image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Ἀσκητική

Κοινοβιακοὶ θεσμοί

Ἀποσπάσματα ἀπό: Γ. Βαλσάμης, Ἀσκητική, Ἀθήνα 2020, σ. 139-204.   Ἀποσιωπητικὰ σὲ ἀγγύλες [...] δηλώνουν κείμενο ποὺ ὑπάρχει μόνο στὴν ἔντυπη ἔκδοση.   Πίνακας Περιεχομένων

Ὑποδοχή, δοκιμασία, ἄσκηση

Ὅπως θὰ περίμενε κανείς, γιὰ τὶς προϋποθέσεις τῆς ἔνταξης στὸ κοινόβιο[246] ὁ Κασσιανὸς χρησιμοποιεῖ τοὺς θεσμοὺς Αἰγυπτιωτῶν καὶ Ταβεννησιωτῶν. Γιὰ τοὺς τελευταίους ἐκφράζει μεγαλύτερο θαυμασμὸ ἐπειδὴ βρίσκονται στὸ πολυπληθέστερο (populosius) κοινόβιο καὶ ὅμως διακρίνονται γιὰ τὴν ὑπακοή τους στὸν Ἡγούμενο.[247] Κανεὶς στὴν Δύση δὲν ὑπακούει οὔτε ἡγεῖται μὲ τὸν ἀπόλυτο αὐτὸ τρόπο οὔτε γιὰ μικρὸ χρονικὸ διάστημα, παραπονεῖται ὁ Κασσιανός, συνδέοντας τὴν ἄσκηση μὲ τὴν ἐπιμονὴ (perseverantia), τὴν ὑποταγὴ (subiectio) καὶ τὴν ταπείνωση (humilitas), ἀπ’ ὅπου οἱ μοναχοὶ ἀντλοῦν δύναμη νὰ μὴν ἐγκαταλείπουν τὸ κοινόβιο.[248] Ὅποιος προσέρχεται γιὰ νὰ ἀκολουθήσει τὴν κοινοβιακὴ πειθαρχία (disciplina coenobii) ἀφήνεται ἔξω ἀπὸ τὴν πύλη λοιδορούμενος δέκα ἡμέρες ἢ περισσότερο, γιὰ νὰ δοκιμαστεῖ ἡ ἐπιμονὴ καὶ ἡ ἐπιθυμία του (perseverantia ac desiderium), ἡ ταπεινοφροσύνη καὶ ἡ ὑπομονή του (humilitas ac patientia).

Ποιό εἶναι τὸ περιεχόμενο τῶν χλευασμῶν; Κατηγοροῦν τὸν ὑποψήφιο πὼς ἔρχεται στὸ κοινόβιο ἀπὸ ἀνάγκη, ὄχι ἀπὸ εὐσέβεια (non religionis sed necessitatis obtentu).[249] Τὸν ἐξευτελίζουν γιὰ νὰ ἀποδειχθεῖ ἂν θὰ μπορέσει νὰ δείξει ἐπιμονὴ καὶ σταθερότητα (constantia) ὅταν θὰ δοκιμάζεται ἀπὸ τοὺς πειρασμούς. Τέλος ἐλέγχουν ἂν ἔχει μαζί του χρήματα, ἐπειδὴ ἡ παραμικρὴ περιουσία δὲν θὰ τὸν ἄφηνε νὰ ὑπομείνει γιὰ πολὺ τὴν πειθαρχία, νὰ διδαχθεῖ τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ τὴν ὑπακοή, καὶ νὰ ἀρκεσθεῖ στὴν ἀκτημοσύνη καὶ τὴν αὐστηρότητα. Πιθανῶς ἀρκετοὶ κατέφευγαν στὸ μοναστήρι ἐπειδὴ ἡ ‘κοσμικὴ’ ζωὴ τοὺς φαινόταν ἀκόμη πιὸ δύσκολη,[250] καὶ ἔφεραν μαζί τους τὶς οἰκονομίες τους, ὅμως τὸ κίνητρο δὲν φαίνεται νὰ ἐνοχλεῖ πραγματικὰ τὸν Κασσιανό. Ἀπαιτεῖ ὑποταγὴ καὶ ἐπιμονή, καὶ πιστεύει πὼς οἱ ἰδιότητες αὐτὲς ἐξασφαλίζονται ὅσο μεγαλύτερη εἶναι ἡ ἐξάρτηση ἀπὸ τὸ κοινόβιο. Περαιτέρω, ἡ ταπεινοφροσύνη δὲν ἀναφέρεται ποτὲ μόνη της ἀλλὰ συνοδεύεται ἀπὸ τὴν ὑπομονὴ ἢ τὴν ὑπακοή, ὁπότε παραμένει σὲ σχετικὴ ἀφάνεια καὶ ὑποτιμᾶται ἡ θετική της φύση. Πρωταρχικὴ προϋπόθεση τῆς ἀποδοχῆς εἶναι ἡ τυφλὴ ὑποταγὴ στὸ κοινόβιο καὶ ἡ ψυχικὴ ἀντοχή. Πρόκειται γιὰ προϋποθέσεις στρατιωτικῆς πειθαρχίας.[251]

Τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ κηρύσσοντος καὶ λέγοντος, δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς, οὐκ ἀκίνδυνον ἀπωθεῖσθαι τοὺς τῷ Κυρίῳ δι’ ἡμῶν προσιόντας καὶ ὑπελθεῖν αὐτοῦ τὸν χρηστὸν ζυγὸν καὶ τὸ τῶν ἐντολῶν φορτίον τὸ πρὸς οὐρανὸν ἡμᾶς ἀνακουφίζον βουλομένους.[252]

Τὸν κανόνα αὐτὸ προτάσσει ὁ Βασίλειος. Ὑπάρχει ἐπίσης στὴν μετάφραση Ρουφίνου ὥστε ἀκόμη κι ἂν δεχόταν κανεὶς τὴν ἀδικαιολόγητη εἰκασία ὅτι ὁ Κασσιανὸς δὲν γνώριζε παρὰ μόνο τὴν λατινικὴ ἐκδοχὴ τῶν Ὅρων, εἶχε κάθε εὐκαιρία νὰ τὸν διαβάσει. Πόσο τὸν πρόσεξε ὅμως, πόσο ἄφησε νὰ τὸν ἐπηρεάσει; Σίγουρα ὄχι ὅσο χρειαζόταν γιὰ νὰ μὴ σχεδιάζει στρατόπεδα.[253] “Ὁ Βασίλειος, ὅπως φανερώνει καὶ τὸ ὄνομά του, ἦταν ἕνας πραγματικὸς βασιληᾶς ἀνάμεσα στὰ πνεύματα τοῦ καιροῦ του”, παρατηρεῖ ὁ Mendieta.[254]

Ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἀναπαύει, ἑπομένως οἱ προϋποθέσεις τῆς ἔνταξης στὸ κοινόβιο δὲν γίνεται νὰ περιφρονοῦν τὴν ἐπιείκεια καὶ τὴν ἐλευθερία. Ὁ Βασίλειος πρῶτα ὑπολογίζει τὶς ὑποχρεώσεις τοῦ συνόλου πρὸς τὸ ἄτομο, καὶ αὐτῶν ἡγεῖται ἡ προθυμία γιὰ συμπαράσταση καὶ ἀποδοχή. Ὅλοι θεωροῦνται κατ’ ἀρχὴν ἀποδεκτοί, χωρὶς καχυποψία, καὶ ἀντιμετωπίζονται ἀναλόγως. Ὁ ὑποψήφιος δὲν προσέρχεται κἂν στὸ κοινόβιο ἀλλὰ στὸν Χριστό. Τὸ κοινόβιο τοῦ Κασσιανοῦ, ὅπως κάθε κέντρο ὠμῆς βίας, χρειάζεται τὶς αὐστηρότερες δυνατὲς μεθόδους ἐπιβολῆς, ὅπως εἶναι ὁ ἐξευτελισμός, ἐξιδανικευμένος ἐδῶ ὡς ‘ταπείνωση’. Εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνο (οὐκ ἀκίνδυνον), εἰδοποιεῖ ὁ Βασίλειος, νὰ διώχνουμε ἐκείνους ποὺ μέσα ἀπὸ μᾶς προσέρχονται στὸν Χριστό. Μόνο μετὰ ἀπὸ αὐτὰ συζητεῖται τὸ ἐνδεχόμενο ἀπομάκρυνσης ἑνὸς ὑποψήφιου, καὶ πάλι μὲ κριτήρια διαφορετικὰ ἀπὸ τοῦ Κασσιανοῦ, ὁ ὁποῖος ἦταν μόνιμα καχύποπτος, ὅτι ὁ προσερχόμενος θὰ φανεῖ ἀνυπάκουος,[255] ἢ δὲν θὰ μπορέσει νὰ ἀντέξει τοὺς πειρασμούς,[256] ἢ θὰ παρασυρθεῖ ἀργότερα καὶ θὰ ἐγκαταλείψει τὸ κοινόβιο διαβάλλοντάς το.[257] [...]

Σὲ μιὰ φωτεινὴ πορεία ζητούμενο δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἡ ἁπλὴ ὑπακοή. Θυμίζοντας τὴν διήγηση γιὰ τὸν νεανίσκο,[258] ὁ Βασίλειος ἐξηγεῖ ὅτι προέχει ἡ ἐξέταση τῆς συνείδησης, καὶ πρῶτα ἡ διερεύνηση τοῦ παρελθόντος, ὄχι γιὰ νὰ ἀποφασίσουν ἂν θὰ κρατήσουν τὸν προσερχόμενο ἀλλὰ ἐπειδὴ γνωρίζοντας καλύτερα τὴν προσωπικότητά του θὰ μπορέσουν νὰ συμπαρασταθοῦν πιὸ ἀποτελεσματικά. Αὐτὸ δὲν συνεπάγεται φυσικὰ χλευασμοὺς ἀλλὰ ἀναζήτηση τῶν καλύτερων δυνατῶν τρόπων ἐπικοινωνίας καὶ διδαχῆς, ὥστε οἷς μὲν ἤδη τι προκατόρθωται, τὰ τελειότερα τῶν διδαγμάτων παραδιδόναι.[259] Ἀκόμα καὶ ὅσοι ὑπῆρξαν ὣς τότε ἀδιάφοροι ἢ πονηροί, γίνονται δεκτοὶ ἀφοῦ ἐρευνηθεῖ λεπτομερέστερα ὁ χαρακτήρας τους, μήπως εἶναι ἄστατοι καὶ πρὸς τὰς κρίσεις εὐκίνητοι, ὁπότε ὁ κοινὸς βίος κινδυνεύει νὰ ἐκτεθεῖ σὲ συκοφαντίες. Ὁ Βασίλειος δὲν συνιστᾶ οὔτε στὴν περίπτωση αὐτὴ ἐκδίωξη ἢ ἔστω ἐπίδειξη μιᾶς σκληρότητας ἀλλὰ ἐξακολουθεῖ στὶς ἴδιες ἀρχές, ἐπεὶ δὲ πάντα ἐπιμελείᾳ κατορθοῦται καὶ φόβος Θεοῦ παντοίων ἐλαττωμάτων ψυχῆς περιγίνεται, οὐδὲ τούτων ἀπογνωστέον εὐθύς, ἀλλ’ ἄγειν αὐτοὺς εἰς τὰ προσήκοντα γυμνάσια δεῖ.[260] Πρόκειται γιὰ περαιτέρω ἐξέταση τῆς συνείδησης, ὥστε νὰ φανεῖ ἀκόμη πιὸ καθαρὰ ἂν πράγματι θέλουν νὰ ἀκολουθήσουν τὴν ἀσκητικὴ ὁδό, ὄχι ἂν ἀντέχουν τὴν κακοποίηση καὶ τὴν ὑποταγή. Ὁ Βασίλειος προβλέπει δύο κριτήρια. Τὴν γνησιότητα τῆς ἐπιθυμίας ὅποιου προέρχεται ἀπὸ μιὰ ἰδιαίτερη ἀσυδοσία δοκιμάζει ἡ ἑτοιμότητα γιὰ ἐξομολόγηση, ἀπ’ ὅπου προκύπτει ἂν πράγματι μετάνοιωσε, καὶ ἀσφάλειαν ἑαυτῷ εἰς τὸν ἑξῆς βίον κτώμενος, πρὸς τὸ μηκέτι τοῖς ὁμοίοις πάθεσι περιπεσεῖν, ἐνῶ τὴν γνησιότητα τῆς ἐπιθυμίας ὅλων δοκιμάζει ἡ δυνατότητά τους νὰ γίνουν χρήσιμοι στὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ. Ἡ θέληση τοῦ εἰσερχόμενου θὰ δοκιμαστεῖ ἀπὸ τὴν προθυμία νὰ ἐργαστεῖ καὶ στὶς πιὸ εὐτελεῖς ἐργασίες.

Κοινὸς δὲ ἐπὶ πάντων δοκιμασίας τρόπος, εἰ πρὸς πᾶσαν ταπεινοφροσύνην ἀνεπαισχύντως διάκεινται, ὡς καὶ τὰς εὐτελεστάτας δέχεσθαι τέχνας, ἐὰν τὴν ἐκείνων ἐργασίαν χρήσιμον εἶναι ὁ λόγος ἐγκρίνῃ.[261]

[...] Πάνω ἀπ’ ὅλα χρειάζεται νὰ προσεχθεῖ ὅτι ὁσοδήποτε χρήσιμες καὶ ἔλλογες, οἱ ἐργασίες δὲν ἀρκεῖ ἁπλῶς νὰ ἐκτελοῦνται — σὲ καμμία περίπτωση δὲν ἀπαιτεῖται ἁπλὴ ὑπακοή. Οἱ ἐπιστημόνως ἐρευνᾶν τὰ τοιαύτα δυνάμενοι προσέχουν ἂν ὁ δόκιμος ἐκτελεῖ τὰ καθήκοντά του ὡς ἐργάτης τοῦ Θεοῦ καὶ μετὰ πάσης πληροφορίας. Σκοπὸς τῆς δοκιμασίας εἶναι νὰ φανεῖ ἡ ποιότητα τῆς σκέψης, σὲ ποιὸ βαθμὸ ὑπάρχει καὶ ἂν μπορεῖ νὰ ἀναπτυχθεῖ ἱερὴ συνείδηση.[262] [...]

Ἀφοῦ περιέγραψε τοὺς θεσμοὺς τῶν κοινοβίων, ὁ Κασσιανὸς ἐπιστρέφει στὸ ἴδιο ζήτημα.[263] Ἡ ἐκτὸς τῶν πυλῶν δοκιμασία ἐπιδιώκει τὴν προστασία τῆς κοινότητας ἀπὸ τὴν ἐλαφρότητα ποὺ θὰ σήμαινε ἡ γρήγορη ἀποδοχὴ τοῦ προσερχόμενου, καὶ ἀκόμη δείχνει στὸν τελευταῖο τὴν εὐθύνη ποὺ ἀναλαμβάνει, τὸν προφυλάσσει νὰ μὴ χάσει τὸν ζῆλο του καὶ ἐγκαταλείψει ἀργότερα τὴν ἄσκηση παραβιάζοντας τὸν ὅρκο του[264] μὲ βαρειὲς συνέπειες.[265] Ἡ πρώτη δοκιμασία ἀποτελεῖ ἐπίσης πρῶτο στάδιο τοῦ κατὰ Χριστὸν θανάτου.[266]

Ἡ ἐξήγηση αὐτὴ δημιουργεῖ ἀπορίες. Γιατί οἱ μοναχοὶ κινδυνεύουν νὰ κατηγορηθοῦν γιὰ ἐπιπολαιότητα καὶ ἀσέβεια, ἀφοῦ οὕτως ἢ ἄλλως ὁ προσερχόμενος ὑποβάλλεται σὲ δοκιμασία ἑνὸς ἔτους[267] ὁπότε ἄνετα μποροῦν νὰ διαπιστώσουν τὴν γνησιότητα τοῦ ζήλου του; Περαιτέρω, ἀφοῦ ἔχει ἕνα ἔτος στὴν διάθεσή του πρὶν ἀποφασίσει νὰ δεσμευτεῖ, οὔτε ὁ ἴδιος κινδυνεύει νὰ ἀθετήσει τὸν ὅρκο του,[268] κι ἂν ἔστω εἶχε νόημα νὰ διατηρεῖ κανεὶς ἱερὲς σχέσεις μὲ τὴν βία μιᾶς συμβατικῆς δέσμευσης, καὶ πάλι δὲν θὰ ὑπῆρχε πρόβλημα.  Ἀσφαλῶς ἐνδιαφέρει ἀκόμα περισσότερο τὸ εἶδος τῆς δοκιμασίας, ποὺ ὅπως ἔχουμε δεῖ ταιριάζει σὲ στρατόπεδο, ὅμως τὰ σχετικὰ μὲ τὸν χρόνο τῆς ἀποδοχῆς συμβάλλουν στὴν γενικὴ εἰκόνα τοῦ παραλογισμοῦ. Ἂς σημειωθεῖ ἐπίσης ὅτι στοὺς ὅρους τοῦ Βασίλειου δὲν ὑπάρχει ἀσάφεια ὡς πρὸς τὴν χρονικὴ στιγμὴ τῆς ἔνταξης στὴν ἀδελφότητα. Προβλέπεται εἰδικὴ τελετή, τὴν ὁποία περιγράφει ὁ ὅρος ΚΠ ιε΄. Ἀπαραίτητη προϋπόθεση εἶναι ἡ τοῦ λόγου συμπλήρωσις, ἡ ὁμολογία νὰ δίνεται ἀπὸ γνώμης οἰκείας καὶ κρίσεως,[269] ἐνώπιον τῶν προεστώτων τῶν Ἐκκλησιῶν, δηλαδὴ τῶν ἐπισκόπων[270] ὡς μαρτύρων, γιὰ δύο λόγους, ἐπειδὴ μόνο αὐτοὶ μποροῦν νὰ εὐλογήσουν τὴν ἔνταξη, καὶ ἐπειδὴ ἔτσι ἐκπληρώνεται ἡ βιβλικὴ ὑπόδειξη τῆς δημιουργίας ἐμπιστοσύνης καὶ ἀξιοπιστίας, ἐπὶ στόματος δύο μαρτύρων ἢ τριῶν σταθήσεται πᾶν ῥῆμα.[271] Χρειάζεται νὰ δοθεῖ στὸν προσερχόμενο διάστημα πολλῶν ἡμερῶν γιὰ νὰ πάρει τὴν ἀπόφασή του, ὡς μὴ δόξαι τι καθ’ ὑφαρπαγὴν παρ’ ἡμῶν γίνεσθαι.[272] Αὐτὴ εἶναι ἀπὸ τὶς πιὸ κεντρικὲς μέριμνες τοῦ Βασίλειου, νὰ διαφυλάσσεται ἡ ἀτομικὴ ἐλευθερία, ὁ δρόμος τοῦ Θεοῦ νὰ μὴ γίνεται φορτικὸς καὶ συμβατικός.

Ὁ Βασίλειος προσέδωσε ἱερὸ καὶ ἀμετάκλητο χαρακτῆρα στὸν μοναστικὸ βίο, εἰσάγοντας τὸν ὅρκο ὡς ἐπίσημη διαδικασία.[273] Ὁ ὅρκος ὅμως τῶν παρθένων καὶ τῶν χηρῶν ὑπῆρχε ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Παύλου[274] καὶ τουλάχιστον τὸν τρίτο αἰῶνα δινόταν ἐνώπιον τοῦ ἐπισκόπου.[275] Σημαντικὴ εἶναι ἡ παρατήρηση τοῦ Vogüé[276] γιὰ τὴν διπλὴ κατεύθυνση τοῦ ὅρκου στὸν Βασίλειο. Εἶναι ὅρκος πρὸς τὸν Θεὸ[277] ἀλλὰ καὶ πρὸς τὸ κοινόβιο.[278] Πάντως ὁ Βασίλειος, ὅπως φαίνεται καὶ ἀπὸ τὶς προϋποθέσεις τῆς ἀποδοχῆς, τὸν τρόπο τῆς δοκιμασίας, κ.λπ., μὲ τὸν ὅρκο δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ μιὰ συμβατικὴ δέσμευση, δὲν φιλοδοξεῖ νὰ ἀναγκάσει τὸν προσερχόμενο, ἁπλῶς τοῦ δίνει ἄλλη μία καὶ ἐπισημότερη εὐκαιρία νὰ βεβαιωθεῖ καὶ νὰ πραγματοποιήσει τὴν βούλησή του.  [...]

Ἀναφέροντας τὴν περίπτωση ἑνὸς εὐσεβοῦς ποὺ ἀγνόησε τὴν θέληση τῆς συζύγου του καὶ διέλυσε τὸν γάμο του γιὰ νὰ γίνει μοναχός, ὁ Κασσιανὸς εἰδοποιεῖ ὅτι δὲν τὸ προτείνει ὡς παράδειγμα γιὰ μίμηση ἀλλὰ ἀφήνει τοὺς ἀναγνῶστες νὰ κρίνουν μόνοι τους, καὶ καταλήγει παρατηρῶντας πὼς οἱ Γέροντες τὸν τίμησαν ἐνῶ καὶ ἡ θεία δικαιοσύνη φανέρωσε στὸ πρόσωπό του σημεῖα ἀποστολικῆς ἀρετῆς. Εἶναι φανερὸ πὼς ὁ Κασσιανὸς ὑποβάλλει ὡς θεμιτὴ ἢ πάντως ὄχι καταδικαστέα τὴν περιφρόνηση τοῦ γάμου γιὰ χάρη τῆς ἄσκησης.[279] Γιὰ τὸ ἴδιο θέμα ὁ Βασίλειος κρίνει πὼς ἡ συμφωνία τῶν συζύγων εἶναι ἀπαραίτητη.[280] Δὲν θὰ μποροῦσε νὰ μὴν τὸ κάνει ἀκόμη κι ἂν ἤθελε, ἐφόσον γενικὸς σκοπός του εἶναι ἡ μεγαλύτερη δυνατὴ ἑνότητα τῶν μοναχῶν μὲ τὴν Ἐκκλησία συνολικά. Οὕτως ἢ ἄλλως ἡ ἀνώτερη ἀξία δὲν ἐπιτρέπεται νὰ καταντήσει ἀφορμὴ περιφρόνησης τῆς κατώτερης, ἀλλὰ προστασίας καὶ διδαχῆς. Ὅμως ἂς προσεχθεῖ πὼς οὔτε γιὰ τὸν Βασίλειο δημιουργεῖ πρόβλημα ἡ διάλυση τοῦ γάμου ἀλλὰ μόνο ἡ ἀπουσία συναίνεσης. Ἡ μονομερὴς διάλυση μιᾶς ζωντανῆς σχέσης δημιουργεῖ διχασμὸ καὶ ὑπονομεύει τὴν Ἐκκλησία. Δὲν εἶναι τὸ ἴδιο ἡ ἐπιλογὴ τοῦ μοναχισμοῦ πρὶν ἀπὸ τὸν γάμο. Τότε ἀρνεῖται κανεὶς ἁπλῶς μιὰ δυνατότητα, ποὺ ἴσως δὲν γινόταν ποτὲ πράξη ἢ γινόταν κακὴ πράξη, καὶ τὸ κάνει μὲ προοπτικὴ τὴν σχέση ποὺ περιέχει κάθε δυνατὴ σχέση. Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο γίνεται ἀποδεκτὴ ἡ διάλυση τοῦ γάμου μὲ συναίνεση, ἐπειδὴ τότε καὶ οἱ δύο συμφωνοῦν νὰ συναντηθοῦν μὲ ἕναν ἀνώτερο τρόπο. Ἂν ὅμως γίνει μονομερῶς, ἡ σχέση δὲν ἀνάγεται στὸ ἀνώτερό της, ἁπλῶς περιφρονεῖται. Πρόκειται πάντα γιὰ τὴν περίπτωση ζωντανῆς σχέσης, ὅταν ὁ σύζυγος ποὺ προτείνει τὴν διάλυση ἐξακολουθεῖ νὰ ἔχει ἐπιθυμία γιὰ τὸν ἄλλο καὶ θὰ ἤθελε νὰ κρατηθεῖ ὁ γάμος, ἂν δὲν ὑπῆρχε ἡ προοπτικὴ τῆς ἄσκησης. Ὁ Βασίλειος δὲν ἐπιδιώκει συμβατικὴ συμμόρφωση οὔτε στὴν περίπτωση τοῦ γάμου, τὸν ἐνδιαφέρει ἡ δυνατότητα ἀναγωγῆς μιᾶς ἤδη ζωντανῆς σχέσης σὲ ἀκόμα ὑψηλότερη ζωή.

Γιὰ τὴν περίοδο τῆς δοκιμασίας ὁ Κασσιανὸς καὶ ὁ Βασίλειος προβλέπουν ἀνάθεση δυσάρεστων καθηκόντων,[281] μὲ τὶς διαφορὲς ποὺ ἔχουμε δεῖ.[282] Σύμφωνα μὲ τὶς διατάξεις τοῦ Κασσιανοῦ, αὐτὸ συνεχίζεται καὶ μετὰ τὴν περίοδο τῆς δοκιμασίας. Ἡ μαθητεία ὑπὸ τὸν δέκαρχο φαίνεται νὰ παρατείνεται ὣς τὸν θάνατο τοῦ τελευταίου.[283] Περαιτέρω, τὰ ἁπλῶς δυσάρεστα ἐναλλάσσονται μὲ παράλογα ποὺ ἀναθέτει ὁ Γέροντας δοκιμάζοντας τὰ ὅρια τῆς ὑπακοῆς, ὑπομονῆς καὶ ἐμπιστοσύνης. Ὁ Κασσιανὸς ἀφιερώνει ἑπτὰ ὁλόκληρα κεφάλαια γιὰ νὰ ὑμνήσει τὴν σταθερότητα μὲ τὴν ὁποία διάφοροι ἀσκητὲς ἐκτέλεσαν τοὺς παραλογισμοὺς ποὺ τοὺς ἀνέθετε ὁ Γέροντάς τους ἢ ὁ Ἡγούμενος τοῦ κοινοβίου.[284] Ἡ ὑπακοὴ εἶναι τόσο αὐστηρὴ ὥστε ὁ μαθητευόμενος δὲν τολμάει νὰ ἐγκαταλείψει τὸ κελλί του χωρὶς τὴν ἄδεια τοῦ Γέροντα οὔτε κἂν γιὰ τὶς φυσικές του ἀνάγκες![285] Ὁποιαδήποτε ἐντολὴ δίνει ὁ ἀνώτερος εἶναι σὰν νὰ τὴ δίνει ὁ Θεὸς καὶ δὲν ἐπιδέχεται κριτική — ἡ τυφλὴ ὑπακοὴ εἶναι ὕψιστη ἀρετή.[286]

Ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης τῆς Λυκοπόλεως ἀνταμοίφθηκε μὲ τὸ χάρισμα τῆς προφητείας γιὰ τὴν ὑπακοή του.[287] Ὁ Πνευματικὸς τοῦ Ἰωάννη τοῦ ἀνέθετε “ὑπερβολικά, τελείως ἄχρηστα καὶ ἀνέφικτα” καθήκοντα, ὅπως νὰ ποτίζει ἕνα ξερόκλαδο δύο φορὲς τὴν ἡμέρα γιὰ νὰ βγάλει ρίζες καὶ νὰ γίνει δέντρο,[288] νὰ πετάξει ἀπὸ τὸ παράθυρο τὸ τελευταῖο τους ἀπόθεμα σὲ λάδι,[289] νὰ κυλήσει κάποιο βράχο, ποὺ πλῆθος ἀνδρῶν δὲν μποροῦσαν νὰ μετακινήσουν.[290]

Ὁ Πατερμούκιος προσῆλθε στὸ μοναστήρι μαζὶ μὲ τὸν ὀκτάχρονο γιό του. Γιὰ νὰ φανερώσει τὴν ὑπακοή του ὑποχρεώθηκε νὰ ἀνέχεται τὸ παιδί του ντυμένο μὲ κουρέλια καὶ τόσο βρώμικο ποὺ νὰ προκαλεῖ ἀηδία, νὰ βλέπει νὰ τὸ δέρνουν οἱ πάντες (colaphis atque alapis expositus diversorum) χωρὶς νὰ ἔχει σφάλει στὸ παραμικρό (innocenti parvulo). Ποτὲ δὲν εἶδε τὸ παιδὶ “χωρὶς τὰ μάγουλά του νὰ εἶναι λερωμένα ἀπὸ τὰ δάκρυα”. Τέλος διατάχθηκε ἀπὸ τὸν Ἡγούμενο νὰ τὸ πετάξει στὸ ποτάμι, καὶ ὑπάκουσε ἀμέσως χωρὶς νὰ διστάσει (confestim celeri cursu).[291] Ἡ ὑπακοή του ἄρεσε τόσο πολὺ στὸν Θεὸ ὥστε ἀποκάλυψε στὸν Ἡγούμενο πὼς ὁ Πατερμούκιος ἔκανε τὴν πράξη τοῦ Ἀβραάμ. Ὁ Ἡγούμενος ἐπέλεξε τὸν Πατερμούκιο νὰ τὸν διαδεχθεῖ ὅταν θὰ πέθαινε.[292]

Ἔστω πὼς ὁ παραλογισμὸς τῶν διαταγῶν περιεῖχε ἢ μποροῦσε νὰ περιέχει πιὸ δημιουργικὲς διαστάσεις, πέρα ἀπὸ τὴν καλλιέργεια τῆς ὑπακοῆς καὶ τὴν δοκιμὴ τῆς βούλησης. Ὡς παραλογισμὸς ξαφνιάζει καὶ ἴσως προετοιμάζει γιὰ τὴν ἀνακοίνωση μιᾶς ξεχωριστῆς γνώσης, γιὰ τὴν ὁποία ἀξίζει νὰ ὑποφέρεις. Τὰ ξερόκλαδα δὲν σώζονται, εἰδοποιεῖ ὁ Χριστός,[293] καὶ ἡ ἐντολὴ τοῦ ποτίσματος θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι μιὰ προσπάθεια νὰ μεταδοθεῖ ἡ ἀλήθεια αὐτή. Ἀφοῦ ὁ μαθητὴς εἶχε ποτίσει τὸ ξερόκλαδο γιὰ κάποιο χρονικὸ διάστημα ἀπορημένος μὲ τὸν παραλογισμό, θὰ μποροῦσε ὁ Γέροντάς του νὰ τὸν ρωτήσει ἂν τὸ ξερόκλαδο φύτρωσε καὶ ἔγινε δέντρο, καὶ στὴν ἀρνητικὴ ἀπάντηση τοῦ μαθητῆ θὰ εἶχε τὴν εὐκαιρία ποὺ προετοίμαζε ὅλον αὐτὸ τὸν χρόνο τοῦ παράλογου ποτίσματος, νὰ τοῦ ἀνακοινώσει πειστικά, ὅτι γιὰ νὰ πάρεις ζωή, πρέπει νὰ ἔχεις ζωή, ἀλλιῶς δὲν σώζεσαι ὅσο κι ἂν σὲ φροντίζει ὁ Θεός. Ἔτσι στὴν πραγματικότητα τὸ διάστημα τοῦ ποτίσματος δὲν θὰ συνέβαινε παρὰ μόνο σὰν μιὰ ἀναστολὴ τῆς λογικῆς ἀπὸ μία πράξη ποὺ ἔμοιαζε παράλογη ὅσο ἀκόμα δὲν εἶχαν ἀποκαλυφθεῖ ὅλοι οἱ ὅροι της. Σκοπὸς τοῦ προσωρινοῦ ἢ φαινομενικοῦ παραλογισμοῦ θὰ ἦταν νὰ ἀποκτήσει οὐσία στὴν ψυχὴ τοῦ μαθητευόμενου ἡ εἰκονικὴ πραγματικότητα τῶν λέξεων, νὰ γίνει βαθύτερα καὶ ἀμεσότερα συνειδητὴ μιὰ ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου χάρη στὴν ἀναπάντεχη σύνδεσή της μὲ ἕνα ἐντυπωσιακό, ζωντανὸ καὶ βιωμένο γεγονός. Ὁ τρόπος αὐτὸς θὰ ἔμοιαζε μὲ τὸν τρόπο τῶν δασκάλων τοῦ Βουδδισμοῦ Ζέν. Προσεγγίζεται καὶ σὰν μιὰ παραβολὴ ποὺ συντελεῖται στὸν βίο ὡς πράξη, γιὰ τὸν ἴδιο λόγο ποὺ ὑπάρχουν οἱ παραβολὲς στὰ κείμενα, γιὰ νὰ διεγείρεται ἡ προσοχὴ καὶ νὰ γίνεται ἀντιληπτὸ μὲ περισσότερη δύναμη τὸ νόημα σὲ ὅποιον μπορεῖ νὰ καταλάβει.

Ὁ τρόπος αὐτὸς δὲν φαίνεται νὰ ἀνθοῦσε στὰ στρατόπεδα ποὺ περιγράφει ὁ Κασσιανός. Ὅμως ἔστω πὼς ὑπῆρχε αὐτὴ ἡ διάσταση ὑποτονικὰ ἢ κατ’ ἐξαίρεσιν — καὶ πάλι, θὰ συνυπῆρχε μὲ τὴν γενικὴ ὑπερβολὴ σκληρότητας, ὁπότε δὲν θὰ μποροῦσε νὰ παρουσιάσει τὸ νόημα τοῦ Εὐαγγελίου χωρὶς νὰ τὸ διαστρεβλώσει, ὅπως χαρακτηριστικὰ διαπιστώνεται στὰ σχετικὰ μὲ τὸν Πατερμούκιο καὶ τὸν βασανισμὸ τοῦ παιδιοῦ του. Ὁ ἴδιος ὁ τρόπος τῆς ‘ζωντανῆς παραβολῆς’ δημιουργεῖ πρόβλημα ἀκόμη καὶ στὶς καθαρὲς ἐκδοχές. Ἂς σκεφτοῦμε μιὰ κρίσιμη διαφορά, ὅτι ἐμεῖς διαβάζουμε τὴν διήγηση γιὰ τὸ ξερόκλαδο καὶ ἡ ἀνάγνωση διαρκεῖ λίγα λεπτά, τὸ νόημα φανερώνεται μὲ τὴν ἐπιθυμητὴ ἰσχύ του μέσα σὲ λίγα λεπτά. Ἔτσι ὅμως δὲν μετέχουμε στὴν κύρια προϋπόθεση αὐτοῦ ποὺ διαβάζουμε — δὲν ποτίζαμε οἱ ἴδιοι γιὰ ἡμέρες τὸ ξερόκλαδο, δὲν πετάξαμε οἱ ἴδιοι τὰ τελευταῖα μας ἀποθέματα τροφίμων, μόνο μαθαίνουμε ἐκ τῶν ὑστέρων ἀνέξοδα τὶς δυνατότητες μιᾶς τέτοιας ἄσκησης. Ἂς κάνουμε τὸν κόπο νὰ σκεφτοῦμε τὸν ἑαυτό μας μὲ προοπτικὴ ἐτῶν σὲ ἕνα μοναστήρι ποὺ διδάσκει μὲ ‘ζωντανὲς παραβολές’. Ἔστω ὅτι γιὰ τρεῖς ἑβδομάδες ἢ γιὰ τρεῖς μῆνες ποτίζαμε ξερόκλαδα γιὰ νὰ μᾶς ἀποκαλυφθεῖ τὸ νόημα τῆς εἰδοποίησης τοῦ Χριστοῦ — μετὰ τί θὰ ἀκολουθοῦσε;

Μετὰ τὴν πρώτη φορὰ ἡ ἴδια ἡ δυνατότητα τῆς ἔκπληξης ἔχει χαθεῖ. Πλέον ὁ μαθητὴς ἐκτελεῖ κάποιον ἄλλο παραλογισμὸ γνωρίζοντας ὅτι εἶναι θέμα χρόνου νὰ πληροφορηθεῖ τὸ νόημα ὅσων κάνει. Ἢ ἔστω ὅτι δὲν δίνεται ποτὲ καμμιὰ ἐξήγηση ἀλλὰ μόνο συνεχίζονται ἡ μία μετὰ τὴν ἄλλη παράλογες ἐντολές, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ὁ μαθητὴς θὰ φθάνει μόνος του σὲ λύσεις. Αὐτὸ δὲν θὰ ἦταν ἄσκηση ἀλλὰ μιὰ τυφλὴ διαδικασία ποὺ θὰ καταντοῦσε μάταιη, εἴτε ἐπειδὴ ὁ μαθητευόμενος θὰ ἔφθανε στὶς λύσεις, ὁπότε ἡ συνέχεια τῆς ἐκπαίδευσής του θὰ ἦταν περιττή, εἴτε ἐπειδὴ δὲν θὰ ἔφθανε. Στὴν καλύτερη περίπτωση ἡ παραμονὴ στὸ μοναστήρι πολὺ γρήγορα θὰ ἀποδεικνυόταν ἀχρείαστη. Καὶ αὐτὰ μόνο γιὰ νὰ γίνει κατανοητὸ πιὸ ἔντονα τὸ περιεχόμενο μιᾶς ἐπιμέρους ἀλήθειας — ὄχι γιὰ νὰ ὑπάρξει ἐγγύτητα μὲ τὸν Θεό, ὄχι γιὰ νὰ βιωθεῖ ἡ φύση τῶν πραγμάτων... Καὶ ὅποιος ἦρθε γιὰ μία στιγμὴ κοντὰ στὸν Θεό, ἢ ἀκόμη στάθηκε ἐνώπιόν Του, ἔστω καὶ μὲ τὴν βοήθεια τῶν ‘ζωντανῶν παραβολῶν’, τὴν ἑπόμενη ἀκριβῶς στιγμὴ μπορεῖ νὰ ξαναπέσει. Τὸ ζήτημα δὲν εἶναι νὰ κατανοήσω τὸ Εὐαγγέλιο οὔτε κἂν νὰ ἔχω μιὰ ἐμπειρία τῆς ἀλήθειας, ἀλλὰ νὰ παραμείνω στὴν ἀλήθεια.

Συνετὰ λοιπὸν ὁ Βασίλειος προσπέρασε τὸν τρόπο αὐτό, τοῦ ὁποίου παρουσίασα μιὰ ὑποθετικὴ ἰδανικὴ μορφή, μὲ τὴν πραγματικὴ νὰ εἶναι ἀσυγκρίτως χειρότερη. Ἀκόμη κι ἂν ἀναπτυσσόταν καὶ ἐπικρατοῦσε ἡ λογικὴ τῆς ‘ζωντανῆς παραβολῆς’, θὰ ἦταν μιὰ πνευματικὴ σπατάλη, πολὺς κόπος γιὰ μικρὸ ἀποτέλεσμα. Προτιμότερο νὰ ἔχει κανεὶς τὴν σκέψη του καὶ νὰ προχωράει στὴν κατανόηση μέσα ἀπὸ τὴν σοβαρότητα τοῦ ἴδιου τοῦ λόγου. Ἀπὸ μόνος του ὁ βίος περιέχει τὰ μεγαλύτερα αἰνίγματα, δὲν χρειάζεται νὰ τὰ διπλασιάζει ἡ ἄσκηση. Περαιτέρω, ὅσα χρειάζονται μία πράξη ποὺ ὑπερβαίνει τὴν πληροφόρηση, ἔχουν τὸν μυστικὸ χρόνο τους, δὲν τὰ προμηθεύει ἡ λύση ἑνὸς τεχνητοῦ αἰνίγματος, ὁσοδήποτε ὀρθή, ἀναπάντεχη καὶ ἐντυπωσιακή. Ἡ ἴδια ἡ εὐθύτητα, ἡ οἰκειότητα, ἡ παρρησία, ἡ φιλία, ἡ συνεννόηση καὶ ἡ συνάσκηση, βρίσκονται πολὺ ἐγγύτερα στὸ πιὸ ὑψηλὸ νόημα, πέρα ἀπὸ κάθε ἐπιμέρους αἴνιγμα καὶ τοὺς τύπους ἢ τὶς πληροφορίες ποὺ τὸ ἀναγγέλουν. Γι’ αὐτὸ στὴν παράδοση ποὺ καλλιέργησε ὁ Βασίλειος καὶ οἱ μεγάλοι Πατέρες, οὔτε κἂν ὁ Πνευματικὸς δὲν εἶναι κάτι περισσότερο ἀπὸ ἰδιαίτερα σεβαστὸς σύμβουλος. Οὔτε ὁ Ἡγούμενος δὲν βρίσκεται ὑπεράνω κριτικῆς — καὶ πέρα ἀπὸ τὸ μοναστήρι, ἡ κριτικὴ φθάνει ὣς τὸν Ἐπίσκοπο. Ἂς μὴ λησμονεῖται ὅτι ἀκόμη καὶ μιλῶντας γιὰ πλήρη ὑπακοὴ ὁ Βασίλειος προϋποθέτει ὅτι ἀφορᾶ ἐκτέλεση ἔλλογης, κατανοητῆς, ἀποδεκτῆς καὶ χρήσιμης ἐργασίας ὥστε ὅποιος ὑπακούει, στὴν πραγματικότητα ὑπακούει στὴν ἴδια τὴν λογικότητα, τὴν διαύγεια καὶ τὴν χρησιμότητα, ἡ δὲ οὐσία καὶ ἀξία τῶν διαταγῶν ἀνακρίνεται μέσα ἀπὸ τὸ μέτρο τῆς Βίβλου καὶ ἰδίως τῆς ἑνότητας ποὺ ἱδρύει ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ.[294]

Πάντες οἱ ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως προσληφθέντες ἓν σῶμά ἐσμεν, κεφαλὴν ἔχοντες τὸν Χριστόν, ὁ δὲ καθεὶς ἀλλήλων μέλη.[295]

Πῶς θὰ ἦταν δυνατὴ ἡ γενικευμένη συζήτηση χωρὶς νὰ ὑπάρχει στὸ κοινόβιο σεβασμὸς τῆς ἀτομικῆς ἀξίας καὶ ἐλευθερίας ποὺ εὐνοεῖ τὴν εὐθύτητα; Κανεὶς δὲν ἐμποδίζεται νὰ ἑρμηνεύει τὸ ἱερὸ κείμενο, καὶ ἡ ἑρμηνεία του ὑπόκειται σὲ κριτική, ὥστε πάνω ἀπ’ ὅλους βρίσκεται ἡ ἴδια ἡ ἔρευνα, ἡ συνεννόηση, ἡ τεκμηρίωση, ἡ συμπαράσταση καὶ ἡ ἐξήγηση, ἡ φιλία καὶ τὸ νόημα ὡς ἐκπλήρωση τῆς ἐλευθερίας ὅλων.

Τὸν δὲ μὴ καταδεχόμενον τὰ παρὰ τοῦ προεστῶτος διατεταγμένα χρὴ φανερῶς ἰδίᾳ αὐτῷ ἀντιλέγειν, εἴ τινα ἔχοι λόγον ἰσχυρὸν κατὰ βούλημα τῶν Γραφῶν.[296]

Χωρὶς ἀνησυχία μήπως ζημιωθεῖ τὸ κῦρος τοῦ Ἡγουμένου, ὅποιος διαφωνεῖ προτρέπεται νὰ χρησιμοποιήσει ἀκόμη καὶ συνασκητὲς γιὰ νὰ ἐκδηλώσει ὅσο γίνεται πιὸ ἀποτελεσματικὰ τὴν ἀντίρρησή του.

Εἰ δὲ αὐτὸς αἰσχύνοιτο, ἄλλοις τισὶν μεσίταις πρὸς τοῦτο χρησάσθω ἵνα, εἰ μὲν παρὰ τὴν Γραφὴν εἴη ἡ διαταγή, ἐξέληται καὶ αὐτὸς ἑαυτὸν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς βλάβης.[297]

Εὔλογα ὁ Βασίλειος θεωροῦσε πιθανὸ νὰ δοθοῦν ἐπικίνδυνες ἐντολές, ἄστοχες πνευματικά, δὲν ἀγνοοῦσε καὶ δὲν ὑποτιμοῦσε τὸ ἐνδεχόμενο ὁ ἴδιος ὁ Ἡγούμενος νὰ κακοποιεῖ τοὺς ἀσκητές. Διχογνωμίες χρειάζεται νὰ ἐπιλύονται ἀπὸ τὸν Ἡγούμενο ἢ ἀπὸ τὴν ἀδελφότητα εἰς κοινὴν ἐπίσκεψιν.[298] Ὑπάρχει ἰσοτιμία τῶν κριτηρίων καὶ χρησιμοποιοῦνται ἐναλλακτικά. Φυσικὰ δὲν γίνονται γιὰ τὸ παραμικρὸ συσκέψεις ἀλλὰ ὅταν ὁ Ἡγούμενος δὲν πείθει ἢ ἂν ὁ ἴδιος δίνει ἀφορμή, τὸν τελευταῖο λόγο ἔχει ἡ κοινὴ ἐπίσκεψις. Παρ’ ὅλα αὐτά, ἡ ἀξία ποὺ ἀναγνωρίζει ὁ Βασίλειος στὴν ὑπακοὴ δὲν εἶναι μικρή. Ἐφόσον δὲν θίγεται ἡ ἀλήθεια τῆς πίστης, ἡ ὑπακοὴ πρέπει νὰ εἶναι μέχρι θανάτου.

Κἂν ὑπὲρ δύναμιν τὸ ἐπίταγμα εἶναι δοκῇ, ἐπιρρίψας (ὁ διαταχθεὶς) τὸ κρῖμα τῷ παρὰ δύναμιν ἐπιτάσσοντι, τὸ εὐπειθὲς καὶ ὑπήκοον ἄχρι θανάτου ἐπιδεικνύσθω, μεμνημένος τοῦ Κυρίου ὅτι ἐγένετο ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ.[299]

Ὁ κανόνας αὐτὸς μοιάζει ἀκατανόητος, ἂν δὲν ἐκτιμηθεῖ στὰ συμφραζόμενα ποὺ δημιουργεῖ ἡ μετρημένη πολιτεία τοῦ Ἡγουμένου καὶ ὁ σεβασμὸς τῆς συζήτησης, τῆς οἰκειότητας, τοῦ νοήματος καὶ τῆς ἐπιείκειας ἀπὸ τὴν κοινότητα στὸ σύνολό της.[300] Ἕνα παράδειγμα ἴσως βοηθοῦσε. Ἔστω ὅτι τὸ μοναστήρι ἀποφάσισε νὰ συμπαρασταθεῖ σὲ μιὰ ἐνορία ποὺ ἀντιμετωπίζει κρίσιμες περιστάσεις. Ὅμως γιὰ νὰ φθάσεις ἐκεῖ χρειάζεται νὰ περάσεις ἀπὸ πλῆθος κινδύνων. Σὲ καλεῖ ὁ Ἡγούμενος καὶ σοῦ ἐξηγεῖ ὅτι εἶσαι ὁ ἱκανότερος νὰ ἀναλάβεις τὴν ἀποστολή. Τὸ ἔργο ὑπερβαίνει καὶ τὶς δικές σου δυνάμεις. Τὸ πιὸ πιθανὸ εἶναι νὰ σὲ αἰχμαλωτίσουν, νὰ κακοποιηθεῖς, νὰ θανατωθεῖς. Τὸ μοναστήρι ἐν ἐπιγνώσει τῶν κινδύνων ἀποφάσισε νὰ προχωρήσει στὸ σχέδιο αὐτὸ ἐπειδὴ ἡ συμπαράσταση στὴν ἐνορία εἶναι ἀναγκαία καὶ ὑπάρχουν πιθανότητες ἐπιτυχίας. Σύμφωνα μὲ τὸν Βασίλειο ὁ μοναχὸς ποὺ δέχεται τὴν ἐντολὴ αὐτή, δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀρνηθεῖ. Πρόκειται γιὰ πράξη ἡρωϊσμοῦ, ποὺ ὅμως δὲν θὰ ἀναλάμβανε ἀπὸ μόνος του, καὶ ἀκόμη τὴν ὥρα ποὺ τοῦ ἀνατίθεται θὰ προτιμοῦσε μᾶλλον νὰ τὴν ἀποφύγει. Γι’ αὐτὸ ὁ ἀδελφὸς τοῦ Γρηγορίου Νύσσης μιλάει γιὰ σταυρό. Ὑπάρχει ἀκραῖος κίνδυνος ἀλλὰ ὄχι παραλογισμὸς οὔτε κάποιο τέχνασμα — ὑπάρχει νόημα, εἶναι πλήρως ἀντιληπτὸ καὶ ἀποδεκτὸ ἀπὸ τὴν ἀδελφότητα καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν μοναχὸ ποὺ ἀναλαμβάνει τὸ ἔργο, δὲν διατάχθηκε νὰ σκοτώσει τὸ παιδί του.

Γιὰ νὰ γνωρίζεις ἂν μία ἀκραία ἀπαίτηση ὅσο τῆς θυσίας τοῦ Ἀβραάμ, εἶναι ἱερή, ἐπιβάλλεται νὰ τὴν ἀπευθύνει σὲ σένα ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς προσωπικά. Ὁ παραλογισμὸς ποὺ ὑμνεῖ ὁ Κασσιανὸς εἶναι ἄσχετος μὲ τὴν θυσία τοῦ Ἀβραάμ. Πρόκειται πάλι γιὰ μία βλάσφημη ἐσωτερικότητα ποὺ προσπαθεῖ νὰ παραστήσει κάτι ἀπὸ τὴν ἱερὴ συνείδηση καταφεύγοντας στὴν τυπικὴ μίμηση τοῦ συμβόλου. Κι ἂν εἶναι ἀνόητο, ἔστω ἐφιαλτικά, νὰ κουβαλᾶς ἕνα σταυρὸ μιμούμενος τὴν Σταύρωση ἢ νὰ αὐτομαστιγώνεσαι στὸ δωμάτιό σου ἢ στὶς πλατεῖες, ὁ ἐφιάλτης ἀπογειώνεται ὅταν ἀποφασίζεις νὰ πνίξεις τὸ παιδί σου. Τὴν πραγματικότητα ὑπηρετεῖ ἡ ἀρχὴ τοῦ Παύλου ποὺ ἀκολουθεῖ ἐπίσης ὁ Βασίλειος: στὸν Θεὸ ὁδηγεῖ τὸ νόημα — σωτηρία δὲν εἶναι ἡ συντριβὴ τῆς προσωπικότητας ἀλλὰ ἡ ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειας.[301] Γι’ αὐτὸ ὁ Βασίλειος δὲν διστάζει νὰ παρακάμψει πλήρως τὴν σχετικὴ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση τῆς ἐποχῆς του καὶ νὰ ἀνοίξει τὸ μοναστήρι στοὺς ἀνέμους τῆς κριτικῆς καὶ τῆς ἑρμηνείας,[302] στὴν οἰκειότητα καὶ τὴν συζήτηση ὅλων μὲ ὅλους. Μὲ τέτοιες προϋποθέσεις ὅ,τι ἀπομένει ὡς ὑπακοὴ ἀποκλείεται νὰ καταντήσει τυραννία καὶ παραλογισμός. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὁ Βασίλειος φροντίζει πάλι νὰ καταδικάσει ὁποιοδήποτε στοιχεῖο αὐταρχισμοῦ. Καὶ ἐπειδὴ ἡ ἡγεσία παραμένει συνεχῶς ἔλλογη, καὶ συνολικὰ τὸ κοινόβιο τιμάει τὴν φιλία καὶ τὴν ἐπιείκεια συνεχῶς σὲ ὅλα, χρειάζεται ὁ μοναχὸς νὰ καταλαβαίνει τὴν ἀξία ὅποιων κόπων εἶναι δυνατὸ νὰ περιέχει ἡ ἄσκηση — μηδὲ τυραννίδα νομίζειν τὴν ἀπὸ εὐσπλαχνίας ἐπὶ σωτηρίᾳ τῆς ψυχῆς προσαγομένην αὐτῷ ἐπιμέλειαν.[303]

Ὁ Ἡγούμενος

Στὸ ἀξίωμα τοῦ Ἡγουμένου ἀναφέρεται ὁ Κασσιανὸς ἐξηγῶντας γιατί στὴν Αἴγυπτο, ἀντίθετα μὲ τὴν Δύση, ὑπάρχει ἑνότητα καὶ σταθερότητα στοὺς κοινοβιακοὺς θεσμούς.[304] Προϋπόθεση γιὰ τὴν ἀνάδειξη τοῦ Ἡγουμένου εἶναι ἡ ἀπόλυτη ἀκτημοσύνη, ἀκόμα καὶ ἡ ἄρνηση τῆς ἀτομικῆς ἐλευθερίας. Ὁ ὑποψήφιος προέρχεται ἀπὸ κοινόβιο στὸ ὁποῖο δὲν δώρισε τὴν περιουσία του, ἐπειδὴ αὐτὸ θὰ τὸν κολάκευε, καὶ ἀκόμη ἔχοντας ὑπακούσει τοὺς παλαιότερους, ἔστω κι ἂν ἦταν νεώτεροί του στὴν ἡλικία, ἐπειδὴ ἀναγνώρισε ὅτι ὁ ‘κοσμικὸς’ βίος του χάθηκε στὴν ματαιότητα, ὅτι τὰ προηγούμενα χρόνια δὲν μετρᾶνε οὐσιαστικὰ στὴν ἡλικία του. Ὁ Ἡγούμενος πρέπει νὰ ἔχει ἐκτελέσει χειρωνακτικὲς ἐργασίες γιὰ τὴν ἐξασφάλιση τῆς τροφῆς του ἢ τῆς τροφῆς τῶν ξένων, καὶ νὰ ἔχει μοχθήσει γιὰ νὰ ἀποβάλει τὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὶς πολυτελεῖς συνήθειες. Κανεὶς δὲν γίνεται Ἡγούμενος, ἂν προηγουμένως ὑπακούοντας δὲν κατανοήσει τὴν ὑπακοὴ ποὺ θὰ ἀπαιτήσει, καὶ δὲν μάθει τοὺς κανόνες τῶν Γερόντων τοὺς ὁποίους θὰ κληθεῖ νὰ ἐφαρμόσει καὶ νὰ διδάξει. Ἡ ὑπακοή του θὰ φανερώσει ὅτι ἔχει ἀγάπη γιὰ τὸν Θεὸ καὶ ταπεινοφροσύνη. Οἱ Ἡγούμενοι στὴν Δύση ἀγνοοῦν τοὺς θεσμοὺς τῶν Γερόντων, δὲν ὑπῆρξαν προηγουμένως μαθητές, προτιμοῦν νὰ ἐπιβάλλουν δικούς τους κανόνες ἀντὶ νὰ ἀκολουθοῦν τὴν παράδοση. Οἱ κανόνες τῶν Γερόντων δημιουργοῦν τὴν κοινὴ συνείδηση ποὺ ὁ Ἡγούμενος καλεῖται νὰ ὑποστηρίζει, μὲ ἔμφαση πάντα στὴν ὑπακοή. Ὁ Κασσιανὸς δὲν ἀναφέρει ἐκλογὴ Ἡγουμένου, τὸ δὲ ρῆμα conceditur[305] σημαίνει πὼς δὲν μποροῦσε καθένας νὰ γίνει ἀποδεκτός, ὅμως δὲν δίνονται πληροφορίες γιὰ τὸν τρόπο τῆς ἐκλογῆς. Φαίνεται πὼς ὁ Ἡγούμενος εἶχε δικαίωμα νὰ ὁρίζει τὸν διάδοχό του.[306]

Ἐπιμένοντας στὴν ἑνότητα τοῦ κοινοβίου καὶ ἐν γένει τῆς Ἐκκλησίας ὡς σώματος ὁ Βασίλειος ἐξηγεῖ ὅτι χαλεπὸν καὶ δυσεύρετον ψυχὴ δυναμένη εἶναι ὀφθαλμὸς πλειόνων.[307] Ὅμως δὲν ἀρκεῖ οὔτε ἡ κατάρτιση οὔτε ἡ ἐπιβολὴ κάποιας πειθαρχίας, ὁ Ἡγούμενος χρειάζεται νὰ ἔχει ξεχωριστὴ ἱκανότητα σκέψης, διαύγεια, ζωντανὴ ἑνότητα μὲ τὸν Χριστό, ἀγάπη, ἐπιείκεια, προσήνεια, εὐγένεια. Εἶναι ἕνας πιὸ σοφὸς ἀδελφός, πάντα ἕτοιμος νὰ συμπαρασταθεῖ, προορατικός, μὲ ἀνεξάρτητη σκέψη (ἐν λόγῳ τὸ αὔταρκες), νηφάλιος, εὔσπλαγχνος, ποὺ ὑπηρετεῖ τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ ἐν τελείᾳ καρδίᾳ, παρέχοντας ἐναργὲς ὑπόδειγμα τὸν ἑαυτοῦ βίον πιστότητας στὶς θεῖες ἐντολές. Ἡ ταπεινοφροσύνη του ἐκδηλώνεται ἐν ἀγάπῃ Χριστοῦ, τόσο καθαρά, ὡς καὶ σιωπῶντος αὐτοῦ τὸ ἐκ τῶν ἔργων ὑπόδειγμα παντὸς λόγου ἰσχυρότερον εἰς διδασκαλίαν προκεῖσθαι.[308]

Τὴν ταπεινοφροσύνη ὁ Βασίλειος συνδέει κυρίως μὲ τὴν πραότητα,[309] σύμφωνα μὲ τὸ ὑπόδειγμα τοῦ Χριστοῦ. Μιὰ περίπτωση εἶναι χαρακτηριστική. Ὁ Κασσιανὸς ἐγκωμιάζει ἕναν Ἡγούμενο ἐπειδὴ ἐγκατέλειψε τὸ κοινόβιό του κρυφὰ γιὰ νὰ ἐνταχθεῖ ὡς ἁπλὸς μοναχὸς στὴν Ταβέννησο. Ἐπειδὴ τὸ ἀξίωμα σημαίνει καὶ ἐξουσία, ἐνῶ ἡ αὐτοπειθαρχία, ἀκόμη καὶ ὡς αὐτοπαράδοση στὴν τυφλὴ ὑπακοή, ὄχι μόνο δὲν καταργεῖ τὸ κλειστὸ ἐγὼ ἀλλὰ τὸ ἐνισχύει, ὁ Πινούφιος ἔνοιωθε νὰ χάνει τὴν ταπεινοφροσύνη του, τὴν ὁποία ὅμως ποτὲ δὲν εἶχε. Τὸ μόνο ποὺ μποροῦσε, ὅπως καὶ ἔκανε, ἦταν νὰ ἀναπληρώσει τὴν ἀπουσία ταπεινοφροσύνης μὲ τὴν ψευδαίσθησή της στὴν ὑπακοή. Ἡ ἀπόφαση αὐτὴ θὰ ἦταν φυσικὰ ἄστοχη γιὰ τὸν Βασίλειο καὶ ἐπικριτέα. Γιὰ παράδειγμα, στὸν ὅρο KE ριγ΄[310] ὁ ἀδελφὸς τοῦ Γρηγορίου Νύσσης ὑπενθυμίζει τὰ λόγια τοῦ Σολομῶντος, καιρὸς τῷ παντὶ πράγματι, καὶ διδάσκει ὅτι ὁ προεστὼς κάποτε χρειάζεται νὰ εἶναι ταπεινὸς ὅπως τὰ παιδιά, καὶ μάλιστα ὅτε καιρός ἐστι τῶν εἰς ἀλλήλους τιμῶν καὶ καθηκόντων καὶ τῆς περὶ τὸ σῶμα ὑπηρεσίας ἢ θεραπείας [...] ποτὲ δὲ τῇ ἐξουσίᾳ κεχρῆσθαι ἣν ἔδωκεν ὁ Κύριος ‘εἰς οἰκοδομὴν καὶ οὐκ εἰς καθαίρεσιν’.[311]

Ἡ ἐξουσία δὲν ἀνήκει στὸν Ἡγούμενο γιὰ νὰ τὴν ἐγκαταλείπει ὅποτε θέλει, οὔτε κἂν ἐμποδίζει τὴν ταπεινοφροσύνη, ἡ ὁποία ἀποδεικνύεται μὲ τὴν φιλαλληλία, τὴν στοργή, τὴν ἀφοσίωση.[312] Σύμφωνα μὲ τὸν Βασίλειο, ὁ προεστὼς χρειάζεται νὰ ὑπομένει τὶς ἀτασθαλίες τῶν νηπιαζόντων χωρὶς αὐστηρότητα, νὰ ἐφαρμόζει τὰς ἰατρείας αὐτοῖς ἐν πάσῃ εὐσπλαγχνίᾳ καὶ συμμετρίᾳ. Νὰ νουθετεῖ ἐν πραότητι καὶ νὰ διακρίνει μὲ λεπτότητα καὶ προσοχὴ τὸν κατάλληλο τρόπο θεραπείας ὥστε νὰ μὴν προσβάλλει, νὰ μὴν εἶναι σκληρὸς καὶ ἀποκρουστικός. Νηφάλιος ἐν τοῖς παροῦσι, προορατικὸς τῶν μελλόντων, πάντα ποιεῖν καὶ λέγειν δυνάμενος πρὸς καταρτισμὸν τῶν συνόντων. Εἶναι μέγιστη ἀρετὴ καὶ προϋπόθεση τοῦ ἀξιώματός του νὰ ἐμπνέει ἀξία στοὺς ἀδελφούς, νὰ ἀναγνωρίζει τὰ χαρίσματά τους καὶ νὰ τὰ ἐνισχύει, νὰ τοὺς δίνει δύναμη καὶ νὰ βοηθάει νὰ γίνονται χρήσιμοι ἀναθέτοντας σὲ καθένα τὴν πιὸ κατάλληλη γι’ αὐτὸν ἐργασία.[313] Προέχουν διαρκῶς πραότητα καὶ ἐπιείκεια, ἐπίγνωση τῆς θείας παρουσίας, ἱκανότητα λόγου, ἡ σημασία τῆς Βίβλου,[314] ἡ λεπτότητα ποὺ χρειάζεται γιὰ τὴν διόρθωση τῶν σφαλμάτων, ὁ σεβασμὸς τῶν χαρισμάτων καθενὸς καὶ ἡ ἀξιοποίηση τῶν χαρισμάτων στὶς ἐργασίες. Ὁ Ἡγούμενος θὰ συνομιλήσει μὲ ἐπισκέπτες τῆς μονῆς, γι’ αὐτὸ χρειάζεται νὰ ὑπάρχει ἀντικαταστάτης του ὥστε μὲ τὴν ὑπηρεσία τοῦ λόγου καὶ τὴν διαύγεια τῆς συνείδησης νὰ μεγαλώνει συνεχῶς ἡ ἐλευθερία ὅλων. Δὲν γίνεται νὰ ἐπωμιστεῖ καθένας τὸ ἔργο τῆς διδαχῆς, ἐπειδὴ σπανίζουν οἱ σχετικὲς ἱκανότητες καὶ ἐπειδὴ ἡ εὐταξία θὰ καταλυόταν.[315] Ὁ Βασίλειος θεμελιώνει τὴν ἀσκητική του στὴν ὑπηρεσία τοῦ λόγου καὶ τῆς φιλίας.[316] [...]

Ἡ ἑστίασή του στὴν ἐπίγνωση δὲν ἔχει ἀντίστοιχο στὸν Κασσιανό. Θυμίζω γιὰ παράδειγμα τὸν πρόλογο στὸ πρῶτο βιβλίο τῶν Θεσμῶν, ὅπου εἰρωνεύεται ὅσους χειρίζονται ἐπιδέξια τὸν λόγο.[317] Εἶναι χαρακτηριστικὸ γιὰ τὴν νοοτροπία τοῦ Βασίλειου ὅτι δὲν ἀναφέρεται στὸν ἀσκητικὸ βίο μὲ τὴν ἔκφραση βίος φιλόσοφος, ὅπως κάνει ὁ συγγραφέας τῶν Ἀσκητικῶν διατάξεων.[318] Ἡ φιλοσοφία ἀποβλέπει στὴν ὑψηλότερη δυνατὴ γνώση, συναίσθηση καὶ ἐπίγνωση, ἡ ὁποία κανονικὰ γίνεται πράξη στὸν βίο ὅπως εἶναι φυσικό, ἀλλὰ μόνο δευτερευόντως καὶ ὄχι πάντα σύστημα καὶ ὀργάνωση.

Στὰ συμφραζόμενα αὐτὰ ὁ Βασίλειος ἀσχολεῖται μὲ τὴν διαδικασία ἐκλογῆς Ἡγουμένου.[319] Χρειάζεται ἀσφαλῶς ὁ ‘τρόπος’ του νὰ ἔχει δοκιμαστεῖ ἀλλὰ αὐτὸ θὰ τὸ κρίνουν ὁριστικὰ καὶ θὰ τὸν ἐκλέξουν οἱ ἐν ταῖς ἄλλαις ἀδελφότησι προεστῶτες.[320] Ἔτσι ἐξασφαλίζει τὴν ἐγκυρότερη δυνατὴ ἀξιολόγηση τοῦ Ἡγουμένου, καὶ ταυτόχρονα ἑνότητα καὶ ἐπαφὴ μεταξὺ τῶν ἀσκητικῶν κοινοτήτων. Ὁ ἀναπληρωτής του δὲν ἐπιλέγεται μόνο ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ἡγούμενο ἀλλὰ μετὰ δοκιμασίας αὐτοῦ τε καὶ ἄλλων τῶν ἱκανῶν δοκιμάζειν,[321] ποὺ εἶναι οἱ ἐγγύτεροι τοῦ προεστῶτος καὶ βαθμῷ καὶ συνέσει. Οἱ Γέροντες αὐτοὶ δὲν ἔχουν ἀποφασιστικὴ σημασία μόνο στὴν ἐκλογὴ ἀναπληρωτῆ, ὁ προεστὼς ὀφείλει νὰ τοὺς συμβουλεύεται διαρκῶς.[322] Περαιτέρω, σωστὸ θὰ ἦταν οἱ προεστῶτες τῶν κοινοβίων νὰ συναντῶνται σὲ τακτὰ διαστήματα καὶ νὰ συζητοῦν τὶς ἀπόψεις καὶ τὰ προβλήματά τους ὥστε ὁ ἕνας νὰ διορθώνει τὸν ἄλλο.[323] Ἔτσι ὁ Βασίλειος ἀφαιρεῖ ἐξουσία ἀπὸ τὴν ‘χαρισματικὴ’ προσωπικότητα ἢ τὴν θεσμικὰ προβεβλημένη, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸν Ἡγούμενο, ἔναντι τῆς διδασκαλίας τῆς Βίβλου καὶ τῆς συλλογικῆς ἐμπειρίας τῶν Ἡγουμένων, τῶν προεχόντων καὶ τοῦ κοινοβίου στὸ σύνολό του.

Ἐξομολόγηση

Σὲ σχέση μὲ τὴν ὑπακοὴ ἑρμηνεύει ὁ Κασσιανὸς ἐπίσης τὴν ἐξομολόγηση, ἡ ὁποία ἔτσι εἶναι καταδικασμένη νὰ καταντήσει ἀνάκριση καὶ ἐξευτελισμός. Ὁ Γέροντας κρίνει τοὺς λογισμοὺς καὶ ὁ ἀσκητὴς ὀφείλει νὰ ἀποσύρει τὴν προσωπική του σκέψη καὶ νὰ μὴν ἀμφιβάλλει πὼς ἡ κρίση τοῦ Γέροντα εἶναι σωστή! Ὅ,τι αἰσχύνεται νὰ φανερώσει δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα δικό του σοβαρὸ λάθος ἀλλὰ προέρχεται ἀπὸ τὸν διάβολο![324] Ἡ ἐξομολόγηση περιγράφεται ὡς μία ἀκόμη πλευρὰ τῆς προσωπικῆς σχέσης μὲ τὸν Γέροντα, καὶ διαμορφώνεται σὲ συνθῆκες τρομοκρατίας. Ὁ ἀσκητὴς ἀντιμετωπίζεται ὡς παίγνιο πονηρῶν δυνάμεων καὶ ἐλλειμματικὴ προσωπικότητα.

Σύμφωνα μὲ τὸν Βασίλειο, ἡ πνευματικὴ συμπαράσταση χρειάζεται ζωντανὴ σχέση, ἑνότητα, οἰκειότητα, σεβασμό, ἐπιείκεια. Τὴν ἐξομολόγηση ἀναλαμβάνουν καὶ κατευθύνουν οἱ πιστευόμενοι τῶν ἀδελφῶν εὐσπλάγχνως καὶ συμπαθῶς ἐπιμελεῖσθαι τῶν ἀσθενούντων, καὶ εἶναι οἱ Ἡγούμενοι[325] ὡς συνασκητὲς καὶ ἀδελφοί.[326] Ἄλλοτε τὴν ἐξομολόγηση δέχεται ὁ πρεσβύτερος, δυνάμενος ἐπιστημόνως τὸν τρόπον τῆς μετανοίας καὶ τῆς διορθώσεως ὑποθέσθαι, στὸν ὁποῖο ἐξομολογοῦνται ἐπίσης οἱ ἀσκήτριες.[327] Ὁ ὅρος πρεσβύτερος εἶναι δυνατὸ νὰ ἀναφέρεται καὶ στὸν Γέροντα ἀλλὰ πρόκειται πάντα γιὰ ἱερέα. Οἱ ἀσκήτριες εἶχαν τὶς Γερόντισσες, στὶς ὁποῖες ὄφειλαν νὰ προσφεύγουν γιὰ καθοδήγηση. Γιὰ παράδειγμα, ὁ ὅρος KE ρη΄ ἀπαγορεύει στὸν προεστῶτα ἀκόμη καὶ τὴν ἁπλὴ διδασκαλία ἀσκητριῶν ἐκτὸς τῆς προεστώσης, σύμφωνα μὲ τὴν κλασικὴ ἐντολή, πάντα εὐσχημόνως καὶ κατὰ τάξιν γινέσθω.[328] Ἡ ἐξαγόρευσις τῶν ἁμαρτημάτων πρέπει νὰ γίνεται οὐ πᾶσιν [...] οὔτε τοῖς τυχοῦσιν ἀλλὰ ἐπὶ τῶν δυναμένων θεραπεύειν. Εἶναι οἱ πεπιστευμένοι τὴν οἰκονομίαν τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ.[329] Τὴν ἁρμοδιότητα γιὰ ἐξομολόγηση συνδέει ἀλλοῦ ὁ Βασίλειος μὲ τὸ Βάπτισμα ἐπειδὴ ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος καὶ οἱ Ἀπόστολοι ἐξομολογοῦσαν καὶ βάπτιζαν.[330] Εἶναι φανερὸ ὅτι θεωρεῖται ἰδιαίτερο Μυστήριο, τελούμενο ἀπὸ τὸν ἱερέα καὶ συνδεόμενο στὴν οὐσία του μὲ τὸ Βάπτισμα,[331] Γιὰ τὸν Κασσιανὸ εἶναι μιὰ πλευρὰ τῆς γενικῆς ὑπακοῆς τοῦ μαθητῆ στὸν Γέροντα.[332] [...]

Σημασία ἔχει νὰ προσεχθεῖ ὅτι δὲν εἶναι καθένας κατάλληλος νὰ δεχθεῖ (ὁποιουδήποτε εἴδους) ἐξομολόγηση, εἴτε πρόκειται γιὰ Γέροντα, εἴτε γιὰ Ἱερέα ἢ τὸν ἴδιο τὸν Ἡγούμενο. Πέρα τῶν ἄλλων, ὁ ἄνθρωπος στὸν ὁποῖο ἀνοίγει κανεὶς τὴν καρδιά του χρειάζεται νὰ ἐμπνέει οἰκειότητα μὲ τὸν Θεό, ἐμπιστοσύνη, ἀσφάλεια καὶ εὐγνωμοσύνη. Κύριος σκοπὸς εἶναι ὁ ἐντοπισμὸς τῆς ρίζας τῶν προβλημάτων καὶ ἡ συνειδητὴ ἀφαίρεσή της μέσα ἀπὸ συμβουλὲς καὶ ἔλλογα παιδαγωγικὰ ἐπιτίμια.[333] Ἡ ἐξομολόγηση δὲν εἶναι οὔτε μαγικὸς μηχανισμὸς οὔτε μιὰ τυποθρησκευτικὴ διαδικασία ἄφεσης τῶν ἁμαρτιῶν οὔτε μιὰ ἀφορμὴ σκληρῆς ἢ ἄνετης πειθαρχίας, ἀλλὰ εὐκαιρία αὐτογνωσίας, ἑνότητας καὶ ἐσωτερικῆς ἐλεύθερης ἀλλαγῆς.

Κοινοκτημοσύνη

Σύμφωνα μὲ τὸ ὑπόδειγμα ποὺ προτείνει ὁ Κασσιανός, ἐκτὸς τῶν κοινῶν συνάξεων ὁ χρόνος στὸ κελλὶ καθενὸς μοιράζεται ἀνάμεσα στὴν ἐργασία καὶ τὴ μελέτη (operi ac meditationi studium pariter inpendentes).[334] Τείνοντας νὰ προσλαμβάνει καὶ τὴν κοινοβιακὴ ἄσκηση μὲ προϋποθέσεις τοῦ ἐρημιτισμοῦ, ὁ Κασσιανὸς ἀναγνωρίζει προβλήματα στὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸ κελλὶ ἐνῶ ὁ Βασίλειος στὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸ κοινόβιο. Ὅμως ὅποτε οἱ μοναχοὶ καλοῦνται γιὰ προσευχὴ ἢ ὁτιδήποτε, διακόπτουν τὸ ἔργο τους ἐπειδὴ δὲν θεωροῦν τίποτα πιὸ σημαντικὸ ἀπὸ τὴν ὑπακοή.[335]

Ὁ Βασίλειος εἰδοποιεῖ πὼς οἱ μοναχοὶ παρέδωσαν τὸν ἑαυτό τους τῇ ἄλλων χρείᾳ ἐν ἀγάπῃ Χριστοῦ,[336] ὁπότε δὲν θὰ εἶχε λόγο νὰ διαφωνήσει ἐδῶ παρὰ μόνο νὰ διευκρινήσει πὼς ἡ ὑπακοὴ δὲν ἔχει ἀξία ὅταν γίνεται μὲ μισὴ καρδιά. Ἂν ἡ ὑπηρεσία στοὺς ἀδελφοὺς δὲν δίνει εἰλικρινῆ χαρά, εἶναι προτιμότερο νὰ μὴ γίνεται καθόλου. Ἔτσι προσεγγίζεται σωστὰ ἡ ἔννοια τῆς κοινοκτημοσύνης, ἡ ὁποία δὲν ἀφορᾶ μόνο τὴν ὑλικὴ περιουσία ἀλλὰ πιὸ πρωταρχικὰ τὸν χρόνο καὶ τὸν χῶρο. Περαιτέρω, ὁ Βασίλειος ἀναφέρεται ἐπίσης σὲ ἐργασίες ἐκτὸς κελλιοῦ — στὴν ὑφαντική, τὴν ὑποδηματοποιΐα, τὴν οἰκοδομική, τὴν ξυλουργική, τὴν σιδηρουργική, καὶ μάλιστα τὴν γεωργία, τὴν προτιμότερη ὅλων ἐπειδὴ παρέχει τὰ ἀναγκαῖα χωρὶς νὰ ἀπαιτεῖται ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸ κοινόβιο.[337]

Ὁ ἀδελφὸς τοῦ Γρηγορίου Νύσσης δὲν ἐπικρίνει τὴν κερδοσκοπία ἀλλὰ τὴν ὑπερβολικὴ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ τὴν συναναστροφὴ μὲ κοσμικούς. Οἱ ἀσκητὲς εἶναι προτιμότερο νὰ ζημιώνονται οἰκονομικὰ ἀντὶ νὰ ἀφήνουν τὸ μοναστήρι. Ἀκόμη κι ἂν ὑπάρχει ἀνάγκη νὰ φύγουν, καλύτερα νὰ πηγαίνουν πολλοὶ μαζί, καθένας μὲ τὸ δικό του προϊόν, σὲ περιοχὲς ποὺ κατοικοῦν χριστιανοί. Σκοπὸς εἶναι πάντα ἡ συνειδητότητα. Ἀκολουθῶντας τὴν κοινὴ λογική, ὁ Βασίλειος ἐξηγεῖ ὅτι τὸ εἶδος τῆς ἐργασίας ρυθμίζεται σύμφωνα μὲ “τὴν ἰδιότητα τῶν τόπων καὶ τὴν ἐπιτηδειότητα τῶν ἐν ἑκάστῃ χώρᾳ πραγματειῶν”. Ὡς γενικὸ κανόνα ἐπιλογῆς τῶν ἐπιτηδευμάτων προτάσσει “τὸ εἰρηνικὸν καὶ τὸ ἀθόρυβον [...] μήτε πολλῆς πραγματείας εἰς τὸν πορισμὸν τῆς οἰκείας ὕλης δεόμεναι (αἱ τέχναι), μήτε πολλοῦ τοῦ ἀγῶνος πρὸς τὴν τῶν ἀπεργασθέντων διάπρασιν, μήτε ὅσαι συντυχίας ἡμῖν ἀνδρῶν ἢ γυναικῶν ἀπρεπεῖς ἢ βλαβερὰς προξενοῦσαι”.[338] Προφανῶς τὸ διαδικτυακὸ ἐμπόριο ποὺ σήμερα ἀρκετὲς μονὲς ἔχουν υἱοθετήσει, εἶναι μιὰ ἰδανικὴ ἐπιλογή, σύμφωνα πάντα μὲ τὰ κριτήρια αὐτά, ἀρκεῖ βέβαια νὰ μὴν ἀπασχολεῖ τοὺς μοναχοὺς εἰς βάρος τῶν κύριων σκοπῶν τους. Ἀκόμα καὶ ἡ φιλανθρωπικὴ δράση δὲν πρέπει νὰ γίνεται ἀφορμὴ μεγάλων μετατροπῶν στὸ πρόγραμμα τῆς ἄσκησης. Σημασία ἔχει νὰ παραμένει πάντα συνειδητὴ μὲ τὴν μεγαλύτερη δυνατὴ διαύγεια ἡ πραγματικότητα μέσα σὲ ὅλα καὶ πέρα ἀπ’ ὅλα.

Ἡ ἕνωση ποὺ ὁραματίζεται ὁ Βασίλειος ὅλων τῶν πλευρῶν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ὥστε ἡ περισσότερο ‘κοσμικὴ’ διάσταση νὰ καθρεφτίζει ὅσο γίνεται τὸν ἀσκητικότερο βίο τῶν μοναχῶν, εἶναι φυσικὸ νὰ δίνει στὴν Ἐκκλησία (καὶ ἐπίσης στὴν κοινωνία, στὸν βαθμὸ τῆς ταύτισης τῶν δύο) μιὰ ὁρμὴ ‘ἐξόδου’ ἀπὸ τὴν ἱστορία, δηλαδὴ σχετικὴ ἀδιαφορία γιὰ τὴν ἰσχὺ τῆς ἐπιβίωσης. Ὁ Βασίλειος δὲν πρόσεξε ἐδῶ μιὰ δυσάρεστη ἀλήθεια ἐνῶ τὴν εἶχε διακρίνει σὲ ἄλλες περιπτώσεις. Ἐπειδὴ οἱ περισσότεροι, σὲ ὅποια ‘κατηγορία’ κι ἂν ἀνήκουν — μοναχοὶ ἢ κοσμικοί, πλούσιοι ἢ φτωχοί, ἄντρες ἢ γυναῖκες... — δὲν πρόκειται νὰ ἀποκτήσουν ζωντανὴ σχέση μὲ τὸν Χριστό, εἶναι ἑπόμενο ἀργὰ ἢ γρήγορα νὰ παραιτοῦνται, ἀγωνιῶντας κυρίως γιὰ τὸν βιοπορισμό, τὴν καταξίωση, κ.λπ., κρατῶντας ἐπίσης τὴν ἐθιμικὴ θρησκευτικότητα ὅσο μποροῦν, ἂν νοιώθουν ἐνοχές, ὁπότε φθάνουν νὰ ὑποκρίνονται καὶ στὸν ἑαυτό τους, ‘ἐξευμενίζοντας’ τὸν Θεὸ καὶ ἀποφεύγοντας νὰ παραδοθοῦν ὁλόψυχα στὴν κοσμικότητα, ἀναπληρώνοντας τὴν πραγματική τους θέληση μὲ κουτοπονηριές.

Ὁ Βασίλειος σωστὰ θέλησε νὰ ἀκούγονται τὰ Καλὰ Νέα πρὸς ὅλες τὶς κατευθύνσεις, δὲν ὑπολόγισε ὅμως σωστὰ ὅτι θὰ ἀκούσουν λίγοι, ὥστε νὰ φροντίσει νὰ ἀπαλλάσσει τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ὑποκρισία. Αὐτὸ δὲν εἶναι κάτι δευτερεῦον ἢ ἐπουσιῶδες. Ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει μέσα στὸν χρόνο σὰν μιὰ πρόγευση τῆς ἄλλης ζωῆς, ὥστε ὅπως ἀκριβῶς σὲ κάθε μέλος της προσπαθεῖ νὰ μεγαλώνει τὴν ἀρετὴ καὶ νὰ ἀπομακρύνει τὴν ἁμαρτία, ἔτσι στὸ σύνολο τῶν μελῶν της ἔχει νὰ διακρίνει τὴν γνησιότητα ἀπὸ τὴν ἀπάτη καὶ νὰ ἀπαλλάσσεται ἀπὸ τὰ διεφθαρμένα μέλη καὶ παντελῶς ἄχρηστα.[339] Ἡ μεγαλύτερη ὀδύνη ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχει κανεὶς σ’ αὐτὴν ἐδῶ τὴν ξεπεσμένη κατάσταση, εἶναι ἡ συνύπαρξη μὲ τὸ χυδαῖο καὶ τὸ ἀσήμαντο. Στὴν ἄλλη ζωὴ τὰ δύο δὲν ἀναμιγνύονται ἀλλὰ βρίσκεται καθαρὰ καὶ μόνο ὁ ὅμοιος μὲ τὸν ὅμοιο, κι αὐτὸ εἶναι ἡ μεγαλύτερη εὐλογία ποὺ μπορεῖ νὰ ζητήσει κανείς. Ἡ Ἐκκλησία ὡς συμβολικὴ εἰκόνα ἀλλὰ καὶ ζωντανὴ ἀρχὴ τῆς Ὄγδοης Ἡμέρας ἔχει χρέος νὰ τὸ ἐπιδιώκει ἤδη τώρα μὲ ὅλη τὴν δύναμή της.

Τὸ ὅραμα τοῦ Βασίλειου θὰ ἦταν πιὸ σημαντικὸ καὶ ἀποτελεσματικό, ἂν ἀφοροῦσε ὄχι μιὰ ἀσκητικότερη κοινωνία ἀλλὰ μιὰ κοινωνία δημιουργικὴ καὶ ἐλεύθερη μὲ κοσμικὰ κριτήρια. Χάρη στὴν ἐλευθερία θὰ μποροῦσε νὰ ἀκουστεῖ ὁ Λόγος ἀποσπῶντας σὲ ἀκόμα ὑψηλότερη ἐλευθερία καὶ γονιμότητα τοὺς λίγους ποὺ θὰ ἤθελαν πραγματικὰ νὰ ἀκούσουν, σὲ κάθε ἄλλον ἀφήνοντας ὅλους τοὺς δυνατοὺς τρόπους καὶ εὐκαιρίες νὰ παραμένει στὴν κοσμικότητα μέχρι τέλειας ἀθεΐας. [...] Οὔτε εἶναι τυχαῖο ὅτι τὸ χριστιανικὸ μήνυμα ἀντὶ νὰ γίνει δεκτὸ στὸν ἑβραϊκὸ πολιτισμό, ὅπου βρίσκεται ἡ ἱστορική του ρίζα, υἱοθετήθηκε, ἀναπτύχθηκε καὶ διαδόθηκε ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες, δηλαδὴ ἀπὸ ἕνα πολιτισμὸ ποὺ εἶχε ἤδη πιστέψει στὴν ἰσόθεη ἀξία τοῦ ἀτόμου, στὴν ἐλευθερία καὶ τὴν ἀνεξάρτητη σκέψη. [...]

Πὼς εἶναι κοινὰ τὰ τῶν φίλων, καὶ ὁ φίλος ἄλλος ἑαυτός,[340] σημαίνει ὅτι ἂν ἡ ἀκτημοσύνη, ὑπὸ τὴν μορφὴ ἔστω ἁπλῆς ὀλιγάρκειας, ἐπιβάλλεται βίαια μὲ προφάσεις δῆθεν ‘κοινωνικῆς δικαιοσύνης’, παύει ἀμέσως νὰ ἔχει ἀξία καὶ νὰ εἶναι ἀρετή. Ὅμως ἤδη στὴν πρώτη χριστιανικὴ κοινότητα τῶν Ἱεροσολύμων ἡ διανομὴ καθότι ἄν τις χρείαν εἶχεν προϋποθέτει μικρὸ κύκλο προσωπικῶν σχέσεων, καὶ πάλι ὑπὸ εἰδικὲς συνθῆκες, ἐνῶ πρόκειται πάντα γιὰ κάλυψη ἀπολύτως στοιχειωδῶν ἀναγκῶν. Τέτοια νοοτροπία δὲν γίνεται νὰ ἐφαρμοστεῖ σὲ ὁλόκληρες κοινωνίες. Ποιός μπορεῖ νὰ καθορίσει ἂν ἔχω ἀνάγκη νὰ μάθω πιάνο ἢ νὰ ζῶ σὲ μεγαλύτερο σπίτι, καὶ πόσο ἀκριβῶς μεγαλύτερο; Δυστυχῶς ἡ καχυποψία ποὺ καλλιέργησε ὁ χριστιανισμὸς γιὰ τὸν πλοῦτο πῆρε τόσο μεγάλες διαστάσεις ὥστε τὸ ἰδανικὸ μιᾶς ἀπρόσωπης βίαιης ‘δικαιοσύνης’ ἄρχισε νὰ ὑπονομεύει τὴν ἴδια τὴν κορυφαία χριστιανικὴ ἀξία τῆς ἀτομικῆς ἐλευθερίας, ἀναγκαίας καὶ αὐτονόητης προϋπόθεσης ὁποιασδήποτε ἀρετῆς.

Ἡ ἴδια ἡ ἑρμηνεία τοῦ μοναχισμοῦ ὡς ἀπάντησης στὴν χλιαρότητα τῶν πολλῶν σημαίνει ὅτι εἶχε ἀναπτυχθεῖ προσμονὴ γενικῆς ἐπικράτησης τοῦ χριστιανισμοῦ, μολονότι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς προειδοποίησε γιὰ τὸ ἀντίθετο. Ἱερὰ Ἐξέταση, θρησκευτικὴ τρομοκρατία, μαζικὲς ὑποχρεωτικὲς βαπτίσεις ἀκόμη καὶ ὁλόκληρων λαῶν, εἶναι μορφὲς τῆς ἴδιας ὁρμῆς νὰ ἐπιδιώκεται τὸ ὑποτιθέμενο ἀγαθὸ ἀκόμη καὶ μὲ τρόπους ποὺ τὸ ὑπονομεύουν. Ἐξ ὁρισμοῦ ἡ ἀρετὴ χρειάζεται τὴν ἐλευθερία ὡς δυνατότητα νὰ προτιμηθεῖ τὸ κατώτερο καὶ τὸ χειρότερο. Ἂν ἐνδιαφέρομαι νὰ ἐπικρατήσει ἁπλῶς μιὰ ἐξωτερικὴ συμπεριφορά, ὁπότε ἡ βία ἀρκεῖ, ἀντὶ νὰ μεταδώσω τὸ ἀγαθὸ ἐξαπλώνω μιὰ σκιά του καὶ τὸ διαβάλλω. Τουλάχιστον ὁ Βασίλειος ἀναγνωρίζει στὸ ἦθος τῆς ἐργασίας καθοριστικὴ σπουδαιότητα. Ἐπειδὴ τὸ ἔργο δὲν ἔχει μόνο ἐργαλειακὴ διάσταση ἀλλὰ κυρίως εἶναι μιὰ φανέρωση τῆς ἀρετῆς καὶ δῶρο στὸν Θεό, ἂν κάποιοι ἐργάζονται γογγύζοντας, ἡ κοινότητα εἶναι ἀδύνατο νὰ δεχθεῖ τὸ προϊόν τους, ἀκόμη κι ἂν τὸ ἔχει ἀπόλυτη ἀνάγκη. Ὄχι μόνο δὲν ἐκβιάζει τὴν παραγωγή του ἢ δὲν τὸ ἀποσπᾶ βίαια, ἀλλὰ τὸ ἀρνεῖται, χωρὶς νὰ ὑπολογίζει κανενὸς εἴδους καὶ μεγέθους ζημία ποὺ θὰ ὑποστεῖ. Ἂν εἶναι βίαιη καὶ ἀπρόσωπη, ἡ ἰσότητα δὲν ἀποτελεῖ ἀξία καὶ δὲν ἐνδιαφέρει. Ἡ ἐργασία καὶ ἡ κοινοκτημοσύνη ὡς ἀρετὲς ἀφοροῦν πάντα ἐλεύθερες προσωπικότητες μέσα σὲ ἐλεύθερες προσωπικὲς σχέσεις.

Σύμφωνα μὲ τὸν Κασσιανό, κάθε ἐργασία εἶναι ἱερὴ ὡς ὑπηρεσία στὸν Χριστό,[341] ὅμως ἔχει σπουδαιότητα κυρίως σὰν ἕνας τρόπος ἀποβολῆς τοῦ ἰδίου θελήματος, ὅπως φαίνεται χαρακτηριστικὰ στὴν διήγηση γιὰ τὸν ἀββᾶ Παῦλο, ὁ ὁποῖος κάθε χρόνο ἔκαιγε τὸ προϊὸν τοῦ κόπου του διότι δούλευε μόνο γιὰ νὰ νικήσει τὴν ἀκηδία![342] Ἀκόμα καὶ στὴν 21η Συζήτηση, ὅπου ψέγονται ὅσοι φοβοῦνται νὰ στερηθοῦν τοὺς καρποὺς τῆς ἐργασίας τους, ἡ ἔμφαση δὲν βρίσκεται στὰ αἰσθήματα προσφορᾶς καὶ δημιουργίας ἀλλὰ στὸν κίνδυνο τῆς ἐξάρτησης ποὺ ἐμποδίζει τὴν ἀκτημοσύνη.[343] Ἔτσι ἡ ἱερότητα τῆς ἐργασίας τείνει νὰ ἀπομένει κενὸ ἰδεολογικὸ σχῆμα, καὶ ἡ βύθιση στὸ ἀπρόσωπο δὲν ἀποφεύγεται. Στὴν 1η Συζήτηση, κάθε ἀσκητικὴ ἀρετὴ προετοιμάζει ἀφοσίωση στὸν Θεὸ καὶ ἀγάπη, μὲ ὑποτίμηση τῆς κοινοκτημοσύνης καὶ τῆς ἀγαθοεργίας, ὅπως εἶναι ἑπόμενο, ἀφοῦ ὁ Κασσιανὸς ἀναφέρεται κυρίως στοὺς ἐρημίτες. Ἡ θεώρηση αὐτὴ μοιάζει ἔγκυρη, ἐφόσον στρέφει τὴν σκέψη πέρα ἀπ’ ὅλα στὸν ἴδιο τὸν Θεό, δημιουργεῖ ὅμως πρόβλημα ἐπειδὴ τὰ ἐνδιάμεσα, οἱ σχέσεις μὲ συνασκητὲς καὶ μὲ κάθε ἄνθρωπο, ἡ ἐργασία, ἡ δημιουργικότητα, ἁπλῶς παραμερίζονται ἀντὶ νὰ ἐπαναγνωρίζονται μέσα σὲ μιὰ διαφορετικὴ ἀξία.

Ἐπιτίμια

Στοὺς Θεσμοὺς τοῦ Κασσιανοῦ, ἡ ἴδια τιμωρία ἐφαρμόζεται σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις ἐλαφρῶν παραβάσεων, ἡ λεγόμενη δημόσια μετάνοια (publica paenitentia). Ὁ τιμωρούμενος, cunctisque in synaxi fratribus congregatis tamdiu prostratus in terram veniam postulabit, donec orationum consummetur sollemnitas, inpetraturus eam, cum iussus fuerit abbatis iudicio de solo surgere.[344] Βαρύτερες παραβάσεις τιμωροῦνται μὲ ραβδισμούς, ἀφορισμὸ ἢ ἐκδίωξη ἀπὸ τὸ κοινόβιο.[345] Δὲν διευκρινίζεται ποιὲς μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο, πιθανῶς θεωροῦνται ἐξίσου βαρειές, ὥστε ὁ Ἡγούμενος ἀποφασίζει κρίνοντας ἀπὸ τὴν γενικὴ εἰκόνα καθενός. Ὅποιος ἀρνεῖται τὴν δημόσια μετάνοια ἀντιμετωπίζει τὴν ποινὴ τοῦ ἀφορισμοῦ.[346] Ἐντυπωσιάζει ὅμως ὅτι παραβάσεις καὶ ποινὲς ἀναφέρονται χωρὶς προσπάθεια γιὰ νουθεσία. Αὐτὸ δὲν σημαίνει πὼς δὲν γινόταν προσπάθεια, σίγουρα ὅμως τὴν ὑποτιμάει ἢ μεταθέτει τὸ κέντρο βάρους στὴν ἴδια τὴν τιμωρία. Περαιτέρω, μέσα ἀπὸ τὴν καταγραφὴ τῶν παραβάσεων διαφαίνεται ὡς κεντρικὸς στόχος ἡ ἀποτροπὴ ἀπὸ τὴν δημιουργία ἰδιαίτερων σχέσεων μεταξὺ τῶν μοναχῶν, ἡ ἀπόλυτη προτεραιότητα στὴν ὑπακοή, καὶ ἡ ἀφοσίωση στὰ καθήκοντα ποὺ ἀνέλαβε καθένας.

Στὴν ἀσκητικὴ τοῦ Βασίλειου δὲν χρησιμοποιοῦνται ὅλες οἱ ποινὲς ποὺ ἀναφέρει ὁ Κασσιανός. Κοινὰ ἐπιτίμια εἶναι ὁ ἀφορισμὸς καὶ ἡ ἀποπομπή. Σώζεται ὅμως ἕνας κατάλογος ποὺ περιέχει ἕντεκα περιπτώσεις παραβάσεων μὲ ἀντίστοιχα ἐπιτίμια, ἔργο ἀμφιβαλλόμενο ἀλλὰ προερχόμενο ἀπὸ τὸ περιβάλλον τοῦ Βασίλειου.[347] Δὲν θὰ ἀρκοῦσε ἴσως νὰ συγκριθοῦν οἱ ἐκτενέστεροι Ὅροι μὲ τὴν συνοπτικὴ ἔκθεση παραβάσεων καὶ ἐπιτιμίων τοῦ Κασσιανοῦ,[348] ὥστε ἡ ὕπαρξη ἀντίστοιχου καταλόγου ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Βασίλειου, ἂν καὶ δὲν δεσμεύει σὲ κανένα συμπέρασμα, ἐπιτρέπει καλύτερη εἰκόνα. Ὁ κατάλογος αὐτὸς ἐκφράζει ἐπίσης διάθεση γιὰ συστηματοποίηση, ὁπότε ἂν ὑπῆρχαν ὁμοιότητες μὲ τὸν Κασσιανό, πιθανῶς ἐδῶ θὰ ἦταν πιὸ φανερές.

Οὔτε στὰ ψευδεπίγραφα Ἐπιτίμια ὑπάρχουν οἱ δύο ἀπὸ τὶς ποινὲς ποὺ ἀναφέρει ὁ Κασσιανός, ἡ δημόσια μετάνοια καὶ οἱ ραβδισμοί. Μόνα κοινὰ παραμένουν ὁ ἀφορισμὸς καὶ ἡ ἀποπομπή. Χρησιμοποιεῖται κυρίως ὁ ἀφορισμὸς μίας ἑβδομάδας (ἐννέα φορὲς) καὶ πολὺ λιγότερο ὁ ἀφορισμὸς δύο ἑβδομάδων (μία φορά), ἡ νηστεία (μία φορά, ἐναλλακτικὰ μὲ τὸ ἐπιτίμιο ἀφορισμοῦ μίας ἑβδομάδας), καὶ ὁ παντελὴς χωρισμὸς ἀπὸ τὴν κοινότητα (μία φορά).[349] Ἐπιπλέον, ὁ ἀσκητὴς ἀπολογεῖται πρὶν τιμωρηθεῖ καὶ νουθετεῖται. Γιὰ παράδειγμα, στὴν ἀμέλεια τῶν προσευχῶν προβλέπεται, εἴ τις ὑγιαίνων τῷ σώματι [...] προφασιζόμενος προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις, κλπ., τὸ ὁποῖο σημαίνει ὅτι ἔχει προηγηθεῖ ἀπολογία.[350] Στὴν προσωπικὴ ἐξύβριση, εἴ τις [...] παρακληθεὶς ὑπὸ τῆς συνοδίας, μὴ συγχωρήσῃ τὸ ἁμάρτημα”, κλπ., ἀπ’ ὅπου καὶ πάλι φαίνεται ὅτι προηγεῖται νουθεσία καὶ μὲ ἰδιαίτερη ἐπιείκεια.[351] Παρατηρεῖται ἐπίσης ἐλαστικότητα, ὅπως π.χ. στὸ τέταρτο ἐπιτίμιο, εἴ τις ὑβρίζει ἢ ἀντιλέγει ἐπιτασσόμενος παρὰ ἀδελφοῦ τὰ κατὰ δύναμιν, ὅπου τὸ κατὰ δύναμιν προφανῶς ἐπιτρέπει ἑρμηνευτικὴ εὐελιξία.[352]

Στὸν Κασσιανὸ ἡ ἀπόσταση μεταξὺ ὅσων σφάλλουν καὶ ὅσων τιμωροῦν εἶναι σταθερή. Στὸ περιβάλλον τοῦ Βασίλειου ἡ πρώτη πλευρὰ εἶναι δυνατὸ νὰ ἔχει ἐλαφρυντικά, ἡ δεύτερη εἶναι δυνατὸ νὰ σφάλλει. Γιὰ παράδειγμα στὸ δεύτερο ἐπιτίμιο, εἴ τις ἐλέγχοιτο ἐπὶ πταίσματι μετὰ ἀγάπης καὶ μὴ καταδέχοιτο τὸν ἔλεγχον, κ.λπ.[353] Δὲν ὑπάρχει οὔτε κἂν ἡ ἀπόσταση, τόσο χαρακτηριστικὴ στὸν Κασσιανό, ἀνάμεσα στὸν Ἡγούμενο καὶ τοὺς ὑπόλοιπους. Προέχει ὅλων ἡ κοινότητα, οἱ ἀδελφοὶ νουθετοῦν ἢ συγχωροῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο,[354] ἡ Σύναξη διδάσκει καὶ ἐλέγχει, ἀπ’ ὅπου κρίνεται ἂν θὰ ἐπιβληθεῖ τιμωρία.[355] Τέλος, τὸ περιβάλλον τοῦ Βασίλειου δὲν ἀπασχολεῖ τόσο ἡ περίπτωση μιᾶς ἰδιαίτερης φιλίας ὅσο ἡ ἐμφάνιση ἐχθροτήτων. Κυρίαρχη εἶναι ἡ ὑπόσταση ἑνιαίας κοινότητας, ποὺ συνομιλεῖ, συγχωρεῖ, συμπάσχει, καὶ μόνο δευτερευόντως τιμωρεῖ, ἔχοντας ἐξαντλήσει ὅλα τὰ περιθώρια τῆς ἐπιείκειας.

Τὰ ἴδια στοιχεῖα ποὺ ἀπουσιάζουν ἀπὸ τὸν συγκεκριμένο κατάλογο καὶ ὑπάρχουν στὸν Κασσιανό, ἀπουσιάζουν ἐπίσης ἀπὸ τοὺς Ὅρους τοῦ Βασίλειου, ὁ ὁποῖος ἐπιτρέπει ὑπὸ προϋποθέσεις τὴν ἀποδοχὴ παιδιῶν στὰ κοινόβια, ὀρφανῶν ἢ παιδιῶν ποὺ στέλνουν οἱ γονεῖς,[356] καὶ δὲν προβλέπει ραβδισμοὺς οὔτε γιὰ τὴν δική τους τιμωρία. “Πατρικῇ μὲν εὐσπλαγχνίᾳ, λόγῳ δὲ ἐπιστημονικῷ τὰ ἁμαρτήματα τῶν νέων ἐπανορθοῦσθαι, οἰκείας ἑκάστῳ πταίσματι τὰς θεραπείας προσάγοντα”.[357] Μερικὰ παραδείγματα βοηθοῦν νὰ γίνει ἀντιληπτὴ ἡ φύση τῆς θεραπείας.

Οἷον, ὠργίσθη πρὸς τὸν ὁμήλικα; τοῦτον (τὸν ὁμήλικα) θεραπεῦσαι καὶ ὑπηρετῆσαι αὐτῷ κατὰ ἀναλογίαν τοῦ τολμήματος ἀναγκασθήτω [...] Ἥψατο βρωμάτων παρὰ καιρόν; ἐπὶ πλεῖστον τῆς ἡμέρας ἀπόσιτος ἔστω [...] Λόγον ἀφῆκεν ἀργόν, ὕβριν εἰς τὸν πλησίον, ψεῦδος, ἄλλο τι τῶν ἀπηγορευμένων; Τῇ τε γαστρὶ καὶ τῇ σιωπῇ σωφρονιζέσθω.[358]

Μὲ τὴν ἴδια νοοτροπία προσδιορίζονται οἱ τιμωρίες ἀσκητῶν.

Οἷον τὴν κενοδοξίαν τῇ ἐπιτάσει τῶν τῆς ταπεινοφροσύνης ἐπιτηδευμάτων, τὴν ἀργολογίαν τῇ σιωπῇ, ὕπνον ἄμετρον διὰ τῆς ἐν προσευχαῖς ἀγρυπνίας, ἀργίαν σώματος διὰ τῶν κόπων, βρῶσιν ἀπρεπῆ διὰ τῆς ἀσιτίας, γογγυσμὸν διὰ τοῦ ἀφορισμοῦ, κ.λπ.[359]

Μὲ δημόσια μετάνοια τιμωρεῖ ὁ Κασσιανὸς π.χ. ὅποιον δὲν ἐκτελεῖ σωστὰ ἕνα ἔργο ἐπειδὴ θὰ προτιμοῦσε τὸ διάβασμα.[360] Τέτοιο σφάλμα, σύμφωνα μὲ τὸν Βασίλειο, διορθώνεται μὲ τὴν ἀνάθεση καὶ ἄλλων παρόμοιων ἔργων. Ἂν ὅμως κάποιος ἐπιμένει στὴν ἀνυπακοή, ἀποβάλλεται ἀπὸ τὴν κοινότητα ὡς ἄχρηστο καὶ ἐπιζήμιο μέλος. Ὁ Βασίλειος δὲν ἀγνοεῖ τὴν ποινὴ τῆς δημόσιας μετάνοιας, ἀλλὰ δὲν τὴν ἐντάσσει στὴν ἀσκητική του.[361] Οὔτε εἶναι βιαστικὸς στὴν ἀπονομὴ δικαιοσύνης, ἐνῶ πρῶτα ὑπενθυμίζει τὸ καθῆκον τοῦ συνόλου ἀπέναντι στὸ ἄτομο.[362] Μέριμνά του εἶναι νὰ διορθώσει ὄχι νὰ καταστείλει ἢ νὰ ἀπορρίψει, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν γίνεται ἂν τὸ σύνολο νοσεῖ. Τί ἀκριβῶς χρειάζεται;

Πρῶτον μὲν συμπάσχειν πάντας χρὴ [τῷ ὀκνηρῶς διακειμένῳ πρὸς τὴν ὑπακοὴν τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου] ὡς νενοσηκότι μέλει.[363]

Ἡ ἁμαρτία ἑνὸς εἶναι ἀσθένεια ὅλων, καὶ τὴν θεραπεία φέρει ὁ λόγος.

Καὶ ταῖς ἰδίαις παραινέσεσι τὸν προεστῶτα πειρᾶσθαι αὐτοῦ τὴν ἀρρωστίαν ἐπανορθοῦσθαι.[364]

Ὅταν ἡ ἀνυπακοὴ ἐπιμένει, δὲν ἐπιδεικνύεται αὐστηρότητα ἀλλὰ τὸ ἀντίθετο, καταβάλλεται ἀκόμα μεγαλύτερη προσπάθεια γιὰ συνεννόηση μέσα ἀπὸ τὴν ἐπιείκεια.

Ἐπιμένοντα δὲ τῇ ἀπειθείᾳ [...] ἐμβριθέστερον ἐλέγχειν ἐπὶ πάσης τῆς ἀδελφότητος καὶ μετὰ πάσης παρακλήσεως προσάγειν αὐτῷ τὰς ἰατρείας.[365]

Ἂν παρ’ ὅλ’ αὐτὰ ὁ ἀπειθάρχητος συνεχίζει ἀμετανόητος, εἶναι ἀναγκαία ἡ ἀποπομπή, μετὰ πολλῶν μὲν δακρύων καὶ θρήνων, ὅμως δ’ οὖν ὡς διεφθαρμένον μέλος καὶ παντελῶς ἄχρηστον, κατὰ τὴν τῶν ἰατρῶν μίμησιν, τοῦ κοινοῦ σώματος ἀποκόπτειν.[366] Γιὰ ποιό λόγο ὅταν ἀπέτυχε ἡ ἐπιείκεια δὲν δοκιμάστηκαν πιὸ αὐστηροὶ τρόποι, γιατί ἡ κοινότητα πέρασε ἀμέσως στὸ ἄλλο ἄκρο, ποὺ εἶναι ἡ κατάργηση κάθε σχέσης, ἡ ἀποπομπὴ καὶ ἡ διαίρεση;

Ὁ Βασίλειος ποτὲ δὲν παύει νὰ ἀναγνωρίζει στὴν ἐλευθερία τὴν κορυφαία ἀξία. Ἑπομένως τὸ ὅμοιο θὰ πλησιάσει τὸ ὅμοιο καὶ τὰ ὑπόλοιπα δὲν ἔχουν νόημα. Ἡ κοινότητα ἐξαντλεῖ τὴν ἐπιείκεια γιὰ νὰ ἐνθαρρύνει ὅ,τι ἀγαθὸ ὑπάρχει στὸ προβληματικὸ μέλος. Ἂν ἀποδειχθεῖ ὅτι δὲν ὑπάρχει ἢ δὲν εἶναι ἀρκετό, ἑπομένως ὅτι ἡ ὑποστήριξη δὲν ἔχει νόημα, ὁ χωρισμὸς ἐπιβάλλεται ἐκ τῶν πραγμάτων, ἡ αὐστηρότητα θὰ κατόρθωνε τὸ πολὺ μιὰ συμβατικὴ σχέση. Οἱ ποινὲς ποὺ προτείνει ὁ Κασσιανὸς ἐπιδιώκουν ἀκριβῶς τὴ σύμβαση μέσα ἀπὸ τὴν καθυπόταξη τῆς προσωπικότητας. Προβλέποντας ὅτι ὡς θυσία ἐπίμωμος τὸ ἔργο ποὺ γίνεται χωρὶς προθυμία δὲν πρέπει νὰ ἀναμιγνύεται μὲ τὸ ἔργο τῶν ὑπολοίπων,[367] ὁ Βασίλειος εἰδοποιεῖ νὰ μὴν ὑποτιμῶνται οἱ προϋποθέσεις τῆς ἐργασίας ποὺ ἀποβλέπουν στὴν συνειδητότητα. Ἔτσι γίνεται δυνατὴ ἀληθινὴ ταπεινοφροσύνη, ἑνότητα καὶ συνάσκηση. Γι’ αὐτὸ ἔχει κεντρικὴ σημασία τὸ ἦθος τῶν Ἡγουμένων. Ὅποιος ἐλέγχει χρειάζεται ἰδιαίτερη περίσκεψη, συμπάθεια καὶ ταπεινοφροσύνη, κατ’ ἐξοχὴν ἡγετικὲς ἀρετὲς σύμφωνα μὲ τὸν Βασίλειο. Ὁ προεστὼς εἶναι τύπος τῶν πιστῶν,[368] βέβαιος ὅτι ἡ τῶν πλειόνων ἐπιμέλεια πλειόνων ἐστὶν ὑπηρεσία,[369] καὶ ὅταν ἐπιβάλλει ἐπιτίμια ἐξαντλεῖ τὴν ἐπιείκεια, νουθετεῖ ἐν πάσῃ εὐσπλαγχνίᾳ καὶ συμμετρίᾳ.[370] Ὅπως ἔχουμε δεῖ, ἀπὸ ἐφάμαρτες διαθέσεις δὲν ἀπομακρύνει ἡ ἀποφυγή τους ἀλλὰ τὸ ἀντίθετό τους. Στὸ ἐρώτημα, πῶς ἐκκόψομεν τὸ πάθος τῆς ἐπιθυμίας τῆς κακῆς, ὁ ἀδελφὸς τοῦ Γρηγορίου Νύσσης εἶναι κατηγορηματικός, ἐπιθυμίᾳ διαπύρῳ τῶν θελημάτων τοῦ Θεοῦ...

Ἀεὶ γὰρ ἡ τῶν κρειττόνων ἐπιθυμία, ἐν ἐξουσίᾳ καὶ δυνάμει ἔχουσα τὴν ἀπόλαυσιν τῶν ἐπιθυμουμένων, καταφρονεῖν καὶ ἀποστρέφεσθαι ἀναγκάζει τὰ ἐλάττονα, ὡς ἐδίδαξαν οἱ ἅγιοι πάντες, πόσῳ δὲ μᾶλλον τὰ φαῦλα καὶ αἰσχύνης ἄξια;[371]

Ἡ νοοτροπία ποὺ ἀναδεικνύει ὁ Βασίλειος εἶναι εὐδιάκριτη στὶς παραδόσεις τῆς Ὀρθοδοξίας μέχρι σήμερα. Πῶς θεραπεύεται ὁ ὑπερήφανος; Ὄχι μὲ ραβδισμοὺς καὶ ἐξευτελισμοὺς ἀλλὰ μόνο ἂν ἀποκτήσει ἐπιθυμία γιὰ τὴν ἀρχὴ τῶν ἀρετῶν, ἐὰν πιστεύσῃ τῷ κρίματι τοῦ εἰπόντος, ‘Κύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν’.[372] Πῶς θεραπεύεται ὁ ὀκνηρός; Πληροφορηθεὶς τὴν παρουσίαν τοῦ Δεσπότου Θεοῦ τοῦ τὰ πάντα ἐφορῶντος καὶ τὴν ἀπειλὴν τὴν κατὰ τοῦ ὀκνηροῦ καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς μεγάλης παρὰ τοῦ Κυρίου μισθαποδοσίας.[373] Πῶς ἀντιμετωπίζεται ὁ ἀνυπάκουος; γνωριζέσθω ὑπόδικος εἶναι τοῦ κρίματος ἐκείνου ὅτι ‘ἀντιλογίας ἐγείρει πᾶς κακός, ὁ δὲ Κύριος ἄγγελον ἀνελεήμονα ἐπιπέμπει αὐτῷ’.[374] Πληροφορείσθω δὲ ὅτι οὐκ ἀνθρώπῳ ἀντιλέγει ἢ ὑπακούει[375] [...] Καὶ κατανυγεὶς πρότερον, ἀπολογησάσθω καὶ οὕτως, ἐὰν ἐπιτραπῇ, ποιείτω τὸ ἔργον.[376] Ὅλων προηγεῖται ἡ ἐπίγνωση τῆς θείας Παρουσίας ὡς λόγου τῆς μετάνοιας, τῆς εὐχαριστίας καὶ τῆς αὐτογνωσίας. Εἰδικὰ στὸ τελευταῖο παράδειγμα, ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Βασίλειος ἀφήνει νὰ αἰωρεῖται τὸ ἐνδεχόμενο νὰ μὴν ἐπιτραπεῖ στὸν ἀδελφὸ νὰ συνεχίσει τὴν ἐργασία του, φανερώνει τὴν ‘τιμωρία’ αὐτὴ βαρύτερη ἀπὸ τὴν ἐπιβολὴ σκληρῆς ἐργασίας ἢ ὅποιας ἄλλης τιμωρίας, ὅπως εἶναι φυσικό, ὅταν ἡ ἐργασία συνδέεται μὲ τὴν μεγίστην καὶ σύντονον πρὸς σωτηρίαν ἐντολὴν τῆς ἀγάπης.[377] Τὸ ἐπιτίμιο τῆς διακοπῆς τῆς ἐργασίας ἰσοδυναμεῖ μὲ κάπως πιὸ ἤπιο ἀφορισμό.

Ἡ χρησιμότητα τῆς ἐργασίας, τῆς ἐπινόησης, τῆς δημιουργικότητας, ἀφορᾶ τὴν ἴδια τὴ μετάνοια καὶ δοξάζει τὸν Θεό.[378] Στὴν συνεργασία Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, τὸ μόνο ποὺ εἰσφέρει ὁ ἄνθρωπος εἶναι μιὰ τυφλὴ ἀγωνία, ἀδέξια καὶ μάταιη προσπάθεια, τίποτα περισσότερο ἀπὸ ἔμπρακτη, εἰλικρινῆ καὶ ὁλόψυχη ἀνακοίνωση τῆς βούλησής του, στὴν ὁποία ἔρχεται ὁ Θεὸς νὰ συμπαρασταθεῖ παρέχοντας ὅλα τὰ χαρίσματα ποὺ χρειάζονται γιὰ τὴν μάθηση καὶ τὴν γνώση: τῇ μακρᾷ πείρᾳ καὶ τῇ περὶ τὴν γῆν ταλαιπωρίᾳ τῆς γεωργίας τὴν τέχνην συνεστησάμεθα εἰς παραμυθίαν τῶν ἐκ τῆς κατάρας λυπηρῶν, τὴν σύνεσιν ἡμῖν καὶ κατάληψιν τῆς τέχνης ταύτης τοῦ Θεοῦ χαρισαμένου. Δὲν χαρίζεται μόνο δύναμη γνώσης ἀλλὰ καὶ ἐντολὴ τεχνολογίας: εὐχαριστοῦντες μὲν τῷ δεδωκότι καὶ δύναμιν χειρῶν πρὸς ἔργα καὶ σοφίαν διανοίας πρὸς ἀνάληψιν τῆς ἐπιστήμης. Ἀκόμα καὶ ἡ πιὸ ἁπλὴ σωματικὴ ἱκανότητα εἶναι χάρισμα ποὺ δίνεται στὸν ὁρίζοντα τῆς δημιουργίας (δύναμις χειρὸς πρὸς ἔργα). Σύμφωνα μὲ τὸ αὐτεξούσιό του ὁ ἄνθρωπος εἶναι δυνατὸ νὰ ἀγνοήσει τὴν προοπτικὴ τοῦ ἔργου λιγότερο ἢ περισσότερο καὶ προσωπικὰ ἢ συλλογικά, ὅμως ἡ περιφρόνηση τῆς δημιουργικότητας εἶναι ἄλλη μιὰ ἐκδήλωση τῆς σκληρῆς καὶ σκοτεινῆς συνείδησης.

Φαγητό

Οἱ αἰγυπτιῶτες δὲν ἔτρωγαν παρὰ μόνο στὴν διατεταγμένη ὥρα, μολονότι ὑπῆρχαν ἄφθονα φροῦτα στοὺς κήπους καὶ θὰ μποροῦσαν εὔκολα νὰ ἱκανοποιήσουν τὴν λαιμαργία τους.[379] Στὸν Βασίλειο ἡ νοοτροπία αὐτὴ προϋποτίθεται χωρὶς νὰ συζητεῖται,[380] ὅμως ὁ ὅρος ΚΠ ιθ΄, μὲ ἀφορμὴ τὶς περιπτώσεις ἀσθενῶν, ἐργαζομένων ἢ μὲ ὅποιο τρόπο ταλαιπωρημένων, ἀναγνωρίζει ἀδυναμία νὰ καθοριστεῖ κοινὸς καιρός, τρόπος καὶ μέτρον τροφῆς, γι’ αὐτὸ ἀρκεῖται νὰ καταδικάσει τὴ λαιμαργία καὶ νὰ θυμίσει ὅτι σκοπὸς μὲν κοινὸς ἔστω ἡ τῆς χρείας ἐκπλήρωσις. Οἱ περιπτώσεις στὶς ὁποῖες ἡ ὥρα τοῦ φαγητοῦ μποροῦσε καὶ ἔπρεπε νὰ παραβιαστεῖ, μᾶλλον δὲν ἦταν σπάνιες στὰ κοινόβια τοῦ Βασίλειου, διαφορετικὰ θὰ τονιζόταν περισσότερο ἡ ἀνάγκη νὰ τηροῦνται οἱ κοινὲς ὧρες παρὰ ἡ ἀνάγκη νὰ ἀθετοῦνται.

Σύμφωνα μὲ τὸν Κασσιανὸ ἡ μοναστηριακὴ συνήθεια τῆς ἀνάγνωσης τὴν ὥρα τοῦ φαγητοῦ ἄρχισε στὴν Καππαδοκία, ὄχι στὴν Αἴγυπτο, ὅπου ἁπλῶς τηρεῖται ἀπόλυτη σιωπή.[381] “Χωρὶς ἀμφιβολία” (nulli dubium) οἱ Καππαδόκες κοινοβιάτες ἵδρυσαν τὸν θεσμὸ τῆς ἀνάγνωσης ὄχι τόσο γιὰ πνευματικὴ ἄσκηση ὅσο ἐπειδὴ δὲν ἔβρισκαν τρόπο νὰ ἐμποδίζουν τὶς συνομιλίες.[382] Ἤδη ἡ συγκράτηση τῆς ἀργολογίας ἀποτελεῖ πνευματικὴ ἄσκηση, ὅμως ἡ ἀπόλυτη βεβαιότητα τοῦ Κασσιανοῦ δὲν φαίνεται νὰ ἔχει ἐρείσματα στὸν Βασίλειο, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει τὴν ἴδια συνήθεια δίνοντας διαφορετικὴ ἐξήγηση.[383]

Τὰ ἐν τῷ καιρῷ τῆς μεταλήψεως παραναγινωσκόμενα ὁ ἀδελφὸς τοῦ Γρηγορίου Νύσσης δὲν συνδέει μὲ τὴν ἀνάγκη γιὰ σιωπὴ ἀλλὰ μὲ τὴν ἀπόλαυση τῆς θείας γνώσης, οὔτε κἂν ἀποτρέποντας ἀπὸ τὴν αἰσθησιακὴ ἡδονή. Ἡ ἀπόλαυση τοῦ λόγου ὑπερβαίνει τὴν ἀπόλαυση τοῦ φαγητοῦ, ὁδηγῶντας σὲ ἕνα συνδυασμὸ ποὺ παραπέμπει στὰ φιλοσοφικὰ συμπόσια, ἰδίως ὅταν ὅλες οἱ συνθῆκες εὐνοοῦν τὴν ἐλεύθερη σκέψη, ὅπως προτείνει ἡ ἀσκητικὴ τοῦ Βασίλειου. Βέβαια ἐδῶ δὲν διεξάγεται συζήτηση τὴν ὥρα ἀκριβῶς τοῦ φαγητοῦ, δημιουργοῦνται ὅμως ἰδέες καὶ ἀπορίες ποὺ θὰ ἐκφραστοῦν στὸν κατάλληλο χρόνο.

Περισσοτέρως ἢ μεθ’ οἵας ἡδονῆς ἐσθίομεν καὶ πίνομεν, ἵνα δειχθῇ ὁ νοῦς μὴ μετεωριζόμενος εἰς τὰς τοῦ σώματος ἡδονάς, ἐνευφραινόμενος δὲ πλέον τοῖς τοῦ Κυρίου ῥήμασι, κατὰ τὴν διάθεσιν τοῦ εἰπόντος, καὶ γλυκύτερα ὑπὲρ μέλι καὶ κηρίον[384].[385]

Δὲν χρειάζεται νὰ ἀπογοητεύουμε τὶς αἰσθήσεις ἀλλὰ νὰ χαιρόμαστε τὸν λόγο.[386] Τὸ φαγητὸ ἱκανοποιεῖ βιολογικὴ ἀνάγκη εἴτε δίνει ἀπόλαυση εἴτε ὄχι, αὐτὴ εἶναι ἡ κύρια λειτουργία του ὅσο ὁ βίος διαμορφώνεται ἀπὸ τὴν ἄσκηση.[387] Ἀξιοκατάκριτο εἶναι καὶ νὰ ζητάει κανεὶς ἀπεχθὲς φαγητό, καὶ προτιμότερο στὸ ζήτημα τῆς αἰσθησιακῆς ἀπόλαυσης νὰ μὴ δίνεται τόσο κεντρικὴ σημασία οὔτε νὰ ὑπάρχει ἀγωνία γιὰ τὴν ἐπιβίωση.

Καθόλου τὸ ἐπιζητεῖν βρῶμα παρ’ ἐντολήν ἐστι, τοῦ Κυρίου εἰπόντος, μὴ ζητεῖτε τί φάγητε καὶ τί πίητε, καὶ μὴ μετεωρίζεσθε, καὶ καταπληκτικώτερον ἐπενεγκόντος, ταῦτα γὰρ πάντα τὰ ἔθνη ἐπιζητεῖ.[388] Τοῦ δὲ ἐπιτεταγμένου ἐστὶ πληροῦν ἐπιμελῶς τὸ διεδίδοτο δὲ ἑκάστῳ καθότι ἄν τις χρείαν εἶχεν.[389]

Τὸ ἐλάχιστο αἴτημα (καθόλου) γιὰ τὶς βιοτικὲς ἀνάγκες φανερώνει ἀποξένωση ἀπὸ τὸν Ἴδιο. Ὅταν κάποιος ζεῖ σωστά, θέλει τὰ ἀναγκαῖα τῆς ἐπιβίωσής του ὅπως εἶναι φυσικό, ἀλλὰ χωρὶς νὰ ἀνησυχεῖ, ἡ σκέψη του βρίσκεται πέρα ἀπὸ αὐτά — ἂν τὰ ἔχει δὲν φοβᾶται μήπως τὰ χάσει, ἂν δὲν τὰ ἔχει δὲν ἀγωνιᾶ μήπως δὲν τὰ ἀποκτήσει. Ζητεῖτε καὶ δοθήσεται, σημαίνει κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται. Ὁ Νοῦς ποὺ δημιούργησε τὸ σύμπαν εἶναι δυνατὸ νὰ ἀγνοεῖ τί χρειάζομαι; Ἡ συμβουλή Του εἶναι νὰ μὴν ἀνησυχῶ γιὰ τίποτα καὶ νὰ ζητάω τὸν Ἴδιο. Χτυπάω τὴν πόρτα Του τόσο πιὸ δυνατά, ὅσο παύω νὰ θέλω ὁτιδήποτε πρὶν ἢ πέρα ἀπὸ τὸν Ἴδιο. Ὅμως ἔστω πὼς ἡ παραίνεση σήμαινε ὁποιαδήποτε ζήτηση ἀδιακρίτως. Ποιός θὰ ἔφθανε σὲ τόση κατάντια ὥστε νὰ ζητάει ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ἴδιο ἢ πρὶν ἀπὸ τὸν Ἴδιο; Καὶ ὅμως, ἡ ζήτηση γιὰ τοὺς περισσότερους σχετίζεται ἀμέσως καὶ ἀποκλειστικὰ μὲ τὴν ὑγεία καὶ τὴν εὐημερία!

Λέει ζητεῖτε καὶ δοθήσεται ἐπειδὴ ἀναφέρεται σὲ ἀγαθὰ ποὺ ἐνδέχεται νὰ μὴ ζητηθοῦν ἢ ποὺ δὲν δίνονται ἂν δὲν ζητηθοῦν, σὲ ἐλεύθερες ἐπιθυμίες. Ἡ πεῖνα καὶ ἡ ἀρρώστια θὰ μὲ ἀναγκάσει νὰ ζητήσω τὰ ἀναγκαῖα οὕτως ἢ ἄλλως, δὲν χρειάζεται συμβουλὴ μήπως ἀμελήσω νὰ τὸ κάνω! Ὁ Βασίλειος λοιπὸν ἐξηγεῖ σὲ τί ἀκριβῶς δὲν ἀναφέρεται ἡ προτροπὴ τῆς ζήτησης, θυμίζοντας τὴν ἐντολὴ ποὺ περιφρονεῖται περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη: μὴ ζητεῖτε τί φάγητε καὶ τί πίητε... Δὲν εἶναι παρὰ μιὰ διαφορετικὴ διατύπωση τῆς πρώτης καὶ κύριας ἐντολῆς, ἀγαπήσεις κύριον τὸν θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου...

Ἔχουμε δεῖ ὅτι ὁ Βασίλειος ἐγκρίνει τὴν μεγάλη ταλαιπωρία καὶ θεωρεῖ ἐχθρὸ τοῦ πνεύματος τὴν αἰσθησιακὴ ἀπόλαυση. Γιὰ νὰ γίνει κατανοητὸ θὰ πρέπει τὸ ὅλο ζήτημα νὰ μὴν προσεγγίζεται σὰν ἀντίθεση ἄσπρου μαύρου ἀλλὰ σὲ μία κλίμακα. Ἡ αἰσθησιακὴ ἀπόλαυση ὑποχωρεῖ στὴν ὑψηλότερη, καὶ μόνο ἔτσι ἀποκτᾶ νόημα ὅση ταλαιπωρία ἴσως ὑπάρχει. Ἂν δὲν βιώνεται τὸ ὑψηλότερο, δὲν ἔχει νόημα ἡ ἀπόλαυση τοῦ κατώτερου οὔτε ἡ ἀπουσία της, γι’ αὐτὸ ἂν κάποιος θέλει πιὸ σκληρὴ νηστεία ἢ ἀγρυπνία ἢ κάτι παρόμοιο, ὀφείλει νὰ τὸ ἀνακοινώνει στὸν Ἡγούμενο καὶ νὰ ἀφήνει σ’ ἐκεῖνον τὴν ἀπόφαση, γιὰ νὰ μὴν καταντήσει σὲ κενοδοξία.[390] Τὸ φαγητὸ ὡς ἁπλὴ ἀνάγκη καὶ ἡ ἀξία τοῦ μέτρου, ὅτι πρέπει νὰ ἀποφεύγεται ἡ ὑπερβολικὴ νηστεία καὶ ἡ γαστριμαργία,[391] εἶναι κοινοὶ τόποι τῆς ἀσκητικῆς γραμματείας. Ἡ συνείδηση ποὺ διαμορφώνεται ἀπὸ τὴν ἐπαφή της μὲ τὴν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων ρυθμίζει αὐτὲς τὶς συνήθειες ἁπλὰ καὶ αὐθόρμητα. Ὁ Βασίλειος ἐπιμένει στὴν ἁρμοδιότητα τοῦ Ἡγουμένου νὰ κανονίζει τέτοια ζητήματα ὥστε νὰ μὴν καταλύεται ἡ εὐταξία,[392] καὶ ἀκόμη περισσότερο δείχνει τὴν σημασία τῆς ἐλευθερίας. Χωρὶς προθυμία καὶ εὐχαριστία ἡ ἄσκηση δὲν ἔχει ἀξία.[393] Ἡ νηστεία συμβολίζει καὶ δείχνει τὴν ἀναχώρηση ἀπὸ τὸν ἀσήμαντο ἑαυτό, ἀλλιῶς εἶναι ἄχρηστη. “Ἡ γὰρ ἐγκράτεια οὐκ ἐν ἀποχῇ ἀλόγων βρωμάτων ἐστίν [...] ἀλλ’ ἐν τελείᾳ ἀναχωρήσει τῶν ἰδίων θελημάτων”,[394] τὸ ὁποῖο δὲν σημαίνει μιὰ παθητικότητα κενὴ ἀπὸ ἐπιθυμίες, ἀλλὰ τὴν οἰκειοποίηση καὶ ἀπόλαυση τῆς θείας βούλησης. Τὰ ἀναγνώσματα ὑποστηρίζουν αὐτὸ ἀκριβῶς, ἀκόμη καὶ ὡς εὐκαιρία τῆς κοινότητας νὰ μὴ λησμονεῖ ὅτι τὸ φαγητὸ εἶναι θεῖο δῶρο. Ὁ ἐνσυνείδητος δὲν τρώει “ἀμέριμνος” οὔτε “ὡς δοῦλος γαστρὸς δι’ ἡδονήν”, ἀλλὰ “ὡς ἔχων ἐπόπτην Θεόν, [...] ὡς ἐργάτης Θεοῦ”.[395]

Ὁ Κασσιανὸς δικαιολογεῖ τὸ ἔθιμο τῆς Καππαδοκίας ἐπικαλούμενος τοὺς αἰγυπτιῶτες[396] καὶ ἰδιαίτερα τοὺς ταβεννησιῶτες, ἐπειδὴ τηροῦν τόσο αὐστηρὴ σιωπὴ τὴν ὥρα τοῦ φαγητοῦ ὥστε μόνον ὁ ὑπεύθυνος προσέχει ἂν κάτι χρειάζεται στὸ τραπέζι, καὶ τὸ ζητᾶ μὲ νεύματα.[397] Τρῶνε μὲ τὶς κουκοῦλες χαμηλωμένες ἔτσι ποὺ “δὲν μποροῦν νὰ βλέπουν παρὰ μόνο τὸ τραπέζι καὶ τὸ φαγητὸ μπροστά τους”, ἐμποδίζονται νὰ παρατηροῦν τοὺς ἄλλους.[398] Ἡ ἄσκηση ὡς ἀρνητικὴ προσπάθεια, ἀπ’ ὅπου τὰ κατώτερα ἀπωθοῦνται ἀντὶ νὰ ὑπερβαίνονται στὸ ἀνώτερό τους, καταλήγει σὲ ἀδιέξοδο. Ὅσο ἡ προοπτικὴ τῆς ὑπέρβασης ἀτονεῖ, ἡ συνείδηση ἀναλώνεται στὸ ἀσήμαντο μέχρι ἀπελπισίας, καὶ εἰρωνικά, νομίζοντας ὅτι ἐφαρμόζει θεῖες ἐντολές, συμμορφώνεται μὲ ἠθικὲς ἀρχές, κ.λπ. Ὅμως οἱ ἐντολὲς συνοψίζονται στὴν διπλὴ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης, εἰδοποιεῖ ὁ Χριστός, στὴν κατ’ ἐξοχὴν ἐντολὴ ποὺ δὲν μεθοδεύεται. Ἔτσι ἡ Καινὴ Διαθήκη ἀπέκλεισε τὴν αὐταπάτη καὶ τὴν ὑποκρισία — καὶ ὅμως ἔγινε δυνατὸ τὸ ἀδύνατο, νὰ γεννήσει ἠθικισμὸ μιὰ θρησκεία ποὺ καταργεῖ τὸν ἠθικισμὸ ἀπὸ τὴν ρίζα του. Εἶναι στὸ χέρι μου νὰ μὴν κλέψω ἢ νὰ μὴ σκοτώσω ἀκόμη κι ἂν θέλω τὸ ἀντίθετο. Δὲν μπορῶ νὰ κάνω τὸ ἴδιο μὲ τὴν ἀγάπη. Ἡ ‘ἐντολὴ’ τῆς ἀγάπης ταυτίζεται μὲ τὴν ‘ἐντολὴ’ τῆς νόησης, εἶναι μία καὶ ἡ ἴδια ἐντολὴ–χωρὶς–ἐντολή: ὁ νοῶν νοείτω — ὁ ἀδικῶν ἀδικησάτω ἔτι καὶ ὁ ῥυπαρὸς ῥυπανθήτω ἔτι καὶ ὁ δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω ἔτι καὶ ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι.[399]

Ὑπηρεσίες

Σύμφωνα μὲ τὸν Κασσιανὸ[400] σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἀνατολή, συμπεριλαμβανομένης τῆς Καππαδοκίας,[401] οἱ ἀδελφοὶ ἐναλλάσσονται ἀνὰ ἑβδομάδα σὲ διάφορες ὑπηρεσίες. Εἶναι τέτοιος ὁ ζῆλος τους ὥστε ἀπὸ μόνοι τους σηκώνονται καὶ βοηθοῦν ὅσους ἔχουν νυχτερινὴ βάρδια. Ὁ ἑβδομαδιαῖος κύκλος λήγει μὲ τὸ δεῖπνο τῆς Κυριακῆς, καὶ τὴν Δευτέρα μετὰ τὸν Ὄρθρο παραδίδουν σ’ ἐκείνους ποὺ τοὺς διαδέχονται. Τὰ σύνεργα χρησιμοποιοῦνται μὲ τὴν μεγαλύτερη προσοχὴ ἐπειδὴ καὶ τὰ πιὸ ἀσήμαντα εἶναι ἱερὰ ἀντικείμενα, καὶ ὁποιαδήποτε ὑπηρεσία, ἡ πιὸ εὐτελής, τὸ καθάρισμα τῶν δωματίων ἀπὸ τὴ σκόνη καὶ κάθε φροντίδα γιὰ τὰ ἀντικείμενα τοῦ κοινοβίου, εἶναι ἱερὸ ἔργο ποὺ θὰ ἀμοιφθεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό.[402] Ἡ ἀμέλεια τιμωρεῖται μὲ ἰδιαίτερη αὐστηρότητα. Ἕνας ἀδελφὸς τιμωρήθηκε μὲ δημόσια μετάνοια ἐπειδὴ εἶχαν πέσει ἀπὸ τὰ χέρια του χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει τρεῖς κόκκοι φακῆς.[403] Ὅσο ὁ μοναχισμὸς δὲν παραιτήθηκε ἀπὸ τὰ οὐσιώδη, ἡ ἀμέλεια καταδικάζεται ἐπειδὴ σκοπὸς εἶναι ἡ συγκέντρωση τῆς σκέψης στὴν ἱερότητα τῶν πραγμάτων. Ὅμως γιὰ τὴν ἄσκηση ποὺ ὁραματιζόταν ὁ Κασσιανός, ἡ ἀμέλεια σημαίνει ὅτι παραβιάζεται ἡ κοινοβιακὴ πειθαρχία. Γι’ αὐτὸ καμμιὰ εὐκαιρία γιὰ τιμωρία δὲν πάει χαμένη, σκοπὸς εἶναι ἡ ἐξάντληση τῆς αὐστηρότητας μέχρι παραλογισμοῦ.

Ὁ Κασσιανὸς εἰσηγεῖται ὡς ἀναγκαῖο (necessario debere servari)[404] νὰ τηρεῖται ἐναλλαγὴ στὶς ὑπηρεσίες, διευκρινίζοντας ὅτι οἱ αἰγυπτιῶτες δὲν συμμορφώνονται, ἐπειδὴ πάνω ἀπ’ ὅλα τοὺς ἐνδιαφέρει (maxima cura) ἡ μόνιμη ἀτομικὴ ἐργασία καθενός, ἀπ’ ὅπου προτιμοῦν νὰ μὴν ἀποσπῶνται γιὰ ὑπηρεσίες τοῦ κοινοβίου. Στὴν πράξη φαίνεται πὼς ὑπῆρχε σύγκρουση ἀνάμεσα στὴν ἐργασία ποὺ (ὑποτίθεται πὼς) ἦταν ἀπαραίτητη γιὰ τὴν προσωπικὴ πρόοδο, καὶ σὲ ὅ,τι ἀντιλαμβάνονταν ὡς ἀδιάφορες ἢ καὶ ἐπιζήμιες ἀγγαρεῖες τοῦ κοινοβίου, ὅταν ὁ μοναχὸς ἔπρεπε νὰ ἐγκαταλείπει τὸ κελλί του. Ὁ μάγειρας ἦταν μόνιμος donec virtus eius vel aetas admittit ἀλλὰ ὁ κόπος του μικρός, μιὰ ποὺ οἱ αἰγυπτιῶτες κατανάλωναν συνήθως ξηρὲς καὶ ὠμὲς τροφές. Σύμφωνα μὲ τὸν Βασίλειο, ἡ ἑβδομαδιαία ἐναλλαγὴ θὰ ὑπονόμευε τὸ συμφέρον τῆς ἀδελφότητας ἐπειδὴ δὲν ἔχουν ὅλοι τὰ ἀπαιτούμενα προσόντα γιὰ ὅλες τὶς ἐργασίες. Μόνο μιὰ καχεκτικὴ διαβίωση θὰ μποροῦσε νὰ ἀρκεστεῖ σὲ τελείως κοινὲς ἱκανότητες. Προτείνει ὅμως γιὰ τὸν ὑπεύθυνο κάθε ὑπηρεσίας ἕνα μαθητευόμενο ὥστε σὲ περίπτωση ἀνάγκης νὰ μὴν προκύπτει ἀναστάτωση.[405] Ἡ ἐναλλαγὴ σὲ ὑπηρεσίες δευτερεύουσας σπουδαιότητας, ὅπως ἡ ἐξ ἐφημερίας στὸν μάγειρα, εἶναι ἀποδεκτή.[406]

Στὴν ἀσκητικὴ τοῦ Βασίλειου ἡ ἐργασία γιὰ τὸ κοινόβιο δὲν ἀποσπᾶ ὁπωσδήποτε ἀπὸ τὴν προσωπικὴ πρόοδο κι ἔτσι ἰδανικὴ δὲν θεωρεῖται ἡ παραμονὴ στὸ κελλί, ἐνῶ καλλιεργεῖται ἐπίσης μέριμνα γιὰ τὴν καλύτερη δυνατὴ διεκπεραίωση τῶν ἐργασιῶν, ἑπομένως καὶ γιὰ τὴν ἐπιλογὴ τῶν ἱκανότερων. Ἡ προσωπικὴ πνευματικὴ πρόοδος σχετίζεται ἐπίσης μὲ τὴν ποιότητα τῆς ἐργασίας. Κακὴ καὶ ἀμελὴς ἐργασία φανερώνει ὅτι τὸ κοινόβιο ἀγνοεῖ τὴν φύση του. Ἐπειδὴ μιὰ ἐργασία εἶναι ταπεινότερη, δὲν σημαίνει πὼς δὲν ἔχει ἀξία, δὲν ὑπάρχουν ‘ἀγγαρεῖες’ ὅταν κάτι εἶναι ἔλλογο καὶ χρήσιμο, καὶ ὅταν τὸ κοινόβιο σέβεται τὰ χαρίσματα καθενὸς καὶ φροντίζει νὰ τὰ ἀξιοποιεῖ. [...]

Σύμφωνα μὲ τὸν ἀδελφὸ τοῦ Γρηγορίου Νύσσης ἀκόμα καὶ ἡ κοσμικὴ περιουσία τοῦ εἰσερχόμενου στὸ κοινόβιο ἀνήκει στὸν Θεό,[407] ὅμως τὰ σκεύη δὲν φυλάσσονται μόνο ἐπειδὴ εἶναι ἱερὰ ἀλλὰ καὶ ὡς ἐργαλεῖα χωρὶς τὰ ὁποῖα οἱ μοναχοὶ δὲν θὰ μπορέσουν τὴν ὀφειλομένην ἄοκνον σπουδὴν ἐπιδείξασθαι.[408] Τίποτα δὲν εἶναι ἀδιάφορο, τίποτα δὲν πρέπει νὰ γίνεται μὲ περιφρόνηση. Ἡ διάκριση ἀνάμεσα στὸν παραχρησάμενον, ποὺ εἶναι ἱερόσυλος, καὶ στὸν ἀπολέσαντα, ποὺ εἶναι ὑπαίτιος ἱεροσυλίας,[409] ἀνάγει τὸ ὅλο ζήτημα στὸ ἦθος τῆς χρήσης. Σύμφωνα μὲ τὴν διάκριση αὐτή, πρόβλημα δὲν δημιουργεῖ τόσο ἡ ἀπώλεια τῆς περιουσίας ὅσο ἡ χρήση της. Ἂν ἕνας ἐπισκέπτης ἔκλεβε βιβλία καὶ τὰ χρησιμοποιοῦσε σπουδάζοντας, μαθαίνοντας, προοδεύοντας, δὲν θὰ συνέβαινε ἱεροσυλία καὶ τὸ κοινόβιο δὲν θὰ εἶχε λόγο οὐσιαστικῆς δυσφορίας, ἔστω κι ἂν προέκυπταν προσωρινὲς δυσλειτουργίες. Βέβαια αὐτὴ εἶναι μιὰ ὑποθετικὴ περίπτωση ποὺ ὁ Βασίλειος στὴν πράξη μᾶλλον δὲν ὑπολόγιζε. Γιὰ τὸν Βασίλειο, τὸν Κασσιανὸ καὶ γιὰ τὸ σύνολο, ἀπ’ ὅσο γνωρίζω, τῶν ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων, πατέρων, ἁγίων καὶ ἀσκητῶν, ἡ ἐκκλησιαστικὴ περιουσία τείνει νὰ θεωρεῖται ἡ μόνη ἱερή, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν περιουσία τῶν ‘κοσμικῶν’. Τὸ ἴδιο ἀντικείμενο, ἕνα ἐργαλεῖο γιὰ τὸν κῆπο ἢ τὴν κουζίνα, εἶναι ἱερὸ στὸ μοναστήρι ἀλλὰ ὄχι στὸ ‘κοσμικὸ’ σπίτι, ἀκόμα λιγότερο στὰ σπίτια τῶν εἰδωλολατρῶν, κ.λπ. Ὅμως ἂν τὸ δικό μου πλαίσιο εἶναι ἱερὸ σὲ βαθμὸ ποὺ νὰ ἀλλάζει τὴν ταυτότητα τῶν πραγμάτων, πόσο πιὸ ἱερὸ δὲν πρέπει νὰ εἶναι τὸ πλαίσιο μέσα στὸ ὁποῖο τὰ δημιουργεῖ ὁ Θεός;

 

___________

Σημειώσεις

Πρβλ. Συντμήσεις / Βιβλιογραφία

 

246 Βλ. Inst. IV.1.

247 Ὅπως πληροφορεῖ ὁ Κασσιανός, περισσότεροι ἀπὸ πέντε χιλιάδες διευθύνονται ἀπὸ ἕναν Ἡγούμενο. [...]

248 Βλ. Inst. IV.2. Δὲν εἶναι ἡ μεταβολὴ τοῦ τόπου ἀσκήσεως ὅ,τι ἐνοχλεῖ τὸν Κασσιανό. Βλ. π.χ. Inst. IV καὶ C. XX ὅπου ἐπαινεῖται ὁ ἀββᾶς Πινούφιος γιὰ τὴν ταπεινοφροσύνη του ἐπειδὴ ἐγκατέλειψε κρυφὰ τὸ κοινόβιο τοῦ ὁποίου προΐστατο γιὰ μιὰ περιοχὴ ὅπου θὰ ἦταν ἄσημος. Τὸν Κασσιανὸ ἐνοχλεῖ ἡ ἀναχώρηση ἀπὸ τὸ κοινόβιο γιὰ τὴν ἀποφυγὴ τῆς πειθαρχίας, ὄχι γιὰ τὴν ἐπιδίωξή της. Βλ. ἐπίσης C. XVIIII.2, ὅπου μέμφεται τοὺς δυτικοὺς μοναχοὺς ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀντέξουν τὴν πειθαρχία οὔτε δύο χρόνια ἐνῶ καὶ στὸ σύντομο αὐτὸ διάστημα δὲν ἦταν ὑπάκουοι.

249 Βλ. Inst. IV.3.

250 Πρβλ. C. XVIII.2, ὅπου ὁ Πιαμοὺν μιλάει γιὰ ἐπισκέπτες στὰ ἀσκητήρια τῆς Αἰγύπτου vitandae egestatis necessitate.

251 Στὴν C. XVIII.11 ὁ ἀββᾶς Πιαμοὺν διακρίνει μὲ σαφήνεια μεταξὺ ψευδο–ταπείνωσης καὶ πραγματικῆς ταπείνωσης, ἡ ὁποία δὲν ἐκδηλώνεται οὔτε μὲ λόγια οὔτε μὲ ταλαιπωρίες. Ὅμως ἡ συγκεκριμένη συζήτηση δὲν ἀναφέρεται στὴν ὑποδοχὴ καὶ ἀποδοχὴ νέων ἀσκητῶν.

252 Βλ. ΚΠ ι΄.

253 Τὰ κοινόβια τοῦ Παχώμιου συγκρίνουν μὲ στρατόπεδα ἀρκετοὶ ἐρευνητές, ὅπως ὁ Mendieta (“Le système cénobitique..., σ. 39 κ.ἑ.), ὁ ὁποῖος θεωρεῖ μία ἀπὸ τὶς εἰσφορὲς τοῦ Βασίλειου τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ αὐτὸ τὸ πρότυπο, ὁ Angeli (Basilio di Cesarea, σ. 57), κ.ἄ.

254 Βλ. Mendieta, “Le système cénobitique..., σ. 38.

255 Βλ. Inst. IV.1.

256 Βλ. Inst. IV.3.

257 Βλ. Inst. IV.2,3.

258 Βλ. Ματθ. 19, 16 κ.ἑ.

259 Βλ. ΚΠ ι΄.

260 Ὅ.π.

261 Ὅ.π.

262 Βλ. Η ξβ΄, 1, ὅπου οἱ πειρασμοὶ θεωροῦνται χρήσιμοι καὶ μάλιστα ἀπαραίτητοι ἀλλὰ προέρχονται πάντα ἀπὸ ἐχθροὺς καὶ ὡς ἀνάγκες ὥστε δὲν γίνεται καὶ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀποτελέσουν μέθοδο τῆς ἄσκησης, καὶ στὴ συνέχεια, ξβ΄, 2, “ὅτι οὐ δεῖ ἑαυτὸν ἐπιρρίπτειν πειρασμοῖς πρὸ καιροῦ τῆς τοῦ Θεοῦ συγχωρήσεως, ἀλλὰ καὶ προσεύχεσθαι μὴ ἐμπεσεῖν εἰς πειρασμόν”.

263 Βλ. Inst. IV.32–43.

264 Τὸ Inst. IV.33 ὑπαινίσσεται ὁρκωμοσία κατὰ τὴν ἔνταξη στὴν ἀδελφότητα, χωρὶς διευκρίνιση πότε καὶ πῶς δίνεται ὁ ὅρκος. Ἂν καταγράφει μὲ ἀκρίβεια τὰ λεγόμενα τοῦ Πινούφιου, πρᾶγμα ἀμφίβολο, ὁ ὅρκος δινόταν ἀμέσως μετὰ τὴν δεκαήμερη δοκιμασία, πρὶν ἀρχίσει ἡ δοκιμασία τοῦ ἑνὸς ἔτους. Ὅμως αὐτὸ εἶναι παράλογο. Ἴσως δὲν δινόταν ὅρκος ἀλλὰ ὡς τέτοιος λογιζόταν ἡ ἴδια ἡ ἐπιθυμία τῆς εἰσόδου στὸ κοινόβιο. Μία τέτοια ἑρμηνεία θὰ ἐξηγοῦσε καλύτερα τὴν ἀρχικὴ δοκιμασία ἐκτὸς τῶν πυλῶν ἀλλὰ ὄχι τὴν δοκιμασία τοῦ ἔτους.

265 Βλ. Inst. IV.33.

266 Βλ. Inst. IV.34.

267 Βλ. Inst. IV.7.

268 Στὸ Inst. IV.8 λέγεται καθαρὰ πὼς ἡ δοκιμασία τοῦ ἑνὸς ἔτους ἔχει σκοπὸ νὰ ἀποδείξει ἂν ὁ δόκιμος μπορεῖ νὰ παραμείνει στὸ κοινόβιο.

269 Βλ. τὴν Ἐπιστ. 199 πρὸς τὸν Ἀμφιλόχιο Ἰκονίου (δευτέρα κανονική), ὅπου ὁ Βασίλειος ἀναφέρεται στὴν ὁμολογία τῶν παρθένων [...]. Προηγεῖται πάλι μακρὰ περίοδος ἐξέτασης τῆς συνείδησης. Γιὰ τὴν ὁρολογία τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Βασιλείου σχετικὰ μὲ τὸν ὅρκο, βλ. Gain, L’Église de Cappadoce..., σ. 140, σημ. 68.

270 Βλ. ἐπίσης Morison, St. Basil and his rule..., σ. 91.

271 Βλ. Δευτ. 19, 15 καὶ Ματθ. 18, 16.

272 Βλ. ΚΠ ιε΄.

273 Βλ. Mendieta, “Le système cénobitique..., σ. 50. [...] Ἀπὸ τὴν Ἐπιστ. 199 τοῦ Βασιλείου (πιθανῶς τῆς περιόδου 374–375, βλ. Hauschild, Basilius von Caesarea..., σ. 243) συνάγεται πὼς δὲν εἶχε ἀκόμη θεσμοθετηθεῖ ὁ ὅρκος.

274 Βλ. Μ. Βασίλειος, Ἐπιστ., τόμ. 1, σ. 206, σημ. 3.

275 Βλ. Aumann, “Origins of monasticism”, σ. 6.

276 “The greater rules..., σ. 57.

277 Βλ. ΚΠ ιδ΄ καὶ ιε΄.

278 Βλ. ΚΠ λϚ΄.

279 Βλ. C. XXI.9–10, καὶ C. XXI.33 ὅπου ἡ ἁμαρτία ὑπολογίζεται ὡς ὑπαρκτὴ καὶ ἐνεργὸς σὲ ὅποιον ἀγαπάει τὸν γάμο.

280 Βλ. ΚΠ ιβ΄. [...] Θὰ μποροῦσε ἴσως νὰ δημιουργήσει ἑρμηνευτικὴ δυσκολία τὸ μέσο τμῆμα τοῦ ὅρου, μὲ τὴν παρατήρηση “τῆς γὰρ πρὸς Θεὸν ὑπακοῆς οὐδὲν προτιμότερον”. Ἡ ὅποια δυσκολία προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀναφορὰ τῆς εἰδοποίησης, “εἴ τις ἔρχεται πρός με καὶ οὐ μισεῖ...”. Ὅμως στὰ συμφραζόμενα εἶναι προφανὲς ὅτι ὁ Βασίλειος χρησιμοποιεῖ τὴν περικοπὴ αὐτὴ γιὰ νὰ δείξει ὅτι τὸ ‘διαστασιάζον’ μέλος δὲν γίνεται νὰ ὑποχρεωθεῖ νὰ ἀσκητεύσει, ὅτι ὁ γάμος δὲν καταλύεται χωρὶς νὰ ὑπάρχει συνειδητὴ ἀποταγὴ τῶν κοσμικῶν σχέσεων καὶ ἐλεύθερη βούληση. Ἂν δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ σωστὴ ἑρμηνεία τοῦ κειμένου, τὸ πρῶτο τμῆμα τοῦ ὅρου γίνεται ἀκατανόητο. Πῶς θὰ προέβλεπε ἀκόμη καὶ τὴν ὕπαρξη μαρτύρων γιὰ τὴν βεβαίωση μιᾶς συμφωνίας ποὺ ὁ ἴδιος περιφρονεῖ; Βλ. ἐπίσης Η ογ΄, Pourrat, Christian Spirituality, σ. 90, Gribomont, “Saint Basile..., σ. 131.

281 Βλ. Inst. IV.8, ΚΠ ι΄.

282 Περαιτέρω, ὁ Βασίλειος ἀλλὰ ὄχι ὁ Κασσιανὸς ἀναφέρει περιπτώσεις ἀποδοχῆς δούλων, συζύγων καὶ παιδιῶν.

283 Βλ. Inst. IV.16, καὶ IV.24.

284 Βλ. Inst. IV.23–29.

285 Βλ. Inst. IV.10.

286 Βλ. Inst. IV.12, καὶ Vitae Patrum, V.14,12 (Pourrat, Christian Spirituality, σ. 92, σημ. 3): “ἔλεγαν οἱ Γέροντες: ἐπειδὴ αὐτὸς ποὺ ἔχει πίστη σὲ κάποιον καὶ τοῦ παραδίδεται μὲ ὑποταγὴ δὲν ὀφείλει νὰ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ νὰ ἐναποθέτει ὅλη του τὴ θέληση στὸν πνευματικό του πατέρα, ἐπειδὴ ἂν τὸν ὑπακούει στὰ πάντα, δὲν διατρέχει κίνδυνο ἀπέναντι στὸν Θεό” [...]. Ἡ νοοτροπία αὐτὴ χαρακτηρίζει ἐπίσης τὴν Κλίμακα, καὶ ἐν πολλοῖς διασώζεται μέχρι σήμερα στὴν Ὀρθοδοξία, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἐλεύθερη σκέψη καὶ συζήτηση ποὺ προσπάθησε νὰ ἐνισχύσει ὁ Βασίλειος.

287 Inst. IV.23.

288 Inst. IV.24.

289 Inst. IV.25.

290 Inst. IV.26.

291 Inst. IV.27.

292 Inst. IV.28.

293 Ἰω. 18, 37: πᾶς ὁ ὢν ἐκ τῆς ἀληθείας ἀκούει μου τῆς φωνῆς.

294 Βλ. Colombás, “The ancient concept..., σ. 96 [...]

295 Βλ. ΚΠ ζ΄, καὶ Ἐφ. 4, 4 / 15, Ρωμ. 12, 5. [...] Βλ. ἐπίσης ΠΚΘ 3 [...]

296 Βλ. ΚΠ μζ΄.

297 Βλ. ΚΠ μζ΄. Βλ. ἐπίσης τὴν Ἐπιστολὴ 22, 2, ὅπου ὁ Βασίλειος ἐπιτρέπει ἔλεγχο μόνο “κατ’ ἰδίαν”, διάταξη ποὺ ἐπιδιώκει τὴν προφύλαξη τῆς εὐταξίας. Προφανῶς μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου μετέβαλε ἄποψη στὸ συγκεκριμένο ζήτημα.

298 Ἢ τῷ προέχοντι ἀνατίθεσθαι: ΚΠ μθ΄.

299 Βλ. ΚΠ κη΄.

300 Τόσο ἀφηρημένα διατυπωμένος ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι ὁ Βασίλειος προώθησε the obligation of unquestioning obedience (βλ. Hussey, The Orthodox Church..., σ. 336), εἶναι ἀνεπαρκὴς σὲ βαθμὸ διαστρέβλωσης καὶ ἐξαπάτησης.

301 Βλ. Α΄ Τιμ. 2, 4.

302 Βλ. Gribomont, “The commentaries..., σ. 243. Βλ. Η οβ΄, 1 ἀλλὰ καὶ Η οβ΄, 2 ὅπου ὁ Βασίλειος προτρέπει τοὺς πιστοὺς κάθε Ἐκκλησίας, ἀκόμη κι ἂν δὲν ἔχουν καλὴ γνώση τῶν Γραφῶν, νὰ μὴ χάνουν τὴν κριτικὴ στάση τους ἀλλὰ ἐν τοῖς καρποῖς τοῦ Πνεύματος γνωρίζειν τὸν χαρακτῆρα τῶν ἁγίων, καὶ τοὺς μὲν τοιούτους δέχεσθαι τοὺς δὲ ἄλλως ἔχοντας ἀποστρέφεσθαι.

303 Βλ. ΚΠ νβ΄. Ἐξαιρετικὰ σημαντικὴ εἶναι ἡ θέση τοῦ Βασίλειου (ΚΠ κζ΄) ὅτι ἀκριβῶς ἐπειδὴ ὁ Ἡγούμενος χρησιμοποιεῖται ὡς κανόνας τοῦ βίου, ὀφείλουν οἱ ὑπόλοιποι νὰ τὸν διορθώνουν ὅποτε σφάλλει. Μοιάζει ἀντιφατικὴ ρύθμιση, ἂν δὲν ὑπολογίσει κανεὶς τὰ συμφραζόμενα, ὅτι ὁ Ἡγούμενος δὲν ἀποτελεῖ κανόνα ὡς θεσμὸς ἀλλὰ ὡς πρόσωπο, ἑπομένως γίνεται μέτρο καὶ παράδειγμα στὸν βαθμὸ ποὺ ἔχει εὐσέβεια, ὑγιῆ ἀντίληψη τῶν ζητημάτων, κ.λπ. Τὸ γεγονὸς ὅτι ἐξελέγη ἐπειδὴ ὑπερεῖχε ἄλλων, δὲν σημαίνει πὼς εἶναι ἀλάθητος ἢ ἔστω ἀρκετὰ ἱκανός.

304 Βλ. Inst. II.3. Χρησιμοποιεῖ τὸν ὅρο ἀββᾶς, ὁ ὁποῖος εἶχε καταστεῖ ἤδη τεχνικὸς ὅρος, σύμφωνα μὲ τὸν Chadwick (John Cassian, σ. 78), ἂν καὶ συνέχιζε νὰ χρησιμοποιεῖται ἐπίσης in a personal sense to mean a holy man.

305 Βλ. Inst. II.3 [...]. Τὸ κεφάλαιο αὐτὸ περιγράφει τὶς ἀρετὲς τοῦ Ἡγουμένου ἀλλὰ ὄχι τὸν τρόπο τῆς ἐκλογῆς του.

306 Βλ. Inst. IV.28. Ὁ ἀββᾶς κατάλαβε τὴ μεγάλη πίστη τοῦ Πατερμούκιου, καὶ πρὶν κοιμηθεῖ προτίμησε ἐκεῖνον γιὰ διάδοχό του.

307 Βλ. ΚΠ λε΄.

308 Ὅ.π. Βλ. ΚE Ϟη΄, ὅπου ὁ προεστὼς παρομοιάζεται μὲ μητέρα καὶ ὄχι μὲ πατέρα, κατὰ τὴν Α΄ Θεσ. 2, 7 [...]. Βλ. ἐπίσης Μουρατίδης, Χριστοκεντρικὴ ποιμαντική..., σ. 56 κ.ἑ.

309 Βλ. Ματθ. 11, 29, καὶ ΚΠ λε΄.

310 Εἰ δύναται ὁ φροντίδα ψυχῶν ἐγκεχειρισμένος φυλάξαι τὸ Ἐὰν μὴ στραφῆτε καὶ γένησθε ὡς τὰ παιδία.

311 Βλ. KE σλη΄, ὅπου ἡ εὐταξία προηγεῖται [...]

312 Ὁ Πινούφιος ἐγκατέλειψε τὸ κοινόβιό του γιὰ τὴν ἀρετὴ τῆς ὑπακοῆς, καὶ ὅπως εἶναι φυσικὸ στὸ νέο κοινόβιο μετέφερε τὸ ἴδιο κλειστὸ ἐγώ, τὴν νύχτα ἐκτελοῦσε δυσάρεστες ἐργασίες χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζουν οἱ ἄλλοι ([...] C. XX.1), κάτι ποὺ συνεχίστηκε τρία χρόνια! Πῶς δὲν παραξενεύτηκε κανεὶς ὅταν ξαφνικὰ ἄρχισαν τόσες ὑπηρεσίες, πῶς ὁ Ἡγούμενος δὲν ἐνοχλήθηκε ἀπὸ τὴν περιφρόνηση τῆς εὐταξίας καὶ δὲν θέλησε νὰ ἐρευνήσει τὸ ζήτημα, εἶναι ἐρωτήματα ποὺ ὁ Κασσιανὸς δὲν θέτει, ἴσως προσπαθῶντας ἀδέξια νὰ προβάλει τὴν ἀξία τῆς ἀδιαφορίας γιὰ τιμὲς καὶ ἐξουσίες.

313 Βλ. ΚΠ λε΄.

314 Βλ. ΚΕ Ϟη΄ [...]. Εἶναι χαρακτηριστικὸ πὼς ὁ Βασίλειος ἀντλεῖ τὶς ὑποδείξεις του μόνο ἀπὸ τὴν Βίβλο, κυρίως ἀπὸ τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων, λιγότερο ἀπὸ τὰ παραδείγματα ἁγίων, καὶ οὔτε μία φορὰ ἀπὸ κάποιο σύγχρονο ἢ προγενέστερό του Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας. Βλ. Pricoco, L’isola dei santi..., σ. 99. Ὅμως στὴν Ἐπιστ. 23, γιὰ τὸν εἰσαγόμενο στὸν μοναχικὸ βίο προτείνεται στοιχειωθῆναι αὐτὸν κατὰ τὰ δόξαντα τοῖς ἁγίοις Πατράσι καὶ ἐγγράφως ὑπ’ αὐτῶν ἐκτεθέντα. Παρόμοια σύσταση δὲν γίνεται στοὺς Ὅρους. Πέρα ἀπὸ τὴν μεμονωμένη αὐτὴ περίπτωση, γεγονὸς παραμένει ὅτι ὁ Βασίλειος ἀναφέρεται στοὺς Πατέρες στὶς ἐπιστολές, ὄχι στὰ ἀσκητικά του ἔργα, καὶ ἐννοεῖ ἰδίως ὅσους εἶχαν καίρια δογματικὴ συνεισφορά. Στὰ ἀσκητικά του ἀναφέρεται συχνὰ στοὺς ‘ἁγίους’ ποὺ οἱ μοναχοὶ καλοῦνται νὰ μιμηθοῦν, ὅμως δὲν ἐννοοῦνται ἀσκητὲς τῆς Αἰγύπτου ἢ ἄλλοι, παρὰ μόνο πρόσωπα τῆς Βίβλου, καὶ μία φορὰ (PG 31, 1020) οἱ Μάρτυρες. [...]

315 Βλ. ΚΠ με΄, καὶ ΚΠ λβ΄, ὅπου οἱ προεστῶτες περιγράφονται ὡς “οἱ πεπιστευμένοι τὸ τοῦ λόγου χάρισμα”, οἱ “ἔχοντες δύναμιν μετ’ ἐπιστήμης εἰπεῖν καὶ ἀκοῦσαι πρὸς οἰκοδομὴν τῆς πίστεως” [...]

316 Βλ. π.χ. Η θ΄ καὶ ἰδίως νϚ΄, 5 [...], Ἐπιστ. 2, 5 [...].

317 Βλ. ἐπίσης τὸ κεφάλαιο γιὰ τὸν Κασσιανὸ εἰς Miquel, Le vocabulaire latin..., σ. 23 κ.ἑ. [...] Βλ. ὅ.π., σ. 41, καὶ παραπομπὴ εἰς Γενναδίου Μασσαλίας, De scriptoribus ecclesiasticis LXI, PL 58, 1095a.

318 Βλ. Morison, St. Basil and his rule..., σ. 36. Γιὰ τὴν ἱστορία τῆς χρήσης στὴν Δύση τοῦ ὅρου φιλοσοφία ὡς ταυτόσημου μὲ τὴν χριστιανικὴ πνευματικότητα, βλ. Leclerq, “Pour l’histoire..., σ. 221 κ.ἑ. [...]

319 Ὁ Κασσιανὸς χρησιμοποιεῖ ἐναλλακτικὰ τοὺς ὅρους μοναχὸς καὶ ἀδελφός, ποτὲ ὅμως τὸν ὅρο ἀδελφὸς γιὰ τὸν ‘λαϊκὸ’ χριστιανό (Lorié, Spiritual terminology..., σ. 39, βλ. ἐπίσης Thesaurus Iohannis Cassiani..., σ. 78 καὶ 118). Γιὰ τὸν Ἡγούμενο συνηθέστερος εἶναι στὸν Βασίλειο ὁ ὅρος ‘προεστὼς’ ἀλλὰ χρησιμοποιοῦνται καὶ οἱ ὅροι ‘ἐφεστώς’, ‘προϊστάμενος’, ‘προκαθιστῶν’, ‘προέχων’, ‘διδάσκαλος’. Βλ. Μ. Βασίλειος, Ἐπιστ. 207 [...]. Βλ. ἐπίσης Elm, ‘Virgins of God’..., σ. 69, σημ. 35. Διερεύνηση τοῦ ὅρου ‘προεστὼς’ στοὺς πρώτους τέσσερεις αἰῶνες βλ. εἰς Fedwick, “The function of the προεστώς..., σ. 5 κ.ἑ. Εἰδικότερα γιὰ τὸν Βασίλειο, μὲ ἀναφορὲς κυρίως στὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα, βλ. ὅ.π., σ. 9 κ.ἑ.

320 Βλ. ΚΠ μγ΄. Εἶναι περίεργος ὁ ἰσχυρισμὸς τοῦ Gain (L’Église de Cappadoce..., σ. 133, σημ. 39) πὼς οἱ Ὅροι δὲν περιέχουν σαφῆ ἀναφορὰ στὸ θέμα τῆς ἐκλογῆς προεστῶτος, μολονότι καὶ ὁ ἴδιος ἐπισημαίνει τὸν ὅρο ΚΠ μγ΄. [...] Ἂν στὸν ὅρο ΚΠ μγ΄ ὁ Βασίλειος μιλάει ἁπλῶς γιὰ ἔγκριση, ἡ ἐκλογὴ προϋποτίθεται. Ἀκόμη καὶ ἂν παραμεριζόταν τὸ παράδοξο νὰ ἀναφέρεται σὲ κάποια ἔγκριση ἀδιαφορῶντας γιὰ τὴν ἐκλογή, καὶ πάλι τὸ κείμενο θὰ ἦταν ἀκατανόητο: ἂν ὁ προεστὼς εἶχε ἐκλεγεῖ ἀπὸ τὴν ἀδελφότητα, πῶς ὁ Βασίλειος τὸν κατηγορεῖ ὅτι παίρνει μόνος του τὸ ἀξίωμα; Βλ. ΚΠ μγ΄ [...]. Ἡ ἔγκριση ἑπομένως ἔχει ἐδῶ τὴν σημασία ὁριστικῆς ἐκλογῆς ἑνὸς ὑποψηφίου ποὺ ἴσως ὑποστηρίζει καὶ ἡ κοινότητα, ἡ θέληση τῆς ὁποίας ἔχει ὅμως συμβουλευτικὸ χαρακτῆρα καὶ μπορεῖ νὰ παραμερίζεται.

321 Βλ. ΚΠ με΄.

322 Βλ. ΚΠ μη΄ [...]. Βλ. Παρ. 31, 4. Ὁ ρόλος τους ὅμως εἶναι συμβουλευτικός, ἡ συγκεκριμένη διάταξη δὲν μειώνει τὴν ἐξουσία τοῦ προεστῶτος (βλ. γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ καὶ τοὺς ὅρους KE ρδ΄–ρϚ΄).

323 Βλ. ΚΠ νδ΄. Πιθανῶς ἐννοοῦνται οἱ προεστῶτες κοινοβίων ποὺ δὲν ἀπέχουν ὑπερβολικὰ μεταξύ τους, ὅμως δὲν διευκρινίζεται.

324 Βλ. Inst. IV.9.

325 Βλ. ΚΠ κϚ΄. Σύμφωνα μὲ τὸν Βασίλειο (ΚΠ λϚ΄) ὁποιοσδήποτε προσφέρει μιὰ ὑπηρεσία στοὺς ἀδελφούς, τὴν προσφέρει στὸν Χριστό, καὶ πρέπει νὰ τοὺς τιμᾶ καὶ νὰ τοὺς φροντίζει πρόθυμα.

326 Βλ. ΚΠ κϚ΄.

327 Βλ. KE ρι΄.

328 Βλ. Α΄ Κορ. 14, 40.

329 Βλ. KE σκθ΄.

330 Βλ. KE σπη΄ [...]

331 Βλ. Besse, Les Moines..., σ. 209, σημ. 1 [...]

332 Ὅπως σημειώνει ὁ Chadwick (John Cassian, σ. 80) στὶς Συζητήσεις (C. XX) ὁ Κασσιανὸς περιγράφει ἕναν ἀκόμη τρόπο ἐξομολόγησης, κατ’ εὐθεῖαν στὸν Θεό.

333 Βλ. ΚΠ σπθ΄.

334 Βλ. Inst. III.2.

335 Βλ. Inst. IV.12.

336 Βλ. ΚΠ λζ΄ καὶ KE ρμϚ΄.

337 Βλ. π.χ. ΚΠ λη΄–μ΄.

338 Βλ. ΚΠ λη΄.

339 Βλ. ΚΠ κη΄.

340 Βλ. Πορφύριος, Πυθαγόρου βίος, ἑν. 33.

341 Βλ. Inst. IV.20.

342 Βλ. Inst. X.24.

343 Βλ. C XXI.33.

344 Βλ. Inst. IV.16. “Ἐνῶ ὅλοι οἱ ἀδελφοὶ εἶναι συγκεντρωμένοι στὴν σύναξη, (ὅποιος τιμωρήθηκε) πρέπει νὰ ἔχει πέσει στὸ χῶμα καὶ νὰ ζητάει συγγνώμη μέχρι νὰ τελειώσει ἡ προσευχή, ὁπότε θὰ τοῦ δοθεῖ συγγνώμη κατὰ τὴν κρίση τοῦ ἀββᾶ, ὁ ὁποῖος θὰ τὸν διατάξει νὰ σηκωθεῖ ἀπὸ τὸ ἔδαφος”. Ἡ ἀργοπορία στὶς τακτὲς ὧρες προσευχῆς τιμωρεῖται μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. Βλ. Inst. III.7.

345 Βλ. ἐπίσης Παλλάδιος, Λαυσ. ἱστορία 7, 3.

346 Βλ. Inst. II.15.

347 Βλ. Ε 1305. Κύριο ἐπιχείρημα τοῦ Gribomont (Histoire du texte..., σ. 294–297) εἶναι οἱ διαφορὲς λεξιλογίου μεταξὺ τοῦ καταλόγου αὐτοῦ καὶ τῶν γνήσιων ἔργων, ὅμως ὑπάρχουν τουλάχιστον δύο ἀκόμη λόγοι ποὺ δὲν ἐπιτρέπουν νὰ ἀποδοθεῖ τὸ ἔργο στὸν Βασίλειο. Στὸν συγκεκριμένο κατάλογο ὁ Βασίλειος φέρεται νὰ χρησιμοποιεῖ συχνὰ τὴν ποινὴ τοῦ ἀφορισμοῦ ἐνῶ δὲν τὸ κάνει οὔτε κἂν στοὺς Ὅρους. Γιὰ παράδειγμα, στὸν ὅρο ΚΠ να΄ ἀναφέρει ἕξι ἁμαρτήματα καὶ ἐπικαλεῖται τὸν ἀφορισμὸ μία φορά. Ἐπιπλέον, συνήθως θεραπεύει ἕνα ἁμάρτημα ἐξωθῶντας στὴν ἀντίστοιχη ἀρετή, δὲν φαίνεται νὰ προτιμάει τὸν ἀφορισμό, ὅμως αὐτὸν κυρίως μεταχειρίζεται ὁ συγγραφέας τῶν Ἐπιτιμίων. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ὑπάρχουν πολλὰ στοιχεῖα καὶ ἰδίως ἡ ἐπιείκεια, ἡ φροντίδα γιὰ τὴν φιλία, τὴν συνεργασία καὶ τὴν συνεννόηση μεταξὺ τῶν ἀσκητῶν, τὰ ὁποῖα μαρτυροῦν ὅτι τὸ κείμενο δὲν εἶναι τελείως ἀντίθετο στὶς ἀντιλήψεις τοῦ Βασίλειου, καὶ ἴσως γι’ αὐτὸ ὁ Garnier, ὁ πρῶτος ποὺ ἀμφισβήτησε τὴν αὐθεντικότητα τῶν Ἐπιτιμίων, σημειώνει ὅτι μὲ τὴν πρώτη ματιὰ τίποτα δὲν προκαλεῖ ὑποψία γιὰ τὴν αὐθεντικότητά τους: [...] εἰς Gribomont, ὅ.π., σ. 297.

348 Βλ. Inst. IV.16.

349 Στὸ ἀμφιβαλλόμενο Ε 1313, καὶ σὲ 19 περιπτώσεις σφαλμάτων, ἀναφέρεται μόνο ὁ ἀφορισμὸς μίας ἢ δύο ἑβδομάδων (13 καὶ 4 φορὲς ἀντίστοιχα) ἐνῶ σὲ μία μόνο περίπτωση γίνεται λόγος γιὰ ἔλεγχο τῆς ἀσκήτριας ἀπὸ τὸν προεστῶτα. Ἀκόμη καὶ στὰ 60 ψευδεπίγραφα ἐπιτίμια τοῦ Ε 1308 δὲν ἀναφέρονται παρὰ μόνο ποινὲς ἀπευλογίας καὶ ἀφορισμοῦ κατὰ κύριο λόγο, οὔτε ραβδισμοὶ οὔτε ἡ ‘δημόσια μετάνοια’. Ἡ ἔννοια τοῦ ἀφορισμοῦ στὸν Βασίλειο σημαίνει προσωρινὸ ἀλλὰ πλήρη χωρισμὸ ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς κοινότητας [...]: ΚΠ να΄.

350 Βλ. Ε 1305 α΄.

351 Βλ. Ε 1305 ια΄, καὶ τὸ η΄ [...]

352 Βλ. Ε 1305 δ΄.

353 Βλ. Ε 1305 β΄, καὶ τὸ γ΄ [...]

354 Βλ. π.χ. Ε 1305 γ΄, δ΄, ζ΄, η΄, κ.ἄ.

355 Βλ. Ε 1305 ια΄.

356 Εἶναι σημαντικὸ νὰ προσεχθεῖ ὅτι ὁ Βασίλειος δὲν δείχνει ἐπιείκεια στὰ παιδιὰ ὡς δῆθεν ἀθωότερα. Μὲ τὴν ἴδια ἐπιείκεια ἀντιμετωπίζει ὁλόκληρη τὴν ἀδελφότητα, καὶ εἰδοποιεῖ ὅτι τὰ παιδιὰ γρήγορα υἱοθετοῦν τὶς συνήθειες τοῦ περιβάλλοντος. [...]

357 Βλ. ΚΠ ιε΄.

358 Ὅ.π.

359 Βλ. ΚΠ να΄. Παρόμοια ἀντιμετώπιση προτείνει ὁ Πινούφιος στὴν C. XX.11.

360 Βλ. Inst. IV.16: “ἂν προτιμάει τὴ μελέτη ἀπὸ τὰ ἔργα καὶ τὴν ὑπακοή” [...]

361 Βλ. διάφορους κανόνες στὴν Ἐπιστ. 217 (τρίτη κανονικὴ) πρὸς τὸν Ἀμφιλόχιο Ἰκονίου.

362 Βλ. τὴν ὅμοια φροντίδα του στὸ κεφάλαιο γιὰ τὴν ὑποδοχὴ νέων ἀσκητῶν.

363 Βλ. ΚΠ κη΄. Βλ. ἀκόμη Η νβ΄.

364 Βλ. ΚΠ κη΄.

365 Ὅ.π.

366 Ὅ.π. Βλ. ἀκόμη ΚΠ μζ΄. Στὸ KE κϚ΄, ἡ καταλαλιὰ τιμωρεῖται ἀμέσως μὲ ἀφορισμὸ βάσει τοῦ ἐδαφίου Ψαλ. 100, 5 [...] καὶ ἀκόμη Παρ. 20, 13 [...]. Τὰ χωρία δὲν χρησιμοποιεῖ ὁ Κασσιανὸς στὰ ἀσκητικά του.

367 Βλ. ΚΠ κθ΄.

368 Βλ. ΚΠ μγ΄.

369 Βλ. ΚΠ λ΄.

370 Βλ. ΚΠ μγ΄.

371 Βλ. KE λ΄.

372 Βλ. KE λε΄ καὶ Ἰακ. 4, 6. Τὸ χωρίο ἀναφέρει ὁ Κασσιανὸς στὸ Inst. XII.6 ἐξηγῶντας πόσο ἐπικίνδυνη εἶναι ἡ ἁμαρτία τῆς ὑπερηφάνειας τὴν ὁποία ἀκόμη καὶ ὁ Δαβὶδ φοβόταν, γι’ αὐτὸ προσευχόταν στὸν Θεὸ νὰ τὸν προφυλάσσει.

373 Βλ. KE λζ΄.

374 Βλ. Παρ. 17, 11. Δὲν χρησιμοποιεῖται στὰ ἀσκητικὰ τοῦ Κασσιανοῦ.

375 Ἡ παρατήρηση δὲν ὑπαινίσσεται πὼς ὁ Γέροντας εἴτε ὁ προεστὼς ἐκπροσωποῦν τὸν Χριστό (βλ. ΚΠ λϚ΄ ὅπου κάθε μέλος τῆς ἀδελφότητας ἀποτελεῖ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ). Ὅπως στὶς προηγούμενες περιπτώσεις, ὅποιος σφάλλει ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴν συνείδησή του μᾶλλον παρὰ μὲ ὅποιους θὰ τὸν ἔκριναν. Ἡ φράση οὐκ ἀνθρώπῳ ἀντιλέγει ἢ ὑπακούει ἐμποδίζει νὰ παρεξηγηθοῦν οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις καὶ νὰ νομίζονται ἔσχατη ἢ πλέον κύρια πραγματικότητα. Ἔτσι ὁ π. Ἀλώνιος (ἀπ. α΄, PG 65, 133) εἰδοποιεῖ ἀκριβέστερα ὅτι, “ἂν δὲν φτάσει ὁ ἄνθρωπος νὰ πεῖ βαθειὰ μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά του, ὅτι μόνο ἐγὼ καὶ ὁ Θεὸς ὑπάρχουμε στὸν κόσμο, ἀποκλείεται νὰ βρεῖ ἡσυχία”.

376 Βλ. KE λη΄.

377 Βλ. ΚΠ ζ΄.

378 Βλ. ΚΠ νε΄.

379 Βλ. Inst. IV.18.

380 Βλ. KE ρλϚ΄ [...] Βλ. Μ. Βασίλειος, Ἐπιστ. 2, 6 [...]. Βλ. ΚΠ ιε΄ ὅπου ὁ λόγος γιὰ τιμωρίες παιδιῶν [...]

381 Βλ. Inst. IV.17.

382 Ὅ.π.

383 Εἶναι ἀδικαιολόγητος ὁ ἰσχυρισμὸς τοῦ Fedwick (Basil of Caesarea..., σ. 470, σημ. 158) ὅτι διακρίνεται ἐπιρροὴ τοῦ Βασίλειου στὸ Inst. IV.17, ἐπειδὴ μνημονεύεται ἡ συνήθεια τῶν ἀναγνώσεων τὴν ὥρα τοῦ φαγητοῦ! Πῶς γίνεται ὁ Κασσιανὸς νὰ προτείνει, καὶ “χωρὶς ἀμφιβολία”, ἑρμηνεία ἀντίθετη ἀπὸ ἐκείνη τοῦ Βασίλειου γιὰ ἔθιμο τῆς Καππαδοκίας, τὸ ὁποῖο ὑποτίθεται ὅτι ἀντλεῖ ἀπὸ τὸν Βασίλειο; Στὴν περίπτωση τοῦ Κανόνα τοῦ Αὐγουστίνου (βλ. Praeceptum III.2) παρόμοιος ἰσχυρισμὸς γιὰ ἐξάρτηση ἀπὸ τὸν Βασίλειο δὲν θὰ ἦταν ἀβάσιμος, ἂν καὶ ὁ Αὐγουστῖνος δὲν ἀναφέρεται στὴν ποιότητα καὶ τὴν ἐπίδραση τῶν θείων λόγων. Ἐπιπλέον, ὁ Αὐγουστῖνος δὲν ἀποδίδει τὸ ἔθιμο στὴν Καππαδοκία. Ὅπως εἶναι ἑπόμενο, δὲν ἐπικαλεῖται οὔτε τὸν Βασίλειο. Χωρὶς τεκμηρίωση, ὁ Fedwick ἰσχυρίζεται ὅτι ὁ Κανόνας τοῦ Αὐγουστίνου ἐπηρεάστηκε ἀπὸ τὸν Βασίλειο μέσῳ τοῦ Κασσιανοῦ! Ἀξίζει ἐπίσης νὰ σημειωθεῖ ὅτι ἀπὸ τὶς μελέτες ποὺ συνιστᾶ ὁ Fedwick γιὰ διάφορους δυτικοὺς πατέρες καὶ τὴν σχέση τους μὲ τὸν Βασίλειο, οὔτε μία δὲν εἶναι γιὰ τὸν Κασσιανό! Βλ. Fedwick, Basil of Caesarea..., σ. 471, σημ. 159.

384 Βλ. Ψαλ. 18, 11. Ὁ Βασίλειος χρησιμοποιεῖ τὸ ἴδιο ἐδάφιο στὸν ὅρο ΚΠ η΄ γιὰ νὰ δείξει πὼς εἶναι ἀδύνατη ἡ εὐαγγελικὴ τελειότητα χωρὶς ἀπόλυτη ἀποταγὴ τοῦ κόσμου, καὶ μάλιστα τοῦ πλούτου, τῆς δόξας καὶ τῆς οἰκογένειας. Στὸν ὅρο KE λ΄ χρησιμοποιεῖ τὸν Ψαλ. 18, 10 / 11 ἀναδεικνύοντας τὴν διάθεση μὲ τὴν ὁποία χρειάζεται οἱ ἀσκητὲς νὰ προσέχουν τὸ θεῖο θέλημα, ἐνῶ στὸν ὅρο KE ροδ΄ χρησιμοποιεῖ τὸν Ψαλ. 18, 10 / 12 ὡς ὑπόδειγμα τῆς διάθεσης ποὺ κατορθώνει ὅποιος ἀποστραφεῖ τὴν ἁμαρτία καὶ ἀφοσιωθεῖ στὶς θεῖες ἐπαγγελίες. Καμμία ἀπὸ τὶς ἑρμηνεῖες αὐτές, ὅπως οὔτε τὴν ἑρμηνεία τοῦ ἴδιου χωρίου στὸν ὅρο KE ρπ΄, δὲν ἔχει χρησιμοποιήσει ὁ Κασσιανός. Ὁ Ψαλ. 18, 11 χρησιμοποιεῖται στὸ 14ο κεφάλαιο τῆς 14ης Συζήτησης, γιὰ νὰ φανεῖ ὅτι ὅσο κι ἂν μελετήσει κανεὶς τὴν Βίβλο δὲν εἶναι δυνατὸ οὔτε νὰ τὴν κατανοήσει σωστὰ οὔτε νὰ μεταφέρει σὲ ἄλλους τὸ μήνυμά της, ἂν δὲν φθάσει σὲ καθαρότητα καρδιᾶς. Τὸ ζήτημα ποὺ ἐνδιαφέρει ἐδῶ τὸν Κασσιανὸ εἶναι καθαρὰ οἱ ἑρμηνευτικὲς προϋποθέσεις.

385 Βλ. KE ρπ΄.

386 Ἀναλόγως ἀντιμετωπίζεται ἡ σχέση τῶν μοναχῶν μὲ τοὺς κατὰ σάρκα συγγενεῖς. Ἂν δὲν δημιουργεῖται δισταγμὸς ποὺ ὑπονομεύει τὸ φρόνημα, καὶ ἀκόμη ἂν οἱ συγγενεῖς εἶναι εὐσεβεῖς, πρέπει νὰ θεραπεύονται “ὑπὸ πάντων τῶν ἐν τῇ ἀδελφότητι ὡς κοινοὶ πατέρες ἢ οἰκεῖοι”: ΚΠ λβ΄. Καὶ ἐδῶ ἑπομένως σημασία δὲν ἔχει ἡ ἀποφυγὴ τῶν συγγενῶν οὔτε κἂν ἡ ἀποφυγὴ τοῦ δισταγμοῦ ἀπὸ μόνη της, ἀλλὰ ἡ ἑνότητα τῆς ἱερῆς συνείδησης.

387 Βλ. KE ρκϚ΄.

388 Βλ. Λουκ. 12, 29–30.

389 Βλ. KE ρλα΄, καὶ ἐπίσης KE ρλβ΄, ρλγ΄, ρλζ΄. Βλ. Πράξ. 4, 35. Χρησιμοποιῶντας τὸ χωρίο αὐτὸ ὁ Κασσιανὸς δὲν ἀντλεῖ ἀπὸ τὸν Βασίλειο. Βλ. C. XVI.6, C. XVIII.5 καὶ Inst. II.5.

390 Βλ. KE ρλη΄.

391 Βλ. Inst. V.5–9 καὶ KE ρλθ΄.

392 Βλ. π.χ. KE ρλα΄, ρλβ΄, ρλε΄.

393 Βλ. KE ρλ΄: πᾶν τὸ συντελοῦν εἰς θεοσέβειαν μὴ μετ’ ἐπιθυμίας καὶ σπουδῆς γινόμενον ἐπικίνδυνον. Ὥστε τὸν μὲν νηστεύοντα μὴ προθύμως τοῦτο ποιεῖν οὐκ ἀκίνδυνον.

394 Βλ. KE ρκη΄, καὶ ἐπίσης τὸν ὅρο ΚΠ ιθ΄ ὅπου ὁ Βασίλειος ἐξηγεῖ ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ θεσμοθετήσει τὰ πάντα, οἱ ἐφεστῶτες πρὸς λόγον θὰ οἰκονομήσουν τὸν καιρό, τὸν τρόπο καὶ τὸ μέτρο τῆς τροφῆς ποὺ χρειάζεται καθένας. Στὸν ὅρο KE ρμη΄ προσδιορίζει τὰ καθήκοντα τοῦ κελλαριάρχη καὶ ὅλων ὅσοι ἀναλαμβάνουν μιὰ ἰδιαίτερη ὑπηρεσία. Χρειάζεται νὰ θυμοῦνται πὼς ἡ ἐξουσία ποὺ ἔχουν τοὺς ἀνατέθηκε, ὅτι ἀπὸ μόνοι τους δὲν μποροῦν νὰ κάνουν τίποτα, καὶ ἐξωθεῖ νὰ σκέπτονται τὴν ἑκάστου χρείαν. [...]

395 Βλ. KE ρϞϚ΄. Αὐτὸ δὲν σημαίνει πὼς ἡ ποσότητα εἶναι ζήτημα ποὺ ἐπιδέχεται ἀκραῖες ἑρμηνεῖες. Σύμφωνα μὲ τὸν Βασίλειο, συγκρινόμενος μὲ τὸν κατὰ κόσμον ἀθλητὴ ὁ μοναχὸς χαρακτηρίζεται γιὰ τὸ “κατεσκληκὸς τοῦ σώματος”, τὴν “ἐκ τῆς ἐγκρατείας ἐπανθοῦσαν χροιάν”, τὴν “ἀσθένειαν τοῦ σώματος”. Στὸν ὅρο ΚΠ ιϚ΄ ἡ ἐγκράτεια ὁρίζεται ὡς ἀποχὴ τῶν ἡδέων, σκοπὸς τῆς ὁποίας εἶναι ἡ καθαίρεση τοῦ φρονήματος τῆς σαρκός καὶ ἡ ἀπόκτηση εὐσέβειας. Ἡ καταπόνηση εἶναι γνώρισμα τῆς ἄσκησης, συνέπεια τῆς ἀδιαφορίας γιὰ τὸ φαγητὸ καὶ γιὰ τὶς κατώτερες ἡδονὲς συνολικά. Ἡ ἀδιαφορία αὐτὴ εἶναι θεμιτὴ παρενέργεια τῆς σπουδῆς γιὰ τὸ θεῖο ἔργο [...] (ΚΠ ιζ΄). Ὅμως τὸ ἴδιο τὸ φαγητό, ὅπως καὶ τὸ σῶμα, εἶναι σωστὸ νὰ δίνουν ἀφορμὴ θαυμασμοῦ καὶ εὐχαριστίας γιὰ τὴν νοημοσύνη ποὺ δημιούργησε, συντηρεῖ καὶ τελειοποιεῖ τὰ πάντα. Βλ. Μ. Βασίλειος, Ἐπιστ. 2, 6 [...]

396 Βλ. Inst. IV.17 [...]

397 Ἡ τακτικὴ τῶν νευμάτων ὁδήγησε συχνὰ τὰ μεσαιωνικὰ μοναστήρια στὴν ἀνάπτυξη σχετικῆς ‘γλώσσας’ ἡ ὁποία ἀντικατέστησε τὸν ἀπαγορευμένο προφορικὸ λόγο [...]: Bishop, The Pelican Book..., σ. 189–90.

398 Βλ. ἐπίσης Παλλάδιος, Λαυσ. ἱστορία 32, 6 [...] Ὁ Κασσιανὸς δὲν ἀναφέρει ὅτι καὶ αὐτὸ ἀποτελεῖ διάταξη τοῦ ἀγγελικοῦ νόμου. [...]

399 Ἀποκ. 22, 11.

400 Βλ. Inst. IV.19.

401 Per cunctam namque Mesopotamiam, Palaestinam et Cappadociam ac totum Orientem... “Ὁλόκληρη ἡ Ἀνατολὴ” πάντως δὲν περιλαμβάνει ἐδῶ τὴν Αἴγυπτο. Βλ. Inst. IV.22 ὅπου ἐπισημαίνεται ἡ ἀπουσία ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο ἑβδομαδιαίας ἐναλλαγῆς καθηκόντων.

402 Βλ. Inst. IV.20.

403 Ὅ.π.

404 Βλ. Inst. IV.22. Δὲν ἐξηγεῖ γιατί εἶναι ἀναγκαία στὴν Δύση ἀλλὰ ὄχι στὴν Αἴγυπτο.

405 Βλ. KE ρνγ΄.

406 Βλ. KE ρνβ΄.

407 Βλ. ΚΠ θ΄.

408 Βλ. KE ρμγ΄.

409 Βλ. KE ρμδ΄.

 

ΑΣΚΗΤΙΚΗ: Πίνακας Περιεχομένων