Ἀλλίμονο ἂν ἀρκεῖται κανεὶς σὲ μιὰ
ἐσωτερικότητα ἕτοιμη νὰ αἰχμαλωτίζεται ἀπὸ τὸ παραμικρὸ ἀεράκι τῶν περιστάσεων,
ὅμως ἡ ταπεινοφροσύνη ἐμποδίζει τὴν ἔκπτωση: “ἐγὼ εἶπα,
εἴσαστε ὅλοι Θεοὶ καὶ παιδιὰ τοῦ Ὕψιστου, ἀλλὰ ἐσεῖς σὰν ἄνθρωποι πεθαίνετε καὶ
σὰν κάποιος ἄρχοντας ξεπέφτετε”.[441]
Ὅπως ἔχουμε δεῖ, ἀπὸ
τὶς συνηθέστερες εἰκόνες τοῦ Βασίλειου ὅταν ἀναφέρεται στὸ κοινόβιο, εἶναι
ἐκείνη τῆς συναρμογῆς τοῦ σώματος.[442] Ἀναγκαῖα ἡ ἀσθένεια κάθε μέλους ἐπηρεάζει τὸ σῶμα.[443] Ἀκόμη κι ἂν ἤθελε
κάποιος νὰ ἀδιαφορήσει γιὰ ὅσα συμβαίνουν στὸ κοινόβιο, δὲν θὰ μποροῦσε. Γιὰ
παράδειγμα, ἂν ὁ ἀπειθὴς δὲν συνετισθεῖ ἀπὸ τὶς συστάσεις τοῦ Ἡγουμένου, θὰ
ὑποστεῖ ἔλεγχο ἐπὶ πάσης τῆς ἀδελφότητος. Κάθε ἀσκητὴς προσπαθεῖ νὰ διορθώνει τὸν συνασκητή
του, καὶ ἂν δὲν τὸ κατορθώσει, τὸ ἀναφέρει στὸν Ἡγούμενο, κακία γὰρ
σιωπηθεῖσα νόσος γίνεται ἀθεράπευτος [...] καὶ τὸ κρύπτειν ἁμαρτίαν
συγκατασκευάζειν ἐστὶ τῷ νοσοῦντι τὸν θάνατον.[444]
Ἀκόμη καὶ γιὰ τὰ ἐλάχιστα σφάλματα ἡ ἀντιμετώπιση παραμένει ἴδια στὴν οὐσία
της, οὐδενὸς δεῖ καταφρονεῖν ὡς μικροῦ, [...] ἄσπλαγχνός ἐστιν ὁ
ἐφησυχάζων, οὐχ ὁ ἐλέγχων. [...] Καὶ τὴν ἀγάπην δὲ οὗτος καταλύει.[445] Περιπτώσεις διαφωνιῶν ἐπιλύονται ἀπὸ τὸν
προεστῶτα ἢ ἀπὸ τὴν ἀδελφότητα στὸ σύνολό της, ἡ συμμετοχὴ στὰ κοινὰ εἶναι
ἐπιθυμητὴ καὶ ἀναπόφευκτη.[446]
Στὸν Κασσιανὸ τὸ
κοινόβιο δημιουργεῖται σὰν ἕνα φόντο τῆς ἀτομικῆς καὶ μονοσήμαντης σχέσης καθενὸς μὲ τὸ
ὑπόδειγμά του. Ὁ μοναχὸς ὀφείλει ἀπόλυτη ὑπακοὴ στὸν νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν
Γέροντα,[447] μὲ τὰ δύο κριτήρια νὰ τείνουν στὴν
ἰσοτιμία.[448] Ὑπακοὴ σὲ ἄνθρωπο δὲν νοεῖται,
εἰδοποιεῖ ὁ Βασίλειος, παρὰ μόνο γιὰ σεσιωπημένα ἀπὸ τὴν Γραφή. Καὶ
ἀκόμη τότε δὲν εἶναι ὑπακοὴ στὸν Γέροντα, τὸν Πνευματικὸ ἢ τὸν Ἡγούμενο ἀλλὰ
ὑπακοὴ στὴν συζήτηση καὶ τὴν κατανόηση, ὅπου διαρκῶς προτάσσεται ὁ ἄλλος ἔναντι
τοῦ ἑαυτοῦ:[449] μηδεὶς τὸ ἑαυτοῦ ζητείτω, ἀλλὰ τὸ τοῦ ἑτέρου ἕκαστος,[450] ὑποτασσόμενοι ἀλλήλοις ἐν φόβῳ Χριστοῦ.[451] Ὁ θέλων ἐν ὑμῖν εἶναι μέγας, ἔστω πάντων ἔσχατος καὶ πάντων δοῦλος.[452] Ἡ διαφορὰ μὲ τὸν Κασσιανὸ
εἶναι χαρακτηριστική.[453] Φυσικὰ ὁ Βασίλειος δὲν θὰ
μποροῦσε νὰ διαφωνήσει μὲ τὴν διάκριση ἀνάμεσα σὲ ὅσους κατορθώνουν πολλὰ καὶ
σὲ ὅσους λίγα,[454] ὅμως τὸ κριτήριό του εἶναι ἡ
Βίβλος τὴν ὁποία καὶ ὁ Ἡγούμενος ἀκολουθεῖ, ἑρμηνεύει καὶ διδάσκει, ὁπότε δὲν
τίθεται ζήτημα ὀργανωμένων μιμήσεων.[455]
Περὶ μὲν τῶν γεγραμμένων οὐδεμία ἐξουσία
δέδοται καθόλου οὐδενί, οὔτε ποιῆσαί τι τῶν κεκωλυμένων οὔτε παραλεῖψαί τι τῶν
προστεταγμένων, τοῦ Κυρίου ἅπαξ παραγγείλαντος καὶ εἰπόντος, καὶ φυλάξῃ τὸ
ῥῆμα ὃ ἐντέλλομαί σοι σήμερον, οὐ προσθήσεις ἐπ’ αὐτῷ καὶ οὐκ ἀφελεῖς ἀπ’ αὐτοῦ[456].[457]
Στὴν πράξη καθένας
εἶναι δυνατὸ νὰ ἐμπνέει τὸν ἄλλο ἀκόμη καὶ ἄθελά του, καὶ τὸ ἐνδεχόμενο αὐτὸ
συμφέρει νὰ εἶναι συνειδητό. Ἔτσι ὁ Βασίλειος προτρέπει τοὺς Γέροντες νὰ
γίνονται πρότυπα τῶν νέων ἐφαρμόζοντας οἱ ἴδιοι τὴν ‘ἐντολὴ’ τῆς ἀγάπης.[458] Συμμετέχοντας πλήρως στὴν ζωὴ τῆς ἀδελφότητας
εἶναι εὔλογο οἱ νέοι ἰδίως νὰ δέχονται ἀπὸ παντοῦ ἐπιρροές, καὶ οἱ παλαιότεροι
νὰ μὴ θέλουν νὰ ἀπογοητεύουν.[459] Ἡ δημιουργία
ἰδιαίτερων προσωπικῶν σχέσεων δὲν προτείνεται οὔτε ἐμποδίζεται. Περαιτέρω, ὁ
Βασίλειος συμβουλεύει τοὺς Γέροντες νὰ ἀποτελοῦν πρότυπα,
ὄχι τὸν μαθητὴ νὰ ἐπιλέγει πρότυπο, ἐπειδὴ ὁ Ἡγούμενος ὁρίζει ποιοὶ ἔχουν τίνων τὴν φροντίδα σὲ ποιὸ βαθμό,
ἐνῶ ἡ ἀδελφότητα συνολικὰ ὑποτάσσεται στὴν διδασκαλία τῆς Γραφῆς, στὴν σκέψη,
τὴν ἐγρήγορση, τὴν συζήτηση καὶ τὴν ἑρμηνεία. Στὸν Βασίλειο παιδαγωγεῖ ὁ Λόγος πρὸς ὅλες τὶς ἐσωτερικὲς καὶ ἐξωτερικὲς κατευθύνσεις, μέσα ἀπὸ τὶς
ὁδηγίες τοῦ Ἡγουμένου καὶ μέσα ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν σχέσεων τῆς κοινότητας, ὁπότε
ἡ ἐξουσία βρίσκεται διαρκῶς στὴν ἴδια τὴν οἰκειότητα, τὴν ἐσωτερικότητα καὶ τὴν
ἀτομικὴ ἐλευθερία.
Δεῖ τοίνυν τὸν μὲν προεστῶτα τοῦ κοινοῦ καὶ
διατασσόμενον τοῖς πᾶσι μετὰ πολλῆς δοκιμασίας ἐγχειρισθῆναι τὴν φροντίδα
ταύτην καὶ ἑκάστῳ κατὰ τὸ πρέπον ἐπαγρυπνεῖν τῇ μερίμνῃ ὅπως εὐαρέστως τῷ Θεῷ
καὶ ἐστοχασμένως τῆς ἑκάστου ἐπιτηδειότητός τε καὶ δυνάμεως πρὸς τὸ κοινῇ
συμφέρον διατάσσηται καὶ ἐπιτάσσῃ. [...] Ὥστε εἰ μέν τί ἐστι κατ’ ἐντολὴν
τοῦ Κυρίου λεγόμενον ἢ πρὸς τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου κατευθυνόμενον, κἂν
θανάτου ἀπειλὴν ἔχῃ, ὑπακούειν χρή, εἰ δέ τι παρ’ ἐντολήν ἐστιν ἢ τὴν ἐντολὴν
παραβλάπτει, κἂν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ ἤ τις τῶν ἀποστόλων ἐπιτάσσῃ, κἂν ζωῆς
ἐπαγγελίαν ἔχῃ, κἂν θανάτου ἀπειλήν, οὐδαμῶς
ἀνέχεσθαι χρή.[460]
Ἡ εἰκόνα τῆς σωματικῆς
συναρμογῆς ἀναφέρεται σὲ μιὰ σχέση ποὺ εἶναι σωστὸ καὶ ἐπιθυμητὸ ἀλλὰ μόνο
πιθανὸ νὰ βρίσκει συμβολικὴ ἔκφραση στὸ πρόσωπο τοῦ Ἡγουμένου.[461] Ἐπειδὴ ἡ θεσμικὴ συνέχεια τοῦ συμβολισμοῦ δὲν
εἶναι καθόλου βέβαιη ἢ ἁπλή, ὁ Βασίλειος εἰσηγεῖται τὴν κριτικὴ ὁποιουδήποτε
ἀπὸ ὁποιονδήποτε, ἀρκεῖ νὰ ἀφορᾶ ἀθετήσεις βιβλικῶν ἀρχῶν
καὶ νὰ γίνεται ἀνοιχτά, νὰ μπορεῖ ὁ κρινόμενος νὰ ἀπαντήσει,[462] νὰ τὴν
γνωρίζει συνολικὰ ἡ ἀδελφότητα ὅποτε χρειάζεται, καὶ πάντα
νὰ ὑπάρχει ἀμοιβαῖος σεβασμός, εὐγένεια, διακριτικότητα καὶ λεπτότητα,
διαφορετικὰ ὁ προεστὼς οὔτε κἂν μπορεῖ νὰ παραμείνει στὸ ἀξίωμά του ἔχοντας ἐλεγχθεῖ, κάτι ποὺ θὰ συμβεῖ ἀργὰ ἢ
γρήγορα ἀφοῦ κανεὶς δὲν εἶναι ἀλάθητος. Ὅμως ὄχι μόνο ὁ
Ἡγούμενος, τὸ ἴδιο τὸ κοινόβιο χάνει τὴν ἀξία του καὶ καταργεῖται ὅσο χάνεται ἡ
οἰκειότητα, ἡ φιλία καὶ ὁ σεβασμός. Ὁ Κασσιανὸς πράγματι ἐξωθεῖ τὸν μοναχὸ νὰ κρίνει τοὺς ὑπόλοιπους μὲ τὸν
Γέροντά του στὴν ἐξομολόγηση, ὅταν ἡ γνώμη τῶν ἄλλων περιττεύει καὶ δὲν εἶναι
κἂν δυνατὸ νὰ ἐκφραστεῖ. Ἡ κοινοβιακὴ ἄσκηση τῆς μορφῆς αὐτῆς εἶναι σχεδὸν
ἐρημιτική, μὲ ἰσχνὴ κοινοβιακὴ ἐπένδυση.[463] Τὸ κοινόβιο δὲν περιγράφεται καὶ δὲν μπορεῖ νὰ διαμορφωθεῖ ὡς ὀντότητα ποὺ ὑπερβαίνει ὄχι μόνο τὶς
‘κοσμικὲς’ συνθῆκες ἀλλὰ τὰ ἴδια τὰ μέλη της στὴν κοινωνία καθεαυτήν, στὴ σχέση
μὲ τὸν Χριστό, ἀλλὰ καταθλίβει, καταντάει μιὰ παρατεταμένη
μάταιη ταλαιπωρία (coenobii angustiis coartari).[464]
Κοινοβιάτες
καὶ ἐρημίτες
Ὅπως ἔχουμε δεῖ, τὸ
κοινόβιο τοῦ Κασσιανοῦ διὰ τῆς ὑπάρξεώς του καὶ μόνο ἐμποδίζει τὴν κορυφαία
ἀρετή, ποὺ εἶναι ἡ ἀδιάλειπτη νοερὴ προσευχὴ καὶ θεία θεωρία. Ἡ ἐργασία, ὅταν
ἀπαιτεῖ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸ κελλί, ζημιώνει.[465] Ὅμως
ποιά ζημιὰ εἶναι μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν ἀντίθεση στὴν ὑψηλότερη πραγματικότητα;
[...] Γιὰ τὸν Κασσιανὸ τὸ δίλημμα φωτισμὸς ἢ
φιλανθρωπία εἶναι πραγματικό, ὅποια ἐπιλογὴ κι ἂν εἰσηγεῖται κάθε φορά. Γιὰ τὸν Βασίλειο δὲν ὑφίσταται δίλημμα, ἡ θεωρία δὲν προϋποθέτει
ἀπαραιτήτως ἀπομόνωση, οὔτε ἀγάπη ἐκφράζει μόνο ἡ συμπαράσταση
ἀλλὰ κυρίως ἡ ἁπλὴ ἑνότητα. Οὕτως ἢ ἄλλως χωρὶς τὴν θεία
θεωρία καμμιὰ ἀξία δὲν βρίσκεται στὴν οὐσία της καὶ δὲν ἀρκεῖ.[466] Ἡ θεωρία ἀπαιτεῖ ἡσυχία, τὴν ὁποία ὅμως δὲν ἐμποδίζει
ἀλλὰ καὶ δυναμώνει ἀκόμη περισσότερο τὸ κοινόβιο, ἀρκεῖ ἡ συνάσκηση νὰ τιμάει
τὴν ἐρωτικὴ φύση τῶν πραγματικῶν σχέσεων, ἔχοντας ἐπίγνωση πὼς ἡ ἀληθινὰ
ἐρωτικὴ ἑνότητα εἶναι ἱερή, μυστικὴ καὶ νοητική. Τὴν ἐπίγνωση αὐτὴ ὑπηρετεῖ ὁ
Βασίλειος,[467] ἔστω ὄχι μὲ τὴν ἴδια καθαρότητα μὲ
τὴν ὁποία ἐκφράζεται στὸν Πλάτωνα.[468] Γιὰ τὸν
Κασσιανὸ δὲν εἶναι παρὰ ἀδιανόητη, ὁπότε ὀφείλει νὰ ἐμπιστευθεῖ τὴν ἐρημιτικὴ
ἡσυχία.
[...] Δὲν εὐσταθεῖ καὶ μᾶλλον ἀγγίζει τὰ ὅρια τοῦ
παραλογισμοῦ ἡ παρατήρηση τοῦ Leroy ὅτι σύμφωνα μὲ τὸν Κασσιανὸ οἱ κοινοβιάτες
ἀρνοῦνται τὸν κόσμο ἐνῶ οἱ ἐρημίτες ἀπομακρύνονται ἀπὸ αὐτόν![469] Πέρα τῶν ἄλλων, οἱ ἐρημίτες δὲν ἀπομακρύνονται
ἀπὸ τὸν κόσμο ἀλλὰ ἀπὸ τὸ κοινόβιο, ἀπὸ τὴν πλέον
σημαντικὴ συναναστροφὴ μὲ ἀνθρώπους,[470] ὅπως γνώριζε ὁ Βασίλειος ὅταν ἀπέκρουε
τὸ εἶδος αὐτὸ τῆς ἄσκησης.[471] Ἂν δὲν θέλει κάποιος
γιὰ τὸν ἑαυτό του τὸ κοινοβιακὸ πρόγραμμα, δὲν ἔχει παρὰ νὰ μὴ γίνει μοναχός,
μπορεῖ νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν ‘κοσμικότητα’ παραμένοντας στὸ σπίτι του, ὅπως
ἀκριβῶς ἔκανε ὁ ἴδιος ὁ Βασίλειος. Τί λόγο θὰ εἶχε νὰ ἀπωθήσει τὶς σχέσεις
ἀκόμη καὶ μὲ τοὺς ὁμοίους του, ὁποιαδήποτε σχέση μὲ κάθε ἄνθρωπο; Πρόβλημα δὲν
δημιουργεῖ ἡ ἐξωτερικὴ ἢ τυπικὴ περιφρόνηση τῆς εὐαγγελικῆς τελειότητας ἀλλὰ ἡ
ἀπουσία τῆς ἀγάπης ἡ ὁποία χρειάζεται γιὰ νὰ μπορέσει κανεὶς νὰ ζεῖ σὰν ἀγρίμι.
Κι ἐνῶ ὁποιοσδήποτε μπορεῖ νὰ ζήσει ὅπως νομίζει, ἡ Ἐκκλησία δὲν γίνεται νὰ
θεσμοθετήσει ἀντὶ ἀσκήσεως τὴν μισανθρωπία. Πάντως εἶναι γνωστό, ἀκόμη καὶ ἀπὸ
τὰ κείμενα τοῦ Κασσιανοῦ, πὼς ἐν τέλει ἡ ἐρημιτικὴ μόνωση δὲν ἦταν ἀπόλυτη, οἱ
ἐρημίτες συνομιλοῦσαν μὲ ἐπισκέπτες καὶ συναντῶνταν μεταξύ τους.[472] Ἐπρόκειτο γιὰ ἀνεπιθύμητη ἀνάγκη ποὺ πίστευαν ὅτι
ζημίωνε τὴν ἄσκησή τους. Στὴν φιλοξενία ἀναγνώριζαν ἀπαράβατο
καθῆκον, συμβατικὴ ὑποχρέωση χωρὶς ἀντίκρυσμα στὴν ἐλευθερία τους καὶ χωρὶς οὐσιαστικὴ
σχέση μὲ τὴν ἀπομόνωση ποὺ νόμιζαν
ὅτι ταιριάζει στὸν σκοπό τους.[473] Καὶ ὅταν τελικὰ
ὁ ἀριθμὸς τῶν προσκυνητῶν αὐξήθηκε πολύ, ὁ Ἰωάννης προτίμησε νὰ ἐπιστρέψει στὸ
κοινόβιο ἐπειδὴ κινδύνευε ἀκόμη καὶ νὰ χάσει τὴν πίστη του![474]
Ἐπικρίνοντας τοὺς
σαραβαΐτες[475] ὁ Πιαμοὺν δὲν συγκρίνει μὲ τοὺς
ἐρημίτες ἀλλὰ μὲ τοὺς κοινοβιάτες, ἐγκωμιάζοντας τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ἀκτημοσύνη
τῶν τελευταίων. Ὅ,τι διακρίνει τοὺς ἐρημίτες ἀπὸ τοὺς σαραβαΐτες ἀλλὰ καὶ ἀπὸ
τὸ λεγόμενο τέταρτο εἶδος μοναχῶν, πέραν τοῦ ὅτι οἱ σαραβαΐτες συχνὰ σχημάτιζαν
μικρὲς ὁμάδες, εἶναι ὅτι οἱ ἐρημίτες δὲν ἀθετοῦσαν ἀλλὰ ὑπερέβαιναν τὴν κοινοβιακὴ ἄσκηση, δὲν ἄφηναν τὸ κοινόβιο
γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν ἰδιοτροπίες. Ἔχοντας ἀποκτήσει τὴν ὑπακοὴ καὶ ταπείνωση
ποὺ καλλιεργεῖ τὸ κοινόβιο, προσπαθοῦσαν γιὰ κάτι ἀκόμα ὑψηλότερο.[476] Δὲν τοὺς ἀρκοῦσε νὰ ὑπερνικοῦν
τὶς δαιμονικὲς παγίδες, ἤθελαν νὰ πολεμήσουν σὲ ἀνοιχτὸ πεδίο τοὺς ἴδιους τοὺς δαίμονες.[477] Δὲν ὑπάρχει κάτι παράδοξο στὴν ‘προτίμηση’
αὐτή. Ἐφόσον σημαντικὸ μέρος τῆς προσωπικῆς εὐθύνης μετατέθηκε στὸν σατανᾶ,
εἶναι φυσιολογικὸ νὰ πιστεύει κανεὶς ὅτι δὲν ἀρκεῖ νὰ ἐργαστεῖ μὲ τὸν ἑαυτό
του, ὅτι ὑπάρχει καὶ ἄλλη μάχη ποὺ χρειάζεται νὰ κερδηθεῖ γιὰ τὴν ἐπιθυμητὴ
ἀπελευθέρωση.
Στὸν Κασσιανὸ ὁ νοῦς ποὺ ξεπέφτει, οὐσιαστικὰ προέρχεται ἀπὸ τὸν
σατανᾶ[478] — eius [serpentis] capita, id est
cogitationum principia[479] — δὲν
γίνεται ἡ εὐσέβεια νὰ ἐπικρατήσει στὴν ψυχὴ ἂν ἀγνοήσει τοὺς δαίμονες.[480] Ἔτσι,
ὅποιος προσπαθεῖ νὰ
νικήσει τὰ πάθη του εἶναι
ἀδύνατο νὰ γνωρίζει ἂν μάχεται τὸν ἑαυτό του ἢ τὸν σατανᾶ. Ἀπορεῖ
κανεὶς ποὺ ὁ Κασσιανὸς διαχώριζε τόσο βαθειὰ κοινοβιάτες καὶ ἐρημίτες, ἂν καὶ
σύμφωνα μὲ τὰ δικά του κριτήρια ἡ μάχη μὲ τοὺς δαίμονες δὲν εἶναι μιὰ
περιθωριακὴ προαιρετικὴ περιπέτεια. Τί θὰ ἱκανοποιοῦσε πραγματικὰ στὸ κοινόβιο,
ἂν εἰσερχόμενος γνωρίζω πὼς εἶμαι καταδικασμένος νὰ ἀφήσω τὸν σατανᾶ νὰ
ἁλωνίζει στὴν ψυχή μου καὶ νὰ στερηθῶ τὴν ἴδια τὴν θεία θεωρία; Ὅπως εἶναι
φυσικό, ἐγκαταλείποντας τὴν κοινοβιακὴ ἀσφάλεια καὶ προχωρῶντας στὴν μάχη μὲ
τοὺς δαίμονες οἱ ἐρημίτες ἐπέλεγαν τὸ αὐτονόητο, διακινδύνευαν νὰ καταλήξουν
ἀκόμα καὶ στὴν παραφροσύνη, ἐφόσον ἔτσι μόνο μποροῦσαν νὰ ἐλπίζουν ὅτι ἴσως
ἀποκτήσει νόημα ἡ πίστη καὶ ἡ ἄσκησή τους.[481]
Προέρχονταν ἀπὸ τὴν ρίζα τῆς (πάντως τέλειας!) κοινοβιακῆς ἄσκησης, ἀλλὰ
ζητοῦσαν “ὑψηλότερη πρόοδο καὶ θεία θεωρία”.[482] Ἡ
“ἀξιέπαινη παλέστρα τῶν κοινοβίων” (laudabilis coenobiorum palaestra) εἶναι προπαιδεία γιὰ τὶς “ἔξοχες κορυφὲς τοῦ
ἐρημιτικοῦ συστήματος” (excelsa fastigia anachoreticae disciplinae),[483]
πραγματοποιεῖται μετάβαση de primis coenobii scolis ad
secundum anachoreseos gradum.[484] Ὁ Ἰωάννης παραδέχεται πὼς ἐπειδὴ δὲν ἦταν ἄξιος
τοῦ ἐρημιτικοῦ τρόπου ἐπέστρεψε “στὶς σχολὲς τῶν ἀρχαρίων” (ad iuniorum scolas),[485]
καὶ πάλι ὁ ἴδιος θεωρεῖ τὴν ἀτομικὴ ἀναχώρηση μάταιη, ἂν δὲν προϋπῆρξε μαθητεία
σὲ κοινόβιο.[486] Ἐδῶ δὲν ὑπάρχει ἁπλὴ διάκριση ἀλλὰ
ἱεράρχηση. Ἡ κοινοβιακὴ πειθαρχία βρίσκεται στὸν ὁρίζοντα τῆς ἀτομικῆς
ἀναχώρησης.[487] Στὴν 18η Συζήτηση ὁ Πιαμοὺν διακρίνει τέσσερα εἴδη μοναχῶν, κοινοβιάτες, ἀναχωρητές, σαραβαΐτες καὶ κάποιο ‘τέταρτο’ εἶδος, προτείνοντας μιὰ ἐξήγηση τῆς γένεσης τοῦ μοναχισμοῦ.
Ἐπικαλεῖται τὸ ὑπόδειγμα τῆς πρώτης ἀποστολικῆς κοινότητας τῶν Ἱεροσολύμων, διαπιστώνοντας πὼς οἱ ἐπίσκοποι (ecclesiae
principes) ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ πρότυπο,
καταχράστηκαν τὴν ἐπιείκεια ποὺ ἔδειξαν στὰ ἔθνη οἱ Ἀπόστολοι, καὶ κατέλυσαν τὴν ἀρχὴ τῆς ἀκτημοσύνης.
Οἱ πιστοὶ ποὺ ἀποφάσισαν νὰ συνεχίσουν αὐστηρὰ τὴν χριστιανικὴ ζωὴ ἐγκατέλειπαν τὶς πόλεις καὶ διαχώριζαν τὸν ἑαυτό τους ἀπὸ τὸ χλιαρὸ πλῆθος. Δὲν παντρεύονταν καὶ δὲν διατηροῦσαν ἐπαφὴ μὲ κατὰ σάρκα συγγενεῖς. Ἔτσι γεννήθηκε ἡ κοινοβιακὴ ἄσκηση. Γιὰ τὴν αὐστηρότητα τῆς πειθαρχίας τους καὶ τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν κόσμο ὀνομάστηκαν μοναχοὶ ἢ μονάζοντες ἐνῶ γιὰ τὴν μεταξύ τους συναναστροφὴ ὀνομάστηκαν κοινοβιάτες.[488]
Συνοπτικά, ἡ ἐρημιτικὴ καὶ ἡ κοινοβιακὴ ἄσκηση
λογίζονται ἄλλοτε διάφορες κλήσεις καὶ ἄλλοτε στάδια ἑνιαίας πορείας, ὁπότε ἡ
ἀτομικὴ ἀναχώρηση προϋποθέτει μαθητεία στὸ κοινόβιο, ἀποτελεῖ ὅμως ὑψηλότερη
βαθμίδα γιὰ τὴν ὁποία δὲν ἔχουν ὅλοι προϋποθέσεις.[489]
Ἀναγνωρίζονται πλεονεκτήματα καὶ προβλήματα σὲ ὅλους τοὺς τρόπους. Ἐρημίτες,
κοινοβιάτες, κοσμικοί, κληρικοί, ἔγγαμοι, ἄγαμοι, ὅλοι διατρέχουν κινδύνους καὶ
ὅλοι ἔχουν δυνατότητες γιὰ πρόοδο. Ἄριστον γένος θεωρεῖται
ἐν τέλει τῶν κοινοβιατῶν, ὡς περισσότερο ἀσφαλές. Ἀνώτερος ἀλλὰ πιὸ ἐπικίνδυνος ὁ τρόπος τῶν
ἐρημιτῶν.[490]
Ἂν ἔστω ὁ Κασσιανὸς
προσπάθησε σταδιακὰ νὰ ἐπιτύχει μεγαλύτερη σύνδεση τῶν μοναχῶν μὲ τὴν ὑπόλοιπη
Ἐκκλησία,[491] σὲ ποιό βαθμὸ εἶχε τὶς προϋποθέσεις
νὰ τὸ κατορθώσει; [...] Ὁ Κασσιανὸς δὲν παρέχει πράγματι κανένα κύριο
πρότυπο.[492] Δὲν κατορθώνει οὔτε ἱεράρχηση οὔτε
καμμιὰ ἄλλη ὀργανικὴ σχέση.[493] Σὲ πολλὰ σημεῖα
ἐξαίρεται ἡ αὐστηρότητα μέχρι σκληρότητος, συνολικὰ ὅμως ὑπονομεύεται καὶ αὐτὴ
καὶ ὁποιαδήποτε ἐπιλογή.
Ὁ Βασίλειος εἰδοποιεῖ
πὼς ἡ τελειότητα δὲν εἶναι ‘πολυτέλεια’, ὅμως ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ ἐκεῖ δὲν
περνάει μέσα ἀπὸ μία μόνο ‘κατηγορία’ πιστῶν, ἀφορᾶ τοὺς πάντες. Δικός του
σκοπὸς δὲν εἶναι ὁ συμβιβασμός. Ἔτσι, χωρὶς δισταγμό, ἀπορρίπτει τὸν ἐρημιτικὸ
τρόπο ὡς πνευματικὰ περιττὸ καὶ παιδαγωγικὰ ἀνίκανο, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν μεγάλη
ἀπήχησή του στὴν Ἐκκλησία. Ὁ Βασίλειος προτίμησε νὰ ἀκολουθήσει τὴν προσωπική
του ἑρμηνεία τῆς Βίβλου ἀντὶ γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, πρὸς τὴν ὁποία σὲ
μεγάλο βαθμὸ ἀντιτίθεται μέχρι καὶ σήμερα, ἐφόσον ἡ ὀρθόδοξη τουλάχιστον
Ἐκκλησία δὲν ἀπέρριψε πλήρως τὶς ἐρημιτικὲς νοοτροπίες, ὅπως δείχνει καὶ ἡ
ξεχωριστὴ τιμὴ γιὰ τὸν Γρηγόριο Παλαμᾶ. [...]
Ὁ Βασίλειος δὲν
εἰσηγεῖται τὴν ἵδρυση μιᾶς ἰδανικῆς πολιτείας ἐδῶ καὶ τώρα ἢ στὸ μέλλον, οὔτε
νομίζει πὼς εἶναι κἂν δυνατὸ νὰ συμβεῖ κάτι τέτοιο ὑπὸ ὁποιεσδήποτε
προϋποθέσεις, ὅμως ἐπιδιώκει συνέπεια λόγου καὶ πληρότητα προσδιορίζοντας τὶς
ἀρχές της, ὥστε καθένας προσωπικὰ νὰ ἔχει ὅλες τὶς ἀπαραίτητες ἀφορμὲς καὶ ὅλα
τὰ κριτήρια γιὰ τὴν πρόοδό του, καὶ ἡ Ἐκκλησία συνολικὰ νὰ συνειδητοποιεῖ καὶ
νὰ προσεγγίζει τὸ οὐσιῶδες ἀντὶ νὰ τὸ προδίδει. Ἡ σύνδεση τοῦ μοναχισμοῦ μὲ τὴν
πρώτη κοινότητα τῶν Ἱεροσολύμων[494] δὲν ἀπουσιάζει
ἀπὸ τὰ ἀσκητικὰ κείμενα τοῦ τετάρτου αἰῶνος,[495]
ἀλλὰ ὁ Βασίλειος[496] τὴν ὁδήγησε στὰ ὅριά της καὶ
πρότεινε μιὰ συνεπῆ θεμελίωση τοῦ μοναχισμοῦ ὡς ἔγκυρου καὶ καθολικοῦ τρόπου
ἀποταγῆς τῆς ξεπεσμένης πραγματικότητας, ‘μπολιάζοντας’ τὴν Ἐκκλησία μὲ τὴν
ἄσκηση. Θεωρεῖ τὴν ἐρημιτικὴ μορφὴ “ἀργὴ καὶ ἄκαρπο” συγκρίνοντας μὲ τὴν
“ἔγκαρπον καὶ κατ’ ἐντολὴν τοῦ Κυρίου ἐπιτελουμένην”.[497] Ὁ
ἐρημιτισμὸς εἶναι εἶδος ἁμαρτίας.[498] Τὴν βαρύτητα
ποὺ ἔχει ἡ ἀκαρπία ὡς ἁμαρτία στὸν Βασίλειο γίνεται φανερὴ χαρακτηριστικὰ στὸν
ὅρο ΚΠ κη΄. Ἡ συναναστροφὴ μὲ ὅσους διάγουν ἄκαρπο βίο εἶναι τόσο ἐπικίνδυνη ὥστε χρειάζεται νὰ ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὸ μοναστήρι.[499]
Ἀποταγὴ τοῦ κόσμου,
ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἰδιάζειν, κ.τ.ὅ., στὸν Βασίλειο δὲν δηλώνουν
τὴν ἀναχώρηση τοῦ ἐρημίτη ἀλλὰ ἕνα διαφορετικὸ τρόπο
πρόσληψης τοῦ κόσμου καὶ τῶν ἀνθρώπων, καὶ μαζὶ καὶ πρὶν ἀπ’ ὅλα διαφορετικὴ
σχέση μὲ τὸν Θεό. Ὁ κόσμος τὸν ὁποῖο οἱ κοινοβιάτες ‘ἐγκατέλειψαν’ καὶ ἐκεῖνος ποὺ δημιουργοῦν, διαφέρουν στὴν
ἔνταση τῆς συνειδητότητας, ὄχι στὴν οὐσία της. Καὶ στὶς
δύο πλευρές, τὴν ἀσκητικὴ καὶ τὴν
‘κοσμική’, διαπιστώνεται ἁμαρτία καὶ ἁγιότητα ὅμως τὸ κοινόβιο ἔχει μεγαλύτερη
προθυμία καὶ σχετικῶς εὐνοϊκότερες προϋποθέσεις νὰ ἀποφύγει τὴν ἄγνοια, τὴν
ψυχρότητα καὶ τὴν ἀμέλεια. [...]
___________
Σημειώσεις
Πρβλ. Συντμήσεις / Βιβλιογραφία
410 Βλ. Inst. IV.32
κ.ἑ. [...]
411 Βλ. Γαλ. 2, 20.
412 Βλ. Inst. IV.34.
Ἡ τελευταία φράση: universas
voluntates ac desideria non nostrae concupiscentiae servientia, sed
mortificationi eius habeamus adfixa.
413 Βλ. Inst. IV.35:
crux nostra timor Domini est.
414 Ἐκεῖ ὅπου τὴν κάθε στιγμὴ ὀφείλουμε νὰ ἐλπίζουμε ὅτι θὰ ἀποδημήσουμε: Inst. IV.35.
415 Βλ. Inst. IV.36.
416 Βλ. Inst. IV.38.
417 Βλ. Inst. IV.37.
418 Πρβλ. Παρμ. 1, 7.
419 Βλ. Inst. IV.39.
420 Ὅ.π.
421 Βλ. Inst. IV.43.
422 Βλ. ἀκόμη τὴν Ἐπιστ.
22, 2 [...]
423 Βλ. KE ρϞη΄.
424 Βλ. ὅ.π.: κατορθοῖ δέ τις αὐτὴν πρῶτον μὲν ἐὰν μνημονεύσῃ τῆς ἐντολῆς τοῦ Κυρίου εἰπόντος, μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι πρᾶός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ.
425 Ὅ.π.
426 Βλ. Inst. IV.39,
2.
427 Βλ. ΚΠ β΄.
428 Βλ. ὅ.π.
429 Ματθ. 5, 22.
430 Βλ. ΚΠ ε΄.
431 Βλ. Ἰω. 13, 35. Ὁ Κασσιανὸς δίνει λιγότερη ἔμφαση στὸ χωρίο αὐτό.
Βλ. C. XVI.6, ὅπου σκοπὸς εἶναι νὰ δειχθεῖ γιὰ ποιὸ
λόγο δὲν ἁρμόζει σὲ μοναχοὺς ἐριστικὴ συμπεριφορά.
432 Βλ. ΚΠ γ΄.
433 Βλ. ΚΠ ζ΄, κϚ΄, λ΄.
434 Βλ. ΚΠ η΄. Ὁ Κασσιανὸς
ἀδιαφορεῖ γιὰ σχολικὴ ἐκπαίδευση (βλ. Mendieta, “Le système cénobitique..., σ.
63. Γιὰ τὰ μοναστηριακὰ σχολεῖα ἐν γένει, βλ. Marrou, Ἱστορία
τῆς ἐκπαιδεύσεως..., σ.
448 κ.ἑ.). Περαιτέρω, ἡ φιλοξενία ἦταν γενικὸ χαρακτηριστικὸ τοῦ μοναχισμοῦ, ὅμως στὸν Βασίλειο ἀναπτύσσεται ἰδιαίτερη φροντίδα γιὰ τοὺς φτωχούς, τοὺς ὁδοιπόρους καὶ τοὺς
ἀσθενεῖς (βλ. Mendieta, ὅ.π., σ. 64), δηλαδὴ
γιὰ ὅλους τοὺς δοκιμαζόμενους.
435 KE
ρπθ΄. Βλ. ἀκόμη ΚΕ ρπη΄, καὶ ΚΠ λβ΄ [...]. Βλ. Ἐπιστ. 154, 1 [...].
436 Βλ. Inst. IV 40–42.
437 Βλ. Inst. IV.40. Ἡ ἔμφαση στὴν μίμηση συγκεκριμένων
ἀσκητῶν πρέπει νὰ συνδεθεῖ μὲ τὴν ἐπιρροὴ ἀπὸ τὸν ἐρημιτισμό. Στὴν κοινοβιακὴ
ἄσκηση, σύμφωνα τουλάχιστον μὲ τὸν Βασίλειο, πρότυπο εἶναι κυρίως ὁ προεστώς,
καὶ αὐτὸς στὸν βαθμὸ ποὺ κατορθώνει νὰ συμβολίζει τὴν κοινότητα ὡς χῶρο καὶ
ἀρχὴ τῶν ἀρετῶν.
438 Βλ. Ψαλμ. 37, 14–15. Τὰ χωρία δὲν χρησιμοποιεῖ ὁ Βασίλειος στὰ
ἀσκητικά του.
439 Βλ. Inst. IV.41.
440 Βλ. Inst. IV.42.
441 Ψαλ. 81, 6–7.
442 Σύμφωνα μὲ τὸν Nagel (Die Motievierung der
Askese..., σ. 107) αὐτὸ εἶναι “τὸ κεντρικὸ χαρακτηριστικὸ” τοῦ Βασιλειανοῦ κοινοβίου.
443 Βλ. ΚΠ κδ΄, καὶ Ἐπιστ. 22, 3 [...].
444 Βλ. ΚΠ μϚ΄, καὶ KE γ΄ ὅπου ὁ Βασίλειος παραθέτει τὸ ἐδάφιο Ματθ.
18, 15–17 [...]. Βλ. ἀκόμη Ἐπιστ. 22, 3 [...].
445 Βλ. KE δ΄.
446 Βλ. ΚΠ μθ΄.
447 Βλ. Inst. IV.41:
“εἴτε ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ, εἴτε ἡ κρίση τοῦ Γέροντα”
(vel lex Dei vel senioris examen).
448 Πρβλ. Pricoco, L’isola dei santi...,
σ. 100, καὶ τὴν ἀναφορὰ στὴν C. III.6
ὅπου συνυπάρχουν
“πατερικὴ παράδοση καὶ βιβλικὴ αὐθεντία” [...]. Εἶναι χαρακτηριστικὸ πὼς ὁ ἴδιος ἐρευνητὴς δὲν παραθέτει τὸν Βασίλειο ὅταν ἀναφέρεται στὴν ἔμφαση ποὺ ἔδιναν οἱ ἀσκητικοὶ συγγραφεῖς τοῦ τετάρτου αἰῶνος στὴν παράδοση [...]: ὅ.π.,
σ. 101.
449 Τὰ χωρία
ποὺ ἀκολουθοῦν παραθέτει ὁ Βασίλειος στὸν ὅρο KE α΄.
450 Βλ. Α΄ Κορ. 10, 23–24.
451 Βλ. Ἐφ. 5, 21.
452 Βλ. Μάρκ. 9, 34.
453 Βλ. Keating, “The two streams..., σ. 261 [...]
454 Στὸν ὅρο
KE ρο΄ ὁ Βασίλειος παραθέτει τὰ ἐδάφια Λουκ. 7, 47 καὶ Α΄ Τιμ. 5, 17, ὅπου συγχωροῦνται περισσότερο ὅσοι ἔχουν μεγαλύτερη ἀγάπη, καὶ ἀξίζουν διπλάσια τιμὴ οἱ πρεσβύτεροι ποὺ καλῶς προΐστανται, μάλιστα οἱ κοπιῶντες ἐν λόγῳ καὶ διδασκαλίᾳ· καὶ συμπληρώνει, τοῦτο ἐπὶ πάντων τῶν τοιούτων φυλάσσειν ἡγοῦμαι ἀκόλουθον.
455 Βλ. KE σλε΄.
456 Βλ. Δευτ. 4, 2. Δὲν χρησιμοποιεῖται στὰ ἀσκητικὰ τοῦ Κασσιανοῦ.
457 Βλ. KE α΄. Βλ. ἐπίσης Saint–Laurent, “St. Basil..., σ. 74 [...]
458 Βλ. KE σ΄.
459 Βλ. Η λδ΄ [...]
460 Βλ. KE τγ΄. Ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ σημεῖα ὅπου ὁ Βασίλειος διατυπώνει τὴν ἴδια διδασκαλία.
461 Βλ. ΚΠ μγ΄ [...]
462 Βλ. καὶ Η νδ΄, 5.
463 Ὁ Keating (“The two streams..., σ. 259) ἀποκαλεῖ τὴν σχετικὴ διδασκαλία τοῦ Κασσιανοῦ ‘ἡμικοινοβιακὴ’ ἐπειδὴ ἀφορᾶ κοινότητες ποὺ ἀνέπτυξαν
a form of cenobitic life, while their spirituality retained a distinctly
eremitic emphasis. Παρέχει ἐπίσης ἕνα συνοπτικὸ καὶ ἀκριβῆ πίνακα τῶν διαφορῶν μεταξὺ κοινοβιακοῦ καὶ ἡμικοινοβιακοῦ μοναχισμοῦ (βλ. ὅ.π., σ.
262).
Cenobitic Orientation (emphasis)
|
Semi–Cenobitic Orientation (emphasis)
|
|
|
Interpersonal Relationships
|
Individual Solitude
|
Discussions – colloquiums
|
Practice of stricter Silence
|
Openness to the world
|
Eremetic tendency
|
More Liturgy
|
Less Liturgy
|
Creative Work
|
Simple Work
|
All goods held in common
|
Emphasis on personal Poverty
|
Emphasis on horizontal relationships:
service of one another, mutual obedience
|
Emphasis on vertical relationships:
God alone, obedience to spiritual father
|
464 Συνωστίζονται στὴν στενότητα τοῦ κοινοβίου: C. XVIIII.6.
465 Βλ. C. XXIIII.3.
466 Γιὰ παράδειγμα, τὴν γνωστὴ δήλωση τοῦ Παύλου (Ρωμ. 9, 3) ὁ Βασίλειος ἑρμηνεύει ὡς ἐνδεικτικὴ μεγάλης ἀγάπης γιὰ
τοὺς ἀνθρώπους, ἡ ὁποία δὲν θὰ ἦταν ποτὲ δυνατὸ νὰ τὸν ἀποξενώσει ἀπὸ τὸν Θεό [...]: ΚΠ γ΄. Στὴν C. XXIII.5 ἡ εὐαγγελικὴ ἀγάπη γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ἰσοδυναμεῖ μὲ προσωρινὴ ἀλλὰ πραγματικὴ ἀποξένωση ἀπὸ τὸν Θεό.
467 [...] Βλ. KE σμβ΄, καὶ Ρωμ. 12, 10. Βλ.
ἀκόμη C. XVI.11 ὅπου ὁ Κασσιανὸς χρησιμοποιεῖ μόνο τὸ δεύτερο τμῆμα τοῦ
ἐδαφίου: τῇ τιμῇ ἀλλήλους προηγούμενοι.
468 Βλ. ὅσα γράφω στοὺς Ἀρχαίους Ἕλληνες, σ. 298 κ.ἑ.
469 Βλ. Leroy, “Le cénobitisme..., σ. 122.
470 Ὁ Ἰσίδωρος Σεβίλλης εἶναι ἰδιαιτέρως σαφής. Διακρίνοντας μεταξὺ κοινοβιατῶν καὶ ἐρημιτῶν ἐξηγεῖ πὼς οἱ ἐρημίτες διακρίνονται ἀπὸ τοὺς κοινοβιάτες ἐπειδὴ ἐγκαταλείπουν “ὄχι μόνο τὸν κόσμο ἀλλὰ ἀκόμα καὶ τὴ συντροφιὰ τῶν ἀνθρώπων” [...]. Βλ. De Officiis ecclesiasticis II.15, εἰς S. Benedicti abbatis Anianensis, Concordia Regularum, PL 103, 746B. Βλ. ἀκόμη Ἱερωνύμου, Ἐπιστ. 22, 34 (CSEL 54) [...]. Εἶναι ἐπίσης ἐνδεικτικὸ ὅτι προστάτης τῶν ἀσκητῶν εἶναι ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, σημειώνει ὁ Ἱερώνυμος, ἐνῶ τοὺς ἱερεῖς προστατεύουν οἱ Ἀπόστολοι (βλ. Lupieri, “John the Baptist..., σ. 20).
471 Ἡ διατύπωση τοῦ Gain περὶ supériorité du cénobitisme sur l’éremitisme (selon Basile) θὰ ἦταν ἀκριβής, ἂν ὁ Βασίλειος ἀνέφερε ὁσοδήποτε λίγα θετικὰ στοιχεῖα τοῦ ἐρημιτισμοῦ. Βλ. ἐπίσης Frank, Basilius von Ceasarea..., σ. 378, σημ. 27 [...]
472 Βλ. τὴν παρατήρηση τοῦ ἀββᾶ Ἰωάννη στὴν C. XVIII.14 ὅτι ἀκόμα καὶ οἱ districtissimi heremi adcolae δὲν γίνεται παρὰ νὰ συναντοῦν κάποιες φορὲς ἄλλους μοναχούς. Ὁ ἀββᾶς Ἀβραὰμ καταδικάζει τὴν διάθεση γιὰ ἀπόλυτη ἀπομόνωση σὲ ὅσους ἔχουν προοδεύσει κάπως, ἐπειδὴ ὀφείλουν νὰ οἰκοδομοῦν τοὺς ἀδελφούς. Μὲ τὶς ἐπισκέψεις ἄλλωστε καὶ τὶς συνομιλίες ἀναπαύονται οἱ ἴδιοι καὶ ἐπιστρέφουν στὴν ἄσκηση μὲ περισσότερη ὄρεξη. Βλ. C. XXIIII.18–21. Ὅπως φαίνεται ὅμως δὲν ἀναπαύονταν ἰδιαίτερα.
473 Γιὰ τὴν ἔμφαση στὴν σημασία τῆς ξενιτείας, βλ. Colombás, “The ancient concept..., σ. 74 κ.ἑ.
474 Βλ. C. XVIIII.5, καὶ ΚΠ ζ΄. [...] Τὰ ἴδια προβλήματα εἶχαν ἀναγκάσει τὸν Ἀντώνιο νὰ ἀποσυρθεῖ ἀπὸ τὸ Πισπὶρ στὴν Θηβαΐδα (βλ. Μ. Ἀθανάσιος, Βίος τοῦ ἁγ. Ἀντωνίου 49). Σύμφωνα μὲ τὸν Rousseau (Ascetics, Authorities and the Church..., σ. 171 καὶ 173) τὰ “σπέρματα μετριοπάθειας” ποὺ ὑπάρχουν στὸν Κασσιανὸ καὶ ποὺ ὁδήγησαν σὲ κάποια ἐκτίμηση τῆς κοινοβιακῆς ἄσκησης ἀλλὰ καὶ τοῦ κλήρου, πρέπει νὰ ἀποδοθοῦν σὲ ἐπίδραση τοῦ Χρυσόστομου. Ὁ Chadwick (John Cassian, σ. 31) ὑποστηρίζει ὅτι τὰ ἔργα τοῦ Κασσιανοῦ δὲν φαίνεται νὰ ἔχουν δεχθεῖ καμμία ἐπίδραση ἀπὸ τὸν Χρυσόστομο. Στὸ
DI 7, 31 ὑπάρχει ἡ δήλωση τοῦ Κασσιανοῦ, “ὅσα ἔγραψα μοῦ τὰ δίδαξε ἐκεῖνος”, δηλαδὴ ὁ Χρυσόστομος (haec quae ego scripsi, ille me docuit). Μετὰ ἀπὸ ὅσα ἔχουμε δεῖ γιὰ τὴν ‘σχέση’ Βασιλείου καὶ Κασσιανοῦ, δὲν γίνεται νὰ δεχθοῦμε τὴν
δήλωση αὐτὴ χωρὶς προηγούμενη πολὺ προσεκτικὴ διερεύνηση, ὥστε πρὸς τὸ παρὸν ἀρκεῖ καὶ περισσεύει τὸ συμπέρασμα τοῦ Chadwick.
475 Βλ. C. XVIII.7, καὶ S. Benedicti abbatis Anianensis, Concordia Regularum, PL 103, 734B.
476 Βλ. C. XVIII.8. [...]
477 Aperto certamine
ac manifesto conflictu
daemonibus congredi cupientes:
C. XVIII.6.
478 Ἂν οἱ σκέψεις φανερώνονται στὸν Γέροντα, ἡ ἐπιρροὴ αὐτὴ γίνεται συνειδητὴ καὶ εἶναι δυνατὸ νὰ ξεπεραστεῖ.
479 Οἱ κεφαλές του (τοῦ ἐρπετοῦ), δηλαδὴ οἱ ἀρχὲς τῶν λογισμῶν μας: Inst. IV.37. Τὴν ἴδια νοοτροπία καλλιεργεῖ καὶ ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Πρβλ. Γεν. 3, 15, ἐδάφιο ποὺ δὲν χρησιμοποιεῖ ὁ Βασίλειος.
480 Ἔχει ἐνδιαφέρον ὅτι ἡ πραγματικότητα τῶν δαιμόνων εἶναι πιὸ φανερὴ στὸν Βασίλειο, ἂν καὶ δὲν τοὺς ἀναγνωρίζεται σημαντικὴ ἰσχύς. Σὲ μία ἀπὸ τὶς σπάνιες περιπτώσεις ποὺ ὁ Βασίλειος ἀναφέρεται σὲ δαιμονικὲς ἐπιθέσεις ἐξηγεῖ ὅτι αὐτὸς καθ’ ἑαυτὸν ὁ Σατανᾶς αἴτιος γενέσθαι τινὶ ἁμαρτίας οὐ δύναται, τοῖς δὲ ἐνυπάρχουσι ποτὲ μὲν φυσικοῖς κινήμασι ποτὲ δὲ καὶ ἀπηγορευμένοις πάθεσι συγχρώμενος, δι’ αὐτῶν καὶ ἐπὶ τὰ οἰκεῖα τῶν παθῶν ἀπάγειν ἐπιχειρεῖ τοὺς μὴ νήφοντας (KE οε΄). Ἡ μικρὴ δύναμη τοῦ διαβόλου ἐνεργεῖται
μὲ τὴ συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ καὶ ἀφορᾶ ἀποκλειστικῶς σωματικὰ πάθη: [...] (KE σοε΄). Γιὰ νὰ ὑποστεῖ κανεὶς δαιμονικὲς ἐπιθέσεις δὲν χρειάζεται νὰ ἔχει κἂν προδιάθεση γιὰ τὴν ἁμαρτία. Καὶ ἀσφαλῶς
δὲν εἶναι ἀκριβὲς ὅτι σύμφωνα μὲ τὸν Βασίλειο οἱ δαίμονες ‘μεταμορφώνονται’ μέσα στὸν ἄνθρωπο σὲ πάθη, ὅπως νομίζει ὁ Mendieta (L’ ascèse monastique..., σ. 35, σημ. 6). Τέτοια μεταμόρφωση θὰ σήμαινε ἐν τέλει πὼς ἡ μεταφυσικὴ
τῆς Ἐκκλησίας ἑρμηνεύεται σὰν μιὰ μεταφορὰ ψυχολογικῶν δυνάμεων.
Ὁ Mendieta δὲν ἀποφεύγει νὰ τὸ ἰσχυρισθεῖ καὶ ρητά, μιλῶντας γιὰ “ψυχολογικὸ βολονταρισμὸ” στὸν Βασίλειο (ὅ.π.).
481 Βλ. C. XVIIII.5. Σύμφωνα μὲ τὸν Ἀκινάτη οἱ ἐρημίτες ὑπερβαίνουν τὰ ἀνθρώπινα μέτρα καὶ γίνονται ‘θεῖοι’. Ἡ ὑπεροχὴ τοῦ ἐρημιτισμοῦ (βλ. Summa theologiae, II–II, 188, 8) συνάγεται ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν παρατήρηση τοῦ Ἀριστοτέλη (Πολιτικὰ 1253a) ὅτι ὁ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι’ αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός. Ὅμως αὐτὴ εἶναι μιὰ παρερμηνεία τοῦ Ἀριστοτέλη, γιὰ τὸν ὁποῖο τὸ παράδειγμα τοῦ θηρίου καὶ τοῦ Θεοῦ εἶναι εἰρωνικό, δὲν δηλώνει ἐναλλακτικὲς πορεῖες ἀλλὰ μόνο δείχνει πὼς εἶναι παράλογη ἡ ἐγκατάλειψη τῆς κοινωνίας. Γι’ αὐτὸ συνεχίζοντας ὁ Ἀριστοτέλης δὲν καταγράφει περιπτώσεις ἀναχώρησης ἀλλὰ ἀντιθέτως τονίζει ὅτι ὥσπερ γὰρ καὶ τελεωθεὶς βέλτιστον τῶν ζῴων ἄνθρωπός ἐστιν, οὕτω καὶ χωρισθεὶς νόμου καὶ δίκης χείριστον πάντων (βλ. Ἀριστοτέλους, ὅ.π., καὶ Sutera, Vess, “A Place where virtue...,
σ. 5). Πρέπει ἀκόμη νὰ σημειωθεῖ ὅτι καὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Ἀκινάτης συνοψίζει τὴν θέση τοῦ Ἀριστοτέλη διαστρέφει τὸ νόημα: “et ideo Philosophus dicit, quod ille qui aliis non communicat, est bestia aut deus, id est divinus vir” (ὅ.π.). Ἐνῶ ὁ Ἀριστοτέλης μιλάει γιὰ μὴ δυνατότητα ἐπικοινωνίας, ὁ Ἀκινάτης ἀναφέρεται στὴν ἁπλὴ ἀπουσία της, καὶ ἐνῶ ὁ Ἀριστοτέλης προσθέτει αὐτάρκεια, ὁ Ἀκινάτης τὴν ἀποσιωπᾶ. Ἂν ὅμως δὲν ἔλειπαν τὰ στοιχεῖα αὐτά, τὰ ὁποῖα, σύμφωνα μὲ τὸν Ἀριστοτέλη, δείχνουν τὴν ὑπερβατικότητα τοῦ Θεοῦ ἢ τὴν μοναχικότητα τοῦ θηρίου, ὁ Ἀκινάτης δὲν θὰ μποροῦσε νὰ διολισθήσει ἀπὸ τὸν Θεὸ τοῦ φιλοσόφου στὸν θεῖο
ἄνδρα (divinus vir) τοῦ ἐρημιτισμοῦ, γιὰ τὸν ὁποῖο ἡ ἀκοινωνησία ἀποτελεῖ ἐπιλογὴ καὶ μάλιστα ὑψηλότερης ἀξίας.
482 Desiderio sublimioris profectus
contemplationisque divinae: C. XVIII.8.
483 C. XVIII.11.
484 Ἀπὸ τὶς προκαταρκτικὲς σχολὲς τοῦ κοινοβίου στὸν δεύτερο βαθμὸ [παιδείας ποὺ εἶναι αὐτὸς] τῆς ἀναχώρησης: C. XVIII.16.
485 C. XVIIII.2.
486 C. XVIIII.10.
487 Ὁλόκληρη ἡ 19η Συζήτηση προβάλλει τὸ ἴδιο σχῆμα, τὸ κοινόβιο ὡς στάδιο προετοιμασίας. Παρ’ ὅλ’ αὐτά, ἀκόμη καὶ ὅσοι ἐρημίτες δὲν ἀσκήθηκαν
στὸ κοινόβιο μποροῦν νὰ διορθώνουν
μόνοι τους τὸν ἑαυτό τους (βλ. C. XVIIII.14, καὶ Chitty, The desert a city..., σ. 32 [...]).
Σύμφωνα μὲ τὴν Concordia Regularum, ὁ Ἱερώνυμος ἐπίσης, ὁ Ἰσίδωρος καὶ ὁ Κασσιόδωρος ἀντιλαμβάνονταν τὴν κοινοβιακὴ ἄσκηση ὡς
προετοιμασία γιὰ
τὴν ἀτομικὴ ἀναχώρηση στὴν ἔρημο. Βλ. S. Benedicti abbatis Anianensis, Concordia Regularum, PL 103, 733–734.
488 C. XVIII.5. Ἡ ἐξήγηση αὐτὴ διαφέρει ἀπὸ ἐκείνη τοῦ δευτέρου βιβλίου τῶν Θεσμῶν, ὅπου ὁ μοναχισμὸς θεωρεῖται ἀνώτερος ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν ὑποδειγματικὴ κοινότητα τῶν Ἱεροσολύμων. Βλ. Inst. II.5. Τὸ ζήτημα τῆς γένεσης καὶ διαμόρφωσης τοῦ χριστιανικοῦ μοναχισμοῦ παραμένει ἀνοικτό. Σύμφωνα μὲ τὸν Ζαμπέλιο (Ἄσματα..., σ. 67–71), προηγεῖται ὁ ἐρημιτισμὸς ὡς προσπάθεια τῆς νεοσύστατης Ἐκκλησίας ὄχι ἁπλῶς νὰ ἀποφύγει ἀλλὰ νὰ ἐξαγιάσει τὸν κόσμο μαχόμενη τὶς ἐθνικὲς ἰδέες [...]
489 Πρβλ. Rousseau, Ascetics, Authorities and the Church..., σ. 177 κ.ἑ. Ὁ Rousseau διαπιστώνει ἐξέλιξη στὴν σκέψη τοῦ Κασσιανοῦ ὡς πρὸς τὴν ἐκτίμηση τῶν δύο εἰδῶν, ἀρχικὰ ἔντονη διάκριση, ἔπειτα ἱεράρχηση καὶ τέλος ἀντιμετώπιση τοῦ ἐρημιτισμοῦ ὡς ἄσκησης ποὺ ἐγκυμονεῖ ἰδιαίτερους κινδύνους παρὰ τὴν ἀνωτερότητά της (βλ. ὅ.π., σ. 182). Σύμφωνα μὲ τὸν ἴδιο ἐρευνητή, ἡ ἀστάθεια τοῦ μοναχισμοῦ στὴ Γαλλία ἔκανε τὸν Κασσιανὸ νὰ προειδοποιήσει, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, γιὰ τοὺς κινδύνους ποὺ ἐνυπάρχουν σὲ μία βιαστικὴ ἀπόφαση ἐπιλογῆς τοῦ ἐρημιτικοῦ τρόπου (βλ. ὅ.π., σ. 185).
490 Οἱ διακρίσεις αὐτὲς ἐπηρέασαν τὸν κανόνα τοῦ Βενέδικτου, ὁ ὁποῖος ὀνομάζει τοὺς κοινοβιάτες fortissimum genus, καὶ ἑρμηνεύει τὴν μαθητεία τους στὸ κοινόβιο ὡς diuturna probatio στὴ μάχη κατὰ τοῦ διαβόλου καὶ τῶν ἁμαρτιῶν, μάχη τὴν ὁποία κατόπιν συνέχιζαν μόνοι τους (βλ. Benedicti Regula 1). Ὅμως ἐδῶ
δὲν συνδέεται ἡ ἀναχώρηση μὲ τὸ ἀγαθὸ τῆς θεωρίας, ὅπως συμβαίνει στὸν Κασσιανό. Πιστεύω πὼς χρειάζεται ἐπανεξέταση ἡ θέση τοῦ Pricoco (L’isola dei santi..., σ. 97–98) ὅτι ὑπάρχει στὸν Βενέδικτο ἡ ἄποψη τοῦ Κασσιανοῦ περὶ ὑπεροχῆς τῆς ἀναχώρησης. [...] Πιθανῶς ἡ ἐπιρροὴ τοῦ Βασίλειου στὸν Κανόνα τοῦ Βενέδικτου εἶναι μικρότερη ἀπ’ ὅση νομίζεται συνήθως. Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρω ὅτι στὸν indicem scriptorum ποὺ ἑτοίμασε ὁ Hanslik (Benedicti Regula, σ. 170–172), οἱ ἀναφορὲς στὰ ἔργα τοῦ Κασσιανοῦ εἶναι περίπου τριπλάσιες ἀπὸ τὶς ἀναφορὲς σὲ ἔργα τοῦ Βασίλειου, συμπεριλαμβανομένων τῶν νόθων. Ὁ Lienhard (“Index of reported..., σ. 239–252),
ἔχοντας ἐργασθεῖ συστηματικότερα σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο, παρουσιάζει ἀναλογία περίπου 1
πρὸς 5, μὲ ὑπεροχὴ ἀσφαλῶς τοῦ Κασσιανοῦ. Ἂν ἔχει προταθεῖ τὸ ἐπιχείρημα ὅτι ὁ Βενέδικτος ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὸν Βασίλειο μέσῳ τοῦ Κασσιανοῦ, ἀπ’ ὅσα ἔχουμε δεῖ γίνεται φανερὸ ὅτι δὲν εὐσταθεῖ σὲ κανένα βαθμό.
491 Ὅπως ἰσχυρίζεται ὁ Rousseau, Ascetics, Authorities and the Church..., σ. 199 κ.ἑ.
492 Πρβλ. Leclercq, “Urban monasticism..., σ. 72. [...]
493 [...] Ὅπως φαίνεται ὁ Κασσιανὸς ἐπιχειροῦσε διπλωματικοὺς χειρισμοὺς μᾶλλον, σκοπεύοντας σὲ μιὰ ἐξωτερικὴ ἑνότητα καὶ οὐσιαστικὰ ἀμελῶντας
τὶς προϋποθέσεις ποὺ θὰ ὁδηγοῦσαν στὴν διαμόρφωση γνήσιας ἐκκλησιολογίας.
494 Βλ. Πράξ. 4, 32.
495 Βλ. Colombás, “The ancient concept..., σ. 107 κ.ἑ.
496 Καὶ πολὺ κοντὰ στὸν Βασίλειο ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς Δύσης ὁ Αὐγουστῖνος, σύμφωνα μὲ τὸν Colombás, “The ancient concept..., σ. 108. Ὁ Αὐγουστῖνος, ὅπως ἔχουμε δεῖ, ἐπαίνεσε ἐπίσης τὸν ἐρημιτικὸ τρόπο (βλ. De moribus... 1338), ἐξηγῶντας πὼς οἱ ἐρημίτες βοηθοῦν μὲ τὶς προσευχὲς καὶ τὸν ὑποδειγματικὸ βίο τους. Ὅμως γιὰ νὰ φέρει πράγματι καρποὺς ὡς ὑπόδειγμα
ἡ ἀναχώρηση χρειάζεται
νὰ καλεῖ τὴν κοινωνία ὡς τέτοια σὲ ὑψηλότερη τάξη, διαφορετικὰ ἁπλῶς τὴν
ἀπορρίπτει. Ζητούμενο δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἡ μετατροπὴ τῆς πόλης σὲ τεράστια
σπηλιά! Τὸ ὑπόδειγμα πρέπει νὰ μπορεῖς νὰ τὸ οἰκειοποιηθεῖς στὶς δικές σου δυνατότητες καὶ προϋποθέσεις. Ὁ κόσμος χρειάζεται
νὰ ὑποδέχεται τὴν ἄσκηση μέσα στὶς ‘κοσμικὲς’
μορφές, ἂν ἐνδιαφέρει
νὰ κρατηθεῖ ἡ ἐπαφὴ μὲ τὴν πραγματικότητα καὶ νὰ ἀποτρέπονται οὐτοπικὲς ἀσχετοσύνες. Γιὰ νὰ γίνει καθένας ποὺ τὸ ἐπιθυμεῖ,
μοναχὸς μέσα στὴν κοινωνία,
ἀκόμη καὶ στὴν οἰκογένεια, χρειάζεται
τὸ ἀσκητικὸ ὑπόδειγμα
νὰ περιέχει μιὰ ρεαλιστικὴ μεταμόρφωση τῶν κοινωνικῶν σχέσεων.
497 Βλ. ΚΠ ζ΄.
498 Ὁ Gribomont ἀποδεικνύεται ἰδιαίτερα ἀκριβὴς ὅταν ἀναφέρεται στὸν Βασίλειο καὶ τὴν στάση του ἀπέναντι στὴν ἐρημιτικὴ ἄσκηση χρησιμοποιῶντας χωρὶς δισταγμὸ τὴν ἔκφραση eremetic temptation. Βλ. Gribomont, “The commentaries..., σ. 236. [...]
499 Βλ. ἀκόμη Vogüé, “The greater rules..., σ. 53. [...] Βλ. ὁμοίως Elm, ‘Virgins of God’..., σ. 76.